Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 169/2018

Αριθμός   169 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 H κρινόμενη από 14.10.2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2015 έφεση των ηττηθέντων ανακοπτόντων κατά της με αριθμό 3256/2015  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 12.4.2012 (αρ. εκθ. κατ. ……/12.4.2012 ενώπιον της γραμματείας του Πρωτοδικείου Αθηνών) ανακοπής μετά τη με αριθμό 3042/2013 παραπεμπτική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά της εκδοθείσας σε βάρος τους, κατόπιν της από 10.10.2012 αίτησης της εφεσίβλητης τράπεζας με αριθμό ……/2012 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, εντός της τασσόμενης από το νόμο 30ήμερης προθεσμίας, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε με επιμέλεια της καθ΄ ης η ανακοπή τραπέζης στις 14.9.2015 ενώ το εφετήριο κατατέθηκε από τους ανακόπτοντες ήδη εκκαλούντες στις 14.10.2015 ημέρα Τετάρτη (σύμφωνα με τα άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1β΄, 516 παρ.1, 517, 518  παρ. 1, 520 παρ.1ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 72 παρ. 13 του Ν.3994/2011) και παραδεκτώς καθόσον στο εφετήριο όπως βεβαιώνεται από το γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επισυνάπτονται τα παράβολα ΤαχΔικ με αριθμούς …….. και δημοσίου με αριθμούς ……….. δηλαδή το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012. Επομένως, πρέπει, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή, να ερευνηθεί δε περαιτέρω κατά την ίδια (τακτική)  διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώ με αυτή θα συνεκδικαστεί για λόγους προφανούς συνάφειας το με αριθμό …./2016 δικόγραφο των προσθέτων λόγων εφέσεως που κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου στις 22.4.2016 και κοινοποιήθηκε κατ’άρθρο 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ στην εφεσίβλητη 30 τουλάχιστον μέρες πριν τη δικάσιμο, όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό ………/31.8.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …………….

Με την από 12.4.2012 (αρ. εκθ. κατ. ……/12.4.2012 ενώπιον της γραμματείας του Πρωτοδικείου Αθηνών) ανακοπής τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες, ζήτησαν την ακύρωση για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο ανωτέρω δικόγραφο λόγους, της εκδοθείσας σε βάρος τους με αριθμό …../2012 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατόπιν αίτησης της καθ’ ης και ήδη εφεσίβλητης τράπεζας, δυνάμει της με αριθμό ……/29.12.2003 σύμβασης πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό με την οποία χορηγήθηκε στην πρώτη ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία πίστωση μέχρι του ποσού των 3.388.481 ευρώ της οποίας ως εγγυήτρια συμβλήθηκε η ήδη τέταρτη εκκαλούσα αλλοδαπή εταιρία αλλά και οι δεύτερος και τρίτος των εκκαλούντων, το οφειλόμενο χρεωστικό υπόλοιπο του οποίου κατά την ημέρα της καταγγελίας του από την εφεσίβλητη τράπεζα ανερχόταν σε 759.815,92 ευρώ και με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής υποχρεώθηκαν οι ήδη εκκαλούντες να καταβάλουν στην εφεσίβλητη το προαναφερόμενο ποσό εντόκως από τις 20.1.2012 και με ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κρίνοντας ότι πρόκειται περί ναυτικής διαφοράς με τη με αριθμό  3042/3.6.2013 απόφαση του που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο ναυτικό τμήμα του Πειραιά. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά με την εκκαλουμένη απόφαση του που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων, απέρριψε την ανακοπή ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, ως προς όλους τους προβαλλόμενους λόγους. Ήδη κατά της παραπάνω απόφασης παραπονούνται οι εκκαλούντες-ανακόπτοντες με την υπό κρίση έφεσή τους και το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, για τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτά τα δικόγραφα λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανισθεί, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη τους.

