Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 395/2018

Αριθμός  395/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη-Εισηγήτρια και Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη   και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Με την από 1.8.2017 (με αριθ. κατάθ. ………/2017) κλήση της εκκαλούσας-εφεσίβλητης εταιρίας «ΟΛΠ Α.Ε.» νομίμως φέρονται προς εκδίκαση α) η από  14.4.2009 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2009) έφεση αυτής (καλούσας εναγόμενης εταιρίας) και β) η από 15.4.2009 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2009) αντίθετη έφεση των εναγόντων, οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της υπ’ αριθ. 422/2009 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664 έως 676 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την έμμεση κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015), μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 1159/2014 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η υπ’ αριθ. 196/2010 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (που είχε δεχθεί εν μέρει κατ’ ουσίαν τις ως άνω εφέσεις, είχε εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση και είχε δεχθεί εν μέρει την από 8.7.2008 αγωγή, επιδικάζοντας στους ενάγοντες τα αναφερόμενα σ’ αυτήν ποσά ως διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας) και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αποτελούμενο από άλλους δικαστές.

ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 110 παρ. 2 ΚΠολΔ απορρέει η θεμελιώδης δικονομική αρχή της ακρόασης όλων των διαδίκων. Η τήρηση της αρχής αυτής επιβάλλει στο Δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως, αν ο διάδικος που απουσιάζει κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσης, έχει κλητευθεί να παραστεί σ` αυτήν νομοτύπως και εμπροθέσμως και να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση, εφόσον διαπιστώσει ότι δεν έγινε τέτοια κλήτευση ή ότι αυτή δεν έγινε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις. Πριν από την ως άνω έρευνα, όμως, πρέπει να προηγηθεί από το Δικαστήριο η διακρίβωση για το ποιός από τους διαδίκους επισπεύδει την συζήτηση, γιατί αν ο επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευσή του, ενώ αντιθέτως απαιτείται τέτοια κλήτευσή, όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος. Σε περίπτωση δε αδυναμίας διακρίβωσης του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη, γιατί λείπει η απαιτούμενη προδικασία, δηλαδή της κλήσης προς συζήτηση (άρθρα 106, 110 παρ. 3, 111 παρ. 1, 217, 226 παρ. 1, 228, 498 ΚΠολΔ – βλ. ΕφΠειρ 28/2016 και ΕφΠειρ 25/2016 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του άρθρου 271 ΚΠολΔ, προϋπόθεση δε του παραδεκτού της συζήτησης της έφεσης, είναι, κατά τους ορισμούς του άρθρου 271 ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 524 ΚΠολΔ, η έρευνα της νόμιμης κλήτευσης του απολειπομένου εκκαλούντος ή της επίσπευσης της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο, αλλιώς η συζήτηση είναι απαράδεκτη. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 75 παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζεται ότι, στις περιπτώσεις απλής ομοδικίας, κατά το άρθρο 74 του ιδίου Κώδικα, κάθε ομόδικος, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ενεργεί στη δίκη ανεξάρτητα από τους άλλους και ότι οι πράξεις και οι παραλείψεις κάθε ομοδίκου δεν βλάπτουν ούτε ωφελούν τους άλλους. Από την άνω ρύθμιση, με την οποία καθιερώνεται ο κανόνας της υποκειμενικής ενέργειας των διαδικαστικών πράξεων των ομοδίκων, προκύπτει ότι επί απλής ομοδικίας η δικονομική θέση καθενός των ομοδίκων, είναι ανεξάρτητη έναντι των λοιπών, οι δε πράξεις και παραλείψεις αυτού, ούτε ωφελούν ούτε βλάπτουν τους λοιπούς (ΑΠ 111/1999 ΕλλΔνη 1999.805, ΑΠ 251/1997 ΝοΒ 46.1229, ΕφΘεσ 149/2015 Αρμ 2016.462, ΕφΘεσ 632/2009 ΕφΑΔ 2009.720). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 271 παρ. 1-2 και 524 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο άσκησης των ένδικων εφέσεων, συνάγεται ότι αν ο εκκαλών επισπεύδει  ο ίδιος τη συζήτηση ή αν κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως από τον εφεσίβλητο να παραστεί σε αυτήν, η έφεση απορρίπτεται. Η απόρριψη δε αυτή είναι κατ’ ουσίαν και όχι κατά τους τύπους, γιατί, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου, ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του, θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 60/2017, ΑΠ 268/2016, ΑΠ 355/2016, ΑΠ 361/2011, ΕφΠειρ 90/2016, ΕφΠειρ 102/2016, ΕφΠατρ 62/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της έφεσης αυτής και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από την σειρά του πινακίου, οι εκκαλούντες-εφεσίβλητοι, …….. και ……., δεν εμφανίστηκαν κατά τη συζήτηση αυτή, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Από το όλο περιεχόμενο του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει ότι η συζήτηση των κρινόμενων εφέσεων επισπεύδεται από την εκκαλούσα-εφεσίβλητη εταιρία «ΟΛΠ Α.