Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 170/2018

Αριθμός  170 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ  ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινομένη από 26.11.2015 (αρ. κατ. ……../30-12-2015) έφεση της εκκαλούσας – ενάγουσας εταιρείας  κατά της υπ’ αριθ 3056/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε  κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 647 επ ΚΠολΔ περί μισθωτικών διαφορών, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατ΄ άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει, αλλά και δεν επικαλούνται οι διάδικοι ότι έλαβε χώρα επίδοση αυτής (εκκαλουμένης) αφού από την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης (27-7-2015) έως και την άσκηση της υπό κρίση έφεσης με κατάθεση του δικογράφου στον γραμματέα του εκδόντος αυτή πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (30-12-2015) δεν έχει παρέλθει η από την ως άνω διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ οριζόμενη προς τούτο τριετία (όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν 4335/2015). Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση αυτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Επισημαίνεται εν προκειμένω ότι παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 517 ΚΠολΔ, στρέφεται η ένδικη έφεση και κατά της ήδη τρίτης εφεσίβλητης (η οποία δεν ήταν διάδικος κατά την πρωτόδικη δίκη), διότι όπως επικαλούνται   οι εδώ διάδικοι, αλλά και προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, μετά την έκδοση της ως άνω εκκαλούμενης απόφασης η αρχική δεύτερη εναγομένη και ήδη δεύτερη εφεσίβλητη μεταβίβασε στην εν λόγω τρίτη δυνάμει του υπ΄αριθμ ……/31-7-2015 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Κρωπίας  …….., ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου του δικαιώματος κυριότητάς της στο περιγραφόμενο στην συνέχεια μίσθιο ακίνητο, το οποίο ο αρχικός δικαιοπάροχος των εφεσιβλήτων είχε εκμισθώσει στην εκκαλούσα εταιρεία και κατ΄αυτόν τον τρόπο η τρίτη εφεσίβλητη υπεισήλθε, ως συνεκμισθώτρια και ειδική διάδοχος της δεύτερης εφεσίβλητης κατά το ανωτέρω ποσοστό, στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ήδη υφιστάμενη ένδικη από 31-7-2009 μισθωτική σύμβαση, γεγονός το οποίο αυτή (τρίτη εφεσίβλητη) γνωστοποίησε στην εκκαλούσα εταιρεία με την από 26-10-2015 εξώδικη γνωστοποίηση- δήλωσή της, η οποία επιδόθηκε στην εκκαλούσα την 27-10-2015.

Η  ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εταιρεία, επικαλούμενη ότι μεταξύ αυτής, ως μισθώτριας, και του αρχικού δικαιοπαρόχου των αρχικών πρώτου και δεύτερη από τους εναγομένους και ήδη όλων των εφεσιβλήτων, ως εκμίσθωση, καταρτίστηκε σύμβαση εμπορικής μισθώσεως του κατωτέρω μισθίου  ακινήτου (πρατήριου υγρών καυσίμων, άσκησε κατ΄ αυτών (αρχικών εναγομένων) την από 27-3-2015 (και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης ……./2015) αγωγή της, με την οποία και για την αναφερόμενη σ΄αυτή (αγωγή) αιτία, ζήτησε να υποχρεωθούν αυτοί, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, άλλως συμμέτρως, ως καθολικοί διάδοχοι του ως άνω αρχικού εκμισθωτή, να της καταβάλουν το ποσό των 150.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, λόγω κατάπτωσης, κατά τους ισχυρισμούς της, της συμφωνημένης ισόποσης ποινικής ρήτρας, και να καταδικασθούν αυτοί  (εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής και μετά από συζήτηση, η οποία έλαβε χώρα χωρίς να καταθέσουν προτάσεις οι εναγόμενοι (όπως ειδικότερα θα εκτεθεί στη συνέχεια), εκδόθηκε η ανωτέρω αναφερόμενη και ήδη εκκαλουμένη υπ΄αριθ 3056/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας, αφού κρίθηκε νόμιμη η εν λόγω αγωγή, στη συνέχεια απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής  παραπονείται ήδη η εκκαλούσα εταιρεία, για τους αναφερόμενους στην έφεση της λόγους, ζητώντας την εξαφάνισή της και την παραδοχή της ένδικης  αγωγής της στο σύνολό της.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 647 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής (11-6-2015), μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 15 παρ. 1 του ν 4055/2012, που  άρχισε να ισχύει, κατ΄άρθρο 113 αυτού, από 2-4-2012) «κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 643 παρ. 1, 648 έως 661 δικάζονται όλες οι κύριες  ή παρεπόμενες διαφορές από μίσθωση κάθε είδους πράγματος ή άλλου προσοδοφόρου αντικειμένου ή από επίμορτη αγροληψία».  Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όπως επίσης ίσχυε κατά τον κρίσιμο πιο πάνω χρόνο, μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 19 του ν 2915/2001 (που άρχισε να ισχύει, κατ’ άρθρο 15 ν 2943/2001, από 1-1-2002), τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες (όπως είναι και εκείνη των μισθωτικών διαφορών των άρθρων 647 επ του ΚΠολΔ), εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά : α)… β) οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο γ) όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις καταχωρίζονται τα πρακτικά ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 256 παρ. 1 στοιχ. δ΄ Κώδικα, τα πρακτικά συνεδρίασης, που συντάσσονται από το γραμματέα για την προφορική συζήτηση στο ακροατήριο πρέπει να  περιέχουν «όσα έγιναν κατά τη συζήτηση και ιδίως…. τους ισχυρισμούς, τις αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων, εκτός αν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, οπότε αρκεί η αναφορά σ΄αυτές». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, κατά την οποία δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων (άρθρο 649 παρ. 1 ΚΠολΔ), οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους  στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ενστάσεις, προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και από επί πλέον οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή, έστω και συνοπτική, έκθεση των γεγονότων που του θεμελιώνουν (άρθ 262 παρ. 1 ΚΠολΔ) Απαιτείται δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, προφορική πρόταση των ισχυρισμών που «ως γενόμενο κατά τη συζήτηση» σημειώνεται στα πρακτικά. Επομένως, αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν υποβάλλονται κατά τον αναφερόμενο τρόπο, είναι απαράδεκτοι και απορρίπτονται, για το λόγο αυτόν από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (Ολ ΑΠ 2/2005, ΑΠ 206/2016,  ΑΠ 211/2016,  ΑΠ 732/2012, ΑΠ 1414/2012, ΑΠ 424/2011). Η προφορική  προβολή των ισχυρισμών πρέπει να προκύπτει ευθέως από την καταχώριση τους στο τμήμα των  πρακτικών, όπου γίνεται μνεία περί των προτάσεων και δηλώσεων των διαδίκων και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της προτάσεως αυτών (ισχυρισμών) είτε από το περιεχόμενο των μαρτυρικών καταθέσεων που επακολουθούν είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλόμενων έγγραφων προτάσεων (βλ.Ολ  ΑΠ  5/2002, AΠ 1144/2015, AΠ 817/2014, ΑΠ 9/2014). Μαζί με τις προτάσεις οι διάδικοι πρέπει να  καταθέσουν με ποινή απαραδέκτου και όλα τα αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με τις προτάσεις τους. Αν δεν γίνει η επίκληση αυτή, οι περιεχόμενοι στις προτάσεις ισχυρισμοί και τα επικαλούμενα με αυτές και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, αφού από τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 παρ. 1 και 346 ΚΠολΔ, ως αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν,  νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε (ΑΠ 994/2012). Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση του αποδεικτικού μέσου όταν είναι ειδική και απ΄αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του (Ολ ΑΠ 23/2008, ΑΠ 454/ 2016, ΑΠ 620/2016, ΑΠ 394/2015, ΑΠ 2076/2014, ΑΠ 1677/2013, ΑΠ 994/2012, ΑΠ 1865/2011, ΑΠ 10/2008).

Στην ένδικη διαφορά, από τα τεθέντα στην κρίση του δικαστηρίου εκ μέρους των διαδίκων μερών στοιχεία και σε συνδυασμό με τους προβαλλόμενους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου τα ακόλουθα. Κατά τη δικάσιμο της 11-6-2015 κατά την οποία είχε ορισθεί να συζητηθεί η ένδικη αγωγή της εκκαλούσας- ενάγουσας εταιρείας κατά των τότε  εναγομένων και ήδη πρώτου και δεύτερης από τους εφεσίβλητους (με αριθμό εκθέματος 18) είχε  επίσης προσδιοριστεί προς συζήτηση (με αριθμό εκθέματος 17) και η από 11-5-2015 ( και με αύξοντες αριθμούς κατάθεσης ……../12-5-2015) αντίθετη αγωγή, η οποία είχε ασκηθεί από τους τότε ενάγοντες εναγομένους (και ήδη πρώτο και δεύτερη από τους εφεσίβλητους) κατά της τότε εναγομένης- ενάγουσας (και ήδη εκκαλούσας) εταιρείας, με την οποία ζητούσαν να υποχρεωθεί η  τελευταία να τους καταβάλει το αναφερόμενο στην ανωτέρω αγωγή ποσό, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη την οποία, κατά τους ισχυρισμούς τους, είχαν υποστεί λόγω της απ΄αυτήν (τότε εναγομένη) παραβάσεως του καθήκοντος αλήθειας με όσα εξέθετε στην ανωτέρω εναντίου τους ασκηθείσα ένδικη αγωγή. Από την επισκόπηση των επικαλουμένων και προσκομιζομένων ταυτάριθμων με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικών συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, προκύπτει, κατ’ αρχάς, ότι η ήδη εκδικαζόμενη υπόθεση συνεκφωνήθηκε με την ως άνω αντίθετη αγωγή του πρώτου