Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 258/2018

Αριθμός  258/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Η κρινόμενη από 2-1-2017 (αρ. καταθ. ……/2017) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 2848/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 παρ. 1, 667, 670, 671 παρ. 1 έως 3 και 672 έως 676 του ΚΠολΔ (άρθρο 681 Β΄ παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε κατά νόμο στον εναγόμενο, ήδη εκκαλούντα, με επιμέλεια της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, την 29-12-2016 [βλ. το προσκομιζόμενο από τον εκκαλούντα ακριβές αντίγραφο της εκκαλουμένης αποφάσεως που φέρει τη σημείωση του Δικαστικού Επιμελητή ………. και παραγγελία του πληρεξούσιου Δικηγόρου της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, για επίδοση προς αυτόν (εναγόμενο)], η δε ένδικη έφεση ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης κατ΄ άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των 30 ημερών, ήτοι την 4-1-2017 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως, λόγω της φύσεως της προκειμένης διαφοράς [αφορά διατροφή εν διαστάσει συζύγου (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ)].

Με την από 13-10-2015 (αρ. καταθ. …../2015) αγωγή της που συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 26-10-2016, κατ΄ εκτίμηση αυτής, η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ζήτησε, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί ο εναγόµενος, ήδη εκκαλών, σύζυγός της, µε τον οποίο βρίσκεται σε διάσταση, να καταβάλει σ΄ αυτήν, η οποία από εύλογη αιτία διέκοψε την έγγαµη συµβίωσή τους και αδυνατεί να αντιµετωπίσει τις ανάγκες διατροφής της από τα εισοδήµατα  (προνοιακό επίδομα βαριάς αναπηρίας) ή την περιουσία της, µηνιαία διατροφή σε χρήµα, ποσού 700 ευρώ, την οποία διατροφή δικαιούται να απαιτήσει, ενόψει των βιοτικών της αναγκών, όπως διαµορφώνονται στο πλαίσιο της χωριστής διαβιώσεώς της, και δη προκαταβολικά εντός του πρώτου πενθηµέρου εκάστου µηνός, για χρονικό διάστηµα δύο (2) ετών από την επίδοση της αγωγής και µε το νόµιµο τόκο από την καθυστέρηση πληρωµής κάθε µηνιαίας δόσης µέχρι την εξόφληση. Επίσης, ζήτησε να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 2848/2016 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, αφού (ορθώς) έκρινε ότι αυτή είναι νόµιµη, δέχθηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και, μεταξύ άλλων, υποχρέωσε τον εναγόµενο να καταβάλλει στην ενάγουσα διατροφή σε χρήµα, ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ µηνιαίως, προκαταβολικά εντός του πρώτου πενθηµέρου εκάστου µηνός και για χρονικό διάστηµα δύο (2) ετών από την εποµένη της επίδοσης της αγωγής, µε το νόµιµο τόκο από την καθυστέρηση πληρωµής κάθε µηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση και κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 2-1-2017 (αρ. καταθ. …./2017) έφεση ο εν μέρει ηττηθείς εναγόμενος και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση και να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση με σκοπό να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390, 1391 και 1392 του ΑΚ προκύπτει ότι 1) οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να συνεισφέρουν (συμβάλλουν) από κοινού ο καθένας ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, 2) η συνεισφορά γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους, 3) στην υποχρέωση αυτή περιλαμβάνεται ειδικότερα η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση και συμβολή στη λειτουργία του κοινού οίκου. Το μέτρο