Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 253/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 253/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι κάτωθι αναφερόμενες εφέσεις: α) Η από 12.9.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../10.10.2016 και ………./10.10.2016) έφεση του ενάγοντος κατά της υπ’αριθμ. 766/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, ερήμην του εναγομένου, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία, αφενός μεν έγινε στο σύνολό της δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η από 30.12.2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/13.1.2014) αγωγή του, αφετέρου δε απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμο το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα περί απαγγελίας σε βάρος του εναγομένου προσωπικής κράτησης,  και β) η από 10.11.2016 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………/14.11.2016 και ………./3.3.2017) έφεση του ερημοδικασθέντος και εν όλω ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό εναγομένου κατά της ιδίας απόφασης, αμφότερες οι οποίες πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με το άρθρο 528 του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011 (Φ.Ε.Κ. Α΄167/27.7.2011) και ισχύει στην προκειμένη περίπτωση, αφού η εκκαλούμενη απόφαση (υπ’αριθμ. 766/2016 απόφαση του Mονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) εκδόθηκε στις 11.3.2016 , ήτοι μετά την έναρξη της ισχύος του (στις 27.7.2011), σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 72 παρ.4 εδαφ.α΄του ιδίου νόμου,  «αν ασκηθεί έφεση από το διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην απόφασης εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της  (AΠ 1906/2008 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο αυτής και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως, ανεξάρτητα πλέον από το είδος της διαδικασίας. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι αυτός δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας, με την έφεση, τις συνέπειες που η απουσία του επέφερε. Έτσι αυτό μετατρέπεται, στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και εξαφανίζεται, ως προς όλες τις διατάξεις της, μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 46.1101, ΕφΠειρ 107/2016, 694/2009 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 6525/2005 ΕλλΔνη 47.1482, ΕφΑθ 6103/2005 ΕλλΔνη 47.905, ΕφΑθ 3382/2005 Δ 36.1002, ΕφΑθ 6387/2004 ΕλλΔνη 46.869, ΕφΑθ 5950/2004 ΕλλΔνη 46.868). Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον αυτή εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος διαδίκου, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει, προηγουμένως, κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, δηλαδή η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκησή της, καθόσον έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 829/2008, ΑΠ 866/2008, ΑΠ 884/2007 άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Η διάταξη αυτή, κατά το μέρος με το οποίο προσδιορίζει τα όρια της εξαφάνισης της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν εισάγει νεωτερισμό, αλλά είναι ταυτόσημη με το περιεχόμενο του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, με το οποίο εκφράζεται η από μακρού χρόνου ισχύουσα γενική δικονομική αρχή, ότι με την έφεση δεν μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η υπόθεση στο σύνολο της, αλλά μόνο ως προς τα κεφάλαια εκείνα της πρωτόδικης απόφασης, που πλήττονται με το εφετήριο και τους πρόσθετους λόγους. Επομένως: α) Αν με την έφεση ο εναγόμενος που δικάστηκε πρωτοδίκως ερήμην, προβάλλει ότι η αγωγή είναι νόμω αβάσιμη, αόριστη και απαράδεκτη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ερευνά τις ως άνω ελλείψεις, χωρίς να εξαφανίσει προηγουμένως την προσβαλλόμενη απόφαση, β) αν ο ενάγων ή ο εναγόμενος, που δικάστηκαν πρωτοδίκως ερήμην, προβάλλουν ως λόγο έφεσης, την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολο της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της, γ) επί αγωγής, η οποία έγινε δεκτή ως προς το κεφάλαιο και τους τόκους, αν ο εναγόμενος παραπονείται μόνο κατά του κεφαλαίου επί του οποίου επιδικάστηκαν τόκοι, η απόφαση εξαφανίζεται μόνο κατά το κεφάλαιο αυτό, δ) αν με την έφεση ο εναγόμενος προβάλλει μόνον καταλυτικές της αγωγής ενστάσεις, όπως είναι η ένσταση εξόφλησης ή παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος με το οποίο κρίθηκε ως βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνο κατά το διατακτικό της. ΄Ετσι, αν ο λόγος έφεσης συνίσταται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, ο συλλογισμός κατάστρωσης της πρωτόδικης απόφασης ανακόπτεται εξ υπαρχής και η απόφαση εξαφανίζεται ολοσχερώς. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το άρθρο 520 του ΚΠολΔ, το έγγραφο της έφεσης (εφετήριο) πρέπει να περιέχει, εκτός από τα άλλα στοιχεία, και τους λόγους έφεσης. Οι τελευταίοι συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, αναφερόμενες είτε σε παραλείψεις του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Στα τελευταία ανάγεται και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της καθιερούμενης από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ θεμελιακής δικονομικής αρχής της ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου της δίκης, το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως μιας διαφοράς παρά μόνο ύστερα από σχετική αίτηση του διαδίκου, αν δε παρά ταύτα προβεί σε εκδίκαση και έκδοση απόφασης, τότε αυτή η απόφαση είναι ελαττωματική, διότι αντίκειται στην εν λόγω διαθετική αρχή. Ειδικότερα, από το άρθρο 522 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εξουσία του Εφετείου περιορίζεται στην έρευνα των κεφαλαίων της πρωτόδικης απόφασης, που προσβλήθηκαν με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής. Το προβαλλόμενο με τον λόγο έφεσης σφάλμα της εκκαλούμενης απόφασης περί την εκτίμηση των αποδείξεων (που είναι ο συνηθέστερος των προβαλλόμενων λόγων έφεσης) δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται. Αρκεί να προβάλλεται (με το λόγο έφεσης) ότι συνεπεία του προβαλλόμενου με το λόγο έφεσης σφάλματος περί την εκτίμηση των αποδείξεων η εκκαλούμενη απόφαση κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό. Διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, συνεπεία του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (ΚΠολΔ 522), είναι υποχρεωμένο να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλούμενης απόφασης (ΚΠολΔ 534) βάσει της καθολικής επανεκτίμησης της ουσίας της υπόθεσης και όχι μόνο βάσει των προς αυτή συνδεομένων μερικοτέρων παραπόνων του εκκαλούντος (ΑΠ 1163/2017, ΑΠ 755/2016, ΑΠ 1345/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η από 10.11.2016 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………../14.11.2016 και …………./3.3.2017) έφεση του εν όλω ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό εναγομένου κατά της υπ’αριθμ. 766/2016, εκδοθείσας ερήμην του, κατά την τακτική διαδικασία, οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την ανωτέρω απόφαση έγινε στο σύνολό της δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η από 30.12.2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../13.1.2014) αγωγή, και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών να καταβάλει στον ενάγοντα – εφεσίβλητο το ποσό των 75.