Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 382/2018

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:    382/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 περ. α’ , 287 και 290 του Κ.Πολ.Δικ., που εφαρμόζονται, κατά το άρθρο 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 του Α.Κ., προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται και όταν, μετά την άσκηση της εφέσεως και μέχρι να τελειώσει η συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Εφετείου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής προς τον αντίδικο με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου, κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξεως από εκείνον που έχει το δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον που μέχρι την επέλευση του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντος. Ως διάδικος, υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης στην περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου, νοείται ο καθολικός του διάδοχος (κληρονόμος του). Η επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί, λόγω θανάτου κάποιου διαδίκου, μπορεί να γίνει εκούσια με ρητή ή σιωπηρή δήλωση των προσώπων τα οποία, ως κληρονόμοι εκείνου, υπεισέρχονται στην δικονομική του θέση. Εφόσον αποδεικνύεται ή συνομολογείται από τον αντίδικο, έστω και σιωπηρά, η νόμιμη δυνατότητα του προσώπου να διεξάγει τη δίκη στη θέση του διαδίκου, στον οποίο αφορούσε το διακοπτικό γεγονός, δεν απαιτείται ιδιαίτερη συζήτηση περί της επαναλήψεως και η δίκη συνεχίζεται κανονικά (βλ. σχετ. ΑΠ 1058/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 807/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 103/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1000/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 33/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 331/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 41/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 194/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2011 Δημ. Νόμος, 1562/2010 Δημ. Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι εφεσίβλητοι [………….] άσκησαν, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 31-5-2007 και με αύξ. αριθμ. καταθ. …./31-5-2007 αγωγή τους, εναντίον του εκκαλούντος και ζήτησαν να γίνει αυτή δεκτή. Επί της αγωγής αυτής, αρχικά εκδόθηκε η με αριθμ. 4138/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία, αφού κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης, παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 647 επ. ΚΠολΔ. Μετά δε από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 648 έως 657 ΚΠολΔ, εκδόθηκε αρχικά η με αριθμ. 3871/2009 μη οριστική απόφαση, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, μετά τη διενέργεια της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 2349/29-04-2013 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 17/01/2013, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 648 έως 657 ΚΠολΔ, έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη. Εν συνεχεία ο εκκαλών άσκησε, εναντίον των εναγόντων, την από 04/10/2013 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …./04-10-2013, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./06-05-2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./06-05-2014, κατά της ως άνω με αριθμ. 2349/29-04-2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 648 έως 657 ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν κατά το χρόνο συζήτησης της υπόθεσης, προσβάλλοντας την απόφαση αυτή, κατά τα αναφερόμενα στην έφεσή του κεφάλαια. Η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, εφόσον από την από 18/09/2013 επισημείωση του επιδόσαντος Δικαστικού Επιμελητή, επί επικυρωμένου φωτ/φου της εκκαλουμένης, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι εφεσίβλητοι, προκύπτει ότι η επίδοση της εκκαλουμένης έλαβε χώρα, με επιμέλειά τους, στις 18/09/2013 και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 04/10/2013, ήτοι εντός της νομίμου προθεσμίας των δεκαπέντε ημερών από την επομένη της επίδοσης αυτής (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 520 και 652 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Πρέπει δε να σημειωθεί, ότι δεν προέκυψε ότι ο εκκαλών γνώριζε το θάνατο της αρχικώς β΄ ενάγουσας, προ της ασκήσεως της υπό κρίση εφέσεως (βλ. σχετ. ΑΠ 45/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1060/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 56/2016 Δημ. Νόμος), η οποία απεβίωσε κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και, όπως προκύπτει από τα με αριθμ. 