Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 141/2018

Αριθμός     141/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Ιωάννα Πέττα-Χριστοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα    Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Από τις διατάξεις των άρθρων 1,  2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 5 παρ. 1 εδ. α, 7 παρ. 1,  8 και 13 του ν. 3741/1929 «Περί ιδιοκτησίας κατ΄ ορόφους», που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα με το άρθρο 54 του Εισαγωγικού Νόμου αυτού και 1117 του ΑΚ, συνάγεται ότι επί οριζόντιας ιδιοκτησίας ιδρύεται κυρίως μεν χωριστή κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα, που αποκτάται αυτοδικαίως, κατ’ ανάλογη μερίδα, στα μέρη του όλου ακινήτου, που χρησιμεύουν σε κοινή απ΄  όλους τους οροφοκτήτες χρήση. Μεταξύ των μερών αυτών, περιλαμβάνονται, κατά ενδεικτική στις διατάξεις αυτές απαρίθμηση, το έδαφος, τα θεμέλια, οι πρωτότοιχοι, η στέγη, οι καπνοδόχοι, οι αυλές, τα φρεάτια ανελκυστήρων, οι εγκαταστάσεις κεντρικής θέρμανσης, το ηλιακωτό δώμα. Εξάλλου, με βάση το άρθρο 2 τελευταία παράγραφος του Ν. 3741/1929, η οποία ορίζει ότι αδιαίρετος είναι η ιδιοκτησία “και παντός άλλου πράγματος χρησιμεύοντος προς κοινήν των ιδιοκτητών χρήσιν”, προσδιορίζονται τα κριτήρια υπαγωγής στην ομάδα των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων μερών της οικοδομής, που δεν αναφέρονται ρητά στη συμφωνία ή στο νόμο. Ειδικότερα, ο   προσδιορισμός των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων αυτών μερών, γίνεται, είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία, είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών, κατά τα άρθρα 4 παρ, 1, 5 και 13 του Ν. 3741/1929, δηλαδή με σύμφωνη απόφαση τους, που πρέπει να καταρτισθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί. Αν τούτο δε γίνει, αν δηλαδή δεν ορίζεται τίποτα από την ως άνω δικαιοπραξία, ούτε με ιδιαίτερες συμφωνίες, τότε ισχύει ο προσδιορισμός, που προβλέπεται από τις ως άνω διατάξεις (ΑΠ 1658/2007, 1610/2007). Στην τελευταία περίπτωση, κριτήριο για το χαρακτηρισμό πράγματος ως κοινόκτητου και κοινόχρηστου, είναι ο κατά τη φύση του προορισμός για την εξυπηρέτηση των συνιδιοκτητών με την κοινή από αυτούς χρήση του. Δεδομένου δε, ότι η θεσπιζόμενη με τα άρθρα 1002 ΑΚ και 1 επ. του Ν. 3741/1929 αποκλειστική (χωριστή) κυριότητα επί ορόφου ή τμήματος ορόφου αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα superficies solo cedit, που έχει περιληφθεί στο άρθρο 1001 εδ. α του ΑΚ, οποιοδήποτε μέρος του όλου ακινήτου που δεν ορίστηκε ή δεν ορίστηκε έγκυρα, με το συστατικό της οροφοκτησίας τίτλο ότι αποτελεί αντικείμενο της αποκλειστικής κυριότητας κάποιου συνιδιοκτήτη, υπάγεται αυτοδικαίως από το νόμο, κατ΄ εφαρμογή του ανωτέρω κανόνα, στα αντικείμενα της αναγκαστικής συγκυριότητας επί του εδάφους και θεωρείται κοινόκτητο και κοινόχρηστο μέρος του ακινήτου (Ολ ΑΠ 23/2000).  Επιτρέπεται δε κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα με την ενδεικτικής φύσεως διάταξη του άρθρου 2 του ν. 3741/1929, όπως με ειδική συμφωνία που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και καταχωρίζεται στα βιβλία μεταγραφών το δικαίωμα να παραχωρηθεί αποκλειστικώς σε κάποιους από τους συνιδιοκτήτες ή και σε έναν από αυτούς η χρήση σε κάποιο από αυτά τα κοινά μέρη, οπότε η χρήση του δεν ανήκει σε όλους από κοινού τους συνιδιοκτήτες του εδάφους. Ακόμα οι συμφωνίες, με τις οποίες κανονίζονται κατά διαφορετικό τρόπο τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ιδιοκτητών οριζοντίων ιδιοκτησιών στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα  πράγματα, δημιουργούν  περιορισμούς  της αναγκαστικής συγκυριότητας επί των πραγμάτων αυτών, από την οποία απορρέει το δικαίωμα συμμετοχής στη χρήση τους. Οι κατ΄ αυτόν τον τρόπο δημιουργούμενοι περιορισμοί, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 