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ισόποσης περιουσιακής ζημίας, που ο ενάγων υπέστη από τη σε βάρος του εκτιθέμενη στο δικόγραφο παράνομη και υπαίτια (απατηλή) συμπεριφορά του εναγομένου, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, καθώς, εξαιτίας της ερημοδικίας του τελευταίου, θεωρήθηκαν ομολογημένοι οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί (άρθρο 271 παρ.3 του ΚΠολΔ), ενώ απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμο το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα περί απαγγελίας σε βάρος του εναγομένου προσωπικής κράτησης ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης λόγω της τελεσθείσας απ’αυτόν αδικοπραξίας. Η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 § 1 του ΚΠολΔ), από τον έχοντα έννομο συμφέρον εναγόμενο, στρεφόμενη μόνον κατά του μέρους της πρωτόδικης απόφασης, που τον βλάπτει, και, συνεπώς, όχι κατά του μέρους αυτής, που αφορά στην απόρριψη του αγωγικού αιτήματος περί απαγγελίας σε βάρος του προσωπικής κράτησης ως ουσιαστικά αβασίμου, το οποίο συνιστά διαφορετικό κεφάλαιο (ΕφΑθ 108/2014 ΔΕΕ 2014.374, ΕφΑθ 201/2004 ΕλλΔνη 2004.864), και ως προς το οποίο, επομένως, η απόφαση δεν πλήττεται με την έφεση αυτή, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 14.11.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………/14.11.2016), εντός της προβλεπομένης από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ιδίου Κώδικα προθεσμίας των τριάντα (30)  ημερών από την επίδοση προς αυτόν, με επιμέλεια του ενάγοντος, της ανωτέρω απόφασης, που έλαβε χώρα στις 13.10.2016, σύμφωνα με τη σχετική επισημείωση του διενεργήσαντος την επίδοση δικαστικού επιμελητή στην εμπρόσθια σελίδα του πρώτου φύλλου του προσκομιζομένου από τον εκκαλούντα αντιγράφου της απόφασης (σημειωτέον ότι η εν λόγω προθεσμία, η οποία άρχισε την επομένη της επίδοσης στον εναγόμενο της πρωτόδικης απόφασης, ήτοι στις 14.10.2016, συμπληρώθηκε στις 14.11.2016, ημέρα Δευτέρα, δηλαδή την 32η ημέρα, διότι η τελευταία – 30η – ημέρα αυτής, η 12η.11.2016, ήταν κατά νόμο εξαιρετέα, και δη Σάββατο, με αποτέλεσμα η προθεσμία αυτή να λήξει την επόμενη μη εξαιρετέα ημέρα, κατά την οποία και ασκήθηκε η έφεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 144 παρ.1 του ΚΠολΔ), και περαιτέρω δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και στη συνέχεια, εφόσον ασκήθηκε από διάδικο, ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, δικάσθηκε ερήμην, να γίνει δεκτή και κατ’ουσίαν και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς όλες τις διατάξεις της, πλην του μη εκκληθέντος κεφαλαίου της προσωπικής κράτησης, καθώς με την έφεση αυτή, κατ’εκτίμηση των διαλαμβανομένων στο δικόγραφό της αιτιάσεων από το παρόν Δικαστήριο στο σύνολό τους, ο εναγόμενος – εκκαλών παραπονείται – μεταξύ των άλλων λόγων, που αφορούν το ορισμένο της αγωγής και το ύψος της επιδικασθείσας σε βάρος του δικαστικής δαπάνης – και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς τη βάση της αγωγής, αρνούμενος ουσιαστικά συλλήβδην τους ισχυρισμούς του ενάγοντος επί της ουσίας της υπόθεσης, και δη ότι τον εξαπάτησε, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το εσφαλμένο διατακτικό της, ώστε, αφού κρατηθεί και επανεξετασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί η αγωγή, πλήττει, δηλαδή, την πρωτόδικη απόφαση στο σύνολό της, οπότε ο συλλογισμός κατάστρωσης αυτής ανακόπτεται εξ υπαρχής και πρέπει η εν λόγω απόφαση να εξαφανισθεί ολοσχερώς. Και τούτο διότι στην περίπτωση αυτή, που προβάλλεται, δηλαδή, με το λόγο έφεσης, ότι συνεπεία του σφάλματος περί την εκτίμηση των αποδείξεων η πρωτόδικη απόφαση κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, όπως εν προκειμένω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, συνεπεία του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (ΚΠολΔ 522), είναι υποχρεωμένο να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλουμένης απόφασης (ΚΠολΔ 534) βάσει της καθολικής επανεκτίμησης της ουσίας της υπόθεσης, και όχι μόνο βάσει των προς αυτήν συνδεομένων μερικοτέρων παραπόνων του εκκαλούντος, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, των περί του αντιθέτου αιτιάσεων του εφεσιβλήτου της ανωτέρω έφεσης, σύμφωνα με τις οποίες δεν πλήττεται με αυτήν η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με την κρίση της περί της τέλεσης αδικοπραξίας (απάτης) εκ μέρους του εναγομένου σε βάρος του ιδίου, η οποία (κρίση), επομένως, δε μπορεί να επανεξετασθεί από το παρόν Δικαστήριο στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, καθώς, διαφορετικά, παραβιάζεται η καθιερούμενη στη διάταξη του άρθρου 106 του ΚΠολΔ δικονομική αρχή της διάθεσης, απορριπτομένων ως αβασίμων. Πρέπει, επομένως, ενόψει τούτων, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να δικασθεί εξαρχής και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή στο σύνολό της από πλευράς νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας (άρθρα 533 παρ.1 και 535 παρ.1 του ΚΠολΔ), πλην του αιτήματος αυτής περί απαγγελίας σε βάρος του εναγομένου προσωπικής κράτησης, καθώς πρόκειται περί κεφαλαίου της εκκαλουμένης, το οποίο δεν προσβλήθηκε με την ανωτέρω έφεση, και ως προς το οποίο, συνεπώς, η υπόθεση δεν μεταβιβάσθηκε ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, όπως έχει ήδη αναφερθεί. Τέλος, εφόσον η έφεση έγινε δεκτή τυπικά και κατ’ουσίαν, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον νικήσαντα εκκαλούντα (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ).

Η από 12.9.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../ 10.10.2016 και ………/10.10.2016) έφεση του ενάγοντος κατά της ιδίας απόφασης, με την οποία παραπονείται αυτός για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την απορριπτική του αγωγικού αιτήματος περί απαγγελίας σε βάρος του εναγομένου προσωπικής κράτησης κρίση του, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτε ώστε, αφού κρατηθεί και επανεξετασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει δεκτή η αγωγή του και ως προς το αίτημα αυτό, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 § 1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 10.10.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./10.10.2016), ήτοι προ της επίδοσης της εκκαλουμένης, με την επιμέλειά του, στον εναγόμενο, που συντελέσθηκε στις 13.10.2016, κατά τα προεκτεθέντα, αλλά, σε κάθε περίπτωση, εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), που ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα, που ασκούνται μετά από την 1.1.2016, και, επομένως, εφαρμόζεται και εν προκειμένω, καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε την 1.8.2016,  ενώ και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε μετά την 1η.1.2016, και συγκεκριμένα στις 11.3.2016] προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 11.3.2016, κατά τα προεκτεθέντα, και περαιτέρω δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ, επιπροσθέτως, έχει καταβληθεί από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.