27/20-10-2016 πρακτικά του παρόντος Δικαστηρίου, ο πληρεξούσιος των εφεσιβλήτων και πληρεξούσιός τους και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δήλωσε προφορικά, στις 20/10/2016, το θάνατο της αρχικώς β΄ ενάγουσας και τη συνέχιση της παρούσας δίκης από την κληρονόμο και θυγατέρα της, …………. Ενόψει αυτών και αφού δεν αμφισβητείται από τον εκκαλούντα η ιδιότητα του ανωτέρω ως κληρονόμου της ως άνω θανούσας, αρχικώς β΄ ενάγουσας, η δίκη νομίμως και παραδεκτώς συνεχίζεται από την προαναφερόμενη κληρονόμο αυτής, η οποία προσήλθε αυτοβούλως ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Επομένως, εφόσον κατατέθηκαν από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο παράβολα συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 4 Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του άρθρ. 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015-), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση αγωγή τους οι ενάγοντες, εξέθεταν, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι οι ίδιοι και ο εναγόμενος είναι ιδιοκτήτες των αναφερομένων ανεξάρτητων ιδιοκτησιών, μίας πολυώροφης οικοδομής, που βρίσκεται στο Κερατσίνι Αττικής και διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ. Ότι ο εναγόμενος, κατά παράβαση του νόμου και της πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, προέβη στην κατάληψη μέρους του κοινόχρηστου ακάλυπτου χώρου, τον οποίο κάλυψε με αλουμίνιο και τέντες και το μετέτρεψε σε δωμάτιο, στο οποίο πρόσβαση έχει μόνον ο ίδιος, αρνείται δε παρά τις σχετικές οχλήσεις τους να ελευθερώσει τον ανωτέρω κοινόχρηστο χώρο, ώστε να μπορούν να τον χρησιμοποιούν και οι ενάγοντες. Για τους λόγους αυτούς ζητούσαν να αναγνωρισθεί η συγκυριότητά τους επί του κοινόχρηστού ακαλύπτου χώρου και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος α) να αφαιρέσει τις τέντες και τα αλουμίνια, άλλως να επιτραπεί στους ενάγοντες να πράξουν τούτο με έξοδα του εναγομένου, ποσού 150 ευρώ, τα οποία πρέπει να προκαταβάλει, β) να μην παρακωλύει την είσοδο των εναγόντων στον επίδικο ακάλυπτο χώρο και να παραδώσει τα κλειδιά που οδηγούν σε αυτόν και γ) να παύσει κάθε μελλοντική διατάραξη. Επίσης, ζητούσαν να απαγγελθεί εναντίον του χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση, για την περίπτωση παράβασης των διατάξεων της απόφασης που θα εκδοθεί, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική δαπάνη τους. Επί της αγωγής αυτής, μετά από τη συζήτησή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τα ανωτέρω, εκδόθηκε αρχικά η με αριθμ. 3871/2009 μη οριστική απόφαση, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, μετά τη διενέργεια της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 2349/29-04-2013 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 17/01/2013, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 648 έως 657 ΚΠολΔ (άρθρο 17 παρ. 3, όπως αναριθμήθηκε με την παρ.5 του άρθρου 6 του ν. 4055/2012, 29 και 647 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού έκρινε ότι η εν λόγω αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1002, 1117 ΑΚ, 1, 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 και 13 του ν. 3741/1929, 176, 907, 908, 945 και 947 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί αναγνώρισης της συγκυριότητας των εναγόντων επί του κοινοχρήστου ακαλύπτου χώρου, το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο, διότι κρίθηκε ότι εκφεύγει των ορίων της προσηκούσης χρήσεως των κοινοχρήστων χώρων και για το λόγο αυτό δεν υπάγεται στην προκειμένη ειδική διαδικασία, ως διαφορά ανάμεσα σε ιδιοκτήτες οριζόντιων ιδιοκτησιών από τη σχέση της οροφοκτησίας, για την οποία δεν απαιτείται εγγραφή στα βιβλία διεκδικήσεων, ούτε καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (ΑΠ 528/1987 ΝοΒ 36.1411), αλλά στην τακτική περί κυριότητας διαδικασία, στην οποία, όμως, δεν παραπέμφθηκε, κατ΄ άρθρο 218 παρ. 2 ΚΠολΔ, για λόγους οικονομίας της δίκης, ενόψει του ότι δεν είχε τηρηθεί η νόμιμη προδικασία για την εγγραφή της (αγωγής) στα βιβλία διεκδικήσεων κατ’ άρθρο 220 ΚΠολΔ, καθώς και του αιτήματος να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αφαιρέσει την αλουμινοκατασκευή και την τέντα που έχει τοποθετήσει με δαπάνες του, άλλως να επιχειρηθούν οι παραπάνω πράξεις από τους ίδιους τους ενάγοντες (δανειστές), σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του εναγομένου (οφειλέτη). Κατά τα λοιπά η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, έγινε δεκτή εν μέρει ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να αφαιρέσει την τέντα και την αλουμινοκατασκευή, να παραδώσει τα κλειδιά της πόρτας, που βρίσκεται στον κοινόχρηστο διάδρομο του ισογείου και οδηγεί στο επίδικο τμήμα του ακαλύπτου χώρου και να παραλείπει κάθε πράξη που θα παρεμποδίζει την ελεύθερη πρόσβαση των εναγόντων σε αυτό, με απειλή προσωπικής κράτησης τριάντα (30) ημερών και χρηματικής ποινής τριακοσίων (300) ευρώ για κάθε παράβαση αυτής της διάταξης. Επίσης, έγινε εν μέρει δεκτό το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, ως προς το αίτημα της παράδοσης στους ενάγοντες των κλειδιών της πόρτας, που οδηγεί στον επίδικο ακάλυπτο χώρο και απορρίφθηκε κατά τα λοιπά. Τέλος, καταδικάστηκε ο εναγόμενος στα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των οκτακοσίων (800)  ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εναγόμενος, με την υπό κρίση έφεσή του για τους αναφερομένους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί, άλλως μεταρρυθμισθεί, η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί η ως άνω αγωγή.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5, 7 παρ. 1, 8 παρ. 1, 13, 14 του ν. 3741/1929 “περί ιδιοκτησίας κατ` ορόφους”, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 54 ΕισΝΑΚ) και των άρθρων 1002, 1117 ΑΚ, προκύπτει ότι επί οικοδομής, που έχει υπαχθεί στο καθεστώς οριζόντιας ιδιοκτησίας μπορεί, είτε από την αρχή με τη συστατική πράξη της οροφοκτησίας (ή με διάταξη τελευταίας βούλησης) είτε και με νεότερη συμφωνία όλων των συνιδιοκτητών, που υπόκειται σε συμβολαιογραφικό τύπο και μεταγραφή, να συσταθεί οροφοκτησία, με την παραχώρηση σε έναν ή περισσότερους συνιδιοκτήτες του δικαιώματος επέκτασης της οικοδομής προς τα άνω με την προσθήκη μέλλοντος να ανεγερθεί ορόφου επί δώματος (ταράτσας) υπάρχουσας οικοδομής (δικαίωμα υψούν), παραλλήλως δε μπορεί να προβλεφθεί και η παραχώρηση ποσοστών συγκυριότητας στο οικόπεδο υπέρ του μέλλοντος ορόφου. Στην οριζόντια ιδιοκτησία, που συνιστάται με αυτό τον τρόπο, ο οροφοκτήτης αποκτά αφενός δικαίωμα προσδοκίας πλήρους κυριότητας επί του μελλοντικού ορόφου, το οποίο τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της κατασκευής τούτου και αφετέρου δικαίωμα αναγκαστικής συγκυριότητας, κατ` ανάλογη μερίδα, στα κοινά μέρη του όλου ακινήτου που χρησιμεύουν στην κοινή χρήση όλων των οροφοκτητών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, κατ` ενδεικτική στις πιο πάνω διατάξεις του ν. 3741/1929 απαρίθμηση, το έδαφος, οι αυλές, η στέγη (δώμα-ταράτσα) κλπ. ΄Ομως, ο ιδιοκτήτης, που είναι δικαιούχος της επέκτασης της οικοδομής, με την επέκταση του μελλοντικού ορόφου στο δώμα αυτής δεν αποκτά κατά νόμο και το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του δώματος, το οποίο, εωσότου κατασκευαστεί ο νέος όροφος, παραμένει στην κοινή χρήση και στην αναγκαστική συγκυριότητα καθενός οροφοκτήτη, εκτός αν, με τη συστατική πράξη ή κατόπιν συμφωνίας όλων των συνιδιοκτητών που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγράφεται, έχει παραχωρηθεί στο δικαιούχο της επέκτασης και το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του δώματος, οπότε αυτό δεν ανήκει πλέον στην κοινή χρήση των λοιπών συνιδιοκτητών (ΑΠ 1002/2014 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Εξάλλου, από το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015), κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος).

