Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 115/2018

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    115/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου ,Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

               Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, «αν ασκηθεί έφεση από διάδικο, που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται  από την έφεση και της πρόσθετους λόγους ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από τηνέφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο της έφεσης και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά δικάσθηκε, ερήμην ,όπως, εντός των  ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την  έφεση τις συνέπειες που η απουσία του επέφερε. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των  αποδείξεων,  ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί, ως προς όλες τις διατάξεις της (ΑΠ 1015/2005 Ελ.Δ.46,110, ΑΠ 884/2007, Εφ.Αθ. 2142/2011, Εφ.Αθ.933/2011, Εφ.Αθ.337/2009, Εφ.Θεσ.431/2009, Εφ.Δωδ.136/2009, Εφ.Αθ.6514/2009,Εφ.Πατρ. 150/2009,δημοσιευμένες όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Η κρινόμενη έφεση του εκκαλούσας –εναγομένης κατά της υπ΄αρ. 1795/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε επί της αγωγής του εφεσίβλητου–ενάγοντος κατ΄αυτής, ερήμην της (εναγομένης), που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το Ν.4335/23-7-2015, η οποία δεν καταλαμβάνει τις αγωγές,που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016 ( άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης πριν την άσκηση της έφεσης.

Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄υλην και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 533 παρ.1,2, 522 ΚΠολΔ).΄Εχουν κατατεθεί δε από την εκκαλούσα τα προβλεπόμενα ,από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α του ΚΠολΔ, παράβολα ,όπως αναφέρονται στην προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Από το άρθρο 1400 ΑΚ προκύπτει ότι, οι προϋποθέσεις της αξίωσης του συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι: α) Η λύση ή ακύρωση του γάμου, ή, κατ` ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου αφότου τελέσθηκε ο γάμος και γ) η συμβολή με οποιονδήποτε τρόπο του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση αυτή της περιουσίας του υπόχρεου. Για την τελευταία είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση το είδος της συμβολής, η αξία της και ο αιτιώδης σύνδεσμος αυτής με την αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου. Η συμβολή δε, του δικαιούχου στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου μπορεί να συνίσταται, όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών, που παρέχονται στο συζυγικό οίκο, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών (ΑΠ 3/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, είναι αναγκαία η χρηματική αποτίμηση στην αγωγή των υπηρεσιών αυτών μόνο κατά το μέρος που αυτές υπερβαίνουν το μέτρο το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες. Όταν, όμως, ζητείται η επιδίκαση του τεκμαιρομένου ποσοστού (1/3) των αποκτημάτων, ο ενάγων θα δικαιούται το 1/3 από την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, χωρίς να χρειάζεται να επικαλεσθεί και αποδείξει οποιαδήποτε συμβολή του στην αύξηση αυτή, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, της επίκλησης και απόδειξης τέτοιας αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου (ΑΠ 1357/2015, ΑΠ 202/2014 , ΑΠ 1977/2008,ΑΠ 438/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1496/2006, ΕλλΔνη 47.1356, Εφ.θεσ. 1628/2008, ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 εδ. β` του ΑΚ μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων, με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί, κατ` ένσταση, να προβάλει και να αποδείξει ότι ο ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή. Με τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλά απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό, μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρομένου, συμμετοχής και αν ζητά με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος. Συνεπώς, εάν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό και καμιά πραγματική συμβολή του, με τους τρόπους και κατά την αξία που εκθέτει στην αγωγή δεν μπόρεσε να αποδείξει, η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά μόνο κατά το πλέον του ενός τρίτου ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ενώ, κατά το αντίστοιχο με το ένα τρίτο ποσό, που καλύπτεται από το τεκμήριο, γίνεται δεκτή, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέσθηκε ή αν επικαλέσθηκε και δεν απέδειξε ότι η συμβολή του ενάγοντας στην αύξηση της περιουσίας αυτού (εναγομένου) είναι μηδενική ή σε μικρότερο ποσοστό (ΑΠ 3/2016, ΑΠ 156/2010, ΑΠ 164/2010,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, I. Κατράς, «Αγωγές Αστικού Κώδικα και Ενστάσεις», 2010, § 124, Ε2, σελ. 1193, Κ. Παπαδοπούλος, «Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου», τομ. Α’, 2001, § 289, σελ. 381, Β. Βαθρακοκοίλης, «Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο», Β’, εκδ. 2000, υπό άρθρο 1400, αρ. 13 και 20). Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της τελικής περιουσίας, υπό την έννοια του καθορισμού των στοιχείων που την αποτελούν, θεωρείται, επί μεν τριετούς διάστασης των συζύγων, επειδή στο νόμο δεν τίθεται χρονική αφετηρία για την άσκηση της αγωγής και επειδή ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί, ο χρόνος άσκησης της αγωγής, στον οποίο πρέπει να γίνει και ο προσδιορισμός της τελικής περιουσίας και ο υπολογισμός της αξίας της και η αναγωγή της αξίας της τυχόν αρχικής περιουσίας, στη δε περίπτωση της λύσης του γάμου με διαζύγιο ή ακύρωσής του, ο χρόνος του αμετακλήτου της σχετικής απόφασης (ΑΠ 1557/2008, ΑΠ 1799/2008,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1658/2001, ΕλλΔνη 43.1036). Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα, δηλαδή για την εξεύρεση της σε χρήμα τελικής περιουσίας, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής της έννομης προστασίας, δηλαδή εκείνος της έγερσης της αγωγής, λαμβανομένης υπόψη, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 224 του ΚΠολΔ και της τυχόν μέχρι της πρώτης, στο ακροατήριο συζήτησης αυτής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, επερχόμενης διαφοροποίησης (ΑΠ 1557/2008, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1799/2008, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1658/2001, ΕλλΔνη 43.1036). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 1400 ΑΚ, με τις οποίες αναγνωρίζεται στον ένα σύζυγο η αξίωση συμμετοχής στην περιουσία που απέκτησε ο άλλος κατά τη διάρκεια του γάμου τους και ρυθμίζεται η άσκηση αυτής, συνάγεται ότι η απαίτηση του συζύγου, που φέρεται ως δικαιούχος, είναι ενοχικής φύσης και έχει ως αντικείμενο, κατ` αρχήν, χρηματική παροχή. Η παροχή αυτή συνίσταται στην αποτίμηση της κατά τη διάρκεια του γάμου περιουσιακής επαύξησης του συζύγου, που φέρεται ως υπόχρεος και στον προσδιορισμό του μέρους αυτής, το οποίο προέρχεται από τη συμβολή του δικαιούχου και πρέπει να επιδικασθεί σ’ αυτόν ως χρηματική ποσότητα. Ύστερα από σχετικό αίτημα του ενός ή του άλλου συζύγου, το δικαστήριο της ουσίας διατηρεί την εξουσία, κατά την ελεύθερη κρίση αυτού και μετά από στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων, να διατάξει την απόδοση του μέρους της συμβολής του δικαιούχου συζύγου στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου με αυτούσια παροχή, κατ` ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 297 εδ. β`. (ΑΠ 3/2016,ΑΠ Εφ Δυτ. Μακ.100/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Ακόμη, όμως, και στην περίπτωση αυτή, η αξίωση συμμετοχής δεν αποβάλλει τον ενοχικό της χαρακτήρα και δεν παρέχει στο δικαιούχο δικαίωμα νομής ή κυριότητας επί ακινήτου, το οποίο φέρεται ότι αποτελεί την περιουσιακή επαύξηση του υπόχρεου και επί του οποίου επιδιώκεται η ικανοποίηση της αξίωσης συμμετοχής του δικαιούχου με αυτούσια απόδοση. Παράγει, απλώς, ενοχική υποχρέωση του πρώτου να μεταβιβάσει προς το δεύτερο το μέρος, ή το ποσοστό, του ακινήτου που προήλθε από τη συμβολή του, της οποίας η αναγκαστική εκπλήρωση θα γίνει σύμφωνα με την ΚΠολΔ 949, οπότε και θα αποκτηθεί από τον τελευταίο το αντίστοιχο δικαίωμα νομής ή κυριότητας (Ολ.ΑΠ 28/1996, ΕλλΔνη 38.28, ΑΠ 1740/2002, ΝοΒ 51.1226, ΑΠ 1173/2000, ΕλλΔνη 41.1586). Τέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 3 της παραπάνω διάταξης δεν αποτελεί αύξηση της περιουσίας ότι οι σύζυγοι απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά η κληροδοσία, όπως και από τη διάθεση των όσων απέκτησαν από τις αιτίες αυτές. Δηλαδή, τα περιουσιακά στοιχεία που προέρχονται από τις αιτίες αυτές δεν συνυπολογίζονται στην αύξηση, δεν προστίθενται δηλαδή στην τελική περιουσία του υπόχρεου συζύγου, ενώ συμπεριλαμβάνονται σε αυτήν. Άρα, όσα δωρήθηκαν στον υπόχρεο σύζυγο ή αποκτήθηκαν από αυτόν αιτία θανάτου θα πρέπει να διακριθούν, ώστε να μην προστεθούν στην τελική περιουσία του. Αν τα στοιχεία αυτά διατηρούνται αυτούσια κατά τη λύση του γάμου ή επί τριετούς διάστασης κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, τότε εύκολα μπορούν να διακριθούν και εντεύθεν να μην συνυπολογιστούν στην τελική περιουσία (ΑΠ 114/2016, ΑΠ 287/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ανδρέας Γαζής, Προβλήματα από Νέο Οικογενειακό Δίκαιο ΝοΒ 31.1089 επ).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων- ήδη εφεσίβλητος , εξέθετε στην ως άνω  από  20-2-2013 και με αρ. κατάθεσης ……./2013 αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι τέλεσαν με την εναγόμενη, νόμιμο θρησκευτικό γάμο, σύμφωνα με τους Κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Πειραιά στις 25-7-1992, ο οποίος λύθηκε με την υπ’αρ. 4746/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ,η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, καθώς οι διάδικοι παραιτήθηκαν από την άσκηση ένδικων μέσων κατ΄αυτής, με την υπ΄αρ. …../19-12-2012 έκθεση παραίτησης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ότι κατά τον χρόνο τέλεσης του γάµου τους  η εναγομένη δεν διέθετε καθόλου περιουσία, ενώ κατά τη διάρκεια αυτού απέκτησε τα εξής περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα) µε αγορά: α) την πλήρη κυριότητα μιας αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας ήτοι του υπό στοιχεία Β-3 διαµερίσματος του 2ου ορόφου πολυκατοικίας που βρίσκεται στη θέση … της περιφέρειας του Δήµου Πειραιά, επί των οδών …….., δυνάμει του υπ΄αρ. …./23-10-1996 αγοραπωλητηρίου συµβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα, εμπορικής αξίας κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής αλλά και της αμετάκλητης λύσης του γάμου τους, 90.000 ευρώ (αντικειµενικής αξίας 73.011,41 ευρώ), β) την ψιλή κυριότητα μιας αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας ήτοι του υπό στοιχεία Α-4 διαµερίσματος του 1ου ορόφου της ίδιας ως άνω πολυκατοικίας, δυνάμει του  υπ’αρ. …../17-3-1998 αγοραπωλητηρίου συµβολαίου της ίδιας συµβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, εμπορικής αξίας κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής αλλά και αμετάκλητης λύσης του γάμου τους, 57.000 ευρώ (αντικειµενικής αξίας 37.011,41 ευρώ) και γ) την πλήρη κυριότητα μιας αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας ήτοι της με τον αριθμό 1 θέσης στάθµευσης αυτοκινήτου του υπογείου ορόφου της ίδιας επίσης πολυκατοικίας, δυνάμει του υπ’αρ. …./16-1-2007 αγοραπωλητηρίου συµβολαίου της συµβολαιογράφου Πειραιά ………, που μεταγράφηκε νόμιμα, εμπορικής αξίας κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής αλλά και αμετάκλητης λύσης του γάμου τους,  10.000 ευρώ (αντικειµενικής αξίας 2.127.30 ευρώ) . Ότι ,συνεπώς, η περιουσία της εναγομένης κατά τη διάρκεια του γάμου τους, αυξήθηκε κατά την αξία των ως άνω ακινήτων δηλ. κατά 157.000 ευρώ, που σώζεται έως και σήμερα και στην οποία (αύξηση) συνέβαλε ο ενάγων κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή ,με τα εισοδήματα που αποκέρδαινε από την εργασία του, στην Ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Περάματος, τα οποία αναφέρει στην αγωγή και ήταν μεγαλύτερα από αυτά της εναγομένης, που εργαζόταν ως νοσηλεύτρια ,τα εισοδήματα της οποίας αναφέρονται επίσης στην αγωγή. Ειδικότερα ισχυρίζεται ο ενάγων, ότι συνέβαλε σε ποσοστό 60% στην αγορά του πρώτου ως άνω ακινήτου, 50% στην αγορά του δεύτερου ως άνω ακινήτου και 100% στην αγορά του τρίτου ως άνω ακινήτου ήτοι συνολικά κατά το ποσό των 92.500 ευρώ  (54.000+28.500+10.000 ευρώ, αντίστοιχα).Ζητούσε δε, ακολούθως, να υποχρεωθεί η εναγομένη, με καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως, να του μεταβιβάσει το 60% της πλήρους κυριότητας ,50% της ψιλής κυριότητας και 100% της πλήρους κυριότητας των ως άνω ακινήτων, αντίστοιχα, που αντιστοιχεί στην ως άνω συμβολή του, άλλως να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει ,με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής,  το ποσό των 92.500 ευρώ, άλλως να υποχρεωθεί να του μεταβιβάσει ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου επί των ως άνω ακινήτων, άλλως να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής, το ποσό των 52.333.3 ευρώ, σύμφωνα με τον τεκμαρτό υπολογισμό της συμβολής του (1/3), άλλως όλα τα ανωτέρω κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, άλλως να υποχρεωθεί η εναγομένη με καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως να μεταβιβάσει στον γιο των διαδίκων …….. ποσοστό 60% εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας του πρώτου ως άνω ακινήτου και στον έτερο γιό τους …….. ποσοστό 50%  εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας του δεύτερου ως άνω ακινήτου και 100% της πλήρους κυριότητας του τρίτου ως άνω ακινήτου, άλλως να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στα ως άνω τέκνα του εξ ημισίας το ποσόν των 92.500 ευρώ ή όποιο άλλο επιδικάσει το δικαστήριο, με το νόμιμο, επίσης, τόκο από της επιδόσεως της αγωγής έως την εξόφληση και να επιβληθούν εις βάρος της εναγομένης τα δικαστικά του έξοδα.

Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’αρ. 1795/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), ερήμην της εναγομένης, όπως προαναφέρθηκε, η οποία  αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη ακολούθως την έκανε δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την κύρια βάση της, θεωρώντας, λόγω της ερημοδικίας του, ομολογημένους τους αγωγικούς ισχυρισμούς του .

Δεδομένου δε ότι ήδη η εκκαλούσα-εναγομένη, με την κρινόμενη έφεσή της προσβάλλει την απόφαση αυτή, επικαλούμενη λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνιση της, ώστε να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου της , η κρινόμενη έφεση σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσης, πρέπει να γίνει τυπικά αλλά και κατ΄ουσίαν δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ,ακολούθως δε να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ) και να ανασυζητηθεί η αγωγή κατά την τακτική διαδικασία ,όπως εκτέθηκε και παραπάνω.

H αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1400, 346 ΑΚ,176 ΚΠολΔ και όσων αναφέρθηκαν στην μείζονα σκέψη, πλην του επικουρικού αιτήματός της περί μεταβίβασης του αναφερόμενου παραπάνω ποσοστού συγκυριότητας των εν λόγω ακινήτων, αντίστοιχα (που ισχυρίζεται ο ενάγων ότι αποτελεί τη συμβολή του στην επαύξηση της περιουσίας της εναγομένης κατά τη διάρκεια του γάμου τους) εκ μέρους της τελευταίας,στα τέκνα τους ή την καταβολή του αντίστοιχου ποσού σε αυτά, η οποία είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθώς η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, είναι αυστηρά προσωποπαγής (Εφ.Δυτ.Μακ. 100/2015, Εφ. Θεσ. 564/2001,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, συνεπώς,να εξετασθεί περαιτέρω, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της .

