Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 379/2018

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:   379/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη και Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη – Εισηγήτρια, που όρισε ο Προϊστάμενος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 16/12/2016 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./21-12-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/21-12-2016, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./19-01-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/19-01-2017, κατά της με αριθμό 4735/29-12-2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 27/11/2015, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 25/03/2013 και με αριθμ. κατάθ. Γ.Α. …./29-03-2013 αγωγής της εφεσίβλητης εναντίον των εκκαλούντων, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα. Ειδικότερα, από την από 21/11/2016 επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……….. επί επικυρωμένου φωτ/φου της εκκαλουμένης, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι εκκαλούντες, προκύπτει ότι η επίδοση της εκκαλουμένης έλαβε μεν χώρα, με επιμέλεια της εφεσίβλητης, στις 21/11/2016, πλην, όμως, δεν προκύπτει εάν αφορά στην επίδοση της εκκαλουμένης στην πρώτη εκκαλούσα ή στο δεύτερο εκκαλούντα, σε κάθε δε περίπτωση από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα άλλη επίδοση της εκκαλουμένης. Από τη δημοσίευση δε αυτής, στις 29/12/2015, έως την κατάθεση της υπό κρίση εφέσεως στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 21/12/2016, δεν παρήλθαν οι τασσόμενες από το άρθρο 528 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ προθεσμίες (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1, 2 και 520 του ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον κατατέθηκαν από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο παράβολα συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3 εδ. α΄ και β΄ Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του άρθρ. 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και προ της τροποποιήσεως του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 Ν. 4446/2016) (βλ. σχετ. μεταβατική διάταξη του άρθρου 44 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-) (πρβλ. ΑΠ 1850/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 233/2013 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΑθ 4606/2012 ΤΝΠΔΣΑθ), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, δυνάμει της αναφερόμενης στην αγωγή συμβάσεως πιστώσεως χορήγησε στο σύζυγο της πρώτης εναγομένης, ………, πίστωση, μέχρι του ποσού των 40.000 ευρώ, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που αναφέρονται στην αγωγή. Ότι την εκπλήρωση των όρων της ανωτέρω σύμβασης πίστωσης εγγυήθηκε, συνυπογράφοντας αυτήν, η πρώτη των εναγομένων, ευθυνόμενη ως αυτοφειλέτρια και παραιτούμενη από την ένσταση διζήσεως. Ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης κινήθηκε ο αναφερόμενος στην αγωγή λογαριασμός, μέχρι του οριστικού κλεισίματός του από την ενάγουσα, στις 22/02/2011 και της σχετικής καταγγελίας της σύμβασης, με χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 39.772,04 ευρώ, που γνωστοποιήθηκε, στις 11/04/2011, τόσο στον ανωτέρω πρωτοφειλέτη όσο και στην πρώτη εναγομένη, οι οποίοι αναγνώρισαν, σύμφωνα με τους ειδικότερα αναφερόμενους στην αγωγή όρους της συμβάσεως, το οριστικό κατάλοιπο αυτού. Ότι η πρώτη εναγομένη, δυνάμει του με αριθμ. …/19.11.2010 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………….., που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε στο δεύτερο εναγόμενο ανιψιό της (υιό της αδελφής της), κατά πλήρη κυριότητα, το αναλυτικώς περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο, αξίας 16.373,96 ευρώ, προέβη δε η πρώτη εναγομένη στην ως άνω απαλλοτρίωση, με πρόθεση ματαίωσης της ικανοποίησης της ως άνω απαίτησής της. Για τους λόγους αυτούς ζητούσε ν’ απαγγελθεί η διάρρηξη της ως άνω απαλλοτριωτική δικαιοπραξία και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 4735/29-12-2015 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 27/11/2015, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε ότι η εν λόγω αγωγή καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα, στις 29/04/2013, στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά, κατ’ άρθρο 220 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 12 του Ν. 2664/1998 (βλ. προσκομιζόμενο με αριθμ. ……/17-04-2014 πιστοποιητικό καταχώρησης εγγραπτέας πράξης) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 939, 941, 942, 943 Α.Κ., έκανε δεκτή αυτήν ως κατ’ ουσία βάσιμη και απάγγειλε τη διάρρηξη, υπέρ της ενάγουσας, της απαλλοτριωτικής ένδικης δικαιοπραξίας, η οποία αφορά το επίδικο ακίνητο. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι εναγόμενοι, με την από 16/12/2016 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./21-12-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../21-12-2016, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γεν.Αριθμ.Κατάθ. …./19-01-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./19-01-2017, για τους αναφερομένους στην έφεσή τους λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητούν δε να γίνει δεκτή η έφεσή τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί η ως άνω αγωγή.

Κατά το άρθρο 939 ΑΚ οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτριώσεως, που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους (ΟλΑΠ 19/2008 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 6/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 708/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος). Με το θεσμό της διαρρήξεως σκοπείται η κατοχύρωση της υπεγγυότητας της περιουσίας του οφειλέτη, ήτοι της δυνατότητας των δανειστών να επιληφθούν της περιουσίας του με τα μέσα της αναγκαστικής εκτελέσεως. Αφού ο νόμος δεν διακρίνει, η διάταξη αφορά κάθε περιουσιακή αξίωση του δανειστή (ΟλΑΠ 19/2008 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 939 έως 942 Α.Κ., προκύπτει ότι, για τη γέννηση της αξίωσης προς διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, απαιτείται η συνδρομή των κατωτέρω προϋποθέσεων: α) Απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεννημένη κατά το χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση, με την έννοια ότι τα παραγωγικά γεγονότα αυτής πρέπει να έχουν συντελεσθεί κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, χωρίς να απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικά ή να είναι εξοπλισμένη με εκτελεστό τίτλο, ούτε δυνάμει αυτού ο δανειστής να έχει προβεί σε δικαστική καταδίωξη του οφειλέτη και αυτή να έχει καταστεί απαιτητή και ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής στο Δικαστήριο, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης του δανειστή (ΟλΑΠ 709/1994 ΝοΒ 23.300, ΑΠ 28/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 708/2017 ό.π., ΑΠ 661/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 928/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1701/2008 Δημ. Νόμος). β) Απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη περιουσιακού στοιχείου. Ο όρος “απαλλοτρίωση” χρησιμοποιείται στη διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ με την ευρύτατη έννοια και περιλαμβάνει κάθε σοβαρή και ηθελημένη (μη εικονική) διάθεση, εκποίηση, αλλοίωση ή παραίτηση, που επιφέρουν μείωση της υπέγγυας στους δανειστές περιουσίας, ανεξάρτητα αν έγινε με ή χωρίς αντάλλαγμα. Ως απαλλοτρίωση, νοείται η μεταβίβαση, η αλλοίωση προς το χειρότερο, η επιβάρυνση και η κατάργηση ενοχικού ή εμπραγμάτου δικαιώματος του οφειλέτη. Συνεπώς, σε διάρρηξη υπόκεινται σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, τόσο οι επαχθείς όσο και οι χαριστικές δικαιοπραξίες (941, 942 ΑΚ), καθώς και κάθε παροχή που έγινε από ηθικό καθήκον (βλ. ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 661/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 778/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1475/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1800/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 18/1998 ΕλλΔνη 40.124). Το γεγονός δε ότι η απαλλοτρίωση (διάθεση) αυτή γίνεται προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπληρώσεως από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεών του έναντι των νόμιμων (ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 1728/2006 ΕλΔ 48.479, ΑΠ 818/1998 ΕλΔ 40.123). Κατά το άρθρο δε 940 παρ. 2 εδ. α΄ Α.Κ., δεν θεωρείται απαλλοτρίωση η καταβολή ληξιπρόθεσμου χρέους. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι δεν εμπίπτει στη θεσπιζόμενη με αυτήν εξαίρεση και συνεπώς, συνιστά απαλλοτρίωση που υπόκειται σε διάρρηξη, η μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου, η οποία γίνεται για την εξεύρεση των μέσων προς εξόφληση ληξιπρόθεσμου χρέους προς τρίτον (ΑΠ 573/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 941/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 2120/2014 ό.π., ΕφΘεσ 3096/2006 Δημ. Νόμος, βλ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΕρμΑΚ ο.π. αρ. 7). ΄Οταν όμως η καταβολή συνίσταται σε μεταβίβαση ή σύσταση δικαιώματος δεν εμπίπτει στην παρούσα εξαίρεση και μόνο η πληρωμή ληξιπρόθεσμου χρέους εκφεύγει της διαρρήξεως και ο οφειλέτης θα πρέπει να αποδείξει πλήρως το χρέος, τη νομική του αιτία και το ληξιπρόθεσμό του αμυνόμενος κατά της αγωγής διαρρήξεως (βλ ΑΠ 622/1980 ΝοΒ 28.1981, ΕφΑθ 2120/2014 Δημ. Νόμος, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΕρμΑΚ, Τ IV, σελ 861, αρ. 4 επ., Κ.Καυκά, Ενοχ. Δίκαιο, 1982, Τ. β, σελ 951 επ.). Κατά μείζονα λόγο υπόκειται σε διάρρηξη η κατά τ’ ανωτέρω μεταβίβαση όταν το ληξιπρόθεσμο χρέος προς τον τρίτο δεν είναι μόνο του μεταβιβάζοντος αλλά και του αποκτώντος (ΑΠ 573/2014 ό.