Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 376/2018

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης: 376/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη και Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη – Εισηγήτρια, που όρισε ο Προϊστάμενος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Δ Π.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 περ. α’ , 287 και 290 του Κ.Πολ.Δικ., που εφαρμόζονται, κατά το άρθρο 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 του Α.Κ., προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται και όταν, μετά την άσκηση της εφέσεως και μέχρι να τελειώσει η συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Εφετείου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής προς τον αντίδικο με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου, κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξεως από εκείνον που έχει το δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον που μέχρι την επέλευση του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντος. Ως διάδικος, υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης στην περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου, νοείται ο καθολικός του διάδοχος (κληρονόμος του). Η επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί, λόγω θανάτου κάποιου διαδίκου, μπορεί να γίνει εκούσια με ρητή ή σιωπηρή δήλωση των προσώπων τα οποία, ως κληρονόμοι εκείνου, υπεισέρχονται στη δικονομική του θέση. Εφόσον αποδεικνύεται ή συνομολογείται από τον αντίδικο, έστω και σιωπηρά, η νόμιμη δυνατότητα του προσώπου να διεξάγει τη δίκη στη θέση του διαδίκου, στον οποίο αφορούσε το διακοπτικό γεγονός, δεν απαιτείται ιδιαίτερη συζήτηση περί της επαναλήψεως και η δίκη συνεχίζεται κανονικά (βλ. σχετ. ΑΠ 1058/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 807/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 103/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1000/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 33/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 331/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 41/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 194/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2011 Δημ. Νόμος, 1562/2010 Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η εφεσίβλητη, ατομικά και ως ασκούσα την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων της ………. και ………., άσκησε εναντίον του ………. και του ήδη αποβιώσαντος, …. ……., ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 19/02/2013 και με αριθμ. κατάθ. Γ.Α. …/22-02-2013 αγωγή και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη με αριθμ. 4314/17-10-2014 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 02/04/2014, κατά την τακτική διαδικασία, έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη. Στη συνέχεια, οι εναγόμενοι [1) …….. και 2) Κωνσταντίνος ………, εκ των οποίων ο δεύτερος απεβίωσε, στις 26/05/2016, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της παρούσας δίκης] με την από 30/12/2014 έφεσή τους, η οποία (έφεση) κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …./30-12-2014, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης Γ.Α. …/23-03-2015 και Αριθμ. Κατάθ. …./23-03-2015 και προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 03/12/2015, οπότε ανεβλήθη για τη δικάσιμο της 20/10/2016 και εν συνεχεία για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, προσέβαλαν την απόφαση αυτή, κατά τα αναφερόμενα στην έφεσή τους κεφάλαια. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, οι α) ……….., β) ……… και γ) ………., σύζυγος η πρώτη και τέκνα ο δεύτερος και ο τρίτος του ως άνω αρχικώς δευτέρου των εκκαλούντων, ………, κατοίκου εν ζωή Κερατσινίου Αττικής, οδός ……, ο οποίος απεβίωσε, στις 26/05/2016, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της παρούσας δίκης, δήλωσαν προφορικά στο ακροατήριο, παριστάμενοι, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, δια οι δύο πρώτοι και μετά ο τρίτος του νομίμως εκπροσωπούντος αυτούς πληρεξουσίου δικηγόρου τους, ……….., το θάνατο του προαναφερομένου δευτέρου των εκκαλούντων και την εκούσια στο όνομά τους επανάληψη της δίκης, που βιαίως διακόπηκε λόγω του θανάτου αυτού, ως καθολικοί και ειδικοί διάδοχοί του (κληρονόμοι του). Με τις έγγραφες δε προτάσεις τους που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα, η ……… και ο ………., σύζυγος και τέκνο αντίστοιχα του αποβιώσαντος, δήλωσαν δια του ως άνω πληρεξουσίου Δικηγόρου τους, ότι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη, ως πλησιέστεροι συγγενείς αυτού και κληρονόμοι του και ότι ο ως άνω ………. είναι «…ο ειδικός και καθολικός του διάδοχος στο επίδικο ακίνητο…» επί του οποίου ζητείται η διάρρηξη του με αριθμό …../28.06.2010 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, σύμφωνα με τα όσα ανέγραψε ο αποβιώσας στην προσκομιζόμενη και επικαλούμενη «…μόνη δημοσιευμένη με αριθμό …../31.05.2017 διαθήκη του…, όπως πιστοποιεί και το με αριθμό …./27.09.2017 πιστοποιητικό του… και ο Γραμματέας του Ειρηνοδικείου Πειραιά…». Από όλα τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα έγγραφα και ιδίως: 1) το απόσπασμα της με αριθμ. … τόμ. …. έτους 2016 ληξιαρχικής πράξεως θανάτου, που έχει συντάξει ο Ληξίαρχος Δ.Ε. ….. του Δήμου Ναυπακτίας Ν. Αιτωλοακαρνανίας, 2) το με αριθμό πρωτ. …../9.8.2016 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών Δημοτολογίου της Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου, 3) το με αριθμό …../27-09-2017 πιστοποιητικό του Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς περί δημοσιεύσεως της από 10/04/2014 ιδιόγραφης διαθήκης του ………, κατοίκου εν ζωή Κερατσινίου Αττικής, δυνάμει του με αριθμ. 514/2017 πρακτικού δημοσίευσης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς και περί μη δημοσιεύσεως άλλης διαθήκης, προκύπτει ότι στις 26/05/2016, στη Νίκαια Αττικής, ήτοι μετά από την άσκηση της κρινόμενης εφέσεως, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στις 30/12/2014 με αριθμ. κατάθ. …../2014, απεβίωσε ο δεύτερος των εκκαλούντων, …………., κάτοικος εν ζωή Κερατσινίου Αττικής, ο οποίος κατέλιπε ως πλησιέστερους συγγενείς τη σύζυγό του, ……… και τα δύο του τέκνα, …………, γεννηθέντα τα έτη 1974 και 1975 αντίστοιχα. Δυνάμει δε της ως άνω από 10/04/2014 ιδιόγραφης διαθήκης, υπεισήλθε στην κληρονομία του αποβιώσαντος επί του επιδίκου ακινήτου, ως καθολικός εκ διαθήκης κληρονόμος του, το ως άνω τέκνο του …….. Επομένως, νομίμως, σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, μόνον ο ανωτέρω κληρονόμος, ……….., του ως άνω αποβιώσαντος δήλωσε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, δια του νομίμως παρισταμένου εκπροσωπούντος αυτόν πληρεξουσίου δικηγόρου του ………., το θάνατο του προαναφερομένου εκκαλούντος και την εκούσια στο όνομά του επανάληψη της δίκης, που βιαίως διακόπηκε λόγω του θανάτου αυτού. Ενόψει αυτών και αφού δεν αμφισβητείται από την εφεσίβλητη η ιδιότητα του ανωτέρω ως κληρονόμου του ως άνω θανόντος δευτέρου εκκαλούντος, η διακοπείσα δίκη νομίμως και παραδεκτώς συνεχίζεται μόνον από τον προαναφερόμενο (……………) κληρονόμο αυτού.

