Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 391/2018

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικών Διαφορών

Αριθμός απόφασης 391/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, που ώρισε ο  Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Δικαστηρίου και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Ι.  Η υπό κρίση από 8-3-2017 έφεση (αριθ.κατ. ………/2017) κατά της υπ’ αριθ. 3141/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου της και του σε αυτή συνημμένου παραβόλου, στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου και εμπρόθεσμα καθώς δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της έως την άσκηση της εφέσεως δεν παρήλθε διετία. Πρέπει επομένως η έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρθ.495, 499, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ.1, 524 παρ. 1, 532, 533 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ, συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτιστεί επ’ ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσώπησής του δεν το δεσμεύει. Αν η εκπροσώπηση του νομικού προσώπου ανατεθεί σε τρίτο μη εταίρο, ο τελευταίος δεν ενεργεί ως καταστατικό όργανο αυτού, αλλά ενδεχομένως ως αντιπρόσωπος ή εντολοδόχος αυτού, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 216 επ. και 713 επ. ΑΚ. Από το συνδυασμό των τελευταίων πιο πάνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 229 και 238 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι σύμβαση που έχει καταρτισθεί με πρόσωπα που δεν εκπροσωπούν νόμιμα το νομικό πρόσωπο ή που δεν έχουν αντιπροσωπευτική εξουσία, στερείται κύρους και δεν το δεσμεύει, εκτός αν αυτό ενέκρινε τη σύμβαση, κατά την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 229 ΑΚ, που ορίζει ότι αν μια σύμβαση συνομολογήθηκε στο όνομα άλλου χωρίς την πληρεξουσιότητα του, το κύρος της εξαρτάται από την έγκριση του αντιπροσωπευόμενου. Η έγκριση, αναγόμενη στο χρόνο της δικαιοπραξίας, αναπληρώνει την έλλειψη της εξουσίας αντιπροσώπευσης, γίνεται δε με μονομερή δήλωση απευθυντέα στο άλλο μέρος (άρθρα 236 και 238 ΑΚ) υποβαλλόμενη στον τύπο που προβλέπεται για τη σύμβαση που αφορά αυτή και δυνάμενη, εφόσον για τη σύμβαση αυτή δεν απαιτείται η τήρηση τύπου, να παρασχεθεί και με σιωπηρή δήλωση βούλησης, συναγόμενη από πράξεις του εγκρίνοντος ή περιστάσεις που καθιστούν αναντίρρητη τη βούληση της έγκρισης. Όμως, για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής που στρέφεται κατά νομικού προσώπου, η οποία έχει ως αντικείμενο την εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης αναληφθείσας από αυτό αλλά και σε ένσταση ή αντένσταση, με τις οποίες γίνεται επίκληση τέτοιας σύμβασης για τη θεμελίωση του περιεχόμενου σ’ αυτές αυτοτελούς ισχυρισμού, δεν απαιτείται να αναφέρονται και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπησαν το νομικό πρόσωπο ή ενήργησαν ως αντιπρόσωποι αυτού, κατά τη σύναψη της σύμβασης καθώς και τα στοιχεία της νόμιμης εκπροσώπησής του, διότι το στοιχείο αυτό δεν ανάγεται στη νομιμοποίηση, αλλά έχει σχέση με την ύπαρξη συμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης. Αν όμως αμφισβητείται η σύναψη της σύμβασης ή το κύρος της λόγω έλλειψης νόμιμης εκπροσώπησης του νομικού προσώπου, ο επικαλούμενος τη σύμβαση, πρέπει να καθορίσει με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ή αν πρόκειται για ένσταση ή αντένσταση, με την προσθήκη των προτάσεων, το πρόσωπο το οποίο, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό, εκπροσώπησε το νομικό πρόσωπο ή ήταν αντιπρόσωπός του και δήλωσε κατά το νόμιμο τούτο τρόπο τη σχετική βούλησή του, το δε δικαστήριο να προσδιορίσει στην απόφασή του το φυσικό πρόσωπο από το οποίο εκπροσωπήθηκε το νομικό πρόσωπο καθώς και τον τρόπο κατά τον οποίο απέκτησε την εξουσία εκπροσώπησης, ή αντιπροσώπευσης, ώστε να καταστεί εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των ως άνω διατάξεων (πρβλ. ΑΠ 1342/2017, ΑΠ 682/2015, ΑΠ 1150/2014, ΑΠ 2064/2014 – “Νόμος”).  