π.). Αντίθετα, κατά τη ρητή διάταξη του εδ. β` του άρθρου 940 παρ. 2 του Α.Κ., η αντί καταβολής δόση είναι απαλλοτρίωση και υπόκειται σε διάρρηξη, υπό την έννοια ότι η αντί καταβολής δόση είναι όχι πληρωμή του υπάρχοντος χρέους, αλλά νέα, επαχθής σύμβαση (άρθρ. 419 του Α.Κ), στην κατάρτιση της οποίας δεν μπορεί να υποχρεωθεί ο οφειλέτης από την υπάρχουσα ενοχική σχέση και που η εκπλήρωσή της μπορεί να βλάψει τους άλλους δανειστές, όπως όταν το παραχωρούμενο αντί καταβολής είναι μεγαλύτερης αξίας από το αντικείμενο της αρχικής παροχής. Αντί καταβολής δόση υφίσταται όταν ο δανειστής, αντί της καταβολής σε αυτόν του οφειλομένου δεχθεί άλλη παροχή και τούτο διότι αυτή η καταβολή αποτελεί νέα σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας μεταξύ του οφειλέτη και του πιστωτού. γ) Πρόθεση βλάβης των δανειστών. Ειδικότερα, η πρόθεση βλάβης του δανειστή θεωρείται ότι υπάρχει, όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι έχει χρέη και ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία, που του απομένει, να μην επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή (ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος), καθόσον στην περίπτωση αυτή είναι προφανές πως ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της απαλλοτριωτικής του πράξεως είναι η βλάβη του δανειστή, την οποία αποδέχεται (ΑΠ 661/2015 ό.π., ΑΠ 1798/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 862/1998 ΕλλΔικ 1999.125, ΑΠ 818/1998 ΕλλΔικ 1999.124). δ) Γνώση του τρίτου, υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση, η οποία γνώση τεκμαίρεται, όταν ο τρίτος είναι, κατά την απαλλοτρίωση, σύζυγος του οφειλέτη ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό, ή από αγχιστεία έως το δεύτερο, το οποίο τεκμήριο δεν ισχύει, αν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την έγερση της περί διαρρήξεως αγωγής και είναι μαχητό, επομένως, μπορεί να ανατραπεί, αν ο σύζυγος ή ο συγγενής ισχυριστεί και αποδείξει ότι δεν γνώριζε ότι ο απαλλοτριώσας προέβη στην απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης των δανειστών του. Η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται, αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία (ΟλΑΠ 15/2012 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 6/2003 ΕλΔ 44 σελ. 401, ΑΠ 28/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 708/2017 ό.π., ΑΠ 339/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 661/2015 ό.π., ΑΠ 417/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1092/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1284/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 846/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1677/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1475/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1189/2003 ΕλΔ 45.460, ΑΠ 637/2001 ΕλΔ 43.1410, ΕφΠειρ 184/2016 Δημ. Νόμος). Επομένως, σε περίπτωση που με την αγωγή διώκεται η διάρρηξη απαλλοτρίωσης, που συνίσταται σε χαριστική δικαιοπραξία, δεν απαιτείται για το ορισμένο του δικογράφου της η αναφορά και της γνώσης του τρίτου, υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση (ΑΠ 28/2017 ό.π.). Η γνώση του τρίτου, εξάλλου, ως προς το δόλο του οφειλέτη, δηλαδή την πρόθεσή του να βλάψει τους δανειστές του, πρέπει να είναι θετική και δεν αρκεί υπαίτια άγνοια, έστω και από βαριά αμέλεια. Το στοιχείο της γνώσης πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης. Μεταγενέστερη γνώση του τρίτου δεν βλάπτει (ΑΠ 1798/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος). ε) Αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία συντρέχει όταν η υπολειπόμενη εμφανής περιουσία τούτου δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή (ΟλΑΠ 15/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 661/2015 ό.π., ΑΠ 1677/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1881/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1112/2004, ΑΠ 862/1998 ΕλλΔικ 1999.125, Καυκάς, ΕνοχΔ, άρθρ. 939-942). Η αφερεγγυότητα δε αυτή του οφειλέτη, η οποία είναι ένα εκ των στοιχείων της βάσεως της αγωγής διαρρήξεως, πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο εγέρσεως αυτής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης του δανειστή, η οποία υπάρχει μόνον όταν ο οφειλέτης είναι κατ’ εκείνο το χρόνο αφερέγγυος (ΑΠ 708/2017 ό.π., ΑΠ 661/2015 ό.π., ΑΠ 1902/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 637/2001 Δημ. Νόμος, ΑΠ 88/1998 ΕλλΔικ 39.843). Ειδικότερα, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 939 Α.Κ., ως «υπόλοιπη περιουσία» του οφειλέτη θεωρείται η εμφανής περιουσία αυτού, της οποίας μπορούν να επιληφθούν οι δανειστές για την ικανοποίησή τους, όχι δε η αφανής (λ.χ. τραπεζικές καταθέσεις, χρήματα, ομόλογα ή τιμαλφή στο σπίτι του οφειλέτη ή σε τραπεζική θυρίδα), αφού δεν μπορούν να επιληφθούν αυτής με αναγκαστική εκτέλεση (Ι. Δεληγιάννη – Π. Κορνηλάκη, ό.π. σελ. 381), καθώς είναι ανύπαρκτη για αυτούς. Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε ματαίωση του με τη διάρρηξη επιδιωκομένου από το νόμο σκοπού της προστασίας των δανειστών από την καταδολίευση αυτών από τον οφειλέτη (ΑΠ 637/2001 ΕλλΔικ 2002.1411, ΕφΔωδ 11/2006 ό.π.). Η απαιτούμενη για τη διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας πρόθεση βλάβης του δανειστή, εξακολουθεί να υφίσταται και όταν άλλος, εις ολόκληρον οφειλέτης, διαθέτει επαρκή περιουσία για την ικανοποίηση του δανειστή, καθόσον ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της απαλλοτρίωσης κρίνεται από στοιχεία, που συντρέχουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του απαλλοτριούντος (ΑΠ 28/2017 Δημ. Νόμος). Τα ανωτέρω στοιχεία πρέπει για το κατ` άρθρο 216 ΚΠολΔ ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται σ` αυτήν (ΟλΑΠ 15/2012 ό.π., ΑΠ 1677/2008 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 939 και 943 του Α.Κ προκύπτει ότι, μεταξύ των στοιχείων, που πρέπει να περιέχει η αγωγή διαρρήξεως για να είναι ορισμένη, περιλαμβάνονται το ποσό της απαίτησης του ενάγοντος δανειστή και η αιτία (νόμιμη, συμβατική, αδικοπρακτική κ.λπ.), από την οποία προήλθε (ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 1339/2012 Δημ. Νόμος) και η αξία του περιουσιακού στοιχείου, που απαλλοτριώθηκε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, διότι η διάρρηξη δεν είναι αναγκαίως ολική, αλλά επέρχεται μόνον κατά το μέρος που ζημιώνεται ο δανειστής, αν δε το απαλλοτριωθέν έχει μεγαλύτερη αξία από την απαίτηση του δανειστή, η διάρρηξη είναι μερική και εκφράζεται σε ποσοστό αντίστοιχο με την αξία της απαιτήσεως του δανειστή προς την αξία του απαλλοτριωθέντος (ΟλΑΠ 15/2012 ό.π., ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 36/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1284/2011 ό.π., ΑΠ 846/2011 ό.π., ΑΠ 1701/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1677/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2200/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1652/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 184/2016 Δημ. Νόμος). Αν η ληξιπρόθεσμη απαίτηση του δανειστή είναι μεγαλύτερη από τη συνολική αξία των απαλλοτριωθέντων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, αρκεί η αναφορά της συνολικής αυτής αξίας και δεν απαιτείται ο προσδιορισμός της αξίας καθενός από αυτά (ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 1127/2005 Νόμος, ΑΠ 637/2001 Νόμος, ΕφΠειρ 344/2011 Δημ. Νόμος). Για την περίπτωση της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, ο ισχυρισμός του εναγομένου οφειλέτη ή του από αυτόν αποκτήσαντος τρίτου, προς απόκρουση της εις βάρος του αγωγής του δανειστή με την οποία ζητείται η διάρρηξη δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής, ότι ο απαλλοτριώσας οφειλέτης έχει άλλη εμφανή περιουσία, ικανή προς ικανοποίηση των δανειστών του οφειλέτη, αποτελεί ένσταση και για να είναι ορισμένος πρέπει να αναφέρονται τα περιουσιακά στοιχεία και η αξία αυτών, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον ενάγοντα δανειστή, να αμυνθεί και να μπορεί να κριθεί, αν η υπολειπόμενη αυτή εμφανής περιουσία, εν όψει της αξίας αυτής και της απαίτησης του δανειστή, είναι ικανή για την ικανοποίηση του δανειστή (ΑΠ 1824/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1001/2007 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 2120/2014 Δημ. Νόμος). Αίτημα δε της αγωγής διάρρηξης είναι πλέον η απαγγελία της διάρρηξης (ΕφΛαρ 97/2002 Δικογρ. 2002.87, ΕΑ 518/2000 ΕλλΔικ 2000.1413, ΕΑ 5639/1998 ΕλλΔικ 1999.1159). Η αγωγή διάρρηξης είναι διαπλαστική και η καταγόμενη με αυτή προς δικαστική διάγνωση αξίωση είναι ανεπίδεκτη χρηματικής αποτιμήσεως, υπαγόμενη ως εκ τούτου στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (ΕφΑθ 5546/2006 Δημ. Νόμος, ΕΑ 582/2000 ΔΕΕ 2000.878, ΕΑ 940/1999 ΕλλΔικ 1999.1160, 1183, ΕΑ 5109/1999 ΕλλΔικ 2000.1412, ΕφΠειρ 925/1998 ΠειρΝομολ 1998.466). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 76 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι όταν, πλην άλλων, εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους, οι δε ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται. Περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας υφίσταται, πλην των άλλων, και μεταξύ των καταδολιευτικώς συναλλαγέντων, απαλλοτριώσαντος και αποκτήσαντος, όταν ενάγονται από κοινού, γιατί στην περίπτωση αυτή δεν είναι νοητή η έκδοση αντίθετων αποφάσεων απέναντι στους ομοδίκους αυτούς, δηλαδή του οφειλέτη του δανειστή και του τρίτου, με τον οποίο αυτός συμβλήθηκε (ΑΠ 417/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 192/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1230/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 554/2005 Δημ. Νόμος).