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της εναγομένης–εκκαλούσας, ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα του ενάγοντος-εφεσίβλητου ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού και όλων των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ  των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων που ελήφθησαν στα πλαίσια άλλης δίκης μεταξύ των διαδίκων, καθώς και των υπ’αρ. ……../6-12-2017 ένορκων βεβαιώσεων των ……… , αντίστοιχα, που προσκομίζει παραδεκτά ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, ο ενάγων-εφεσίβλητος, οι οποίες λήφθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου του, όπως προκύπτει από την υπ’αρ. …../1-12-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Οι διάδικοι τέλεσαν, νόμιμο θρησκευτικό γάμο, σύμφωνα με τους Κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Πειραιά στις 25-7-1992, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα ,……… ………,γεννηθέντα τα έτη 1989 και 1994 αντίστοιχα, ο οποίος (γάμος) λύθηκε με την υπ’αρ. 4746/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που έχει καταστεί αμετάκλητη, καθώς οι διάδικοι παραιτήθηκαν από την άσκηση ένδικων μέσων κατ΄ αυτής δυνάμει της υπ΄αρ. …./19-12-2012 έκθεσης (παραίτησης) ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά. Κατά τον χρόνο τέλεσης του γάµου τους δεν διέθετε κανένας από τους διαδίκους περιουσία, ενώ κατά τη διάρκεια αυτού η εναγομένη απέκτησε τα εξής περιουσιακά στοιχεία –(ακίνητα): α) την πλήρη κυριότητα μιας αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας,ήτοι του  υπό στοιχ. Β-3 διαµερίσματος,εμβαδού 90,10 τ.μ, που βρίσκεται στον 2ο  όροφο πολυκατοικίας στη θέση … της περιφέρειας του Δήµου Πειραιά, επί των οδών ………., δυνάμει του υπ’αρ. …./23-10-1996 αγοραπωλητηρίου συµβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιά ……… που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο … με αρ….. των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, αντί τιμήματος 14.400.000 δραχμών (42.259,64 ευρώ). β) την ψιλή κυριότητα μιας αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας ήτοι του υπό στοιχεία Α-4 διαµερίσματος,εμβαδού 57 τ.μ , που βρίσκεται στον 1ο όροφο της ίδιας ως άνω πολυκατοικίας, δυνάμει του υπ΄αρ. …./17-3-1998 αγοραπωλητηρίου συµβολαίου της ίδιας ως άνω συµβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο … με αρ. …. των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά,  με αναφερόμενο στο ως άνω συμβόλαιο ως τίμημα 8.250.000 δρχ (24.211,25 ευρώ) καιγ) την πλήρη κυριότητα μιας αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας (θέση στάθµευσης αυτοκινήτου) του υπογείου ορόφου µε τον αριθµό 1 της ίδιας επίσης πολυκατοικίας, εμβαδού 10,13 τ.μ, δυνάμει του υπ’αρ. …./16-1-2007 αγοραπωλητηρίου συµβολαίου της συµβολαιογράφου Πειραιά …..,που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο … με αρ. …. των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, αντί τιμήματος 1.641,06 ευρώ.