Περαιτέρω, πλοίαρχος είναι το πρόσωπο που έχει την εν γένει διοίκηση του πλοίου και διαδραματίζει το σημαντικότερο ρόλο στην επιχείρηση εκμετάλλευσης αυτού, μετά τον (φορέα της) πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή , έχοντας ευρύτατα κυριαρχικά δικαιώματα τόσο στα πράγματα όσο και σ` αυτούς που επιβαίνουν στο πλοίο. Ειδικότερα  ο πλοίαρχος, μεταξύ άλλων, είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, οι οποίοι ενέχονται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (άρθρα 84, 105 ΚΙ ΝΔ). Η παραπάνω νόμιμη εκπροσώπηση διακρίνεται σε: α) δικαστική εκπροσώπηση, η οποία συνίσταται στην ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση του πλοιάρχου, σε ότι αφορά την κοινοποίηση διαδικαστικών και εξώδικων εγγράφων, στη λήψη συντηρητικών μέτρων, στην έγερση αγωγών κλπ και β) δικαιοπρακτική εκπροσώπηση, η οποία είναι γενική και αφορά σε όλες τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, διότι κατά κανόνα συνάπτει δικαιοπραξίες ως άμεσος αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη, με βάση τη γενική από το νόμο ή την ειδική από τον πλοιοκτήτη εξουσιοδότηση (ΕφΠειρ. 951/2006 – “Νόμος”).

ΙΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου προκύπτει ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Από δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ συνάγεται ότι αυτός που εκμεταλλεύεται πλοίο που ανήκει σε άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού με τον κύριο του πλοίου στην λιμενική αρχή του τόπου της νηολόγησης. Μη γενομένης αυτής της δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο για τον εαυτό του. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου που γίνεται στο λιμάνι νηολόγησης του πλοίου από κοινού με τον κύριο του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, και αν ελλείπει αυτή (δήλωση) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται, ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο για δικό του λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί ν’ αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην παραπάνω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη-βλ. ΑΠ 689/2013 – “Νόμος”).

ΙV.  Από τη διάταξη του άρθρου 477 ΑΚ προκύπτει ότι σωρευτική αναδοχή χρέους είναι η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του δανειστή και ενός τρίτου, με την οποία ο τρίτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκπληρώσει ξένο χρέος, χωρίς όμως να απαλλάσσεται ο αρχικός οφειλέτης. Ετσι, παράγεται μία πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε να εκπληρώσει το ξένο χρέος παράλληλη με την ενοχή του αρχικού οφειλέτη. Η σύμβαση αυτή, που μπορεί να καταρτισθεί ακόμη και σιωπηρά, είναι ετεροβαρής και δεν έχει χαρακτήρα αναγνώρισης χρέους από τον αναδεχόμενο αλλά ανάληψής του, εφόσον αυτό πραγματικά υπάρχει. Η ευθύνη του αναδοχέα έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση με την ευθύνη του παλαιού οφειλέτη. Έτσι, μεταξύ των δύο αυτών προσώπων δημιουργείται, έναντι του δανειστή, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (ΑΚ 481), δικαιουμένου του δανειστή να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής μία μόνο φορά, κατ` επιλογή του, είτε από τον τρίτο που αναδέχθηκε το χρέος του οφειλέτη, με βάση τη σύμβαση αναδοχής, είτε από τον οφειλέτη με βάση την μεταξύ δανειστή και οφειλέτη έννομη σχέση (ΑΠ 230/2014, 880/2012, 306/2009,  “Νόμος”).