της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση. Επίσης συνάγεται ότι σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε εξακολουθεί μεν ο μεταξύ των συζύγων γάμος, αλλά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συνεισφοράς αυτών προς αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, μεταξύ των οποίων και η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή, αφού με τη διακοπή της συμβίωσης έπαυσε να υπάρχει και να λειτουργεί κοινός οίκος και να δημιουργούνται οικογενειακές ανάγκες, εκείνος από τους συζύγους που διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία δικαιούται από τον άλλο, ανεξαρτήτως του εάν είναι εύπορος ή άπορος, διατροφή σε χρήμα, που προκαταβάλλεται μηνιαίως και υποκαθιστά τη συνεισφορά του υπόχρεου υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής (ΑΠ 1028/2013, ΕφΘρ 74/2014). Συνεπώς, αυτός που μετέχει, με βάση την οικονομική του δυνατότητα, στα βάρη του γάμου με ποσό μικρότερο από το ποσό συμμετοχής του άλλου συζύγου δικαιούται, συντρεχόντων και των λοιπών προϋποθέσεων (διακοπή έγγαμης συμβίωσης, εύλογη αιτία) διατροφή από τον τελευταίο, αφού και κατά τη διάρκεια του γάμου απολάμβανε αυτός μέρος από τα εισοδήματα του άλλου. Το παραπάνω δικαίωμα υφίσταται και όταν η διακοπή προήλθε από την πλευρά του υπόχρεου για διατροφή συζύγου, ακόμη και αν ο υπόχρεος αναγκάστηκε στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου. Στην περίπτωση όμως αυτή, αν το παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συνιστά λόγο διαζυγίου, περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης σε αυτόν από τον άλλον διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή του (ελαττωμένη διατροφή), μετά από ένσταση του εναγομένου με αντίστοιχο προς τούτο αίτημα. Εξάλλου από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι το μέτρο της μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης οφειλόμενης στο δικαιούχο διατροφής, προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής, σε συνδυασμό με εκείνες που ανέκυψαν από τη χωριστή διαβίωση, λαμβανομένων υπόψη των εκατέρωθεν οικονομικών δυνάμεων (ΑΠ 1061/2012, ΑΠ 132/2003, ΕφΛαρ 30/2013).

Με λόγους της ένδικης εφέσεως ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του α) κατ΄ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων ουδόλως έλαβε υπόψη τις προσκομισθείσες μετ΄ επικλήσεως υπ΄ αρ. … και …../24-10-2016 ένορκες βεβαιώσεις, καθώς και την κατάθεση του ενόρκως εξετασθέντος στο ακροατήριο μάρτυρα αποδείξεως και β) εσφαλμένα δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα από αυτήν κριθέντα πραγματικά περιστατικά εκτός των άλλων και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν και ότι επίκληση εγγράφων από την εφεσίβλητη ουδέποτε έγινε νόμιμα, διότι οι κατατεθείσες από αυτήν προτάσεις (όπου και η αναγραφή της επικλήσεως) δεν ελήφθησαν υπόψη λόγω του εκπροθέσμου της καταθέσεώς τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του δεν έλαβε υπόψη του τις από 26-10-2016 προτάσεις της ενάγουσας και, συνακόλουθα, και την από 1-11-2016 προσθήκη της επ΄ αυτών, με την αιτιολογία ότι οι εν λόγω προτάσεις κατατέθηκαν εκπρόθεσµα, ήτοι την 1-11-2016, δηλαδή µετά τη συζήτηση στο ακροατήριο (άρθρο 591 του ΚΠολΔ), καθώς επίσης έκρινε ότι ενόψει του ότι για τις κατατεθειμένες προ της 1-1-2016 αγωγές, όπως η ένδικη, δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, λαµβάνονται υπόψη τα από την ενάγουσα προσκοµισθέντα κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο σχετικά έγγραφα. Σε κάθε περίπτωση οι ως άνω λόγοι αλυσιτελώς προβάλλονται από τον