Περαιτέρω, η υπό κρίση από 30/12/2014 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …../30-12-2014, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης Γ.Α. …./23-03-2015 και Αριθμ. Κατάθ. …../23-03-2015, κατά της με αριθμ. 4314/17-10-2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 02/04/2014, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ.1, 2, 511, 513 παρ.1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον από το φάκελλο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε η εκκαλουμένη και στους δύο εκκαλούντες, δεν παρήλθε δε τριετία από τη δημοσίευση αυτής στις 17/10/2014 μέχρι την κατάθεση της υπό κρίση εφέσεως στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 30/12/2014. Πρέπει, επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο το παράβολο ύψους 200 ευρώ (βλ. άρθρ. 495 § 4 Κ.Πολ.Δ., όπως η § 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 § 2 του Ν. 4055/2012, που ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 113 αυτού, από 2.4.2012 και το εδάφιο β΄ αυτής προστέθηκε με το άρθρο 93 παρ.1 Ν.4139/2013 -ΦΕΚ Α 74/20.3.2013- και σύμφωνα με το άρθρο 98 του αυτού νόμου, διόρθ.σφαλμ. ΦΕΚ Α 92/2013, καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις) (πρβλ. ΑΠ 1850/2013 Δημ. Νόμος), η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Στην προκείμενη περίπτωση με την από 19/02/2013 και με αριθμ. κατάθ. Γ.Α. ……/22-02-2013 αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, την οποία άσκησε ατομικά και ως ασκούσα την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων της ……….., όπως αυτή (αγωγή) διορθώθηκε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, αλλά και με τις έγγραφες προτάσεις της, εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι διατηρεί σε βάρος του πρώτου εναγομένου (εν διαστάσει και ήδη πρώην συζύγου της) αξίωση διατροφής, ατομικής και για λογαριασμό των ως άνω ανήλικων τέκνων της, η οποία έχει αναγνωριστεί προσωρινά με τη με αριθμ. 3934/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) και οριστικά με τη  με αριθμ. 720/2013 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία), αντιστοίχως, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 34.171,87 ευρώ [ήτοι ποσό 600 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, ποσό 29.380 ευρώ για υπόλοιπο οφειλόμενο κεφάλαιο –ήτοι α) δυνάμει της με αριθμ. 3934/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) ποσό κατά κεφάλαιο 4.300 ευρώ και β) δυνάμει της με αριθμ. 720/2013 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς ποσό κατά κεφάλαιο 25.080 ευρώ-, πλέον νομίμων τόκων από την επομένη της δήλης ημέρας καταβολής της κάθε μηνιαίας διατροφής, οι οποίοι ανέρχονται στο ποσό των 4.191,87 ευρώ]. Ότι ο πρώτος των εναγομένων, με το με αριθμ. …../28.6.2010 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μεσολογγίου, μεταβίβασε, λόγω δωρεάς εν ζωή, κατά δικαίωμα ψιλής κυριότητας, στο δεύτερο εναγόμενο – πατέρα του α) ένα οικόπεδο, άρτιο και οικοδομήσιμο, εκτάσεως 790,76 τ.μ., ευρισκόμενο εντός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του Δ.Δ. (πρώην Κοινότητας) …. του Δήμου ….. Ν. Αιτωλοακαρνανίας, επί ανώνυμης δημοτικής οδού, που λεπτομερώς περιγράφεται στην αγωγή, φέρει δε την ένδειξη «Τεμάχιο ΔΥΟ», β) ένα οικόπεδο, άρτιο και οικοδομήσιμο, εκτάσεως 2.031,47 τ.μ., ευρισκόμενο στην ίδια ως άνω θέση, όπως λεπτομερώς περιγράφεται στην αγωγή, φέρει δε την ένδειξη «Τεμάχιο ΤΡΙΑ» και γ) μία αυτοτελή και διακεκριμένη οριζόντια ιδιοκτησία, ήτοι διαμέρισμα ισογείου ορόφου, εκτάσεως 75 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 417/1000 εξ αδιαιρέτου, οικοδομής κείμενης επί οικοπέδου, επιφανείας 1716,06 τ.μ., που βρίσκεται στην ίδια ως άνω θέση, ως λεπτομερώς περιγράφεται στην αγωγή, φέρει δε την ένδειξη «Τεμάχιο ΠΕΝΤΕ», συνολικής αξίας του δικαιώματος ψιλής κυριότητας των μεταβιβασθέντων ακινήτων ύψους 81.739,36 ευρώ, έχοντας ως σκοπό να ματαιώσει την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, αφού η υπολειπόμενη εμφανής περιουσία του πρώτου εναγομένου δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της απαίτησής της ατομικά και υπό την ως άνω ιδιότητά της. Ότι ειδικότερα, ο πρώτος εναγόμενος ματαίωσε την ικανοποίηση των απαιτήσεων για καταβολή διατροφής, δυνάμει της με αριθμ. 