  1. Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή, όπως το περιεχόμενό της παραδεκτά διορθώθηκε με τις ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου από 27-9-2016 έγγραφες, νόμιμες προτάσεις της (άρθρο 224 εδ. β’ ΚΠολΔ), εξέθεσε ότι σε εκτέλεση συμβάσεως πωλήσεως που καταρτίστηκε μεταξύ της ίδιας ως πωλήτριας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη αλλοδαπής εταιρίας, με την επωνυμία «………….», ως αγοράστριας, παρέδωσε, στις 05-11-2014,  στον Πειραιά, στο δεξαμενόπλοιο «PGC A»,    σημαίας Μπαχαμών, πλοιοκτησίας της εναγομένης, τα αναφερόμενα στο δικόγραφο κατά ποσότητα, τύπο και ποιότητα ναυτιλιακά καύσιμα, τα οποία παρέλαβε ο Α’ Μηχανικός του παραπάνω πλοίου, ο οποίος έθεσε τη σφραγίδα του πλοίου και την υπογραφή του στο αναφερόμενο δελτίο αποστολής, που εξέδωσε η ενάγουσα και το οποίο ενσωματώνεται αυτούσιο στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι στην πίσω σελίδα του ανωτέρω δελτίου αποστολής γίνεται αναφορά στους Γενικούς Όρους Συναλλαγών για την πώληση καυσίμων, σύμφωνα με τον υπ’ αριθ. 6.7 όρο των οποίων,  η παράδοση ναυτιλιακών καυσίμων γίνεται και με υπεγγυότητα του πλοίου. Ότι η εναγομένη διά του εκπροσωπούντος αυτήν Α’ Μηχανικού, ο οποίος ενεργούσε κατ’ εξουσιοδότηση του πλοιάρχου του παραπάνω πλοίου, προσχώρησε στους Γενικούς Όρους Συναλλαγών για την πώληση καυσίμων και ειδικότερα αποδέχθηκε τον όρο που είχε τεθεί στην πίσω όψη του δελτίου αποστολής, με βάση τον οποίο «οι πλοιοκτήτες και/ή οι διαχειριστές και/ή ναυλωτές είναι από κοινού και μεμονωμένα υπεύθυνοι για την πληρωμή των καυσίμων που παραδόθηκαν με το παρόν…». Ότι η ίδια εξέδωσε το αναφερόμενο στο δικόγραφο τιμολόγιο πώλησης, συνολικού ποσού 54.211 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση τη συμφωνία, ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης, που κατήρτισε με τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη αγοράστρια εταιρία «…………». Ότι η εναγομένη, αν και παρέλαβε ανεπιφύλακτα την πωληθείσα ποσότητα καυσίμων και προσχώρησε, δια της υπογραφής  του ανωτέρω δελτίου αποστολής από τον  Α’ Μηχανικό του πλοίου της,  στους προαναφερόμενους γενικούς όρους συναλλαγών, ευθυνόμενη έτσι εις ολόκληρον με την ανωτέρω αγοράστρια «……….» για την εξόφληση του τιμήματος, δεν κατέβαλε αυτό και περαιτέρω κατέστη , κατ’ αυτό τον τρόπο, πλουσιότερη χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας.‘Οτι για την ανωτέρω αξίωση της ενάγουσας υπέγγυο είναι το αναφερόμενο πλοίο, καθόσον κατά την ισχύουσα διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, όσον αφορά στην προμηθεία καυσίμων σε πλοία,  οι προμηθευτές για την καταβολή του τιμήματος αποβλέπουν κυρίως στην υπεγγυότητα του πλοίου, γεγονός που εξαρχής είχε καταστήσει γνωστό την εναγομένη. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 54.211 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία που θα ισχύει κατά τον χρόνο πληρωμής, πλέον του συμβατικού τόκου υπερημερίας 2% μηνιαίως, άλλως πλέον του νόμιμου τόκου υπερημερίας από την 15-12-2014, ήτοι επομένη της ημέρας κατά την οποία το παραπάνω ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο, έως την εξόφληση. Επικουρικά, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 49.734,86 ευρώ, σύμφωνα με την ισοτιμία ευρώ/δολλαρίου ΗΠΑ κατά τον χρόνο κατάθεσης της αγωγής, πλέον του συμβατικού τόκου υπερημερίας 2% μηνιαίως, άλλως πλέον του νόμιμου τόκου υπερημερίας, υπολογιζομένης της τοκοφορίας από την 15-12-2014, ήτοι επομένη της ημέρας κατά την οποία το παραπάνω ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο, έως την εξόφληση.

