Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 152/2018

Αριθμός     152/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη, από 4.10.2016, (υπ΄αριθ. κατάθ. ……/4.10.2016) έφεση της ηττηθείσας πρωτοδίκως εναγομένης κατά της υπ΄αριθ. 1609/11.7.2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δίκασε κατά την ειδική διαδικασία μισθωτικών διαφορών την υπ΄αριθ. κατάθ. …/20.1.2015 αγωγή της ενάγουσας εταιρίας με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «……» κατά της εναγομένης εταιρίας με την επωνυμία «……….», οι οποίες εδρεύουν στο Μαρκόπουλο και στον Ασπρόπυργο Αττικής, αντίστοιχα, και εκπροσωπούνται νόμιμα,  έκανε δεκτή την αγωγή  και υποχρέωσε την εναγομένη εταιρία να αποδώσει στην ενάγουσα τα αναφερόμενα σ΄αυτήν μίσθια κινητά και να της καταβάλει το ποσό των 34.132,5 €, με το νόμιμο τόκο, καθώς και τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, (518 παρ. 1 ΚΠολΔ) ήτοι εντός μηνός από την επίδοση της εκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις 30.9.2016,  όπως προκύπτει από την υπ΄αριθ. ….  έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Αθηνών …….., σε συνδυασμό με την ως άνω έκθεση κατάθεσης έφεσης του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Πρέπει συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της καταβλήθηκε το προσήκον παράβολο έφεσης, (βλ. ……../2016 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ………../2016 παράβολα Δημοσίου), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495  παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά ο χρόνο άσκησης της έφεσης μετά την τροποποίησή του από το άρθρο τρίτο άρθρο 1 ν. 4335/2015, με έναρξη ισχύος από 1.1.2016.

Mε την από 19.1.2015, (υπ΄αριθ. κατάθ. …/20.1.2015) αγωγή της η ενάγουσα εταιρία, εξέθετε τα ακόλουθα : Ότι έχει σαν αντικείμενο δραστηριότητας την πραγματοποίηση γενικών μεταφορών, την παροχή υπηρεσιών logistics και την αντιπροσώπευση ημεδαπών και αλλοδαπών οίκων. Ότι η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη, έχει σαν αντικείμενο δραστηριότητας τις αποθηκεύσεις, εκτελωνισμούς και ασφάλειες εμπορευμάτων και προϊόντων. Ότι το Μάιο του έτους 2012 κατήρτισαν το από 19.3.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό παροχής υπηρεσιών αποθήκης με το οποίο η εναγομένη ανέλαβε την αποθήκευση εμπορευμάτων για λογαριασμό της ενάγουσας και σχετικές υποστηρικτικές εργασίες που της ανέθεσε η ενάγουσα. Ότι ταυτόχρονα, με το  ίδιο συμφωνητικό η ενάγουσα εξεμίσθωσε στην εναγομένη από 1.4.2012 τα αναφερόμενα στην αγωγή δύο ανυψωτικά μηχανήματα και τρία ηλεκτρικά παλετοφόρα, με μίσθωμα 615 € μηνιαίως για το πρώτο και 1.660,5 € για το δεύτερο και τα τρία παλετοφόρα. Ότι η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε έως τις 31.7.2015 και 31.8.2015, αντίστοιχα, με τη συμφωνία ότι μετά τη λήξη της η κυριότητα των μισθίων θα περιέρχεται στην εναγομένη, ενώ για τα μισθώματα η ενάγουσα θα παραδίδει τα αντίστοιχα φορολογικά στοιχεία τα οποία η τελευταία θα εξοφλεί εντός 5 ημερών από τη λήψη τους.  Ότι αν και η εναγομένη παρέλαβε στην κατοχή της, ενέκρινε και έκανε χρήση των μηχανημάτων αυτών μέχρι και το μήνα Σεπτέμβριο 2015, έκτοτε, δεν παρέλαβε τα μηνιαία τιμολόγια για τα μισθώματα και αρνήθηκε να τα εξοφλήσει από δυστροπία, παρά τις επαναλαμβανόμενες οχλήσεις της ενάγουσας. Ότι έτσι, η εναγομένη της οφείλει το ποσό των 9.225 € για το πρώτο μηχάνημα και το ποσό των 24.907,5 € για τα υπόλοιπα, που αντιστοιχούν στα συμφωνημένα ως άνω μισθώματα από το μήνα Οκτώβριο 2013 έως και Δεκέμβριο 2014. Με βάση τα ανωτέρω ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της αποδώσει τη χρήση των προαναφερθέντων μισθίων μηχανημάτων και να της καταβάλει συνολικά το ποσό των 34.132,5 € και δη νομιμοτόκως από τότε που κάθε μίσθωμα κατέστη απαιτητό κατά την κύρια βάση της αγωγής λόγω της δυστροπίας στην καταβολή των μισθωμάτων, κατά δε την επικουρική λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού και δη νομιμοτόκως από την επομένη που κάθε μίσθωμα κατέστη απαιτητό, άλλως δε από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε την αγωγή κατά την επικουρική βάση (κατά την οποία η υπόθεση δεν μεταβιβάζεται στο παρόν Δικαστήριο), έκανε δεκτή την αγωγή κατά την κύρια βάση της και υποχρέωσε την εναγομένη να αποδώσει τη χρήση των μισθίων στην ενάγουσα και να καταβάλει στην τελευταία το ποσό των 34.132,5 €, της επέβαλε δε και τη δικαστική δαπάνη από 680 €. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί όπως, αφού  εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απορριφθεί η αγωγή και καταδικαστεί η ενάγουσα στη δικαστική της δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574 και 575 ΑΚ, σαφώς προκύπτει ότι με τη σύμβαση μίσθωσης ο εκμισθωτής υποχρεούται να παραχωρήσει στο μισθωτή το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση και να διατηρεί τούτο κατάλληλο για τη χρήση αυτή καθ’ όλη τη διάρκεια της μίσθωσης. Στο πλαίσιο της τελευταίας αυτής υποχρέωσης του εκμισθωτή, η οποία είναι σύμφωνη και με τη φύση της μισθωτικής σύμβασης ως διαρκούς, σε συνδυασμό και με την από το άρθρο 288, σε συνδυασμό με τα άρθρα 200 και 281 ΑΚ, απορρέουσα, εφαρμοζόμενη δε και επί της σύμβασης μίσθωσης, αρχή της καλόπιστης εκπληρώσεως της παροχής, εκτός από τις σχετικές με την εκπλήρωση αυτής πρόσθετες υποχρεώσεις που ανέλαβε με όρους της συμβάσεως μισθώσεως, ο εκμισθωτής είναι υποχρεωμένος αφενός μεν να παραλείπει την ενέργεια κάθε πράξης που δύναται αμέσως ή εμμέσως να επηρεάζει τη χρήση του μισθίου από το μισθωτή και να επιφέρει ζημία σε αυτόν (η λεγόμενη «υποχρέωση προστασίας»), αφετέρου δε να ενεργεί οτιδήποτε είναι αναγκαίο για την από τον ίδιο ανεμπόδιστη χρήση του μισθίου. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 585 του ΑΚ παρέχεται στο μισθωτή δικαίωμα καταγγελίας της μισθωτικής σχέσης για κάθε περίπτωση μη παραχώρησης, παρεμπόδισης ή αφαίρεσης της συμφωνημένης χρήσης του μισθίου, προκειμένου να επιφέρει τη λύση της για το μέλλον και να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής μισθωμάτων για τον μετά την καταγγελία χρόνο. Έτσι, για κάθε είδους αθέτηση της κύριας υποχρέωσης του εκμισθωτή να παραδώσει στο μισθωτή τη συμφωνημένη χρήση και να διατηρήσει το πράγμα κατάλληλο στη διάρκεια της μίσθωσης, ο μισθωτής δικαιούται να ασκήσει την καταγγελία της σύμβασης με δήλωση που απευθύνεται στον εκμισθωτή, από την περιέλευση της οποίας και επέρχεται το αποτέλεσμα της (ΑΚ 167 σε συνδ. με 585), δηλαδή η λύση της μίσθωσης και δεν απαιτείται υπαιτιότητα του εκμισθωτή (ΑΠ 48/2000 ΕλλΔνη 2000. 749). Προηγουμένως, κατά ρητή απαίτηση της άνω διάταξης (άρθρο 585 ΑΚ), πρέπει ο μισθωτής να τάξει στον εκμισθωτή εύλογη προθεσμία για να αποκαταστήσει τη χρήση και αυτή να παρέλθει άπρακτη, εκτός αν, εξαιτίας του λόγου της καταγγελίας, ο μισθωτής δεν έχει συμφέρον να εκτελέσει τη σύμβαση. Επομένως, στην περίπτωση που ο μισθωτής ενάγεται από τον εκμισθωτή για την καταβολή του μισθώματος, για να απαλλαγεί της υποχρέωσής του αυτής, αρκεί κατ’ ένσταση να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι από λόγους που δεν αφορούν στο πρόσωπό του παρεμποδίζεται η ελεύθερη και ανενόχλητη χρήση του μισθίου σε τέτοιο βαθμό, ώστε το, από τη σύμβαση της μίσθωσης, προς χρήση δικαίωμά του, είναι πλέον χωρίς περιεχόμενο, με αποτέλεσμα να μην οφείλεται μίσθωμα. Εάν ο μισθωτής έχει καταγγείλει γι` αυτόν το λόγο τη μίσθωση, επέρχεται, κατά τα ανωτέρω, άρση της μισθωτικής σχέσης και δεν οφείλει μισθώματα, ο αντίστοιχος δε ισχυρισμός του αποτελεί ένσταση στην αξίωση του εκμισθωτή για καταβολή μισθωμάτων (ΑΠ 1516/2011 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6114/2003 ΕλλΔνη 2004.584, ΕφΑθ 5566/2001 ΕΔΠολ 2002.189, ΕφΘεσ 16/2012 ΕλλΔνη 2012.1383). Εάν δε η αφαίρεση ή η παρακώλυση της χρήσης του μισθίου είναι μερική, δικαιολογείται μόνο μερική και όχι ολική άρση της υποχρέωσης καταβολής μισθώματος. Το σχετικό δικαίωμα του μισθωτή μπορεί να προβληθεί και κατ΄ένσταση, (Παπαδάκης, Αγωγές Απόδοσης Μισθίου, 1990, σελ. 320, παρ. 907).