Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 173/2018

Αριθμός   173/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών

Αποτελούμενο από τις Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, Θεοκτή Νικολαΐδου, Εισηγήτρια-Εφέτη και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νομίμως εισάγονται προς συζήτηση η από  26.11.2007 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2007 έφεση των εκκαλούντων -εναγόντων ……… και η από 12.12.2007 και με αριθμ. εκθ. καταθ. …../2007 έφεσή της εκκαλούσας-εναγομένης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ‘’ΟΛΠ ΑΕ’’ κατά της υπ΄ αριθμ. 5540/2007  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών) μετά την έκδοση των υπ΄αριθμ. 867/2008 και 285/2010 αποφάσεων του παρόντος Δικαστηρίου, με τις οποίες αφού έγιναν τυπικά δεκτές οι εφέσεις, αναβλήθηκε κατ΄ άρθρο 249 ΚΠολΔ η επί της ουσίας συζήτηση μέχρι την έκδοση απόφασης του Αρείου Πάγου επί ασκηθείσας αίτησης αναίρεσης, που αφορούσε όμοια νομικά ζητήματα. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε μετέπειτα  η 21η.11.2013, οπότε λόγω παραίτησης της Εισηγήτριας Εφέτη δεν κατέστη δυνατή η έκδοση απόφασης και με την υπ΄αριθμ. …/2014 πράξη της Προέδρου Εφετών …….. ορίστηκε δικάσιμος για την επανάληψη της συζήτησης κατ΄ άρθρο 307 ΚΠολΔ.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 295, 296, 297, 299, 522 και 524§1 εδ. α΄ ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την άσκηση παραδεκτής έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης αναβιώνει η εκκρε­μοδικία, που δημιουργήθηκε με την έγερση της αγωγής, μέσα στα όρια, που κα­θορίζονται από την έφεση, και, συνεπώς, ο ενάγων έχει έκτοτε το δικαίωμα να παραι­τηθεί από το δικόγραφο της αγωγής του ή το δικαίωμα που ασκήθηκε μ’ αυτήν, είτε με δήλωση, που καταχωρείται στα πρακτικά είτε με δικόγραφο, που επιδίδεται στον αντίδικό του. Η παραίτηση αυτή, κατά το στάδιο της έκκλητης δίκης και πριν ακόμα κριθεί η ουσιαστική βασιμότητα της έφεσης αλλά μόνο η εμπρόθεσμη άσκησή της, επάγεται την κατάργηση της δίκης απαρχής και μάλιστα και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και την έμμεση άρση της ισχύος της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον γίνει χωρίς αντίρρηση του εναγομένου, καθώς και όταν αντιλέγει μεν αυτός, αλλά δεν δικαιολογεί έννομο συμφέρον προς περάτωση της δίκης με έκδοση οριστικής απόφασης, ενώ η κατά πιθανολόγηση κρίση του δικαστηρίου, για την ύπαρξη ή μη τέτοιου εννόμου συμφέροντος του αντιλέγοντος, είναι ανέλεγκτη (ΑΠ 368/2016, ΑΠ 138/2014, ΑΠ 1198/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1517/2010 ΕλλΔνη 2011.416). Συντρέχει, πάντως, τέτοιο έννομο συμφέρον του αντιλέγοντος εναγομένου, όταν η παραίτηση προσβάλει κεκτημένα δικαιώματά του, όπως όταν η δίκη έχει προχωρήσει και προδικάζεται ευνοϊκή για τον ίδιο έκβαση, όταν έχουν ασκηθεί και άλλες αγωγές σε βάρος του, που στηρίζονται στα ίδια, κατά βάση, περιστατικά και όταν η τελεσίδικη κρίση του Δικαστηρίου θα έχει επίδραση και σε άλλες συναφείς δίκες του με τον ενάγοντα (ΑΠ 291/2003 ΕλλΔνη 2004.424, βλ. Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, έκδ. 2012, τόμ. Ι, άρθρο 294, αρ. 7, σελ. 537, Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2016, σελ. 610).