3410/2010 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), για το χρονικό διάστημα για την ίδια την ενάγουσα ατομικά από την 1/12/2009 μέχρι και την 23/7/2010, συνολικού ποσού 2.800 ευρώ (ήτοι 350 ευρώ Χ 8 μήνες), για το ανήλικο τέκνο τους …….., από την 28/9/2009 έως και 23/7/2010, συνολικού ποσού 4.000 ευρώ (400 ευρώ Χ 10 μήνες) και για την ανήλικη κόρη τους ….., από την 28/9/2009 έως και την 23/7/2010, συνολικού ποσού 2.500 ευρώ (250 ευρώ Χ 10 μήνες) και συνολικού ποσού 9.300 ευρώ, εκ του οποίου ο πρώτος εναγόμενος έχει καταβάλει το ποσό των 5.000 ευρώ και οφείλει 4.300 ευρώ (9.600 ευρώ – 5.000 ευρώ), πλέον νομίμων τόκων από την επομένη της δήλης ημέρας πληρωμής, ήτοι την 6η κάθε οφειλόμενου μηνός κάθε μηνιαίας διατροφής, οι οποίοι ανέρχονται στο ποσό των 85,84 ευρώ για την ίδια ατομικά και 251,64 ευρώ για τα ανήλικα τέκνα τους και συνολικά στο ποσό των 337,48 ευρώ (251,84 ευρώ + 85,84 ευρώ). ΄Οτι ο πρώτος εναγόμενος ματαίωσε την ικανοποίηση των απαιτήσεων για καταβολή διατροφής δυνάμει της με αριθμ. 720/2013 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία), για το χρονικό διάστημα από 24/7/2010 μέχρι και τη συζήτηση της υπόθεσης για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους …., συνολικού ποσού 15.400 ευρώ (350 ευρώ Χ 44 μήνες) και για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας τους ….. διατροφή συνολικού ποσού 9.680 ευρώ (220 ευρώ Χ 44 μήνες) και συνολικά της οφείλει υπό την ως άνω ιδιότητά της για αυτό το χρονικό διάστημα 25.080 ευρώ (350 ευρώ + 220 ευρώ = 570 ευρώ Χ 44 μήνες), πλέον νομίμων τόκων από την επομένη της δήλης ημέρας πληρωμής κάθε μηνιαίας διατροφής, ήτοι την 4η ημέρα κάθε οφειλόμενου μηνός που ανέρχονται στο ποσό των 2.366,72 ευρώ για τον ………. και στο ποσό των 1.487,67 ευρώ για τη …. και συνολικά στο ποσό των 3.854,39 ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό ζητούσε να διαρρηχθούν οι ως άνω απαλλοτριωτικές δικαιοπραξίες, ως προς τα μεταβιβασθέντα δικαιώματα επί των ανωτέρω ακινήτων, να διαταχθεί η μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας των ως άνω ακινήτων από το δεύτερο εναγόμενο στον πρώτο εναγόμενο, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 4314/17-10-2014 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε αντιμωλία των διαδίκων, στις 02/04/2014, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε ότι η εν λόγω αγωγή ενεγράφη για το παραδεκτό της, στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Μεσολογγίου (άρθρο 220 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 21 του Ν. 3994/2011) (βλ. σχετ. το με αριθμ. πρωτ. ……./28.2.2013 πιστοποιητικό της ως άνω Υποθηκοφύλακος) και ότι είναι ορισμένη, απορρίπτοντας τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό των εναγομένων και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 939, 942, 943, 1389, 1390 επ. Α.Κ., 176, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί αναμεταβίβασης της ψιλής κυριότητας, το οποίο κρίθηκε ως μη νόμιμο, έκανε δεκτή εν μέρει αυτήν ως κατ’ ουσία βάσιμη και απάγγειλε τη διάρρηξη της απαλλοτρίωσης, που συντελέστηκε με το με αριθμ. …../28.6.2010 συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή του Συμβολαιογράφου Αθηνών, …………, αναφορικά με το δικαίωμα ψιλής κυριότητας ενός ακινήτου, ήτοι μίας οριζόντιας και αυτοτελούς ιδιοκτησίας (διαμερίσματος ισογείου ορόφου), εμβαδού 75 τ.μ., κτισμένης επί οικοπέδου επιφανείας 1.716,06 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου οικοπέδου 417/1000 εξ αδιαιρέτου, κειμένης στο Δ.Δ. … του Δήμου ….. Ν. Αιτωλοακαρνανίας, υπέρ της ενάγουσας και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος των εναγομένων, τα οποία όρισε στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι εναγόμενοι, με την από 30/12/2014 έφεσή τους, η οποία (έφεση) κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …/30-12-2014 αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης Γ.Α. …../23-03-2015 και Αριθμ. Κατάθ. …../23-03-2015, για τους αναφερομένους στην έφεσή τους λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητούν δε να γίνει δεκτή η έφεσή τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή του.