3 του ν.3741/1929 “φέρουν χαρακτήρα δουλείας”. Οι περιορισμοί αυτοί δεν είναι δουλείες, κατά την έννοια των άρθρων 1118 επ. 1142 και 1188 επ. ΑΚ, αλλά φέρουν χαρακτήρα δουλείας με την έννοια και μόνο ότι δεσμεύουν τους καθολικούς και ειδικούς διαδόχους των ιδιοκτητών των οριζοντίων ιδιοκτησιών που τους συνομολόγησαν και αντιτάσσονται κατά τρίτων (ΑΠ 318/2013 δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 447/2013 δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 562/2014 δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1305/2002 ΝοΒ 2003.1025). Το ίδιο ισχύει και όταν με τη συστατική πράξη, για όσους χώρους στάθμευσης δεν προσδιορίζεται σε ποιες οριζόντιες ιδιοκτησίες θα ανήκει η αποκλειστική χρήση αυτών, παρέχεται στους συνιδιοκτήτες το δικαίωμα να προσδιορίσουν κατά την υπογραφή των εκάστοτε συμβολαίων μεταβίβασης των οριζόντιων ιδιοκτησιών που περιέρχονται σ΄ αυτούς σε ποια οριζόντια ιδιοκτησία θα ανήκει η αποκλειστική χρήση κάθε χώρου και να συνιστούν πραγματική δουλεία με τα επί μέρους συμβόλαια μεταβίβασης των οριζόντιων ιδιοκτησιών τους, εφόσον πρόκειται για πλήρως ορισμένη παροχή (αποκλειστική χρήση) που εξαρτήθηκε από μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός και δεν προσκρούει στη διάταξη του άρθ. 372 ΑΚ, ενώ η κατανομή των θέσεων αφορά τις σχέσεις των συμβληθέντων και γίνεται κατά τα συμφωνηθέντα (ΑΠ 483/1980 ΝοΒ 28.1939, ΕφΑθ 285/2000 ΕλλΔνη 2001.1414). Συνεπώς ο περιορισμός με το παραπάνω περιεχόμενο της χρήσης του χώρου αυτού από τους λοιπούς  οροφοκτήτες έχει απλώς τον χαρακτήρα δουλείας κατ’ αρθ. 13 παρ. 3 Ν. 3741/ 1929, χωρίς όμως να είναι πραγματική δουλεία, με την έννοια των άρθ. 1118 και 1119 ΑΚ και επιβάλλεται από τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις των άρθ. 1 παρ. 1, 2 εδ. α-β, 5 του Ν. 960/1979 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 1221/1981 και. Π.Δ. 1340/1981, συνίσταται δε στην υποχρέωση των συνιδιοκτητών, επί οικοδομών που ανεγείρονται με άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του ισογείου ακαλύπτου, να εξασφαλίσουν είτε σε ακάλυπτο είτε σε καλυμμένο (piloti) χώρο για τη στάθμευση των αυτοκινήτων των συνιδιοκτητών της οικοδομής (ΑΠ 1252/2011 δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, σύμφωνα με τα ανωτέρω, οι ως άνω θέσεις στάθμευσης στην πιλοτή δεν είναι αυθύπαρκτες, αλλά έχουν χαρακτήρα  παρακολουθηματικό της  οριζόντιας  ιδιοκτησίας (διαμερίσματος ή ορόφου) και συνεπώς δεν είναι δυνατή ούτε η αυτοτελής διάθεση αυτών ούτε η παραχώρηση της αποκλειστικής χρήσης αυτών σε τρίτο μη ιδιοκτήτη (ΑΠ 1339/2013 δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1118, 1121 και 1134 προκύπτει ότι το εμπράγματο δικαίωμα της πραγματικής δουλείας είναι παρεπόμενο της κυριότητας επί του δεσπόζοντος ακινήτου με την έννοια ότι κάθε μεταβίβαση του ακινήτου, στο οποίο η δουλεία παρέχει ωφέλεια, περιλαμβάνει αυτοδικαίως  και τη δουλεία, έστω και αν δεν ορίζεται τίποτε σχετικά στην πράξη μεταβίβασης (ΑΠ 318/2013 δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκησή του καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί κατ’ αυτού, δεν αρκεί κατ’ αρχήν να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος. Αν όμως η αδράνεια συνοδεύεται από  ειδικές  περιστάσεις,  που συνδέονται με  προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος, μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, με αποτέλεσμα να επέρχονται δυσμενείς για τα συμφέροντα του υπόχρεου επιπτώσεις, στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (ΟλΑΠ 7/2002 ΝοΒ 2003.648). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, ως λ.χ. και όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004 δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1352/2011 δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΕΜΠΔ 2012.417, Χρίδ 2012-663).