Στην υπό κρίση περίπτωση, κατά τη συζήτηση της υπόθε­σης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αμέσως μετά την εκφώνηση, από το οικείο πινάκιο, των ονομάτων των διαδίκων, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγόντων (ήδη εκκαλούντων-εφεσίβλητων) δήλωσε προφορικά στο ακροατήριο και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, ότι οι τελευ­ταίοι παραιτούνται από το δικόγραφο της από 22-6-2006 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2006) αγωγής τους, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 5547/2007 εκκαλουμένη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Κατά της παραίτησης αυτής η εναγομένη (ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη) τόσο με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης, όσο και με τη νομότυπα κατατεθείσα προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προέβαλε αντιρρήσεις, επικαλούμενη έννομο συμφέρον αυτής για την περάτωση της δίκης με την έκδοση τελεσίδικης απόφασης, απορριπτικής της σε βάρος της αγωγής, ενόψει και του ότι έχουν ασκηθεί και άλλες αγωγές από 300 περίπου λιμενεργάτες σε βάρος της, που στηρίζονται στα ίδια, κατά βάση, πραγματικά περιστατικά και για ορισμένες από τις αγωγές αυτές έχει υπάρξει μακροχρόνιος (15ετής) δικαστικός αγώνας, που ήδη έχει καταλήξει σε ευνοϊκό γι’ αυτήν αποτέλεσμα με τις αναφερόμενες αποφάσεις του Αρείου Πάγου και του παρόντος Δικαστηρίου, με συνέπεια να προδικάζεται ευνοϊκό γι’ αυτήν αποτέλεσμα και επί της ανωτέρω αγωγής, λόγος, για τον οποίο επιθυμεί την περάτωση της προκειμένης δίκης με την έκδοση τελεσίδικης και ευνοϊκής υπέρ των απόψεών της  απόφασης. Ενόψει δε των αντιρρήσεων αυτών της εναγομένης, αλλά και του ότι πιθανολογείται πράγματι το έννομο συμφέρον, που αυτή επικαλείται για περάτωση της προκειμένης δίκης με έκδοση τελεσίδικης απόφασης, η παραίτηση των εναγόντων (ήδη εκκαλούντων – εφεσίβλητων) από την ως άνω αγωγή τους, είναι απαράδεκτη.

Με την από 22-6-2006 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/26-6-2006) αγωγή τους, ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου οι ενάγοντες ……… (ήδη εκκαλούντες-εφεσίβλητοι), επικαλούμενοι ότι, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, απασχολούνται ως λιμενεργάτες στην εναγομένη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» (ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη), εξέθεσαν ότι οι όροι εργασίας, οι αμοιβές, οι συνθήκες εργασίας και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών τους, ως λιμενεργατών απασχολούμενων στην εναγομένη, ρυθμίζονται από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (από δε την 1η-3-2004 ισχύει ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ ΑΕ), οι ειδικότεροι δε όροι εργασίας τους ρυθμίζονται με τις Ειδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (Ε.Σ.Σ.Ε), που υπογράφονται μεταξύ των εκπροσώπων της εναγομένης και της Ένωσης Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών ΟΛΠ. Ότι αυτοί (δηλ. οι ενάγοντες), ως λιμενεργάτες, εκτελούν στο λιμάνι του Πειραιά κάθε λιμενεργατική δραστηριότητα, που σχετίζεται με τη φορτοεκφόρτωση και διακίνηση φορτίων, όπως επίσης και άλλες εργασίες εντός του λιμανιού, στις εργασίες δε αυτές, που παρουσιάζουν ιδιομορφίες, απασχολούνται εκ περιτροπής όλοι ο λιμενεργάτες, δηλαδή ορισμένες ημέρες στα χύδην φορτία, άλλες στις γερανογέφυρες, άλλες στην απόδοση και άλλες χωρίς απόδοση, πλην όμως η κύρια απασχόλησή τους είναι στις γερανογέφυρες κατά ποσοστό 75-80%. Ότι, για να προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο, που προκύπτει από την απόδοσή τους, αθροίζονται όλοι οι τόνοι, που εκφορτώθηκαν από τον καθένα, πολλαπλασιάζονται επί το ημερομίσθιο το προβλεπόμενο από τις ΕΣΣΕ και έτσι ο τρόπος αμοιβής τους ποικίλλει, αφού αμείβονται είτε με απόδοση (όταν εργάζονται στις φορτοεκφορτώσεις χύδην φορτίων και λοιπών εν γένει εμπορευμάτων), είτε με συγκεκριμένο ποσό (τρία βασικά ημερομίσθια λιμενεργάτη και επί πλέον διορθωτικό ποσό από 1-1-2005, όταν εργάζονται στις γερανογέφυρες) είτε με το ασφαλιστικό ημερομίσθιο, όταν βρίσκονται σε εργασιακή ετοιμότητα. Ότι, αφού προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο, που είναι κυμαινόμενο, υπολογίζονται επ’ αυτού όλα τα επιδόματα, πλην όμως η εναγομένη εργοδότρια, ενώ υπολόγιζε επί του διαμορφωμένου βασικού ημερομισθίου με την απόδοση όλα τα επιδόματα, εσφαλμένα υπολόγισε τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας μόνο επί του ημερομισθίου βάσης των Ε.