Η εκκαλουμένη απέρριψε την αγωγή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και  καταδίκασε την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης ποσού  1.000 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεση για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της και την αποδοχή της αγωγής της.

Η αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα , για την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε διεθνή δικαιοδοσία λόγω της επικαλούμενης από την ενάγουσα πραγματικής έδρας της εναγoμένης στο Νέο Ψυχικό Αττικής, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε ειδικά από την τελευταία, (αρθ. 3 ΚΠολΔ, 4 παρ. 1, 63 παρ. 1 περ. β’-γ’, 80, 81 Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012),   είναι ερευνητέα, ως αφορώσα ιδιωτική διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητος, κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο τυγχάνει εφαρμοστέο κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 4 παρ. 2, 4 Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ο οποίος εφαρμόζεται από 17 Δεκεμβρίου 2009, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία το μέρος που οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή (characteristic performance) της σύμβασης, έχει τη συνήθη διαμονή του, σε κάθε δε περίπτωση ως το δίκαιο της χώρας με την οποία η επικαλούμενη σύμβαση συνδέεται στενότερα, από το σύνολο των περιστάσεων. Στην προκειμένη δε περίπτωση, η μεν παράδοση των πωληθέντων ναυτιλιακών καυσίμων φέρεται να έγινε στον Πειραιά, η δε εναγομένη, ανεξάρτητα από την τυπική σύστασή της στη Μονροβία Λιβερίας και το γεγονός ότι το πλοίο της φέρει, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, σημαία Μπαχαμών, έχει την πραγματική της έδρα στο Νέο Ψυχικό Αττικής, όπου ασκείται η κεντρική της διοίκηση, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Μη νόμιμη και απορριπτέα είναι η αγωγή ως προς την αντικειμενικά σωρευόμενη κύρια βάση της, με την οποία η ενάγουσα επιχειρεί να θεμελιώσει την αξίωσή της στην πραγματοπαγή ευθύνη της εναγομένης, καθώς, σύμφωνα με την ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙΙ σκέψη, η ευθύνη αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη απαίτησης από τον εφοπλισμό, στοιχείο που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, καθώς, κατά τα εκτιθέμενα σε αυτή (αγωγή), η εναγομένη τυγχάνει πλοιοκτήτρια του αναφερόμενου πλοίου, εκμεταλλευόμενη αυτό για τον εαυτό της. Κατά τα λοιπά, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη , ερειδομένη, κατά μεν την κύρια βάση της, που κρίνεται ότι θεμελιώνεται σε σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, στις διατάξεις των άρθρων 211, 212, 216, 291, 292, 317, 334, 341, 345 εδ. α’, 361, 417, 471, 477, 513, 713 ΑΚ, 176 ΚΠολΔ, 1 παρ. 1 Ν. 740/1977, 6 παρ. 1 Ν. 5422/1932, 1 Ν. 2842/2000, κατά δε τη βάση της, που σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 παρ. 1 ΚΠολΔ), στις διατάξεις των άρθρων 904, 910 ΑΚ. Ωστόσο, το παρεπόμενο αίτημα για την επιδίκαση τόκων υπερημερίας με ποσοστό επιτοκίου 2% μηνιαίως, ήτοι (12 μήνες Χ 2% =) 24% ετησίως, είναι μη νόμιμο και απορριπτέο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 293, 294 και 345 ΑΚ, καθώς αυτό υπερβαίνει το θεμιτό ποσοστό νόμιμου τόκου υπερημερίας, το οποίο, κατά μεν το χρονικό διάστημα από 10-09-2014 έως 15-03-2016 ανέρχεται σε 7,3% ετησίως, κατά δε τον χρόνο από 16-03-2016 και εφεξής ανέρχεται σε 7,25% ετησίως.