Εξάλλου, όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 112§2 του ΕισΝΑΚ, επί αλληλόχρεου λογαριασμού, καθένας από τους συμβαλλομένους, θεωρείται δανειστής του άλλου, ως προς το τυχόν κατάλοιπο του λογαριασμού, από τη σύναψη της σύμβασης, το οποίο, όμως, είναι απαιτητό μόνο κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, δηλαδή, το κλείσιμο του λογαριασμού δεν συνιστά γενεσιουργό όρο της απαίτησης για το κατάλοιπο, αλλά αποτελεί προϋπόθεση για το απαιτητό (ληξιπρόθεσμο) του καταλοίπου. Ο συμβαλλόμενος με σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού προστατεύεται με την αγωγή για την απαίτησή του για το τυχόν κατάλοιπο, αρκεί μόνο, μέχρι του χρόνου της απαλλοτρίωσης, να έχει συναφθεί η δικαιοπαραγωγική της απαίτησης σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού και να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη η απαίτηση με την επέλευση του κλεισίματος του λογαριασμού μέχρι την πρώτη στο ακροατήριο συζήτηση της αγωγής. Με τη σύμβαση, δε, του ανοικτού λογαριασμού, η οποία αποτελεί ειδικότερη μορφή του αλληλόχρεου λογαριασμού, η Τράπεζα ανοίγει πίστωση υπέρ πελάτη της, την οποία αυτός αναλαμβάνει σταδιακά, καταβάλλοντας ακολούθως τμηματικώς, ανάλογα με τους ειδικότερους όρους της σύμβασης, ορισμένες δόσεις, έναντι κεφαλαίου και τόκων, οι αμοιβαίες, δε, καταβολές (πιστοδοτικές και εξοφλητικές) αποβάλλουν την αυτοτέλειά τους και καθίστανται κονδύλια του λογαριασμού, ώστε απαιτητό είναι μόνο το μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού τυχόν κατάλοιπο. Και πριν όμως το κλείσιμο αυτό, από την αντιπαραβολή των πιστοχρεώσεων, προκύπτει η ενεργητική ή παθητική θέση εκατέρου, η οποία και συνιστά ενεργητικό ή παθητικό της περιουσίας του. Επομένως, τα παραγωγικά της απαιτήσεως περιστατικά, ιδίως, η σύμβαση και η χορήγηση των πιστώσεων, έχουν ήδη συντελεσθεί, ώστε η απαίτηση να είναι γεννημένη, έστω και αν δεν είναι, πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, βέβαιη και κατά ποσό εκκαθαρισμένη. Επομένως, η Τράπεζα είναι, και πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, δανείστρια, έχει, άρα, το δικαίωμα να προσβάλει ως καταδολιευτική, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι του νόμου, κάθε απαλλοτρίωση του πελάτη της, έστω και αν έλαβε χώρα πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, αρκεί αυτό να γίνει έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής (ΑΠ 28/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 621/2016 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος). Αντίθετη επί του προκειμένου άποψη θα οδηγούσε στο άτοπο ότι ο οφειλέτης, γνωρίζοντας, σε δεδομένη στιγμή και πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, την παθητική σε βάρος του κατάσταση, που προκύπτει από την αντιπαραβολή των κονδυλίων πιστώσεων και χρεώσεων αυτού, θα μπορεί χωρίς κανένα κίνδυνο διαρρήξεως, να απαλλοτριώνει τα περιουσιακά του στοιχεία πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, προς βλάβη του δανειστή του. Επίσης, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 847 και 851 Α.Κ., με τη σύμβαση εγγυήσεως ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στον αντισυμβαλλόμενό του, που είναι έναντι άλλου δανειστής, την ευθύνη ότι θα καταβληθεί σ’ αυτόν η οφειλή του άλλου. Με αυτή τη σύμβαση ο εγγυητής ενέχεται προς τον αντισυμβαλλόμενό του, όπως κάθε γνήσιος οφειλέτης απέναντι στο δανειστή του και συνεπώς, όταν καταβάλει σε αυτόν, εκπληρώνει μεν την παροχή του πρωτοφειλέτη, συγχρόνως, όμως, εκπληρώνει και τη δική του οφειλή. Είναι, συνεπώς, και ο εγγυητής οφειλέτης, κατά την έννοια του άρθρου 939 Α.Κ., και κάθε απαλλοτρίωση που έγινε από εκείνον προς βλάβη του αντισυμβαλλομένου του και δανειστή του, εφόσον δεν επαρκεί η υπόλοιπη περιουσία εκείνου για την ικανοποίηση αυτού, υπόκειται σε διάρρηξη κατά τους όρους των διατάξεων του περί καταδολιεύσεως δανειστών κεφαλαίου Α.Κ. (ΑΠ 621/2016 ό.π., ΑΠ 1475/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1800/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 637/2001 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 184/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 635/2015 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, όταν παρέχεται εγγύηση για την πληρωμή του καταλοίπου από αλληλόχρεο λογαριασμό, η εγγύηση αυτή περιλαμβάνει και κάθε αναγνώριση του καταλοίπου, που μπορεί να γίνει στο μέλλον από τον πρωτοφειλέτη, κατά τους όρους του άρθρου 873 ΑΚ. Συνεπώς, υπάρχει ευθύνη του εγγυητή και για την οφειλή από την αναγνώριση, πάντοτε μέσα στα όρια του ανώτατου ποσού ευθύνης που τυχόν έχει τεθεί με την εγγύηση και με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει συμβατικός αποκλεισμός της ευθύνης του εγγυητή για την ενοχή από την αναγνώριση (ΕφΑθ 2120/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 344/2011 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, ο αλληλόχρεος ή ανοικτός λογαριασμός κλείνεται περιοδικώς κάθε εξάμηνο, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά, αλλά όχι, όμως, κατά διαστήματα μικρότερα του τριμήνου. Καθένα από τα μέρη μπορεί οποτεδήποτε με καταγγελία του να θεωρήσει ότι έχει κλείσει οριστικά ο λογαριασμός, οπότε ο δικαιούχος του καταλοίπου δικαιούται να απαιτήσει αμέσως αυτό (άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ) (ΑΠ 1234/2012 Δημ. Νόμος,  ΑΠ 1352/2011 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, εφόσον ο ίδιος ο νόμος επιτρέπει στα μέρη του αλληλόχρεου λογαριασμού να τον καταγγείλουν μονομερώς και να τον κλείσουν οριστικά οποτεδήποτε, δεν είναι άκυρη και η τυχόν όμοια συμφωνία τους, η οποία δεν εμπίπτει έτσι στην ακυρότητα του άρθρ. 372 ΑΚ ως δήθεν συμφωνία ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής στη απόλυτη κρίση του ενός από τους συμβαλλομένους (ΑΠ 1352/2011 ό.π.). Η ενοχή δε για το κατάλοιπο, που προκύπτει από το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού γεννάται ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων κονδυλίων του, όταν ο οφειλέτης αφηρημένως υποσχέθηκε, πριν κλείσει ο λογαριασμός, την εξόφληση της οφειλής του από το κατάλοιπο ή αναγνώρισε, αφού έκλεισε ο λογαριασμός, την οφειλή αυτή (ΑΠ 1234/2012 ό.π., ΑΠ 192/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 577/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 667/2001 Δημ. Νόμος). Στην περίπτωση αυτή ενέχεται κατά τα άρθρα 361, 873 και 874 ΑΚ, από τη σύμβαση αυτή, που είναι αυτοτελής σύμβαση αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, η οποία δημιουργεί ανεξάρτητη από τη βασική σχέση ενοχή και αποτελεί αυτό τη βάση αγωγής ή αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής κ.λ.π., που μπορεί να σωρευθεί, αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, στο ίδιο δικόγραφο με την αξίωση από τη βασική σχέση (ΑΠ 192/2005 ό.π.). Κατά τη διάταξη του άρθρου 873 εδ. α` ΑΚ, η σύμβαση, με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη, αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως, ενώ, κατά το άρθρο 874 ΑΚ, το έγγραφο, που αναφέρει το προηγούμενο άρθρο, δεν απαιτείται, αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση αφορά σε υπόλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού που έχει κλείσει (ΑΠ 470/2006 ΧρΙΔ 2006. 638, ΕφΘεσ 2788/2009 ό.π.). Με αναγνώριση του τελικού καταλοίπου ισοδυναμεί και η πλασματική αναγνώριση, που επέρχεται σ’ εκτέλεση σχετικής έγκυρης συμφωνίας των διαδίκων μερών, με την παρέλευση της εύλογης προθεσμίας που θέτει η τράπεζα στον πιστούχο, χωρίς ο τελευταίος να αντιλέξει κατά του γνωστοποιηθέντος καταλοίπου (ΑΠ 1472/2004, Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 2788/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 61/2004 ΕΕμπΔ 2005, 87). Ο όρος της συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό, κατά τον οποίο, αν ο πιστούχος δεν αντιλέξει μέσα στην οριζόμενη στη σύμβαση προθεσμία από της γνωστοποιήσεως σ` αυτόν του καταλοίπου του λογαριασμού, το κατάλοιπο θα θεωρείται αναγνωρισμένο, είναι κατ` αρχήν έγκυρος, διότι με αυτόν δεν αποκλείεται το δικαίωμα ανταποδείξεως, αλλά απλώς περιορίζεται με την παρεχόμενη στον πιστούχο δυνατότητα να αμφισβητήσει το κατάλοιπο μέσα στην ως άνω εύλογη προθεσμία (ΑΠ 1472/2004 Δημ. Νόμος, ΕΘ 2788/2009 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώσεως, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη (ΑΠ 330/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 35/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 27/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 578/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1022/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 916/2002 Δημ. Νόμος) και δεν στερεί τον πιστούχο – οφειλέτη του δικαιώματος ανταπόδειξης, καθώς δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη (ΑΠ 1001/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2206/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2209/2007 Δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 111 παρ. 1, 118 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 939 επ. ΑΚ, προκύπτει ότι, για να είναι ορισμένη η αγωγή του δανειστή κατά του οφειλέτη (τέτοιος είναι και ο εγγυητής), για διάρρηξη της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, που έγινε από τον τελευταίο προς βλάβη του, κατά τους όρους των άρθρων 940 επ. Α.