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος, ο οποίος εξετάστηκε με επιμέλεια των εναγόντων, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και του οποίου η κατάθεση περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που περιέχονται στα υπ΄αριθμ. 4138/2008 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 3-2-2012 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Πολιτικού – Τοπογράφου Μηχανικού ……………, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα οι διάδικοι, από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται, από τις με αριθμ. ………./4.10.2017 ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες ελήφθησαν, με επιμέλεια του εναγομένου, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι είναι ιδιοκτήτες διαμερισμάτων μίας πολυώροφης οικοδομής, που βρίσκεται στο Κερατσίνι Πειραιά, επί της οδού ……… η οποία (οικοδομή) υπήχθη στις διατάξεις του ν. 3741/1929 «περί της ιδιοκτησίας κατ΄ορόφους», με τη σύσταση οριζόντιων ιδιοκτησιών, που περιγράφονται στην υπ’ αριθμ. ……./13-2-1978 πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας του Συμβ/φου ……., που έχει νομίμως μεταγραφεί στο Υποθηκοφυλακείο Πειραιά. Συγκεκριμένα, η πρώτη ενάγουσα είναι ιδιοκτήτρια του υπό στοιχεία Α1 διαμερίσματος του πρώτου ορόφου, εκτάσεως 80,65 τ.μ. και με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 100/1000 εξ αδιαιρέτου και του υπό στοιχεία Α2 διαμερίσματος του πρώτου ορόφου, εκτάσεως 80,65 τ.μ. και με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 100/1000 εξ αδιαιρέτου. Η δεύτερη ενάγουσα είναι ιδιοκτήτρια του υπό στοιχεία Β1 διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου, εκτάσεως 80,65 τ.μ. και με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 100/1000 εξ αδιαιρέτου και του ¼ εξ αδιαιρέτου του δικαιώματος υψούν, το οποίο αντιστοιχεί σε ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 200/1000 εξ αδιαιρέτου. Η τρίτη ενάγουσα είναι ιδιοκτήτρια του υπό στοιχεία Β2 διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου, εκτάσεως 80,65 τ.μ. και με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 100/1000 εξ αδιαιρέτου και του ¼ εξ αδιαιρέτου του δικαιώματος υψούν, το οποίο αντιστοιχεί σε ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 200/1000 εξ αδιαιρέτου. Ο τέταρτος ενάγων είναι ιδιοκτήτης του υπό στοιχεία Ε1 διαμερίσματος της Α εσοχής, εκτάσεως 67,72 τ.μ. και με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 100/1000 εξ αδιαιρέτου και του ¼ εξ αδιαιρέτου του δικαιώματος υψούν, το οποίο αντιστοιχεί σε ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 200/1000 εξ αδιαιρέτου. Τέλος ο εναγόμενος είναι ιδιοκτήτης του υπό στοιχεία Ι1 διαμερίσματος του ισογείου, εκτάσεως 80,65 τ.μ. και με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 100/1000 εξ αδιαιρέτου και του υπό στοιχεία Ι2 (μελλοντικού) διαμερίσματος του ισογείου, εκτάσεως 73,69 τ.μ. και με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 100/1000 εξ αδιαιρέτου. Όλα τα πιο πάνω περιστατικά συνομολογούνται από τα διάδικα μέρη, αποδεικνύονται δε και από τη συστατική της οροφοκτησίας πράξη και τα υπ΄αριθμ. …./2003 και …./2003 συμβόλαια αγοράς της συμβ/φου Αθιηνών ……, όσον αφορά στον εναγόμενο. Για τη ρύθμιση των μεταξύ των συνιδιοκτητών σχέσεων, επί των κοινών μερών του ακινήτου, στα οποία τυγχάνουν συγκύριοι, δεν έχει συνταχθεί κανονισμός, ούτε καθορίζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις όσον αφορά στα κοινά μέρη της οικοδομής. Επομένως, εφόσον δεν ορίζεται τίποτε από τη συστατική δικαιοπραξία, ούτε με ιδιαίτερες συμφωνίες, μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών ή οροφοκτητών, κατ’ άρθρα 1, 4, 5 και 13 του Ν. 3741/1929, δηλαδή με ομόφωνη απόφασή τους, η οποία θα έπρεπε να καταρτισθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή, τότε ισχύει ο προβλεπόμενος (ενδεικτικά) από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 ν. 3741/1929 και 1117 Α.