Aπό τη διάταξη του άρθρου 625 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η καθ` ύλη αρμοδιότητα του δικαστή προς έκδοση διαταγής πληρωμής προσδιορίζεται από το ποσό της σχετικής απαιτήσεως, όπως αυτό διατυπώνεται στη σχετική αίτηση για έκδοση της διαταγής πληρωμής και, εάν το ποσό της αξιώσεως υπάγεται στην καθ` ύλη αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, αρμόδιος δικαστής για την έκδοση της διαταγής πληρωμής είναι ο Ειρηνοδίκης, σε κάθε δε άλλη περίπτωση ο Δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει την καθ` ύλη αρμοδιότητα του δικαστή προς έκδοση της διαταγής πληρωμής. Η κατά τόπον όμως αρμοδιότητα του δικαστή για έκδοση διαταγής πληρωμής δεν προσδιορίζεται από κάποια άλλη ειδική διάταξη. Επομένως, για την τοπική αρμοδιότητα έχουν εφαρμογή οι γενικές διατάξεις των άρθρων 22 επ. ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις οποίες είναι αρμόδιο το δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας του καθ` ου η αίτηση, ή άλλης ειδικής δωσιδικίας δικαστήριο, σύμφωνα με τα άρθρα 370 παρ. 1,33,30 ΚΠολΔ (ΕφΘεσ 862/2002 ΕπισκΕμπΔ 2002/1090). Συνεπώς, το αρμόδιο δικαστήριο προσδιορίζεται υπό του δανειστού, ο οποίος μεταξύ των ενδεχομένως πολλών τοπικών αρμοδίως δικαστηρίων επιλέγει εκείνο από τον δικαστήν του οποίου ζητεί την έκδοση διαταγής πληρωμής και το οποίον καθίσταται ως εκ τούτου κατά την κρατούσαν γνώμη και αποκλειστικώς κατά τόπον αρμόδιον και διά την εκδίκαση της κατ` αυτής ανακοπής των άρθρων 632 ή 633 ΚΠολΔ, διότι ο αιτών την έκδοση διαταγής πληρωμής, διά της υποβολής της αιτήσεως εις έναν από τους περισσότερους αρμοδίους κατά τόπον δικαστάς, ασκεί συγχρόνως και το δικαίωμα επιλογής, που έχει ως ενάγων δανειστής, διά την τυχόν μετέπειτα διαδικασία επί της ανακοπής, κατά την οποίαν οι διάδικοι έχουν την ιδίαν δικονομική θέση, δηλαδή ο μεν καθ` ου η ανακοπή τη θέση του ενάγοντος, ο δε ανακόπτων την θέση εναγομένου. Διά τους άνω λόγους, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου, εις το οποίον ανήκει ο δικαστής, που εξέδωσε την διαταγή πληρωμής, αλλ` ο καθ` ου η διαταγή πληρωμής δεν εγκαταλείπεται εις την αυθαίρετη και ανεξέλεγκτη επιθυμία του δανειστού, διότι, αν ο δικαστής που εξέδωσε την διαταγή πληρωμής ήτο αναρμόδιος κατά τόπον, δύναται, διά το λόγο αυτόν, να ζητήσει δι` ανακοπής την ακύρωση της διαταγής πληρωμής (ΕφΑθ 4490/2002 ΔΕΕ 2004/294). Περαιτέρω με βάση το άρθρο 51 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 2172/1993 συστάθηκε στο Πρωτοδικείο Πειραιά Ειδικό Τμήμα (ναυτικών διαφορών, στο οποίο, μεταξύ και άλλων εκδικάζονται ναυτικές διαφορές που είναι οι ιδιωτικές διαφορές  που πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου καθώς επίσης και τη χρησιμοποίηση λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου ή την παροχή εργασίας σ΄αυτό και που προσδιορίζονται μεν, ορισμένες από αυτές, αλλά κατά τρόπο απλώς ενδεικτικό και όχι περιοριστικό, (51 παρ. 3 Βα ν 2172/1993). Στην τέτοια, ενδεικτική απαρίθμηση, ναυτικές διαφορές είναι εκείνες που έχουν αιτία, πηγάζουν δηλαδή, από την πώληση και γενικότερα την εκποίηση πλοίου με επαχθή αιτία, (51 παρ. 3 Β α ν 2172/1993), καθώς και οι συμβάσεις που είναι σχετικές με την οικονομική χρησιμοποίηση ή λειτουργία πλοίου. Κατά τις παραγράφους 1α, 2 και 6α  του πιο πάνω άρθρου, για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών, δικαιοδοσία έχουν τα Δικαστήρια του Πειραιά. Κατά την παράγραφο 5α διαφορές και υποθέσεις που υπάγονται στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιά και εισάγονται σε άλλο τμήμα του ίδιου Δικαστηρίου, παραπέμπονται στο τμήμα ναυτικών διαφορών και κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 46 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, είναι ναυτικές διαφορές