Ε.» (αντίδικο των απολειπόμενων ως άνω εκκαλούντων-εφεσίβλητων) με την από 1.8.2017 κλήση της, της οποία μάλιστα αντίγραφο με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση των εφέσεων για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσα δικάσιμο (της 1.3.2018) επέδωσε μόνο στον πρώτο εκκαλούντα-εφεσίβλητο ………., όπως θα αναφερθεί κατωτέρω. Όμως, η ως άνω καλούσα εταιρία ΟΛΠ Α.Ε. δεν επέδωσε την κλήση αυτή και στον απολειπόμενο δεύτερο εκκαλούντα-εφεσίβλητο . ………, αφού δεν προσκομίζει το σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως, ούτε επικαλείται με τις προτάσεις της τέτοια επίδοση (σε αντίθεση με τον πρώτο εκκαλούντα-εφεσίβλητο, για τον οποίο επικαλείται την επίδοση της κλήσης της, ενώ προσκομίζει και το σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως). Συνεπώς, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση α) της από 14.4.2009 έφεσης της εναγόμενης εταιρίας ΟΛΠ Α.Ε. ως προς τον δεύτερο εφεσίβλητο …….. και β) της από 15.4.2009 έφεσης των εναγόντων, ως προς το δεύτερο αυτών, ………, λόγω μη κλήτευσης του ως άνω εφεσίβλητου-εκκαλούντος. Και τούτο ανεξαρτήτως της νόμιμης κλήτευσης και απουσίας του απλού ομοδίκου του, πρώτου των εκκαλούντων-εφεσίβλητων, ………., δεδομένου ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, επί απλής ομοδικίας η δικονομική θέση καθενός των ομοδίκων είναι ανεξάρτητη έναντι των λοιπών, οι δε πράξεις και παραλείψεις αυτού, ούτε ωφελούν ούτε βλάπτουν τους λοιπούς. Περαιτέρω, από την υπ’ αριθ. ….΄/8.9.2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ………., την οποία επικαλείται και προσκομίζει νομίμως η καλούσα εταιρία, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 1.8.2017 κλήσης της με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 1.3.2018) επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στον πρώτο εκκαλούντα-εφεσίβλητο … .. (άρθρο 128 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ). Κατά την ανωτέρω, όμως, δικάσιμο, όπως προαναφέρθηκε, ο ως άνω εκκαλών-εφεσίβλητος, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και, συνεπώς, πρέπει να δικασθεί ερήμην. Η συζήτηση, ωστόσο, της από 14.4.2009 έφεσης της εταιρίας ΟΛΠ Α.Ε. θα προχωρήσει ως προς αυτόν σαν να ήταν ο ίδιος παρών (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ). Αντιθέτως, ως προς την από 15.4.2009 έφεσή του, αυτή, σύμφωνα με την αναφερόμενη στην ίδια ως άνω νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη. Σημειώνεται, ότι δεν τίθεται διάταξη περί δικαστικών εξόδων σε βάρος του ως άνω εκκαλούντος, γιατί η εφεσίβλητη εταιρία ΟΛΠ Α.Ε. δεν υποβλήθηκε σε ιδιαίτερα έξοδα για την απόκρουση της έφεσης αυτής. Τέλος, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης από τον ως άνω εκκαλούντα-εφεσίβλητο, . …., που δικάζεται ερήμην, πρέπει να ορισθεί το κατά νόμο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΙΙΙ. Κατά  τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, «Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα (όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το Ν. 4335/2015), στο δικαστήριο της παραπομπής «η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ (όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή της με τα άρθρα 12 παρ. 4 Ν. 4055/2012 και 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013 και πριν την αντικατάστασή του με το Ν. 4335/2015), αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή και στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, η αναίρεση της απόφασης και επομένως, η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Συγκεκριμένα η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο λόγος αναίρεσης, που έγινε δεκτός, καθώς και εκείνα που συνάπτονται άρρηκτα με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται (ΑΠ 493/2011 ΕΠολΔ 2012.447, ΕφΑθ 1008/2015 ΕφΑΔ 2015.426). Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής (ΑΠ 629/2010, ΑΠ 434/2009 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 479/2009 ΕφΑΔ 2009.831, ΑΠ 1308/2004 ΕλλΔνη 2005.84). Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται στο σύνολό της, όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει, κατά νομική ακολουθία, το κύρος της όλης απόφασης και η απόφαση του Αρείου Πάγου δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007.1830, ΑΠ 1123/2017 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 2005.402, ΑΠ 129/2004 Δίκη 2004.804, βλ. Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2016, παρ. 121, αρ. 9, σελ. 985).  