Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 368/2018

Αριθμός    368/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 24/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε με την παρουσία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 22-2-2017, δηλαδή  εντός της οριζόμενης από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της απόφασης στις 7-1-2016, δεδομένου ότι δεν προέκυψε ούτε άλλωστε επικαλούνται ο διάδικοι επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρ. 495, 51, 516 § 1 ΚΠολΔ). Συνεπώς, αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ΄ ιδίαν λόγων της   κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την από 1-8-2011 (αριθ. κατάθ. ……./2011) αγωγή εκτίθεται ότι το πρώτο ενάγον, Ελληνικό Δημόσιο, κατέστη κύριο με πρωτότυπο τρόπο και ειδικότερα λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης που κηρύχθηκε με το β.δ της 21-12-1936 (ΦΕΚ Α 555/24-12-1936) και το β.δ της 31-5-1939 (ΦΕΚ Α 237/15-6-1939) μιας ειδικότερα περιγραφόμενης έκτασης, εμβαδού 349,507 στρεμμάτων, κείμενης στη κτηματική περιφέρεια της νήσου Αιγίνης, στη θέση …., η οποία απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά, με δαπάνη του δευτέρου ενάγοντος, Ταμείου Εθνικού Στόλου για λόγους δημοσίας ανάγκης και δη τις ανάγκες του τότε Βασιλικού Ναυτικού, την οργάνωση της τοπικής επάκτιας άμυνας και την ανέγερση στρατιωτικών κτισμάτων. ότι ακολούθως, δυνάμει του ν.δ 769/1970 (ΦΕΚ Α 280/21-12-1970) η εν λόγω έκταση περιήλθε  στην αποκλειστική κυριότητα του δεύτερου ενάγοντος. Ότι  επικουρικώς το τελευταίο απέκτησε  τη κυριότητα επί της ως άνω έκτασης με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία, νεμόμενο αυτή σύμφωνα με τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα από το έτος 1936 και εντεύθεν. Ότι το έτος 1990 ο εναγόμενος κατέλαβε αυθαιρέτως τμήμα της ανωτέρω έκτασης, επιφάνειας 2.356,50 τμ, και  ακολούθως κατά το έτος 2005 κατέλαβε και έτερο τμήμα αυτής, επιφάνειας 1.319,46 τμ, κατά τα ειδικότερα περιγραφόμενα. Με βάση δε αυτά τα πραγματικά περιστατικά ζητείται να αναγνωρισθεί ότι οι εν λόγω εκτάσεις, συνολικού εμβαδού 3.675,96 τμ ανήκουν κατά κυριότητα στα ενάγοντα και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τους τα αποδώσει. Επί της αγωγής  εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία αυτή απορρίφθηκε κατά μεν το πρώτο ενάγον, ως απαράδεκτη (ενεργητικά ανομιμοποίητη), διότι κατά τα διαλαμβανόμενο στο δικόγραφο, αυτό δεν ήταν πλέον κύριο της επίδικης έκτασης κατά τον χρόνο άσκησης της, και ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς το δεύτερο ενάγον. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται αμφότερα τα ενάγοντα  με την υπό κρίση έφεση τους για τους λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η  αγωγή τους.

ΙΙΙ. Επειδή, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή ο εναγόμενος φέρεται κατά τα έτη 1990 και 2005 να έχει καταλάβει αυθαίρετα τμήματα της αναγκαστικώς απαλλοτριωθείσας προπολεμικά από το πρώτο ενάγον με δαπάνες του δεύτερου ενάγοντος έκτασης, η οποία ακολούθως περιήλθε  στην αποκλειστική κυριότητα του τελευταίου δυνάμει του ν.δ 769/1970 (ΦΕΚ 280Α/21-12-1970), δηλαδή σε χρόνο προγενέστερο της άσκησης της αγωγής, μόνον αυτό (δεύτερο ενάγον) νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση αυτής (αγωγής). Συνεπώς,  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, ορθώς  απέρριψε για τον λόγο τούτο την αγωγή ως προς το πρώτο ενάγον, Ελληνικό Δημόσιο,  ο δε πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο αυτό (πρώτο εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο), υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ακολούθως, καθόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της ένδικης έφεσης που να αφορούν το πρώτο εκκαλούν, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς αυτό, το οποίο συνακόλουθα, ως διάδικος που ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), τα οποία, όμως, θα επιβληθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