Σ.Σ.Ε, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού, των Ε.Σ.Σ.Ε. και της εργατικής νομοθεσίας. Ακολούθως, με την ως άνω αγωγή τους, οι ενάγοντες παραθέτουν αυτούσιο το άρθρο 35 παρ. 1β΄ του Κανονισμού και τον καθοριζόμενο μ` αυτό τρόπο υπολογισμού των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας, που δικαιούται κάθε μόνιμος εργάτης, ήτοι επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, ως τέτοιο λογιζόμενο εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης κατά το τελευταίο τρίμηνο προ της χορήγησης της άδειας και εκθέτουν ότι ο Κανονισμός, για τον υπολογισμό αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας, δεν θεωρεί ως βασικό ημερομίσθιο το εκάστοτε προβλεπόμενο από τις Ε.Σ.Σ.Ε, αλλά εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης. Ότι, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 539/1945 όπως ισχύει, και του ν. 4504/1966 οι αποδοχές και το επίδομα αδείας υπολογίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού, δηλαδή με το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή, που καταβάλλεται τακτικά και σταθερά από τον εργοδότη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του. Με βάση τα ανωτέρω, οι ενάγοντες, παραθέτοντας αριθμητικά τις καταβληθείσες μηνιαίες αποδοχές, κατά τα αναφερόμενα επί μέρους χρονικά διαστήματα, τις οποίες, όσον αφορά μεν στις αποδοχές αδείας, διαιρούν δια του 3 και εξευρίσκουν έτσι το μέσο όρο αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, καθόσον δε αφορά στο επίδομα αδείας, του τελευταίου 12μήνου, τις οποίες διαιρούν δια 10,9 για τα έτη 2001 έως και 2003 και 10,366 αντίστοιχα για τα έτη 2004 και 2005, το δε πηλίκο αναφέρουν ότι είναι ο μηνιαίος μέσος όρος αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, ζήτησαν την επιδίκαση διαφορών αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας του χρονικού διαστήματος 2001-2005. Συγκεκριμένα, με ιστορική βάση τα ανωτέρω περιστατικά οι ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη εταιρία να καταβάλει, για τις προαναφερθείσες αιτίες, στον πρώτο από αυτούς το συνολικό ποσό των 33.376,94 ευρώ και στο δεύτερο το συνολικό ποσό των 39.259,02 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αναφερόμενης προγενέστερης όμοιας αγωγής τους, άλλως από την επίδοση της ως άνω αγωγής τους. Επικουρικώς, οι ενάγοντες ζήτησαν την επιδίκαση των ανωτέρω ποσών κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρ. 904 επ. ΑΚ). Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε την κύρια βάση της ορισμένη και νόμιμη, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και συγκεκριμένα υποχρέωσε την εναγομένη εργοδότρια να καταβάλει, για τις προαναφερθείσες αιτίες (διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας), στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 23.682,12 ευρώ και στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 28.039,68 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από το τέλος κάθε αντίστοιχου έτους για κάθε μερικότερο κονδύλιο. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη τόσο οι ενάγοντες όσο και η εναγόμενη ανώνυμη εταιρία, με τις υπό κρίση εφέσεις τους, οι οποίες έχουν ήδη γίνει τυπικά δεκτές με την υπ΄αριθμ. 867/2008 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, για τους διαλαμβανόμενους σε αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε κατά μεν τους ενάγοντες να γίνει δεκτή, στο σύνολό της, η ως άνω αγωγή τους, κατά δε την εναγομένη να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η ασκηθείσα σε βάρος της αγωγή.