Εξάλλου, κατά την έννοια των διατά­ξεων των άρθρων 440 και 441 ΑΚ, το δι­απλαστικό δικαίωμα της προτάσεως συμ­ψηφισμού δημιουργείται από τότε που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συ­νυπάρξουν. Από το χρονικό αυτό σημείο, παρέχεται κατά νόμο η δυνατότητα αφε­νός στο δικαιούχο της (αντ)απαιτήσεως να αποσβέσει μονομερώς την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαί­τησή του σε συμψηφισμό, αφετέρου στους δανειστές και οφειλέτες να προβούν σε συμβατικό συμψηφισμό (συμβιβασμό). Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει από­σβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων αναδρο­μικά, δηλαδή από τότε που συνυπήρξαν. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 221 § 2 ΚΠολΔ η πρόταση της ένστασης συμψηφισμού δημιουργεί εκκρεμοδικία. Έτσι αν έχει προηγηθεί αγωγή κ.λπ. και ακολουθήσει η σχετική ένσταση συμψηφισμού σε οποιοδήποτε δικαστήριο θα ανασταλεί αυτεπάγγελτα η εκδίκαση της μεταγενέστερης αίτησης μέχρι περατώσεως της πρώτης δίκης (πρβλ. ΚΠολΔ 222 §§ 1 και 2 Πολυζωγόπουλος, στην ΕρμΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 442 αριθ. 21). Η εκκρεμοδικία έχει σαν συνέπεια όχι την απόρριψη αλλά την αναστολή της εκδίκασης, έως ότου περατωθεί η πρώτη δίκη, της νέας αγωγής, ανταγωγής, κύριας παρέμβασης ή ένστασης συμψηφισμού, διατάσσεται δε όχι μόνο μετά από ένσταση αλλά και αυτεπάγγελτα γιατί η διάταξη του άρθρου 222 ΚΠολΔ έχει τεθεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος (Π. Κωστάκου – Γ. Νικολοπούλου, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 1993, αριθ. 3.0.), (ΕφΛαμ 32/2000 Δικογραφία 2013.304).Το αποσβεστικό κατά της απαίτησης αποτέλεσμα επέρχεται με την αποδοχή της ένστασης δυνάμει της δικαστικής απόφασης, (Μπαλής, Ενοχικό Δίκαιο, έκδ. Γ΄, παρ. 140, σημ. 3, σελ. 448). Επίσης, από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυ­ασμό με εκείνες των άρθρων 262 §1 και 222 §2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένη η ένσταση συμψηφισμού, όπως και κάθε ένσταση, πρέπει να γίνεται αναφορά με τρόπο σαφή και ορισμένο των περιστατικών που θεμε­λιώνουν κατά νόμο την προβλεπόμενη σε συμψηφισμό ληξιπρόθεσμη και ομοειδή ανταπαίτησή του κατά του δανειστή, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα αναπλήρωσης και κατ` ακολουθία θεραπείας της για το λόγο αυτόν αοριστίας της ένστασης με αναφορά σε άλλα έγγραφα, που αναφέρονται τα πε­ριστατικά αυτά, με ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή των όσων ισχύουν για το ορισμένο της αγωγής (βλ. ΑΠ 7/1976 ΝοΒ 24. 537, ΕφΘεσ 3396/1987 Αρμ 43. 36, Β. Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ τόμος 1ος σελ. 613), ώστε ο ενάγων να μπορεί ν΄αμυνθεί αποτελεσματικά. Ειδικότερα, για να είναι ορισμένη η ένσταση συμψηφισμού, πρέπει να διαλαμβάνεται σαφής έκθεση των δικαιοπαραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων, ήτοι πρέπει να αναφέρεται: α) περιγραφή, χρόνος γέννησης και το ποσό των αμοιβαίων απαιτήσεων που προτείνονται σε συμβιβασμό (ΑΠ 793/2005 Δνη 49. 205), β) ότι οι απαιτήσεις είναι ομοειδείς (ΑΠ 386/1978 ΝοΒ 27. 174), γ) ότι οι απαιτήσεις είναι υποστατές και έγκυρες (ΑΠ 181/1995 Δνη 1996. 1344) και δ) ότι οι αξιώσεις είναι ληξιπρόθεσμες και αγώ­γιμες (Κατράς Αγωγές και ενστάσεις ΑΚ 2008 §159 σελ. 1170). Ειδάλλως, ήτοι εφό­σον δεν εξειδικεύονται τα παραγωγικά της ανταπαιτήσεως πραγματικά περιστατικά ή δεν καθορίζονται επακριβώς τα επιμέρους χρηματικά κονδύλια που απαρτίζουν την ανταπαίτησή κατά του δανειστή, ώστε να καταστεί εφικτό στον ενάγοντα να απαντή­σει σ’ αυτή, στο δε Δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο σχετικός ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αόριστος (βλ. και ΑΠ 7/1976 ΝοΒ 24. 537, ΑΠ 789/1975 ΝοΒ 24. 755, ΕφΛαρ 390/2014, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2016/422, ΕφΠειρ 511/2013, ΝΟΜΟΣ).

Τέλος, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε για πολύ χρόνο, με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε ουσιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει ν` αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του (ΟλΑΠ 16/2006 ΕλλΔνη 2006.1330, ΑΠ 16/2010 ΝοΒ 2010.2005, ΑΠ 1432/2010 ΕλλΔνη 2011.492, ΑΠ 2009/2009 ΕλλΔνη 2011.750).