Κατά το άρθρο 939 ΑΚ οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτριώσεως που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους (ΟλΑΠ 19/2008 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 6/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 708/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 554/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 677/2003 Δημ. Νόμος). Με το θεσμό της διαρρήξεως σκοπείται η κατοχύρωση της υπεγγυότητας της περιουσίας του οφειλέτη, ήτοι της δυνατότητας των δανειστών να επιληφθούν της περιουσίας του με τα μέσα της αναγκαστικής εκτελέσεως. Αφού ο νόμος δεν διακρίνει η διάταξη αφορά κάθε περιουσιακή αξίωση του δανειστή (ΟλΑΠ 19/2008 Δημ. Νόμος). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 939 έως 942 ΑΚ προκύπτει ότι για τη γέννηση της αξίωσης προς διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας απαιτείται η συνδρομή των κατωτέρω προϋποθέσεων: α) Απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεννημένη κατά το χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση, με την έννοια ότι τα παραγωγικά γεγονότα αυτής πρέπει να έχουν συντελεσθεί κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, χωρίς να απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικά ή να είναι εξοπλισμένη με εκτελεστό τίτλο, ούτε δυνάμει αυτού ο δανειστής να έχει προβεί σε δικαστική καταδίωξη του οφειλέτη και αυτή να έχει καταστεί απαιτητή και ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής στο Δικαστήριο, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης του δανειστή (ΟλΑΠ 709/1994 ΝοΒ 23.300, ΑΠ 28/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 708/2017 ό.π., ΑΠ 661/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 928/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1701/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 602/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 786/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 178/2003 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 97/2002 ό.π.). Την ιδιότητα του δανειστή, κατά το χρόνο που ο οφειλέτης επιχειρεί την απαλλοτρίωση, λογίζεται ότι έχει και ο φορέας ενοχικής απαιτήσεως που τελεί υπό αναβλητική προθεσμία (Α.Κ. 210), γιατί η προθεσμία δεν εξαρτά τη γένεση του ενοχικού δικαιώματος από την πάροδο ορισμένου χρόνου, αλλ` αναστέλλει απλώς την άσκησή του και τη μεταθέτει σε ορισμένο μελλοντικό χρονικό σημείο υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι η απαίτηση θα έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη επ` ακροατηρίου συζήτηση της παυλιανής αγωγής (Ολομ. Α.Π. 709/1974, ΑΠ 1482/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 786/2005 Δημ. Νόμος). β) Απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη περιουσιακού στοιχείου. Ως απαλλοτρίωση, κατά την έννοια των ανωτέρω άρθρων, νοείται μεταξύ άλλων κάθε διάθεση ή εκποίηση, με δικαιοπραξία ή άλλη ενέργεια που επιφέρει μείωση της υπέγγυας στους δανειστές περιουσίας (ΕφΠειρ 191/1996 ΕλλΔικ 1997.681). Συνεπώς, σε διάρρηξη υπόκειται, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, τόσο οι επαχθείς όσο και οι χαριστικές δικαιοπραξίες (941, 942 ΑΚ), καθώς και κάθε παροχή, που έγινε από ηθικό καθήκον, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η γονική παροχή, που θεσμοθετείται με το άρθρο 1509 του Α.Κ., αφού και αυτή συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα (βλ. ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 661/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 778/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1475/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1800/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 18/1998 ΕλλΔνη 40.124, ΕΑ 730/2009 Δημ. Νόμος, ΕΑ 507/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΑιγ 273/2009 Δημ. Νόμος, ΕΘ 1028/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 760/2006 Δημ. Νόμος). Το γεγονός δε ότι η απαλλοτρίωση (διάθεση) αυτή λόγω γονικής παροχής γίνεται προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης του γονέα προς το τέκνο δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών ούτε την προτίμηση εκπληρώσεως από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεών του έναντι των νόμιμων (ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 1728/2006 ΕλΔ 48.479, ΑΠ 818/1998 ΕλΔ 40.123, ΕΑ 730/2009 Δημ. Νόμος, ΕΑ 507/2009 ό.π., ΕφΑθ 5061/2004 ΕλΔ 46.563). Εξάλλου, κατά το άρθρο 940 παρ. 2 εδ. α΄ ΑΚ, δεν θεωρείται απαλλοτρίωση, η καταβολή ληξιπρόθεσμου χρέους. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι δεν εμπίπτει στη θεσπιζόμενη με αυτήν εξαίρεση και συνεπώς συνιστά απαλλοτρίωση, που υπόκειται σε διάρρηξη, η μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου, η οποία γίνεται για την εξεύρεση των μέσων προς εξόφληση ληξιπρόθεσμου χρέους προς τρίτον (ΑΠ 573/2014 Δημ. Νόμος, Α.Π. 941/2007). Κατά μείζονα λόγο υπόκειται σε διάρρηξη η κατά τ` ανωτέρω μεταβίβαση, όταν το ληξιπρόθεσμο χρέος προς τον τρίτο δεν είναι μόνο του μεταβιβάζοντος αλλά και του αποκτώντος (ΑΠ 573/2014 ό.π.). Κατά τη διάταξη δε του εδ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 940 του Α.Κ., «Η δόση αντί καταβολής είναι απαλλοτρίωση». γ) Πρόθεση βλάβης των δανειστών. Ειδικότερα, η πρόθεση βλάβης του δανειστή θεωρείται ότι υπάρχει, όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι έχει χρέη και ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει να μην επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή (ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος), καθόσον στην περίπτωση αυτή είναι προφανές πως ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της απαλλοτριωτικής του πράξεως είναι η βλάβη του δανειστή, την οποία αποδέχεται (ΑΠ 661/2015 ό.π., ΑΠ 1798/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 862/1998 ΕλλΔικ 1999.125, ΑΠ 818/1998 ΕλλΔικ 1999.124, ΕΑ 518/2000 ΕλλΔικ 2000.1413). δ) Γνώση του τρίτου υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση, η οποία γνώση τεκμαίρεται, όταν ο τρίτος είναι, κατά την απαλλοτρίωση σύζυγος του οφειλέτη ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό, ή από αγχιστεία έως το δεύτερο, το οποίο τεκμήριο δεν ισχύει αν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την έγερση της περί διαρρήξεως αγωγής και είναι μαχητό, επομένως μπορεί να ανατραπεί αν ο σύζυγος ή ο συγγενής ισχυριστεί και αποδείξει ότι δεν γνώριζε ότι ο απαλλοτριώσας προέβη στην απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης των δανειστών του. Η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία (ΟλΑΠ 15/2012 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 6/2003 ΕλΔ 44 σελ. 401, ΑΠ 28/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 708/2017 ό.