και αυτές που προκύπτουν από συμβατικές ή εξωσυμβατικές σχέσεις οι οποίες λαμβάνουν χώρα σε χερσαίο χώρο αλλά σχετίζονται με πλοίο, όπως η αγορά ή η πώληση ενός πλοίου η οποία λαμβάνει χώρα σε χερσαίο χώρο, ανεξάρτητα αν η γενεσιουργός αιτία τους είναι σύμβαση ή αδικοπραξία. Ο νόμος για να διευκολύνει την κρίση υπαγωγής ή μη μιας διαφοράς στη λειτουργική αρμοδιότητα του τμήματος ναυτικών διαφορών απαριθμεί ενδεικτικά τις αιτίες από τις οποίες μπορεί να προκύψουν ναυτικές διαφορές, (51 παρ. 3 εδ. Β περ. α – ιζ, ν. 2172/1993). Στον κατάλογο αυτόν καθορίζονται ενδεικτικά ναυτικές διαφορές που έχουν αιτία συγκεκριμένο νομικό γεγονός που συνδέεται κατά  πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επίδικη ναυτική διαφορά, ανεξαρτήτως του συμβατικού ή αδικοπρακτικού χαρακτήρα της. Εξάλλου, η διατύπωση στην παράγραφο 3Α του άρθρου 51 είναι ευρύτατη. Αναφέρεται σε όλες τις ιδιωτικές διαφορές οι οποίες πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου, κλπ. Ο όρος «πηγάζουν» παραπέμπει στις ανωτέρω πράξεις ως συμβάντα του κοινωνικού βίου από τα οποία πηγάζουν άμεσα ή έμμεσα ναυτικές διαφορές. Δεν έχει σημασία ποια είναι η νομική βάση της αξίωσης της οποίας ζητείται δικαστική προστασία, αρκεί για τη δικαστική εκτίμηση της διαφοράς ότι πρέπει να κριθούν και ζητήματα τα οποία συνδέονται με τις ανωτέρω πράξεις και απαιτούν εξειδίκευση στις ιδιαιτερότητες του θαλασσίου εμπορίου, του πλοίου και της ναυτιλίας και μπορεί να προέρχονται από σύμβαση, εταιρική σχέση, αδίκημα, ή εκ του νόμου. Ακόμη και οι αδικοπραξίες αποτελούν την παθολογία μιας κατονομαζόμενης ναυτικής διαφοράς και τελούνται στο πλαίσιο αυτής. Ναυτικές είναι και οι διαφορές που έχουν αιτία συγκεκριμένο νομικό γεγονός, δηλαδή γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, αδιακρίτως του συμβατικού ή αδικοπρακτικού χαρακτήρα του. Ο όρος νομικό γεγονός δεν αναφέρεται στη νομική αιτία, δηλαδή στη νομική βάση της αξίωσης, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς, αλλά το νομικό γεγονός που αποτελεί την αφορμή γένεσης της διαφοράς που συνδέεται με την ιδιαιτερότητα του πλοίου και του θαλασσίου εμπορίου ανεξάρτητα από νομικό λόγο ή βάση της διαφοράς. Στα πλαίσια ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, έχει γίνει δεκτό ότι αν οι λόγοι της ανακοπής αναφέρονται και στην υποκείμενη σχέση και αυτή είναι ναυτική, η ανακοπή υπάγεται στην αρμοδιότητα του ναυτικού τμήματος (ΕφΠειρ 253/2016 δημ. Νομος).

Με τον πρώτο λόγο εφέσεως οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και για αντιφατική αιτιολογία της εκκαλουμένης απόφασης διότι αφενός κρίθηκε με αυτή ότι δεν επρόκειτο περί ναυτικής διαφοράς και παρόλα αυτά η υπόθεση δεν παραπέμφθηκε και πάλι στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών προς εκδίκαση δεδομένου ότι η παραπεμπτική απόφαση δεν είχε τελεσιδικήσει και αφετέρου η διαταγή πληρωμής δεν ακυρώθηκε επειδή εκδόθηκε από αναρμόδιο τοπικά δικαστήριο. Ο λόγος αυτός εφέσεως κατά το μέρος που προβάλλεται λυσιτελώς δηλαδή κατά το μέρος που δεν αφορά την αιτολογία την εκκαλουμένης διότι αντικείμενο της εφέσεως είναι οι διατάξεις της εκκαλουμένης απόφασης και όχι οι αιτιολογίες της είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθώς ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης αφού με το άρθρο 51 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 2172/1993 εισήχθη διάταξη που ρυθμίζει υλική και όχι τοπική αρμοδιότητα. Σε κάθε περίπτωση και εκ περισσού να αναφερθεί ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν αρμόδιο να δικάσει την ανακοπή ακόμη και στην περίπτωση που αυτή δεν αφορούσε ναυτική υπόθεση, δηλαδή η υποκείμενη σχέση για την οποία χορηγήθηκε η παροχή πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό δεν ήταν ναυτική.