Όσον αφορά στο δεύτερο ως άνω ακίνητο ,ήτοι την ψιλή κυριότητα  του υπό στοιχείο Α-4 διαμερίσματος της προαναφερθείσας πολυκατοικίας, αποδείχθηκε, κατά την κρίση του δικαστηρίου, ότι το ως άνω συμβόλαιο αγοραπωλησίας (υπ΄αρ. …../17-3-1998)  με το οποίο μεταβιβάστηκε στην εναγομένη η ψιλή κυριότητα του διαμερίσματος αυτού από τη …………, η οποία παρακράτησε την επικαρπία του εφ’όρου ζωής της, ήταν εικονικό και υπέκρυπτε δωρεά. Ειδικότερα, η ως άνω …….., που μεταβίβασε τη ψιλή κυριότητα του εν λόγω ακινήτου στην εναγομένη, διατηρούσε από πολλών ετών φιλία με την τελευταία, κατοικώντας  στην ίδια πολυκατοικία με αυτήν, ήταν δε μια ηλικιωμένη γυναίκα ( γεννηθείσα το έτος 1927) χωρίς δικά της παιδιά και οικογένεια, την οποία η εναγομένη, λόγω της στενής σχέσης που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους αλλά και της ιδιότητάς της ως νοσηλεύριας, φρόντιζε όταν υπήρχε ανάγκη. Στα πλαίσια αυτά, η ………., θέλησε να δωρήσει το διαμέρισμα που διέμενε και βρισκόταν στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας ,στον δεύτερο όροφο της οποίας κατοικούσε η εναγομένη με την οικογένειά της (στο ως άνω υπό στοιχείο Β-3 διαμέρισμα) παρακρατώντας για τον εαυτό της την επικαρπία. Ενόψει,όμως, της ανησυχίας της εναγομένης για τυχόν διεκδίκηση από τρίτους του ακινήτου αυτού μετά το θάνατο της δωρήτριας, προκρίθηκε τελικά η λύση να συνταχθεί εικονικό συμβόλαιο αγοράς εκ μέρους της εναγομένης της ψιλής κυριότητας του ακινήτου αυτού , ενώ στην πραγματικότητα δεν καταβλήθηκε τίμημα και  η (εικονική) αυτή δικαιοπραξία,κάλυπτε την δικαιοπραξία της δωρεάς, την οποία θέλησαν τα μέρη. Το γεγονός ότι στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο αναγράφεται ότι καταβλήθηκε από τον εναγοντα το ποσό των 4.000.000 δραχμών (εκ του συνολικού υποτιθεμένου τιμήματος των 8.208.000 δραχμών) έγινε για να δικαιολογηθεί φορολογικά η προέλευση του αναγραφόμενου αυτού τιμήματος, ενώ στην πραγματικότητα δεν καταβλήθηκε ,όπως προεκτέθηκε, κάποιο αντάλλαγμα. Τα παραπάνω πέραν του ότι συνάγονται από την σαφή και πειστική, ως προς το σημείο αυτό, κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης ………-τέκνου των διαδίκων, (ενώ ο μάρτυρας του ενάγοντος -ούτε οι ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων που ο τελευταίος προσκομίζει- δεν αναφέρει κάτι αντίθετο σχετικά με το ζήτημα αυτό), ενισχύονται από το γεγονός ότι η ως άνω δωρήτρια έδωσε την υπ’αρ. ……./6-5-2010 ένορκη βεβαίωσή της υπέρ της εναγομένης, στα πλαίσια της δίκης ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των διαδίκων, που επιβεβαιώνει την πολυετή στενή σχέση που τη συνέδεε με αυτήν αλλά και τα παιδιά της, τα οποία ,όπως αναφέρει την αποκαλούσαν ΄΄γιαγιά ‘’.΄Αλλωστε, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν είθισται να αγοράζεται μόνο το δικαίωμα ψιλής κυριότητας, παρακρατούμενου από τον κύριο που μεταβιβάζει του δικαιώματος της επικαρπίας, πράγμα που αντίθετα συνηθίζεται σε περιπτώσεις μεταβίβασης λόγω δωρεάς ή γονικής παροχής. Δεν υπακούει δε στη λογική, ενώ είχε προβεί η εναγομένη, πριν από 17 μήνες, στην αγορά διαμερίσματος στην ίδια πολυκατοικία, (υπό στοιχείο α ως άνω ακίνητο) για την οποία (αγορά του) μάλιστα αναγκάστηκε να λάβει δάνειο, το οποίο ακόμη αποπλήρωνε (βλ.π.κ), να προχωρήσει σε νέα αγορά της ψιλής κυριότητας άλλου διαμερίσματος στην ίδια πολυκατοικία, το οποίο δεν θα μπορούσε καν να εκμεταλλευτεί αφού δεν θα είχε την επικαρπία. Επομένως, δεν υφίσταται καμία συμβολή οικονομική του ενάγοντος στην επαύξηση της περιουσίας της εναγομένης κατά τη διάρκεια του γάμου τους όσον αφορά στο συγκεκριμένο ακίνητο, αφού, σύμφωνα με τα όσα παραπάνω δέχθηκε ως αποδειχθέντα το παρόν δικαστήριο, αυτό περιήλθε στην τελευταία από χαριστική αιτία (δωρεά) υποκρυπτόμενη στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο αγοράς, γενομένης δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής νόμιμης ένστασης, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, της εναγομένης, που προβάλει επικουρικά με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της  και συνεπώς, ως προς το ακίνητο αυτό, είναι απορριπέα τη αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν στην ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Περάματος και η εναγομένη, όπως προαναφέρθηκε, ως νοσηλεύτρια (στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο), αποκόμιζαν δε, από την εργασία τους, κατά το χρονικό διάστημα του γάμου τους μέχρι που διασπάστηκε η έγγαμη συμβίωσή τους (το έτος 2009), τα κάτωθι εισοδήματα, ετησίως, αντίστοιχα, τα οποία αναφέρει ο ενάγων στην αγωγή του και δεν αμφισβητεί η εναγομένη ,προκύπτουν δε και από τις προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα σχετικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος. Οικονοµικό έτος -Εισόδηµα ενάγοντος -Εισόδηµα εναγομένης                                   1992             1.200.000 δρχ  (3.522 €)         1.250.000 δρχ  (3.668 €)

1993     2.000.000 δρχ (5.870 €)         1.600.000 δρχ  (4.696 €)

1994    1.400.000 δρχ  (4.109 €)         1.700.000 δρχ (4.989 €)

1995            3.400.000 δρχ  (9.978 €)         1.600.000 δρχ  (4.696 €)

1996            5.100.000 δρχ  (14.967 €)       2.300.000 δρχ  (6.750 €)

1997            5.600.000 δρχ  (16.434 €)       2.700.000 δρχ  (7.924 €)

1998            5.800.000 δρχ  (17.021 €)       3.200.000 δρχ  (9.391 €)

1999            7.000.000 δρχ  (20.543 €)       3.100.000 δρχ  (9.088 €)

2000            5.600.000 δρχ  (16.434 €)       3.100.000 δρχ  (9.088 €)

2001            8.000.000 δρχ  (23.478 €)       3.200.000 δρχ  (9.391 €)

2002    6.800.000 δρχ. (19.956 €)       3.100.000 δρχ. (9.978 €)

2003    21.700 €                                    11 .800 €

2004    35.000 €                                    12.800 €

2005    24.000 €                                    14.200 €

2006    22.000 €                                    14.600 €

2007    27.000 €                                    15.000 €

2008    24.500 €                                    15.400 €        .