Από την εκτίμηση των καταθέσεων του μάρτυρα απόδειξης και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται και χρησιμοποιούνται είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και των υπ΄αριθ. …. και …. από 24.4.2015 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων της εναγομένης ……. και ……., αντίστοιχα, που συνέταξε η συμβολαιογράφος Πειραιώς ……. μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας, όπως προκύπτει από την υπ΄ αριθ. …../20.4.2015 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Αθηνών ……, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία, ήδη υπό εκκαθάριση, (βλ. υπ΄αριθ. πρωτ. …../15 από 25.4.2016 ανακοίνωση του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών), έχει αντικείμενο δραστηριότητας την πραγματοποίηση γενικών μεταφορών πάσης φύσεως αντικειμένων και εμπορευμάτων σε εθνική και διεθνή κλίμακα, την παροχή υπηρεσιών logistics και την αντιπροσώπευση οίκων ομοειδούς αντικειμένου. Η εναγομένη δραστηριοποιείται από το 2004 στον τομέα των logistics (αποθήκευση, φύλαξη και διακίνηση εμπορευμάτων τρίτων), διατηρώντας εγκαταστάσεις, αποθήκες και γραφεία διοικητικών υπηρεσιών στον Ασπρόπυργο Αττικής. Μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκε, στα γραφεία της εναγομένης στον Ασπρόπυργο Αττικής, στις 19.3.2012, σύμβαση μίσθωσης κινητών μηχανημάτων, δυνάμει της οποίας η ενάγουσα εκμίσθωσε στην εναγομένη ένα ανυψωτικό μηχάνημα …..028FDF30, ένα ανυψωτικό μηχάνημα …. 7FBEF16 και τρία παλετοφόρα  μηχανήματα. Το μηνιαίο μίσθωμα ορίστηκε στο ποσό των 500 € πλέον ΦΠΑ για το πρώτο μηχάνημα και  στο ποσό των 1.350 € πλέον ΦΠΑ για το δεύτερο μηχάνημα και το λοιπό εξοπλισμό, δηλαδή στο ποσό των 615 € και 1.660,5 €, αντίστοιχα, μηνιαίως. Για τα μισθώματα συμφωνήθηκε ότι η ενάγουσα θα εκδίδει μηνιαίως και θα παραδίδει στην εναγομένη τα προβλεπόμενα τιμολόγια και φορολογικά στοιχεία, τα οποία η εναγομένη θα εξοφλεί εντός 5 ημερών από τη λήψη τους. Τα ανωτέρω μηχανήματα η ενάγουσα είχε μισθώσει με σύμβαση leasing από την εταιρία . ……… με λήξη της διάρκειας των μισθώσεων στις 31.7.2015 και 31.8.2015, αντίστοιχα, ενώ συμφωνήθηκε με την εναγομένη ότι μετά τη λήξη της μίσθωσης, η κυριότητά τους θα περιερχόταν σ΄αυτήν. Η ανωτέρω σύμβαση μίσθωσης περιλήφθηκε στο Β Προσάρτημα της με ίδια ημερομηνία σύμβασης παροχής υπηρεσιών αποθήκης που κατήρτισαν οι διάδικοι, δυνάμει της οποίας η εναγομένη ανέλαβε να παρέχει υπηρεσίες αποθήκευσης εμπορευμάτων και σχετικών υποστηρικτικών εργασιών στην ενάγουσα, έναντι αμοιβών που αναλύονται στο Α προσάρτημα της σύμβασης και καθορίζονται με διαφορετικές τιμές ανά εργασία για εισαγωγή – εξαγωγή θαλάσσιων και οδικών  φορτίων, παλετοποίηση, stretchfilm, ετικετοποίηση και επιπλέον απαραίτητων εργασιών, με εξειδίκευση για παραλαβή και οδική μεταφορά  από το λιμάνι του Πειραιά έως τη ράμπα της εταιρίας στον Ασπρόπυργο, πληρωμή φόρων και τελών, εκτελωνισμό, εκκένωση εμπορευματοκιβωτίου, αποθήκευση για 5 ημέρες, ασφάλιση, διαχωρισμό αποστολών, ενημέρωση WMS, έκδοση παραστατικών, φόρτωση, διαφορετική χρέωση για επιπλέον διάρκεια αποθήκευσης, πλήρωση φορτηγών, κλπ. Από τα ανωτέρω καθίσταται προφανές, ότι οι αμοιβές δεν είναι σταθερές αλλά διαφέρουν ανάλογα με την εργασία, τον όγκο των εμπορευμάτων και τον απαιτούμενο, για κάθε εργασία, χρόνο, ενώ η υποχρέωση της ενάγουσας να καταβάλει τις συμφωνημένες αμοιβές συναρτάται με την έκδοση από την εναγομένη αντίστοιχων φορολογικών παραστατικών, τα οποία θα απέστελλε η εναγομένη εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός και η ενάγουσα όφειλε να εξοφλεί εντός 45 ημερών από τη λήψη τους, (όρος 9 της σύμβασης). Περαιτέρω, η εναγομένη – μισθώτρια κατέβαλε κανονικά το μίσθωμα των ανωτέρω μηχανημάτων μέχρι και το μήνα Σεπτέμβριο 2013, δηλαδή μετά από έκδοση και παράδοση σε αυτήν από την ενάγουσα του αντίστοιχου τιμολογίου, όπως είχε συμφωνηθεί και περιγράφεται στην ανωτέρω σύμβαση μίσθωσης στο Β προσάρτημα. Όμως, από το μήνα Οκτώβριο 2013 μέχρι και το μήνα Δεκέμβριο 2014, δεν κατέβαλε το συμφωνηθέν μίσθωμα, με αποτέλεσμα να οφείλει τα αντίστοιχα μισθώματα 15 μηνών, ήτοι 9.225 € για το πρώτο μηχάνημα, (500 € μηνιαίως Χ 15 μήνες = 7.500 € πλέον ΦΠΑ 1.752 €) και 24.907,50 € για