εκκαλούντα, καθόσον από μόνοι τους δεν άγουν (και βάσιμοι ακόμη) στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης. Τούτο δε, διότι το Δικαστήριο, κατά τον έλεγχο των συναφών λόγων της έφεσης για κακή, εν γένει, εκτίμηση των αποδείξεων, λαμβάνοντας υπόψη τα νομίμως προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, θα εξαφανίσει την εκκαλουμένη μόνο αν άγεται σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της υπόθεσης, ενώ διαφορετικά η έφεση απορρίπτεται (πρβλ. ΑΠ 179/1985 ΝοΒ 33.1710, ΕφΠειρ 422/2014, ΕφΔωδ 36/2014, ΕφΛαμ 98/2009). Επομένως, οι ως άνω λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητος του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται όμως, για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες  (ΑΠ 224/2016).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων …….. και …….. αντίστοιχα, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, {η πρώτη εκ των οποίων αν και είναι τέκνο των διαδίκων, η κατάθεσή της λαμβάνεται υπόψη αφού ναι μεν κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 601 παρ. 2 του ΚΠολΔ [όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ένδικη αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 13-11-2015, ήτοι πριν την 1-1-2016], στις διαφορές του άρθρου 592 παρ. 1 του ΚΠολΔ (γαμικές διαφορές), δεν επιτρέπεται, εκτός άλλων, να εξετασθούν ως μάρτυρες τα τέκνα των διαδίκων, (δηλαδή αυτά δεν είναι απλώς εξαιρετέοι, αλλά ανεπιτήδειοι μάρτυρες), πλην όμως η κατάθεση των τέκνων αυτών σε άλλη δίκη μεταξύ των γονέων τους [εκτός των δικών που ορίζει το άρθρο 592 παρ. 1 του ΚΠολΔ και λόγω παραπομπής του άρθρου 614 παρ. 1 του ΚΠολΔ στο ως άνω άρθρο (592 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και των δικών που αναφέρονται σ΄ αυτό (άρθρο 614 παρ. 1 του ΚΠολΔ-διαφορές που αναφέρονται σε σχέσεις γονέων και τέκνων)], όπως τα άρθρα αυτά 592 παρ. 1 και 614 παρ. 1 του ΚΠολΔ ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και εφαρμόζονται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, και η λήψη αυτής (κατάθεσης) υπόψη δεν καθίσταται αφ΄ εαυτού παράνομο αποδεικτικό μέσο}, καθώς και από όλα τα έγγραφα τα οποία νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις επικαλούμενες και προσκοµιζόµενες από τον εναγόμενο, ήδη εκκαλούντα, υπ΄ αρ. …./24-10-2016 και …/24-10-2016 ένορκες βεβαιώσεις του ……. και της …….., αντίστοιχα, που λήφθηκαν ενώπιον της Συµβολαιογράφου Πειραιά …….., μετά από νόμιμη κλήτευση της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης  (βλ. την υπ΄ αρ. …/19-10-2016 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιµελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών .. ….), χωρίς όμως η ρητή αναφορά σε ορισμένα εξ αυτών (εγγράφων) να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004.70), εκτός από τα έγγραφα των οποίων γίνεται επίκληση από την εφεσίβλητη, το πρώτον και μόνον (πλην αυτών που ήδη έχει επικαλεσθεί με τις νομοτύπως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της) με την προσθήκη των προτάσεών της, δηλαδή μετά την κατά τη δικάσιμο της 4-5-2017 συζήτηση στο ακροατήριο και εντός της κατά το άρθρο 524 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, τα οποία δεν λαμβάνονται υπόψη καθόσον από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1, 674 παρ. 2 και 270 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι έγγραφα επικαλούμενα με την προσθήκη των προτάσεων δεν λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν προσάγονται για την αντίκρουση ισχυρισμών που προβάλλονται με τις προτάσεις, γεγονός