Κ., πρέπει, εκτός από τα άλλα, να αναφέρει και την απαίτηση που έχει αυτός (ο ενάγων δανειστής) κατά του εναγόμενου οφειλέτη, με προσδιορισμό του ποσού αυτής, αλλά και της αιτίας από την οποία αυτή προήλθε (από το νόμο, από σύμβαση, αδικοπραξία κλπ). Ειδικότερα, αν η εν λόγω απαίτηση αποτελεί κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού, που κλείστηκε, πρέπει στην αγωγή να γίνεται παράθεση όλων των χρεοπιστωτικών κονδυλίων αυτού του λογαριασμού, από τα οποία προκύπτει αυτό το κατάλοιπο (ΑΠ 621/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 828/2004 Δημ. νόμος, ΕφΛαρ 64/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 440/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΑΘ 507/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 2.239/2008 Δημ. Νόμος). Η παράθεση αυτή δεν είναι αναγκαία όταν η αγωγή στηρίζεται στην αναγνώριση του καταλοίπου από τον οφειλέτη ή τον εγγυητή (ΑΠ 621/2016 ό.π., ΑΠ 828/2004 ό.π., ΕφΑθ 507/2009 ό.π., ΕΘ 2239/2008 ό.π.). Δεν είναι επίσης αναγκαία η παράθεση των χρεοπιστωτικών κονδυλίων, αν για την ύπαρξη και το ύψος της από το κατάλοιπο απαίτησης υφίσταται δεδικασμένο (άρθρα 321 επ. ΚΠολΔ), ενόψει του ότι το τελευταίο αποκλείει την αμφισβήτηση από τον εναγόμενο της ύπαρξης και του ύψους της εν λόγω απαίτησης. Τέτοιο δεδικασμένο, που αποκλείει αυτή την αμφισβήτηση, προέρχεται και από τη διαταγή πληρωμής, η οποία εκδόθηκε μετά από αίτηση του ενάγοντος σε βάρος του εναγομένου, για απαίτηση του τελευταίου από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού που κλείστηκε και η οποία έχει καταστεί τελεσίδικη, είτε με την τελεσίδικη, κατά παραδοχή ανακοπής κατ’ αυτής, ακύρωση της διαταγής πληρωμής λόγω ανυπαρξίας της απαίτησης, είτε, σε περίπτωση μη άσκησης ανακοπής μέσα στην προθεσμία των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την επίδοσή της, που ορίζεται στο άρθρο 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ, με την άπρακτη πάροδο των δέκα εργάσιμων ημερών από τη νέα επίδοση αυτής στον οφειλέτη, τη μη άσκηση δηλαδή από αυτόν ανακοπής μέσα στην εν λόγω προθεσμία (άρθρ. 633 παρ. 2 ΚΠολΔ και Ολ. ΑΠ 6/1996 Δημ. Νόμος, ΑΠ 621/2016 Δημ. Νόμος). Αρκεί να αναφέρεται ότι για την απαίτηση έχει εκδοθεί συγκεκριμένη δικαστική απόφαση, που έχει καταστεί τελεσίδικη ή διαταγή πληρωμής, που απέκτησε, κατά το άρθρο 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ, δύναμη δεδικασμένου (ΑΠ 1339/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 828/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΑιγ 273/2009 Δημ. Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, με το ως άνω περιεχόμενο, η αγωγή είναι ορισμένη, εφόσον περιέχει όλα τ’ απαιτούμενα για τη νομική θεμελίωσή της, στις προαναφερόμενες διατάξεις, στοιχεία και ειδικότερα, αναφέρονται οι όροι, που απαιτούνται για τη διάρρηξη της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, ήτοι: α) ο επαρκής, κατά το ποσό και τα παραγωγικά αίτια, προσδιορισμός της απαίτησης της ενάγουσας – δανείστριας, κατά της πρώτης των εναγοµένων – οφειλέτριας, γεννημένης κατά το χρόνο, που η τελευταία επιχειρεί την ένδικη απαλλοτρίωση, β) η απαλλοτριωτική πράξη της οφειλέτριας – πρώτης εναγομένης περιουσιακού της στοιχείου, με περιγραφή του απαλλοτριωθέντος ακινήτου και προσδιορισμό της αξίας αυτού, γ) η εκ μέρους της οφειλέτριας πρόθεση βλάβης της ενάγουσας – δανείστριας και δ) η ανεπάρκεια της υπολειπομένης περιουσίας της κατά τα άνω οφειλέτριας, προς ικανοποίηση της δανείστριας ενάγουσας, συντρεχούσης κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής, χωρίς να είναι αναγκαία η επίκληση και του στοιχείου της γνώσης της πρόθεσης βλάβης της δανείστριας ενάγουσας εκ μέρους αυτού, υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση (τρίτου), καθώς φέρεται ότι η απαλλοτρίωση αυτή ήταν χαριστική (βλ. σχετ. ΑΠ 28/2017 ό.π.). Δεν απαιτείται δε, η παράθεση των κονδυλίων πιστοχρέωσης, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, εφόσον στοιχείο της περί διαρρήξεως αγωγής (παυλιανής) είναι να έχει καταστεί η απαίτηση του δανειστή απαιτητή και ληξιπρόθεσμη, η οποία, σε περίπτωση εγγύησης απαιτήσεως από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού, επέρχεται με το οριστικό κλείσιμο αυτού, το οποίο, στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, έλαβε χώρα πριν από την άσκηση της αγωγής, κατά τα εκτιθέμενα δε ειδικότερα στην αγωγή έγινε αναγνώριση (πλασματική) του οριστικού καταλοίπου, χωρίς, συνεπώς, να απαιτείται να εκτίθενται σε αυτήν η παράθεση των κατ’ ιδίαν κονδυλίων του λογαριασμού, επί πλέον δε στην αγωγή σαφώς εκτίθεται ότι η υπολειπόμενη, μετά την απαλλοτρίωση, περιουσία της πρώτης εναγομένης δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών (βλ. σχετ. ΑΠ 805/2013 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος). Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, δεχόμενο, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, ότι η αγωγή δεν έπασχε από νομική αοριστία, δεν παράλειψε, παρά το νόμο, να κηρύξει το απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, της ένδικης αγωγής και ορθώς, κατ’ αποτέλεσμα, ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δη τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος ο πρώτος λόγος της εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Επίσης, με το ως άνω περιεχόμενο η ένδικη αγωγή είναι νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 847 ΑΚ και 939 και επ. ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθ. 669 ΕμπΝ, 361, 873, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ και 64-67 του ν.δ. της 17.7/13.8.1923. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι η αγωγή είναι νόμιμη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εναγομένους πρέπει να απορριφθούν.

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 138, 180 ΑΚ, προκύπτει ότι η δήλωση βουλήσεως, η οποία δεν έγινε στα σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά, αποκαλείται εικονική και είναι άκυρη, θεωρούμενη σαν να μην έγινε. Εικονική τυγχάνει, λοιπόν, η δήλωση βουλήσεως, η οποία δεν ανταποκρίνεται, εν γνώσει του δηλούντος, στην πραγματικότητα. Ο σκοπός της εν λόγω δηλώσεως έγκειται στη δημιουργία της εντυπώσεως περί μεταβολής της νομικής καταστάσεως, δίχως να υπάρχει στο δηλούντα πρόθεση τέτοιας μεταβολής. Εικονική δύναται μάλιστα να είναι η δήλωση βουλήσεως, όχι αποκλειστικώς σε μονομερή δικαιοπραξία, αλλά και σε σύμβαση, οπότε ως προς την ακυρότητα αυτής προϋποτίθεται η γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος. Εκ της ρυθμίσεως του άρθρου 139 ΑΚ, κατά την οποία η εικονικότητα δε βλάπτει εκείνον, που συναλλάχθηκε αγνοώντας αυτή, συνάγεται ειδικότερα ότι η εικονικότητα και η εντεύθεν ακυρότητα υφίστανται μόνον έναντι του συναλλαγέντος εν γνώσει της εικονικότητας, ήτοι όχι εναντίον εκείνου που την αγνοεί. Έτσι, επί εικονικότητας συμβάσεως, ουσιώδη στοιχεία αποβαίνουν οι κατά το χρόνο της καταρτίσεώς της γνώση και συμφωνία των συμβαλλομένων ότι η συναφθείσα σύμβαση τυγχάνει εικονική και δεν παράγει ως εκ τούτου έννομες συνέπειες. Για την εικονικότητα δικαιοπραξίας αρκεί, εν άλλοις λόγοις, το γεγονός ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπούν πράγματι στην επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων της καταρτιζόμενης δικαιοπραξίας. Ως εκ τούτου, δεν είναι ανάγκη να προκύπτει ο σκοπός ή τα αίτια που οδήγησαν στην ελαττωματική αυτή δήλωση, ούτε αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξή της ο δόλος του οφειλέτη στρεφόμενος κατά των δανειστών του (όπως απαιτείται στην περίπτωση του άρθρου 939 Α.Κ.) ή γενικότερα πρόθεση εξαπατήσεως κάποιου τρίτου, αλλά ούτε και η ύπαρξη απαιτήσεως προγενέστερη της εικονικής εκποιήσεως. Η ως άνω ακυρότητα της εικονικής δικαιοπραξίας τυγχάνει απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από οποιονδήποτε διαθέτει σχετικό έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 ΑΚ, 68 και 70 ΚΠολΔ (ΑΠ 160/2013  ό.π., ΑΠ 382/2009, ΑΠ 74/2006, ΕφΘεσ 447/2011 ό.π.).