π., ΑΠ 339/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 661/2015 ό.π., ΑΠ 417/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1092/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1284/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 846/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1677/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1475/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1189/2003 ΕλΔ 45.460, ΑΠ 637/2001 ΕλΔ 43.1410, ΕφΠειρ 184/2016 Δημ. Νόμος, ΕΑ 730/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 273/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 5061/2004 Δημ. Νόμος). Επομένως, σε περίπτωση που με την αγωγή διώκεται η διάρρηξη απαλλοτρίωσης που συνίσταται σε χαριστική δικαιοπραξία, δεν απαιτείται για το ορισμένο του δικογράφου της η αναφορά και της γνώσης του τρίτου, υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση (ΑΠ 28/2017 ό.π.). Η γνώση του τρίτου εξάλλου ως προς το δόλο του οφειλέτη, δηλαδή την πρόθεσή του να βλάψει τους δανειστές του, πρέπει να είναι θετική και δεν αρκεί υπαίτια άγνοια, έστω και από βαριά αμέλεια. Το στοιχείο της γνώσης πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης. Μεταγενέστερη γνώση του τρίτου δεν βλάπτει (ΑΠ 1798/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος). ε) Αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία συντρέχει όταν η υπολειπόμενη εμφανής περιουσία τούτου δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή (ΟλΑΠ 15/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 661/2015 ό.π., ΑΠ 1677/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1881/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1112/2004, ΑΠ 862/1998 ΕλλΔικ 1999.125, ΕφΠατρ 576/1999 Αρμ. 2001.326, Καυκάς, ΕνοχΔ, άρθρ. 939-942). Η αφερεγγυότητα δε αυτή του οφειλέτη, η οποία είναι ένα εκ των στοιχείων της βάσεως της αγωγής διαρρήξεως, πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο εγέρσεως αυτής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης του δανειστή, η οποία υπάρχει, μόνον όταν ο οφειλέτης είναι κατ’ εκείνο το χρόνο αφερέγγυος (ΑΠ 708/2017 ό.π., ΑΠ 661/2015 ό.π., ΑΠ 1902/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 637/2001 Δημ. Νόμος, ΑΠ 88/1998 ΕλλΔικ 39.843, ΑΠ 2045/1986 Νοβ 35.1236, ΕφΠειρ 760/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 11/2006 ό.π., ΕΑ 518/2000 ΕλλΔικ 2000.1413, ΕφΠατρ 576/1999 Αρμ. 2001.326, ΕφΠειρ 1453/1995 ΕλλΔικ 1997.681). Ειδικότερα, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 939 Α.Κ., ως «υπόλοιπη περιουσία» του οφειλέτη θεωρείται η εμφανής περιουσία αυτού, της οποίας μπορούν να επιληφθούν οι δανειστές για την ικανοποίησή τους, όχι δε η αφανής (λ.χ. τραπεζικές καταθέσεις, χρήματα, ομόλογα ή τιμαλφή στο σπίτι του οφειλέτη ή σε τραπεζική θυρίδα), αφού δεν μπορούν να επιληφθούν αυτής με αναγκαστική εκτέλεση (Ι. Δεληγιάννη – Π. Κορνηλάκη, ό.π. σελ. 381), καθώς είναι ανύπαρκτη για αυτούς. Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε ματαίωση του με τη διάρρηξη επιδιωκομένου από το νόμο σκοπού της προστασίας των δανειστών από την καταδολίευση αυτών από τον οφειλέτη (ΑΠ 637/2001 ΕλλΔικ 2002.1411, ΕφΔωδ 11/2006 ό.π., ΕφΛαρ 97/2002 Δικογρ. 2002.87, ΕφΠατρ 576/1999 Αρμ. 2001.326). Η απαιτούμενη για τη διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας πρόθεση βλάβης του δανειστή, εξακολουθεί να υφίσταται και όταν άλλος, εις ολόκληρον οφειλέτης, διαθέτει επαρκή περιουσία για την ικανοποίηση του δανειστή, καθόσον ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της απαλλοτρίωσης κρίνεται από στοιχεία που συντρέχουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του απαλλοτριούντος (ΑΠ 28/2017 Δημ. Νόμος). Τα ανωτέρω στοιχεία πρέπει για το κατ` άρθρο 216 ΚΠολΔ ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται σ` αυτήν (ΟλΑΠ 15/2012 ό.π., ΑΠ 1677/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1112/2004, ΕφΔωδ 11/2006 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 939 και 943 του ΑΚ προκύπτει ότι, μεταξύ των στοιχείων, που πρέπει να περιέχει η αγωγή διαρρήξεως για να είναι ορισμένη, περιλαμβάνονται το ποσό της απαίτησης του ενάγοντος δανειστή και η αιτία (νόμιμη, συμβατική, αδικοπρακτική κ.λπ.), από την οποία προήλθε (ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 1339/2012 Δημ. Νόμος, Α.Π. 1677/2008) και η αξία του περιουσιακού στοιχείου που απαλλοτριώθηκε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, διότι η διάρρηξη δεν είναι αναγκαίως ολική, αλλά επέρχεται μόνον κατά το μέρος που ζημιώνεται ο δανειστής, αν δε το απαλλοτριωθέν έχει μεγαλύτερη αξία από την απαίτηση του δανειστή, η διάρρηξη είναι μερική και εκφράζεται σε ποσοστό αντίστοιχο με την αξία της απαιτήσεως του δανειστή προς την αξία του απαλλοτριωθέντος (ΟλΑΠ 15/2012 ό.π., ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 36/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1284/2011 ό.π., ΑΠ 846/2011 ό.π., ΑΠ 1701/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1677/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2200/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1112/2004, ΑΠ 1201/1992 ΕλλΔικ 24.261, ΕφΑθ 1652/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 184/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 264/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 11/2006 ό.π., ΕΘ 2903/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 178/2003 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 97/2002 Δικογρ. 