Η κρινόμενη από 11-7-2016 (αριθμ. κατ. δικ ………./2016) έφεση των εναγόντων κατά της υπ΄ αριθμ 3122/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διατάξεων των άρθρων 647 επ του  ΚΠολΔ, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, καθόσον από  κανένα στοιχείο δεν προκύπτει πάροδος της προθεσμίας ασκήσεώς της ή άλλος λόγος απαραδέκτου (άρθρα 495 παρ 1 και 2, 496 παρ 1, 498 παρ 1, 499, 511, 513 παρ 1β, 516 παρ 1 και 518 παρ 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της ασκήσεώς της έχει καταβληθεί το απαιτούμενο κατ΄ άρθρο  495 παρ 3 ΚΠολΔ παράβολο.

Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 14.10.2014 (αριθμ. κατ. δικ. ………/2014) αγωγή τους εξέθεταν ότι τυγχάνουν, ο μεν πρώτος πλήρης και αποκλειστικός  κύριος του ½ εξ αδιαιρέτου και ψιλός κύριος του ετέρου ½ εξ αδιαιρέτου, η δε δεύτερη, επικαρπώτρια του ως άνω ½ εξ αδιαιρέτου μιας αυτοτελούς και ανεξάρτητης οριζοντίου ιδιοκτησίας και συγκεκριμένα του υπό στοιχεία ΑΡ διαμερίσματος του Δ΄ υπέρ το ισόγειο ορόφου, στο οποίο ανήκει η αποκλειστική χρήση του υπό στοιχεία Ρ-4 χώρου στάθμευσης αυτοκινήτου, ευρισκομένου στην πυλωτή της κειμένης στον Πειραιά, στην ειδικότερη θέση … .. και επί τη οδού ………., πολυκατοικίας, η οποία έχει υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ. Ότι το  ως άνω διαμέρισμα μετά του χώρου σταθμεύσεως, ως παραρτήματος αυτού, απέκτησαν το έτος 1983, δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου υπ΄ αριθμ. …/1983 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς  ….., ο …… (πατέρας και δικαιοπάροχος του πρώτου ενάγοντος και η σύζυγός του ….. (δεύτερη ενάγουσα και μητέρα του πρώτου ενάγοντος). Ότι ακολούθως, δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου υπ΄ αριθμ. …/1995 συμβολαίου περιουσιακής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., οι προαναφερθέντες αγοραστές μεταβίβασαν, μεταξύ άλλων,  στον πρώτο ενάγοντα υιό τους την ψιλή κυριότητα και παρακράτησαν γι΄αυτούς το δικαίωμα επικαρπίας του διαμερίσματος μετά του αποτελούντος  παράρτημα αυτού, χώρου σταθμεύσεως. Ότι, μετά το θάνατο του δικαιοπαρόχου πατέρα του, το ποσοστό της επικαρπίας αυτού, υπέστρεψε στην ψιλή κυριότητα και απέκτησε έτσι ο ίδιος (πρώτος ενάγων) δικαίωμα πλήρους κυριότητας επί του ½ εξ αδιαιρέτου του ως άνω διαμερίσματος, κατά τα προεκτεθέντα. Ότι ο πρώτος των εναγομένων και η σύζυγός του ……. απέκτησαν, δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου υπ΄ αριθμ …/1984 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., το υπό στοιχεία Β-1 διαμέρισμα του  Β΄ υπέρ το ισόγειο ορόφου της ως άνω πολυκατοικίας καθώς και την αποκλειστική χρήση της υπό  στοιχεία Ρ4 θέσεως σταθμεύσεως αυτοκινήτου, που όμως είχε περιέλθει στην αποκλειστική χρήση του  υπό στοιχεία ΑΡ διαμερίσματος από το χρόνο μεταγραφής (26.4.1983) του προαναφερόμενου αγοραπωλητηρίου συμβολαίου με αριθμό …/1983. Ότι η σύζυγος του  πρώτου εναγομένου απεβίωσε στις 22.5.2000, χωρίς να αφήσει διαθήκη και η κληρονομία της επήχθη στο σύζυγο και τα τέκνα της (εναγομένους) κατά ποσοστά 2/8, 3/8  και 3/8 αντίστοιχα, στον καθένα. Ότι ο πρώτος των εναγομένων,  ενώ ζούσε ο πατέρας του πρώτου και σύζυγος της δεύτερης των εναγόντων, ………., ζήτησε απ΄ αυτόν να του επιτρέπει να  χρησιμοποιεί τον υπό στοιχ.  Ρ-4 χώρο  στάθμευσης που αποτελούσε παρακολούθημα του διαμερίσματός τους (εναγόντων). Ότι πράγματι ο ανωτέρω του επέτρεψε την άνευ ανταλλάγματος χρήση του συγκεκριμένου χώρου σταθμεύσεως της πυλωτής, ενώ ο ίδιος έκανε χρήση της θέσεως Ρ-5. Ότι μετά το θάνατο του ……… επελθόντος στις 2.7.2009, ο πρώτος ενάγων ζήτησε από τους εναγομένους να παύσουν να χρησιμοποιούν την  κατά τα ανωτέρω παραχωρηθείσα από τους γονείς του θέση σταθμεύσεως (Ρ-4). Ότι, λόγω αρνήσεως των εναγομένων να συμμορφωθούν, ο πρώτος των εναγόντων απέστειλε στον πρώτο εναγόμενο την από 15.1.2010 εξώδικη  διαμαρτυρία, η οποία κοινοποιήθηκε στον τελευταίο  στις 25.1.2010, με την οποία τον καλούσε να παύσει να χρησιμοποιεί τον υπό στοιχεία Ρ4 χώρο στάθμευσης της πυλωτής. Ότι, με την από 7.4.2011 εξώδικη απάντησή του,  ο πρώτος εναγόμενος του απάντησε ότι η  επίδικη θέση σταθμεύσεως αποτελεί παρακολούθημα  του διαμερίσματος υπό στοιχεία Β-1, που περιήλθε σ΄ αυτούς (εναγομένους) δυνάμει  του προαναφερόμενου υπ΄ αριθμ. …../1984 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου. Με βάση δε το προεκτεθέν ιστορικό, οι ενάγοντες ζητούσαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους αποδώσουν την αποκλειστική χρήση της υπό στοιχεία Ρ-4 θέσεως σταθμεύσεως, που ευρίσκεται στο χώρο της πυλωτής της παραπάνω αναφερόμενης  πολυκατοικίας, με την απειλή χρηματικής ποινής 5.000 ευρώ για κάθε παραβίαση της εκδοθησομένης αποφάσεως.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 3122/2015 εκκαλουμένη απόφαση, η οποία, αφού έκρινε αυτήν ορισμένη και νόμιμη, στη  συνέχεια την απέρριψε ως αβάσιμη στην  ουσία της.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται τώρα οι ενάγοντες για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή αγωγή τους.