Σύμφωνα δε με το άρθρο 178 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, είναι άκυρη. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως κριτήριο των χρηστών ηθών, χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσης ηθικής κοινωνικού ανθρώπου, που σκέπτεται με σωφροσύνη και χρηστότητα. Η αντίθεση στα χρηστά ήθη, που δημιουργεί ακυρότητα της δικαιοπραξίας, κρίνεται αντικειμενικά, από το περιεχόμενό της, ενόψει, όχι της μεμονωμένης αιτίας, που κίνησε τους συμβαλλόμενους να τη συνάψουν ή του σκοπού, στον οποίο αποβλέπουν, αλλά του συνόλου των συνθηκών και περιστάσεων, που συνοδεύουν την προβαλλόμενη ως επιλήψιμη συμπεριφορά (ΑΠ 379/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 234/2017 Δημ. Νόμος). Τα αίτια που προκάλεσαν τη δικαιοπρακτική βούληση, μόνο κατ’ εξαίρεση επιδρούν στο κύρος της δικαιοπραξίας, όταν συντρέχουν οι όροι των άρθρων 140-153 ΑΚ (πλάνη, απάτη, απειλή), οπότε παρέχεται το διαπλαστικό δικαίωμα της ακύρωσης αυτής, κατά τα άρθρα 154 και 155 ΑΚ. Επομένως, τα περιστατικά, που συνδέονται με τις καταστάσεις αυτές (πλάνη, απάτη, απειλή) και ρυθμίζονται ειδικά με τις παραπάνω διατάξεις, δεν υπάγονται στο άρθρο 178 ΑΚ, το οποίο, άλλωστε, προβλέπει εξαρχής ακυρότητα και όχι ακύρωση. Δηλαδή, η ακυρωσία της δήλωσης βούλησης, συνεπεία πλάνης, απάτης ή απειλής, δεν μπορεί από μόνη της, να οδηγήσει στην κατ’ άρθρο 178 ΑΚ ακυρότητα, όταν, εκτός του ανεπίτρεπτου, κατ’ αυτήν, επηρεασμού της βούλησης, δεν συντρέχουν και άλλα περιστατικά, που επηρεάζουν το γενικό χαρακτήρα της αδικοπραξίας. Από το ανωτέρω άρθρο καλύπτονται και οι περιπτώσεις εκείνες, όπου, αν και υπάρχει εκμετάλλευση, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του επόμενου άρθρου 179 ΑΚ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 179 ΑΚ, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση του άρθρου 178 ΑΚ, άκυρη, ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, είναι, ιδίως, η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, κουφότητα ή απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να λάβει για τον εαυτό του ή τρίτον, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή. Από τις διατάξεις αυτές, των άρθρων 178 και 179 ΑΚ και ειδικότερα τη δεύτερη, προκύπτει ότι, για το χαρακτηρισμό της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς και συνεπώς, άκυρης, ως αντικειμένης στα χρηστά ήθη, απαιτείται, αφενός μεν η συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων, που τελούν, κατά το χρόνο της συνομολόγησής τους, κατά τις περιστάσεις σε προφανή δυσαναλογία προς την παροχή, αφετέρου δε η επίτευξη των ωφελημάτων αυτών να γίνεται με εκμετάλλευση της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας του άλλου από τους συμβληθέντες. ΄Ετσι, όπως προκύπτει από το συνδυασμό αυτών των διατάξεων και εκείνων των άρθρων 174 και 180 του Α.Κ., για να χαρακτηριστεί μια δικαιοπραξία ως αισχροκερδής – καταπλεοναστική και συνεπώς, άκυρη, λόγω αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη, απαιτείται να συντρέχουν, αθροιστικά, τρία στοιχεία, ήτοι: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός των συμβαλλομένων και γ) εκμετάλλευση της γνωστής σ’ αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του συμβαλλομένου τούτου, από τον αντισυμβαλλόμενο. Τα στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας όμως δεν είναι απαραίτητο, όπως προκύπτει από τη σαφή διατύπωση της δεύτερης από τις πιο πάνω διατάξεις, να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά αρκεί η συνδρομή και μόνο του ενός από αυτά. Απειρία είναι η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές. Κουφότητα είναι η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων, δηλαδή, το θύμα, λόγω της απερισκεψίας ή της έλλειψης επαρκούς σκέψης, η οποία μπορεί να οφείλεται και σε διανοητική μειονεξία, δεν αποδίδει στις πράξεις του τη σημασία και την αξία που αυτές είχαν, ενώ ανάγκη είναι και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση και επιτακτική. Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Ειδικότερα, προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποκύπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό και θεμιτό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία αυτή διαπιστώνεται, ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά το χρόνο της κατάρτισής της, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές περιστάσεις ή επιθυμίες των μερών, αποτελεί δε νομική έννοια και ως εκ τούτου η κρίση περί της υπάρξεως αυτής ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Εξάλλου, εκμετάλλευση υπάρχει, όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία), επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή, χωρίς να είναι απαραίτητη, για να συντρέξει το στοιχείο της εκμετάλλευσης, κάποια ενέργεια του εκμεταλλευτή, η οποία να εκδηλώνεται με ηθικώς επιλήψιμα περιστατικά που αποσκοπούν στην επίτευξη της αισχροκέρδειας. Αν συντρέξουν οι παραπάνω προϋποθέσεις του άρθρου 179 ΑΚ, σε κάθε ανταλλακτική σύμβαση δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης, κατά την έννοια του άρθρου 180 ΑΚ. Αν, όμως λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας, ως αισχροκερδούς, κατά το άρθρο 179 ΑΚ, γιατί απαιτείται να συντρέχουν και η φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλομένου και η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μιας από τις γνωστές σ` αυτόν ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλόμενου, χωρίς, όμως, να αποκλείεται και στην περίπτωση αυτή, ακυρότητα της δικαιοπραξίας, λόγω της αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη, κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ, αν συντρέχουν στοιχεία προσδίδοντα σ’ αυτήν ανήθικο χαρακτήρα (ΑΠ 379/2017 ό.π., ΑΠ 234/2017 ό.π., ΑΠ 547/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1470/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 820/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 655/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 6675/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 66/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 116/2012 Δημ. Νόμος). Από την ως άνω διάταξη του άρθρου 179 Α.Κ., σαφώς προκύπτει ότι υφίσταται ακυρότητα οσάκις η προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής υπάρχει κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης. Επομένως, είναι προφανές ότι είναι αόριστη η αγωγή, με την οποία διώκεται η ακύρωση της σύμβασης με βάση τη διάταξη αυτή, όταν δεν καθορίζονται τα στοιχεία αυτά, ήτοι κατάρτιση δικαιοπραξίας, αξία παροχής και ωφελημάτων, δυσαναλογία αυτών κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης και έκθεση περιστατικών των προϋποθέσεων (ΑΠ 234/2017 ό.π., Α.Π.252/2004), που συγκροτούν μία (ή όλες) από τις αντικειμενικές προϋποθέσεις (απειρία, κουφότητα, ανάγκη) και την υποκειμενική προϋπόθεση (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 244/2015 Δημ. Νόμος).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 281 Α.Κ.: “Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.” Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητος στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης, οι πράξεις του υποχρέου και η κατάσταση πραγμάτων, που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού, πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες, που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά, δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του (ΟλΑΠ 6/2016, ΑΠ 28/2017 Δημ. Νόμος, ΕΑ 2120/2014 Δημ. Νόμος). Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετες ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. Η ως άνω επιχειρούμενη από το δικαιούχο εκ των υστέρων ανατροπή της πιο πάνω κατάστασης, απαιτείται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του οφειλέτη, χωρίς να είναι απαραίτητο να προκαλούνται αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες (ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος). Για να είναι ορισμένη η περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος ένσταση του εναγομένου, προς απόκρουση της εις βάρος του αγωγής πρέπει να περιέχει την έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το άρθρο 262 ΚΠολΔ, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ώστε αφενός μεν να παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο να κρίνει, αν τα επικαλούμενα με αυτή πραγματικά περιστατικά θεμελιώνουν, κατά το νόμο καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος, αφετέρου δε να παρέχεται η δυνατότητα στον ενάγοντα να αμυνθεί (ΑΠ 1174/2007 Δημ. Νόμος).

Τέλος, κατά το άρθ. 249 εδ. α` ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μίας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μίας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης, εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα, που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί, αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης, εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση, που δεν μπορεί να προσβληθεί. Από τη διατύπωση και το σκοπό της διάταξης αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί χάριν οικονομίας χρόνου και δαπάνης και προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, προκύπτει, ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή (αναστολή) της δίκης, όταν η διάγνωση της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς εξαρτάται, εν όλω ή εν μέρει, από την επίλυση του νομικού ζητήματος που αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου και συναρτάται με έννομη σχέση, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση του επιδίκου δικαιώματος, ενώ παράλληλα η διάγνωση στην άλλη δίκη του νομικού αυτού ζητήματος θα συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης και στην ασφαλέστερη διάγνωση του ζητήματος αυτού (ΑΠ 1627/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 197/2015).