Περαιτέρω από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1,217, 583, 585, 632 παρ. 1 και 633 παρ.1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι λόγοι της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να είναι δυνατόν, ο μεν καθ` ου η ανακοπή, να αμυνθεί κατ` αυτής, το δε δικαστήριο, να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας (ΑΠ 1684/1998 ΕλλΔνη 40.92, ΕφΑθ 5900/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια, ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ίδιου Κώδικα, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ` ου η ανακοπή, ενστάσεις. Γι` αυτό το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από απαιτούμενα κατά νόμο (άρθρα 118 και 119 ΚΠολΔ) για κάθε δικόγραφο στοιχεία, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τους λόγους της, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, να περιέχει δηλαδή με σαφήνεια τις αντιρρήσεις και ενστάσεις του ανακόπτοντος κατά της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Ειδικότερα, αν πρόκειται για απαίτηση από κατάλοιπα αλληλόχρεου λογαριασμού, για να είναι ορισμένοι οι λόγοι της ανακοπής, που αναφέρονται στην απαίτηση, πρέπει να περιέχουν ισχυρισμούς, που αναφέρονται στα κατ` ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού και δεν αρκεί μόνη η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού (ΑΠ 491/1994 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 317/2010 ΕπισκΕμπΔ 2818. 1127, ΕφΘεσ 317/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 794/2007 Αρμ 2888. 1.198, ΕφΑθ 5900/2006 ό.π.).

Με το δεύτερο λόγο εφέσεως οι εκκαλούντες ανακόπτοντες επαναφέρουν σχετικό λόγο ανακοπής παραπονούμενοι ότι εσφαλμένως απορρίφθηκε ως δικονομικά απαράδεκτος λόγω αοριστίας από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ο οποίος αφορά το ορισμενο των τόκων το οποίο καλούνται να καταβάλουν με την ανακοπτόμενη και ήδη επικυρωθείσα με την εκκαλουμένη απόφαση διαταγή πληρωμής ισχυριζόμενοι ότι δεν αναφέρεται το είδος και ύψος του επιτοκίου της απαίτησης που επιδίκασε δεδομένου ότι το επιτόκιο υπερημερίας είναι ελευθέρως διαπραγματεύσιμο μετά την π.δ/τ.ε 1577/1989. Συναφής είναι και ο τρίτος λόγος εφέσεως με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται για εφαρμογή στην περίπτωση τους καταχρηστικού όρου συναλλαγών διότι με έντυπο δηλαδή προδιατυπωμένο όρο της σύμβασης που δεν έτυχε διαπραγματεύσεως και αφορά επιβολή διατραπεζικού επιτοκίου Caibon τριμήνου 360 ημερών πλέον του περιθωρίου 1% και της εισφοράς του ν. 128/1975, με αποτέλεσμα σε ετήσια βάση τα πασά επιβάρυνση τους να υπερβαίνουν πάνω από 1% ετησίως του νομίμους τόκους. Επιχειρούν δε με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων να διευκρινήσουν ότι ο υπολογισμός των τόκων έπρεπε να γίνει επί των 365 ημερών του έτους και όχι επί των 360. Πέραν του ότι δεν εκτίθεται με τους παραπάνω λόγους εφέσεως ότι οι τρεις τελευταίοι εκκαλούντες εγγυητές παρίστανται ως αποδέκτες των υπηρεσιών της τράπεζας και, συνεπώς, ως καταναλωτές κατά την έννοια του άρθρου 1 § 4 α` ν. 2251/1994, ώστε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του προαναφερόμενου νομοθετήματος (βλ. ΕφΑθ 5461/2012 ΔΕΕ 2013, 695· ΕφΘεσ 317/2009 ό.π.· ΕφΑθ 4682/2008 ΕλλΔνη 2008, 1497- ΕφΑθ 8217/2006 ό.