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, για να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ 1 περ γ, 448 παρ 2 και 457 παρ 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Το  έτος 1982 η εργολήπτρια –κατασκευάστρια εταιρία με την  επωνυμία «…………..» ανήγειρε, με το σύστημα της αντιπαροχής, επί οικοπέδου, ιδιοκτησίας ……….., κειμένου  στον Πειραιά στη θέση …… και επί της οδού ……., πολυώροφη  οικοδομή, αποτελουμένη από α) υπόγειο, β) ισόγειο απερίφρακτο χώρο (πυλωτή), γ) πρώτο (Α΄) όροφο υπέρ την πυλωτή, δ) δεύτερο (Β΄) όροφο υπέρ την πυλωτή, ε) τρίτον (Γ΄) όροφο υπέρ την πυλωτή, στ) πρώτον (Α΄)  εν εσοχή όροφο, ζ) δεύτερο (Β΄) εν εσοχή όροφο και η) τρίτον (Γ΄) εν εσοχή όροφο. Η οικοδομή αυτή υπήχθη στις διατάξεις «περί της κατ΄ ορόφους ιδιοκτησίας» του Ν. 3741/1929, όπως αυτός τροποποιήθηκε από το ΝΔ 1024/1971 και  των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ, δυνάμει της νομίμως μεταγεγραμμένης υπ΄ αριθμ. …/20.5.1982 πράξεως συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, όπως αυτή τροποποιήθηκε στη συνέχεια με το  υπ΄αριθμ. …./2.2.1983, νόμιμα μεταγεγραμμένο συμβόλαιο τροποποίησης πράξεως συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στην αρχική (υπ΄αριθμ …./82) πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας, ο ισόγειος απερίφρακτος χώρος (πυλωτή) αποτελείτο από κοινόχρηστους και κοινόκτητους  χώρους και από έξι (6) αυτοτελείς διηρημένες και ανεξάρτητες ιδιοκτησίες, φερόμενες υπό τα στοιχεία Ρ-1 έως και Ρ-6. Στη συνέχεια, όμως, με την υπ΄ αριθμ  …../83 τροποποιητική πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας, ορίσθηκε ότι ο ως άνω  χώρος της πυλωτής αποτελείται από κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, καθώς και  από τους υπό στοιχεία Ρ-1 έως και Ρ-6 χώρους σταθμεύσεως αυτοκινήτων (γκαράζ), οι οποίοι πλέον παύουν να συνιστούν αυτοτελείς ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες και χαρακτηρίζονται ως παραρτήματα της οικοδομής, δυνάμενοι να μεταβιβασθούν  κατ΄ αποκλειστική χρήση με οποιαδήποτε από τις προαναφερόμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες (διαμερίσματα) της οικοδομής. Ρητά δε παρέχεται το δικαίωμα στην προαναφερόμενη κατασκευάστρια εταιρεία να μεταβιβάσει κατ΄ αποκλειστική χρήση τους περιερχόμενους σ΄ αυτήν ή σε τρίτους με υπόδειξή της, υπό στοιχεία  Ρ-4, Ρ-5 και Ρ-6 χώρους στάθμευσης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, δυνάμει του υπ΄ αριθμ. …./14.4.1983 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………,  που μεταγράφηκε νόμιμα στις 26.4.1983 στα βιβλία  μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο …. με α.α …, ο πατέρας του πρώτου ενάγοντος …… και η δεύτερη ενάγουσα (σύζυγός του) απέκτησαν με αγορά από την κατασκευάστρια εταιρία «……….» κατά πλήρη και  αποκλειστική κυριότητα και κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας το υπό στοιχεία (ΑΡ) διαμέρισμα του  Α΄εν εσοχή ορόφου της προαναφερόμενης πολυκατοικίας, μετά της υπό στοιχεία  Υ2 διηρημένης ιδιοκτησίας (αποθήκης) του υπογείου αποτελούσης συστατικό αυτού και του υπό στοιχεία Ρ-4  χώρου  σταθμεύσεως αυτοκινήτου (γκαράζ), ο οποίος ορίσθηκε  ότι θα ανήκει στην αποκλειστική χρήση του  εκάστοτε κυρίου του εν λόγω διαμερίσματος, ως παράρτημα αυτού. Περαιτέρω αποδείχθηκε  ότι δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου υπ΄ αριθμ …/29.5.1985 συμβολαίου περιουσιακής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιώς .. ………, οι παραπάνω συγκύριοι αγοραστές μεταβίβασαν, μεταξύ άλλων, στον πρώτο ενάγοντα υιό τους, ως γονική παροχή, την ψιλή κυριότητα του αγορασθέντος διαμερίσματος μετά του αποτελούντος παράρτημα αυτού Ρ-4 χώρου σταθμεύσεως και της αποθήκης κατά το αναλογούν στον καθένα τους