τα λοιπά μηχανήματα, ( 1.350 € Χ 15 μήνες = 20.250 € πλέον ΦΠΑ 4.657,5 €). Καθ΄όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα η ενάγουσα, ως είχε υποχρέωση, εξέδιδε τα αντίστοιχα φορολογικά παραστατικά, (τιμολόγια) και με τις από 4.12.2013 και 5.2.2014 εξώδικες δηλώσεις της που κοινοποιήθηκαν στην εναγομένη στις 10.12.2013 και 17.2.2014, αντίστοιχα, (βλ. τις υπ΄αριθ. 1…. και  … αντίστοιχες εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Αθηνών ……..), απέστειλε τα παρακάτω αναφερόμενα  τιμολόγια στην τελευταία ζητώντας της να τα παραλάβει και να εκπληρώσει την υποχρέωσή της καταβολής των οφειλομένων μισθωμάτων, ως τα συγκοινοποιούμενα τιμολόγια υπ΄αριθ. ….…..,  για τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2013 και Ιανουάριο 2014, αντίστοιχα. Η εναγομένη όμως δεν απήντησε, αλλά ούτε κατέβαλε τα οφειλόμενα μισθώματα. Ειδικότερα, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι αντέτεινε στην ενάγουσα κάποιο λόγο για τον οποίο ενδεχομένως αίρεται, ολικώς ή μερικώς,  η υποχρέωσή της για καταβολή του μισθώματος και ιδίως ότι τα μίσθια μηχανήματα βρίσκονταν σε αχρησία λόγω άρνησης της συντηρήτριας εταιρίας να προβεί σε τακτική συντήρησή τους εξαιτίας χρέους της ενάγουσας προς την τελευταία, όπως ισχυρίζεται, ενιστάμενη, στην παρούσα δίκη. Εν συνεχεία δε η ενάγουσα εξέδιδε και της απέστελλε τα εκδιδόμενα μηνιαίως φορολογικά στοιχεία, (τιμολόγια), μέχρι και το μήνα Δεκέμβριο 2014, χωρίς η εναγομένη να καταβάλει τα μισθώματα. Ειδικότερα, η εναγομένη ισχυρίστηκε στον πρώτο βαθμό αλλά και στην παρούσα δίκη με τον 1ο λόγο έφεσης, ότι από το μήνα Ιούλιο 2013 δεν χρησιμοποιούσε τα μίσθια μηχανήματα και ούτε μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει, διότι η εταιρία ………., που είναι η αποκλειστική συντηρήτρια των εν λόγω μισθίων στην Ελλάδα, αρνήθηκε να προβεί στην τακτική συντήρηση αυτών λόγω χρέους ποσού 6.953,76 € που έπρεπε να εξοφλήσει η ενάγουσα, η οποία δεν τα παραλάμβανε αν και ειδοποιήθηκε προφορικά γι΄αυτό. Προς επίρρωση του ισχυρισμού της αυτού επικαλείται και προσκομίζει την από 1.7.2013 ηλεκτρονική επιστολή της ανωτέρω συντηρήτριας προς την εναγομένη στην οποία αναφέρεται ότι σχετικά με την  ανανέωση της σύμβασης συντήρησης των μισθίων θα πρέπει να εξοφληθεί το ανωτέρω ποσό και επισυνάπτεται η καρτέλα πελάτη με χρεώσεις από 31.7.2012. Η δε μάρτυρας ανταπόδειξης  ……., στην ως άνω υπ΄αριθ. … ένορκη βεβαίωση, κατέθεσε ότι δεν έχει άμεση γνώση, αλλά έμαθε ότι η εναγομένη από το καλοκαίρι του 2013, δεν χρησιμοποιούσε τα μίσθια λόγω έλλειψης συντήρησης και ανάγκης επισκευής. Ωστόσο, από τα παραπάνω δεν αποδεικνύεται ότι η εναγομένη δεν έκανε χρήση των μισθίων, δεδομένου ότι σε τέτοια περίπτωση, από τον Ιούλιο 2013, οπότε τοποθετείται, σύμφωνα με την εναγομένη, η αδυναμία χρήσης των μισθίων, ηδύνατο να κάνει χρήση των δικαιωμάτων της που απορρέουν από τα άρθρα 575, 585 ΑΚ, όπως προεκτέθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, δεδομένου δε ότι η συνεργασία της με την ενάγουσα διατηρείτο παράλληλα και στο επίπεδο της κύριας δραστηριότητάς τους, (χωρίς στην κρινόμενη περίπτωση να αίρεται ο χαρακτήρας της αυτοτελούς σύμβασης μίσθωσης), μπορούσε δε να ειδοποιήσει την ενάγουσα – εκμισθώτρια σχετικά με την αδυναμία χρήσης ή ακαταλληλότητα των μισθίων, αναφέροντας το είδος και την έκταση τυχόν βλαβών ή επισκευαστικών αναγκών, εξαιτίας της οποίας αρνείτο να καταβάλει τα οφειλόμενα μισθώματα επί 15 μήνες, ή ακόμη να προβεί στην καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης. Κάτι τέτοιο όμως, όπως αποδείχθηκε δεν έπραξε, παρά το γεγονός ότι η ενάγουσα της κοινοποίησε τις ανωτέρω δύο εξώδικες οχλήσεις και απέστελλε μηνιαίως τα σχετικά τιμολόγια για όλο το ένδικο χρονικό διάστημα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια και απέρριψε τον ισχυρισμό της εναγομένης περί ακαταλληλότητας των μισθίων για τη συμφωνημένη χρήση ως ουσιαστικά αβάσιμο, δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός (1ος) λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Εξάλλου, δεν αποδείχθηκαν τα ισχυριζόμενα από την εναγομένη ότι δέχθηκε να (υπο) μισθώσει τα ένδικα μίσθια για να εξυπηρετήσει την ενάγουσα ώστε να μην επιβαρύνεται η τελευταία