π,· ΕφΠειρ 91/2002 ΕπισκΕμπΔ 2002, 778· Δούβλη, Η υπαγωγή ή μη των τραπεζικών εγγυητών στο ν. 2251/1994, ΔΕΕ 2003, 882) οι λόγοι εφέσεως με τους οποίους επαναφέρονται σχετικοί λόγοι ανακοπής είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι καθώς οι σχετικοί λόγοι ανακοπής είναι παντελώς αόριστοι, διότι οι ήδη εκκαλούντες ανακόπτοντες δεν προσβάλλουν κανένα συγκεκριμένο κονδύλιο της ένδικης απαίτησης ούτε προσδιορίζουν το (νόμιμο) ύψος της οφειλής τους, όπως θα ήταν αν δεν είχαν περιληφθεί οι ως άνω όροι, ώστε να είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νόμιμου ύψους του αξιωμένου από την καθ` ης η ανακοπή ποσού, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιδικάζει πράγματι και ποσά παρά το νόμο ή τη σύμβαση, αφού, όπως προεκτέθηκε στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, αυτή δεν θα είναι άκυρη στο σύνολό της, αλλά μόνο για το υπερβάλλον (βλ. έτσι και ΑΠ 370/2012 ό.π. ΕφΘεσ 1027/2010 Αρμ /) 2012, 577- ΕφΛαρ 317/2010 ΕπισκΕμπΔ 2010, 1127- ΕφΘεσ 2788/2009 ΕπισκΕμπΔ 2010, 196- ΕφΠειρ 911/1994 ΕλλΔνη 36, 672). Σε κάθε δε περίπτωση δεν είναι παράνομος ο υπολογισμός ο υπολογισμός των τόκων με χρήση χρονικής βάσης του έτους των 360 ημερών, εφόσον δεν εκτίθεται ότι το επιπλέον επιτασσόμενο (αορίστως) ετησίως ποσό, προστιθέμενο στον συμβατικό τόκο, υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό ποσοστό τόκου και ποιο είναι αυτό, ώστε να κριθεί ότι δεν οφείλεται ως προς το επι­πλέον, κατά το άρθρο 294 ΑΚ, και ενόψει του ότι έτος 360 ημερών προβλέπεται για ρύθμιση των τόκων σε σχέσεις πιστωτικών ιδρυμάτων, ούτε αρκεί το γεγονός ότι οι εκκαλούντες αναφέρουν αόριστα στη σελίδα 6 των προσθέτων λόγων τους ότι οι τόκοι τους οποίους καλούνται να πληρώσουν είναι επιβαρυμένοι για την παραπάνω αιτία με ποσοστό 1,3889% ημερησίως. Ειδικότερα, κατόπιν του άρθρου 3 παρ. 1 Ν 2842/2000, περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ, σύμφωνα με το οποίο οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor) που προβλέπεται σε υφιστάμενες νομικές πράξεις, κατά την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού 1103/97, αντικαθίστανται αυτοδικαίως στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη, ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος 360 ημερών, προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360. Το ίδιο εφαρμόζεται ως προς τις υποχρεωτικές καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, κατόπιν της πράξης 30/14-2000 (ΦΕΚ Α` 43/00) του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, κατά την οποία, το συνολικό ποσό της υποχρεωτικής κα­τάθεσης κάθε πιστωτικού ιδρύματος θα τηρείται εντόκως. Οι τόκοι λογίζονται με βάση το έτος 360 ημερών. Και ναι μεν με την ΚΥΑ ΦΙ- 983/7.21.3.1991 άρθρο 14 εδ. δ΄ (ΦΕΚ Β` 172/91), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 παρ. 3 α` της ΚΥΑ 21-17818/13.2.9/32001 (ΦΕΚ Β` 255/2001), οι οποίες εκδόθηκαν προς εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας με την κοινοτική οδηγία 87/103/ ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 90/88/ΕΟΚ και τη σύσταση 97/489 της επιτροπής της ΕΕ, καθιερώνεται διάρκεια έτους 365 ημερών, 52 εβδομάδων και ίσων μ` αυτές 12 μηνών στην καταναλωτική πίστη (ΑΠ 430/2005 ΕλΔικ 46, 802), πλην όμως η ρύθμιση αυτή αφορά τις συναλλαγές που γίνονται με μέσα ηλεκτρονικής πληρωμής και ιδίως στις σχέσεις μεταξύ του εκδότη και κατόχου πιστωτικής κάρτας (ΕφΑθ 1778/2010, Αρμεν. 2010, 1829 ).