Από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, που ορίζει, ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζομένη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση είναι α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα και δ) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 του ίδιου κώδικα και 386 του ΠΚ προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης προς αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά εις βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, εξαιτίας της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε, χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να συνδέεται αποκλειστικά με αντίστοιχη ωφέλεια, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντος, αφού αυτή μπορεί να αφορά και τρίτο, αρκεί και στην περίπτωση αυτή να υπήρξε δόλος του δράστη. Η έννοια του δόλου προκύπτει, κατά βάση, από τη διάταξη του άρθρου 27 του ΠΚ και συντρέχει, όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση ζημίας, αλλά και όταν αποδέχεται τη ζημία, είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του (ΑΠ 1596/2014, ΑΠ 1861/2013, ΑΠ 683/2013, ΑΠ 890/2010, άπασες σε ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, δεν ενδιαφέρει αν η πλάνη που δημιουργήθηκε, συνεπεία της απάτης, είναι συγγνωστή ή μη ουσιώδης ή επουσιώδης και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια, αρκεί αυτή να υφίσταται κατά το χρόνο της δήλωσης βούλησης του απατηθέντος (ΑΠ 379/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Η απατηλή συμπεριφορά συνίσταται, είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ’ αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισής του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος ή επιχειρούντος την πράξη και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση ή του ωφελουμένου από την πράξη (ΑΠ 511/2016 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, παράνομη είναι η συμπεριφορά, που προσβάλλει τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου και μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη, εφόσον, στην τελευταία περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος (ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005, ΑΠ 174/2005, ΑΠ 996/2004 άπασες σε ΤΝΠ Νόμος). Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Εξάλλου, πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας που προκλήθηκε, υπάρχει όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία. Όπως προεκτέθηκε, αδικοπρακτική συμπεριφορά, κατά την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό και με το άρθρο 386 του ΠΚ, αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος, αρκεί και στην περίπτωση αυτή να υπήρξε δόλος του δράστη. Η έννοια του δόλου προκύπτει, κατά βάση, από τη διάταξη του άρθρου 27 του ΠΚ και συντρέχει, όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση ζημίας, αλλά και όταν αποδέχεται τη ζημία, είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του (ΑΠ 1596/2014, ΑΠ 1861/2013, ΑΠ 683/2013, ΑΠ 890/2010, άπασες σε ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 386 παρ.1 του ΠΚ: «Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) Σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η επίτευξη του περιουσιακού οφέλους, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή τρίτο συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, τελούσα σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστου, υφισταμένη και στην περίπτωση μείωσης ή χειροτέρευσης της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός διατηρεί ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά, αναγόμενα στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνδέονται ταυτοχρόνως και με ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις άλλων ψευδών γεγονότων, αναγομένων στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης συμβατικής υποχρέωσης με βάση την εμφανιζομένη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων, ή της δυνατότητας του δράστη, ο οποίος έχει ειλημμένη την πρόθεση της μη εκπλήρωσης της υποχρέωσής του αυτής, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (ΣυμβΑΠ 1280/2010, ΑΠ 2184/2005 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1297/2002 ΠοινΛογ 2002.1395). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4, 216 του ΚΠλΔ, 914, 297 και 298 του ΑΚ προκύπτει, ότι στην αγωγή προς αποζημίωση από αδικοπραξία για την πληρότητα του δικογράφου πρέπει να αναφέρονται, α) τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, β) τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που επήλθε στον ενάγοντα και γ) τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη θετική και αποθετική ζημία του ενάγοντος. Εξάλλου, αφανής ή μετοχική εταιρία είναι η προσωπική, χωρίς νομική προσωπικότητα και εταιρική επωνυμία και περιουσία, εταιρία, με απουσία ανάπτυξης του εταιρικού δεσμού προς τα έξω, στην οποία ο μεταξύ των εταίρων εταιρικός δεσμός καταλαμβάνει τις προς τα έσω σχέσεις των εταίρων. Ειδικότερα, οι αφανείς εταίροι μετέχουν μόνον ενοχικά στα αποτελέσματα της δραστηριότητας του εμφανούς και όχι ως κοινωνοί των δικαιωμάτων και συνοφειλέτες των υποχρεώσεων που δημιουργεί η δράση του εμφανούς, συμμετέχοντας μόνο στην κατανομή των κερδοζημιών, που προκύπτουν από τη δράση του εμφανούς, ενώ προς τα έξω εμφανίζεται ένας εταίρος (ή περισσότεροι), που ονομάζεται εμφανής, προς διάκριση από τους αφανείς, ο οποίος αναπτύσσει δραστηριότητα έναντι των τρίτων ιδίω ονόματι (ΑΠ 846/2012 ΕεμπΔ 2013.76). Ειδικότερα από τα άρθρα 47-50 του ΕμπΝ προκύπτει ότι συμμετοχική ή αφανής εται­ρία είναι εκείνη, στην οποία ένας μόνο από τους συνεταίρους ή καθένας από αυτούς χωριστά, με εξουσιοδότηση των λοιπών που παραμένουν αφανείς έναντι των τρί­των, ενεργεί είτε εμπορία είτε μία ή πε­ρισσότερες εμπορικές πράξεις στο όνομά του, χωρίς να παρίσταται προς τα έξω ως διαχειριστής εταιρίας, η οποία παραμένει, επίσης, αφανής έναντι των τρίτων. Αυτή συνιστάται και άτυπα, με μόνη τη συμμε­τοχή, δεν υπόκειται σε δημοσιότητα, δε διαθέτει νομική προσωπικότητα και αυτό­νομη περιουσία και υφίσταται μόνο μεταξύ των συνεταίρων ως απλή ενοχική σχέση αυτών. Ο σχηματισμός της εταιρίας, η αναλογία κάθε εταίρου στα κέρδη και στις ζημίες και οι υπόλοιπες συνθήκες λειτουρ­γίας της εξαρτώνται από τις συμφωνίες των εταίρων, με την έννοια ότι οι συνθήκες ίδρυσης και λειτουργίας ρυθμίζονται, κυρί­ως, από τις μεταξύ των εταίρων συμφω­νίες. Αν δεν υπάρχουν τέτοιες συμφωνίες, έχουν ανάλογη εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 18 του ΕμπΝ, οι διατάξεις του Αστι­κού Κώδικα για τις εταιρίες, ήτοι οι διατά­ξεις των άρθρων 741-784 ΑΚ, οι οποίες αφορούν εταιρίες που δεν έχουν, όπως οι συμμετοχικές, νομική προσωπικότητα, με την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις του Αστι­κού Κώδικα συμβιβάζονται με τη φύση της αφανούς εταιρίας ως εσωτερικής εταιρί­ας, η οποία χαρακτηρίζεται, κυρίως, από την έναντι τρίτων αφάνειά της (ΕφΛαρ 50/2014 ΔΕΕ 2014.592). Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 1047 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 62 του ν. 3994/2011, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: « Προσωπική κράτηση διατάσσεται, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητώς ο νόμος, και για απαιτήσεις για αδικοπραξίες. Η διάρκεια της προσωπικής κράτησης ορίζεται με την απόφαση, έως ένα έτος. Η αγωγή για απαγγελία προσωπικής κράτησης μπορεί να ασκηθεί και αυτοτελώς.…». Παρέχεται, επομένως, η δυνητική ευχέρεια στο δικαστήριο της ουσίας να διατάξει προσωπική κράτηση κατά του υπόχρεου, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης για ικανοποίηση της από αυτή απορρέουσας απαίτησης, καθορίζοντας και τη χρονική της διάρκεια, μέσα στα όρια του άρθρου 1047 του ΚΠολΔ, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως είναι το ύψος της απαίτησης, η βαρύτητα της πράξης και οι συνέπειές της, το πταίσμα του υπόχρεου, η φερεγγυότητα αυτού, η τυχόν συνυπαιτιότητα του δικαιούχου και οι λοιπές, εν γένει, περιστάσεις (ΕφΠειρ 4/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).