  1. IV. Σύμφωνα προς το άρθρο 3 του ν. ΓΠΝΑ/1911, όπως αυτό ερμηνεύτηκε με το μόνο άρθρο του ν. 103/1913 περί αυθεντικής ερμηνείας του άρθρου 3 του ΓΠΝΑ νόμου του 1911¨, εάν ο ιδιοκτήτης μετά γενομένη αυτώ προσφοράν αρνείται να παραλάβη την υπό του προέδρου προσωρινώς ορισθείσα αποζημίωση …ή υπάρχει αμφισβήτησης περί του εις αποζημίωση δικαιουμένου … ως και αν υπάρχωσι δανεισταί εγγεγραμμένοι ή κατάσχοντες, ή δεν καταβληθεί εμπροθέσμως η τυχόν ορισθησόμενη εγγυοδοσία, το ποσό της αποζημιώσεως κατατίθεται εις το αρμόδιο ταμείο, ειδοποιούμενου περί τούτου του ιδιοκτήτου και των ενυπόθηκων ή κατασχόντων δανειστών και δημοσιευόμενης της ειδοποιήσεως δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, το δε κτήμα καταλαμβάνεται ακωλύτως οκτώ ημέρας μετά την δημοσίευση της ειδοποιήσεως… Εξάλλου κατά το άρθρο 7 του ν. 1731/1939 περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, κωδικοποιηθέντος δια του από 29/30-4-1953 β δ/τος συντέλεσις της απαλλοτριώσεως, δια μεταβιβάσεως της ιδιοκτησίας εις τον υπερ ού ενεργήθη αύτη, επέρχεται μόνον από της εις τον δικαιούχο καταβολής της ορισθείσας προσωρινής ή οριστικής αποζημιώσεως ή από της εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιεύσεως της γενομένης εις το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων κατά το άρθρο 24 του παρόντος νόμου καταθέσεως δικαστικώς προσδιορισθείσης αποζημιώσεως ή αν υπόχρεον προς καταβολή είναι το Δημόσιο είτε από της ως άνω δημοσιεύσεως είτε από της υπέρ του δικαιούχου εκδόσεως χρηματικού εντάλματος πληρωμής. Από την παρατεθείσα διάταξη του άρθρου 3 του ν. ΓΠΝΑ/1911 όπως αυτή ερμηνεύτηκε δια του ν. 103/1913, προκύπτει ότι ο υπό του Συντάγματος επιβαλλόμενος για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης όρος της προηγούμενης αποζημίωσης πληρούται και δια της καταθέσεως του ποσού αυτής στο αρμόδιο ταμείο, υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρει. Και ορίζεται μεν στην ως άνω διάταξη για τη περίπτωση αυτή ότι πρέπει να ειδοποιείται ο ιδιοκτήτης για την γενόμενη κατάθεση και να δημοσιεύεται η ειδοποίηση  αυτή στη ΕτΚ, τούτο, όμως,  δεν επιβάλλεται ως τυπικό στοιχείο αναγκαίο για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, καθόσον αυτή έχει σκοπό όπως τα πρόσωπα λάβουν γνώση της γινόμενης καταθέσεως. Εφόσον συνεπώς διαπιστώνεται προσηκόντως ότι ο καθού η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτης έλαβε πλήρη και σαφή γνώση της γενόμενης κατάθεσης ολόκληρης της αποζημίωσης στο ΤΠΔ ο ως άνω σκοπός του νόμου πληρούται και η απαλλοτρίωση δέον όπως υπο το κράτος του νόμου ΓΠΝΑ/1911 να θεωρείται συντελεσθείσα καίτοι δεν ειδοποιήθηκαν οι ενδιαφερόμενοι με ειδική προς αυτούς ειδοποίηση περί της γενόμενης καταθέσεως της αποζημίωσης (ΟλΣΤΕ 495/1974, προσκομιζόμενη).

V. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με επιμέλεια των διαδίκων και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως αυτού, και όλα τα έγγραφα που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, εκ των οποίων άλλα λαμβάνονται υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα και άλλα ως δικαστικά τεκμήρια αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά  περιστατικά: δυνάμει του β.