  1. Από την εκτίμηση α) των ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων που περιέχονται στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τα οποία με επίκληση προσκομίζονται σε νομίμως επικυρωμένο αντίγραφο β) των υπ’ αριθ. …./26-09-2016 και …./26-09-2016 ενόρκων βεβαιώσεων των … .. και ……, αντιστοίχως, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, τις οποίες επαναπροσκομίζει με επίκληση η εναγομένη  και ήδη εφεσίβλητη και των οποίων προηγήθηκε νόμιμη κλήτευση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας (βλ.  υπ’ αριθ. ……./20-09-2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ……..), καθώς και γ) όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα έχει αντικείμενο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας –μεταξύ άλλων- την εμπορία ναυτιλιακών καυσίμων, η δε εναγομένη είναι πλοιοκτήτρια του δεξαμενόπλοιου «PGC A», σημαίας Μάλτας, με Αριθμό Νηολογίου Βαλλέττας Μάλτας ….., με αριθμό ΙΜΟ …., κ.ο.χ 7605 και κ.κ.χ. 2.527. Στις 30-10-2014, κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας μεταξύ του …….., υπαλλήλου της εταιρίας με την επωνυμία «………», η οποία είναι η διαχειρίστρια του παραπάνω πλοίου, και της ……….., υπαλλήλου της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη αλλοδαπής εταιρίας εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων, με την επωνυμία «…………», που κατά τον παραπάνω χρόνο διατηρούσε υποκατάστημα στον Πειραιά, καταρτίστηκε μεταξύ της εναγομένης και της παραπάνω μη διαδίκου αλλοδαπής εταιρίας σύμβαση πωλήσεως 70 μετρικών τόνων πετρελαίου, τύπου MGO, για τον εφοδιασμό με καύσιμα του παραπάνω πλοίου. Το τίμημα συμφωνήθηκε στο ποσό των 875 δολλαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, πλέον του ποσού των 1.000 δολλαρίων ΗΠΑ για τη χρήση φορτηγίδας, και ορίστηκε καταβλητέο εντός τριάντα ημερών από την παράδοση με την προσκόμιση του τιμολογίου πωλήσεως, η δε παράδοση των καυσίμων συμφωνήθηκε να γίνει στο παραπάνω πλοίο, το οποίο ήταν αγκυροβολημένο στον Πειραιά, όπως αποδεικνύεται από το  μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο σε νόμιμη μετάφραση υπ’ αριθ. …./30-10-2014 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με τη συνημμένη σ’ αυτό επιβεβαίωση παραγγελίας πωλήσεως καυσίμων. Στην παραπάνω επιβεβαίωση παραγγελίας αναφέρεται ρητά ως πωλήτρια η εταιρία «……..», ενώ στην πίσω σελίδα του εγγράφου αναφέρεται ρητά ότι η αγορά και η παράδοση των ναυτιλιακών καυσίμων διέπονται από τους γενικούς όρους συναλλαγών του ομίλου εταιριών «…….», που ισχύουν για την αγορά ναυτιλιακών καυσίμων. Ακολούθως, η παραπάνω αλλοδαπή μη διάδικος εταιρία συμβλήθηκε ως αγοράστρια με χωριστή σύμβαση πωλήσεως με την επίσης μη διάδικο στην παρούσα δίκη αλλοδαπή εταιρία εμπορίας καυσίμων με την επωνυμία «………..», από την οποία αγόρασε ίση με την προαναφερόμενη ποσότητα ναυτιλιακών καυσίμων, για τον εφοδιασμό του πλοίου της εναγομένης. Η «…………»,  στις 30-10-2014,  κατήρτισε με την ενάγουσα άλλη σύμβαση πωλήσεως για τα ίδια κατά ποσότητα, τύπο και ποιότητα ναυτιλιακά καύσιμα για τον εφοδιασμό του πλοίου της εναγομένης, έναντι τιμήματος που