Σχετικά με το πρώτο ως άνω ακίνητο (Β-3 διαμέρισμα), το τίμημα για την αγορά του οποίου ανέρχονταν στο ποσό των 14.400.000 δραχμών, καλύφθηκε κατά το ποσό των 10.000.000 δραχμών με δάνειο, που ελήφθη στο όνομα της εναγομένης, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους, το οποίο αποπληρώνει έως και σήμερα. Δεν αποδείχθηκε δε ότι η συμβολή του ενάγοντος στην αγορά του ως άνω ακινήτου αλλά και του τρίτου ως άνω ακινήτου (θέσης στάθμευσης) ήταν μεγαλύτερη της τεκμαρτής (1/3)  από τη διάταξη του άρθρου 1400 παρ.1 ΑΚ, όπως υποστηρίζει στην αγωγή του, καθώς ο  ισχυρισμός  του ότι κατέβαλε για την απόκτηση του παραπάνω διαμερίσματος, επιπλέον του ως άνω τιμήματος, το ποσόν 9.100.000 δρχ (που ισχυρίζεται ότι έλαβε από τον πατέρα του) για εργασίες που πραγματοποιήθηκαν στο εν λόγω διαμέρισμα, εκτός του ότι είναι αόριστος, διότι δεν αναφέρει σε τι συνίσταντο αυτές, ποιές επιμέρους εργασίες έγιναν και τα ποσά του δαπανήθηκαν για κάθε μία από αυτές, σε κάθε περίπτωση είναι απορριπτέος και ως αναπόδεικτος, καθώς δεν προσκομίζεται κάποια σχετική απόδειξη. Άλλωστε, το διαμέρισμα αγοράστηκε καινούργιο και δεν υπήρχε χρεία επισκευών. Μόνο δε το γεγονός ότι τα εισοδήματα του ενάγοντος, όπως αυτά αναφέρθηκαν παραπάνω, ήταν -σημειωτέον δε από το έτος 1995 και μετά και όχι τα προηγούμενα έτη- αισθητά μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα εισοδήματα που αποκόμιζε η εναγομένη από τη δική της εργασία, δεν αρκεί από μόνο του για να αποδειχθεί, η μεγαλύτερη συμβολή του ενάγοντος (πέραν του 1/3), στην αγορά τόσο του εν λόγω ακινήτου (που έλαβε χώρα το έτος 1996), όσο και του τρίτου ως άνω ακινήτου (θέσης στάθμευσης), από την ενάγουσα, της οποίας (μεγαλύτερης συμβολής) το βάρος απόδειξης φέρει ο ενάγων, καθώς θα πρέπει να αποδειχθεί ότι τα εισοδήματα αυτά ήθελε να τα χρησιμοποιήσει και τα χρησιμοποίησε πράγματι για την αγορά του, πράγμα που δεν προέκυψε κατά την κρίση του δικαστηρίου, καθώς ο ενάγων δεν προσκομίζει κάποιο έγγραφο που να αποδεικνύεται σχετική ανάληψη ποσού κατά το χρόνο που αγοράστηκαν τα ακίνητα αυτά και ειδικά το πρώτο εξ΄ αυτών του οποίου το τίμημα ήταν πολύ υψηλότερο.