δ της 21-12-1936 (ΦΕΚ Α 555/24-12-1936) απαλλοτριώθηκε από το πρώτο ενάγον και ήδη πρώτο εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο με δαπάνη του δεύτερου ενάγοντος – δεύτερου εκκαλούντος, Ταμείου Εθνικού Στόλου, για λόγους δημοσίας ανάγκης και συγκεκριμένα τις ανάγκες του τότε Βασιλικού Ναυτικού, την οργάνωση της τοπικής επάκτιας άμυνας και την ανέγερση στρατιωτικών κτιρίων, έκταση συνολικού εμβαδού 337,507 στρεμμάτων, στη κτηματική περιφέρεια της Αίγινας, στη θέση ….., η οποία  αποτυπώνεται με στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Α στο από 13-10-1936 κτηματολογικό διάγραμμα, το οποίο συνετάγη από την Ανώτατη Διοίκηση Τοπικής Αμύνης, καθώς και στον αναφερόμενο σε αυτό κτηματολογικό πίνακα. Ακολούθως, δυνάμει του β.δ της 31-5-1939 (ΦΕΚ Α 237/15-6-1939) απαλλοτριώθηκε επιπλέον έκταση 12 στρεμμάτων, όπως αυτή αποτυπώνεται μαζί με την αρχικώς απαλλοτριωθείσα έκταση με τη μερικότερη οριογραμμή γ-δ-ε-Ε-Ζ-Η-γ στο από 3-4-1939 κτηματολογικό διάγραμμα, που συνετάγη από την Ανώτατη Διοίκηση Παρακτίου Αμύνης. Η ανωτέρω απαλλοτριωθείσα έκταση, συνολικού εμβαδού 349,507 στρεμμάτων, με βάση την αποτύπωση της στο υπ’αρίθμ. 63/2006 τοπογραφικό διάγραμμα της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Πολεμικού Ναυτικού, που βασίζεται στο με αριθμό 38/1986 τοπογραφικό διάγραμμα της ίδιας ως άνω Υπηρεσίας, που συντάχθηκε ύστερα από εφαρμογή επί του εδάφους, των ορίων των πράξεων απαλλοτρίωσης  εκτείνεται βόρειο ανατολικά από τα όρια με αριθμούς 1-10 με συνολικό μήκος οριογραμμών 773,08 μ. και ανατολικά από βορρά προς νότο (θάλασσα) από τα όρια με αριθμούς 10-14, με συνολικό μήκος οριογραμμών 462,45 μ. Η έκταση αυτή διαμορφώθηκε αρχικώς άτυπα από το Πολεμικό Ναυτικό ως Ναυτικό Οχυρό των Ενόπλων Δυνάμεων, για τις ανάγκες άμυνας της πόλης του Πειραιά κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πραγματοποιηθέντος έτσι του σκοπού της απαλλοτρίωσης (βλ.    3308/2011 ΣΤΕ), ενώ κατά το έτος 1956 καθορίστηκε και νομοθετικά ως Ναυτικό οχυρό, δυνάμει του β.δ της 27-9-1956 (ΦΕΚ Α 295/10-12-1956), χαρακτήρα που εξακολούθησε να έχει και μετά τη θέση σε ισχύ του β.δ της 24-7-1969 (ΦΕΚ `53Δ/12-8-1969) και μέχρι το έτος 2002, οπότε αποχαρακτηρίστηκε  δυνάμει του Π.Δ 216/2002 (ΦΕΚ Α 203 /29-8-2002). Ακολούθως, δυνάμει των διατάξεων του άρθρων 1 παρ.1 και 3 του ν.δ 769/1970 (ΦΕΚ Α 280/21-12-1970), όπου ορίζεται ότι «1. τα υπέρ του Δημοσίου και δαπάναις των Ταμείων Εθνικής Αμύνης και Εθνικού Στόλου αναγκαστικώς απαλλοτριωθέντα ακίνητα διά τας ανάγκας των ενόπλων Δυνάμεων και υπ’αυτών χρησιμοποιούμενα περιέρχονται εις την κυριότητα των οικείων, κατά κλάδον, Ταμείων, από της συντελέσεως της επελθούσης κατά τα κειμένας διατάξεις απαλλοτριώσεως. …3. Η κυριότης των εν ταις προηγουμέναις παραγράφοις ακινήτων περιέρχεται εις τα οικεία κατά κλάδον ταμεία δυνάμει του παρόντος μη απαιτουμένης ετέρας τινός μεταβιβαστικής πράξεως , η δε σχετική μεταγραφή της οικείας περί κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτρίωσης Διοικητικής πράξεως εις το βιβλίο μεταγραφών ή κτηματολόγιον ενεργείται υπ’όνόματι του αντιστοίχου κατά κλάδον Ταμείου»,  η κυριότητα της απαλλοτριωθείσας έκτασης περιήλθε από το Ελληνικό Δημόσιο στην κυριότητα του Ταμείου Εθνικού Στόλου, το οποίο στις 21-1-1973 μετέγραψε στα βιβλία μεταγραφών του τέως Δήμου Αιγινητών  τα προαναφερόμενα β.δ κήρυξης της απαλλοτρίωσης. Για τις ανωτέρω απαλλοτριωθείσες εκτάσεις ορίστηκαν προσωρινές αποζημιώσεις των ιδιοκτητών τους με την με αριθμό 206/1937 απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών Πειραιά, οι οποίες ακολούθως κατατέθηκαν στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, οι παρακαταθέσεις δε αυτές γνωστοποιήθηκαν σε όλους τους δικαιούχους της αποζημίωσης με την με αριθμό 1335/5-4-1938 απόφαση του Υφυπουργού των Ναυτικών, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 121/9-4-1938. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, δυνάμει του με αριθμό ……/1990 νόμιμα μεταγραμμένου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αίγινας, ………, ο εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος φέρεται να αποκτά με παράγωγο τρόπο και συγκεκριμένα λόγω πώλησης από τις ……… και ……….., δύο ακίνητα αγροτεμάχια, που βρίσκονται στη θέση Μύλος της κτηματικής περιφέρειας Αιγίνης, στη τότε κοινότητα …., και ειδικότερα: α) ένα αγροτεμάχιο εμβαδού 309 τμ, που αποτυπώνεται με στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Α στο συνημμένο στο με αριθμό 7080/1987 συμβόλαιο της ιδίας συμβολαιογράφου από 20-8-1987 τοπογραφικό διάγραμμα του τεχνολόγου -τοπογράφου μηχανικού ………., και το οποίο  συνορεύει ανατολικά με ακίνητο κυριότητας ……., νότιοδυτικά με ακίνητο κληρονόμων ……., βόρεια με ακίνητο κυριότητας ……., βόρειοδυτικά με ακίνητο ιδιοκτησίας ……., νότιοανατολικά με ακίνητο κυριότητας … και νότια με ακίνητο κυριότητας …. και β) ένα αγροτεμάχιο εμβαδού  423 τμ, που αποτυπώνεται με στοιχεία Α-Β-Γ-Δ- Λ-Μ-Α στο συνημμένο στο με αριθμό …/1989 συμβόλαιο της ιδίας συμβολαιογράφου από 20-4-1988 τοπογραφικό διάγραμμα του ιδίου  τοπογράφου μηχανικού, και το οποίο  συνορεύει ανατολικά με ακίνητο κυριότητας …….,  δυτικά με ακίνητο αγνώστου, βόρια με ακίνητο κληρονόμων ……… και νότια με ακίνητο κυριότητας αγνώστου. Τα ανωτέρω ακίνητα φέρεται να περιήλθαν στην συγκυριότητα των πωλητριών- δικαιοπαρόχων του εναγομένου με παράγωγο τρόπο και συγκεκριμένα λόγω πώλησης, δυνάμει των προαναφερόμενων υπ’αρίθμ. …../1987 και …./1989 συμβολαίων, νόμιμα μεταγραμμένων. Επίσης ο εναγόμενος με το με αριθμό …./1990 νόμιμα μεταγραμμένο συμβόλαιο της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου,  φέρεται να αποκτά με παράγωγο τρόπο λόγω πώλησης από τους ………….  ένα ακίνητο αγροτεμάχιο στην ίδια ως άνω κτηματική περιφέρεια και θέση και συγκεκριμένα ένα αγροτεμάχιο με τα εντός αυτού τρία ελαιόδενδρα, εμβαδού 4052 τμ, που αποτυπώνεται με στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ-Σ-Τ-Υ-Φ-Χ-Ψ-Ω-α-β-Α στο συνημμένο στο ανωτέρω συμβόλαιο από 28-8-1990 τοπογραφικό διάγραμμα του τεχνολόγου τοπογράφου μηχανικού ………, και συνορεύει ανατολικά με ακίνητα κυριότητας … και κληρονόμων …, δυτικά με Οχυρό, βόρεια εν μέρει με ακίνητο κυριότητας ….., εν μέρει με ακίνητο κυριότητας ……., …… και εν μέρει με ακίνητο κυριότητας κληρονόμων ……., βόρεια ανατολικά με ακίνητο κυριότητας κληρονόμων ……., νότιοανατολικά με ακίνητο κυριότητας κληρονόμων … και νότια εν μέρει με ακίνητο κυριότητας …, εν μέρει με ακίνητο κυριότητας ……. και εν μέρει με ακίνητο κυριότητας κληρονόμων ………. Το εν λόγω ακίνητο κατά τα αναφερόμενα στο ανωτέρω πωλητήριο συμβόλαιο φέρεται να περιήλθε στη συγκυριότητα των ως άνω δικαιοπαρόχων του εναγόμενου με έκτακτη χρησικτησία.  Ακολούθως, δυνάμει του με αριθμό …./1991 νόμιμα μεταγραμμένου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών …….., ο εναγόμενος φέρεται να αποκτά την κυριότητα με παράγωγο τρόπο λόγω πώλησης από την ………., κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου επί ενός ακινήτου -αγροτεμαχίου στην ίδια κτηματική περιφέρεια, κοινότητα και θέση, εμβαδού 348,11 τμ, που αποτυπώνεται με στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α στο συνημμένο στο με αριθμό …/1987 συμβόλαιο της ιδίας συμβολαιογράφου από 15-6-1987 τοπογραφικό διάγραμμα του τεχνολόγου-τοπογράφου μηχανικού ……, και το οποίο συνορεύει βόρεια με ακίνητο κληρονόμων ………., βόρεια με ακίνητο κληρόνομων ……., νότια με ακίνητο κυριότητας ……., ανατολικά με ακίνητο κυριότητας …….. και δυτικά με ακίνητο κυριότητας ……, το οποίο  φέρεται να έχει περιέλθει στην συγκυριότητα των δικαιοπαρόχων του εναγόμενου με παράγωγο τρόπο λόγω γονικής παροχής δυνάμει του με αριθμό …/1987 συμβολαίου της ίδιας συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα. Περαιτέρω, με το με αριθμό …/1991 νόμιμα μεταγραμμένο συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, ο εναγόμενος φέρεται να αποκτά με παράγωγο τρόπο λόγω πώλησης από τους ………, το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου ποσοστό επί του ανωτέρω ακινήτου, που φέρεται να είχε περιέλθει στους δικαιοπαρόχους του λόγω κληρονομικής διαδοχής του συζύγου και πατέρα τους ………., την κληρονομία του οποίου αυτοί αποδέχθηκαν  με την με αριθμό …/1987 δήλωση αποδοχής κληρονομίας ενώπιον της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα. Τέλος, με το με αριθμό …../1998 νόμιμα μεταγραμμένο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… ο εναγόμενος φέρεται να αποκτά με παράγωγο τρόπο λόγω πώλησης από την ……, ένα ακίνητο-αγροτεμάχιο στην ίδια ως άνω κτηματική περιφέρεια, κοινότητα και θέση, εμβαδού 2596 τμ, που αποτυπώνεται με στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε…-Ρ-Σ-Α στο συνημμένο στο ως άνω συμβόλαιο από 4-11-1992 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……, και συνορεύει κατά τον τίτλο κτήσης ανατολικά με ακίνητο κυριότητας ……, δυτικά με γαία Ι.Μ …, βόρεια με ακινήτου ……, και νότια με δημόσια οδό, κατά δε το τοπογραφικό διάγραμμα βόρεια με τεθλασμένη πλευρά και με όριο μια χαρουπιά, με ακίνητο του εναγόμενου, νότια σε τεθλασμένη πλευρά με ακίνητο κυριότητας …….., και δυτικά με ακίνητο κυριότητας ……..  Αυτό φέρεται να έχει περιέλθει στην κυριότητα της πωλήτριας δικαιοπαρόχου του εναγομένου. με παράγωγο τρόπο λόγω πώλησης δυνάμει του με αριθμό …../1967 νόμιμα μεταγραμμένου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αίγινας ……… Όλα τα παραπάνω αγροτεμάχια, συνολικού εμβαδού κατά τους τίτλους κτήσης 7728,11 τμ, που τυγχάνουν όμορα, ο εναγόμενος συνένωσε άτυπα σε ένα ενιαίο ακίνητο, το οποίο κατά τη περίοδο 1990-2000 περιέφραξε και επί του οποίου ανήγειρε διώροφη οικία, την οποία χρησιμοποιεί από το έτος 2000 ως κύρια κατοικία του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τμήμα του ως άνω ενιαίου ακινήτου, ευρισκόμενο δυτικά της αναγερθείσης διώροφης οικίας του εναγόμενου, ταυτίζεται με τμήμα της προπεριγραφείσας απαλλοτριωθείσας έκτασης, που ανήκει πλέον κατά κυριότητα στο δεύτερο εκκαλούντα, και συγκεκριμένα τμήμα, επιφάνειας 3675,96 τμ,  που απεικονίζεται στο προαναφερόμενο με αριθμό 63/2006 τοπογραφικό διάγραμμα της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Πολεμικού Ναυτικού με τους αριθμούς 7-8-9-10-7 και συνορεύει, σύμφωνα με αυτό, νότια με χωματόδρομο (εντός της απαλλοτριωθείσας έκτασης, πλάτους 6μ., βόρεια δυτικά και νότιοδυτικά με απαλλοτριωθείσα έκταση, σε σημείο που υπάρχουν στρατιωτικές εγκαταστάσεις (φυλάκειο και πολυβολείο) και ανατολικά επίσης με απαλλοτριωθείσα έκταση και πέραν αυτής με ακίνητο εναγόμενου. Ο εναγόμενος αρνείται ότι η επίδικη έκταση περιλαμβάνεται στην απαλλοτριωθείσα κατά τα ανωτέρω μείζονα έκταση από το Ελληνικό Δημόσιο, πλην, όμως,  τούτο προκύπτει σαφώς από την εφαρμογή επί του εδάφους των ορίων των πράξεων απαλλοτρίωσης, όπως αποτυπώνονται στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα της Υδρογραφικής Υπηρεσίας, ενώ ο εναγόμενος δεν προσκομίζει αντίστοιχο τοπογραφικό διάγραμμα ή τεχνική έκθεση από τα οποία να προκύπτει το αντίθετο. Ειδικότερα, η ως άνω έκταση   αποτελεί  τμήμα του υπ’αρίθμ. … αγροτεμαχίου του από 13-10-1936 κτηματολογικού πίνακα, που συντάχθηκε για την κηρυχθείσα με το β.δ της 21-12-1936 απαλλοτρίωση με φερόμενο ιδιοκτήτη ΑΓΝΩΣΤΟ, για το οποίο, μετά την έκδοση της προαναφερόμενης απόφασης καθορισμού προσωρινής αποζημίωσης, εκδόθηκε η με αριθμό 86/1937 απόφαση του Υφυπουργού Ναυτικών, με την οποία εγκρίθηκε η έκδοση εντάλματος επί παρακαταθήκη για ποσό χρηματικής αποζημίωσης, ποσού 16.740 δραχμών με την ένδειξη άγνωστος στα στοιχεία του δικαιούχου, καθόσον μέχρι τότε ουδείς είχε εμφανισθεί για να αναγνωρισθεί δικαιούχος προσκομίζοντας σχετικούς τίτλους, όπως επίσης και η με αριθμό 87/1937 όμοια απόφαση του Υφυπουργού Ναυτικών για την αποζημίωση των ελαιοδένδρων των τεμαχίων 77-80 του ίδιου κτηματολογικού πίνακα, ποσού 26.400 δραχμών. Ακολούθως δε, συστάθηκαν τα με αριθμό …/28-2-1938 και …./28-2-1938 γραμμάτια παρακαταθήκης των ποσών αυτών και στη συνέχεια με την με αριθμό 1335/1938 απόφαση του ιδίου υπουργού δημοσιεύθηκε η κατάθεση στο ΤΠΔ των σχετικών αποζημιώσεων (ΦΕΚ 121/1938), χωρίς ωστόσο να προκύπτει και ότι έλαβε χώρα καθ’οιονδήποτε τρόπο ειδοποίηση για τη γενόμενη κατάθεση του ιδιοκτήτη του συγκεκριμένου  γεωτεμαχίου,  η οποία και να δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.  