Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 119/2018

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ   119/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη και Ελένη Σκριβάνου-Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την ένδικη από 3-5-2017 κλήση των καλούντων –εφεσίβλητων ατομικά και  ως καθολικών διαδόχων (κληρονόμων) της μητέρας τους αρχικής τρίτης ενάγουσας ………, που απεβίωσε στις 30-8-1990, οι οποίοι συνεχίζουν τη δίκη, νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση η κρινόμενη από 26-6-1989 και με αρ. έκθ. κατάθεσης …./1989 έφεση κατά της υπ’αρ. 322/1989 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το Ν.4335/23-7-2015, που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές και τα ένδικα μέσα που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016, όπως η ένδικη έφεση (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), έχει ασκηθεί νομότυπα (495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.1) και εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών (άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, η επίδοση της εκκαλουμένης έλαβε χώρα, όπως προκύπτει από την υπ’αρ. …./29-5-1989 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….., στις 29-5-1989 στον Υπουργό Οικονομικών ως επόπτη κοινωφελών σκοπών και ιδρυμάτων (προσθέτως παρεμβαίνοντος υπέρ του εναγομένου ΝΠΔΔ) και η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε από τον τελευταίο, νομίμως εκπροσωπούμενο, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, στις 27-6-1989, όπως προκύπτει από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας έκθεση κατάθεσης.

Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα όρια, που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 533 παρ.1,2, 522 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι κλήση προς συζήτηση της ένδικης έφεσης για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, έχει επιδοθεί νομίμως κι εμπροθέσμως στο καθ’ού η κλήση ΝΠΔΔ με την επωνυμία ΄΄ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ……΄΄- εναγομένου στην αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη, όπως προκύπτει από την υπ’ αρ ….. /15-5-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……….

Δεν τίθεται δε θέμα απαραδέκτου της ένδικης έφεσης, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι εφεσίβλητοι –ενάγοντες, για το λόγο ότι η έφεση του προσθέτως παρεμβαίνοντος Υπουργού Οικονομικών δεν στρέφεται κατά του ομοδίκου του –εναγομένου ως άνω ΝΠΔΔ, υπέρ του οποίου άσκησε την πρόσθετη παρέμβαση ,διότι αφενός μεν ο προσθέτως παρεμβάς στην πρωτόδικη δίκη έχει δικαίωμα αυτοτελούς άσκησης έφεσης, εφόσον ο διάδικος υπέρ του οποίου η παρέμβασή του, ηττήθηκε εν όλω ή εν μέρει, ανεξάρτητα αν ο τελευταίος άσκησε ή δεν άσκησε έφεση, αφετέρου δε δεν απαιτείται η από κάποιον από τους ομοδίκους ασκούμενη έφεση να απευθύνεται με ποινή απαραδέκτου και κατά των ιδίων αυτού ομοδίκων. (Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμ.ΚΠολΔ άρθρα 516 παρ.25, 517 παρ.15).