Με την §1 του άρθρου πρώτου του Ν. 2688/1999, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς», που ιδρύθηκε με το ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το ν. 1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε» και το διακριτικό τίτλο «Ο.Λ.Π. Α.Ε», η οποία είναι ανώνυμη εταιρία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από το νόμο αυτό και τον κ.ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν. 2414/1996, καθώς και του α.ν, 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν. Περαιτέρω, από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας, που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7§2 ν. 1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στη σχέση περισσότερων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 5/2011 και 26/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την εφαρμογή όμως της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, κατά τη συσχέτιση Σ.Σ.Ε. ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντα της εργασιακής σχέσης και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά τη συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους, οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς τη συσχέτιση περισσοτέρων Σ.Σ.Ε. αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 1876/1990). Κατά τη συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7§3 ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει τη σχέση νόμου και Σ.Σ.Ε), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιότερων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς τη ρύθμιση των παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για τη συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους Κανονισμούς Εργασίας, που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με τη διαδικασία του ν.δ. 3789/1957, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας, που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία του ν.δ. 3789/1957. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντίστοιχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζόμενους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο α.ν. 539/1945 «περί χορηγήσεως κατ` έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ` αποδοχών», όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις, που περιλαμβάνει, διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και, κατά συνέπεια, απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Με το άρθρο 3§1 του ως άνω α.ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της αδείας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ με την §2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι για τον κατ` αποκοπή ή κατ` άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές, που δικαιούται κατά τη διάρκεια της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσο όρο από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους… μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμό των εργασίμων ημερών, οι οποίες περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα άδεια και, τέλος, κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές. Εξάλλου, ο νομοθέτης με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζόμενου, που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε με τη διάταξη του άρθρου 3§16 του ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το επίδομα αδείας, το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, με το διαλαμβανόμενο σ` αυτήν χρονικό περιορισμό, κατά την οποία «Οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ` οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ` έτος “επιδόματος αδείας” ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ` αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθιω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβομένους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού…». Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 υπ΄ αριθμ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης «περί προστασίας του ημερομισθίου», 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε, 1§1 του ν. 435/1976, 1§2 του ν. 1082/1980 και του άρθρου 3 της υπ` αριθ. 19040/1981 Υπουργικής Απόφασης «χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας, που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β΄ 742), προκύπτει ότι ως «συνήθεις αποδοχές», με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις «τακτικές αποδοχές», που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές, που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του και όμοιες με τις αποδοχές των αμειβομένων με το σύστημα των κυμαινόμενων, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, η κατά 75% προσαύξηση του ημερομισθίου ή προσαυξήσεις του 1/25 του μηνιαίου μισθού με βάση τις υπ΄αριθμ. 