Στη συνέχεια, στις 13-10-1938  συνετάγη νέος κτηματολογικός πίνακας ,στον οποίο το ως άνω υπ’αρίθμ. 80 τεμάχιο κατατμήθηκε σε πέντε επιμέρους τεμάχια με αριθμούς 81-85 και φερόμενους ιδιοκτήτες τους ………. για το υπ’αρίθμ …., ….. για το υπ’αριθμ. …., …… για το υπ’αρίθμ. …., ………. για το υπ’αρίθμ. …. και …….. για το υπ’αρίθμ. ….., σύμφωνα με πληροφορίες για το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους από κατοίκους  της περιοχής. Αυτό δε, εμφαίνεται κατατμημένο στα ως άνω επιμέρους γεωτεμάχια και στο από 3-4-1939 συνταχθέν κτηματολογικό διάγραμμα της δεύτερης (συμπληρωματικής απαλλοτρίωσης των 12 στρεμμάτων). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατόπιν της από 9-6-1949 αιτήσεως συμβιβασμού που κατέθεσαν 142 κύριοι των ως άνω απαλλοτριωθεισών εκτάσεων, ενόψει της επελθούσας δια του νόμου 18/1944 νομισματικής διαρρύθμισης, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους σε Ολομέλεια (2112/1954) γνωμοδότησε, στα πλαίσια της αρμοδιότητας του βάσει του άρθρου 28  του αν 427/1945, κατά πλειοψηφία, να συμβιβασθεί το Ελληνικό Δημόσιο με εκείνους τους ιδιοκτήτες, που θα αποδέχονταν  εγγράφως τον συμβιβαστικό καθορισμό της οφειλομένης σε αυτούς αποζημίωσης για τις απαλλοτριωθείσες αναγκαστικά εκτάσεις τους στις δια των με αριθμούς 95 και 206/1937 αποφάσεων του Προέδρου Πρωτοδικών Πειραιά προσδιορισθείσες προπολεμικές τιμές αποζημίωσης  αναπροσαρμοζόμενες με συντελεστή 800, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα, δεχόμενο ότι δεν είχε συντελεσθεί μέχρι τότε η απαλλοτρίωση των ακινήτων τους, επειδή δεν έλαβαν χώρα εξολοκλήρου όλες οι επιβαλλόμενες από το ισχύον κατά τον χρόνο κήρυξης αυτής νομικό καθεστώς του ν. 103/1913 διατυπώσεις, παραθέτοντας και σχετική νομολογία του ΑΠ (224/1954 απόφαση) και συγκεκριμένα δεν έλαβε χώρα ειδοποίηση των ενδιαφερομένων της παρακατάθεσης, ενώ αποφάνθηκε ότι δεν επήλθε συντέλεση αυτών ούτε υπό το καθεστώς του νέου νόμου α.ν. 1739/1939, διότι σε τέτοια περίπτωση θα έπρεπε να επαναληφθούν οι διατυπώσεις κατά τον νόμο αυτό.  Επισημαίνεται, ότι ο εισηγητής καθώς και δύο μέλη του Συμβουλίου είχαν ζητήσει την απόρριψη του συμβιβασμού προκειμένου η διαφορά να επιλυθεί δικαστικά, λόγω των σοβαρών αμφιβολιών που γεννώνται ως προς την συντέλεση των επίδικων απαλλοτριώσεων. Την ανωτέρω γνωμοδότηση, που εγκρίθηκε αρμοδίως από τον Υπουργό Οικονομικών, στις 9-12-1954 κατ’ άρθρο  28 παρ.3 του α.ν. 427/1945, ακολούθησε νεότερη διευκρινιστική γνωμοδότηση της Ολομελείας του ΝΣΚ (1854/15-12-1956), που εγκρίθηκε ομοίως από τον τελευταίο  στις 3-1-1957. Ακολούθως, με την από 4-4-1958 αίτηση τους προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, 56 ιδιοκτήτες απαλλοτριούμενων εκτάσεων, μεταξύ των οποίων και η   Ιερά Μονή Αιγίνης ………. «Η ….», ζήτησαν να αναγνωρισθούν κύριοι των απαλλοτριούμενων εκτάσεων, η δε ως άνω Ι. Μονή και του γεωτεμαχίου με αριθμό (αρχικού) κτηματολογικού πίνακα 80 (επίδικο), προκειμένου να τους καταβληθεί η συμβατικώς αναγνωρισθείσα αποζημίωση. Με το με αριθμό 1437 πρακτικό του Α’ τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους της συνεδρίασης με αριθμό  122/9-10-1958 , αυτό γνωμοδότησε κατ’άρθρο 28 β.