και δεύτερης από τους εφεσίβλητους (με αριθμό εκθέματος ……), ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους, αφού, κατά λέξη  «ανέπτυξε τους ισχυρισμούς που περιέχονται στις προτάσεις του ζήτησε να απορριφθεί η αγωγή και δήλωσε άρνηση αγωγής και προέβαλε ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αγωγής 281 ΑΚ δια προβολής αντιφατικών ισχυρισμών και  ένσταση παράβασης καθήκοντος αλήθειας, όπως αναλυτικά αναφέρεται στις προτάσεις του» Από τα αυτά, ωστόσο, ως άνω στοιχεία προκύπτει επίσης ότι τελικά έγινε μεν συνεκφώνηση από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο των ως άνω υποθέσεων, πλην όμως δεν διατάχθηκε από το δικάσαν πρωτοβάθμιο δικαστήριο η ένωση και συνεκδίκασή τους και κατ’ αυτόν τον τρόπο εκδόθηκαν δύο αποφάσεις επί των αντίστοιχων δύο αντίθετών αγωγών και συγκεκριμένα εκδόθηκαν αφενός η ήδη εκκαλούμενη υπ΄αριθ 3056/2015 απόφαση (δυνάμει της οποίας, όπως προ προειπώθηκε, απορρίφθηκε η αγωγή της εδώ εκκαλούσας) και αφετέρου η υπ΄αριθ 3057/2015 απόφαση, δυνάμει της οποίας κηρύχθηκε το εκδόν αυτήν πρωτοβαθμίου δικαστηρίου  αναρμόδιο καθ’ ύλην και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση στο Ειρηνοδικείο Πειραιά, όπως αυτό προκύπτει από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από τους εφεσίβλητους απόσπασμα από το οικείο βιβλίο δημοσιεύσεων πολιτικών αποφάσεων του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου με ημερομηνία δημοσιεύσεως Δευτέρα 27-7-2015 και δεν αμφισβητείται ειδικά η εκκαλούσα. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι οι εφεσίβλητοι επικαλούνται μεν  με τις προτάσεις που υπέβαλαν στο δικαστήριο αυτό την ως άνω 3057/2015 πρωτόδικη απόφαση, που εκδόθηκε επί της αγωγής που ασκούν οι πρώτος και δεύτερη από αυτούς πλην όμως παραλείπουν να προσκομίσουν αντίγραφο αυτής, αρκούμενοι στην επισημείωση (με μολύβι) επί του σώματος προσκομιζόμενου αντιγράφου της εν λόγω αγωγής τους του αριθμού της εκδοθείσας επ΄ αυτής ανωτέρω απόφασης.  Ομοίως,  από  την επισκόπηση της ίδιας της εκκαλούμενης απόφασης προκύπτει ότι με αυτή  ερευνήθηκε μόνο η ένδικη αγωγή (επί της οποίας εκδόθηκε αυτή) και δεν διατάχθηκε από το εκδόν αυτή (εκκαλουμένη) δικαστήριο η ένωση και συνεκδίκασή της με την συνεκφωνηθείσα αντίθετη αγωγή των πρώτου και δεύτερης από τους εφεσίβλητους, αφού επί της τελευταίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση. Οι ήδη εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι κατά την προφορική συζήτηση των ως άνω αντίθετων αγωγών, το δικάσαν τότε πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποδείχθηκε αίτημά τους περί καταθέσεως ενιαίων προτάσεων και για τους δύο εκκρεμείς υποθέσεις, πλην όμως ο εν λόγω ισχυρισμός τους πέραν του ότι αναιρείται από αυτά τα ήδη και εκτεθέντα γεγονότα, σε κάθε περίπτωση είναι  νομικά απαράδεκτος. Τούτο δε διότι από τη διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ακόμη και επί συνεκδικάσεως  οι σωρευμένες περισσότερες αγωγές, διατηρούν την αυτοτέλεια τους και ως εκ τούτου οι διάδικοι υποχρεούνται να καταθέσουν προτάσεις για κάθε μία από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις (βλ. AΠ 309/2016. AΠ 1270/2015) ενέργεια στην οποία δεν προέβησαν οι τότε εναγόμενοι (αφού κατέθεσαν προτάσεις σε σχέση με την απ΄αυτούς ασκηθείσα αγωγή και συνεκφωνηθείσα αγωγή και συνεκφωνηθείσα με την ένδικη αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση). Τα ανωτέρω άλλωστε επιβεβαιώνονται και από την με αριθμό πρωτοκόλλου ……./12-6-2017 βεβαίωση του Γραμματέα του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (την οποία επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα), με την οποία βεβαιώνεται ότι από την έρευνα του φακέλου  της δικογραφίας με αριθ.  αποφάσεως 3056/2015  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (δηλαδή της εκκαλούμενης) δεν ευρέθη  φάκελλος προτάσεων των εναγομένων ………… (δηλαδή των ήδη πρώτου και δεύτερης από τους εφεσίβλητους). Τέλος επισημαίνεται ότι τόσο από τα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση ως άνω πρακτικά συνεδριάσεως όσο και σε εκείνα τα οποία τηρήθηκαν αναφορικά με την ως άνω αντίθετη αγωγή των τότε εναγόντων κατά τότε επίσης  εναγομένης εταιρείας (επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα 3057/2015 απόφαση), γίνεται μνεία ότι συνεκφωνήθηκαν οι αντίστοιχες με αριθμούς εκθεμάτων 17 και 18 αντίθετες υποθέσεις. Παρόλο όμως που, όπως προαναφέρθηκε, διατάχθηκε η ένωση και συνεκδίκαση των ως άνω αντίθετων αγωγών, αλλά και παρόλο που οι τότε εναγόμενοι και ήδη πρώτος και δεύτερη από τους εφεσίβλητους