8900/1946 και 25825/1951 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας για εργασία κατά τις Κυριακές και από το νόμο καθιερωμένες ως μη εργάσιμες εορτές του έτους, εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και μόνιμα. Δεν περιλαμβάνονται, όμως, στις ανωτέρω αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, γιατί η αμοιβή αυτή οφείλεται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ακόμη και όταν η υπερωριακή απασχόληση παρέχεται σταθερά και μόνιμα και δεν αποτελεί τακτικό μισθό, ακριβώς γιατί δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού, η αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, έστω και αν παρέχεται σταθερά και μόνιμα, δεν αποτελεί τακτικό μισθό, γιατί δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού και τα επιδόματα εορτών (ΟλΑΠ 5/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν οι εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του προηγούμενου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της προηγούμενης αδείας του μέχρι την έναρξη της νέας άδειας. Εξάλλου, με την υπ΄αριθμ. 45058/7/1971 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β΄ 579) εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (με τον προσαρτημένο σ` αυτόν πίνακα συνθέσεων εργατικών ομάδων και αποδόσεων αυτών σε τόνους ή m3), με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής του εργατικού προσωπικού (μόνιμου και έκτακτου), που συνδέεται με τον ΟΛΠ (ήδη ΟΛΠ ΑΕ) πάντοτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (άρθρα 1 και 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του Λιμένος Πειραιώς (άρθρο 1§1). Ο Κανονισμός αυτός, που καταρτίσθηκε και εγκρίθηκε υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του ν.δ. 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, με αυτόν δε ορίζονται ειδικότερα τα εξής, σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας του ως άνω προσωπικού, σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών, ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών (ειδών) φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες ΣΣΕ: Α) Σύμφωνα με το άρθρο 35§1 εδ. β΄ οι αποδοχές αδείας ισούνται προς το γινόμενο των ημερών αδείας, που δικαιούται κάθε μισθωτός επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, όπως δε διευκρινίζεται με την παρ. ε` του ίδιου άρθρου ως «βασικό ημερομίσθιο» για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των μονίμων εργατών λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από τη χορήγηση της αδείας τρίμηνο και προκειμένου για εργάτες, που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων το βασικό ημερομίσθιο, που καθορίζεται για τις εργασίες αυτές. Κατά δε τις §§3 και 4 του άρθρου 35 του ως άνω Κανονισμού, «Μετά των αποδοχών κανονικής αδείας του εργατικού προσωπικού καταβάλλεται και το ιδιαίτερον επίδομα αδείας…» (§3) και «Εις άπαντας τους εργάτας (μονίμους, δοκίμους και ελευθέρους), τους καθ` οιονδήποτε τρόπον απασχολουμένους κατά το μικτόν σύστημα ή επί ημερομισθίω εις φορτοεκφορτωτικάς και λοιπάς εργασίας του λιμένος, αι καταβαλλόμεναι αυτοίς αποδοχαί αδείας προσαυξάνονται κατά ποσοστόν 25%» (§4). Ως «επικρατέστερη απασχόληση» νοείται, κατά τη διάταξη αυτή, η επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλαδή εκείνη, η οποία είχε συνολικά τη μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από την λήψη της άδειας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών αδείας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή, που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω απόδοσης (για τους εργαζόμενους «επί αποδόσει») ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους απασχολούμενους στις γερανογέφυρες) ή λόγω άλλων προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτό αποδοχές αδείας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό 25%. Β) Το ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ.) εργατών του ΟΛΠ, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, ορίζεται ειδικά στο άρθρο 