Ο ενάγων με την κρινόμενη αγωγή του, κατά το μέρος αυτής, κατά το οποίο μεταβιβάσθηκε η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, κατόπιν της παραδοχής τυπικά και κατ’ουσίαν της ασκηθείσης έφεσης του ερημοδικασθέντος εναγομένου, επικαλούμενος αδικοπρακτική (απατηλή) σε βάρος του συμπεριφορά του αντιδίκου του, σύμφωνα με όσα ειδικότερα εκθέτει στο δικόγραφο, εξαιτίας της οποίας υπέστη περιουσιακή ζημία, ποσού 75.000 ευρώ, με ισόποσο όφελος του ανωτέρω, ζήτησε να υποχρεωθεί αυτός να του καταβάλει το εν λόγω ποσό, ως αποζημίωσή του για την αποκατάσταση της αιτιωδώς προκληθείσης από την τελεσθείσα αδικοπραξία ζημίας του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και, επιπροσθέτως, να καταδικασθεί στη δικαστική του δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, με την οποία ζητείται η επιδίκαση αποζημίωσης από αδικοπραξία, είναι επαρκώς ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα κατά νόμο αναγκαία για την πληρότητα του δικογράφου της στοιχεία, όπως αυτά προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, των ειδικότερα διαλαμβανομένων στο εφετήριο αιτιάσεων του εναγομένου περί αοριστίας της αγωγής αναφορικά με τον προσδιορισμό σ’αυτήν του ύψους της φερομένης ως προκληθείσης στον ενάγοντα περιουσιακής ζημίας απορριπτομένων ως αβασίμων, και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 346, 914 του ΑΚ, 386 του ΠΚ, 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως, να διερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν (ομού μετά της εξέτασης της ουσιαστικής βασιμότητας της έφεσης του ενάγοντος, που αφορά την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του αιτήματος περί απαγγελίας σε βάρος του εναγομένου προσωπικής κράτησης), ενόψει του ότι έχει καταβληθεί από τον ενάγοντα το προσήκον στο αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου  με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις.

Από το συνδυασμό των άρθρων 400 παρ. 3 και 403 παρ. 2 του ΚΠολΔ συνάγε­ται ότι δεν εξετάζονται, όταν κληθούν, ως μάρτυρες, πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης, ήτοι αυτά που προσδοκούν ωφέλεια ή βλάβη από τη συγκεκριμένη δίκη, χωρίς να έχει σημασία αν το συμφέρον τους είναι υλικό ή ηθικό, αλλά πάντως άμεσο και βέβαιο, μη εξαρτημένο από μελλοντικά γεγονότα, ο λόγος δε αυτός εξαίρεσης του μάρτυρα δε λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά προβάλλεται κατ’ ένσταση του αντιδίκου εκείνου του διαδίκου που προσάγει τον μάρτυρα προς εξέταση, η οποία (ένσταση) προτείνεται πριν ορκισθεί ο μάρτυρας και το συμφέρον αυτό πρέπει να το καθορίζει εκείνος που επικαλείται τον λόγο εξαίρεσης του μάρτυρα για να μπορεί το δικαστήριο να διακριβώσει τη βασιμότητά του (ΑΠ 1392/2008 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), άλλως η ένσταση είναι αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα. Η ένσταση εξαίρεσης είναι βάσιμη, όταν το συμφέρον από το αποτέλεσμα της δίκης παρουσιάζεται ως αναγκαία συνέπεια της έκβασής της (ΑΠ 992/2012 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Αυτό συμβαίνει όταν το δεδικασμένο, ή η εκτελεστότητα ή οι αντανακλαστικές συ­νέπειες της απόφασης επεκτείνονται και στον μάρτυρα, πράγμα που δε συμβαίνει όταν ο μάρτυρας είναι απλώς συγγενής ή σύζυγος διαδίκου, ή ακόμη και αναγκαίος κληρονόμος του (ΑΠ 11/2004 Δ.35.703), όταν ενδέχεται να υποχρεωθεί σε αποζημίωση κάποιου διαδίκου σε περίπτωση ήττας του ή όταν πήρε αμοιβή ή δέχθηκε υπόσχεση αμοιβής για την συ­γκεκριμένη μαρτυρία (ΕφΛαρ 91/2016 Δικογραφία 2016.665). Επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 270 § 2 εδαφ. β΄του ΚΠολΔ, το δικαστήριο συμπληρωμα­τικά μπορεί να λαμβάνει υπ’ όψιν και να εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Στην έννοια των αποδεικτικών μέσων, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, εντάσ­σονται και οι κατ’ άρθρο 400 αριθμ. 3 του ΚΠολΔ εξαιρετέοι μάρτυρες, ήτοι τα πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης, των οποίων τις καταθέσεις μπορεί να λαμβάνει υπ’ όψιν και να εκτιμά ελεύθερα το δικαστήριο για τη συ­ναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος (ΑΠ 455/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων του ενάγοντος ……….., και του εναγομένου …………, που δόθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, της νομότυπα προβληθείσας από τον ενάγοντα προ της όρκισης του μάρτυρα του εναγομένου ένστασης εξαίρεσης του τελευταίου, σύμφωνα με την οποία αυτός, λόγω της συγγενικής του σχέσης με τον εναγόμενο (είναι αδελφός του) και, καθώς έχει ασκηθεί σε βάρος του δίωξη, προσδοκά συμφέρον από την έκβαση της δίκης, απορριπτομένης ως αβάσιμης, διότι μόνη η εν λόγω συγγενική σχέση μεταξύ του εναγομένου και του προσώπου αυτού δε συνεπάγεται τη συνδρομή του άμεσου έννομου συμφέροντος, που απαιτείται να συντρέχει για την εξαίρεση του ανωτέρω ως μάρτυρα στην υπόθεση, υπό την έννοια, που προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, ενώ, περαιτέρω, δεν προσδιορίσθηκε συγκεκριμένα από τον ενάγοντα, όπως υποχρεούτο κατά την προβολή της ένστασής του, σε τι ακριβώς αφορά η ποινική δίωξη, που, κατά τους ισχυρισμούς του, έχει ασκηθεί σε βάρος του αδελφού του αντιδίκου του, προκειμένου να μπορεί το παρόν Δικαστήριο να διακριβώσει τη σύνδεση μεταξύ της δίωξης αυτής και της έκβασης της κρινόμενης δίκης, και, κατ’επέκταση, τη βασιμότητα του προτεινομένου λόγου της εξαίρεσης, λαμβανομένου περαιτέρω υπόψη και του ότι, σε κάθε περίπτωση, και ανεξαρτήτως των όσων αναφέρθηκαν, στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο τούτο για το σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης επί της ουσίας της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς επιτρεπτά λαμβάνει υπόψη συμπληρωματικά και εκτιμά – ελεύθερα – και αποδεικτικά μέσα, υποστατά μεν, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου δε, στα οποία εντάσσονται και οι εξαιρετέοι μάρτυρες, β) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία περιλαμβάνονται και τα έγγραφα της σχηματισθείσης σε βάρος του εναγομένου ποινικής δικογραφίας για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατά συρροή (μεταξύ άλλων προσώπων σε βάρος και του ενάγοντος), με συνολικό όφελος και ζημία, που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, μεταξύ δε αυτών και το υπ’αριθμ. 