δεν υπέβαλαν προτάσεις προς απόκρουση της εναντίον τους ασκηθείσας ως άνω ένδικης αγωγής, καθώς και δεν διατύπωσαν τους προαναφερθέντες ισχυρισμούς τους στα αντίστοιχα πρακτικά συνεδριάσεως κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο (όπως ρητά επιτάσσουν οι προεκτεθείσες διατάξεις), εν τούτου το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του, αξιολόγησε τόσο τους αορίστως προταθέντες προφορικώς ισχυρισμούς τους, όσο και τους ισχυρισμούς που περιέχονταν στις κατατεθείσες από τους τελευταίους κοινές προτάσεις και για τις δύο εκδικαζόμενες ανωτέρω αντίθετες υποθέσεις, καθώς επίσης έλαβε υπόψη και αξιολόγησε τα αποδεικτικά μέσα τα οποία επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν απαραδέκτως με τις ίδιες ως άνω κοινές προτάσεις τους, οδηγούμενο μάλιστα αυτό (πρωτοβάθμιο δικαστήριο), με την εκκαλούμενη απόφασή του, στην απόρριψη της κατ΄αυτών αγωγής της τότε ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας εταιρείας. ΄Εσφαλε,  επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, κατά προφανώς εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ήδη παρατεθεισών ανωτέρω διατάξεων, οδηγήθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση του σε αξιολόγηση και λήψη υπόψη τόσο των απαραδέκτως προταθέντων ισχυρισμών των εναγομένων  (και ήδη πρώτου και δεύτερης από τους εφεσίβλητους) καθώς επίσης και των απαραδέκτως προσκομισθεισών απ’ αυτούς αποδείξεων για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, αντί να κηρύξει την ακυρότητα και το απαράδεκτο αυτών (πρβλ. και ΑΠ 611/2016 οπ.π) και θα πρέπει ως εκ τούτου να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, κατά παραδοχή του συναφούς με τα ανωτέρω περιστατικά πρώτου λόγου της υπό κρίση έφεσης και κατά το σκέλος κατά το οποίο η εκκαλούσα εταιρεία αποδίδει στην εκκαλούμενη απόφαση την ως άνω  εκτενώς αναπτυχθείσα  νομική πλημμέλεια, παρέλκει δε η έρευνα των λοιπών λόγων της ένδικης έφεσης, οι οποίοι πληρούν την εκκαλούμενη απόφαση για την κατ΄ ουσία κρίση της αναφορικά με την απόρριψη ως κατ΄ουσία αβάσιμης της ένδικης αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση στο δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 ΚΠολΔ) για την περαιτέρω κατ΄ουσία έρευνα της υπό κρίση αγωγής, για το αντικείμενο της οποίας έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις πρόσθετες υπέρ τρίτων επιβαρύνσεις (βλ. εκκαλούμενη απόφαση) και είναι νόμιμη θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 404 επ, 571 επ, 345, 346, 361, 480, 481 ΑΚ, 176 ΚΠολΔ, 1,3 και 44 του π.δ. 34/1995 όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το ν. 4242/2014.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574, 575, 576 και 577 Α.Κ. συνάγεται ότι, αν κατά τη συνομολόγηση της μίσθωσης λείπει η συμφωνημένη ιδιότητα του μισθίου, η αν ο εκμισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει κατ’ αυτήν (συνομολόγηση) πραγματικό ελάττωμα του μισθίου, που παρακωλύει μερικά ή ολικά τη χρήση που  συμφωνήθηκε, αντί της μείωσης ή της μη καταβολής του μισθώματος, ο μισθωτής δικαιούται αποζημίωση για την μη εκτέλεση της συμβάσεως. Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 306 Α.Κ. προκύπτει ότι ο μισθωτής στις πιο πάνω περιπτώσεις έχει, κατ΄επιλογή, ή αγωγή για μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος, ή αγωγή προς αποζημίωση, η οποία περιλαμβάνει την ανόρθωση της ζημίας του για τη μη εκτέλεση της συμβάσεως. Οι παρεχόμενες όμως παραπάνω κατά συρροή αξιώσεις υπάρχουν διαζευκτικώς και συνεπώς η επιλογή της μιάς αποκλείσει την άσκηση των λοιπών, υπό οποιαδήποτε μορφή, είτε κυρίως είτε επικουρικώς, εφόσον αφορούν το ίδιο χρονικό διάστημα, αφού από τη φύση της μίσθωσης ως διαρκούς σύμβασης και την υποχρέωση του μισθωτή όχι μόνο να παραδώσει το μίσθιο κατάλληλο γι΄αυτήν και απαλλαγμένο από ελαττώματα και ελλείψεις όσο διαρκεί η μίσθωση, προκύπτει ότι η ύπαρξη των διαζευκτικώς συρρεουσών αξιώσεων συνδέεται με το χρονικό διάστημα στο οποίο υπάρχουν τα ελαττώματα ή οι ελλείψεις, είναι δε ενδεχόμενο σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα να υπάρχει δικαίωμα μείωσης ή μη  καταβολής του μισθώματος, όχι όμως και δικαίωμα αποζημίωσης, διότι δεν συντρέχουν και οι ειδικές προϋποθέσεις, υπό τις οποίες, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, γεννάται το δικαίωμα αυτό, ενώ σε άλλο χρονικό διάστημα, όπως στην περίπτωση που σ΄αυτό υφίσταται υπερημερία του εκμισθωτή ως προς την άρση του πραγματικού ελαττώματος ή της έλλειψης της ιδιότητας, να υπάρχει και αξίωση αποζημίωσης (Ολ ΑΠ 50/2005 AΠ 774/2015.

Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες των καταθέσεις των εξετασθέντων ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μαρτύρων των διαδίκων, οι οποίες εμπεριέχονται στο επικαλούμενο και προσκομιζόμενο ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, από τα έγγραφα τα οποία η εκκαλούσα- ενάγουσα εταιρεία επικαλείται και προσκομίζει παραδεκτώς κατά την προκειμένη κατ΄έφεση δίκη, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς πλήρη απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από την υπ΄αριθ. …../15.6.2015 ένορκη βεβαίωση της σε αυτή αναφερόμενης μάρτυρος, η οποία λήφθηκε μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο της ένδικης υπόθεσης και μετά από νομότυπη κλήτευση της εκκαλούσας – ενάγουσας (βλ. επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ΄αριθ. …../12.6.2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή  του Πρωτοδικείου Πειραιώς …….), την οποία παραδεκτώς επικαλούνται και προσκομίζουν οι εφεσίβλητοι, κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 ΚΠολΔ στην παρούσα κατ΄ έφεση δίκη  (ΑΠ 692/2017, ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη τα έγγραφα τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι τελευταίοι (εφεσίβλητοι) το οποίο οι πρώτος και δεύτερη απ΄αυτούς είχαν επικαλεσθεί και προσκομίσει πρωτοδίκως απαραδέκτως, ως εναγόμενοι, διότι ότι δεν αποτελούν νέα έγγραφα, ως τέτοια δεν νοούνται και εκείνα τα οποία, όπως ήδη προεκτέθηκε, προσκομίσθηκαν απαραδέκτως κατά τον πρώτο βαθμό (πρβλ. ΑΠ 419/1996), όπως επίσης, για την ίδια ως άνω αιτία, δεν λαμβάνονται υπόψη και οι φωτογραφίες, τις οποίες είχαν προσκομίσει οι εναγόμενοι και ήδη πρώτος και δεύτερη εφεσίβλητοι απαραδέκτως πρωτοδίκκως τις οποίες επικαλούνται και προσκομίζουν αυτοί και κατά την προκειμένη κατ΄εφεση  δίκη και από όλη εν γένει τη διαδικασία, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 31.7.2009 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μισθώσεως, ο δικαιοπάροχος των αρχικών εναγομένων και ήδη όλων των εφεσίβλητων εκμίσθωσε στην ενάγουσα – εκκαλούσα εταιρεία, με δικαίωμα περαιτέρω υπεκμισθώσεως απ΄αυτή, ένα πρατήριο υγρών καυσίμων μετά των συστατικών, παραρτημάτων και του περιβάλλοντος χώρου, κείμενο επί της διασταυρώσεως της ……… και της οδού …… του Δήμου Καλλιθέας Αττικής, για να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά και μόνο ως επιχείρηση σύγχρονου πρατηρίου πώλησης υγρών καυσίμων (απλού ή μικτού) και συναφών ειδών (όπως π.χ. αξεσουάρ και ελαστικών αυτοκινήτων, λιπαντικών, ορυκτελαίων, αναψυκτηρίου κλπ), πλυντηρίου αυτοκινήτων, πρατηρίου πώλησης βενζίνης, αποθήκευσης πετρελαιοειδών και μεταπωλήσεως πετρελαίου θέρμανσης. Η έναρξη της εν λόγω ένδικης μισθωτικής σύμβασης συμφωνήθηκε ότι θα λάβει χώρα αμέσως μετά την πραγματική απόδοση της χρήσης του μισθίου από την προηγούμενη μισθώτρια εταιρεία πετρελαιοειδών … στον ως άνω εκμισθωτή (η συμβατική λήξη της αντίστοιχης μισθωτικής σύμβασης είχε ορισθεί το αργότερο την 16.1.2010), θα έχει διάρκεια δώδεκα (12) ετών και δύο (2) και λήγουσα πάντως την 15.3.2022. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον όρο 1 του ως άνω συμφωνητικού μισθώσεως απώτερος χρόνος παράδοσης στην ενάγουσα του μισθίου ορίσθηκε η 15.3.2010, μετά την παρέλευση της οποίας συμφωνήθηκε, ότι η μίσθωση θα λύεται αζημίως και για αμφότερα το συμβαλλόμενα μέρη. Το μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων, ότι για το χρονικό διάστημα από 163.2010 έως 15.3.2012 θα ανέρχεται στο ποσό των 11.000.000 ευρώ, πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου (3,6%), προκαταβλητέου το πρώτο πενθήμερο κάθε μισθωτικού μήνα, θα αναπροσαρμόζεται δε επί του εκάστοτε προηγούμενου μισθώματος ετησίως, από την 16-3-2012 και εφεξής την 16η Μαρτίου κάθε έτους και καθόλη την προαναφερθείσα διάρκεια της εν λόγω μισθωτικής σύμβασης κατά ποσοστό ίσο με τον τιμάριθμό του κόστους ζωής, όπως αυτό θα καθορίζεται κάθε φορά από την Τράπεζα της Ελλάδος για το αμέσως  προηγούμενο δωδεκάμηνο πλέον μιάς (1) ποσοστιαίας μονάδας. Περαιτέρω, στο ως άνω συμφωνητικό μισθώσεως περιλαμβάνεται ο όρος 4, στην παρ. 4 του οποίου ορίζεται ότι: Ο εκμισθωτής δηλώνει ότι για το παραπάνω ακίνητο έχει ήδη εκδοθεί άδεια λειτουργίας για τη συμφωνηθείσα χρήση στο όνομα της …. ή των στελεχών της. Σε περίπτωση που δεν χορηγηθεί άδεια λειτουργίας για το μίσθιο ή αυτή ανακληθεί οριστικά χωρίς υπαιτιότητα της μισθώτριας, ο