Εξάλλου, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει την ισχύ της, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, όπως έφεση, αγωγή κλπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ` αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο, το οποίο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 1 και 2, 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, από την αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό, από εκείνη (ΑΠ 886/2017, ΑΠ 921/2015, ΑΠ 1614/2008, ΑΠ 1606/2007 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, επί αναίρεσης εφετειακής απόφασης, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα, και τούτο, γιατί με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1220/2007, ΑΠ 443/2006 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1900/2017 ΧρΙΔ 2017.659). Κατά δε τη συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής εφαρμόζονται οι κανόνες που ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, αναλόγως αν τούτο δίκασε ως πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά την τακτική ή ειδική διαδικασία. Ακόμη, κατά την έννοια του άρθρου 579 ΚΠολΔ, μετά την αναίρεση της απόφασης καταργείται, κατά την αυτή έκταση, και η συζήτηση κατά την οποία είχε εκδοθεί η αναιρεθείσα απόφαση και, ως εκ τούτου, οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατ’ αυτήν, αφού ανάγονται σε διατάξεις για τις οποίες εχώρησε η αναίρεση, δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικάζον την έφεση δικαστήριο και αν ακόμη έγινε νόμιμη επίκλησή τους, ενώ οι διάδικοι υποχρεούνται να καταθέσουν στο δικαστήριο της παραπομπής νέες προτάσεις κατ’ άρθρο 581 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1606/2007 δημ. σε ΝΟΜΟΣ, βλ. Ν. Νίκα, ό.π, παρ. 121, αρ. 31, σελ. 990). Τέλος, κατά το άρθρο 580 παρ. 4 ΚΠολΔ, οι αποφάσεις της ολομέλειας ή των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, ως «νομικό ζήτημα» θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου είχε θεμελιωθεί η αναίρεση, μπορεί δε αυτός να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό είτε στο δικονομικό δίκαιο, για τους κατ’ ιδίαν λόγους αναίρεσης που θεσπίζει το άρθρο 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 923/2017, ΑΠ 534/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, κατόπιν των ανωτέρω εκτεθέντων, αποτελεί αντικείμενο έρευνας του παρόντος Δικαστηρίου η από 14.4.2009 έφεση της εταιρίας ΟΛΠ Α.Ε. ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο ………., που εισάγεται προς εκδίκαση με την από 1.8.2017 κλήση της ως άνω εταιρίας, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 1159/2014 απόφασης του Αρείου Πάγου, ως κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Με την από 8.7.2008 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2008) αγωγή του, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), ο (πρώτος) ενάγων ………. (ήδη πρώτος εφεσίβλητος), επικαλούμενος ότι, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, απασχολείται ως λιμενεργάτης στην εναγόμενη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» (ήδη εκκαλούσα), εξέθεσε ότι οι όροι εργασίας, οι αμοιβές, οι συνθήκες εργασίας και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών του, ως λιμενεργάτη απασχολούμενου στην εναγομένη, ρυθμίζεται από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (από δε την 1-3-2004 ισχύει ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ ΑΕ), οι ειδικότεροι δε όροι εργασίας του ρυθμίζονται με τις Ειδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (Ε.Σ.Σ.Ε), που υπογράφονται μεταξύ των εκπροσώπων της εναγομένης και της Ένωσης Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών ΟΛΠ. Ότι αυτός (ενάγων), ως λιμενεργάτης, εκτελεί στο λιμάνι του Πειραιά κάθε λιμενεργατική δραστηριότητα που σχετίζεται με τη φορτοεκφόρτωση και διακίνηση φορτίων, όπως επίσης και άλλες εργασίες εντός του λιμανιού, στις εργασίες δε αυτές, που παρουσιάζουν ιδιομορφίες, απασχολούνται εκ περιτροπής όλοι ο λιμενεργάτες, δηλαδή ορισμένες ημέρες στα χύδην φορτία, άλλες στις γερανογέφυρες, άλλες στην απόδοση και άλλες χωρίς απόδοση, πλην όμως η κύρια απασχόλησή τους είναι στις γερανογέφυρες κατά ποσοστό 75-80%. Ότι, για να προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο που προκύπτει από την απόδοσή τους, αθροίζονται όλοι οι τόνοι που εκφορτώθηκαν από τον καθένα, πολλαπλασιάζονται επί το ημερομίσθιο το προβλεπόμενο από τις ΕΣΣΕ και έτσι ο τρόπος αμοιβής τους ποικίλλει, αφού αμείβονται είτε με απόδοση (όταν εργάζονται στις φορτοεκφορτώσεις χύδην φορτίων και λοιπών εν γένει εμπορευμάτων), είτε με συγκεκριμένο ποσό (τρία βασικά ημερομίσθια λιμενεργάτη και επί πλέον διορθωτικό ποσό από 1-12-2005, όταν εργάζονται στις γερανογέφυρες) είτε με το ασφαλιστικό ημερομίσθιο όταν βρίσκονται σε εργασιακή ετοιμότητα. Ότι, αφού προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο που είναι κυμαινόμενο, υπολογίζονται επ’ αυτού όλα τα επιδόματα, πλην όμως η εναγομένη, ενώ υπολόγιζε επί του διαμορφωμένου βασικού ημερομισθίου με την απόδοση όλα τα επιδόματα, εσφαλμένα τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας τα υπολόγισε μόνο επί του ημερομισθίου βάσης των Ε.Σ.Σ.Ε, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού, των Ε.Σ.Σ.Ε. και της εργατικής νομοθεσίας. Ακολούθως, με την ως άνω αγωγή του, ο ενάγων παραθέτει αυτούσιο το άρθρο 35 παρ. 1β΄ του Κανονισμού και τον καθοριζόμενο μ` αυτό τρόπο υπολογισμού των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας που δικαιούται κάθε μόνιμος εργάτης, ήτοι επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, ως τέτοιο λογιζόμενο εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης κατά το τελευταίο τρίμηνο προ της χορήγησης της άδειας και εκθέτει ότι ο Κανονισμός, για τον υπολογισμό αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας, δεν θεωρεί ως βασικό ημερομίσθιο το εκάστοτε προβλεπόμενο από τις Ε.