συμφωνήθηκε στο ποσό των 771 δολλαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, πλέον του ποσού των 500 δολλαρίων ΗΠΑ για τη χρήση φορτηγίδας, η δε παράδοση των καυσίμων συμφωνήθηκε να γίνει στο παραπάνω πλοίο, το οποίο ήταν αγκυροβολημένο στον Πειραιά, όπως αποδεικνύεται από τα με ημερομηνίες 30-10-2014 και 05-11-2014 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα σε νόμιμη μετάφραση από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική. Ακολούθως, η ενάγουσα, σε εκτέλεση της ως άνω συμβάσεως πωλήσεως που είχε καταρτίσει με τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρία με την επωνυμία «……..», παρέδωσε, στις  05-11-2014,  με τη χρήση της φορτηγίδας «ΚΓ», στο προαναφερόμενο πλοίο της εναγόμενης, την ποσότητα των 69,644 μετρικών τόνων ναυτιλιακών καυσίμων, τύπου Marine Gasoil 0,1 % S. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η ενάγουσα παρέδωσε στο πλοίο της εναγόμενης τα παραπάνω περιγραφόμενα καύσιμα σε εκτέλεση των τριών προαναφερόμενων διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως (άρθρα 513, 317, 417 ΑΚ) και κατ΄αυτό τον τρόπο εκπλήρωσε την παροχή της. Στη δε παραλαβή των καυσίμων προέβη ο Α’ Μηχανικός του πλοίου, ….. …, ο οποίος την ίδια ημέρα (05-11-2014) υπέγραψε το εκδοθέν από την ενάγουσα με αριθμό …../01-11-2014 δελτίο αποστολής και έθεσε τη σφραγίδα του πλοίου, κάτω από τους ακόλουθους προδιατυπωμένους όρους, που έχουν τεθεί μονομερώς από την ενάγουσα στην πρώτη σελίδα του δελτίου αποστολής: «Ο υπογράφων δηλώνει ρητά και ανεπιφύλακτα ότι αποδέχεται τους όρους πώλησης που αναγράφονται στο πίσω μέρος της σελίδας. Παρελήφθησαν σήμερα οι πιο πάνω ποσότητες κατά βάρος και σε καλή κατάσταση για καύσιμα του πλοίου μου», οι οποίοι είναι διατυπωμένοι στην ελληνική γλώσσα και την αγγλική. Στην οπισθία σελίδα του ανωτέρω δελτίου αποστολής περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων,  ο ακόλουθος όρος, ο οποίος είναι διατυπωμένος στην ελληνική γλώσσα και την αγγλική: «…Οι πλοιοκτήτες και/ή διαχειριστές και/ή ναυλωτές είναι από κοινού και μεμονωμένα υπεύθυνοι για την πληρωμή των καυσίμων που παραδόθηκαν με το παρόν και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του τιμολογίου τα καύσιμα παραμένουν περιουσιακό στοιχείο του προμηθευτή…». Επίσης, στην ίδια σελίδα αναφέρεται ότι “επιπρόσθετα των παραπάνω ισχύουν όλοι οι υπόλοιποι γενικοί όροι της εταιρείας μας”, οι όροι όμως αυτοί δεν είναι διατυπωμένοι επί του δελτίου αποστολής. Στους υπόλοιπους αυτούς Γενικούς Όρους Συναλλαγών της ενάγουσας περιλαμβάνεται ο υπ’ αριθ. 6.7 όρος, ο οποίος προσκομίζεται σε αποσπασματική μετάφραση από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική και σύμφωνα με τον οποίο: «Παραδόσεις Ναυτιλιακών Καυσίμων σύμφωνα με τους παρόντες όρους δεν γίνονται μόνο επί πιστώσει της Αγοράστριας αλλά και σε πίστη και με υπεγγυότητα του Πλοίου, το οποίο χρησιμοποιεί τα ναυτιλιακά καύσιμα και συμφωνείται ότι η Πωλήτρια θα διατηρεί και θα δύναται να επιβάλει προνόμιο κατά του Πλοίου αυτού για το τίμημα της πώλησης των ρηθέντων Ναυτιλιακών Καυσίμων, καθώς και για κάθε άλλο ποσό το οποίο