εκμισθωτής υποχρεούται στην άμεση καταβολή του ποσού των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ ως εύλογη και δίκαιη ποινική ρήτρα και ως αναπόδεικτη αποζημίωση,  εφόσον όμως έχουν γίνει οι νόμιμες ενέργειες για την απόκτηση της αδείας». Από τη γραμματική διατύπωση του ως άνω όρου προκύπτει κατά την κρίση του δικαστηρίου, ότι η αληθής βούληση των συμβαλλομένων στην ένδικη μίσθωση μερών, ερμηνευόμενη ελεύθερα σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ (Ολ ΑΠ 26/2004, ΑΠ 529/2017, ΑΠ 163/2015) ήταν ότι ο ως άνω όρος θα εφαρμοζόταν μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν ήταν δυνατόν να εκδοθεί άδεια λειτουργίας πρατηρίου υγρών καυσίμων ή εφόσον αυτή ανακληθεί οριστικά και δεν ήταν ως εκ τούτου δυνατή η λειτουργία του, όχι δε και στην περίπτωση ισχύος και λειτουργίας της μισθωτικής σύμβασης με την έκδοση της άδειας σε χρόνο μεταγενέστερο του αρχικώς ορισθέντος για την έναρξη της μισθωτικής αυτής σύμβασης, όπως άλλωστε βεβαιώνει και η μάρτυρας ……….. στην προαναφερθείσα ένορκη  βεβαίωση της, δοθέντος ότι, όπως βεβαιώνει αυτή στην κατοικίας της «κλείσθηκε η συμφωνία». Η περί των ανωτέρω κρίση του δικαστηρίου ενισχύεται και απ’ αυτή την κατάθεση του πρωτοδίκως ενόρκως εξετασθέντος μάρτυρα της ενάγουσας …………, ο οποίος, αναφερόμενος στην περίπτωση μη χορήγησης της ως άνω άδειας, κατέθεσε, κατά λέξη,  ότι «..Σαφέστατα είχαμε αμφιβολίες για το αν θα δινόταν άδεια για το πρατήριο. Για τέτοιες περιπτώσεις έχει προβλεφθεί η ποινική ρήτρα»..» Αποδεικνύεται περαιτέρω ότι ο αρχικός εκμισθωτής παρέδωσε στη χρήση της ενάγουσας το μίσθιο πρατήριο υγρών καυσίμων την 18-1-2010 ( όπως άλλωστε συνομολογεί και αυτή η ίδια στην  ένδικη αγωγή της) συντάχθηκε δε προς τούτο το αναφερόμενο στο δικόγραφο της τελευταίας (αγωγής) υπό ίδια ημερομηνία πρωτόκολλο παράδοσης και παραλλαγής, με βάση το οποίο ο ως   άνω εκμισθωτής είχε δηλώσει στην ενάγουσα ότι είχε παραλάβει ελεύθερη τη χρήση του εν λόγω μισθίου από την προηγούμενη μισθώτρια …. και ως εκ τούτου προβαίνει αυτός (εκμισθωτής στην παράδοση προς τη μισθώτρια (ενάγουσα) ελεύθερης της χρήσης του μισθίου, ενώ η τελευταία (μισθώτρια) παραλαμβάνει αυτό με το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό.  Με το τελευταίο δε (ιδιωτικό συμφωνητικό) συμφωνήθηκε αμοιβαία ότι η ένδικη μίσθωση θα αρχίζει την 18η Ιανουαρίου 2010 και θα λήγει την 15η Μαρτίου 2022, καθώς και ότι θα ισχύουν όλοι οι όροι και συμφωνίες του ως άνω από 31-7-2009 ιδιωτικού  συμφωνητικού επαγγελματικής  μίσθωσης.  Από τα ως άνω συμφωνηθέντα προκύπτει κατά την κρίση του δικαστηρίου ότι οι επί μέρους όροι και συμφωνίες που ρύθμιζαν την ένδικη μισθωτική σύμβαση θα εφαρμόζονταν μόνο στην ομαλή εξέλιξη και λειτουργία της ένδικης μισθωτικής σύμβασης. Ωστόσο, ο εκμεταλλευτής ……….., ο οποίος θα αναλαμβάνει τη λειτουργία του εν λόγω μισθίου πρατηρίου για λογαριασμό της ενάγουσας, είχε ήδη υποβάλλει στην αρμόδια Διεύθυνση Μεταφορών Επικοινωνιών της Νομαρχίας Αθηνών (Τομέας Νότιας Αθήνας) την από 14-1-2010 αίτηση, με την οποία είχε ζητήσει τη μεταβίβαση προς αυτόν της άδειας λειτουργίας του ως άνω πρατηρίου. Μάλιστα δε μετά την υποβολή των εν  συνεχεία από 17-2-2010 και 24-3-2010 αιτήσεων του ίδιου, τελικά εκδόθηκε η υπ΄ αριθ πρωτ. ……..)/30-3-2010 απόφαση της ως άνω  υπηρεσίας, δυνάμει της οποίας τροποποιήθηκε η υπ΄αριθ. 90793 /14-4-2009 απόφαση της ανακλήθηκε ως προς το όνομα και χορηγήθηκε δικαίωμα εκμετάλλευσης σταθμού αυτοκινήτων που βρίσκεται επί των οδών ……. και ………. στο Δήμο Καλλιθέας και επίσης εγκρίθηκε η αντικατάσταση των παλαιών δεξαμενών με καινούργιες δεξαμενές ίδιας χωρητικότητας καθώς επίσης και των τρίδυμων αντλιών με δύο νέες τρίδυμες   αντλίες. Ωστόσο, επειδή δεν είχε στο μεταξύ ολοκληρωθεί η απομάκρυνση μέρους του εξοπλισμού του πρατηρίου (όπως π.χ των δεξαμενών κλ.