Σ.Σ.Ε, αλλά εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης. Ότι, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 539/1945 όπως ισχύει, και του Ν. 4504/1966 οι αποδοχές και το επίδομα αδείας υπολογίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού, δηλαδή με το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή που καταβάλλεται τακτικά και σταθερά από τον εργοδότη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του. Με βάση τα ανωτέρω, ο ενάγων, παραθέτοντας αριθμητικά τις καταβληθείσες μηνιαίες αποδοχές, κατά τα αναφερόμενα επί μέρους χρονικά διαστήματα, τις οποίες, όσον αφορά μεν τις αποδοχές αδείας, διαιρεί δια του 3 και εξευρίσκει έτσι το μέσο όρο αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, καθόσον δε αφορά το επίδομα αδείας, του τελευταίου 12μήνου, τις οποίες διαιρεί δια 10,9, το δε πηλίκο αναφέρει ότι είναι ο μηνιαίος μέσος όρος αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, ζήτησε την επιδίκαση διαφορών αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας του χρονικού διαστήματος 2001-2004. Συγκεκριμένα, με βάση το ιστορικό αυτό, ο ως άνω ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρία να του καταβάλει, για τις προαναφερθείσες αιτίες, το συνολικό ποσό των 17.389,03 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αναφερόμενης προγενέστερης όμοιας αγωγής τους, άλλως από την επίδοση της ως άνω αγωγής του. Επικουρικώς, ο ενάγων ζήτησε το ανωτέρω ποσό κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού δέχθηκε ότι η ως άνω αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, δέχθηκε αυτήν εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη και συγκεκριμένα υποχρέωσε την εναγόμενη εταιρία ΟΛΠ Α.Ε. να καταβάλει, για τις προαναφερθείσες αιτίες (διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας), στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 12.826,61 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Ακολούθως, την πρωτόδικη αυτή απόφαση προσέβαλαν τόσο η εναγόμενη εταιρία όσο και ο ενάγων .. ………. με τις από 14.4.2009 και 15.4.2009 αντίστοιχες εφέσεις τους, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, ώστε κατά μεν την εναγόμενη εταιρία να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της, κατά δε τον ενάγοντα να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή του καθ’ ολοκληρίαν. Επί των εφέσεων αυτών, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 196/2010 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, µε την οποία έγιναν τυπικά και εν μέρει ουσιαστικά δεκτές οι εφέσεις αυτές, εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ως άνω ενάγοντα, για τις προαναφερθείσες αιτίες, το συνολικό ποσό των 12.355,73 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε επί μέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό αυτής. Στη συνέχεια, η εναγόμενη εταιρία ΟΛΠ Α.Ε. προσέβαλε την τελευταία αυτή απόφαση µε την από 4.10.2010 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1159/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου (Β1΄ Πολιτικού Τμήματος), με την οποία αναιρέθηκε η υπ’ αριθ. 196/2010 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και παραπέμφθηκε, κατ’ άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, συγκροτούμενου από άλλους δικαστές. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή έγινε δεκτός ο σχετικός πρώτος λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ήτοι περί παραβίασης κανόνων ουσιαστικού δικαίου, αφού το Εφετείο προέβη, κατά την σύγκριση των αποδοχών και του επιδόματος αδείας ως μίας ενότητας, σε επιλεκτική εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945 και των διατάξεων του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και δη του άρθρου 35 αυτού. Ήδη νομίμως φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση με την προαναφερόμενη κλήση της εκκαλούσας-εναγόμενης εταιρίας ΟΛΠ Α.Ε., με επαναφορά των διαδίκων στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την αναιρεθείσα απόφαση (άρθρο 579 παρ. 1 ΚΠολΔ), με συνέπεια η από 14.4.2009 έφεσή της να ερευνάται εκ νέου (να επαναδικάζεται), στο σύνολό της, ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο ………….. από το παρόν Δικαστήριο της παραπομπής. Περαιτέρω, η ως άνω έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε, με επιμέλεια του ενάγοντος, στην εναγόμενη εταιρία την 3.4.2009 (βλ. την σχετική από 3.4.2009 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας ……………. επί του σώματος της εκκαλουμένης), ενώ αυτή (έφεση) κατατέθηκε την 30.4.2009, δηλαδή εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία που ακολουθήθηκε πρωτοδίκως, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται, επίσης, ότι δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των νέων διατάξεων του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και εφεξής, ενώ, στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε πριν την 1.1.2016.