όμως που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, (σημειώνοντας ότι η εφεσίβλητη, στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας συζητήσεως, που δεν ελήφθησαν υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον κατατέθηκαν εκπρόθεσμα, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξούσιου Δικηγόρου της, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν µεταξύ τους νόµιµο γάµο στις 2-3-1975 στο Κερατσίνι Αττικής. Από το γάµο τους αυτό, ο οποίος δεν έχει λυθεί µε διαζύγιο, απέκτησαν πέντε, ήδη ενήλικες, θυγατέρες, ήτοι τη …, τη …., την …, τη .. και την …. Η έγγαµη συµβίωση των διαδίκων δεν ήταν ποτέ αρµονική, αλλά υπήρχαν συνεχώς προβλήµατα µεταξύ τους, εξαιτίας της αντισυζυγικής συµπεριφοράς του εναγοµένου, ο οποίος καθ΄ όλη τη διάρκεια του έγγαµου βίου τους δεν επεδείκνυε, ως όφειλε, πίστη και αφοσίωση στην ενάγουσα – σύζυγό του, αλλά ούτε και τη δέουσα αγάπη και συµπαράσταση προς το πρόσωπό της. Ειδικότερα, κατά διαστήµατα προέβαινε στη σύναψη εξωσυζυγικών σχέσεων, τις οποίες η ενάγουσα πληροφορούταν από γνωστούς και οικογενειακούς φίλους. Όταν δε η ενάγουσα εκδήλωνε δικαιολογηµένα δυσφορία και αγανάκτηση ως προς τη συµπεριφορά του αυτή, η οποία της προκαλούσε συνεχή ψυχολογική φόρτιση, ο εναγόµενος εκδήλωνε επιθετική και προσβλητική συµπεριφορά σε βάρος της, µε αποτέλεσµα τελικά να επέλθει µεταξύ τους πλήρης συναισθηµατική, ψυχική και σωµατική αποξένωση. Παρά ταύτα, η ενάγουσα υπέµενε και ανεχόταν την προπεριγραφείσα, µη αρµόζουσα στο θεσµό του γάµου, συµπεριφορά του εναγοµένου, επιθυµώντας να διατηρήσει τη συνοχή της οικογένειάς της, ελπίζοντας σε µεταστροφή της στάσης του. Η συµπεριφορά όμως, του εναγοµένου ουδόλως µεταβλήθηκε, καθόσον τον Ιούνιο 2004 κατελήφθη από την ενάγουσα να διατηρεί εξωσυζυγική σχέση µε αλλοδαπή οικιακή βοηθό, ενώ συνέχιζε να επιδεικνύει σε βάρος της (ενάγουσας) συμπεριφορά, µη αρµόζουσα στο θεσµό του γάµου, όντας πλήρως αδιάφορος και µη συµπαραστεκόµενος προς αυτήν. Μάλιστα, εκτός των άλλων, απέφευγε την αποπληρωµή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων του δανείου για το διαµέρισµα που βρίσκεται επί της οδού ….. . στο …. Αττικής, το οποίο παραχωρήθηκε σ΄ αυτόν από τον ΟΕΚ, τις οποίες δόσεις τελικά κατέβαλε έως το έτος 2007 η µεγαλύτερη θυγατέρα τους, ….., ενώ έκτοτε παραµένουν ανεξόφλητες. Εξαιτίας δε των ανωτέρω, η ενάγουσα στα τέλη του έτους 2007 αποχώρησε από την οικογενειακή στέγη επί της οδού ….. στο …, µαζί µε τις θυγατέρες της … και …., εκ των οποίων η τελευταία τότε κυοφορούσε τέκνο εκτός γάµου, γεγονός για το οποίο ο εναγόµενος οµοίως επέδειξε πλήρη αδιαφορία, και εγκαταστάθηκαν στο παραπάνω διαµέρισµα επί της οδού ……., όπου έκτοτε διαµένουν µαζί και µε το ανήλικο τέκνο της θυγατέρας της ….. Ακολούθως, η ενάγουσα κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αίτηση περί λήψεως ασφαλιστικών µέτρων, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 146/2016 απόφαση, δυνάµει της οποίας ο ήδη εναγόµενος υποχρεώθηκε να της καταβάλει ως προσωρινή μηνιαία διατροφή το ποσό των 450 ευρώ. Αντίθετα, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα είναι αποκλειστικά υπαίτια για τη διάσπαση του έγγαµου βίου τους. Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης οφείλεται σε λόγους που αφορούν αποκλειστικά την ενάγουσα, τον οποίο επαναφέρει με λόγο της ένδικης εφέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και ο σχετικός λόγος της εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα περιστατικά, η έγγαμη σχέση των διαδίκων διακόπηκε από εύλογη για την ενάγουσα αιτία και κατά συνέπεια δικαιούται (η ενάγουσα) έναντι του εναγομένου διατροφής σε χρήμα, εάν βεβαίως συντρέχουν και οι λοιπές, εξεταζόμενες κατωτέρω, προϋποθέσεις, ήτοι της αδυναμίας της να εξασφαλίσει τη διατροφή της από δικούς της πόρους και της υπό καθεστώς εγγάμου συμβιώσεως συμμετοχής της στο εισόδημα του εναγομένου-συζύγου της, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω, η προβληθείσα από τον εναγόμενο µε δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, αλλά και µε τις προτάσεις του που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, ένσταση περί επιδικάσεως υπέρ της ενάγουσας ελαττωμένης διατροφής για το λόγο ότι η διάσπαση της έγγαμης συμβιώσεώς τους οφείλεται  αποκλειστικά σε λόγους που αφορούν το πρόσωπό της, και συνεπώς υφίσταται υπαίτιο παράπτωμα που συνιστά βάσιμο λόγο διαζυγίου υπέρ αυτού (εναγομένου), την οποία επαναφέρει με λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει, αν και νόμω βάσιμη (άρθρα 1392 εδ. β΄, 1495 και 1842 του ΑΚ), να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, δεδομένου ότι η διάσπαση της έγγαμης συμβιώσεώς τους αποδείχθηκε ότι οφείλεται σε λόγο που αφορά κατά τα προαναφερόμενα, μόνο το πρόσωπο του εναγομένου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και ο σχετικός λόγος της εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί. Επίσης, από τα προσκοµιζόµενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο εναγόµενος είναι συνταξιούχος του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και λαµβάνει μηνιαίως σύνταξη συνολικού ποσού περίπου 1.680 ευρώ . Έχει ληξιπρόθεσµες οφειλές προς το Δηµόσιο, συνολικού ποσού 8.497,62 ευρώ, για τις οποίες, κατόπιν ρύθµισης, καταβάλλει ως µηνιαία δόση το ποσό των 149,69 ευρώ έως τον Ιούνιο 2019 (ρύθµιση σε 51 δόσεις). Τα ως άνω ποσά όμως, όπως και ο φόρος εισοδήματος που καταβάλλει, δεν προαφαιρούνται από τα εισοδήµατά του (εναγοµένου), αλλά απλώς συνεκτιμώνται οι δαπάνες αυτές, ως επιπλέον βιοτικές του ανάγκες (πρβλ. ΑΠ 120/2013, ΑΠ 680/2010, ΑΠ 204/2010, ΑΠ 837/2009, ΑΠ 471/2005, ΕφΔωδ 195/2013, Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου: Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τομ. Β΄, εκ. 2003, σελ. 58 και οι εκεί παραπομπές) και ως στοιχεία προσδιοριστικά των συνθηκών διαβίωσής του (πρβλ. ΕφΠειρ 158/2008). Περαιτέρω, είναι κύριος του προαναφερθέντος διαµερίσµατος του Α΄ ορόφου πολυκατοικίας επί της οδού …… στο …., εµβαδού 95 τ.µ., στο οποίο έχουν δικαίωµα οίκησης η ενάγουσα και οι θυγατέρες τους …, … και …, καθόσον αυτό του παραχωρήθηκε από τον Οργανισµό Εργατικής Κατοικίας, και στο οποίο εξακολουθεί µέχρι σήµερα να κατοικεί η ενάγουσα µε τις θυγατέρες τους .. και …. Καταβάλλει δε ΕΝΦΙΑ για το ακίνητο αυτό ανερχόμενο στο ποσό των 406,51 ευρώ. Το ως άνω ποσό δεν προαφαιρείται από τα εισοδήματά του, αλλά απλώς συνεκτιμάται η δαπάνη αυτή, ως επιπλέον βιοτική του ανάγκη και ως στοιχείο προσδιοριστικό των συνθηκών διαβίωσής του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόµενος πάσχει από περιφερική αγγειοπάθεια, υψηλή αρτηριακή υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ και αµιγή υπερχοληστερολαιµία, παθήσεις για τις οποίες ακολουθεί φαρµακευτική αγωγή. Διαµένει δε σε µισθωµένη οικία στην …. Αττικής, για την οποία καταβάλλει ως μηνιαίο μίσθωμα το ποσό των 220 ευρώ. Βαρύνεται και µε τα λειτουργικά έξοδα της οικίας αυτής (ήτοι δαπάνες κοινοχρήστων, ύδατος, ηλεκτρικού ρεύµατος, κ.