π), το οποίο ανήκε στην προηγούμενη μισθώτρια εταιρεία …, ο μέχρι τότε υπομισθωτής- εκμετάλλευσης, δηλαδή η ανώνυμη εταιρεία μεταφορών, εκμεταλλεύσεως, εμπορίας και παροχής υπηρεσιών «…….» ζήτησε από την αρμόδια υπηρεσία της Νομαρχίας Αθηνών, με τις από 27-1-2010 (με αρ. πρωτ ../27-1-2010) και 4-2-2010 (με αρ. πρωτ. ../4-2-2010) αιτήσεις της την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του πρατηρίου έτσι  ώστε να καταστεί εφικτή η πλήρης αποζημίωση και παραλαβή του υπάρχοντος εκεί εγκατεστημένου εξοπλισμού, επικαλουμένη τη συμφωνία της με τον αρχικό εκμισθωτή, ότι δηλαδή αυτή θα του παρέδιδε ελεύθερο το χώρο του μισθίου την 15-2-2010. Παράλληλα δημιουργήθηκε και σχετική διένεξη μεταξύ των εμπλακέντων μερών αναφορικά με το δικαίωμα νομής του υπάρχοντος στο μίσθιο εξοπλισμού, ενώ η σχετική ασκηθείσα από την ως άνω εταιρεία  …… αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής των αναφερομένων σε αυτή κινητών πραγμάτων έγινε δεκτή δυνάμει της υπ’ αριθμ 229/2010 απόφασης του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη, κατόπιν αίτησης της ήδη εκκαλούσας – ενάγουσας,  δυνάμει της υπ΄αριθ 413/2010 απόφασης του ιδίου δικαστηρίου. Η όλη αυτή δημιουργηθείσα κατάσταση είχε ως  αποτέλεσμα την επί μερικούς μήνες καθυστέρηση  λειτουργίας του μισθίου πρατηρίου, διότι, λόγω της κατά τα ανωτέρω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του, έπρεπε να υποβληθεί νέα αίτηση για την εκ νέου έκδοση άδειας λειτουργίας στο όνομα του προαναφερθέντος νέου εκμεταλλευτή ………., η διεκπεραίωση της οποίας, ωστόσο απαιτούσε περισσότερο χρονοβόρα διαδικασία, δηλαδή της απλής μεταβίβασης σε ισχύ αδείας λειτουργίας, αφού όπως άλλωστε συνομολογεί και η ενάγουσα, στις αρχές του μηνός Ιουνίου 2010 με την έκδοση της επικαλούμενης και προσκομιζόμενης από την ενάγουσα υπ αριθ. 6243/3-6-2010 απόφασης της Δ/νσης Μεταφορών και Επικοινωνιών της Νομαρχίας Αθηνών χορηγήθηκε τελικά η σχετική άδεια λειτουργίας. Από τη λήψη δε της χορηγηθείσας ως άνω άδειας άρχισε να λειτουργεί από τον προαναφερθέντα εκμεταλλευτή, ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό της ενάγουσας, το επίδικο μίσθιο ακίνητο. Επακολούθησε η μεταξύ των αρχικών συμβαλλομένων (ως εκμισθωτή και μισθώτριας αντιστοίχως) κατάρτιση  και υπογραφή του με ημερομηνία 4-8-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού, δυνάμει του οποίου αυτοί προέβησαν στην τροποποίηση της αρχικής μισθωτικής σύμβασης, συμφώνησαν δε, συνομολόγησαν και ανεγνώρισαν ρητά και ανεπιφύλακτα, ότι για το χρονικό διάστημα  από 18-1-2010 έως 16-6-2010 η (ενάγουσα) μισθώτρια δεν υποχρεούται στην καταβολή μισθώματος στον αρχικό εκμισθωτή, δοθέντος ότι το μίσθιο στερείτο αδείας και ως εκ τούτου το αναλογούν στα αντίστοιχα μισθώματα ποσό των 45.585 ευρώ, το οποίο είχε αυτή (ενάγουσα- μισθώτρια) καταβάλλει μέχρι τότε και αντιστοιχεί σε τέσσερα μισθώματα πλέον του αναλογούντος χαρτοσήμου, θα συμψηφισθεί με τα μηνιαία μισθώματα των επόμενων μηνών, καθώς και ότι, ως εκ τούτου η μισθώτρια έχει εξοφλήσει όλα τα μηνιαία μισθώματα που αναλογούσαν στην περίοδο από την έναρξη της μισθώσεως μέχρι και αυτό του μηνός Σεπτεμβρίου 2010, μη έχοντος του εκμισθωτή οποιαδήποτε απαίτηση έναντι της μισθώτριας από μηνιαία μισθώματα για το χρονικό διάστημα από την έναρξη της ένδικης μισθωτικής σύμβασης μέχρι την 16-10-2010. Τέλος, συμφωνήθηκε ότι κατά τα λοιπά θα ισχύουν οι περιλαμβανόμενοι στο προαναφερθέν από 31-7-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης όροι, όπως τροποποιήθηκε με το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό. Ενόψει, επομένως, όσων προαναφέρθηκαν και αποδείχθηκαν ανωτέρω εφόσον η συμφωνηθείσα ανωτέρω ποινική ρήτρα θα κατέπιπτε-  όπως αποδείχθηκε – μόνο στην περίπτωση κατά την οποία δεν ήταν δυνατή η έκδοση άδειας λειτουργίας του μισθίου ως πρατήριου υγρών καυσίμων ή ανακαλείτο αυτή και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατή η λειτουργία αυτού, κατά την κρίση του δικαστηρίου, είναι προφανές ότι δεν νομιμοποιείται η ενάγουσα να απαιτήσει την κατάπτωση της ποινικής αυτής ρήτρας, αφού όπως επίσης προαναφέρθηκε, τελικά εκδόθηκε η αναγκαία άδεια και η επιχείρηση της ενάγουσας (δια του ορισθέντος απ’ αυτή εκμεταλλευτή) λειτουργεί κανονικά στο μίσθιο ακίνητο. Εξάλλου ο ισχυρισμός της ενάγουσας, ότι δηλαδή υποβλήθηκε σε σημαντικές δαπάνες για την ανανέωση του εξοπλισμού και των εγκαταστάσεων του πρατηρίου μετά την κατά τα ανωτέρω αποξήλωση των υπαρχόντων ήδη από την προηγούμενη μισθώτρια, προβάλλεται αλυσιτελώς και τούτο, διότι από την όλη αποδεικτική διαδικασία προέκυψε ότι οι προηγούμενες εγκαταστάσεις ήταν παλαιωμένες (τοποθετηθείσες το έτος 1969), μη αντακοκρινόμενες  στις τρέχουσες συνθήκες και επομένως εκ των πραγμάτων, ήταν αναγκαίως ο εκσυγχρονισμός και η αντικατάστασή τους, αφού αυτό θα απέβαινε προς όφελος του εκμεταλλευτή, ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό της ενάγουσας μισθώτριας. Ομοίως, για τους ίδιους ως άνω λόγους αλυσιτελώς η ενάγουσα προβάλλει και τον ισχυρισμό ότι η καθυστέρηση έκδοσης της ως άνω άδειας