Περαιτέρω, όμως δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δεν είχε καμία συμβολή στην αγορά των εν λόγω (υπό στοιχ. α και γ ως άνω ακινήτων), ήτοι ούτε την τεκμαρτή του 1/3, γεγονός για το οποίο φέρει πλέον το βάρος απόδειξης η εναγομένη, διότι σχετικά με το πρώτο ακίνητο (υπό στοιχ. Β-3 διαμέρισμα), το υπόλοιπο ποσό των 4.400.000 δραχμών που καταβλήθηκε για το τίμημά του πέραν των 10.000.000 δραχμών για το οποίο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ελήφθη από αυτήν δάνειο ,δεν προέκυψε ότι προήλθε από εισοδήματα της εναγομένης, καθώς ο ισχυρισμός της στην έφεσή της ότι αυτό προήλθε από κληρονομία του πατέρα της, τον οποίο κατόπιν διόρθωσε, αφού επρόκειτο για παραδρομή, διότι ο πατέρας της είναι εν ζωή, υποστηρίζοντας ότι έλαβε το ποσό αυτό από την πώληση κάποιου ακινήτου της πατρικής περιουσίας στον αδερφό της, ουδόλως αποδείχθηκε, αφού δεν προσκομίζεται κάποιο σχετικό συμβόλαιο. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δεν συνέβαλε καθόλου τις οικογενειακές ανάγκες, όπως υποστηρίζει επίσης η εναγομένη. Αντίθετα προέκυψε ότι ο ενάγων συμμετείχε σε αυτές με τα εισοδήματα που αποκέρδαινε από την ως άνω εργασία του.Η συμμετοχή του δε αυτή, επέτρεπε στην εναγομένη να εξοικονομεί χρήματα για να αποπληρώνει το δάνειο το οποίο έλαβε για την αγορά του ως άνω διαμερίσματος (υπό στοιχ. ακίνητο), αλλά αφορά και την εξοικονόμηση των χρημάτων για την αγορά της θέσης στάθμευσης (υπό στοιχ. γ ακίνητο). Ο ισχυρισμός δε της εναγομένης, που υποστηρίζεται και από τον μάρτυρά της, ότι ο ενάγων δεν συνέβαλε καθόλου στις οικογενειακές δαπάνες διότι ήταν εθισμένος στην διενέργεια τυχηρών παιγνίων, όπου ξόδευε όλα τα χρήματά του, δεν κρίνεται πειστικός, τουλάχιστον στον βαθμό που να αποκλείει κάθε συμμετοχή του (και την τεκμαρτή), δεδομένου ότι προσκομίζονται από αυτόν η από 13-11-2014 βεβαίωση του Φροντιστηρίου Μέσης Εκπαίδευσης του ……  ‘……… ΄΄ στο …. Πειραιά ,όπου βεβαιώνεται ότι ο ενάγων κατέβαλε τα δίδακτρα για τα τέκνα του …. (για τα έτη 2002-2006) και …. ( για τα έτη 2006-2012)  που παρακολουθούσαν μαθήματα σε αυτό, συνολικού ύψους για τα έτη αυτά 14.300 ευρώ αλλά και η από 25-2-2013 βεβαίωση του Κέντρων Ξένων Γλωσσών  ΄΄………. ΄΄ στον Πειραιά , από την οποία προκύπτει ότι ο ενάγων κατέβαλε για μαθήματα που παρακολούθησαν τα ως άνω τέκνα του κατά τα έτη 1996 έως 2011 ,όπως ειδικότερα τα επιμέρους δίδακτρα αναλύονται σε αυτήν, το συνολικό ποσό των 9.299,94 ευρώ. Πέραν των παραπάνω και τα όσα, σχετικά με τη συμβολή του ενάγοντος στις οικογενειακές ανάγκες, αναφέρει ο μάρτυράς του …….. (αδερφός του), κι ο ίδιος ο ως άνω μάρτυράς της εναγομένης (γιός των διαδίκων), ενώ σε κάποιο σημείο της κατάθεσής του αναφέρει ότι ο πατέρας του ( ενάγων) δεν βοήθαγε (ενν. στις οικογενειακές ανάγκες),αμέσως παρακάτω αναφέρει ότι ‘’δεν ξέρω αν βοήθαγε΄΄ και σε σχετική ερώτηση αν το ενοίκιο του σπιτιού στο Ηράκλειο που σπούδαζε το πλήρωνε ο πατέρας του, απαντά πάλι ΄΄δεν γνωρίζω΄΄. Εξάλλου , τα προσκομιζόμενα από την εναγομένη έγγραφα περί οφειλών του ενάγοντος σε τράπεζες , αφενός μεν δεν αφορούν το κρίσιμο χρονικό διάστημα που αγοράστηκαν τα ακίνητα αυτά αλλά από το έτος 2008-2009 και εντεύθεν, αφετέρου δε δεν αποδεικνύουν τη μηδενική συμμετοχή του στις ανάγκες της οικογένειας . Οπότε σχετικά με το υπό στοιχείο Β-3 διαμέρισμα και την θέση στάθμευσης, το δικαστήριο εκτιμά, με βάση τις προαναφερθείσες περιστάσεις, ότι η συμβολή του ενάγοντος στην απόκτησή τους και συνεπώς και στην με αυτόν τον τρόπο επαύξηση της περιουσίας της εναγομένης, ανέρχεται στο τεκμαρτό ποσοστό του 1/3, καθώς ,κατά τα προαναφερθέντα, δεν αποδείχθηκε από αυτόν μεγαλύτερη συμβολή του ως αλλά ούτε μικρότερη συμβολή του από αυτό, απορριπτομένης όσον αφορά στο ποσοστό αυτό της συμβολής, της σχετικής ένστασης της εναγομένης που προβάλλει με τον πρώτο λόγο της έφεσής της. Δεν ασκείται δε καταχρηστικά το ένδικο δικαίωμα του ενάγοντος, όπως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της ένδικης έφεσής της, διότι τα επικαλούμενα από αυτήν προς στοιχειοθέτησή του περιστατικά ότι δηλ. ενώ ο ενάγων δεν συνέβαλε  ποτέ κατά τη διάρκεια του γάμου τους στις ανάγκες της οικογένειάς τους, εντούτοις ζητεί καταχρηστικά να αναγνωριστεί η συμβολή του στην επαύξηση της περιουσίας της εναγομένης κατά τη διάρκεια του γάμου τους, ουδόλως αποδείχθηκαν, κατά τα προαναφερθέντα .