λπ.), καθώς και µε τις δαπάνες διαβίωσής του (δαπάνες διατροφής, ένδυσης, υπόδησης, ψυχαγωγίας κλπ), οι οποίες είναι οι συνήθεις ατόµου της ηλικίας του, όπως και με τις δαπάνες ιατροφαρµακευτικής του περίθαλψης πέραν αυτών που καλύπτονται από τον ασφαλιστικό του οργανισμό στον οποίο είναι ασφαλισμένος (ΙΚΑ). Επίσης, διαθέτει ένα ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής NISSAN, τύπου ALMERA, το οποίο κυκλοφόρησε το πρώτον το έτος 2001. Καταβάλλει δε σε ασφαλιστική εταιρεία το ποσό των 152,76 ευρώ ως ασφάλιστρα για την εξαμηνιαία ασφάλιση του ως άνω αυτοκινήτου του για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από ατυχήµατα, καθώς επίσης τα τέλη κυκλοφορίας αυτού ανερχόμενα στο ποσό των 240 ευρώ ετησίως. Τα ως άνω ποσά δεν προαφαιρούνται από τα εισοδήματά του, αλλά απλώς συνεκτιμώνται οι δαπάνες αυτές, ως επιπλέον βιοτικές του ανάγκες και ως στοιχεία προσδιοριστικά των συνθηκών διαβίωσής του. Εξάλλου, όπως αποδείχθηκε, ο εναγόµενος δεν διαθέτει άλλα εισοδήµατα ή περιουσιακά στοιχεία και δεν βαρύνεται, κατά τον επίδικο χρόνο, µε τη διατροφή τρίτου προσώπου υποχρεωµένου από το νόµο να διατρέφει, πλην της υποχρέωσης διατροφής της ενάγουσας-εν διαστάσει συζύγου του. Όσον αφορά δε στις οικονοµικές δυνάµεις της ενάγουσας, η οποία σήµερα είναι ηλικίας 65 περίπου ετών, αυτή καθ΄ όλη τη διάρκεια της έγγαµης συµβίωσης δεν εργάστηκε, κατόπιν σχετικής απαίτησης του εναγοµένου, όντας αποκλειστικά επιφορτισµένη µε την ανατροφή των πέντε θυγατέρων τους, αλλά και µε τη φροντίδα του συζύγου της και του οίκου τους εν γένει, ενώ στερείται οποιασδήποτε επαγγελµατικής κατάρτισης και εµπειρίας και έχει µόνο τις στοιχειώδεις γραµµατικές γνώσεις. Εξάλλου, αντιµετωπίζει σοβαρά προβλήµατα υγείας, καθόσον πάσχει από νοσογόνο παχυσαρκία, σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ και µικτή διαταραχή άγχους – κατάθλιψης υπό φαρµακευτική αγωγή, εξαιτίας των οποίων της έχει αναγνωρισθεί συνολικό ποσοστό αναπηρίας 67% από την αρµόδια Πρωτοβάθµια Υγειονοµική Επιτροπή του ΚΕ.Π.Α., για το οποίο λαµβάνει από το έτος 2005 προνοιακό επίδοµα το οποίο ήδη ανέρχεται στο ποσό των 300 ευρώ µηνιαίως (βλ. κατάθεση µάρτυρα ενάγουσας). Επιπλέον, η ενάγουσα πάσχει από διάχυτα οστικά άλγη – βαρεία ΟΑ γονάτων άµφω µε δυσκαµψία και περιορισµό κινήσεων, εμμένων ύδραθρο, καθώς και λεµφοίδηµα άµφω κάτω άκρων, σπονδυλαρθρίτιδα ΘΜΣΣ – ΟΜΣΣ με  δυσκαµψία των ιερολαγονίων αρθρώσεων, καθώς και νευρολογική σηµειολογία κάτω άκρων, οστεοαρθρίτιδα ισχίων άµφω µε δυσκαµψία δεξιά και αδυναµία απαγωγής αυτής. Εποµένως, ενόψει των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα δεν δύναται να εργαστεί, λόγω της ηλικίας της, της κατάστασης της υγείας της, της έλλειψης επαγγελµατικής κατάρτισης και εµπειρίας, ώστε να αποκτήσει σταθερό εισόδηµα. Διαµένει στην προαναφερθείσα οικία του εναγοµένου µε τις θυγατέρες της …. και …. και, συνεπώς, δεν βαρύνεται µε την καταβολή µισθώµατος, πλην όµως, βαρύνεται µε τις αναλογούσες στην ίδια δαπάνες λειτουργίας και συντήρησης της οικίας αυτής, καθώς και µε τις δαπάνες διαβίωσής της, οι οποίες είναι οι συνήθεις ατόµου της ηλικίας της, καθόσον οι δαπάνες ιατροφαρµακευτικής της περίθαλψης καλύπτονται από τον ασφαλιστικό οργανισμό στον οποίο είναι ασφαλισμένη (ΙΚΑ), όπως ως προς τις δαπάνες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να προσβάλλεται (η απόφαση) ως προς αυτή με λόγο εφέσεως από την ενάγουσα. Επίσης, είναι κυρία ενός διαµερίσµατος επί της οδού …. στο …. Αττικής, όπου ευρισκόταν η πρώην συζυγική οικία, και ήδη έχει παραχωρηθεί ως οικογενειακή στέγη στη θυγατέρα τους …. µετά του συζύγου και του τέκνου της. Αντίθετα, δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα διαθέτει