Κατά το άρθρο 507 ΑΚ, ο δωρητής ή ο κληρονόμος του έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος παραλείπει υπαίτια να εκτελέσει τον τρόπο, υπό τον οποίο αυτή (η δωρεά) έγινε. Ειδικότερα, το σχετικό δικαίωμα το έχει ο κληρονόμος εξ ιδίου δικαίου και δεν το κληρονομεί από το δωρητή, αν δε οι κληρονόμοι είναι περισσότεροι, καθένας από αυτούς μπορεί αυτοτελώς να προβεί σε ανάκληση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 509 του ιδίου κώδικα η ανάκληση της δωρεάς γίνεται με δήλωση προς το δωρεοδόχο. Αφού γίνει η ανάκληση, αποσβήνεται η υποχρέωση του δωρητή για παροχή, και αναζητείται η παροχή που εκπληρώθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, η ανάκληση δωρεάς, λόγω υπαίτιας μη εκτέλεσης του τρόπου, δεν γίνεται με δικαστική απόφαση μετά από άσκηση διαπλαστικής αγωγής του δωρητή, αλλά με μονομερή δήλωση του τελευταίου, η οποία είναι άτυπη, έστω και αν αφορά ακίνητο και επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της από την περιέλευσή της στο δωρεοδόχο. Μετά τη δήλωση αυτή ο δωρητής δικαιούται να αναζητήσει το δωρηθέν πράγμα, εγείροντας αγωγή με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ) και ειδικότερα λόγω λήξεως της αιτίας, για την οποία δόθηκε το πράγμα. Έτσι, αν το αντικείμενο της δωρεάς είναι ακίνητο και μεταβιβάστηκε στο δωρεοδόχο κατά κυριότητα, η αναμεταβίβαση της κυριότητας, μετά τη νόμιμη ανάκληση της δωρεάς, εφόσον αρνείται αυτήν ο δωρεοδόχος, επιτυγχάνεται με την καταδίκη του τελευταίου σε δήλωση βούλησης και μεταγραφή της σχετικής τελεσίδικης απόφασης και της δήλωσης του δωρητή ενώπιον συμβολαιογράφου για αποδοχή της απόφασης αυτής. Η αγωγή αυτή είναι προσωπική (ενοχική) και όχι εμπράγματη, στηρίζεται δε στην ενοχική υποχρέωση του δωρεοδόχου προς απόδοση του άνευ αιτίας κατεχομένου πράγματος μετά την ανάκληση της δωρεάς, μπορεί δε να σωρευτεί στο αυτό δικόγραφο, με την αγωγή που διώκει την, κατά τα προεκτεθέντα, καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως του εναγομένου δωρεοδόχου, με το σκοπό αναμεταβίβασης της κυριότητας του δωρηθέντος ακινήτου στο δωρητή (ΑΠ 840/1994 ΕλλΔνη 37.100, Εφ.Αθ. 6002/2009, Εφ.Πειρ. 5205/2007, Εφ.Λαρ. 361/2001, ΤΝΠ NOMOΣ). Τέλος, κατά το άρθρο 510 περ. β` AK η ανάκληση της δωρεάς αποκλείεται – μεταξύ άλλων – και αν πέρασε ένα έτος, αφότου ο δωρητής, έχοντας δικαίωμα να ανακαλέσει, πληροφορήθηκε το λόγο της ανάκλησης. Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, η τιθέμενη με αυτή ετήσια αποσβεστική προθεσμία προς ανάκληση της δωρεάς, η οποία εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, δεν αρχίζει, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν το λόγο της ανάκλησης, είναι εξακολουθητικά και φθάνουν μέχρι την πράξη ανάκλησης της δωρεάς, η οποία μπορεί να γίνει και με την άσκηση της αγωγής ανάκλησης, διότι στην περίπτωση αυτή τα ανωτέρω περιστατικά θεωρούνται και λαμβάνονται υπόψη ως ενιαίο σύνολο, οπότε η προθεσμία προς ανάκληση δεν αρχίζει, ωσότου ο δωρεοδόχος συνεχίζει να παραλείπει υπαιτίως την εκτέλεση του τρόπου (ΑΠ 1043/2000, ΤΝΠ NOMOΣ).

Οι ενάγοντες, με την από 13-7-1983 (και με αρ.καταθ. ……/1983) αγωγή τους, κατ΄ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, ζητούσαν, να αναγνωρισθεί η  ανάκληση της δωρεάς του περιγραφόμενου σε αυτήν ακινήτου, που έλαβε χώρα από τη δωρήτρια ……… προς τη δωρεοδόχο- εναγομένη ‘’ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ …. ….., δυνάμει του υπ’αρ. …./24-5-1975 δωρητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αίγινας ………., που μεταγράφηκε νόμιμα, λόγω υπαίτιας μη εκτέλεσης εκ μέρους της του τρόπου, υπό τον οποίο έλαβε χώρα η δωρεά, καθώς επίσης, να διαταχθεί, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, η απόδοση σε αυτούς, μετά την ανάκλησή της, του  ιδανικού μεριδίου του εν λόγω δωρηθέντος ακινήτου, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή.

Εξάλλου, το Ελληνικό Δημόσιο διά του Υπουργού Οικονομικών και ήδη καθ΄ού η κλήση – εκκαλούντος, άσκησε παραδεκτά με δήλωσή του ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις του, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της ως άνω Ιεράς Μητρόπολης.

Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αρ. 1978/1984 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη τόσο η αγωγή όσο και η πρόσθετη παρέμβαση και διατάχθηκε η  διενέργεια των αναφερόμενων σε αυτήν αποδείξεων, μετά τη διεξαγωγή των οποίων εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’αρ. 322/1989 απόφαση του ίδιου ως άνω δικαστηρίου (τακτική διαδικασία), αντιμωλία  των διαδίκων, που έκανε δεκτή την αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη κι απέρριψε την πρόσθετη παρέμβαση, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως παραπονείται ο  προσθέτως παρεμβαίνον Υπουργός Οικονομικών με την κρινόμενη έφεσή του για τους λόγους, που εκθέτει σ΄αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και  κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η αγωγή.

Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εμπεριέχονται στην έκθεση της Ειρηνοδίκη Αίγινας ,ως εντεταλμένης δικαστή καθώς και στην υπ’αρ. …../1988 έκθεση του Εισηγητή Δικαστή, εκτιμώμενων ανάλογα με το λόγο γνώσης και το μέτρο αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα, καθώς και όλων των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά  μέσα  είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

Η ………. δώρισε στο εναγόμενο ΝΠΔΔ με την επωνυμία ΄΄ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ …. ΄΄, δυνάμει του υπ΄αρ. …./24-5-1975 δωρητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αίγινας ……., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αίγινας στον τόμο … με αρ…., το ακίνητο, που περιγράφεται σε αυτό, ήτοι έναν αγρό εκτάσεως τεσσάρων (4) περίπου στρεμμάτων, εντός του οποίου υπήρχαν τριάντα δύο (32) ελαιόδεντρα και τρία (3) αμυγδαλόδεντρα και λοιπά δέντρα, ευρισκόμενο στη θέση ΄΄….΄΄ της περιφέρειας ……. του Δήμου Αίγινας ,ο οποίος συνορεύει, με βάση το ως άνω συμβόλαιο, ανατολικά επί πλευράς 121 μ. με κληρονόμους …. και ……., δυτικά επί πλευράς 101,20 μ. με …….., βόρεια επί πλευράς 49,70 μ., με ……..και επί προσώπου 2 μ. με οδό και νότια επί πλευράς 30 μ. με κληρονόμους ….. Στο ως άνω δωρητήριο συμβόλαιο τέθηκε ως όρος της δωρεάς, η ανέγερση εντός του δωρηθέντος ακινήτου εκ μέρους της ΄΄ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ΄΄ και με δαπάνες της σε σύντομο χρονικό διάστημα κοινωφελούς φιλανθρωπικού ιδρύματος που θα λάβει την ονομασία ΄΄ …. Φιλανθρωπικόν Ίδρυμα ‘’.

Περί τους 20 μήνες μετά την ως άνω δωρεά, η ………, η …….. (αρχικά τρίτη ενάγουσα) και ο ……, άσκησαν την από 18-1-1977 αγωγή τους κατά της ΄΄ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ….΄΄. Με την υπ΄αρ. 1689/1979 (οριστική) απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (κι αφού είχε προηγηθεί η έκδοση της υπ’ αρ. 1738/1978 μη οριστικής απόφασης αυτού), αναγνωρίστηκε τελεσιδίκως ότι οι ως άνω ενάγοντες είναι συγκύριοι του εν λόγω δωρηθέντος αγρού σε ποσοστό 1/24 εξ αδιαιρέτου κάθε μία από τις δύο πρώτες εξ αυτών και 1/21 εξ αδιαιρέτου ο τρίτος.

Το δε Ελληνικό δημόσιο, που είχε ασκήσει την από 12-6-1979 έφεση ως προσθέτως παρεμβαίνον στην ως άνω δίκη, παραιτήθηκε από αυτήν δυνάμει της από 14-4-1981 δήλωσής του, οπότε έληξε και η δικαστική αυτή διαμάχη και απέμεινε στην (δωρεοδόχο) ΄΄ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ….. ποσοστό συγκυριότητας επί του επίμαχου ακινήτου 438/504 εξ αδιαιρέτου.