ποσοστό, ενώ οι ίδιοι παρακράτησαν το δικαίωμα της επικαρπίας αυτών κατά το ήμισυ ο καθένας. Μετά το θάνατο του ………, επελθόντος στις 2.7.2009 ο πρώτος ενάγων κατέστη πλήρως κύριος του ½ εξ αδιαιρέτου των αυτοτελών και ανεξάρτητων  διηρημένων οριζοντίων  ιδιοκτησιών (διαμερίσματος  ΑΡ και αποθήκης Υ2), (λόγω της υποστροφής  του δικαιώματος της επικαρπίας του πατέρα του στην ψιλή κυριότητα) ενώ κατά το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου διατήρησε αυτός  την ψιλή κυριότητα και η μητέρα του (δεύτερη ενάγουσα)  την επικαρπία των ανωτέρω ακινήτων. Επίσης αποδείχθηκε ότι ο πρώτος των εναγομένων και η σύζυγός του …….. και μητέρα του δεύτερου και τρίτης των  εναγομένων απέκτησαν κατά ποσοστό ½  εξ αδιαιρέτου ο καθένας, με αγοραπωλησία από την οικοπεδούχο και την εργολήπτρια εταιρία «……..»,  δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου υπ΄ αριθμ …./16.4.1984 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς …. . το υπό στοιχ. Β-1 διαμέρισμα του Β΄ υπέρ την πυλωτή ορόφου της ίδιας παραπάνω αναφερόμενης πολυκατοικίας, καθώς  και τον υπό στοιχεία Ρ-4 χώρο σταθμεύσεως αυτοκινήτου,  ο οποίος, όπως ήδη εκτέθηκε, είχε επίσης μεταβιβασθεί πριν ένα έτος στους αγοραστές (δεύτερη ενάγουσα και δικαιοπάροχο πρώτου ενάγοντος) του υπό στοιχεία ΑΡ διαμερίσματος, ως παράρτημα αυτού. Στο συμβόλαιο, μάλιστα, αυτό υπάρχει ρητή δήλωση των αγοραστών ότι  το περιεχόμενο της υπ΄ αριθμ. …./20.5.1982 πράξεως συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………. και του υπ΄ αριθμ. …./2.2.1983 συμβολαίου τροποποίησης πράξεως συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της ίδιας συμβολαιογράφου, το εγκρίνουν και το αναγνωρίζουν, προσχωρώντας σ΄αυτά που ορίζονται, ανεπιφύλακτα, συνομολογώντας και αποδεχόμενοι το περιεχόμενό τους. Στις 22.5.2000 απεβίωσε η ……, χωρίς να αφήσει διαθήκη και η κληρονομία της περιήλθε στους εναγομένους, ως μόνων εξ αδιαθέτου κληρονόμων της και δη κατά  ποσοστά 2/8 εξ αδιαιρέτου στον πρώτο εναγόμενο σύζυγός της και 3/8 εξ αδιαιρέτου σε καθέναν των δεύτερου και τρίτου εξ αυτών. Την  επαχθείσα σ΄ αυτούς κληρονομία απεδέχθησαν οι  εναγόμενοι, δυνάμει της υπ΄ αριθμ. ……/20.10.2008 δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …… Περιήλθε έτσι σ΄ αυτούς, κατά τα  προαναφερόμενα ποσοστά και το ½ εξ αδιαιρέτου της οριζόντιας ιδιοκτησίας υπό στοιχεία Β-1, μετά του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσεως του υπό στοιχεία Ρ-4 χώρου σταθμεύσεως αυτοκινήτου της πυλωτής της ανωτέρω πολυκατοικίας. Δηλαδή, η θέση σταθμεύσεως Ρ-4 περιήλθε, ως παράρτημα και στα δύο προαναφερθέντα  διαμερίσματα ΑΡ και Β1. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι με την υπ΄ αριθμ. …./2.2.1983 τροποποίηση πράξεως συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, που τροποποίησε την  υπ΄ αριθμ. …./20.5.1982 πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της ίδιας συμβολαιογράφου, δεν προβλέπεται  σε ποιες ιδιοκτησίες θα ανήκουν κατά χρήση  οι χώροι σταθμεύσεως, παρέχεται όμως στους συνιδιοκτήτες το δικαίωμα προσδιορισμού, κατά την υπογραφή των εκάστοτε συμβολαίων μεταβίβασης των επί μέρους οριζοντίων ιδιοκτησιών, της θέσεως σταθμεύσεως που θα ανήκει κατ΄ αποκλειστική χρήση στην  καθεμία εξ αυτών. Ο δημιουργούμενος δε αυτός περιορισμός με την παραχώρηση κατ΄  αποκλειστική χρήση των κοινόχρηστων χώρων σταθμεύσεως στις επιμέρους ιδιοκτησίες, δεν είναι δουλεία, αλλά φέρει το χαρακτήρα δουλείας, υπό την έννοια ότι δεσμεύει τους καθολικούς και  ειδικούς διαδόχους των ιδιοκτητών των οριζοντίων ιδιοκτησιών, που συνομολόγησαν  τους περιορισμούς αυτούς και αντιτάσσεται κατά τρίτων. Αιτία δε συστάσεως της οιονεί αυτής δουλείας αποτελεί η υποχρέωση των συνιδιοκτητών, επί οικοδομών που ανεγείρονται κατόπιν αδείας εκδοθείσης από το πολεοδομικό σύστημα της  αφέσεως του ισογείου ακαλύπτου, να εξασφαλίσουν είτε σε ακάλυπτο είτε σε καλυμμένο χώρο αυτού, θέσεις σταθμεύσεως των αυτοκινήτων των  συνιδιοκτητών της οικοδομής. Εν όψει, επομένως, του ότι πρόκειται περί (οιονεί) περιορισμένου  εμπράγματου δικαιώματος, δεδομένου ότι συντρέχει περίπτωση περιορισμών, που φέρουν το χαρακτήρα δουλείας (βλ.  