με το μίσθωμα προς την εταιρία Leasing από την οποία τα είχε αυτή μισθώσει, ενώ η  ένδικη αγωγή ασκήθηκε με δόλο από την ενάγουσα για ν΄αποκομίσει χρηματικό όφελος και γι΄αυτό αδρανούσε να τ΄ αποκομίσει από το χώρο της εναγομένης. Και τούτο διότι, αφ΄ενός μεν  κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από την  ένδικη σύμβαση μίσθωσης, αφ΄ετέρου δε, ο ισχυρισμός αυτός αναιρείται από το γεγονός ότι  η ένδικη μίσθωση λειτούργησε ομαλά κατά το πρώτο διάστημα (από  τον Ιανουάριο 2013, η εναγομένη άρχισε να μην καταβάλει μίσθωμα μέχρι τον Αύγουστο 2013, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ΄αριθ. …../2014 ανακοπή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κρωπίας), αλλά ταυτόχρονα χρησιμοποιούσε τα μίσθια και μεριμνούσε για τη συντήρησή τους, (βλ.από 1.7.2013 ως άνω ηλεκτρονική επιστολή, στα πλαίσια αλληλογραφίας με τη συντηρήτρια εταιρία), ενώ ταυτόχρονα και η ενάγουσα από την πλευρά της τηρούσε τις υποχρεώσεις της. Σημειωτέον δε ότι η ενάγουσα αποκόμισε τα μίσθια στις 4.5.2016, (βλ. πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής). Επίσης, αλυσιτελής είναι και ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι  δεν χρειαζόταν τα μίσθια διότι διέθετε δικά της αντίστοιχα μηχανήματα και τα μίσθωσε αποκλειστικά και μόνο για την εξυπηρέτηση του έργου της ενάγουσας, δεδομένου ότι κατήρτισε πάντως την ένδικη σύμβαση μίσθωσης, η οποία λειτούργησε κατά τα ανωτέρω. Έτσι, το δικαίωμα της ενάγουσας να επιδιώξει την καταβολή των μισθωμάτων με την ένδικη αγωγή είναι νόμιμο και δεν ασκείται καταχρηστικά, (ΑΚ 281), ήτοι κατά τρόπο που υπερβαίνει και μάλιστα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, όπως η έννοια αυτή αναπτύχθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, ακόμη δε και αν υποτεθούν αληθινά τα περιστατικά που επικαλείται η εναγομένη, τόσο πρωτοδίκως με σχετική ένσταση, όσο  και με τον 3ο λόγο της κρινόμενης έφεσης, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επομένως το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, με τις ίδιες αιτιολογίες, έστω και πιο συνοπτικές, οι οποίες συμπληρώνονται με αυτές της παρούσας, (534 ΚΠολΔ), ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε  και ο σχετικός (3ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι έχει κατά της ενάγουσας δύο ανταπαιτήσεις, ήτοι α) απαίτηση ύψους 65.018,91 €, πλέον τόκων, προερχόμενη από κόστος αποθηκεύτρων από απαράληπτα από την ενάγουσα εμπορεύματα, ανεξόφλητα από το Σεπτέμβριο του 2013 και β) απαίτηση ύψους 6.700 €, πλέον τόκων και εξόδων από ακάλυπτες επιταγές στα πλαίσια εμπορικών οφειλών προς την εναγομένη από τον Απρίλιο 2013, τις οποίες προτείνει σε συμψηφισμό. Ωστόσο, δεν αναφέρεται πώς προέκυψε το ποσό των 65.018,91 €, στο οποίο, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, συμποσούνται αμοιβές για αποθήκευτρα από το Σεπτέμβριο 2013, ήτοι δεν εξειδικεύονται τα παραγωγικά της ανταπαιτήσεως πραγματικά περιστατικά με αναφορά των εμπορευμάτων που αποθηκεύτηκαν, αν επρόκειτο για θαλάσσιο ή οδικό φορτίο, το είδος αυτού, ο όγκος αυτού, οι εργασίες που ήταν απαραίτητες για την υποστήριξη του έργου της αποθήκευσης εφόσον υπήρχαν, ο χρόνος εισαγωγής των εμπορευμάτων, κλπ.  και  δεν καθορίζονται επακριβώς τα επιμέρους χρηματικά κονδύλια που απαρτίζουν την προτεινόμενη σε συμψηφισμό ανταπαίτηση της εναγομένης, με βάση την από 19.3.2012 ως άνω συμφωνία τους και τα σχετικώς εξειδικευόμενα περί των αμοιβών της εναγομένης στο Α προσάρτημα αυτής, ώστε να καταστεί εφικτό στην ενάγουσα να απαντή­σει σ’ αυτή, στο δε Δικαστήριο να προβεί σε συλλογισμό και μέσω των αποδείξεων να αχθεί σε δικανικό συμπέρασμα περί της βασιμότητας της ύπαρξης της ανταπαίτησης και του ακριβούς ύψους αυτής, ιδίως δε λόγω του ότι οι παραπάνω αμοιβές δεν αποτελούν σταθερά ανά μήνα οφειλόμενο ποσό αλλά διαμορφώνονται κάθε φορά με βάση το εκάστοτε αποθηκευόμενο φορτίο, το είδος, τον όγκο αυτού, τις επί μέρους εργασίες που απαιτήθηκαν, το χρόνο παραμονής, κλπ. Η παράλειψη αναφοράς των στοιχείων αυτών, καθιστά την ένσταση συμψηφισμού αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης (216 ΚΠολΔ) και  δεν αναπληρώνεται από την αναφορά σε άλλα έγγραφα, ώστε να θεραπευτεί η