δ 7-6-1957 (ΦΕΚ Α 110/1957) ομόφωνα υπέρ της αποδοχής της αιτήσεως, και τη συνακόλουθη, μεταξύ άλλων, αναγνώριση της ως άνω Ιεράς Μονής ως δικαιούχου της καθορισθείσας συμβιβαστικώς αποζημίωσης και για το επίδικο γεωτεμάχιο με αριθμό …., η γνωμοδότηση δε αυτή  στις 25-10-1958 εγκρίθηκε αρμοδίως  από τον τότε Υπουργό Οικονομικών. Επισημαίνεται, ότι η ως άνω, απορρέουσα από τις προαναφερόμενες γενικές διατάξεις  ,αρμοδιότητα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για συμβιβαστική επίλυση της εν λόγω  διαφοράς, δεν απεκλείετο από τις διατάξεις του νόμου περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων περί  δικαστικής, ή και διοικητικής σε ορισμένες περιπτώσεις, αναγνώρισης δικαιούχων  (βλ. ΑΠ 636/1974, ΕΕΝ 1975,291), ενώ τέλος, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 35 παρ.2 του κ.δ από 6.6/10.7 1944  «αναγνωρισθείσης άπαξ υπό του Νομικού Συμβουλίου αξιώσεώς τινος κατά του Δημοσίου και εν γένει συμβιβαστικής λύσεως διαφοράς ή καταργήσεως δίκης, εγκριθείσης δε της τοιαύτης αναγνωριστικής γνωμοδοτήσεως και υπό του Υπουργού και συνταχθέντος του οικείου συμβουλίου, ουδείς πλέον έλεγχος δύναται να ασκηθή» (ν. ΑΚΑ`/1882 άρθρ. 4, “Β.Δ. 8/13 Νοεμ. 1918 άρθρ. 50″και Ν.4975/1931 άρθρ. 12).  Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι  στις 6-11-1958 εκδόθηκε το με αριθμό 181/ 1958 χρηματικό ένταλμα με τα συνοδεύοντα αυτού έγγραφα, και συγκεκριμένα, την από 31-10-1958 κατάσταση δαπάνης, όπου αναγράφονται όλα τα τεμάχια  του κτηματολογικού πίνακα, για τα οποία αναγνωρίστηκε δικαιούχος της αποζημίωσης  η Ιερά Μονή, το συνολικό ποσό της αποζημίωσης, 50.356 δραχμών, ήτοι το αναπροσαρμοσθέν αρχικό ποσό των 62.946 προπολεμικών δραχμών, και την με αριθμό ………/6-11-1958 απόφαση έκδοσης χρηματικού εντάλματος  του ΓΕΝ ΥΕΘΑ, δυνάμει των οποίων κατεβλήθη στην τελευταία   η ως άνω αποζημίωση. Επισημαίνεται,  ότι καθ΄ολη την διάρκεια της διαδικασίας  καθορισμού και είσπραξης της αποζημίωσης ουδείς  τρίτος, πλην της Ιεράς Μονής,  παρενέβη σε αυτήν προβάλλοντας ίδιο δικαίωμα επί του επιδίκου αλλά ούτε και αργότερα αμφισβήτησε το δικαίωμα της τελευταίας σε αυτό. Σύμφωνα, επομένως, με τα προεκτεθέντα,  με την έκδοση του ως άνω χρηματικού εντάλματος για καταβολή της ορισθείσας αποζημίωσης στην δικαιούχο αυτής η απαλλοτρίωση συντελέστηκε (άρθρο 7 αν 1731/39), με συνέπεια  το επίδικο ακίνητο να  περιέλθει νομίμως στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου κατά πρωτότυπο τρόπο,  και  ακολούθως,    δυνάμει της διάταξης του άρθρου 1 παρ.1 και 3 του ν.δ 769/1970 (ΦΕΚ 280Α/21-12-2970) στη κυριότητα  του δεύτερου εκκαλούντος, Ταμείου Εθνικού Στόλου, και μάλιστα αναδρομικώς από τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, το οποίο, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 6 του Ν.4944/1931,  θεωρείται ότι έχει αδιαλείπτως τη νομή του ακινήτου κτήματος από της κτήσεως της κυριότητας αυτού, ανεξάρτητα από κάθε αφαίρεση αυτής από τρίτο. Εξάλλου, ο ισχυρισμός  του εναγομένου ότι εμφιλοχώρησε αυτοδίκαιη ανάκληση της απαλλοτρίωσης λόγω μη εμπρόθεσμης συντέλεσης  της κατά  τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του ν. 1731/1939, απαραδέκτως  εν προκειμένω προβάλλεται καθόσον η αυτοδίκαιη αυτή ανάκληση της απαλλοτρίωσης, αποβλέπουσα μόνον στο συμφέρον του καθ` ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτη για να μην παραμένει η κηρυχθείσα εις βάρος του απαλλοτρίωση επί μακρό χρονικό διάστημα εκκρεμής και μετέωρη, προς βλάβη των συμφερόντων του, λόγω της δεσμεύσεως της ιδιοκτησίας του, μπορεί να προταθεί μόνον από αυτόν (ΑΠ 754/2011, ΑΠ 2082/1983, Εφ Λαρ 28/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Εν προκειμένω δε η αναγνωρισθείσα τελικώς κατά τα ανωτέρω δικαιούχος της αποζημίωσης Ιερά Μονή ουδέποτε προέβαλε τέτοιον ισχυρισμό, αλλά αντιθέτως η συμμετοχή της στην διαδικασία μέχρις εισπράξεως του ποσού της αποζημίωσης μαρτυρά  σαφώς τη