23§1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησής τους κατά τις διακρίσεις του άρθρου 12§1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 23§ 1), είναι δε αυτές: α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κλπ., β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαιθρίων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με τη φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η «επί αποδόσει», αφού αυτή, κατά το άρθρο 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο «τρόπος διεξαγωγής της εργασίας», προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 20 του Κανονισμού: 1) Η εργασία στο λιμένα διεξάγεται «επί αποδόσει» στις περιπτώσεις εκφόρτωσης ή φόρτωσης και ειδικότερα στις περιπτώσεις της, από το κύτος ή τις φορτηγίδες μέχρι τον τόπο οριστικής απόθεσης, μεταφοράς α) γαιανθράκων, ορυκτών, μεταλλευμάτων, πορσελάνης και χωμάτων (χύμα) χωρίς τη χρήση αρπάγης, β) σιτηρών και λοιπών δημητριακών «εις χύμα», χωρίς τη χρήση αρπάγης, γ) ξυλείας, δ) φορτίων σε σάκους γενικά, ε) σιδήρων, σιδηροφύλλων κλπ, στ) ειδών γενικού εμπορίου και ζ) φορτίων πλοίων ψυγείων, κατ` εξαίρεση, όμως, εφόσον οι συνθήκες διεξαγωγής των εργασιών για τα παραπάνω φορτία (υπό στοιχεία α-ζ) παρεμποδίζουν την «επί αποδόσει» εργασία με τον ως άνω τρόπο, αυτός μπορεί με απόφαση των αρμοδίων οργάνων να μεταβληθεί (επειδή ακριβώς η «επί αποδόσει» εργασία δεν αποτελεί είδος απασχόλησης, αλλά τρόπο εκτέλεσης της εργασίας) σε εργασία «επί ημερομισθίω». 2) Η εργασία «επί ημερομισθίω» εκτελείται για: α) την από την αποθήκη ή ύπαιθρο μεταφορά όλων των ανωτέρω ειδών (πλην της ξυλείας) μέχρι το μεταφορικό μέσο του παραλήπτη και αντίστροφα, β) φορτοεκφορτώσεις αποσκευών των επιβατών, γ) φορτοεκφορτώσεις νωπών ιχθύων, φρούτων και λαχανικών, δ) φορτοεκφορτώσεις φορτίων κάθε είδους «εις χύμα» (δι` αρπάγης ή μηχανημάτων αναρροφήσεως) και ε) εργασίες εκφόρτωσης βαγονιών και αυτοκινήτων, που μεταφέρουν εμπορεύματα εξωτερικού και 3) οι εργασίες πλήρωσης και εκκένωσης εμπορευματοκιβωτίων, ρυμουλκούμενων οχημάτων και αυτοκινήτων μεταφερόμενων με οχηματαγωγά πλοία εξωτερικού, καθώς και οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης στρατιωτικών εφοδίων επί αυτοκινήτων κλπ. μπορούν να εκτελούνται «επί αποδόσει» με βάση τους 6 τόνους κατά εργάτη κλπ. Η αμοιβή για την «επί αποδόσει» εργασία έχει προβλεφθεί στο άρθρο 27 και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθρου 12§1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθρου 23§1 και Γ) Με το άρθρο 26 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς προβλέπονται οι καθοριζόμενες σ` αυτό έκτακτες αμοιβές για την «επί ημερομισθίω εργασίαν», ενώ με το άρθρο 28 αυτού προβλέπονται οι καθοριζόμενες εκεί πρόσθετες και έκτακτες αμοιβές για την «επί αποδόσει εργασίαν», όπως για πρόσθετες εργασίες ανοίγματος και κλεισίματος των κυτών του πλοίου, εξαρμώσεις διαφραγμάτων (μπουλμέδων) ή υποστηριγμάτων και περισυλλογή της ξυλείας κλπ, για καθυστέρηση ενάρξεως εργασίας ή διακοπή αυτής εντός των κανονικών χρονικών ορίων απασχολήσεως, για καθυστερήσεις σημειούμενες σε έκτακτα χρονικά όρια εργασίας τακτικών και εκτάκτων φυλάκων κλπ. Τέλος, κατά το άρθρο 30§1 το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο», που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας, είναι ίσο προς αυτό, που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες, που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθρου 23§1 εδ. β΄, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί, δηλαδή, το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο» το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλά αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις κομιστικές εργασίες, ενώ κατά το άρθρο 31§1 σε περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισμένης εργασίας καταβάλλεται το βασικό ημερομίσθιο. Περαιτέρω με τα άρθρα 4§§ 3 και 5 εδ. ε΄ του ν. 2668/1999 ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε καταρχήν σε ισχύ και μετά την μετατροπή του ΟΛΠ από ΝΠΔΔ σε ανώνυμη εταιρία, ενώ με την υπ΄αριθμ. 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών-Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β΄ 390/26-2-2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στο πλαίσιο και κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 4, 12 και 13 του ως άνω ν. 2688/1999 Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ Α.