λειτουργίας οφείλεται σε αμέλεια του αρχικού εκμισθωτή αφού και ο ισχυρισμός αυτός, ενόψει όσων ήδη αποδείχθηκαν, δεν ασκεί οποιαδήποτε επιρροή στην έκβαση της προκείμενης δίκης. Ανεξάρτητα, όμως από όσα προαναφέρθηκαν και υπό την εκδοχή ότι είναι βάσιμος  ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η κατάπτωση της ως άνω ποινικής ρήτρας θα λάμβανε χώρα και στην περίπτωση της μη έγκαιρης έκδοσης της άδειας λειτουργίας του πρατηρίου υγρών καυσίμων ή της ανάκλησης της ήδη υπάρχουσας  (όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα με την  ένδικη αγωγή της για την κατά νόμο θεμελίωση αυτής) σε κάθε περίπτωση και πάλι, κατά την κρίση του δικαστηρίου, δεν συντρέχουν στο πρόσωπό της  οι κατά νόμο προς τούτο προϋποθέσεις του έννομου συμφέροντος να ζητήσει την κατάπτωση της ποινικής αυτής ρήτρας. Και τούτο διότι, το απορρέον από τις παρατιθέμενες στην προηγηθείσα νομική σκέψη διατάξεις δικαίωμα της ενάγουσας, για την περίπτωση εμφάνισης πραγματικού ελαττώματος, που παρακωλύει μερικά ή ολικά τη χρήση του επιδίκου μισθίου που συμφωνήθηκε, ήδη αναλώθηκε με τον γενόμενο ανωτέρω συμψηφισμό των μισθωμάτων, τα οποία αντιστοιχούσαν στη χρονική περίοδο από την ορισθείσα με το αρχικό ιδιωτικό συμφωνητικό ημερομηνία έναρξης ισχύος της ένδικης μισθωτικής σύμβασης μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία πράγματι άρχισε να λειτουργεί στο επίδικο μίσθιο η επιχείρηση  πρατήριου  υγρών καυσίμων της ενάγουσας συνταχθέντος προς  τούτο του ήδη προαναφερθέντος με ημερομηνία 4-8-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού δεδομένου ότι, όπως ήδη εκτέθηκε στην παρατεθείσα ανωτέρω νομική σκέψη, εφόσον το από την ανωτέρω αιτία δικαίωμα της ενάγουσας εταιρείας ασκείται διαζευκτικά, επιλέγοντας την απαλλαγή της από την καταβολή των ανωτέρω μισθωμάτων, δεν έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει σωρευτικά και την κατάπτωση της ως άνω ποινικής  ρήτρας, η οποία, όπως ήδη προεκτέθηκε, είχε την έννοια της (αναπόδεικτης) αποζημίωσης. Η περί των ανωτέρω, άλλωστε, κρίση του δικαστηρίου ενισχύεται και από το στη συνέχεια και κατά τη διάρκεια της ένδικης μισθωτικής σύμβασης καταρτισθέν μεταξύ των συμβαλλομένων μερών (αρχικού εκμισθωτή και ενάγουσας μισθώτριας) από 17-3-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό,  με το οποίο τροποποιήθηκε και πάλι το ως άνω ιδιωτικό επαγγελματικής μίσθωσης ως προς το ύψος του καταβαλλόμενου μισθώματος, το οποίο μειώθηκε στο ποσό των 8.000 ευρώ (από το αρχικώς  ορισθέν ποσό των 11.000 ευρώ) με την αόριστη αιτιολογία της έκτακτης μεταβολής των συνθηκών επί των οποίων στήριξαν τα τότε συμβαλλόμενα μέρη την κατάρτιση της ένδικης μισθωτικής σύμβασης. Το γεγονός δε, ότι και στα δύο ανωτέρω τροποποιητικά συμφωνητικά αναφέρεται ότι κατά τα λοιπά ισχύουν οι όροι και συμφωνίες του αρχικού ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως, δεν οδηγεί και σε παραδοχή ότι διατηρείται και ο ως άνω όρος περί ποινικής ρήτρας, τουλάχιστον κατά το μέρος που αφορούσε και στο προαναφερθέν χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν λειτουργούσε η επιχείρηση της ενάγουσας λόγω μη έκδοσης της αναγκαίας προς τούτο άδειας, όπως αβασίμως ισχυρίζεται αυτή (ενάγουσα) αφού, όπως προαναφέρθηκε, το αντίστοιχο απορρέον από την αιτία αυτή δικαίωμά της ήδη αναλώθηκε. Κατ΄ακολουθίαν και εφόσον δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών στα οποία η ενάγουσα θεμελίωσε την ένδικη αγωγή της, πρέπει να απορριφθεί αυτή, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να καταδικασθεί η ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρο 176 και 183 ΚΠολΔ (στα οποία δεν περιλαμβάνεται η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου των εναγομένων για τη σύνταξη  προτάσεων ενώπιον του πρωτοβαθμίου  δικαστηρίου αφού αυτός κατά τα προεκτεθέντα δεν κατέθεσε  προτάσεις)  κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.  Τέλος πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης, στους  εκκαλούντες (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ 3056/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 27-3-2015 (αρ κατ. ………/2015) αγωγή

Απορρίπτει την αγωγή αυτή

Καταδικάζει την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων (3.200) ευρώ

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  9  Μαρτίου  2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

    Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