οφείλεται στην Πωλήτρια από την Αγοράστρια, το οποίο προκύπτει από την πώληση αυτή και την παράδοση των ρηθέντων Ναυτιλιακών Καυσίμων». Σημειώνεται ότι ο ανωτέρω όρος δεν ήταν διατυπωμένος επί του δελτίου αποστολής ούτε αποδεικνύεται ότι γνωστοποιήθηκε με κάποιον τρόπο στην εναγομένη και ότι αυτή τον αποδέχθηκε. Ακολούθως, στις 06-11-2014, η ενάγουσα εξέδωσε το με αριθμό ………../06-11-2014 τιμολόγιο, συνολικού ποσού 54.211 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο περιλαμβάνει το συμφωνημένο μεταξύ της ίδιας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη αγοράστριας εταιρίας με την επωνυμία «………» τίμημα αγοραπωλησίας των ναυτιλιακών καυσίμων (69,644 μετρικοί τόνοι ναυτιλιακών καυσίμων τύπου Marine Gasoil 0,1 % S. Χ 771 δολλάρια ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο = 53.711 δολλάρια ΗΠΑ), πλέον του συμφωνηθέντος ποσού των 500 δολλαρίων ΗΠΑ για τη χρήση της φορτηγίδας, πληρωτέο μέχρι την 15-12-2014, το οποίο η ενάγουσα απέστειλε για πληρωμή στην αγοράστρια «………….». Το ανωτέρω τιμολόγιο, το οποίο προσκομίζεται σε νόμιμη μετάφραση από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική, εκδόθηκε σε χρέωση του «Πλοιάρχου και Πλοιοκτητών και/ή Χειριστών και/ή Διαχειριστών και/ή Ναυλωτών του πλοίου PGC A». Ωστόσο, μόνη η αναφορά στο τιμολόγιο της πλοιοκτήτριας –μεταξύ άλλων φυσικών και νομικών προσώπων- υπό την ένδειξη «Στοιχεία Πελάτη» και μάλιστα μονομερώς χωρίς αυτή να κατονομάζεται, δεν αρκεί για να θεμελιώσει ευθύνη της έναντι της ενάγουσας για την πληρωμή του οφειλόμενου τιμήματος από την σύμβαση πωλήσεως που αυτή κατήρτισε με την εταιρία «……….» (πρβλ. ΕφΠειρ 870/2013 αδημ). Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η ως άνω απαίτηση της ενάγουσας εκχωρήθηκε μεν στην εταιρία «……..», όμως, στη συνέχεια, όπως αποδεικνύεται από την με ημερομηνία 29-06-2016 επιστολή της παραπάνω ανώνυμης εταιρίας (……..), επανεκχωρήθηκε στην ενάγουσα η απαίτηση από το ένδικο τιμολόγιο κι έτσι δεν τίθεται ζήτημα ενεργητικής νομιμοποιήσεως της ενάγουσας για την άσκηση της επίδικης αξιώσεως. Η υπό τη σφραγίδα του πλοίου της εναγομένης υπογραφή του προαναφερόμενου Α’ Μηχανικού στο ένδικο υπ’ αριθ. …./01-11-2014 δελτίο αποστολής αποδεικνύει μόνο την παράδοση και παραλαβή της πωληθείσης ποσότητος καυσίμων στο πλοίο, πράξη η οποία, κατά νόμο, ανάγεται στα καθήκοντα του Α’ Μηχανικού (βλ. άρθρα 65, 66, 67 παρ. 1β, 75,76 του βδ 806/1970 “Kανονισμός περί εργασίας επί ελλ.φορτηγών πλοίων 800 κόρων και άνω”) και δεν έχει ως έννομη συνέπεια την ανάληψη από την εναγομένη αυτοτελούς συμβατικής υποχρεώσεως έναντι της ενάγουσας για την πληρωμή του τιμήματος των πωληθέντων και παραδοθέντων ναυτιλιακών καυσίμων, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα, καθόσον αφενός δεν αποδείχθηκε ότι ο Α’ Μηχανικός του πλοίου της εναγομένης, στο πλαίσιο των ανατεθειμένων σ’ αυτών καθηκόντων, είχε την εξουσία να την εκπροσωπεί, ως αντιπρόσωπός της, για την κατάρτιση συμβάσεων με τρίτους, αφετέρου δεν αποδείχθηκε ότι είχε λάβει σχετική  εξουσιοδότηση από τον πλοίαρχο του πλοίου, ο οποίος έχει εκ του νόμου αντιπροσωπευτική εξουσία για τη σύναψη δικαιοπραξιών για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας (άρθρο 84 ΚΙΝΔ), για την ανάληψη της παραπάνω ή οποιασδήποτε άλλης συμβατικής υποχρεώσεως (βλ. ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙ σκέψη). Η  κρίση αυτή του Δικαστηρίου στηρίζεται ιδίως στην περιεχομένη στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως, ο οποίος κατέθεσε με κατηγορηματικό τρόπο ότι ο Α’ Μηχανικός παρευρίσκετο κατά την παράδοση των καυσίμων προκειμένου να προβεί σε καταμέτρηση της ποσότητάς τους, ακολούθως δε ο ίδιος υπέγραψε το δελτίο αποστολής μόνο για την πιστοποίηση της ποσότητας που παραλήφθηκε, κατάθεση που δεν αντικρούστηκε από τη μάρτυρα αποδείξεως,  καθώς και στα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ).  Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, αποδεικνύεται ότι, μεταξύ της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας και της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης, δεν καταρτίστηκε σύμβαση δυνάμει της οποίας, η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση για την εκπλήρωση της οφειλής που απορρέει από τη σύμβαση αγοραπωλησίας ναυτιλιακών καυσίμων που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρίας, με την επωνυμία «… ..». Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η αλλοδαπή εταιρία «…….», μέλος του Ομίλου Εταιριών «……….», την 07-11-2014 ανέστειλε τη λειτουργία της, καθώς ο παραπάνω Όμιλος τέθηκε σε καθεστώς πτωχεύσεως. Ακολούθως, η παραπάνω εταιρία («………»), την 16-01-2015 απέστειλε στην εναγόμενη το με αριθμό 145-S19749 τιμολόγιο, συνολικού ποσού 61.956 δολλαρίων ΗΠΑ, με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 01-11-2014, το οποίο αφορούσε στην πώληση από την εκδότρια εταιρία της προαναφερόμενης ποσότητας ναυτιλιακών καυσίμων που παραδόθηκαν στο πλοίο της εναγόμενης την 05-11-2014, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Στη συνέχεια, η εναγομένη ενημερώθηκε ότι είχε γίνει καταπιστευματική εκχώρηση όλων των απαιτήσεων του παραπάνω πτωχεύσαντος Ομίλου στην Τράπεζα …., κι έτσι, στις 26-02-2016, κατέβαλε η εναγομένη στην παραπάνω Τράπεζα το αναφερόμενο ποσό του τιμολογίου, για την εξόφληση της οφειλής της από την πετρέλευση του πλοίου της στον Πειραιά στις 05-11-2014.  Σύμφωνα με τα παραπάνω, η εναγόμενη δεν κατέστη πλουσιότερη αφού σε κάθε περίπτωση έχει καταβάλει το τίμημα της επίδικης ποσότητας των πωληθέντων καυσίμων.                                                         VII. Kατ’ ακολουθία των ανωτέρω, δεν έσφαλε η εκκαλουμένη που απέρριψε την αγωγή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη αλλ’ ορθώς το νόμο εφάρμοσε κι εκτίμησε τις αποδείξεις και όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα όπως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η εκκαλούσα , λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή (έφεση) κατ’ ουσίαν.

-ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

-ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια, στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 21 Ιουνίου 2018.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