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος, η οποία εξετάστηκε με επιμέλεια των εναγομένων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και της οποίας η κατάθεση περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα οι διάδικοι, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αριθμ. …../27-03-2006 συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, η οποία καταρτίσθηκε εγγράφως, στην Αθήνα, μεταξύ της ενάγουσας, του ………., ως πρωτοφειλέτη και της πρώτης εναγομένης, συζύγου του, ως εγγυήτριας, η οποία (σύμβαση) στη συνέχεια συμπληρώθηκε με την από 26/07/2006 πρόσθετη σε αυτήν πράξη των ιδίων συμβληθέντων, ανοίχθηκε υπέρ του πρωτοφειλέτη – πιστούχου, πίστωση, μέχρι του ποσού των 40.000 ευρώ, εξυπηρετούμενη με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Την τήρηση όλων των απορρεουσών υποχρεώσεων του πιστούχου και εν γένει όλων των σχετικών συμβατικών όρων εκ της συμβάσεώς τους εγγυήθηκε, εγγράφως, προς την ενάγουσα, η πρώτη εναγομένη, παραιτηθείσα των ενστάσεων της διαιρέσεως και διζήσεως και των εν γένει πάσης φύσεως ευεργημάτων, δικαιωμάτων και ενστάσεών της, ευθυνομένη έτσι εις ολόκληρον μετά του πιστούχου ως αυτοφειλέτρια. Ο πρωτοφειλέτης – σύζυγος της πρώτης εναγομένης έκανε χρήση της ως άνω πιστώσεως, για την εξυπηρέτηση της οποίας τηρήθηκε ο με αριθμ. ………. αλληλόχρεος λογαριασμός, του οποίου το, κατά την 31/10/2008, χρεωστικό υπόλοιπο εκ 31.977,03 ευρώ μεταφέρθηκε στο με αριθμ. ……… αλληλόχρεο λογαριασμό, ο οποίος εμφάνισε, στις 22/02/2011, χρεωστικό υπόλοιπο 39.772,04 ευρώ. Εν συνεχεία, η ενάγουσα έκλεισε, στις 22/02/2011, οριστικά τον ως άνω λογαριασμό και κατάγγειλε τη σύμβαση πιστώσεως, όπως η τελευταία είχε συμβατικό προς τούτο δικαίωμα, χωρίς όμως οι αντισυμβληθέντες (πρωτοφειλέτης και εγγυήτρια – πρώτη εναγομένη) να εκπληρώσουν τις οικονομικές υποχρεώσεις τους έναντι της ενάγουσας. Με τις από 30/03/2011 εξώδικες δε δηλώσεις και προσκλήσεις της ενάγουσας και τις από 22/02/2011 δηλώσεις προσδιορισμού οφειλής, οι οποίες επιδόθηκαν, στις 11/04/2011, στον πιστούχο και την εγγυήτρια, γνωστοποίησε σε αυτούς το κλείσιμο του λογαριασμού και το συνολικό κατάλοιπο αυτού, ύψους 39.772,04 ευρώ, καλώντας τους να καταβάλουν σε αυτήν, εις ολόκληρον έκαστος, το ως άνω ποσό, ως πιστούχος ο πρώτος και ως εγγυήτρια – αυτοφειλέτης της απαίτησης η δεύτερη, αντίστοιχα (βλ. τις με αριθμ. …………./11-04-2011 εκθέσεις επιδόσεως αντίστοιχα του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών …………). Κατά του ως άνω οριστικού καταλοίπου του λογαριασμού που κοινοποιήθηκε, κατά τ’ ανωτέρω, στον πρωτοφειλέτη και την πρώτη των εναγομένων, οι τελευταίοι, μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, ουδεμία αντίρρηση προέβαλαν, δυνάμει του υπό στοιχ. 9ου όρου της σύμβασης, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι αναγνώρισαν σιωπηρά την ακρίβεια των επίδικων λογαριασμών και το συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο αυτών (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 635/2015 ό.π., ΕΑ 2120/2014 ό.π.). Σημειώνεται ότι η κίνηση των ανωτέρω λογαριασμών, καθώς και το προκύψαν εξ αυτών χρεωστικό σε βάρος του πρωτοφειλέτη και της εγγυήτριας οριστικό κατάλοιπο, αποτυπώνονται στα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα αντίγραφα κινήσεως των λογαριασμών αυτών (βλ. σχετ. τον 9ο όρο της συμβάσεως). Εξάλλου, σε βάρος του πρωτοφειλέτη και της πρώτης εναγομένης, ευθυνομένων εις ολόκληρον, εκδόθηκε, κατόπιν της 15/03/2013 αιτήσεως της ενάγουσας, η υπ’ αριθμ. …./24-09-2013 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας, αφού κρίθηκε νόμιμη η αίτηση, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 623 επ. ΚΠολΔ, 361, 873, 874 Α.Κ. και 112 ΕισΝ.Α.Κ., διατάχθηκαν ο πρωτοφειλέτης και πρώτη εναγομένη – εγγυήτρια (καθ’ ων η αίτηση διαταγής πληρωμής) να καταβάλουν στην αιτούσα, αλληλεγγύως, αδιαιρέτως και εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 39.772,04 ευρώ για καθυστερημένο κεφάλαιο, με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας από 22/03/2011, πλέον τόκων υπερημερίας επί των καθυστερούμενων τόκων, οι οποίοι ανατοκίζονται ανά εξάμηνο, κατά τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 2601/1998, μέχρι εξοφλήσεως, καθώς και ποσό 690 ευρώ για δικαστική δαπάνη εκδόσεως της ως άνω διαταγής πληρωμής. Η ενάγουσα επέδωσε την ως άνω διαταγή πληρωμής στον πρωτοφειλέτη και την εγγυήτρια δύο φορές, σύμφωνα με τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ, χωρίς να ασκηθεί ανακοπή εκ μέρους τους (βλ. τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως υπ’ αριθμ. …./25.11.2013 και …./25.11.2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….., καθώς και τις υπ’ αριθμ. … και …../9.4.2014 εκθέσεις επιδόσεως του ιδίως ως άνω Δικαστικού Επιμελητή, σε συνδυασμό με το με αριθμ. …./02-05-2014 πιστοποιητικό της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών περί μη ασκήσεως ανακοπής κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής από 24/09/2013 έως και την 30/04/2014). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η απαίτηση της ενάγουσας, κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία έλαβε χώρα την 27/11/2015, ήταν ορισμένη, ληξιπρόθεσμη και απαιτητή και δεν χωρούσε κατ’ αυτής αμφισβήτηση, λόγω του απορρέοντος δεδικασμένου από την επίδοση στην πρώτη εναγομένη δύο φορές της ως άνω διαταγής πληρωμής και τη μη άσκηση ανακοπής κατ’ αυτής (βλ. σχετ. ΑΠ 621/2016 ό.π.). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τρεις (3) περίπου μήνες πριν από το οριστικό κλείσιμο του ως άνω λογαριασμού και συγκεκριμένα στις 19/11/2010 και ενώ τα παραγωγικά της απαίτησης της ενάγουσας περιστατικά, ιδίως η σύμβαση και η χορήγηση των πιστώσεων, όπως προαναφέρθηκε, είχαν συντελεσθεί, ώστε η απαίτηση να είναι γεννημένη και ανεξάρτητα, αν ήταν βέβαιη και κατά ποσό εκκαθαρισμένη και η ως άνω πίστωση εμφάνιζε ληξιπρόθεσμο και απαιτητό χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 38.028,59 ευρώ περίπου (όπως προκύπτει από απόσπασμα κίνησης του ως άνω λογαριασμού), η πρώτη εναγομένη, ενώ γνώριζε το χρεωστικό σε βάρος του συζύγου της κατάλοιπο, προτιθέμενη να μην εκπληρώσει την ως άνω οφειλή της προς την ενάγουσα και έχοντας σκοπό να καταστήσει αδύνατη την πλήρη ικανοποίηση της απαιτήσεώς της, με το με αριθμό ………/19-11-2010 συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή του Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., νομίμως μεταγεγραμμένου, προέβη στην εξής απαλλοτριωτική δικαιοπραξία: Μεταβίβασε, με δωρεά εν ζωή, στο δεύτερο των εναγομένων και επ’ αδελφή ανιψιό της, ……….., την πλήρη κυριότητα της υπό στοιχεία ΄Υψιλον κεφαλαίο ένα (Υ-1) αποθήκης, αξίας 16.373,96 ευρώ, του υπογείου ορόφου, μίας οικοδομής, κτισμένης σε οικόπεδο, κείμενο στη θέση … ή … της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου …., πρώην Δήμου Πειραιώς, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλεως Κερατσινίου και επί της οδού …. αριθμό …., εκτάσεως μέτρων τετραγωνικών εκατόν είκοσι επτά και τριάντα εκατοστών (127,30), εμφαινόμενο με τον αριθμό 25 στο από Αυγούστου 1967 σχεδιάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού ……….., προσαρτώμενο στο …./1967 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………. Κατά νεωτέρα καταμέτρηση του άνω οικοπέδου, που έγινε από τη Μηχανικό . ………… και συμφώνως προς το από Απριλίου 1989 τοπογραφικό διάγραμμά της, το οποίο υπογραφόμενο νόμιμα, προσαρτάται στην υπ’ αριθμ. …../1990 πράξη του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., το οικόπεδο αυτό έχει επιφάνεια μέτρων τετραγωνικών εκατόν είκοσι επτά και τριάντα εκατοστών (127,30), είναι άρτιο και οικοδομήσιμο κατά παρέκκλιση, εμφαίνεται στο άνω σχεδιάγραμμα με τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α και συνορεύει γύρωθεν, σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα αυτό: ΒΟΡΕΙΑ με οικόπεδα ιδιοκτησίας αγνώστων επί πλευράς Δ-Γ του άνω σχεδιαγράμματος μήκους μέτρων εννέα και πενήντα εκατοστών (9,50), ΝΟΤΙΑ με την οδό …… επί προσώπου Α-Β του άνω διαγράμματος μήκους μέτρων εννέα και πενήντα εκατοστών (9,50), ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ με ιδιοκτησία αγνώστου επί πλευράς Β-Γ του άνω διαγράμματος, μήκους μέτρων δέκα τριών και πενήντα εκατοστών (13,50) και ΔΥΤΙΚΑ με ιδιοκτησία αγνώστων επί πλευράς Α-Δ του διαγράμματος μήκους μέτρων δέκα τριών και πενήντα εκατοστών (13,50). Η εν λόγω αποθήκη αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, έχει επιφάνεια μέτρα τετραγωνικά ογδόντα εννέα και ένδεκα εκατοστά (89,11), όγκο ιδιόκτητο μέτρα κυβικά διακόσια τριάντα δύο (232,00), ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου εκατόν ενενήντα επτά χιλιοστά (197/000) και συνορεύει ΒΟΡΕΙΑ με ακάλυπτο χώρο οικοπέδου, ΝΟΤΙΑ με την οδό ……., ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ με ιδιοκτησία αγνώστων ιδιοκτητών και ΔΥΤΙΚΑ, επίσης, με γειτονική ιδιοκτησία αγνώστων ιδιοκτητών. Η ανωτέρω αποθήκη του υπογείου ορόφου αποτελεί ανεξάρτητη διηρημένη και διακεκριμένη οριζόντια ιδιοκτησία, διεπόμενη από τις διατάξεις του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του Αστικού Κώδικα, σε συνδυασμό με το Ν.Δ. 1024/1971, στις οποίες έχει υπαχθεί, καθώς και όλη η οικοδομή με την υπ’ αριθμ. …./1990 πράξη του ιδίου πιο πάνω Συμβολαιογράφου σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, που έχει μεταγραφεί νόμιμα. Το ανωτέρω ακίνητο έχει ΚΑΕΚ ……….. Η αντικειμενική, αλλά και η εμπορική, αξία του ανωτέρω απαλλοτριωθέντος, λόγω δωρεάς, ακινήτου, όπως αυτή αποτυπώνεται στο ως άνω συμβόλαιο και δεν αμφισβητείται ειδικώς, ανερχόταν, κατά το χρόνο της μεταβίβασής του, στο ποσό των 16.373,96 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται η αξία του και κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής. Η πρώτη των εναγομένων γνώριζε την ύπαρξη της οφειλής, για την οποία είχε εγγυηθεί και ότι μετά την εν λόγω μεταβίβαση δεν θα μπορούσε να εξεύρει άλλα εμφανή επαρκή περιουσιακά στοιχεία. Το γεγονός δε ότι η εν λόγω μεταβίβαση έλαβε χώρα σε χρόνο προγενέστερο του οριστικού κλεισίματος των λογαριασμών, που έγινε στις 22/02/2011, οπότε και καταγγέλθηκε, δεν ασκεί καμιά έννομη επιρροή, καθόσον, τα παραγωγικά της απαιτήσεως της ενάγουσας περιστατικά υπήρχαν ήδη, από το χρόνο της συνάψεως της συμβάσεως, αλλά και της δημιουργίας του καταλοίπου, ώστε η απαίτησή της να είναι γεννημένη και με το κλείσιμο του λογαριασμού, που είχε συντελεσθεί μέχρι την άσκηση της αγωγής, κατέστη (η απαίτησή της) απλώς ληξιπρόθεσμη και απαιτητή (ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 621/2016 ό.