Εξάλλου η αιτιώδης αναγνώριση χρέους διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από τα άρθ. 873-875 ΑΚ αναιτιώδη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, καταρτίζεται ατύπως όταν είναι απλώς επιβεβαιωτική του υπάρχοντος χρέους, με την έννοια ότι τα μέρη δεν θέλησαν να δημιουργήσουν μ΄αυτή νέα αυτοτελή ενοχή, αλλά απέβλεψαν είτε στη δημιουργία απλού αποδεικτικού μέσου με τη μορφή της εξώδικης ομολογίας, είτε στη διακοπή της παραγραφής ή σε ανάλογα νομικά αποτελέσματα. Όμως, με την αιτιώδη αναγνώριση χρέους επιδιώκεται η δημιουργία νέας ενοχής, είτε παράλληλα με την παλαιά, είτε σε αντικατάσταση της παλαιάς και απαλλαγμένης συνεπώς από τις ενστάσεις που μπορούσαν να προταθούν στο πλαίσιο εκείνης. Γενικότερα αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας της συγκεκριμένης σύμβασης, αν η επερχόμενη μ` αυτή αιτιώδης αναγνώριση υπάρχοντος χρέους αντικαθιστά ή όχι την αρχική σχέση ή απλώς την αλλοιώνει και αν στην περίπτωση αυτή ενέχει πλήρη ή μερική παραίτηση από ενστάσεις που αφορούν την αρχική σχέση, η οποία πρέπει κατ΄αρχήν να είναι έγκυρη. Έτσι, η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος υποχρέωση που έχει από ορισμένη αιτία ιδρύει νέα αυτοτελή, με συνέπεια αυτός που αναγνωρίζει την, από ορισμένη αιτία, οφειλή του, να μην μπορεί πλέον να προτείνει ενστάσεις από την κύρια αιτία, (ΑΠ 65/2015 δημ. Νόμος). Από τα έγγραφα που προσκομίζονται νομότυπα κατ’άρθρο 529 του ΚΠΔ αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Δυνάµει της υπ’ αριθ. ………. σύµβασης πιστώσεως µε ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασµό, η εφεσίβλητη τράπεζα χορήγησε στην πρώτη εκκαλούσα πίστωση µέχρι του ποσού των 3.388.481 ευρώ την τήρηση των όρων της οποίας, σύµφωνα µε τους περιεχόµενους στην ως άνω σύµβαση όρους, εγγυήθηκαν ως πρωτοφειλέτες υπέρ της ως άνω πιστούχου και για ολόκληρη την έκταση της οφειλής της, παραιτούµενοι των ενστάσεων των άρθρων 853,855 επ. ΑΚ και του ευεργετήµατος της διζήσεως, οι λοιποί εκκαλούντες, η τέταρτη δε με τη με αριθμό ………./1-3-2004 σύμβαση παροχής εγγύησης. Στη συνέχεια και ενώ η πρώτη εκκαλούσα έκανε χρήση της ως άνω πιστώσεως, στα πλαίσια δε της εξυπηρέτησης αυτής και σε εκτέλεση της ως άνω σύµβασης τηρήθηκε ο προβλεπόµενος για τον σκοπό αυτό υπ’ αριθ. …….. αλληλόχρεος λογαριασµός, δυνάµει της υπ’ αριθ. …./…./6-7-2010 τροποποιητικής σύµβασης ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασµού σε τοκοχρεωλυτικό δάνειο, και αφενός οι εκκαλούντες αναγνώρισαν ότι ο ως άνω τηρούµενος προς εξυπηρέτηση της αρχικής ως άνω συµβάσεως αλληλόχρεος λογαριασµός εµφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο 772.239,37 ευρώ, ενώ στη συνέχεια τα διάδικα μέρη συµφώνησαν να µετατρέψουν το ως άνω κατάλοιπο του αλληλόχρεου λογαριασµού σε τοκοχρεωλυτικό δάνειο, κατά τους αναλυτικά αναφερόµενους στην ως άνω νέα σύµβαση όρους, και συμφωνήθηκε να ισχύουν όλες οι συναφθείσες στα πλαίσια της αρχικής συµβάσεως εγγυήσεις. Ακολούθως η πρώτη εκκαλούσα δεν τήρησε τους όρους της νέας ως άνω συµβάσεως δανείου, αφού δεν αποπλήρωσε επτά εκ των ορισθεισών µε την ως άνω σύµβαση δόσεων, και έτσι η εφεσίβλητη κατήγγειλε αυτή (σύµβαση), έκλεισε τον τηρούµενο προς εξυπηρέτηση αυτής (συµβάσεως) υπ’ αριθ. …………. λογαριασµό, το υπόλοιπο του οποίου µετέφερε σε λογαριασµό οριστικής καθυστέρησης. Στη συνέχεια, γνωστοποίησε την καταγγελία στους εκκαλούντες, οι οποίοι προέβησαν σε µερικές καταβολές έναντι της οφειλής