Κ., προσδιορισμός και κάθε ένας συνιδιοκτήτης δικαιούται να κάνει απόλυτη χρήση των κοινόχρηστων χώρων, ακόμη δε και μεταβολές και προσθήκες επί αυτών, υπό τον όρο να μη βλάπτει τα δικαιώματα των υπολοίπων (βλ. σχετ. ΑΠ 108/2014 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι ο εναγόμενος κατέλαβε μέρος του ακάλυπτου χώρου, που βρίσκεται όπισθεν των ισόγειων διαμερισμάτων ιδιοκτησίας του, τοποθέτησε αλουμίνιο και τέντες και απέκλεισε την πρόσβαση στους λοιπούς συνιδιοκτήτες, καθόσον έχει κλειδώσει την πόρτα, που οδηγεί σε αυτόν, ισχυριζόμενος ότι ο χώρος που κατέλαβε δεν αποτελεί τμήμα του κοινόχρηστου χώρου, αλλά είναι ιδιόκτητος χώρος, που αντιστοιχεί στο μελλοντικό διαμέρισμα Ι-2 του ισογείου, αποκλειστικής κυριότητάς του. Από τα ανωτέρω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και ιδίως από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, που συνέταξε ο ως άνω πραγματογνώμονας, αποδείχθηκε ότι, αν και στην ανωτέρω σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, προβλέπονται τα περιγραφόμενα Ι1 και Ι2 διαμερίσματα του ισογείου, τα οποία και αγόρασε ο εναγόμενος, κατά την έκδοση της υπ΄αριθμ. …./1978 άδειας της Πολεοδομίας Πειραιώς ελήφθησαν υπόψη τα από το έτος 1978 σχέδια του Αρχιτέκτονος- Μηχανικού ……… και όχι τα από 1977 σχέδια του ιδίου, τα οποία και προσαρτήθηκαν στην ανωτέρω σύσταση, με αποτέλεσμα το ισόγειο να αποτελείται μόνον από ένα διαμέρισμα επιφάνειας περίπου 80 τ.μ., το οποίο έχει κτισθεί στον χώρο που προβλεπόταν από την ανωτέρω σύσταση να καταληφθεί από τα νότια μέρη των διαμερισμάτων  Ι-1 και Ι-2, αυτών των μερών δηλαδή πού θα είχαν πρόσοψη στην οδό …… Ειδικότερα, σύμφωνα με την προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. ………../13-2-1978 σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας, στην οποία γινόταν αναλυτική περιγραφή των οριζοντίων ιδιοκτησιών της πολυκατοικίας, που επρόκειτο να οικοδομηθούν, βάσει των προσηρτημένων σε αυτήν, από το έτος 1977 συνταχθέντων σχεδίων (τοπογραφικού, διαγράμματος καλύψεως, κατόψεων και όψεων) του ως άνω αρχιτέκτονος-μηχανικού …………., το υπό στοιχεία Ι-1 διαμέρισμα του ισογείου θα είχε επιφάνεια 80,65 τ.μ., και θα συνόρευε βόρεια με ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου και πλατύσκαλο, ανατολικά με διαμέρισμα Ι-2, φωταγωγό, φρέαρ ανελκυστήρος, πλατύσκαλο και είσοδο πολυκατοικίας, νότια με φωταγωγό και την οδό ……….. και δυτικά με δυτικό όριο του ακινήτου και το υπό στοιχεία Ι-2 διαμέρισμα του ισογείου θα είχε επιφάνεια 73,69 τ.μ. και θα συνόρευε βόρεια με ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου και κλιμακοστάσιο, ανατολικά με ανατολικό όριο του ακινήτου, νότια με κλιμακοστάσιο και την οδό … και δυτικά με είσοδο της πολυκατοικίας, κλιμακοστάσιο, φωταγωγό και το διαμέρισμα Ι-1. Όπως αποδείχθηκε, όμως, το διαμέρισμα του ισογείου που κατοικεί ο εναγόμενος, δεν αντιστοιχεί στο διαμέρισμα Ι-1 της συστάσεως, αφού δεν συνορεύει με το δυτικό άκρο της οικοδομής, αλλά με τον κοινόχρηστο διάδρομο – είσοδο στην πολυκατοικία, εκτείνεται δε μέχρι του ανατολικού ορίου του οικοπέδου, συνεπώς καταλαμβάνει μέρος του διαμερίσματος Ι-2 της συστάσεως. Περαιτέρω, ο εναγόμενος έχει καταλάβει μέρος του ακαλύπτου χώρου της οικοδομής, που βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του οικοπέδου έχει κατασκευάσει μία τσιμεντένια πλατφόρμα επιφάνειας 6Χ4 τ.