2859/2015 απαλλακτικό για τον ανωτέρω βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την εκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο ενάγων κατά το έτος 2008 δραστηριοποιείτο επιχειρηματικά στο χώρο της διαχείρισης και εκμετάλλευσης περιπτέρων, όντας ο ίδιος μισθωτής τέτοιας άδειας, και περαιτέρω συμμετείχε ως εταίρος σε νομικά πρόσωπα (ομόρρυμη εταιρία και εταιρία περιορισμένης ευθύνης), που σκοπό είχαν – μεταξύ άλλων – τη διαχείριση και εκμετάλλευση κυλικείων, εστιατορίων, ανθοπολείων, ζαχαροπλαστείων, αρτοποιείων και καταστημάτων με είδη ρουχισμού. Αποδείχθηκε επίσης ότι συνεργαζόταν άτυπα με τους ……….και ………., επίσης εταίρους στις ανωτέρω εταιρίες και μισθωτές άλλων περιπτέρων, στην από κοινού εκμετάλλευση των περιπτέρων, που έκαστος εξ αυτών είχε νόμιμα μισθώσει ως φυσικό πρόσωπο, υπό την έννοια της συμμετοχής απάντων στα κέρδη και τις ζημίες από την λειτουργία  του κάθε περιπτέρου, καθώς κατά το συγκεκριμένο χρόνο απαγορευόταν εκ του νόμου η εκμίσθωση της άδειας εκμετάλλευσης περιπτέρου από το δικαιούχο του εν λόγω δικαιώματος σε νομικό πρόσωπο οποιασδήποτε μορφής, αλλά επιτρεπόταν μόνο σε φυσικά πρόσωπα.  Στο πλαίσιο αυτής της επαγγελματικής του δραστηριότητας συμφώνησε το ίδιο έτος με τον εναγόμενο, τον οποίο γνώρισε μέσω του προαναφερθέντος ………, θείου του τελευταίου, και επίσης εταίρου, όπως και ο ίδιος, στην εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……….», που λειτουργούσε επιχείρηση κυλικείου εντός του Γενικού  Κρατικού Νοσοκομείου της Νίκαιας, να μισθώσει ο εναγόμενος, ο οποίος μέχρι τότε ασκούσε το επάγγελμα του μηχανικού αυτοκινήτων, την άδεια εκμετάλλευσης ενός περιπτέρου, κειμένου στο … Αττικής, επί του πεζοδρομίου της οδού ………, στο ύψος του αριθμού … αυτής, από το δικαιούχο του ανωτέρω δικαιώματος, το οποίο, όμως, (περίπτερο) στην πραγματικότητα θα διαχειριζόταν και θα εκμεταλλευόταν ο ίδιος, λαμβάνοντας αυτός αποκλειστικά το σύνολο των κερδών, που θα απέφερε η λειτουργία του, όπερ δε θα μπορούσε να επιτευχθεί διαφορετικά, καθώς η τότε ισχύουσα νομοθεσία δεν επέτρεπε την μίσθωση από το ίδιο φυσικό πρόσωπο περισσοτέρων της μίας αδειών εκμετάλλευσης περιπτέρου, ούτε, όπως προεκτέθηκε, τη σύσταση προς τούτο εταιρίας, και ο ίδιος ήταν ήδη μισθωτής και άλλου περιπτέρου, ενώ ο εναγόμενος, παρότι τυπικά μισθωτής της επιχείρησης ο ίδιος, θα παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω περίπτερο ουσιαστικά ως  υπάλληλος, σε συνθήκες εξαρτημένης εργασίας, υπό την εποπτεία, τον έλεγχο, τις υποδείξεις, και τις οδηγίες του, αντί συγκεκριμένου μηνιαίου μισθού, χωρίς τη δυνατότητα άσκησης διαχειριστικών πράξεων σχετικών με τη λειτουργία του περιπτέρου, ει μη μόνον κατόπιν της έγκρισης του ιδίου. Σε εκτέλεση της προεκτεθείσας συμφωνίας τους ο ενάγων συνήψε εγγράφως στις 4.7.2008 δυνάμει του προσκομιζομένου από αμφότερα τα διάδικα μέρη ιδιωτικού συμφωνητικού, με την …….., δικαιούχο του δικαιώματος εκμετάλλευσης του ανωτέρω περιπτέρου, σύμβαση εκμίσθωσης του εν λόγω δικαιώματος, για το χρονικό διάστημα από 4.7.2008 έως 3.7.2015, αντί μηνιαίου μισθώματος, ποσού 1.800 ευρώ. Ακολούθως, προκειμένου να υλοποιηθούν τα συμφωνηθέντα περί αποκλειστικής διαχείρισης και εκμετάλλευσης του ανωτέρω περιπτέρου από τον ενάγοντα, το οποίο όμως είχε ήδη μισθώσει ο εναγόμενος από τη δικαιούχο, όπως προεκτέθηκε, συμφωνήθηκε από τους διαδίκους, κατόπιν υπόδειξης του ενάγοντος, και προς δική του εξασφάλιση και κατοχύρωση στις προς τα έσω σχέσεις του με τον εναγόμενο, να καταρτισθεί μεταξύ τους και έτερο ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο θα φερόταν, αφενός μεν ο εναγόμενος να μεταβιβάζει στον ενάγοντα το μεγαλύτερο ποσοστό της εν λόγω επιχείρησης, αφετέρου δε ότι συνιστάται αφανής εταιρία με τη συμμετοχή αμφοτέρων για την εκμετάλλευση του συγκεκριμένου περιπτέρου, με εμφανή εταίρο τον εναγόμενο, αφανή εταίρο τον ενάγοντα, και μόνο διαχειριστή της τον τελευταίο, ο οποίος, με τη  μεθόδευση αυτή, θα αποκτούσε τη δυνατότητα πλήρους ελέγχου επί της λειτουργίας του περιπτέρου έναντι του αντισυμβαλλομένου του και τυπικά μισθωτή της επιχείρησης, και μάλιστα κατ’αποκλεισμόν αυτού από τη διαχείρισή της, όπως εξαρχής επεδίωκε. Πράγματι υπογράφηκε από τους διαδίκους το από 22.9.2008 ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο αναφέρεται ότι ο εναγόμενος πωλεί και μεταβιβάζει στον ενάγοντα ποσοστό 85% των μισθωτικών δικαιωμάτων του επί του ανωτέρω περιπτέρου, αντί τιμήματος, ως προς το οποίο γίνεται μνεία στο εν λόγω έγγραφο ότι έχει πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί, χωρίς εντούτοις το ποσό αυτού να προσδιορίζεται ρητά, και επιπροσθέτως ότι συνιστάται μεταξύ τους αφανής εταιρία, με σκοπό την εκμετάλλευση του εν λόγω περιπτέρου, εμφανή εταίρο τον εναγόμενο και αφανή τον ενάγοντα, και ποσοστό συμμετοχής σ’αυτήν του μεν ενάγοντος 85%, του δε εναγομένου 15%. Περαιτέρω, αναφορικά με τη διαχείριση της εταιρίας, ορίζεται στο άρθρο 5 του ανωτέρω συμφωνητικού ότι αυτή θα ασκείται αποκλειστικά από τον αφανή εταίρο – ενάγοντα, καθώς και ότι ο εμφανής εταίρος θα μπορεί μεν να δεσμεύει την εταιρία, αλλά μόνον εφόσον η οποιαδήποτε ενέργειά του έχει εγκριθεί από το διαχειριστή, όπως, άλλωστε, είχε μεταξύ τους προσυμφωνηθεί. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν καταβλήθηκε τίμημα για την αναφερόμενη στο ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβαση, ούτε βέβαια λειτούργησε ποτέ στην πράξη η επίσης συσταθείσα με αυτό αφανής εταιρία, αφού ο εναγόμενος ουδέποτε συμμετείχε στα κέρδη και τις ζημίες της συγκεκριμένης επιχείρησης κατά το ποσοστό του 15%, καθώς, όπως προεκτέθηκε, το συμφωνητικό αυτό καταρτίσθηκε και υπογράφηκε μεταξύ τους αποκλειστικά και μόνο προκειμένου ο ενάγων, ο οποίος ως φυσικό πρόσωπο δε μπορούσε να μισθώσει το περίπτερο στο όνομά του, να διασφαλίσει κατά τρόπο δεσμευτικό έναντι του αντισυμβαλλομένου του, ότι θα συμμετείχε στην εκμετάλλευση και διαχείριση  αυτού, την οποία, υπό άλλας συνθήκας, θα ασκούσε ο μισθωτής του, όπως, άλλωστε, εδικαιούτο και υποχρεούτο, και μάλιστα ότι θα τις ασκούσε ο ίδιος αποκλειστικά, χωρίς ενεργό συμμετοχή και ουσιαστική ανάμειξη του εναγομένου στη λειτουργία της ανωτέρω επιχείρησης, ο οποίος πλήρως αποκλείσθηκε απ’αυτήν. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι ο μεν εναγόμενος, εφαρμόζοντας τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, προσέφερε την προσωπική του εργασία στο εν λόγω περίπτερο, υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του ενάγοντος, που μέσω αυτού ασκούσε ουσιαστικά επιχειρηματική δραστηριότητα, αναφορικά με τον τόπο, το χρόνο και τις ειδικότερες συνθήκες παροχής της, ακολουθώντας τις δεσμευτικές οδηγίες, εντολές και υποδείξεις του τελευταίου, τελώντας, δηλαδή, ουσιαστικά υπό καθεστώς σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, με συγκεκριμένο ωράριο (απασχολείτο στην πρωϊνή βάρδια), όπως ακριβώς και οι λοιποί υπάλληλοι, που είχαν προσληφθεί και εργάζονταν εκεί, και αντί μηνιαίων αποδοχών, που ανέρχονταν στο ποσό των 1.200 ευρώ, ο δε ενάγων ήταν αυτός που διαχειριζόταν και εκμεταλλευόταν στην πραγματικότητα την επιχείρηση, που είχε τυπικά μισθώσει ο εναγόμενος, πλην, όμως, στην πραγματικότητα για λογαριασμό του, λαμβάνοντας κάθε απόφαση επί του συνόλου των θεμάτων, που αφορούσαν τη λειτουργία της, καθώς και το σύνολο των κερδών της, και όχι μόνο τα αναλογούντα στο ποσοστό συμμετοχής του στην αφανή εταιρία, ενώ ουδέποτε προβλήθηκε από τον εναγόμενο, ο οποίος εισέπραττε μόνον το μισθό του ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του, αξίωση επί των κερδών αυτών, παρότι, βέβαια, διασφαλιζόταν και αυτός με τη σειρά του για την καταβολή του μισθού του από τον ενάγοντα με το ανωτέρω συμφωνητικό, το οποίο προέβλεπε ποσοστό συμμετοχής του 15% στην αφανή εταιρία, έχοντας δυνάμει τούτου τη δυνατότητα να διεκδικήσει απ’αυτόν, ως διαχειριστή της εταιρίας, τυχόν οφειλόμενες αποδοχές υπό μορφήν κερδών εκ της συμμετοχής του ως εμφανής εταίρος της. Αποδείχθηκε επίσης ότι μετά την πάροδο δύο (2) ετών, ο εναγόμενος, τυπικά μισθωτής του περιπτέρου, αλλά ουσιαστικά εργαζόμενος σ’αυτό με εργοδότη τον ενάγοντα, κατόπιν υπόδειξης και πάλι του τελευταίου, που στην πραγματικότητα διαχειριζόταν αυτό, δυνάμει του από 30.11.2010 ιδιωτικού συμφωνητικού, φέρεται να μεταβιβάζει στους προαναφερθέντες …… και …………., με τους οποίους ο ενάγων ήδη συνεργαζόταν στενά και επί μακρόν χρονικό διάστημα στην από κοινού εκμετάλλευση άλλων περιπτέρων, που έκαστος εξ αυτών είχε μισθώσει ως φυσικό πρόσωπο, αλλά και σε παρεμφερείς επιχειρήσεις, τις οποίες εκμεταλλεύονταν νομικά πρόσωπα, στα οποία άπαντες αυτοί συμμετείχαν ως εταίροι, κατά τα προεκτεθέντα, ποσοστό 85% της ανωτέρω επιχείρησης, και συγκεκριμένα στον μεν πρώτο ποσοστό 50% και στο δεύτερο ποσοστό 35% αντίστοιχα, ήτοι το ποσοστό, που με το προηγούμενο συμφωνητικό φέρεται να πωλεί στο ενάγοντα, αντί τιμήματος, που επίσης δεν προσδιορίζεται στο συμφωνητικό, πλην, όμως, αναφέρεται ως πλήρως και ολοσχερώς καταβληθέν, και, επιπροσθέτως, δυνάμει του ιδίου συμφωνητικού, συνιστάται μεταξύ τους αφανής εταιρία, με σκοπό την εκμετάλλευση του περιπτέρου αυτού, εμφανή εταίρο τον εναγόμενο και αφανείς τους άλλους δύο, οι οποίοι και ορίσθηκαν διαχειριστές επί όλων των θεμάτων, που άπτονται της λειτουργίας του. Μάλιστα, και σ’αυτό, όπως και στο προηγούμενο ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων, αναφορικά με τη ρύθμιση των προς τα έσω σχέσεων των εταίρων, ρητά ορίζεται ότι προς τους τρίτους η διαχείριση θα γίνεται μεν από τον εμφανή εταίρο, ο οποίος, όμως, θα δεσμεύει την εταιρία διά των ενεργειών του, μόνον εφόσον αυτές εγκριθούν από τους αφανείς εταίρους και στην πραγματικότητα διαχειριστές της. Επομένως, και με τη συμφωνία αυτή αποκλείσθηκε ο εναγόμενος, παρότι μισθωτής, από τη λήψη αποφάσεων, που αφορούσαν στη διαχείριση και εκμετάλλευση του περιπτέρου, οι οποίες ορίσθηκε ότι θα ασκούνται αποκλειστικά από τους άλλους δύο. Αποδείχθηκε επίσης ότι και για την προαναφερθείσα μεταβίβαση, που αποτέλεσε επιχειρηματική απόφαση αποκλειστικά του ενάγοντος, ο οποίος στην πραγματικότητα διαχειριζόταν το περίπτερο, που ο εναγόμενος είχε μισθώσει στο όνομά του μεν, αλλά ουσιαστικά για λογαριασμό του ενάγοντος, αφού δεν επιτρεπόταν σ’αυτόν να το μισθώσει, όντας ήδη μισθωτής άλλου περιπτέρου, προκειμένου να συνεργασθεί άτυπα στην εκμετάλλευσή του με τους ήδη στενούς του συνεργάτες σε όμοιες και παρεμφερείς δραστηριότητες και πρόσωπα της απολύτου εμπιστοσύνης του ….. και ….., όπερ επίσης δεν επιτρεπόταν, καθώς κατά τον ανωτέρω χρόνο μισθωτής άδειας εκμετάλλευσης περιπτέρου μπορούσε να είναι μόνο φυσικό πρόσωπο, και απαγορευόταν η προς τούτο σύσταση εταιρίας, όπως ήδη έπρατταν αυτοί αναφορικά με άλλα περίπτερα και μοιράζονταν τα κέρδη και τα έξοδα από τη λειτουργία τους, κατά καταστρατήγηση των σχετικών διατάξεων, δεν εισπράχθηκε τίμημα από τον εναγόμενο, ο οποίος μάλιστα συνέχισε να εργάζεται υπό τους αυτούς όρους και συνθήκες, όπως και στο παρελθόν, ως υπάλληλος, στην εν λόγω επιχείρηση, τα κέρδη της οποίας, όμως, διανέμονταν πλέον μεταξύ των ανωτέρω προσώπων και δεν περιέρχονταν αποκλειστικά στον ενάγοντα, μεταξύ των οποίων, άλλωστε, επιμερίζονταν και οι ζημίες. Εξάλλου, εν γνώσει απάντων των ανωτέρω και πάλι κατόπιν υπόδειξής τους,  ο εναγόμενος, ως τύποις μισθωτής του περιπτέρου,  συμμορφωθείς στην απόφασή τους, με το από 21.11.2013 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασε την επιχείρηση στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………….», αντί του ποσού των 165.000 ευρώ, διά της παράδοσης επιταγών, που εκδόθηκαν σε διαταγήν του, πλην όμως τελικά δεν πληρώθηκαν, αλλά παρακρατήθηκαν από την αγοράστρια εταιρία, μέχρι την αποπληρωμή απαιτήσεων άλλων εταιριών συμφερόντων του Διευθύνοντος Συμβούλου της …….. από την πώληση προς τα περίπτερα, που εκμεταλλευόταν ο ενάγων από κοινού μετά των συνεργατών του, καπνικών και ζαχαρωδών προϊόντων. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, ο αγωγικός ισχυρισμός ότι ο εναγόμενος εξαπάτησε τον ενάγοντα, παριστώντας του ψευδώς, ότι η ανωτέρω επιχείρηση περιπτέρου, που είχε ο ίδιος μισθώσει, θα του απέφερε σημαντικά κέρδη, εάν επένδυε σ’αυτό, καθώς βρισκόταν σε πολυσύχναστο σημείο, ότι επρόκειτο περί επενδυτικής ευκαιρίας, και ότι μόνος του δεν είχε τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει εξ ιδίων την εκμετάλλευσή του, με αποτέλεσμα να τον παραπλανήσει και να προβεί στην αγορά του ποσοστού του 85% της εν λόγω επιχείρησης, αντί του ποσού των 75.000 ευρώ, και να συστήσουν μαζί αφανή εταιρία, έχοντας, όμως, εκ των προτέρων ειλημμένη την πρόθεση της μη εκπλήρωσης των υποσχέσεών του, αλλά προτιθέμενος εξαρχής να εισπράξει το ποσό του τιμήματος από τον ενάγοντα και να το ενθυλακώσει, χωρίς να του αποδώσει οποιοδήποτε κέρδος από τη λειτουργία του περιπτέρου, και να μεταβιβάσει στη συνέχεια για δεύτερη φορά το ίδιο ποσοστό σε άλλα πρόσωπα με μεγαλύτερο τίμημα, όπερ και έπραξε πωλώντας αυτό μετά την πάροδο δύο ετών, στους …. και ….., εν αγνοία τόσο του ενάγοντος, όσο και των νέων αγοραστών, αντί του ποσού των 110.000 ευρώ, εν γνώσει της αναληθείας των ανωτέρω παραστάσεών του, και με σκοπό πορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους, που τελικά ανήλθε στο προαναφερθέν ποσό των 75.0000 ευρώ, με ισόποση περιουσιακή ζημία του ενάγοντος, απορριπτέος τυγχάνει ως αναπόδεικτος. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου επιρρωνύεται ιδίως από το γεγονός ότι για την καταβολή του ποσού των 75.000 ευρώ, που κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, εισπράχθηκε από τον εναγόμενο ως τίμημα για την πώληση και μεταβίβαση προς τον εξαπατηθέντα ενάγοντα του ποσοστού του 85% της επιχείρησης του περιπτέρου, και ζητείται με την αγωγή να επιδικασθεί σ’αυτόν ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, που υπέστη από τη σε βάρος του επικαλούμενη αδικοπρακτική (απατηλή) συμπεριφορά του εναγομένου, ουδέν έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο προσκομίζεται από τον ενάγοντα, που φέρει το δικονομικό βάρος απόδειξης της ιστορικής βάσης της αγωγής του, μεταξύ δε των επιμέρους στοιχείων της και  αυτών της πρόκλησης της ζημίας του από την αδικοπραξία, και του συγκεκριμένου ύψους της, όπερ ουδόλως συνάδει με την κοινή πείρα και λογική, αλλά και τα συναλλακτικά ήθη, δηλαδή ένας έμπειρος επιχειρηματίας, όπως είναι αυτός, δραστηριοποιούμενος επαγγελματικά επί σειρά ετών στο χώρο της διαχείρισης και εκμετάλλευσης περιπτέρων και γνώστης της οικείας αγοράς, να καταβάλει ένα τόσο σημαντικό χρηματικό ποσό σε κάποιο άλλο πρόσωπο, το οποίο δε γνωρίζει και με το οποίο ουδέποτε έχει συνεργασθεί στο παρελθόν, χωρίς να μεριμνήσει, για τη δική του εξασφάλιση και κατοχύρωση, να λάβει από τον εισπράξαντα σχετική εξοφλητική απόδειξη, ουδείς δε εκ των εξετασθέντων μαρτύρων του ενάγοντος, στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, ή της σχηματισθείσης σε βάρος του εναγομένου ποινικής δικογραφίας, έχει ίδιαν και προσωπική αντίληψη περί του γεγονότος της καταβολής στον εναγόμενο του αιτουμένου χρηματικού ποσού, αλλά απλώς μεταφέρουν όσα πληροφορήθηκαν περί αυτού από τον ίδιο τον ενάγοντα, καθώς και από το ότι είναι επίσης λογικά ανακόλουθο ο οιοσδήποτε, που με το πρόσχημα της αναζήτησης χρηματοδότη μίας επιχειρηματική δραστηριότητας, την οποία, όπως ισχυρίζεται, δε μπορεί να ασκήσει μόνο με ίδια κεφάλαια, έχει εξαρχής ειλημμένη την πρόθεση να παραπλανήσει με ψευδείς παραστάσεις τον επενδυτή, με σκοπό πορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους, και να παρακρατήσει τα καταβληθέντα απ’αυτόν για τη συμμετοχή του στην επιχείρηση χρήματα, χωρίς να του αποδώσει κέρδος, αλλά να μεταβιβάσει σε άλλους στη συνέχεια το ίδιο ποσοστό, που έχει ήδη πωλήσει στον εξαπατηθέντα, να συνιστά μαζί του αφανή εταιρία, στην οποία προβλέπεται ρητά ότι το θύμα της απάτης θα είναι ο μοναδικός διαχειριστής, που θα αποφασίζει από μόνος του επί όλων των θεμάτων, που άπτονται της λειτουργίας της επιχείρησης, διότι στην περίπτωση αυτή θα ήταν εύλογο και αναμενόμενο, προκειμένου να διευκολυνθεί στην επίτευξη των έκνομων σχεδίων του, να επιδιώξει να διατηρήσει ο ίδιος, κατ’αποκλεισμό του εξαπατηθέντος, τον απόλυτο έλεγχο της εταιρίας, χωρίς εμπλοκή και ανάμειξη του συνεταίρου του, προκειμένου να περιορισθεί ο κίνδυνος αποκάλυψης της απάτης του. Μάλιστα τα αναφερόμενα στην από 30.9.2013 εξώδικη δήλωση του ενάγοντος και του ………. στον  εναγόμενο, που του επιδόθηκε στις 14.10.2013, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……./14.10.2013 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ….., περί εξαπάτησης αμφοτέρων απ’αυτόν λόγω μεταβίβασης στο ….. και στο ………, αντί του ποσού των 110.000 ευρώ, του ιδίου ποσοστού επί της επιχείρησης του περιπτέρου, που είχε προηγουμένως ο ίδιος μεταβιβάσει στον ενάγοντα με τίμημα 75.000 ευρώ, διαψεύδονται κατηγορηματικά από την δοθείσα στο πλαίσιο της σχηματισθείσης σε βάρος του εναγομένου ποινικής δικογραφίας ένορκη κατάθεση του ……., Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρίας «……..», στην οποία μεταβιβάσθηκε στη συνέχεια με το από 21.11.2013 ιδιωτικό συμφωνητικό από τον εναγόμενο, μισθωτή του περιπτέρου, η ανωτέρω επιχείρηση στο σύνολό της, ο οποίος σαφώς αναφέρεται σε συνεργασία μεταξύ ενάγοντος, εναγομένου και ……… στην εκμετάλλευση – μεταξύ άλλων – και του εν λόγω περιπτέρου, χωρίς να προσδιορίζει επακριβώς τη φύση της, και σε γνώση του ενάγοντος περί της συγκεκριμένης μεταβίβασης στην προαναφερθείσα εταιρία, που εκπροσωπούσε, όπερ καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι, όπως