ανυπαρξία αναφοράς τους στην προταθείσα ένσταση, επομένως, η παραπομπή στη λογιστική καρτέλα πελάτη που αναφέρεται τόσο στις πρωτόδικες προτάσεις της εναγομένης, όσο και στο 2ο λόγο της κρινόμενης έφεσης, όπου ενδεχομένως περιγράφονται κάποια από τα απαραίτητα για την πληρότητα της ένστασης στοιχεία, δεν αρκεί για την παραδεκτή πρότασή της. Και τούτο, ανεξάρτητα από την αναφορά της ενάγουσας, στην από 5.2.2014 ως άνω εξώδικη δήλωσή της προς την εναγομένη, περί των ανάγκης ενημέρωσής της σχετικά με τη δοθείσα  εντολή καταστροφής των απαράληπτων εμπορευμάτων από την αποθήκη της εναγομένης, για την οποία κάνει λόγο στην προσθήκη των προτάσεών της προς αντίκρουση της προβληθείσας ένστασης συμψηφισμού, δεδομένης της αοριστίας αυτής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια και απέρριψε την προταθείσα ένσταση κατά το σκέλος που αφορά την ανταπαίτηση των 65.018,91 € ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός (2ος) λόγος έφεσης κατά το σκέλος αυτό πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, ως προς το σκέλος του 2ουλόγου έφεσης που αφορά, κατ΄ορθή εκτίμηση αυτού, στο σκέλος της πρωτοδίκως προταθείσας ένστασης συμψηφισμού για την απαίτηση του ποσού των 6.700 € πλέον τόκων, κλπ., με βάση δύο επιταγές επί των οποίων εξεδόθη η υπ΄αριθ. …../2014 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Κρωπίας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα : Η ανταπαίτηση αυτή της εναγομένης προέρχεται από τις υπ΄αριθ. … και ….. επιταγές εκδόσεως της ενάγουσας, (στις 25.9.2013 και 25.10.2013 αντίστοιχα), για ποσά 3.000 € και 3.700 € αντίστοιχα, πληρωτέες από την Εμπορική Τράπεζα, οι οποίες σφραγίστηκαν στις 2.10.2013 και 30.10.2013 αντίστοιχα, λόγω έλλειψης αντιστοίχων διαθεσίμων στο λογαριασμό της ενάγουσας. Με βάση τις ανωτέρω επιταγές εξεδόθη, μετά από αίτηση της εναγομένης, η ως άνω διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Κρωπίας, της οποίας αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού  απογράφου με επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε στην ενάγουσα στις 7.3.2014, (βλ. προσκομιζόμενη υπ΄αριθ. ….. έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Αθηνών ………). Κατά των ως άνω, διαταγής πληρωμής και επιταγής προς εκτέλεση, η ενάγουσα κατέθεσε στις 31.3.2014, (εκπρόθεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 2 ΚΠολΔ), ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κρωπίας, την από 28.3.2014, (υπ΄αριθ. κατάθ. ………/31.3.2014), ανακοπή της, η οποία εκδικάστηκε, μετά από αναβολές, στις 23.11.2016, δηλαδή μετά την έκδοση της εκκαλουμένης. Με την άσκηση της εν λόγω ανακοπής, ανοίχθηκε διαγνωστική δίκη και θεμελιώθηκε εκκρεμοδικία ως προς την απαίτηση της εναγομένης που ενσωματώνεται στη διαταγή πληρωμής, δηλαδή της απαίτησης των 6.700 € που η εναγομένη πρότεινε σε συμψηφισμό στα πλαίσια της ένδικης αγωγής, και η οποία ήταν εκκρεμής κατά τη συζήτηση στον πρώτο βαθμό που έλαβε χώρα στις 27.4.2015. Περαιτέρω, προκύπτει ότι η ενάγουσα ως ανακόπτουσα, είχε προτείνει σε συμψηφισμό κατά της απαίτησης της εναγομένης – καθ΄ης η ανακοπή, την από 14.032,19 € τότε ανταπαίτησή της  κατά της απαίτησης της εναγομένης των 6.700 €, η οποία αφορούσε οφειλόμενα από την εναγομένη μισθώματα των ένδικων μισθίων μέχρι την 31.8.2013, ενώ, με την ένδικη αγωγή ζητούνται μισθώματα από το μήνα Οκτώβριο 2013 μέχρι και το μήνα Δεκέμβριο 2014. Συνεπώς, το ισχυριζόμενο από την εναγομένη – εκκαλούσα ότι η ως άνω προταθείσα σε συμψηφισμό απαίτηση μισθωμάτων εμπεριέχεται στην ένδικη απαίτηση είναι αβάσιμο, διότι πρόκειται για διαφορετικές αξιώσεις οι οποίες δεν ταυτίζονται κατά την αιτία. Ωστόσο, συνομολογείται από τους διαδίκους ότι η ως άνω ανακοπή με την οποία προτάθηκε συμψηφισμός, απερρίφθη με οριστική απόφαση, δυνάμει της υπ΄αριθ. 1/2017 απόφασης του Ειρηνοδικείου Κρωπίας, (βλ. προσκομιζόμενα πρακτικά). Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η εκκρεμοδικία που άρχισε με την ανακοπή εκείνη και έληξε με την έκδοση της ως άνω οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Κρωπίας, αναβίωσε με την άσκηση έφεσης, ούτε εάν εξεδόθη τελεσίδικη απόφαση, δυνάμει της οποίας η τότε απαίτηση (και νυν ανταπαίτηση) της εναγομένης (6.700 €) συμψηφίσθηκε με την εκεί ανταπαίτηση της ενάγουσας (14.032 €), και έτσι, ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο αποσβέσθηκε, δεδομένου ότι όπως προεκτέθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, η απόσβεση της απαίτησης επέρχεται με συμψηφισμό, εφόσον γίνει δεκτή και δια της απόφασης που τη δέχεται. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι η προτεινόμενη σε συμψηφισμό ανταπαίτηση της εναγομένης έχει αποσβεσθεί επειδή προτάθηκε σε συμψηφισμό μεγαλύτερη ανταπαίτηση (14.032 €) της ενάγουσας, (ως ανακόπτουσας), έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ο 2ος λόγος έφεσης κατά το σκέλος του που αφορά την απόρριψη της ένστασης συμψηφισμού για την ανταπαίτηση της εναγομένης ποσού 6.700 €, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι η προτεινόμενη σε συμψηφισμό ανταπαίτηση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας έχει αποσβεσθεί και απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό ως ουσία αβάσιμο, πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος. (Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι όπως συνομολογούν οι διάδικοι, η απαίτηση της ενάγουσας έχει ήδη εξοφληθεί, καθώς, η ενάγουσα εισέπραξε το επιδικασθέν ποσό ως προσωρινώς εκτελεστό, πλέον τόκων και εξόδων, μετά από κατάσχεση εις χείρας της Τράπεζας Eurobank, η οποία υπέβαλε την υπ΄αριθ. Γ …./3.11.2016 δήλωση τρίτου ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών περί ύπαρξης του ποσού και δέσμευσης αυτού υπέρ της ενάγουσας, η οποία και το εισέπραξε (συνολικά ποσό 40.465,90 €). Η εναγομένη όμως και ήδη  εκκαλούσα, αν και η εξόφληση έλαβε χώρα μετά την άσκηση της έφεσης (4.10.2016) και πολύ πριν τη συζήτηση αυτής, δεν άσκησε πρόσθετο λόγο έφεσης, (520 παρ. 2 και 527 περ. 2 ΚΠολΔ),με τον οποίο να προτείνει την εξόφληση της ένδικης απαίτησης). Εν όψει των ανωτέρω, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση, (η από 19.1.2015, με αριθμό κατάθεσης …././2015 αγωγή) και να δικαστεί από το παρόν  Δικαστήριο. Στη συνέχεια, αφού γίνει δεκτή, ως παραδεκτή, ορισμένη, νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη, (440, 441 ΑΚ)  η ένσταση συμψηφισμού ανταπαίτησης της εναγομένης, ποσού 6.700 € κατά της ένδικης απαίτησης της ενάγουσας, η κρινόμενη αγωγή που είναι παραδεκτή, ορισμένη και νόμιμη, (16 παρ. 1, 14 παρ. 1β, 29 παρ. 1 ΚΠολΔ, 48 παρ. 1 πδ 34/1995, 66 ΕισΝΚΠολΔ, 361, 340, 341, 383, 574 και 595 ΑΚ, 44 πδ 34/1995, 176 ΚΠολΔ) κατά την κύρια βάση της και μη νόμιμη ως προς την επικουρική βάση της από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, γιατί, ενώ πρόκειται για επικουρικής φύσης αξίωσης, δεν γίνεται επίκληση διαφορετικών από τη σύμβαση πραγματικών περιστατικών), πρέπει να γίνει εν μέρει  δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 27.432,5 € (=34.132,5 € – 6.700 €) και δη νομιμοτόκως από την επομένη της ημέρας που κάθε επί μέρους ποσό μισθώματος κατέστη απαιτητό. Επίσης πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ. Τέλος, η  δικαστική δαπάνη της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί εις βάρος της εναγομένης κατά το λόγο της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων, (176, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την από 4.10.2016, (υπ΄αριθ. κατάθ. ……../4.10.2016) έφεση.

Εξαφανίζει την υπ΄αριθ. 1609/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (διαδικασία μισθωτικών διαφορών).

Κρατεί και δικάζει την από 19.1.2015, (υπ΄αριθ. κατάθ. ……../2015) αγωγή.

Δέχεται την αγωγή εν μέρει και ως ουσιαστικά βάσιμη.

Υποχρεώνει την εκκαλούσα – εναγομένη να καταβάλλει στην εφεσίβλητη – ενάγουσα το ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα δύο ευρώ και πενήντα λεπτών (27.432,5 €), νομιμοτόκως από την επομένη της κάθε ημέρας που κάθε μίσθωμα κατέστη απαιτητό.

Διατάσσει την επιστροφή των παραβόλων με αριθμό ……../2016 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ………./2016 παράβολα Δημοσίου, στην εκκαλούσα.

Επιβάλλει, σε βάρος της εκκαλούσας, μέρος της  δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων ευρώ, (1.500 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 28 Φεβρουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