π., ΕΑ 2120/2014 Δημ. Νόμος). Επομένως, η ενάγουσα τράπεζα και πριν από το οριστικό κλείσιμο των λογαριασμών ήταν δανείστρια και κατά συνέπεια, είχε το δικαίωμα να προσβάλει ως καταδολιευτική την ένδικη δικαιοπραξία, απορριπτόμενων ως εκ τούτου των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων. Η μεταβίβαση του ως άνω ακινήτου από την πρώτη των εναγομένων προς το δεύτερο εξ αυτών, έγινε με σκοπό βλάβης της ενάγουσας και ειδικότερα, για να μην μπορέσει να ικανοποιήσει αυτή την επίδικη απαίτησή της, καθώς η πρώτη, λόγω και της συγγενικής (συζυγικής) σχέσης με τον πρωτοφειλέτη, γνώριζε τη δεινή οικονομική κατάσταση, στην οποία είχαν περιέλθει κατά το χρόνο της ένδικης μεταβίβασης, τρεις (3) περίπου μήνες πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, λαμβανομένου ιδίως υπ’ όψιν του γεγονότος ότι, λίγες ημέρες μετά από την κατάρτιση της εν λόγω απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, στις 08/12/2010, ο σύζυγός της (υπέρ του οποίου εγγυήθηκε η ίδια), λόγω της δυσχερούς οικονομικής θέσης, στην οποία είχε περιέλθει, προέβη προς την αρμόδια Ε΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιά σε δήλωση παύσης εργασιών άσκησης της ατομικής επιχείρησής του (κατασκευής πορτών, παραθύρων και των πλαισίων τους, καθώς και κατωφλίων για πόρτες από μέταλλο), με έδρα το Κερατσίνι Αττικής, με δηλωθείσα ημερομηνία διακοπής την 01/04/2010 και στις 10/03/2011 ενεγράφη στα μητρώα του Ο.Α.Ε.Δ.. Εν όψει δε της χαριστικής αιτίας της άνω δικαιοπραξίας (δωρεάς εν ζωή) από την πρώτη προς το δεύτερο των εναγομένων, που είναι ανιψιός της, δεν απαιτείται γνώση αυτού ως προς την πρόθεση βλάβης της ενάγουσας εκ μέρους της πρώτης των εναγομένων με τη μεταβίβαση αυτή και συνεπώς, παρέλκει η έρευνα αυτής, η οποία αλυσιτελώς προβάλλεται από αυτόν προς άρση της ευθύνης του. Εξάλλου, ακόμη και εάν η απαλλοτρίωση (διάθεση) αυτή έγινε προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης της πρώτης εναγομένης προς τον ανιψιό της, δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπληρώσεως από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεών του έναντι των νόμιμων, με συνέπεια να μην αναιρείται ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της σχετικής παροχής (βλ. σχετ. ΕφΘεσ 447/2011 Δημ. Νόμος). Ούτε, άλλωστε, προέκυψε ιδιαίτερος λόγος που να δικαιολογεί την εσπευσμένη και αιφνίδια σύναψη της επίδικης χαριστικής δικαιοπραξίας (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 324/2015). Ως αιτία της μεταβιβάσεως από την πρώτη των εναγομένων, γεννηθείσα το έτος 1948, συνταξιούχου, στο δεύτερο εξ αυτών, γεννηθέντα το έτος 1983, Δημοτικό Υπάλληλο, αναφέρεται στο παραπάνω με αριθμ. ………./19-11-2010 συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……. νομίμως μεταγεγραμμένου, «…η…δωρήτρια ………, δηλώνει ότι …το δωρίζει, παραχωρεί και παραδίδει με το συμβόλαιο αυτό, χωρίς αντάλλαγμα, λόγω δωρεάς εν ζωή, ισχυρής και αμετάκλητης, στον αφετέρου ώδε συμβαλλόμενο ……….., κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή και ότι η δωρεά αυτή γίνεται από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και για λόγους ευπρέπειας και σε ένδειξη ιδιαίτερης αγάπης και ευγνωμοσύνης της δωρήτριας προς το δωρεοδόχο…». Οι εναγόμενοι, με τις έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ισχυρίστηκαν ότι επρόκειτο περί αμφοτεροβαρούς – επαχθούς δικαιοπραξίας (πώλησης) και όχι περί χαριστικής δικαιοπραξίας, καθώς αυτή έγινε ως αντάλλαγμα της οικονομικής βοήθειας που είχε προηγουμένως δεχθεί η πρώτη εναγομένη και ο ανωτέρω σύζυγός της από το δεύτερο εναγόμενο και τη μητέρα του – αδελφή της πρώτης εναγομένης. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος επαναφέρεται με τον τρίτο λόγο έφεσης, πέραν της αντιφατικότητάς του, τυγχάνει απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, ως προς την παράθεση των αναγκαίων περιστατικών, καθόσον αφενός μεν δεν εκθέτουν αρκούντως το χρέος του πιστούχου και της εγγυήτριας προς το δεύτερο εναγόμενο και τη μητέρα του – αδελφή της πρώτης εναγομένης, τη νομική του αιτία και το ληξιπρόθεσμό του, αφετέρου δε τα ουσιώδη στοιχεία για τη θεμελίωση του ισχυρισμού τους περί εικονικότητας της ένδικης απαλλοτρίωσης, ήτοι την κατά το χρόνο της καταρτίσεώς της γνώση και συμφωνία των συμβαλλομένων ότι η συναφθείσα σύμβαση τυγχάνει εικονική και ότι δεν θα παράγει ως εκ τούτου έννομες συνέπειες. Από τ’ ανωτέρω συνάγεται ότι ο ως άνω ισχυρισμός των εναγομένων περί μεταβίβασης του επίδικου ακινήτου σε αντάλλαγμα της οικονομικής βοήθειας, που έλαβε ο πιστούχος και η εγγυήτρια από το δεύτερο εναγόμενο και τη μητέρα του, αλυσιτελώς προβάλλεται, καθόσον, υπό το προεκτιθέμενο ιστορικό, και αληθής υποτιθέμενος, δεν άγει σε κατάλυση της αξίωσης της ενάγουσας προς διάρρηξη της επίδικης απαλλοτριώσεως (ΑΠ 941/2007 Δημ. Νόμος, ΕΑ 2120/2014 ό.π., ΕφΘεσ 3096/2006 Δημ. Νόμος). Σε κάθε δε περίπτωση δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εναγομένων περί αμφοτεροβαρούς – επαχθούς δικαιοπραξίας στην πραγματικότητα και όχι περί χαριστικής δικαιοπραξίας και ότι η ένδικη απαλλοτρίωση έγινε σε αντάλλαγμα της οικονομικής βοήθειας, που έλαβε ο πιστούχος και η εγγυήτρια από το δεύτερο εναγόμενο και τη μητέρα του, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα προς καταβολή ληξιπρόθεσμου χρέους του πιστούχου και της εγγυήτριας προς το δεύτερο εναγόμενο και την αδελφή της πρώτης των εναγομένων. Κατά τη ρητή διάταξη του εδ. β` του άρθρου 940 παρ. 2 του Α.Κ., η αντί καταβολής δόση είναι απαλλοτρίωση και υπόκειται σε διάρρηξη, υπό την έννοια ότι η αντί καταβολής δόση είναι όχι πληρωμή του υπάρχοντος χρέους αλλά νέα, επαχθής σύμβαση (άρθρ. 419 του Α.Κ), στην κατάρτιση της οποίας δεν μπορεί να υποχρεωθεί ο οφειλέτης από την υπάρχουσα ενοχική σχέση και που η εκπλήρωσή της μπορεί να βλάψει τους άλλους δανειστές. Συνεπώς, ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι επρόκειτο περί αμφοτεροβαρούς – επαχθούς δικαιοπραξίας, καθώς αυτή έγινε ως αντάλλαγμα της οικονομικής βοήθειας, που είχε προηγουμένως δεχθεί η πρώτη εναγομένη και ο ανωτέρω σύζυγός της από το δεύτερο εναγόμενο και τη μητέρα του – αδελφή της πρώτης εναγομένης, ορθώς απορρίφθηκε από την εκκαλούμενη προεχόντως ως αόριστος, σε κάθε δε περίπτωση ως ουδόλως αποδειχθείς και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον τρίτο λόγο της ένδικης εφέσεως. Η πρώτη εναγομένη, προς απόκρουση της αγωγής, ισχυρίστηκε, επίσης, με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ότι η απαίτηση της ενάγουσας πηγάζει εξ ακύρου συμβάσεως πιστώσεως, ως καταπλεονεκτικής, κατ’ άρθρο 179 Α.Κ., για το λόγο ότι η ως άνω σύμβαση πίστωσης περιέχει προδιατυπωμένους όρους ΓΟΣ (όπως συμφωνία περί πλασματικής αναγνώρισης οφειλής, συμφωνία για επιτόκια που υπερβαίνουν τα εξωτραπεζικά κ.α.), οι οποίοι έχουν κριθεί άκυροι, ως παράνομοι και καταχρηστικοί, από τη νομολογία των δικαστηρίων, επαναφέρει δε τον ανωτέρω ισχυρισμό της με την υπό κρίση έφεσή της. Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, ο οποίος επαναφέρεται με το δεύτερο λόγο έφεσης, τυγχάνει απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, καθόσον, εν προκειμένω, δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών που αφορούν στην εφαρμογή των ανωτέρω όρων στην εν λόγω πίστωση, καθώς και στην επίδραση αυτών στη διαμόρφωση του καταλοίπου της εν λόγω πίστωσης. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, τον ως άνω ισχυρισμό, δεν παραβίασε τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, εφόσον δεν καθορίζονται όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για τη θεμελίωση του ως άνω ισχυρισμού, ήτοι αξία παροχής και ωφελημάτων, δυσαναλογία αυτών κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης και έκθεση περιστατικών των προϋποθέσεων της ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας, του ενός από τους συμβαλλομένους και εκμετάλλευσης από τον συμβαλλόμενο της γνωστής σε αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου του, διότι εάν λείπει μία από τις προϋποθέσεις αυτές δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς κατά τα άρθρα 178 και 179 του ΑΚ.. Εξάλλου, ο ως άνω ισχυρισμός προσκρούει στο δεδικασμένο, όσον αφορά στην απαίτηση της ενάγουσας, που απορρέει από την ως άνω διαταγή πληρωμής, η οποία κατέστη τελεσίδικη. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος έφεσης πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η αξία του επίδικου ακινήτου δεν υπερβαίνει το ποσό των 16.373,96 ευρώ, γεγονός άλλωστε που δεν αμφισβητείται ειδικώς από τους εναγομένους, ήτοι υπολείπεται κατά πολύ της προαναφερθείσας απαίτησης της ενάγουσας (η οποία, ήδη, κατά την άσκηση της αγωγής, είχε υπερβεί του ποσού των 61.000 ευρώ, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από 11/11/2013 κατάσταση οφειλών της ενάγουσας). Αποτέλεσμα της προαναφερόμενης ενέργειας της πρώτης των εναγομένων ήταν να ματαιωθεί η ικανοποίηση της ως άνω απαίτησης της ενάγουσας κατ’ αυτής, αφού η υπολειπόμενη περιουσία της, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, την 06/03/2014 (βλ. σχετ. με αριθμ. …../6-3-2014 και …./6-3-2014 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών … ……….. στην πρώτη και το δεύτερο των εναγομένων αντίστοιχα), δεν επαρκούσε για την εξόφληση του παραπάνω χρέους. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν ανατρέπεται από το γεγονός ότι η πρώτη εναγομένη διαθέτει και έτερο εμφανές περιουσιακό στοιχείο της, ήτοι δικαίωμα πλήρους κυριότητας, κατά ποσοστό 100%, επί οικοπέδου, κειμένου στη θέση … ή ….. της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Κερατσινίου, πρώην Δήμου Πειραιά, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλεως Κερατσινίου Πειραιώς (οδός …. αρ. … και …. αρ. ….) και με ΚΑΕΚ ….. ., επιφανείας 128 τ.