ΙV. Με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του Ν. 2688/1999, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς», που ιδρύθηκε με το Ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον Α.Ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το Ν. 1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε» και το διακριτικό τίτλο «Ο.Λ.Π. Α.Ε», η οποία είναι ανώνυμη εταιρία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από το νόμο αυτό και τον Κ.Ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Ν. 2414/1996, καθώς και του Α.Ν 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν. Περαιτέρω, από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στην σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσότερων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 5/2011 και 26/2007 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά την συσχέτιση Σ.Σ.Ε. ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντα της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων Σ.Σ.Ε. αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 1876/1990). Κατά την συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και Σ.Σ.Ε), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιότερων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς τη ρύθμιση των παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για την συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους Κανονισμούς Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με τη διαδικασία του Ν.Δ. 3789/1957, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας, που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία του Ν.Δ. 3789/1957. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντίστοιχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζόμενους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο Α.Ν. 539/1945 «περί χορηγήσεως κατ` έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ` αποδοχών», όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και, κατά συνέπεια, απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Με το άρθρο 3 παρ. 1 του ως άνω Α.Ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της αδείας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι για τον κατ` αποκοπή ή κατ` άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές που δικαιούται κατά τη διάρκεια της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσο όρο από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους… μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμό των εργασίμων ημερών οι οποίες περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα άδεια και, τέλος, κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές. Εξάλλου, ο νομοθέτης, με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζόμενου που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το επίδομα αδείας, το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, με το διαλαμβανόμενο σ` αυτήν χρονικό περιορισμό, κατά την οποία «Οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ` οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ` έτος “επιδόματος αδείας” ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ` αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθιω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβομένους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού…». Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το Ν. 3248/1955 με αριθμ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης «περί προστασίας του ημερομισθίου», 2 της κυρωθείσας με το Ν. 133/1975 από 26-2-1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε, 1 παρ.1 του Ν. 435/1976, 1 παρ. 2 του Ν. 1082/1980 και του άρθρου 3 της υπ` αριθ. 19040/1981 Υπουργικής Απόφασης «χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β΄ 742), προκύπτει ότι ως «συνήθεις αποδοχές», με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις «τακτικές αποδοχές», που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του και όμοιες με τις αποδοχές των αμειβομένων με το σύστημα των κυμαινόμενων, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, η κατά 75% προσαύξηση του ημερομισθίου ή προσαυξήσεις του 1/25 του μηνιαίου μισθού με βάση τις 8900/1946 και 25825/1951 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας για εργασία κατά τις Κυριακές και από το νόμο καθιερωμένες ως μη εργάσιμες εορτές του έτους, εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και μόνιμα. Δεν περιλαμβάνονται, όμως, στις ανωτέρω αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, γιατί η αμοιβή αυτή οφείλεται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ακόμη και όταν η υπερωριακή απασχόληση παρέχεται σταθερά και μόνιμα και δεν αποτελεί τακτικό μισθό, ακριβώς γιατί δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού, η αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, έστω και αν παρέχεται σταθερά και μόνιμα, δεν αποτελεί τακτικό μισθό, γιατί δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού και τα επιδόματα εορτών (ΟλΑΠ 5/2011 ΕλλΔνη 2011.684, ΑΠ 191/2011 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν οι εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του προηγούμενου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της προηγούμενης αδείας του μέχρι την έναρξη της νέας άδειας. Εξάλλου, με την 45058/7/1971 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β΄ 579) εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (με τον προσαρτημένο σ` αυτόν πίνακα συνθέσεων εργατικών ομάδων και αποδόσεων αυτών σε τόνους ή m3), με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής του εργατικού προσωπικού (μόνιμο και έκτακτο), που συνδέεται με τον ΟΛΠ (ήδη ΟΛΠ ΑΕ) πάντοτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (άρθρα 1 και 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του Λιμένος Πειραιώς (άρθρο 1 παρ. 1). Ο Κανονισμός αυτός, που καταρτίσθηκε και εγκρίθηκε υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του Ν.Δ. 