Κων. Παπαδόπουλου, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου σελ. 109 επ-Απόστολου Γεωργιάδη Εμπράγματο  Δίκαιο ΙΙ εκδ. 1993 παρ 73 παρ 16 σελ 34), σε  περίπτωση που ένας χώρος σταθμεύσεως περιέλθει  κατά την αποκλειστική του χρήση στους ιδιοκτήτες περισσότερων οριζοντίων ιδιοκτησιών, θα τύχει εφαρμογής η αρχή  της χρονικής προτεραιότητας. Με τα δεδομένα αυτά το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως του υπό στοιχεία Ρ-4 χώρου σταθμεύσεως, από το χρόνο μεταγραφής του υπ΄ αριθμ …/14.4.1983 προαναφερόμενου συμβολαίου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (26.4.1983), περιήλθε στο δικαιοπάροχο του πρώτου ενάγοντος και στη δεύτερη ενάγουσα μητέρα του. Αντίθετα, ο πρώτος  εναγόμενος και η δικαιοπάροχος των λοιπών εναγομένων, που απέκτησαν την αποκλειστική χρήση του  ίδιου χώρου με τη μεταγραφή (7-6-1984) του προαναφερόμενου …./1984 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, ένα περίπου έτος αργότερα από τη μεταγραφή του προηγούμενου συμβολαίου, ουδένα κατ΄ αρχήν δικαίωμα χρήσης του χώρου τούτου απέκτησαν. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, όταν έγινε αντιληπτή η μεταβίβαση της αυτής θέσεως σταθμεύσεως (Ρ-4) στους ιδιοκτήτες και των δύο ιδιοκτησιών (ΑΡ και Β-1), ως παραρτήματος αυτών, δημιουργήθηκε μεγάλη αναστάτωση, δεδομένου ότι για τον πρώτο εναγόμενο, πού ήταν ιατρός μαιευτήρας, καθοριστική  σημασία για την αγορά του διαμερίσματος Β-1 είχε η  περιελθούσα κατά χρήση σ΄ αυτό θέση σταθμεύσεως Ρ-4, η οποία είχε άμεση πρόσβαση στην έξοδο του γκαράζ. Εν τέλει οι ιδιοκτήτες του Β-1 διαμερίσματος, …….. και …….. (2η ενάγουσα), προκειμένου να διευθετηθεί  το θέμα, δέχθηκαν να παραχωρηθεί κατ΄αποκλειστική χρήση η θέση  σταθμεύσεως Ρ-4 στους ιδιοκτήτες του ΑΡ διαμερίσματος, ήτοι στον πρώτο εναγόμενο …… και την ήδη αποβιώσασα σύζυγό του  …….. και αντί αυτής να τους δοθεί η αποκλειστική χρήση της υπό στοιχεία Ρ-5 θέσεως  σταθμεύσεως. Έτσι το καλοκαίρι του έτους 1984 καταρτίσθηκε μεταξύ των προαναφερομένων συνιδιοκτητών και της εργολήπτριας πωλήτριας εταιρίας «………» προφορική σύμβαση, βάσει της οποίας η θέση σταθμεύσεως Ρ-4 συμφωνήθηκε να περιέλθει κατ΄  αποκλειστική χρήση στους ιδιοκτήτες του Β-1 διαμερίσματος, ενώ στους ιδιοκτήτες του ΑΡ διαμερίσματος περιήλθε  κατ΄ αποκλειστική χρήση η υπό στοιχεία Ρ-5 θέση σταθμεύσεως. Τα ανωτέρω συμφωνηθέντα τηρήθηκαν απαρέγκλιτα μέχρι το χρόνο θανάτου του ………., που επήλθε στις 2-7-2009, ήτοι επί 25 συνεχή  έτη, χωρίς ποτέ η συμφωνία αυτή να αμφισβητηθεί  από οποιονδήποτε των συνιδιοκτητών. Για πρώτη  φορά ο πρώτος ενάγων, λίγο μετά το θάνατο του πατέρα του, θέλησε να ανακινήσει το εν λόγω θέμα και απέστειλε στον πρώτο εναγόμενο την από 15-1-2010 εξώδικη διαμαρτυρία, η οποία επιδόθηκε σ΄ αυτόν στις 25-1-2010. Με αυτήν διαμαρτυρόταν ότι ο πρώτος εναγόμενος σταθμεύει το αυτοκίνητό του αυθαίρετα και παράνομα στον υπό στοιχεία Ρ-4 χώρα σταθμεύσεως. Σε απάντηση του ανωτέρω εξωδίκου ο πρώτος εναγόμενος απέστειλε στον πρώτο ενάγοντα την από  10.3.2010 εξώδικη απάντηση, επιδοθείσα σ΄αυτόν στις 7.4.2010, με την οποία  του ανέφερε ότι με το υπ΄ αριθμ. …/1984 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., απέκτησε μαζί με  την ήδη αποβιώσασα σύζυγό του το υπό στοιχεία Β-1 διαμέρισμα και τον  υπό στοιχεία Ρ-4 χώρο στάθμευσης τον οποίο χρησιμοποιεί αποκλειστικά ο ίδιος συνεχώς