Η εμπορική αξία των εν λόγω ακινήτων (α και γ)  κατά το χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων, αλλά και άσκησης της αγωγής ,που έλαβε χώρα λίγους μήνες μετά τη λύση, εκτιμωμένης και της διαμόρφωσης αυτής κατά την συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (που αποτελεί τον κρίσιμο χρόνο για την αναγωγή σε χρήμα της αύξησης της περιουσίας), εκτιμάται κατά την κρίση του δικαστηρίου, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης αυτών, των διδαγμάτων της κοινής πείρας, την επικρατούσα κατάσταση στην αγορά ακινήτων δεδομένης και της οικονομικής κρίσης, ότι ανέρχεται σε 84.000  ευρώ για το υπό στοιχείο (α) ακίνητο ήτοι το Β-3 διαμέρισμα (αντικειµενικής αξίας 73.011,41 ευρώ) και 6.000 ευρώ για το υπό στοιχείο (γ) ακίνητο ήτοι τη θέση στάθμευσης (αντικειµενικής αξίας 2.127.30 ευρώ) και όχι σε 90.000 και 10.000 ευρώ ,αντίστοιχα που αναφέρει ο ενάγων). Συνεπώς, η αύξηση της περιουσίας της εναγομένης κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον ενάγοντα ανέρχεται στο ποσό των 90.000 ευρώ (84.000 ευρώ + 6.000 ευρώ), η οποία σώζεται μέχρι σήμερα, καθώς διατηρεί στην κυριότητά της τα εν λόγω ακίνητα, η δε συμβολή του ενάγοντα σε αυτήν ανέρχεται στο ποσό των 30.000 ευρώ (90.000 χ 1/3 ). Το δικαστήριο όμως ,κατόπιν του σχετικού αιτήματος του ενάγοντος κρίνει, σταθμίζοντας τα συμφέροντα αμφοτέρων των διαδίκων, ότι συντρέχει περίπτωση να διαταχθεί η απόδοση του ως άνω μέρους της συμβολής του δικαιούχου συζύγου (ενάγοντος) στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου (εναγομένης) με αυτούσια παροχή, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεδομένου ότι ο μεν ενάγων το ζητεί ο ίδιος, ενώ δεν βλάπτεται και το συμφέρον της εναγομένης, για την οποία θα είναι δυσχερέστερο να καταβάλει στον ενάγοντα την χρηματική παροχή, που αντιστοιχεί στην εν λόγω συμβολή του, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτή έχει μεταβεί στη Γερμανία όπου ζει και εργάζεται, συνεχίζει δε να αποπληρώνει, ληφθέντα σε προγενέστερα χρονικά σημεία, δάνεια, κατά τα προεκτεθέντα, ενώ δεν αντιτείνει κάτι ειδικά στο αίτημα αυτό της αγωγής.

Κατόπιν τούτων, πρέπει, κατά τα προεκτεθέντα, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση. Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ΄ ουσίαν, ν’ απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, ως προς το παραπάνω αναφερθέν (β) ακίνητο (υπό στοιχείο Α-4 διαμέρισμα της ως άνω πολυκατοικίας) και να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη για τα παραπάνω (α) και (γ) ακίνητα δηλ. το υπό στοιχείο Β-3 διαμέρισμα και τη με αριθμό 1 θέση στάθμευσης (του υπογείου) της ίδιας ως άνω πολυκατοικίας ως προς την επικουρική της βάση περί του τεκμαρτού από το νόμο ποσοστού της συμβολής του ενάγοντα (1/3) στην αύξηση της περιουσίας της εναγομένης ,κατά τη διάρκεια του γάμου τους ,και να υποχρεωθεί η εναγομένη στην αυτούσια απόδοση στον ενάγοντα του ποσοστού αυτού της συμβολής του στα εν λόγω ακίνητα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό.

Πρέπει, τέλος , τα δικαστικά έξοδα και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών κι ανάλογα με την έκταση αυτής (αρθρ.178, 183 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος εις βάρος της εναγομένης, όπως προσδιορίζονται στο διατακτικό, καθώς επίσης να διαταχθεί η απόδοση στην εκκαλούσα των κατατεθέντων από αυτήν παραβόλων, που αναφέρονται επίσης στο διατακτικό, (άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση αντιμωλία των διαδίκων .

Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ.1795/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία .

Κρατεί την υπ’αρ. κατάθεσης ……/2013 αγωγή.

Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς την επικουρική της βάση ,όπως αναφέρθηκε στο σκεπτικό .

Υποχρεώνει την εναγομένη να μεταβιβάσει, καταδικαζόμενη σε περίπτωση αρνήσεώς της σε δήλωση βουλήσεως, στον ενάγοντα. 1) ποσοστό συγκυριότητας 1/3  επί της  πλήρους κυριότητας μιας αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας ήτοι του υπό στοιχεία Β-3 διαµερίσματος, εμβαδού 90,10 τ.μ, του 2ου ορόφου πολυκατοικίας, που βρίσκεται στη θέση … της περιφέρειας του Δήµου Πειραιά, επί των οδών ……., το οποίο απέκτησε (η εναγομένη) δυνάμει του υπ’αρ…../23-10-1996 αγοραπωλητηρίου συµβολαίου της συμβ/γράφου Πειραιά ………, που μεταγράφηκε νόμιμα, όπως περαιτέρω περιγράφεται σε αυτό και 2) ποσοστό συγκυριότητας 1/3 επί της πλήρους κυριότητας μιας αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας ήτοι της με τον αριθμό 1 θέσης στάθµευσης αυτοκινήτου του υπογείου ορόφου της ίδιας παραπάνω πολυκατοικίας, την οποία απέκτησε (η εναγομένη) δυνάμει του υπ’αρ. …./16-1-2007 αγοραπωλητηρίου συµβολαίου της συµβ/γράφου Πειραιά ………,που μεταγράφηκενόμιμα,όπως περαιτέρω περιγράφεται σε αυτό.

Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εφεσίβλητου  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος της εναγομένης – εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εννιακοσίων (1.900) ευρώ.

Διατάσσει να αποδοθούν στην εκκαλούσα, τα κατατεθέντα από αυτήν παράβολα ΤΑΧ.ΔΙΚ με αρ. ……… /2016 ποσού 60 ευρώ έκαστο και Δημοσίου με αρ. …………/2016, ποσού 20 ευρώ έκαστο .

 

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις  15 Φεβρουαρίου 2018 , απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

     Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          H  ΓPAMMATEAΣ