Περαιτέρω, προέκυψε ότι το εναγόμενο ως άνω ΝΠΔΔ ΄΄ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ …..  παρέλειψε υπαίτια να προβεί στην εκτέλεση του ως άνω όρου της δωρεάς του εν λόγω ακινήτου και συγκεκριμένα από τη χρονική στιγμή της δωρεάς και μετά οι μόνες εμφανείς, τουλάχιστον, ενέργειες, στις οποίες προέβη για την πλήρωση του όρου, που είχε τεθεί στο ως άνω δωρητήριο συμβόλαιο,  ήτοι την ανέγερση εντός του δωρηθέντος ακινήτου κοινωφελούς φιλανθρωπικού ιδρύματος που θα λάβει την ονομασία ΄΄…… Φιλανθρωπικόν Ίδρυμα‘’ (στο οποίο θα στεγάζονταν παιδικές κατασκηνώσεις), είναι η ανάθεση σε τοπογράφο –μηχανικό αποτύπωσης του χώρου και σύνταξης σχετικού διαγράμματος και η εντελώς συμβολική θεμελίωση αυτού με τη διενέργεια αγιασμού από το Μητροπολίτη και την τοποθέτηση μιας ΄΄θεμελίου λίθου΄΄. Τα παραπάνω, ότι δηλ. μόνο αυτές οι ενέργειες έγιναν επί του εν λόγω ακινήτου, χωρίς να πραγματοποιηθεί καμία άλλη εργασία επ΄αυτού, επιβεβαιώνονται κι από τις καταθέσεις των μαρτύρων του ίδιου του εναγομένου(που εμπεριέχονται στην ως άνω έκθεση του εισηγητή δικαστή), …….., γραμματέα στην Μητρόπολη κατά το κρίσιμο διάστημα και ………., ιερέα στην ίδια Μητρόπολη κατά το διάστημα αυτό, ο οποίος μάλιστα αναφέρει χαρακτηριστικά ΄΄(…) όταν λέω θεμελίωση του έργου εννοώ αγιασμό και μια πέτρα, την οποία τοποθετούμε συμβολικά, ούτε θεμέλια είχαν ανοιχτεί ούτε καμία άλλη οικοδομική εργασία είχε γίνει΄΄. Οι ως άνω βέβαια μάρτυρες, προσπαθώντας να στηρίξουν τον ισχυρισμό του εναγομένου και του προσθέτως παρεμβαίνοντος και ήδη εκκαλούντος Υπουργού Οικονομικών, περί ελλείψεως υπαιτιότητας της Μητρόπολης ως προς την μη εκτέλεση του εν λόγω έργου, υποστήριξαν ότι δεν προχώρησαν οι εργασίες για την ανέγερση αυτού, καθώς ενόψει του δικαστικού αγώνα και της διαμέσου αυτού (μερικής) διεκδίκησης του ακινήτου, κατά τα προαναφερθέντα, δεν ήταν δυνατόν, εκκρεμούσης της αμφισβήτησης αυτής, να προχωρήσει στην ανέγερση του ιδρύματος. Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, δεν κρίνεται πειστικός, διότι, από το χρόνο σύνταξης του δωρητηρίου συμβολαίου έως την άσκηση της προαναφερθείσας αγωγής, με την οποία ξεκίνησε η δικαστική διαμάχη, που έληξε, όπως προεκτέθηκε, το έτος 1981, παρήλθε, όπως, επίσης, προαναφέρθηκε και όπως ορθώς επισημαίνεται στην εκκαλουμένη απόφαση, διάστημα περίπου 20 μηνών, μέσα στο οποίο θα μπορούσε, ως όφειλε, με βάση τα αναφερθέντα στο ως άνω δωρητήριο συμβόλαιο, να προβεί το εναγόμενο ΝΠΔΔ σε κάποια περαιτέρω, πέραν του αγιασμού, κίνηση για την ανέγερση του ιδρύματος, έστω με την ανάθεση εκπόνησης της σχετικής μελέτης σε μηχανικό, πράγμα το οποίο δεν συνέβη, δεδομένου μάλιστα ότι ο όρος προέβλεπε και τη ΄΄σε σύντομο χρονικό διάστημα΄΄ ανέγερση του εν λόγω ιδρύματος, λαμβανομένης υπόψη και της μεγάλης ηλικίας της δωρήτριας, (γεννηθείσης το 1894) η οποία επιθυμούσε να δει το έργο  αποπερατωμένο. Το διάστημα αυτό (των 20 μηνών), δεν θεωρήθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως ‘’προθεσμία εκπλήρωσης του τρόπου’’, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο εκκαλών στην ένδικη έφεσή του, αλλά αιτιολογείται στην εκκαλουμένη, με την επίκλησή του, μεταξύ άλλων, η υπαιτιότητα του εναγομένου ως προς τη μη δραστηριοποίησή του για την πλήρωση του τρόπου αυτού. ΄Αλλωστε και διαρκούσης της ως άνω δικαστικής διαμάχης, η δωρήτρια συνέχιζε να έρχεται σε επαφή με φορείς της Μητρόπολης και να οχλεί για την εκτέλεση του τρόπου, όπως θα αναφερθεί αναλυτικότερα παρακάτω.