από 16.4.1984, χωρίς ποτέ να αμφισβητηθεί το δικαιώματά του  αυτό. Επίσης ανέφερε ότι το θέμα του τρόπου χρήσεως των χώρων σταθμεύσεως των αυτοκινήτων των συνιδιοκτητών στην πυλωτή της προαναφερόμενης πολυκατοικίας έχει  τελειωτικά και οριστικά ρυθμισθεί με καλή πίστη και με άτυπη συμφωνία των δικαιούχων δικαιώματος στους χώρους αυτούς. Ακολούθησε  η άσκηση ενώπιον του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς, της από 25.5.2010 (αριθμ. κατ. δικ. …./2010) αγωγής των εναγόντων κατά  του πρώτου εναγομένου, με την οποία ζητούσαν : α) να αναγνωρισθούν νομείς του επιδίκου χώρου σταθμεύσεως, β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος  στην απόδοση της νομής, γ) να απαγορευθεί κάθε  μελλοντική διατάραξη της νομής και δ) να  υποχρεωθεί ο εναγόμενος στην καταβολή  αποζημιώσεως  ποσού 7.000 ευρώ για την  ικανοποίηση της ηθικής βλάβης. Επί της  αγωγής αυτής, που συζητήθηκε στις 12.10.2012  εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  5737/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία), με την οποία, αφού απορρίφθηκε το  αίτημα περί απαγόρευσης διατάραξης της  νομής στο μέλλον ως μη νόμιμο, απορρίφθηκε  η αγωγή ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα για τα λοιπά αιτήματα, κατά παραδοχή  της ενστάσεως του εναγομένου περί ενιαύσιας παραγραφής του δικαιώματος νομής. Κατά  της αποφάσεως αυτής άσκησαν οι  ενάγοντες την από 21.3.2013 (αριθμ. κατ. δικ. …./2013) έφεσή τους, ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 373/2014 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε τυπικά την έφεση και απέρριψε αυτήν στην ουσία της. Από την απόφαση όμως αυτή δεν δημιουργείται δεδικασμένο για την ένδικη διαφορά, καθόσον, αφενός μεν δεν υφίσταται ταυτότητα διαδίκων, αφού εν προκειμένω συνενάγονται δύο επιπλέον άτομα, ήτοι ο δεύτερος και η τρίτη των εναγομένων και αφετέρου διότι η ένδικη διαφορά στηρίζεται στις διατάξεις περί οροφοκτησίας των άρθρων 1002, 1117 ΑΚ, 1, 2 παρ 1, 4 παρ 1, 5, 13 του Ν.  3741/1929, 1 παρ 1, 2 εδ α-β,  5 του ν 960/1979, όπως  ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν. 1221/1981, ενώ  η προαναφερθείσα υπόθεση αφορούσε αγωγή αποβολής από τη νομή (άρθρα 974, 983, 984, 987 ΑΚ). Δεν συντρέχει, επομένως, ταυτότητα νομικής αιτίας (άρθρο 324 ΚΠολΔ). Ως εκ τούτου η προβληθείσα από τους εναγομένους ένσταση δεδικασμένου είναι απορριπτέα σαν κατ΄ ουσίαν  αβάσιμη.  Επίσης απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη είναι και η προβαλλόμενη  από τους εναγομένους ένσταση παραγραφής της ένδικης αξίωσης, καθόσον οι αξιώσεις που απορρέουν από την  προσβολή δικαιωμάτων, που καθιδρύθηκαν  με τη νόμιμη σύσταση στην ίδια οικοδομή της οριζόντιας ιδιοκτησίας και του κανονισμού λειτουργίας της, δεν υπόκεινται στην παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ (ΑΠ 174/2003 ΕλΔ 45.792-ΕφΑθ 1785/2005 αδημ και Ιωαν. Κατράς Πανδέκτης Μισθώσεων και Οροφοκτησίας 10η έκδοση 2012, παρ 277 σελ 1172-1173). Εν όψει, όμως, του ότι, με βάση τα προαποδειχθέντα, επί 25 συνεχή έτη ετηρείτο με απόλυτη συνέπεια  η κατά τα ανωτέρω συναφθείσα άτυπη συμφωνία από τους συμβληθέντες συνιδιοκτήτες, και δεδομένου ότι, συνεπεία της συμφωνίας αυτής, δεν προέβησαν οι αγοραστές του Β-1 διαμερίσματος στην άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων τους κατά της κατασκευάστριας-εργολήπτριας-πωλήτριας εταιρίας, τα οποία έχουν πλέον παραγραφεί, καθώς και ότι επί όλα αυτά τα έτη η ιδιοκτησία των εναγόντων (ΑΡ) εξυπηρετείτο αποκλειστικά από  τη Ρ-5 θέση σταθμεύσεως, η όψιμη άσκηση του ένδικου δικαιώματος από τους ενάγοντες προς απόδοση σ΄ αυτούς της αποκλειστικής χρήσης της Ρ-4 θέσεως σταθμεύσεως,  κρίνεται καταχρηστική ως υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσης.