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, με αυτόν δε ορίζονται ειδικότερα τα εξής σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας του ως άνω προσωπικού σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών, ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών (ειδών) φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες ΣΣΕ: Α) Σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ.1 εδ. β΄ οι αποδοχές αδείας ισούνται προς το γινόμενο των ημερών αδείας που δικαιούται κάθε μισθωτός επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, όπως δε διευκρινίζεται με την παρ. ε` του ίδιου άρθρου ως «βασικό ημερομίσθιο» για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των μονίμων εργατών λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από τη χορήγηση της αδείας τρίμηνο και προκειμένου για εργάτες που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων το βασικό ημερομίσθιο που καθορίζεται για τις εργασίες αυτές. Κατά δε τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 35 του ως άνω Κανονισμού, «Μετά των αποδοχών κανονικής αδείας του εργατικού προσωπικού καταβάλλεται και το ιδιαίτερον επίδομα αδείας…» (παρ. 3) και «Εις άπαντας τους εργάτας (μονίμους, δοκίμους και ελευθέρους), τους καθ` οιονδήποτε τρόπον απασχολουμένους κατά το μικτόν σύστημα ή επί ημερομισθίω εις φορτοεκφορτωτικάς και λοιπάς εργασίας του λιμένος, αι καταβαλλόμεναι αυτοίς αποδοχαί αδείας προσαυξάνονται κατά ποσοστόν 25%» (παρ. 4). Ως «επικρατέστερη απασχόληση» νοείται, κατά τη διάταξη αυτή, η επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλαδή εκείνη η οποία είχε συνολικά τη μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από την λήψη της άδειας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών αδείας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω αποδόσεως (για τους εργαζόμενους «επί αποδόσει») ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους απασχολούμενους στις γερανογέφυρες) ή λόγω άλλων προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτό αποδοχές αδείας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό 25%. Β) Το ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ.) εργατών του ΟΛΠ, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, ορίζεται ειδικά στο άρθρο 23 παρ. 1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησής τους κατά τις διακρίσεις του άρθρου 12 παρ. 1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 23 παρ. 1), είναι δε αυτές: α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κλπ., β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαιθρίων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με την φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η «επί αποδόσει», αφού αυτή, κατά το άρθρο 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο «τρόπος διεξαγωγής της εργασίας», προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 20 του Κανονισμού: 1) Η εργασία στον λιμένα διεξάγεται «επί αποδόσει» στις περιπτώσεις εκφόρτωσης ή φόρτωσης και ειδικότερα στις περιπτώσεις της, από το κύτος ή τις φορτηγίδες μέχρι τον τόπο οριστικής απόθεσης, μεταφοράς α) γαιανθράκων, ορυκτών, μεταλλευμάτων, πορσελάνης και χωμάτων (χύμα) χωρίς τη χρήση αρπάγης, β) σιτηρών και λοιπών δημητριακών «εις χύμα», χωρίς τη χρήση αρπάγης, γ) ξυλείας, δ) φορτίων σε σάκους γενικά, ε) σιδήρων, σιδηροφύλλων κλπ, στ) ειδών γενικού εμπορίου και ζ) φορτίων πλοίων ψυγείων, κατ` εξαίρεση, όμως, εφόσον οι συνθήκες διεξαγωγής των εργασιών για τα παραπάνω φορτία (υπό στοιχεία α-ζ) παρεμποδίζουν την «επί αποδόσει» εργασία με τον ως άνω τρόπο, αυτός μπορεί με απόφαση των αρμοδίων οργάνων να μεταβληθεί (επειδή ακριβώς η «επί αποδόσει» εργασία δεν αποτελεί είδος απασχόλησης, αλλά τρόπο εκτέλεσης της εργασίας) σε εργασία «επί ημερομισθίω». 2) Η εργασία «επί ημερομισθίω» εκτελείται για α) την από την αποθήκη ή ύπαιθρο μεταφορά όλων των ανωτέρω ειδών (πλην της ξυλείας) μέχρι το μεταφορικό μέσο του παραλήπτη και αντίστροφα, β) φορτοεκφορτώσεις αποσκευών των επιβατών, γ) φορτοεκφορτώσεις νωπών ιχθύων, φρούτων και λαχανικών, δ) φορτοεκφορτώσεις φορτίων κάθε είδους «εις χύμα» (δι` αρπάγης ή μηχανημάτων αναρροφήσεως) και ε) εργασίες εκφόρτωσης βαγονιών και αυτοκινήτων που μεταφέρουν εμπορεύματα εξωτερικού και 3) οι εργασίες πλήρωσης και εκκένωσης εμπορευματοκιβωτίων, ρυμουλκούμενων οχημάτων και αυτοκινήτων μεταφερόμενων με οχηματαγωγά πλοία εξωτερικού, καθώς και οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης στρατιωτικών εφοδίων επί αυτοκινήτων κλπ. μπορούν να εκτελούνται «επί αποδόσει» με βάση τους 6 τόνους κατά εργάτη κλπ. Η αμοιβή για την «επί αποδόσει» εργασία έχει προβλεφθεί στο άρθρο 27 και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθρου 12 παρ.1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθρου 23 παρ. 1 και Γ) Με το άρθρο 26 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς προβλέπονται οι καθοριζόμενες σ` αυτό έκτακτες αμοιβές για την «επί ημερομισθίω εργασίαν», ενώ με το άρθρο 28 αυτού προβλέπονται οι καθοριζόμενες εκεί πρόσθετες και έκτακτες αμοιβές για την «επί αποδόσει εργασίαν», όπως για πρόσθετες εργασίες ανοίγματος και κλεισίματος των κυτών του πλοίου, εξαρμώσεις διαφραγμάτων (μπουλμέδων) ή υποστηριγμάτων και περισυλλογή της ξυλείας κλπ, για καθυστέρηση ενάρξεως εργασίας ή διακοπή αυτής εντός των κανονικών χρονικών ορίων απασχολήσεως, για καθυστερήσεις σημειούμενες σε έκτακτα χρονικά όρια εργασίας τακτικών και εκτάκτων φυλάκων κλπ. Τέλος, κατά το άρθρο 30 παρ.1 το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο», που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας, είναι ίσο προς αυτό που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθρου 23 παρ.1 εδ. β΄, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί, δηλαδή, το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο» το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλά αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις κομιστικές εργασίες, ενώ κατά το άρθρο 31 παρ. 1 σε περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισμένης εργασίας καταβάλλεται το βασικό ημερομίσθιο. Περαιτέρω, με τα άρθρα 4 παρ. 3 και 5 εδ. ε΄ του Ν. 2668/1999, ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε, καταρχήν, σε ισχύ και μετά την μετατροπή του ΟΛΠ από ΝΠΔΔ σε ανώνυμη εταιρία, ενώ με την 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών-Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β΄ 390/26-2-2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στο πλαίσιο και κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 4, 12 και 13 του ως άνω Ν. 2688/1999 Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ Α.Ε (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ, κατά το άρθρο 83 αυτού) για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σ` αυτήν, σύμφωνα δε με αυτόν το προσωπικό της ΟΛΠ ΑΕ (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (άρθρο 5 παρ.1α, 2 και 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος αδείας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται, δηλαδή, παραπομπή στον Α.Ν. 539/1945) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας Ε.Γ.Σ.Σ.Ε, τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην ΟΛΠ Α.Ε. και τις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού (άρθρο 55 παρ.1) (ΟλΑΠ 5/2011 ό.π., ΑΠ 415/2017 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 416/2017 και 417/2017, ΑΠ 1171/2014, 1172/2014 και 1173/2014 όλες δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου).