Όσον αφορά δε στον ισχυρισμό του εκκαλούντος -προσθέτως παρεμβαίνοντος ,που επαναφέρεται με την ένδικη έφεσή του (δεύτερο και τρίτο λόγο αυτής),ότι το εναγόμενο είχε δικαίωμα να αρνηθεί να εκτελέσει τον ως άνω τρόπο ,καθώς η αξία του δωρηθέντος ήταν πολύ μικρότερη από τις δαπάνες, που απαιτούνταν για την εκτέλεσή του, κατ΄ άρθρο 504 ΑΚ, τον οποίο, όπως υποστηρίζεται στην έφεση, μη ορθώς απέρριψε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά παράβαση του ως άνω άρθρου, έχουν να αναφερθούν τα εξής. Κρίσιμος χρόνος για το συσχετισμό της αξίας του δωρηθέντος ακινήτου και των δαπανών, που απαιτούνται για την ανέγερση του έργου, είναι ο αυτός που έπρεπε να εκτελεστεί το έργο, ήτοι το αργότερο έως τον Οκτώβριο του 1982. Εντούτοις η αξία του δωρηθέντος ακινήτου (που προσδιορίζεται από τους ενάγοντες κατά το χρόνο της άσκησης της ένδικης αγωγής σε 650.000 δρχ), αλλά και το ύψος των δαπανών για την ανέγερση του έργου, προσδιορίζονται από τους μάρτυρες του εναγομένου σε ΄΄σημερινές τιμές’’, ήτοι κατά το χρόνο που λαμβάνονται οι καταθέσεις τους (1988), όπως ορθά αναφέρεται στην εκκαλουμένη. Πέραν τούτου, όπως καταθέτει η μάρτυρας των εναγόντων ………, που έχει ιδίαν αντίληψη όσων αναφέρει, τόσο η …… όσο και η ΄………, οι οποίες ήταν κάποια από τα πρόσωπα που μεσολάβησαν για λογαριασμό της Μητρόπολης στη δωρήτρια, για να την πείσουν να προβεί στην δωρεά αυτή, λίγο πριν τη σύνταξη του δωρητηρίου συμβολαίου (και συγκεκριμένα η τελευταία με την από 27-4-1975 επιστολή της), διαβεβαίωναν τη δωρήτρια ……… ότι όλες οι δαπάνες, που θα χρειαστούν για την ανέγερση του εν λόγω ιδρύματος, θα καλυφθούν από την Μητρόπολη, ότι υπάρχουν τα χρήματα αυτά κι οι εργασίες θα αρχίσουν αμέσως, πράγμα που έλαβε υπόψη της η δωρήτρια, για να προβεί τελικά στην ως άνω δωρεά. Η διαβεβαίωση αυτή επαναλαμβάνεται και μετά τη σύνταξη του συμβολαίου της δωρεάς τόσο προφορικά όσο και με άλλες επιστολές εκ μέρους της Μητρόπολης. Λίγους μήνες δε μετά τη δωρεά, στην από 7-10-1975 επιστολή της ίδιας ως άνω …………, αναφέρεται ότι υπάρχουν χρήματα για την κατασκευή του και ότι το έργο θα ξεκινήσει την ΄Ανοιξη. Η δωρήτρια, μάλιστα, συνέχιζε, έκτοτε, κατά καιρούς να οχλεί το εναγόμενο, δια μέσου των αντιπροσώπων αυτού, όπως καταθέτει η ως άνω μάρτυρας, αδερφή της τρίτης αρχικής ενάγουσας, έως το Σεπτέμβριο του 1982 ,που η δωρήτρια τον όχλησε για τελευταία φορά, να προβεί στην εκπλήρωση του τρόπου, τηλεφωνώντας στον ίδιο τον τότε Μητροπολίτη ……. Πείσθηκε δε τότε (η δωρήτρια) ότι το εναγόμενο δεν έχει σκοπό να εκτελέσει τον όρο και αποφάσισε να προβεί στην ανάκληση της δωρεάς.