2002.87, ΕΘ 547/2000 ΔΕΕ 2001.515, ΕΘ 2311/1999 ΔΕΕ 2000.524, ΕΑ 9585/1998 ΕλλΔικ 40.649, ΕφΠειρ 1453/1995 ΕλλΔικ 38.681, ΕφΠειρ 433/1994 ΕλλΔικ 36.686, ΕΑ 3133/1994 ΕλλΔικ 1995.688). Αν η ληξιπρόθεσμη απαίτηση του δανειστή είναι μεγαλύτερη από τη συνολική αξία των απαλλοτριωθέντων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, αρκεί η αναφορά της συνολικής αυτής αξίας και δεν απαιτείται ο προσδιορισμός της αξίας καθενός από αυτά (ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 1127/2005 Νόμος, ΑΠ 637/2001 Νόμος, ΕφΠειρ 344/2011 Δημ. Νόμος). Για την περίπτωση της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας ο ισχυρισμός του εναγομένου οφειλέτη ή του από αυτόν αποκτήσαντος τρίτου, προς απόκρουση της εις βάρος του αγωγής του δανειστή με την οποία ζητείται η διάρρηξη δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής, ότι ο απαλλοτριώσας οφειλέτης έχει άλλη εμφανή περιουσία, ικανή προς ικανοποίηση των δανειστών του οφειλέτη, αποτελεί ένσταση και για να είναι ορισμένος πρέπει να αναφέρονται τα περιουσιακά στοιχεία και η αξία αυτών, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον ενάγοντα δανειστή να αμυνθεί και να μπορεί να κριθεί αν η υπολειπόμενη αυτή εμφανής περιουσία, εν όψει της αξίας αυτής και της απαίτησης του δανειστή, είναι ικανή για την ικανοποίηση του δανειστή (ΑΠ 1824/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1001/2007 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 2120/2014 Δημ. Νόμος). Αίτημα δε της αγωγής διάρρηξης είναι πλέον η απαγγελία της διάρρηξης (ΕφΛαρ 97/2002 Δικογρ. 2002.87, ΕΑ 518/2000 ΕλλΔικ 2000.1413, ΕΑ 5639/1998 ΕλλΔικ 1999.1159). Η αγωγή διάρρηξης είναι διαπλαστική και η καταγόμενη με αυτή προς δικαστική διάγνωση αξίωση είναι ανεπίδεκτη χρηματικής αποτιμήσεως, υπαγόμενη ως εκ τούτου στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (ΕφΑθ 5546/2006 Δημ. Νόμος, ΕΑ 582/2000 ΔΕΕ 2000.878, ΕΑ 940/1999 ΕλλΔικ 1999.1160, 1183, ΕΑ 5109/1999 ΕλλΔικ 2000.1412, ΕφΠειρ 925/1998 ΠειρΝομολ 1998.466, ΕφΠειρ 1453/1995 ΕλλΔικ 1997.682, ΕφΠειρ 433/1994 ΕλλΔικ 1995.688). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 76 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα ορίζεται, πλην άλλων, ότι όταν εξαιτίας των περιστάσεων, που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους, οι δε ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται. Περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας υφίσταται, πλην των άλλων, και μεταξύ των καταδολιευτικώς συναλλαγέντων, απαλλοτριώσαντος και αποκτήσαντος, όταν ενάγονται από κοινού, γιατί στην περίπτωση αυτή δεν είναι νοητή η έκδοση αντίθετων αποφάσεων απέναντι στους ομοδίκους αυτούς, δηλαδή του οφειλέτη του δανειστή και του τρίτου με τον οποίο αυτός συμβλήθηκε (ΑΠ 417/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 192/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1230/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 554/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 11/2006 Δημ. Νόμος). Με το Ν. 2298/1995 (που ισχύει από 4.4.1995), στο κεφάλαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης έχουν εισαχθεί νέες διατάξεις, που αφορούν αμέσως τα αποτελέσματα της διάρρηξης της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης. Ειδικότερα: α) κατά τη διάταξη του άρθρου 936 παρ. 3 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του νόμου αυτού, τρίτος που απέκτησε το δικαίωμα από τον καθ΄ου η εκτέλεση με απαλλοτρίωση, που διαρρήχθηκε ως καταδολιευτική κατά τα άρθρα 939 επ. του Αστικού Κώδικα, δεν μπορεί να αντιτάξει το δικαίωμα αυτό κατά του επισπεύδοντος, που πέτυχε τη διάρρηξη ούτε κατά του υπερθεματιστή και των διαδόχων του και β) κατά τη διάταξη του άρθρου 992 παρ. 1 εδ. β΄ του ΚΠολΔ, όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 19 του πιο πάνω Ν.2298/1995, ακίνητο που έχει μεταβιβαστεί από τον οφειλέτη σε τρίτο, κατάσχεται στην περιουσία του οφειλέτη από το δανειστή, που πέτυχε τη διάρρηξη της μεταβίβασης αυτής ως καταδολιευτικής, κατά τα άρθρα 939 επ. του Αστικού Κώδικα, αφού η απόφαση που απαγγέλλει τη διάρρηξη σημειωθεί στο περιθώριο της μεταγραφής της απαλλοτριωτικής πράξης. Με βάση τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 37 του  ίδιου Ν.2298/1995, η διάρρηξη της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης δεν δημιουργεί  πλέον ενοχική υποχρέωση αναμεταβίβασης του αντικειμένου της απαλλοτρίωσης, όπως γινόταν δεκτό με βάση τις διατάξεις του άρθρου 943 του Α.Κ., αλλά μπορεί ο δανειστής που πέτυχε τη διάρρηξη, μετά την τελεσιδικία της απόφασης, να προβεί στην κατάσχεση του πράγματος στην περιουσία του οφειλέτη σαν να μην είχε υπάρξει η απαλλοτρίωση που διαρρήχθηκε. Επομένως, με τις πιο πάνω διατάξεις, με τις οποίες εισάγεται ρύθμιση ουσιαστικού δικαίου για την επίλυση σύγκρουσης δικαιωμάτων, που απλώς βρίσκεται στον ΚΠολΔ, επανακαθορίζεται η έννοια του άρθρου 943 του Α.Κ. και η διάταξη αυτή προσλαμβάνει το ακόλουθο νόημα: η «αποκατάσταση των πραγμάτων στην κατάσταση που ήταν» συνίσταται στην αυτοδικαίως επερχόμενη απαγόρευση προσβολής από τον τρίτο του δικαιώματός του, όσο απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή, που πέτυχε τη διάρρηξη. Έτσι, το αντικείμενο της αγωγής του δανειστή χρηματικής απαίτησης για διάρρηξη είναι πλέον μόνο η απαγγελία της διάρρηξης της προσβαλλόμενης απαλλοτρίωσης υπέρ του ενάγοντος δανειστή και δεν απαιτείται πλέον αίτημα αναμεταβίβασης του πράγματος, που απαλλοτριώθηκε, από τον τρίτο στον οφειλέτη, διότι με βάση την ανωτέρω ρύθμιση ο δανειστής μπορεί να κατάσχει το πράγμα απ΄ ευθείας στην περιουσία του οφειλέτη (ΑΠ 554/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 5546/2006 ό.π., ΕΑ 892/2003 Δημ. Νόμος, ΕΑ 9585/1998 ΕλλΔικ 40.649, ΕΑ 5639/1998 ΕλλΔικ 1999.1157, ΠΠρΑθ 2929/1996 ΕλλΔικ 38.164).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται, όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι, εξαιτίας αυτής, οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Εξάλλου, από το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015), κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος). Από τα άρθρα 522, 524, 535 παρ. 1, 536 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ,εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, επί εφέσεως του εναγομένου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη, κατά το νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσία, ολικά ή κατά ένα μέρος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να εξετάσει αυτεπάγγελτα  τις άνω ελλείψεις και να την απορρίψει ως αόριστη ή ως αβάσιμη κατά νόμο κλπ. αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψή της έστω και για άλλους λόγους και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι` αυτόν, χωρίς αντέφεση του ενάγοντα (ΑΠ 786/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1436/2002, ΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 42.925, ΑΠ 1216/1997 ΕλλΔνη 39.573 ΕφΠειρ 173/2016 Δημ. Νόμος, ΕΑ 4924/2012 Δημ. Νόμος).

Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 106, 111, 216 παρ. 1, 224, 335, 337 και 338 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που αναφέρονται σε αυτή, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος-υποχρέωσης). Ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ. 1α ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης (ΑΠ 910/2017 Δημ. Νόμος). Η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στην αγωγή, σε σχέση με αυτά, που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή της, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή της περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του επίδικου δικαιώματος. Πρόκειται και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση νομικής δήθεν αοριστίας της αγωγής (ΟλΑΠ 15/2012 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 18/1998, ΑΠ 769/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 28/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 36/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1057/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1397/2010 ΔΕΕ 2011,1247, ΑΠ 2200/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1967/2006). Επομένως, νομική είναι η αοριστία, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν κατ` αρχήν το ασκούμενο με την αγωγή ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με τους λόγους από τους αριθμούς 8 ή 14 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 769/2017 ό.π., ΑΠ 683/2013 ό.π., ΑΠ 1677/2008 ό.π.). Επίσης, κατά πάγια νομολογία, βάσει των άρθρων 224 και 236 ΚΠολΔ, ο ενάγων μπορεί με τις προτάσεις να θεραπεύσει την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, αλλά όχι και τη νομική αοριστία αυτής, η οποία υπάρχει, όταν δεν περιέχεται στην αγωγή το βασικό περιστατικό, που απαιτείται για τη νομική θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή της αγωγικής υποχρέωσης ή έννομης σχέσης. Εξάλλου, η απαγόρευση, κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ, της μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής αναφέρεται μόνο σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό της ιστορικής βάσης της αγωγής, δηλαδή σε περιστατικό, το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα. Έτσι, είναι απαράδεκτη η υποκατάσταση ή η προσθήκη με τις προτάσεις νέων ουσιωδών γεγονότων (οψιγενών ή μη), τα οποία συνιστούν προϋπόθεση, χωρίς τη συνδρομή της οποίας θα ήταν αδύνατη η γένεση της διαγνωστέας έννομης σχέσης ή συνέπειας ή τα οποία μπορούν μόνο αυτά να θεμελιώσουν νέα αγωγή. Αντίθετα, δεν συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας (όπως η αμέλεια, ο δόλος κλπ.) από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του ή από το δικαστήριο με βάση τα ειδικότερα περιστατικά, που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική αόριστη νομική έννοια, ούτε η επίκληση από τον ενάγοντα και η παραδοχή από το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του και νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 910/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 1854/2011, ΑΠ 778/2011). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 224 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτο να μεταβληθεί η βάση της αγωγής. Έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, διευκρινίσει και διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται η βάση της αγωγής. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η απαγόρευση μεταβολής της βάσεως της αγωγής αφορά μόνο την ιστορική της βάση και όχι τη νομική της βάση, ήτοι τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου (ΑΠ 910/2017 ό.π., ΑΠ 778/2011). Τέλος, από την ως άνω διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, συνάγεται, επίσης, ότι αν δηλαδή η αγωγή έγινε δεκτή και απορρίφθηκε ένσταση του εναγομένου κατ’ αυτής, ο τελευταίος με την άσκηση έφεσης κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μπορεί να επαναφέρει στο Εφετείο την ένσταση αυτή, μόνο με λόγο έφεσης ή με πρόσθετο λόγο και όχι απλά με τις προτάσεις του (ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος). Η τελευταία αυτή διάταξη ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Έτσι το Εφετείο κρίνει αν οι κατώτεροι δικαστές απεφάσισαν ορθώς ή μη επί τη βάσει των εκτιθεμένων στην έφεση λόγων, ήτοι των αποδιδομένων από τον εκκαλούντα στην πρωτόδικη απόφαση σφαλμάτων και παραλείψεων, τα οποία συνιστούν τη νομική βάση της εφέσεως. Επομένως, σφάλματα ή παραλείψεις μη προσβληθέντα υπό του διαδίκου με λόγους εφέσεως δεν μπορούν να εξετασθούν αυτεπάγγελτα υπό του Εφετείου ούτε συγχωρείται σ’ αυτό, αν τα διαπιστώσει, να απαγγείλει την εξαφάνιση της εκκληθείσας απόφασης (ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 892/2013).

Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, από την παραδεκτή επισκόπηση της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, εφόσον δεν περιέχει όλα τα αναγκαία, κατά τ’ άρθρα 216 ΚΠολΔ, 939 και 943 Α.Κ. στοιχεία για τη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος για την ένδικη αξίωση διάρρηξης. Ειδικότερα, εφόσον οι ένδικες απαιτήσεις φέρονται ως μικρότερες της αναφερόμενης συνολικής αξίας της ψιλής κυριότητας των τριών (3) ακινήτων, που φέρονται ότι έχουν μεταβιβαστεί από τον πρώτο εναγόμενο με το με αριθμ. …../28.6.2010 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών, …………, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, θα έπρεπε να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής η αξία της απαλλοτριωθείσας ψιλής κυριότητας εκάστου ακινήτου του πρώτου εναγομένου, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, στοιχείο που είναι αναγκαίο για το ορισμένο αυτής, ώστε να είναι δυνατό να διαπιστωθεί, εάν η αξία ενός εκάστου των απαλλοτριωθέντων αρκεί, για να καλύψει την οφειλή του πρώτου εναγομένου και, συνακόλουθα, να προσδιορισθεί, εάν είναι αναγκαία η διάρρηξη της επίδικης απαλλοτρίωσης στο σύνολό της, άλλως μέχρι ποιου μέρους είναι αναγκαία η διάρρηξη αυτής, προκειμένου να καλυφθεί η απαίτηση της ενάγουσας, ατομικά και υπό την ως άνω ιδιότητά της ως ασκούσα την επιμέλεια των δύο (2) ανήλικων τέκνων της, ενόψει του ότι οι εν λόγω απαιτήσεις είναι κατά πολύ μικρότερες της συνολικής αξίας των απαλλοτριωθέντων και η εξεύρεση του μέρους της διάρρηξης εξαρτάται από τη σχέση του ποσού της απαίτησης προς την αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου. Η αόριστη αναφορά της συνολικής αξίας της ψιλής κυριότητας των τριών (3) απαλλοτριωθέντων ακινήτων σε ποσό 81.739,36 ευρώ, δεν καθιστά την αγωγή ορισμένη, αφού τούτο θα αρκούσε μόνο εάν η συνολική αξία ήταν μικρότερη εκάστης απαιτήσεως, ώστε θα καθιστούσε περιττή την εξειδίκευση της αξίας του δικαιώματος ψιλής κυριότητας έκαστου των ακινήτων, περίπτωση όμως που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Η αοριστία δε αυτή δεν καλύπτεται με τη συμπλήρωση με τις προτάσεις ή την παραπομπή σε έγγραφα, καθ’ όσον δεν αναπληρώνεται η έλλειψη στοιχείων του αγωγικού δικαιώματος (βλ. ΑΠ 36/2013 ό.π., ΑΠ 847/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2200/2007 ό.π., ΑΠ 842/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1652/2016 ό.π., ΕφΔωδ 264/2006 ό.π., ΕφΘεσ 2093/2005 ό.π.), απαραδέκτως δε η ενάγουσα επιχειρεί με τις από 12/03/2014 έγγραφες προτάσεις της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να συμπληρώσει την αγωγή της, όπου αναφέρει «…Επειδή κατά δήλωση των συμβαλλομένων στην ως άνω δωρεά εν ζωή και κατ’ εκτίμηση της Δ.Ο.Υ. η αξία της ψιλής κυριότητας των μεταβιβασθέντων ακινήτων ανέρχεται στο ποσό των 81.739,36 ευρώ σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο ανωτέρω συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή. Επειδή καθορίζω τη σημερινή αγοραία αξία της ψιλής κυριότητας καθενός από τα τρία ως άνω ακίνητα στο ποσό των 10.000 ευρώ…». Με το ν` αποφανθεί δε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η αγωγή ήταν νομικά ορισμένη, αν και η ενάγουσα, ατομικά και υπό την ως άνω ιδιότητά της, δεν προσδιόριζε και δεν διευκρίνιζε, όπως αναλύεται παραπάνω, την αξία κάθε ακινήτου και στη συνέχεια νομικά βάσιμη και δεκτή εν μέρει και ως ουσιαστικώς βάσιμη, χωρίς ν` αξιώσει, κατά τη νομική εκτίμηση του δικογράφου της, σε συνδυασμό με το αγωγικό αίτημα και τη ζητούμενη έννομη προστασία με την έννοια της διάρρηξης, την αναφορά σ` αυτήν και της αξίας εκάστου εκ των ένδικων ακινήτων του χρόνου της άσκησής της, αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία και παράλειψε, παρά το νόμο, να κηρύξει το απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, της ένδικης αγωγής και συνεπώς έσφαλε, στην εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου.

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 4314/17-10-2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, δεδομένου ότι με την κρινόμενη έφεση οι εκκαλούντες – εναγόμενοι ζητούν την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της ως αβάσιμης, κατά το νόμο και την ουσία και, αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει και δικάσει την αγωγή (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ), ν’ απορρίψει αυτήν, για τους ανωτέρω λόγους, και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από τους εκκαλούντες για την άσκηση αυτής, στον πρώτο εκκαλούντα (……..) και στο …………., ο οποίος συνεχίζει νόμιμα τη δίκη ως κληρονόμος εκ διαθήκης επί του επιδίκου ακινήτου του αποβιώσαντος κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας εκκαλούντος ………… (άρθρo 495 § 4 Κ.Πολ.Δ., όπως η § 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 § 2 του Ν. 4055/2012, που ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 113 αυτού, από 2.4.2012) (πρβλ. ΑΠ 1850/2013 Δημ. Νόμος). Τέλος, πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων στο σύνολό της η δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό της απόφασης, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αριθμ. 4314/17-10-2014 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 19/02/2013 και με αριθμ. κατάθ. Γ.Α. ……/22-02-2013 αγωγής, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ως άνω αγωγή.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από τους εκκαλούντες για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης, στον πρώτο εκκαλούντα (. . …) και στο …….., ο οποίος συνεχίζει νόμιμα τη δίκη ως κληρονόμος εκ διαθήκης επί του επιδίκου ακινήτου του αποβιώσαντος κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας εκκαλούντος ……………

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 03/05/2018 και δημοσιεύθηκε στις 15/06/2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και του πληρεξούσιους Δικηγόρους τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