Ε (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κατά το άρθρο 83 αυτού) για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σε αυτή, σύμφωνα δε με αυτόν το προσωπικό της ΟΛΠ ΑΕ (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (άρθρο 5 §§1α, 2 και 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος αδείας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται, δηλαδή, παραπομπή στον α.ν. 539/1945) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας Ε.Γ.Σ.Σ.Ε, τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που εφαρμόζονται στην ‘’ΟΛΠ Α.Ε’’. και τις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού (άρθρο 55§1) (ΟλΑΠ 5/2011 ό.π.π, ΑΠ 415/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 416/2017 και 417/2017, ΑΠ 1171/2014, 1172/2014 και 1173/2014 όλες δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ανωτέρω από 22-6-2006 αγωγή είναι απορριπτέα κατά την κύρια βάση της ως μη νόμιμη στο σύνολό της. Ειδικότερα, η αγωγή είναι μη νόμιμη ως προς το αιτούμενο από τους ενάγοντες (πρώτο) κονδύλιο των διαφορών αποδοχών αδείας, γιατί αυτοί, κατά τον προσδιορισμό του εν λόγω κονδυλίου, ζητούν μη νομίμως την επιλεκτική εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του α.ν. 539/1945 και της διάταξης του άρθρου 35 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, δηλαδή υπολογίζουν τις αποδοχές αδείας, που ισχυρίζονται ότι τους οφείλονται, με βάση τις πλήρεις αποδοχές τους (ήτοι τις αποδοχές τις προκύπτουσες από την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου αμοιβή απόδοσης), αλλά μόνο του τελευταίου τριμήνου πριν από τη λήψη της αδείας και όχι του τελευταίου δωδεκαμήνου, προβαίνοντας έτσι, κατά τη σύγκριση των αποδοχών αδείας ως μίας ενότητας, σε ανεπίτρεπτη επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή (ήτοι από τη γενική εργατική νομοθεσία και συγκεκριμένα από τη διάταξη του άρθρου 3 του α.ν. 539/1945) και άλλου τμήματος αποδοχών από διαφορετική πηγή (ήτοι από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και συγκεκριμένα από τη διάταξη του άρθρου 35 αυτού). Όμως, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στη μείζονα πρόταση, για την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση, μεταξύ τους, περισσότερων πηγών (ως ρυθμιστικών παραγόντων της εργασιακής σχέσης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (και, στην προκειμένη περίπτωση, η διάταξη του άρθρου 3 του α.ν. 539/1945, ως αναγκαστικού δικαίου διάταξη της κοινής εργατικής νομοθεσίας, είναι ανώτερης βαθμίδας, σε σχέση με την έχουσα ισχύ ουσιαστικού νόμου διάταξη του άρθρου 35 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς), οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών. Επίσης, μη νόμιμη είναι η αγωγή και ως προς το αιτούμενο (δεύτερο) κονδύλιο των διαφορών του επιδόματος αδείας, γιατί ναι μεν οι ενάγοντες ζητούν να υπολογισθεί αυτό μόνο με βάση τις διατάξεις τις γενικής εργατικής νομοθεσίας (άρθρα 3§16 του ν. 4504/1966, 3 του α.ν. 539/1945 και 1§3 ν. 4547/1966), όμως τα ποσά, που αναφέρονται στην αγωγή ως μηνιαίες αποδοχές του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν τη λήψη της ετήσιας άδειας και με βάση, τα οποία γίνεται ο υπολογισμός του εν λόγω επιδόματος, δεν εμπίπτουν, στο σύνολό τους, στην εκτεθείσα ανωτέρω έννοια των «τακτικών – συνήθων» αποδοχών. Τούτο διότι περιέχουν, κατά τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, και έκτακτες αποδοχές, ενόψει του ότι πρόκειται για μισθωτούς αμειβόμενους με κυμαινόμενο ημερομίσθιο αφενός και αφετέρου ο προαναφερθείς Κανονισμός, τον οποίο επικαλούνται οι ενάγοντες, προβλέπει για την «επί αποδόσει» και «επί ημερομισθίω» αμοιβή και έκτακτες αμοιβές, για δε το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο» προβλέπει επίσης και βασικό ημερομίσθιο (για την περίπτωση ματαίωσης προγραμματισμένης εργασίας), οι οποίες, κατά τα προεκτεθέντα, για να αποτελέσουν βάση υπολογισμού θα πρέπει να εμπίπτουν, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, στην έννοια των «τακτικών αποδοχών», ενώ ουδόλως διευκρινίζουν οι ενάγοντες, εάν οι αναφερόμενες στην αγωγή αμοιβές τους, επί των οποίων υπολογίζουν το ένδικο επίδομα, είναι «τακτικές – συνήθεις» υπό την ανωτέρω έννοια, δηλαδή ότι καταβάλλονται σταθερά κάθε μήνα. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα εάν, προκειμένου περί τακτικών-συνήθων αποδοχών, αυτές διαφέρουν μόνο κατά ποσό από μήνα σε μήνα, ώστε τότε να χωρήσει επ` αυτών η εξεύρεση του μέσου όρου από τη λήξη της άδειας του προηγούμενου έτους μέχρι την έναρξη της νέας άδειας. Έτσι, δηλαδή, όπως οι αιτούμενες από τους ενάγοντες αξιώσεις των διαφορών επιδόματος αδείας είναι υπολογισμένες σύμφωνα με την εργατική μεν νομοθεσία, αλλά με βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή, που προκύπτει «από την απόδοση» και την «επικρατέστερη απασχόληση» κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό, προβαίνουν οι ενάγοντες σε σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών (και του Κανονισμού και της εργατικής νομοθεσίας), το οποίο είναι ανεπίτρεπτο, όπως προεκτέθηκε. Επιπροσθέτως, η αγωγή, κατά την κύρια βάση της, είναι απορριπτέα και για το λόγο ότι, προκειμένου να ανευρεθεί η εφαρμοστέα ευνοϊκότερη για τους ενάγοντες εργαζομένους ρύθμιση, ενόψει του ότι πρόκειται περί μισθωτών αμειβομένων με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, πρέπει πρώτα να ανευρεθούν οι ρυθμιζόμενες από τις δύο προαναφερθείσες πηγές αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας και μετά να γίνει μεταξύ τους σύγκριση, ώστε να κριθεί ποια είναι η ευνοϊκότερη ρύθμιση. Δηλαδή, πρέπει πρώτα να παραθέσουν οι ενάγοντες στην αγωγή τους αφενός τα ποσά, που θα προέκυπταν από τις επιταγές του άρθρου 35 του εν λόγω Κανονισμού, ήτοι να παραθέσουν τις αξιώσεις τους με βάση το «βασικό ημερομίσθιο», λογιζομένου ως τέτοιου εκείνου της «επικρατέστερης απασχόλησης αυτών» κατά το τελευταίο, πριν τη χορήγηση της άδειας, τρίμηνο κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες κατά το επίδικο διάστημα ΕΣΣΕ προσαυξανόμενο κατά 25% και πολλαπλασιαζόμενο επί 13, αφετέρου δε να παραθέσουν τα ποσά, που θα προέκυπταν από τις επιταγές της εργατικής νομοθεσίας (υπολογιζόμενα με βάση τις τακτικές αποδοχές τους υπό την έννοια, που προεκτέθηκε στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο), ώστε, αντιπαραβάλλοντας αυτά μεταξύ τους, να ανευρεθεί από το Δικαστήριο η ευνοϊκότερη για τους εργαζομένους ρύθμιση, που θα ήταν και η εφαρμοστέα κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη (ΑΠ 415/2017, 416/2017 και 417/2017 ό.π.π,). Τέλος, ως προς την  επικουρικά σωρευόμενη αγωγική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού,  αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη, αφού δεν γίνεται από τους ενάγοντες ούτε απλή επίκληση της ακυρότητας των επιδίκων συμβάσεων εργασίας τους, δεδομένου ότι, αν η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση εργασίας, πρέπει, για την πληρότητα της επικουρικής αυτής βάσης, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 2003.1261, ΑΠ 43/2017, 438/2017 και 1414/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με βάση όλα τα ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει: α) να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, η από 26-11-2007 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./27-11-2007) έφεση των εναγόντων ……… και β) να γίνει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, η από 12-12-2007 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …../14-12-2007) έφεση της εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΟΛΠ Α.Ε», κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της περί εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535§1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η από 22-6-2006 αγωγή, να απορριφθεί αυτή, στο σύνολό της, για τους προεκτεθέντες λόγους. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας καθώς ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων: α) την από 12-12-2007 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2007) έφεση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΟΛΠ Α.Ε» και β) την από 26-11-2007 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/2007) έφεση των ………….

Απορρίπτει κατ’ ουσία την από 26-11-2007 έφεση των ………..

Δέχεται κατ’ ουσία την από 12-12-2007 έφεση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΟΛΠ Α.Ε».

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 5540/2007 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 22-6-2006 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/2006) αγωγής.

Απορρίπτει την ως άνω αγωγή.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε την 1η Φεβρουαρίου 2018 και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  9  Μαρτίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