Κατόπιν τούτων, η παραπάνω δωρήτρια προέβη σε δήλωση ανάκλησης της εν λόγω δωρεάς, συνταχθείσης σχετικά της υπ’ αρ. …/27-10-1982 πράξης της συμβολαιογράφου Αίγινα … ……, στην οποία αναφέρεται ότι προσκαλεί το εναγόμενο να παραστεί, στις 4-11-1982, ενώπιον της ίδιας συμβολαιογράφου, για να συνταχθεί το σχετικό συμβόλαιο ανάκλησης της δωρεάς, αντίγραφο της οποίας επιδόθηκε στο εναγόμενο, όπως προκύπτει από την υπ’αρ. …./2-11-1982 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή ………, αλλά το τελευταίο δεν προσήλθε, οπότε η δωρήτρια προέβη στην σύνταξη της υπ’ αρ. …./4-11-1982 πράξης εμφάνισης ενώπιον της ως άνω συμβολαιογράφου, ενώ επίσης με την από 27-10-1082 μυστική διαθήκη της, που κατατέθηκε στην ίδια συμβολαιογράφο, αφού συντάχθηκε η υπ’αρ. …./ 27-12-1982 πράξη κατάθεσης, και δημοσιεύθηκε με το υπ΄αρ. …/4-3-1983 πρακτικό του Ειρηνοδικείου Αίγινας, εγκατέστησε κληρονόμους της επί του εν λόγω δωρηθέντος ακινήτου, τους ενάγοντες και ειδικότερα στην ψιλή κυριότητα αυτού τους δύο πρώτους και στην επικαρπία ,την τρίτη εξ αυτών (ήδη θανούσα, κατά τα προαναφερθέντα). Όταν απεβίωσε δε η ως άνω διαθέτης, στις 27-1-1983, οι ενάγοντες αποδέχθηκαν την παραπάνω κληρονομία με την υπ’αρ…../4-5-1983 δήλωση αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Καλαυρίας …….., η οποία μεταγράφηκε νόμιμα.

Ο εκκαλών υποστηρίζει με την ένδικη έφεσή του (με τον πρώτο λόγο αυτής), ότι η ανάκληση της εν λόγω δωρεάς δεν είναι ισχυρή, διότι έλαβε χώρα μετά την εκπνοή της ενιαύσιας προθεσμίας που θέτει το άρθρο 510 ΑΚ, γεγονός που κακώς δεν έλαβε υπόψη του το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Όμως κι ο λόγος αυτός της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, η προθεσμία αυτή δεν αρχίζει, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το λόγο της ανάκλησης είναι εξακολουθητικά και φθάνουν μέχρι την πράξη ανάκλησης της δωρεάς, όπως συνέβη και εν προκειμένω, οπότε η προθεσμία προς ανάκληση δεν αρχίζει, ωσότου ο δωρεοδόχος συνεχίζει να παραλείπει υπαιτίως την εκτέλεση του τρόπου, όπως έπραξε και στην ένδικη περίπτωση το εναγόμενο, κατά τα αναλυτικά ανωτέρω αναφερθέντα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω, συνέτρεχε νόμιμος λόγος ανάκλησης της εν λόγω δωρεάς  και κατόπιν αυτής η απόδοση στους ενάγοντες εκ μέρους της εναγομένης του ως άνω ιδανικού μεριδίου του δωρηθέντος ακινήτου.

Κατόπιν τούτων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που  με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις ,αντίθετα με όσα ισχυρίζεται ο εκκαλών: ΄΄περί εκτιμητικών σφαλμάτων αυτής΄΄, στον τέταρτο και τελευταίο λόγο της κρινόμενης έφεσης, ο οποίος, πέραν της αοριστίας του, καθώς δεν αναφέρει  ποια είναι αυτά τα σφάλματα, σε κάθε περίπτωση, είναι απορριπτέος, κατά τα εκτενώς προαναφερθέντα, ως αβάσιμος.

Πρέπει, συνεπώς, η κρινόμενη έφεση ν΄ απορριφθεί στο σύνολό της, κατ΄ ουσίαν. Η δε δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθεί μεν εις βάρος του εκκαλούντος Υπουργού Οικονομικών (άρθρα 176,183 ΚΠολΔ), αλλά μειωμένη, όμως, κατ’ άρθρον 22 παρ.1 Ν.3693/1957, όπως ισχύει σήμερα, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό  της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.

Επιβάλλει εις βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων, την οποία ορίζει, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, σε  τριακόσια  (300)  ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε σε μυστική διάσκεψη στον Πειραιά, στις 11 Ιανουαρίου 2018 και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά  στις  15 Φεβρουαρίου  2018, απόντων των διαδίκων  και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 Η ΠPOEΔPOΣ                                                Η ΓPAMMATEAΣ