μ. περίπου, που συνορεύει νότια με το διαμέρισμά του, βόρεια με τον υπόλοιπο ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, δυτικά με τον κοινόχρηστο διάδρομο και ανατολικά με το ανατολικό όριο του οικοπέδου. Την ανωτέρω πλατφόρμα έχει σκεπάσει με τέντα και έχει τοποθετήσει έπιπλα και γλάστρες, ενώ υπάρχει και μία αλουμινοκατασκευή παραπλεύρως. Πρόσβαση στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου γίνεται από τον κοινόχρηστο διάδρομο του ισογείου μέσω μίας πόρτας, τα κλειδιά της οποίας έχει ο εναγόμενος και από μία άλλη πόρτα του κοινοχρήστου διαδρόμου, στη θέση της οποίας προβλεπόταν φρέαρ ανελκυστήρος, σύμφωνα με τα σχέδια του ανωτέρω μηχανικού ………. Η αυλή όμως σύμφωνα με το άρθρ. 2 παρ. 1 του ν. 3741/1929 είναι κοινόκτητο μέρος της οικοδομής και εφόσον στην ανωτέρω σύσταση δεν ορίζεται ότι ανήκει στην αποκλειστική χρήση κάποιου συνιδιοκτήτη, εξακολουθεί να παραμένει στην κοινή χρήση όλων των οροφοκτητών, κατ` αναλογία των μεριδίων τους, εωσότου κατασκευαστεί από τον εναγόμενο ο μελλοντικός όροφος επ` αυτού. Επομένως κάθε ένας συνιδιοκτήτης της παραπάνω οικοδομής δικαιούται να κάνει απόλυτη χρήση του κοινόχρηστου χώρου της, ακόμη δε και μεταβολές και προσθήκες επί αυτής, υπό τον όρο όμως να μη βλάπτει τα δικαιώματα των υπολοίπων (βλ. σχετ. ΑΠ 645/2012 Δημ. Νόμος). Ο εναγόμενος με την επίκληση δικαιώματος αποκλειστικής κυριότητας επί του συγκεκριμένου τμήματος του ακαλύπτου, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί κοινόκτητο και κοινόχρηστο μέρος της οικοδομής, εμποδίζει τους ενάγοντες στη χρήση αυτού, εφόσον έχει κλειδώσει την πόρτα που οδηγεί σε αυτόν, ενώ έχει τοποθετήσει τέντα, γλάστρες και έπιπλα που ανήκουν στον ίδιο και το χρησιμοποιεί αποκλειστικά. Περαιτέρω, από την προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα από την περιεχόμενη σ’ αυτή βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, σε συνδυασμό με τις σκέψεις και το σύνολο των αποδεικτικών αναλύσεων που περιέχει στο αιτιολογικό της, δεν καταλείπεται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι, για το σχηματισμό του αποδεικτικού της πορίσματος, έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε όλα τ’ αποδεικτικά μέσα. Σημειώνεται ότι προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα, πραγματογνωμοσύνη κ.λ.π.), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολογήσεως εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (βλ. σχετ. ΑΠ 621/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 160/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 645/2012 Δημ. Νόμος). Κατόπιν τούτων, η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η υπό κρίση αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος α) να αφαιρέσει την τέντα και την αλουμινοκατασκευή, β) να παραδώσει τα κλειδιά της πόρτας που βρίσκεται στον κοινόχρηστο διάδρομο του ισογείου και οδηγεί στο επίδικο τμήμα του ακαλύπτου χώρου και γ) να παραλείπει κάθε πράξη που θα παρεμποδίζει την ελεύθερη πρόσβαση των εναγόντων σε αυτό, με απειλή προσωπικής κράτησης 30 ημερών και χρηματικής ποινής 300 ευρώ για κάθε παράβαση της υπό στοιχείο γ΄ ως άνω διάταξης, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), απορριπτόμενων ως αβάσιμων όλων των λόγων της κρινόμενης έφεσης, που υποστηρίζουν τα αντίθετα.

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 2349/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από τον εκκαλούντα για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 4 Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του άρθρ. 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015-). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί, λόγω της ήττας του, ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματός τους (αρθρ. 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των παραβόλων, τα οποία κατέθεσε ο εκκαλών για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 18/06/2018, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