τους και, κατόπιν των ανωτέρω, η εφεσίβλητη υπέβαλε προς το Δικαστή του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 10-2-2012 αίτηση της κατά των  ανακοπτόντων ήδη εκκαλούντων, για την έκδοση διαταγής πληρωµής. Στην αίτηση της αυτή εξέθεσε το περιεχόµενο των παραπάνω εγγράφων, τα οποία και προσκόµισε, µε βάση τα παραπάνω έγγραφα δε, ο δικαστής του Μονοµελούς Πρωτοδικείου δέχθηκε ως αποδεδειγµένη την απαίτηση της ήδη εφεσίβλητης. Συνεπώς επειδή με τη με αριθμό ………./6-7-2010 τροποποιητική σύµβασης ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασµού σε τοκοχρεωλυτικό δάνειο, καταρτίστηκε µεταξύ των διαδίκων αιτιώδης αναγνώριση χρέους, κατά την προαναφερθείσα στη µείζονα σκέψη έννοια του άρθρου 361 ΑΚ, η οποία αποτελεί, κατά τη σαφή βούληση τους, αυτοτελή βάση ενοχής, το αιτιώδες δε εξάγεται από την αναφορά της αιτίας δηλαδή την υπ’ αριθ. ……/29-12-2003 σύµβαση πιστώσεως µε ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασµό, ενώ η βούληση των συµβαλλοµένων, η σύµβαση δηλαδή αυτή να µην αποτελεί απλώς επιβεβαίωση προϋπάρχουσας ενοχής ή εξώδικη οµολογία οφειλής αλλά να ιδρυθεί νέα ενοχική σχέση, συνάγεται, αναµφίβολα, από το περιεχόµενο της σύµβασης, η διαµόρφωση του οποίου δεν θα ήταν απαραίτητη σε διαφορετική περίπτωση. Συνεπώς οι εκκαλούντες δεν μπορούν πλέον να προβάλλουν ενστάσεις που αφορούν την παλαιά δυνάµει της υπ’ αριθ. …../29-12-2003 σύµβασης πιστώσεως µε ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασµό ενοχή. Κρίνοντας έτσι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με το δεύτερο των προσθέτων λόγων εφέσεως είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522,527, 532 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, η ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (στο οποίο μεταβιβάζεται η υπόθεση κατά τα καθοριζόμενα με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους όρια δίκης (έρευνα, διέρχεται τρία στάδια, κατά τα οποία εξετάζονται: πρώτο το παραδεκτό της ασκηθείσας εφέσεως (άρθρο 532 παρ. 1), δεύτερο το παραδεκτό ενός εκάστου των λόγων αυτής και τρίτο το κατ` ουσίαν βάσιμο αυτών (άρθρο 533 παρ. 1). Το βάσιμο ή μη των λόγων της εφέσεως κρίνεται από το Εφετείο από την εκτίμηση του σε αυτό και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συγκεντρωθέντος εν γένει αποδεικτικού υλικού, συμπεριλαμβανόμενου και του προσκομισθέντος τοιούτου το πρώτον κατ` έφεση δίκη κατά τις προϋποθέσεις και τους ορισμούς του άρθρου 529 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ. Το Εφετείο, όμως, του νόμου μη ορίζοντος το εναντίον, κατά την ορθή έννοια των ως άνω διατάξεων, δεν κωλύεται, για την κατά την κρίση του ολοκλήρωση της έρευνας περί της βασιμότητας του λόγου της εφέσεως και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, α) να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις δια των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 339 ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων και η εξέταση των διαδίκων, β) να διατάξει επανάληψη της συζήτησης προς εξέταση των πρωτοδίκως εξετασθέντων μαρτύρων (άρθρο 254 ΚΠολΔ), ώστε μετά την εκτίμηση των διεξαχθησομένων τούτων αποδείξεων καθώς και αυτών που εκτιμήθηκαν από την εκκαλούμενη απόφαση, να κρίνει εάν είναι εσφαλμένη ή μη η πληττόμενη με την έφεση απόφαση και, σε καταφατική περίπτωση, να αποφανθεί περί της βασιμότητας του λόγου της εφέσεως και, εκ τούτου, κατ` επιταγή πλέον του νόμου (άρθρο 535 παρ. 1), να εξαφανίσει τότε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, εφόσον κατά την έννοια της άνω διατάξεως, προϋπόθεση της εξαφανίσεως αυτής (αποφάσεως) είναι η προηγούμενη διάγνωση από το Εφετείο της βασιμότητας του λόγου εφέσεως, η οποία επιτυγχάνεται κυριαρχικά απ` αυτό, κατά τα προεκτεθέντα. Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, αλλά τουναντίον: α) από τη διάταξη του άρθρου 254 παρ. 1 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 524 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, και στην κατ` έφεση δίκη, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση και β) από την έχουσα επίσης εφαρμογή στη δευτεροβάθμια δίκη (άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ) διάταξη του άρθρου 245 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, η οποία ορίζει ότι το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει οτιδήποτε μπορεί να συντελέσει στη διάγνωση της διαφοράς, σαφώς προκύπτει ότι το Εφετείο δικαιούται να διατάξει επανάληψη της συζήτησης για την εξέταση των πρωτοδίκως εξετασθέντων μαρτύρων και να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις, που θα συντελούν στη διάγνωση της βασιμότητας του λόγου εφέσεως και της εν γένει διαφοράς, κατά τα δι` αυτού οριζόμενα όρια, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη (ΑΠ Ολ 30/1997 σε ΝΟΜΟΣ, ΑΠ Ολ 1285/1982 ΕλλΔνη 24,220, ΕΕΝ 1983,565, Δ 14,568, ΑΠ 527/1985 ΝοΒ 34,1, ΑΠ 226/1983, ΕφΑΘ 1529/2009 ΕλλΔνη 2009,1499,  ΕφΑθ 5827/2004, ΕλΔ/νη 2005, 243, ΕφΠειρ 993/1994 ΑρχΝ ΜΣΓ,138, ΕφΠειρ 70/1994 ΑρχΝ ΜΕ`,  160, 243 και Σ. Σαμουήλ, ΗΈφεση, έκδ. ΣΤ`, 2009, παρ. 1095,1096 και 778, σελ. 431 επ. και 321). Στη συγκεκριμένη περίπτωση αφενός οι λόγοι εφέσεως δεν οδήγησαν σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης και σε κάθε περίπτωση στο παρόν Δικαστήριο δεν έμεινε αποδεικτικό κενό που να χρήζει συμπληρώσεως είτε με την εξέταση των εγγυητριών είτε με την επίδειξη εγγράφων όπως αιτούνται οι εκκαλούντες με τις κατατεθείσες προτάσεις τους, ισχυρισμός που κατατέθηκε και στα πρακτικά. Επομένως το αίτημα κρίνεται απορριπτέο. Τούτων δοθέντων και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα λόγου έφεσης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την ανακοπή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη, δεν έσφαλε, αλλά ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής πρέπει να απορριφθούν  ως αβάσιμοι κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που οι εκκαλούντες κατέθεσαν, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α`, 51/12-3-2012).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 14.10.2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2015 έφεση και το με αριθμό …../2016 κατατεθέν δικόγραφο προσθέτων λόγων  εφέσεως κατά της με αριθμό 3256/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 12.4.2012 (αρ. εκθ. κατ. ……/12.4.2012 ενώπιον της γραμματείας του Πρωτοδικείου Αθηνών) ανακοπής

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει αυτούς κατ΄ουσίαν

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια πενήντα (650) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των παραβόλων ΤαχΔικ με αριθμούς …….. και δημοσίου με αριθμούς …………..

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  7 Μαρτίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