καταθέτει, τόσο ο ενάγων, όσο και ο ………, συμμετείχαν στη συμφωνία για τον τρόπο αποπληρωμής από την εταιρία του τιμήματος της πώλησης της επιχείρησης, που προέβλεπε ειδικότερα ότι οι επιταγές, οι οποίες εκδόθηκαν προς τούτο από την αγοράστρια, σε διαταγήν του εναγομένου, με τον οποίο τυπικά συμβλήθηκε η ………, δεν θα παραδοθούν σ’αυτόν, ώστε να εισπραχθούν, αλλά θα παρεμείνουν στην κατοχή της εταιρίας, μέχρι την εξόφληση οφειλών των ανωτέρω προσώπων από την πώληση προς αυτούς από άλλες εταιρίες, επίσης συμφερόντων του …., καπνικών και ζαχαρωδών προϊόντων για την εξοπλισμό άλλων περιπτέρων σε διαφορετικές περιοχές, στην εκμετάλλευση των οποίων οι διάδικοι, ο ……, και ο μη διάδικος …….. άτυπα, και κατά καταστρατήγηση των σχετικών απαγορευτικών διατάξεων της τότε ισχύουσας νομοθεσίας, συνεργάζονταν. Εκ των προεκτεθέντων σαφώς συνάγεται ότι η μεταβίβαση του ποσοστού του 85% του περιπτέρου από τον εναγόμενο στους ….. και …., στενούς επί σειρά ετών συνεργάτες του ενάγοντος, με τους οποίους ο τελευταίος συναποφάσιζε επί όλων των θεμάτων, που αφορούσαν τη λειτουργία των περιπτέρων, τα οποία άπαντες οι ανωτέρω από κοινού εκμεταλλεύονταν άτυπα, και την εν γένει άσκηση της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, ήταν οπωσδήποτε εν γνώσει αυτού, ο οποίος μαζί με τον …. συμμετείχε και στη συμφωνία για τη μεταβίβαση ακολούθως της επιχείρησης στην ………., και δεν έλαβε χώρα εν κρυπτώ και εν αγνοία του, στο πλαίσιο της εξαπάτησής του από τον εναγόμενο, προκειμένου να πορισθεί ο τελευταίος παράνομο περιουσιακό όφελος, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων με την αγωγή του, επικαλούμενος, ωσαύτως, πλήρη άγνοια και για την πώληση της επιχείρησης αυτής προς την ανωτέρω εταιρία, αλλά αποτέλεσε κοινή επιχειρηματική απόφαση του ιδίου και των επί μακρόν συνεργατών του. Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι κατά του εναγομένου, κατόπιν έγκλησης του ενάγοντος και του …. …., ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος, για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατά συρροή, με συνολικό όφελος και ζημία, που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, σε βάρος των ανωτέρω εγκαλούντων, της αποδιδομένης σ’αυτόν κατηγορίας ειδικότερα συνισταμένης στα ίδια πραγματικά περιστατικά, που αποτελούν την ιστορική βάση της κρινόμενης αγωγής, επί της οποίας (ανωτέρω αξιόποινης πράξης), μετά τη διενέργεια κύριας ανάκρισης, που περατώθηκε νόμιμα, εκδόθηκε το υπ’αριθμ. 2859/2015 – ήδη αμετάκλητο – βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του εναγομένου για την πράξη αυτή, διότι έγινε δεκτό ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του στο ακροατήριο του καθ’ύλην και κατά τόπον αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος, κατά το οποίο η επ’αυτής υπόθεση μεταβιβάσθηκε ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου μετά την παραδοχή τυπικά και κατ’ουσίαν της από  10.11.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./14.11.2016 και ………/3.3.2017) έφεσης του ερημοδικασθέντος εναγομένου, ν’απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, εφόσον η ιστορική της βάση δεν αποδείχθηκε, αλλά αντίθετα αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος δεν τέλεσε την επικαλούμενη στο δικόγραφο αυτής αδικοπραξία (απάτη) σε βάρος του ενάγοντος. Η δικαστική δαπάνη του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας θα επιβληθεί σε βάρος του εναγομένου λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ). Τέλος, εφόσον  αποδείχθηκε ότι δεν υφίσταται απαίτηση από αδικοπραξία του ενάγοντος κατά του εναγομένου, το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του τελευταίου πρέπει ν’απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, επίσης απέρριψε το αίτημα αυτό ως κατ’ουσίαν αβάσιμο, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε, και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με το μοναδικό λόγο της ένδικης από 12.9.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ. ……./10.10.2016 και ………/10.10.2016) έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων, και, συνακόλουθα και της έφεσης αυτής στο σύνολό της. Η δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου της ανωτέρω έφεσης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε απ’αυτόν με τις προτάσεις του σχετικό αίτημα, θα επιβληθεί σε βάρος του εκκαλούντος της ίδιας έφεσης λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ). Τέλος, για τον ίδιο λόγο, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα της έφεσης αυτής παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις α) από 12.9.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../10.10.2016 και ……/10.10.2016) έφεση και β) από 10.11.2016 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………/14.11.2016 και ………/3.3.2017) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 766/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 12.9.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./10.10.2016 και ……../10.10.2016) έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου της ανωτέρω έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος της έφεσης αυτής τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την από 10.11.2016 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ……../14.11.2016 και ………/3.3.2017) έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης αυτής στον καταθέσαντα εκκαλούντα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, πλην του κεφαλαίου αυτής, που αφορά την απόρριψη του αιτήματος της από 30.12.2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…../13.1.2014) αγωγής περί απαγγελίας σε βάρος του εναγομένου προσωπικής κράτησης.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της ανωτέρω αγωγής κατά το προαναφερθέν μέρος.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ενάγοντος τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις   19-4-2018, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