οποιαδήποτε άλλη περιουσία ή εισοδήµατα από οποιαδήποτε πηγή. Επομένως, ενόψει των παραπάνω πραγματικών περιστατικών η ενάγουσα υπό καθεστώς έγγαμης συμβίωσης θα απολάμβανε από τα μεγαλύτερα εισοδήματα του εναγομένου – συζύγου της. Με τα δεδοµένα αυτά, η ενάγουσα, η οποία κατά τα ανωτέρω αφίσταται της έγγαμης συμβίωσης από εύλογη γι΄ αυτήν αιτία και αδυνατεί να διατρέφει τον εαυτό της πλήρως, δικαιούται συμπληρωματικής διατροφής έναντι του εναγοµένου – συζύγου της, αφού και υπό τις συνθήκες της έγγαμης συμβίωσης είχε τοιούτο δικαίωμα, απορριπτοµένης ως κατ΄ ουσίαν αβάσιµης της προβληθείσας εκ µέρους του εναγοµένου ένστασης, την οποία επαναφέρει με λόγο της ένδικης εφέσεως, περί αποτιµήσεως της συνεισφοράς της ενάγουσας, ήτοι ότι ο ίδιος (εναγόμενος) θα μπορούσε και θα έπρεπε να συνεισφέρει (εάν η έγγαμη συμβίωση δεν διακοπτόταν) με ποσό μικρότερο από το ποσό συμμετοχής της ενάγουσας και συνεπώς ουδέν ποσό δικαιούται η ενάγουσα να αξιώσει ως διατροφή της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και ο σχετικός λόγος της εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, µε βάση τις συνθήκες της ζωής των διαδίκων, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στο

πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσής τους, κατά την οποία η συνεισφορά της ενάγουσας στις οικογενειακές ανάγκες συνίστατο στην προσφορά της προσωπικής της εργασίας (όπως φροντίδα και περιποίηση του συζύγου της και των τέκνων τους, καθαρισμός της οικίας, παρασκευή φαγητού), που αποτιμάται σε χρήμα, ενώ η συνεισφορά του εναγοµένου συνίστατο στην προσφορά αρχικά των εισοδηµάτων του από την εργασία του και ακολούθως της σύνταξής του, και όπως οι συνθήκες αυτές ήδη έχουν διαµορφωθεί από τη χωριστή διαβίωσή τους, µε βάση και τις οικονοµικές δυνατότητές τους, το ποσό που δικαιούται η ενάγουσα ως συμπληρωματική διατροφή ανέρχεται στο ποσό των 450 ευρώ µηνιαίως, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επίδοση της αγωγής. Το προαναφερόμενο ποσό είναι αναγκαίο για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της ενάγουσας, στις οποίες περιλαμβάνονται οι ανάγκες σίτισης, ένδυσης, υπόδησης και για την κάλυψη των δαπανών αυτής γενικής φύσεως. Το ποσό αυτό που πρέπει να συνεισφέρει ο εναγόµενος προς συµπλήρωση της διατροφής της ενάγουσας [λαµβανοµένου υπόψη του προνοιακού επιδόματος που λαμβάνει, όπως αυτό αναλύθηκε ανωτέρω, το οποίο δεν δύναται να καλύψει το σύνολο αυτής (διατροφής της)], ανταποκρίνεται στις ανάγκες της και δεν υπερβαίνει την αναλογία που ο εναγόµενος ήταν υποχρεωµένος να συνεισφέρει στο πλαίσιο της έγγαµης συµβίωσής τους, µε µέτρο τις συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής. Ο εναγόμενος µε δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, αλλά και µε τις προτάσεις του που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, προέβαλε την ένσταση περί παραπομπής της ενάγουσας στις πέντε ενήλικες θυγατέρες της ως υπόχρεες για τη διατροφή της, (άρθρα 1391 και 1491 του ΑΚ), την οποία επαναφέρει με λόγο της ένδικης εφέσεως και η οποία πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, αφού ο εναγόμενος (που είναι κατά πρώτο λόγο υπόχρεος) είναι σε θέση να της παρέχει αυτή τη διατροφή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε την ως άνω ένσταση ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και ο σχετικός λόγος της εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί. Επιπλέον ο εναγόμενος µε δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, αλλά και µε τις προτάσεις του που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, προέβαλε την ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώµατος της ενάγουσας, την οποία επαναφέρει με λόγο της ένδικης εφέσεως, ισχυριζόµενος ότι η τελευταία, παρόλο που διέκοψε την έγγαµη συµβίωση χωρίς εύλογη αιτία, άσκησε την ένδικη αγωγή της αµέσως µόλις ασκήθηκε εκ µέρους του η αγωγή περί λύσεως του μεταξύ τους γάµου, διότι εάν η τελευταία γίνει δεκτή θα επιφέρει την απώλεια του δικαιώµατός της να λάβει σύνταξη χηρείας σε περίπτωση προαποβιώσεώς του και ότι στην πραγµατικότητα η ενάγουσα δεν έχει καµία οικονοµική ανάγκη ώστε να απαιτείται η συνεισφορά του στη διατροφή της. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως µη νόµιµος, καθόσον τα επικαλούµενα ως άνω πραγµατικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα,  δεν αρκούν για να θεµελιώσουν την ένσταση του άρθρου 281 του ΑΚ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε την ως άνω ένσταση ως μη νόμιμη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και ο σχετικός λόγος της εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται

τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου, ο εναγόμενος επίσης µε δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, αλλά και µε τις προτάσεις του που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, προέβαλε την ένσταση δόσεως αντί καταβολής (άρθρο 419 του ΑΚ), την οποία επαναφέρει με λόγο της ένδικης εφέσεως και η οποία είναι απορριπτέα ως αόριστη, καθόσον ο εναγόµενος επικαλείται µόνον ότι το γεγονός ότι η ενάγουσα κατοικεί σε διαµέρισµα κυριότητάς του ενέχει ολική απόσβεση της εκ µέρους του τυχόν οφειλόµενης διατροφής και όχι ότι η εν λόγω παροχή έγινε προς εξόφληση της εν λόγω υποχρέωσής του κατόπιν συµφωνίας (έστω άτυπης) µε την ενάγουσα, όπως απαιτείται από το άρθρο 419 του ΑΚ, προκειµένου να επέλθει απόσβεση της ενοχής (βλ. Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, Τόµος Α΄, εκ. 2001, παρ. 234, αρ. 13, σελ. 305). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε την ως άνω ένσταση ως αόριστη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και ο σχετικός λόγος της εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με εν μέρει διάφορη αιτιολογία (και υποχρέωσε τον εναγόµενο να καταβάλλει στην ενάγουσα διατροφή σε χρήµα, ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ µηνιαίως, προκαταβολικά εντός του πρώτου πενθηµέρου εκάστου µηνός και για χρονικό διάστηµα δύο (2) ετών από την εποµένη της επίδοσης της αγωγής, µε το νόµιµο τόκο από την καθυστέρηση πληρωµής κάθε µηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση), ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά κατ΄ αποτέλεσμα εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα από αυτές πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η διάφορη αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της έφεσης. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν, στο σύνολό τους, τα δικαστικά έξοδα, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων, λόγω της σχέσεώς τους ως συζύγων (άρθρα 106, 179, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 2-1-2017 (αρ. καταθ. …../2017) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 2848/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [ειδική διαδικασία των άρθρων 666 παρ. 1, 667, 670, 671 παρ. 1 έως 3 και 672 έως 676 του ΚΠολΔ (άρθρο 681 Β΄ παρ. 1 του ΚΠολΔ)].

Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 19 Απριλίου  2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

      Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