βούλησή της να μη ασκήσει το δικαίωμα που θεσπίσθηκε για το συμφέρον της, να καταστήσει δηλαδή ανίσχυρη την απαλλοτρίωση επικαλούμενη την αυτοδίκαιη ανάκλησή της, αλλά  να διατηρηθεί  αυτή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι το Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε απέκτησε την κυριότητα επί του επιδίκου, επειδή την ορισθείσα αποζημίωση έλαβε πρόσωπο που δεν είχε αναγνωρισθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ούτε  αποδείχθηκε ότι κατά τον χρόνο αυτό ήταν αληθινή κυρία του ακινήτου, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις   κατά το βάσιμο περί τούτου λόγο της έφεσης, γι` αυτό πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ` ουσίαν βάσιμη η έφεση ως προς το δεύτερο εκκαλούν  και να εξαφανισθεί ως προς αυτό κατ` αρθρ. 535 § 1 Κ.Πολ.Δ. η εκκαλούμενη απόφαση. Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να διακρατηθεί από το Δικαστήριο τούτο και να αναδικασθεί η αγωγή, η οποία τυγχάνει καθ’όλα ορισμένη, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του εναγόμενου, καθόσον  τα ενάγοντα  δεν φέρονται να την ασκούν ως συγκύριοι ή να διεκδικεί το καθένα από αυτά διαφορετικό τμήμα του επιδίκου, ώστε να πρέπει να αναφέρουν ποσοστά συγκυριότητας ή να περιγράφουν τα ειδικότερα τμήματα αυτού, αλλά διεκδικούν αμφότερα (αν και απαραδέκτως, σύμφωνα με τα ανωτέρω  το πρώτο ενάγον), ολόκληρο το ακίνητο. Περαιτέρω, ενόψει των προεκτιθεμένων περιστατικών που αποδείχθηκαν, αυτή πρέπει να γίνει δεκτή  ως ουσία βάσιμη, και να αναγνωρισθεί το δεύτερο ενάγον, Ταμείο Εθνικού Στόλου, κύριο του επίδικου ακινήτου και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του το αποδώσει.  Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγόμενου ενόψει της ήττας του,  κατ’ άρθρα     176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, τα οποία, όμως, θα επιβληθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957  και άρθρο 6 ν. 4944/1931 κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση με την παρουσία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και  ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση στην ουσία της ως προς το πρώτο εκκαλούν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του πρώτου εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας,  τα οποία  ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και  στην ουσία της την έφεση ως προς το δεύτερο εκκαλούν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό  24/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς το δεύτερο ενάγον.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμό κατάθεσης 7646/2011 αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ το δεύτερο ενάγον, Ταμείο Εθνικού Στόλου,  κύριο του επιδίκου ακινήτου, έκτασης 3675,96 τμ, στη θέση … στη νήσο Αίγινα, που απεικονίζεται στο με αριθμό …./2006 τοπογραφικό διάγραμμα της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Πολεμικού Ναυτικού με το στοιχείο «ιδιοκτησία Β», και  περικλείεται  με τους αριθμούς 7-8-9-10-7 με μήκη πλευρών 7-8 63,45μ, 8-9 57,01μ, 9-10 59,21μ και 10-7 84,10μ, και συνορεύει ,σύμφωνα με αυτό, νότια με χωματόδρομο (εντός της απαλλοτριωθείσας έκτασης), πλάτους 6μ., βόρεια, δυτικά και νότιοδυτικά με απαλλοτριωθείσα έκταση, ιδιοκτησίας του δεύτερου ενάγοντος, και ανατολικά επίσης με απαλλοτριωθείσα έκταση του δεύτερου ενάγοντος και πέραν αυτής με ακίνητο εναγόμενου.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να αποδώσει το ανωτέρω ακίνητο στο δεύτερο ενάγον.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ  σε βάρος του εναγόμενου τα δικαστικά έξοδα  του δεύτερου ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των  τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις   14 Ιουνίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