Στην προκείμενη περίπτωση, η ανωτέρω από 8.7.2008 αγωγή του ………….. με το ιστορούμενο στην παράγραφο IΙΙ της παρούσας περιεχόμενο και αίτημά της, είναι, κατά την κύρια βάση της, μη νόμιμη στο σύνολό της. Ειδικότερα, η αγωγή είναι μη νόμιμη ως προς το αιτούμενο από τον ενάγοντα (πρώτο) κονδύλιο των διαφορών αποδοχών αδείας, γιατί αυτός, κατά τον προσδιορισμό του εν λόγω κονδυλίου, ζητεί μη νομίμως την επιλεκτική εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945 και της διάταξης του άρθρου 35 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, δηλαδή υπολογίζει τις αποδοχές αδείας, που ισχυρίζεται ότι του οφείλονται, με βάση τις πλήρεις αποδοχές του (ήτοι τις αποδοχές τις προκύπτουσες από την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου αμοιβή απόδοσης), αλλά μόνο του τελευταίου τριμήνου πριν από τη λήψη της αδείας και όχι του τελευταίου δωδεκαμήνου, προβαίνοντας έτσι, κατά την σύγκριση των αποδοχών αδείας ως μίας ενότητας, σε ανεπίτρεπτη επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή (ήτοι από τη γενική εργατική νομοθεσία και συγκεκριμένα από τη διάταξη του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945) και άλλου τμήματος αποδοχών από διαφορετική πηγή (ήτοι από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και συγκεκριμένα από τη διάταξη του άρθρου 35 αυτού). Όμως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην  αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, για την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά την συσχέτιση, μεταξύ τους, περισσότερων πηγών (ως ρυθμιστικών παραγόντων της εργασιακής σχέσης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (και, στην προκειμένη περίπτωση, η διάταξη του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945, ως αναγκαστικού δικαίου διάταξη της κοινής εργατικής νομοθεσίας, είναι ανώτερης βαθμίδας, σε σχέση με την έχουσα ισχύ ουσιαστικού νόμου διάταξη του άρθρου 35 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς), οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών. Επίσης, μη νόμιμη είναι η αγωγή και ως προς το αιτούμενο (δεύτερο) κονδύλιο των διαφορών του επιδόματος αδείας, γιατί ναι μεν ο ενάγων ζητεί να υπολογισθεί αυτό μόνο με βάση τις διατάξεις τις γενικής εργατικής νομοθεσίας (άρθρα 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, 3 του Α.Ν. 539/1945 και 1 παρ. 3 Ν. 4547/1966), όμως τα ποσά που αναφέρονται στην αγωγή ως μηνιαίες αποδοχές του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν τη λήψη της ετήσιας άδειας και με βάση τα οποία γίνεται ο υπολογισμός του εν λόγω επιδόματος, δεν εμπίπτουν, στο σύνολο τους, στην εκτεθείσα στην ανωτέρω νομική σκέψη έννοια των «τακτικών – συνήθων» αποδοχών, καθόσον περιέχουν, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, και έκτακτες αποδοχές, ενόψει του ότι πρόκειται για μισθωτό αμειβόμενο με κυμαινόμενο ημερομίσθιο αφενός και αφετέρου ο προαναφερθείς Κανονισμός, τον οποίο επικαλείται ο ενάγων, προβλέπει για την «επί αποδόσει» και «επί ημερομισθίω» αμοιβή και έκτακτες αμοιβές, για δε το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο» προβλέπει επίσης και βασικό ημερομίσθιο (για την περίπτωση ματαίωσης προγραμματισμένης εργασίας), οι οποίες, κατά τα προεκτεθέντα, για να αποτελέσουν βάση υπολογισμού θα πρέπει να εμπίπτουν, κατά το ένδικο διάστημα, στην έννοια των «τακτικών αποδοχών», ενώ ουδόλως διευκρινίζει ο ενάγων εάν οι αναφερόμενες στην αγωγή αμοιβές του, επί των οποίων υπολογίζει το ένδικο επίδομα, είναι «τακτικές – συνήθεις» υπό την ανωτέρω έννοια, δηλαδή ότι καταβάλλονται σταθερά κάθε μήνα. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα εάν, προκειμένου περί τακτικών-συνήθων αποδοχών, αυτές διαφέρουν μόνο κατά ποσό από μήνα σε μήνα, ώστε τότε να χωρήσει επ’ αυτών η εξεύρεση του μέσου όρου από τη λήξη της άδειας του προηγούμενου έτους μέχρι την έναρξη της νέας άδειας. Έτσι, δηλαδή, όπως η αιτούμενη από τον ενάγοντα αξίωση των διαφορών επιδόματος αδείας είναι υπολογισμένη σύμφωνα με την εργατική μεν νομοθεσία, αλλά με βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προκύπτει «από την απόδοση» και την «επικρατέστερη απασχόληση» κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό, προβαίνει ο ενάγων σε σύγχρονη επιλεκτική επίκληση όλων των πηγών (και του Κανονισμού και της εργατικής νομοθεσίας), το οποίο είναι ανεπίτρεπτο, όπως προεκτέθηκε. Επιπροσθέτως, η αγωγή, κατά την κύρια βάση της, είναι απορριπτέα και για τον λόγο ότι, προκειμένου να ανευρεθεί η εφαρμοστέα ευνοϊκότερη για τον ενάγοντα εργαζόμενο ρύθμιση, ενόψει του ότι πρόκειται περί μισθωτού αμειβομένων με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, πρέπει πρώτα να ανευρεθούν οι ρυθμιζόμενες από τις δύο προαναφερθείσες πηγές αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας και μετά να γίνει μεταξύ τους σύγκριση, ώστε να κριθεί ποια είναι η ευνοϊκότερη ρύθμιση. Δηλαδή, πρέπει πρώτα να παραθέσει ο ενάγων στην αγωγή του αφενός τα ποσά που θα προέκυπταν από τις επιταγές του άρθρου 35 του εν λόγω Κανονισμού, ήτοι να παραθέσει τις αξιώσεις του με βάση το «βασικό ημερομίσθιο», λογιζομένου ως τοιούτου εκείνου της «επικρατέστερης απασχόλησης αυτού» κατά το τελευταίο, προ της χορήγησης της άδειας, τρίμηνο κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες κατά το ένδικο διάστημα ΕΣΣΕ προσαυξανόμενο κατά 25% και πολλαπλασιαζόμενο επί 13, αφετέρου δε να παραθέσει τα ποσά που θα προέκυπταν από τις επιταγές της εργατικής νομοθεσίας (υπολογιζόμενα με βάση τις τακτικές αποδοχές τους υπό την έννοια που προεκτέθηκε στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο), ώστε, αντιπαραβάλλοντας αυτά μεταξύ τους, να ανευρεθεί από το Δικαστήριο η ευνοϊκότερη για τον εργαζόμενο ρύθμιση που θα ήταν και η εφαρμοστέα κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη (βλ. και ΑΠ 415/2017, 416/2017 και 417/2017 ό.