Το πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο, που έκρινε κατά τον ίδιο τρόπο και κατ΄ αποδοχήν της σχετικής ενστάσεως των εναγομένων, απέρριψε την ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, γι΄αυτό πρέπει, απορριπτομένων των περί των αντιθέτων λόγων εφέσεως, να απορριφθεί  η υπό κρίση έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά, όμως, έξοδα της δίκης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω  του δυσερμήνευτου του εφαρμοσθέντος στην  ένδικη υπόθεση κανόνα δικαίου (άρθρα 179, 183 και 191 παρ 2 ΚΠολΔ). Τέλος, λόγω της ήττας των εκκαλούντων, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο κατ΄ άρθρο 495 παρ 2 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 11.7.2016 (αριθμ. κατ. δικ. ……../2016) έφεση κατά της υπ΄αριθμ 3122/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται αυτήν τυπικά και την απορρίπτει κατ΄ ουσίαν

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα της δίκης, μεταξύ των διαδίκων

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  26Φεβρουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής λόγω

μεταθέσεώς της και

αναχωρήσεως από την

Υπηρεσία, ο

Πρόεδρος του Τριμελούς

Συμβουλίου Δ/νσεως του

Εφετείου Πειραιώς,

Αντώνιος Πλακίδας,

Πρόεδρος Εφετών