μ. και με την επ’ αυτού ισόγεια κατοικία επιφανείας 75 τ.μ., έτους κατασκευής 1977 και συνολικής αξίας 86.860,20 ευρώ περίπου, κτηθέντος με το με αριθμ. …../1968 νομίμως μεταγεγραμμένο συμβόλαιο αγοραπωλησίας του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……. [βλ. σχετ. και την από 25/02/2014 αίτηση της πρώτης των εναγομένων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά (αριθμός κατάθεσης δικογράφου …/…./4.3.2014) περί υπαγωγής της στο άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010]. Τούτο δε διότι το ακίνητο αυτό επιβαρύνθηκε με εμπράγματες ασφάλειες, υπέρ διαφόρων τραπεζών, συνολικού ποσού άνω των 180.000 ευρώ, με αποτέλεσμα, η πρώτη εναγόμενη να καθίσταται οικονομικά αφερέγγυα έναντι της ενάγουσας, κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής (6/3/2014) και να μην επαρκεί το ακίνητο αυτό, ως έτερο εμφανές περιουσιακό στοιχείο, σε κάλυψη της απαίτησής της. Ειδικότερα, επί του ως άνω ακινήτου, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, υπήρχε προσημείωση ύψους 32.868 ευρώ, υπέρ της ………., εγγραφείσας δυνάμει της με αριθμ. 32354/2001 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στα βιβλία Υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά στον τόμο … αριθμ. ….. Μετά δε την ένδικη μεταβίβαση ενεγράφησαν επί του ακινήτου αυτού τα ακόλουθα βάρη, τα οποία υφίσταντο και κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής: 1) προσημείωση υποθήκης, για το ποσό των 50.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων υπέρ της …….., εγγραφείσα την 16/11/2011, δυνάμει της με αριθμ. …/2011 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πειραιά και της με αριθμ. …../2011 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, 2) προσημείωση υποθήκης, για το ποσό των 33.127,15 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, υπέρ της ………., εγγραφείσα την 27/03/2012, δυνάμει της με αριθμ. 7483Σ/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 3) προσημείωση υποθήκης για το ποσό των 65.853,74 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, υπέρ της . ….., εγγραφείσα την 27/03/2012, δυνάμει της με αριθμ. 7484Σ/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επίσης, ενεγράφησαν, υπέρ της ενάγουσας, την 24/02/2014 προσημείωση υποθήκης, για το ποσό των 47.700 ευρώ, δυνάμει της με αριθμ. 828/24-1-2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και την 10/07/2014 προσημείωση υποθήκης, για το ποσό των 47.700 ευρώ, δυνάμει της με αριθμ. ……/24-09-2013 διαταγής πληρωμής. Κατά συνέπεια ο πρωτοδίκως προβληθείς εκ μέρους των εναγομένων ισχυρισμός ότι το απαλλοτριωθέν ακίνητο δεν αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της πρώτης εξ αυτών, δεδομένου ότι διαθέτει επαρκή περιουσία, ο οποίος (ισχυρισμός) αποτελεί ένσταση και επαναφέρεται με την ένδικη έφεση, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι, από τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, το δικαστήριο οδηγείται σε κρίση ότι η ανεπάρκεια της περιουσίας της πρώτης εναγόμενης εξακολουθεί υφιστάμενη, κατά το χρόνο άσκησης και συζήτησης της αγωγής (ΑΠ 805/2013 Δημ. Νόμος, ΕΑ 2120/2014 ό.π.). Περαιτέρω, η πρώτη εναγομένη ισχυρίστηκε, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ότι η ένδικη αξίωση ασκείται καταχρηστικά, διότι η ενάγουσα, ενώ γνώριζε την ύπαρξη εναπομένουσας επαρκούς περιουσίας, άσκησε την υπό κρίση αγωγή, αφενός μεν λίγο προ της συμπληρώσεως της προβλεπομένης νόμιμης πενταετούς παραγραφής, αφετέρου δεν κατόπιν ασκήσεως εκ μέρους της πρώτης εναγομένης αίτησης περί υπαγωγής της στο Ν. 3869/2010 περί υπερχρεωμένων οφειλετών. Ο ισχυρισμός αυτός, τον οποίο επαναφέρει η πρώτη εναγομένη με τον τέταρτο λόγο της έφεσης, τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον τα επικαλούμενα προς θεμελίωση αυτού πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν καθιστούν την άσκηση της ένδικης αξίωσης καταχρηστική και δη υπό την έννοια της προηγούμενης συμπεριφοράς της ενάγουσας, που δημιούργησε στην πρώτη εναγομένη την εύλογη πεποίθηση ότι η ενάγουσα δεν πρόκειται να ασκήσει το σχετικό δικαίωμά της. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια και απέρριψε ως μη νόμιμο τον ως άνω ισχυρισμό, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και πρέπει να απορριφθούν, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα, τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον τέταρτο λόγο της ένδικης εφέσεως. Τέλος, ενόψει του γεγονότος ότι για την ύπαρξη και το ύψος της απαίτησης της πρώτης εναγομένης προς την ενάγουσα, δανείστρια τράπεζα, από το ως άνω κατάλοιπο του λογαριασμού, υφίσταται δεδικασμένο (άρθρα 321 επ. ΚΠολΔ), λόγω της επίδοσης στην πρώτη δύο φορές της ως άνω διαταγής πληρωμής και τη μη άσκηση ανακοπής κατ’ αυτής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το επικουρικώς υποβληθέν αίτημά της, το οποίο επαναφέρεται με τον πέμπτο λόγο έφεσης, περί αναβολής της παρούσας δίκης, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, λόγω ασκήσεως της από 25/02/2014 αιτήσεώς της, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά (αριθμός κατάθεσης δικογράφου ………/4.3.2014), περί υπαγωγής της στο άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 05/12/2023 (βλ. σχετ. με αριθμ. ………./13-03-2014 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Νικολάου ……….. της αιτήσεως αυτής στην ενάγουσα), το οποίο αίτημα απορρίφθηκε, κατά διακριτική ευχέρεια και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, διότι η αίτηση αυτή αφορά σε δικαστική ρύθμιση των οφειλών της προς πιστωτικά ιδρύματα και μάλιστα με τη θέσπιση σχετικών προϋποθέσεων προς τούτο και όχι στην ακύρωση της ανωτέρω σύμβασης πιστώσεως, εκ της οποίας απορρέει η προκείμενη, εκκαθαρισμένη και ληξιπρόθεσμη, απαίτηση της ενάγουσας, ενώ, αντικείμενο της παρούσας δίκης αποτελεί η διάρρηξη της εν λόγω απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας. Εξάλλου, στις 04/03/2015, απορρίφθηκε από τον αρμόδιο Ειρηνοδίκη το αίτημα της πρώτης εναγομένης περί χορηγήσεως σε αυτήν προσωρινής διαταγής κάτωθι της ως άνω αιτήσεως. Συνεπώς, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο πέμπτος λόγος έφεσης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού αποδείχθηκε η συνδρομή όλων των κατά το νόμο προϋποθέσεων διάρρηξης της γενόμενης ως άνω μεταβιβάσεως του ακινήτου, κυριότητας της πρώτης εναγομένης προς το δεύτερο των εναγομένων, καθώς και το γεγονός ότι η αξία του μεταβιβασθέντος ακινήτου, αλλά και της ανήκουσας, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, στην κυριότητα της πρώτης εναγομένης περιουσίας, υπολείπεται της απαίτησης της ενάγουσας κατ’ αυτής, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι συντρέχει νόμιμη περίπτωση να διαρρηχθεί η προαναφερόµενη απαλλοτριωτική πράξη στο σύνολό της και έκανε δεκτή την αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη, απάγγειλε δε υπέρ της ενάγουσας τη διάρρηξη αυτή, δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 939 και 942 ΑΚ, αφού τα γενόμενα δεκτά ως άνω πραγματικά περιστατικά ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις εφαρμογής τους, δηλαδή ότι η πρώτη των εναγομένων, εν γνώσει του ήδη γεγεννημένου χρέους της προς την ενάγουσα, μεταβίβασε λόγω δωρεάς εν ζωή το επίδικο περιουσιακό της στοιχείο στο δεύτερο των εναγομένων, ανιψιό της, με σκοπό βλάβης της ενάγουσας, εφόσον η πρώτη των εναγομένων γνώριζε ότι δεν είχε άλλα εμφανή περιουσιακά στοιχεία προς επαρκή ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, που είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη, κατά το χρόνο της συζήτησης της ένδικης αγωγής, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και δικαιολογούσαν την, κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, διάρρηξη της ανωτέρω δικαιοπραξίας. Από την προσβαλλόμενη δε απόφαση, και ειδικότερα από την περιεχόμενη σ’ αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, σε συνδυασμό με τις σκέψεις και το σύνολο των αποδεικτικών αναλύσεων που περιέχει στο αιτιολογικό της, δεν καταλείπεται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι, για το σχηματισμό του αποδεικτικού της πορίσματος, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τ’ αποδεικτικά μέσα. Σημειώνεται ότι προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολογήσεως εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (βλ. σχετ. ΑΠ 621/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 160/2013 Δημ. Νόμος). Κατόπιν τούτων, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία έκανε δεκτή την υπό κρίση αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη και απάγγειλε τη διάρρηξη, υπέρ της ενάγουσας, της απαλλοτριωτικής ένδικης δικαιοπραξίας, η οποία αφορά το επίδικο ακίνητο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου ως άνω διατάξεις, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και, έστω και με ελλιπή εν μέρει αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, εκτίμησε τις αποδείξεις (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), απορριπτόμενων ως αβάσιμων όλων των λόγων της κρινόμενης έφεσης, που υποστηρίζουν τα αντίθετα.

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 4735/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από τους εκκαλούντες για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του άρθρ. 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και προ της τροποποιήσεως του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 Ν. 4446/2016) (βλ. σχετ. μεταβατική διάταξη του άρθρου 44 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-) (πρβλ. ΑΠ 1850/2013 Δημ. Νόμος). Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν, λόγω της ήττας τους, οι εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νόμιμου αιτήματός της (αρθρ. 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσαν οι εκκαλούντες για την άσκηση της έφεσης.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στις 19/04/2018 στον Πειραιά και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 18/06/2018, στον ίδιο τόπο, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