π., βλ. επίσης ενδεικτικά ΕφΠειρ 283/2016, 284/2016, 290/2016, 314/2016, 356/2016, 683/2015 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΕφΠειρ 738/2017 αδημ.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την ως άνω αγωγή και επιδίκασε στον ενάγοντα τις αναφερόμενες διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας προβαίνοντας, κατά την σύγκριση αυτών (αποδοχών και επιδόματος αδείας) ως μίας ενότητας, σε επιλεκτική εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945 και των διατάξεων του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και δη του άρθρου 35 αυτού, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού λόγου της έφεσης της εναγόμενης εταιρίας. Τέλος, ως προς την, δικονομικά επικουρικά σωρευόμενη, αγωγική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία δεν ερευνήθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αυτή πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως αόριστη, αφού δεν γίνεται από τον ως άνω ενάγοντα ούτε απλή επίκληση της ακυρότητας της επίδικης σύμβασης εργασίας του, δεδομένου ότι, αν η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από την σύμβαση εργασίας, πρέπει, για την πληρότητα της επικουρικής αυτής βάσης, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 2003.1261, ΑΠ 43/2017, 438/2017 και 1414/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται, ότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 2 ΚΠολΔ, το Εφετείο, όταν, μετά την παραδοχή βάσιμου λόγου έφεσης, κρατεί την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση, υποκαθιστά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και καθίσταται αρμόδιο να εξετάσει όλα τα ζητήματα, που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως και είναι αναγκαία για την οριστική διάγνωση της διαφοράς. Συνεπώς, αν η αγωγή έχει και επικουρική βάση (όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση), το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης του εναγομένου δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες είχαν προσβληθεί με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στην επικουρική βάση της αγωγής που δεν είχε εξεταστεί πρωτοδίκως, χωρίς μάλιστα να απαιτείται έφεση ή αντέφεση ή έστω υποβολή ειδικού αιτήματος εκ μέρους του ενάγοντος, γιατί δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή (ΑΠ 2039/2014 ΧρΙΔ 2015.354, ΑΠ 1372/2010 και ΑΠ 1316/2008 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

  1. V. Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, η από 14.4.2009 έφεση της εναγόμενης εταιρίας «ΟΛΠ Α.Ε.» ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο ………., κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της περί εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τον εφεσίβλητο αυτόν (πρώτο ενάγοντα) και ως προς τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων κατά το μέρος που τον αφορά, δηλαδή κατά το ποσό των 350 ευρώ. Ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η από 8.7.2008 αγωγή του ………….., να απορριφθεί αυτή, στο σύνολό της, για τους προεκτιθέμενους λόγους. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της δίκης ως προς την ανωτέρω έφεση και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των ως άνω διαδίκων, γιατί ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση α) της από 14.4.2009 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …../2009) έφεσης της εταιρίας ΟΛΠ Α.Ε. ως προς τον δεύτερο εφεσίβλητο ………. και β) της από 15.4.2009 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …/2009) έφεσης των ……. και …….. ως προς το δεύτερο αυτών, ………..

Συνεκδικάζει ερήμην του εκκαλούντος-εφεσίβλητου . …, α) την από 14.4.2009 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …/2009) έφεση της εταιρίας «ΟΛΠ Α.Ε» ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο …….. και β) την από 15.4.2009 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …/2009) έφεση των …….. και …….. ως προς τον πρώτο αυτών, ……….

Ορίζει, για την περίπτωση άσκησης από τον ως άνω ερημοδικασθέντα εκκαλούντα-εφεσίβλητο ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης, παράβολο εκ ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Α. Απορρίπτει την από 15.4.2009 έφεση ως προς τον πρώτο εκκαλούντα ……..

Β. Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 14.4.2009 έφεση της εταιρίας «ΟΛΠ Α.Ε» ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο ………

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 422/2009 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ως προς τις διατάξεις της που αφορούν τον πρώτο ενάγοντα ……..

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 8.7.2008 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2008) αγωγής ως προς τον πρώτο ενάγοντα ……..

Απορρίπτει την ως άνω αγωγή.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, στο σύνολό τους, μεταξύ των ως άνω διαδίκων (εκκαλούσας εταιρίας-εναγομένης και πρώτου εφεσίβλητου-ενάγοντος) και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 31η Μαΐου 2018  και δημοσιεύθηκε στις 21 Ιουνίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της καλούσας-εκκαλούσας-εφεσίβλητης.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