Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 238/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης  238/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 26.1.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../27.1.2017 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/27.3.2017 έφεση του εκκαλούντος, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.1019/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 19.12.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../20.12.2013 αγωγή του σε βάρος των εναγομένων ήδη εφεσιβλήτων εταιρειών, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513 παρ. 1 περ. β΄, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία του ενάγοντος στις 29-12-2016, στην πληρεξούσια δικηγόρο των εναγομένων εταιρειών, συντασσομένης της υπ’αριθμ……/29-12-2016 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …….., που προσκομίζεται από τον εκκαλούντα, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 27-1-2017, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Ο ενάγων ……….. στην από 19.12.2013 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και απασχολήθηκε κατά τα χρονικά διαστήματα από 9.12.2011 έως 31.10.2012 και από 15.11.2012 έως 7.1.2013 στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «ΙΛ», εφοπλισμού της δεύτερης εναγομένης εταιρείας και κυριότητας της πρώτης εναγομένης, κατά το πρώτο διάστημα ναυτολόγησης του, πλοιοκτησίας δε της πρώτης εναγομένης από 1.11.2012 και εντεύθεν, το οποίο διενεργούσε τους αναφερόμενους πλόες, όπως αναλυτικά παρατίθενται στο δικόγραφο, ενώ παρέμεινε ελλιμενισμένο κατά την διάρκεια της δεύτερης ναυτολόγησης του, αντί του προβλεπομένου από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίου μισθού και ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 31.10.2012 πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, επί 14 ώρες, χωρίς να λαμβάνει ολόκληρη τη νόμιμη αμοιβή του, ούτε εκείνη, που κανονικά του αναλογούσε, λόγω της εκτέλεσης των αναφερομένων δρομολογίων «εξπρές», ενώ δεν έλαβε ούτε ολόκληρα τα ποσά που εδικαιούτο για αναλογία δώρου εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα 2012 και για αποζημίωση αδείας του έτους 2012, επιπλέον του οφείλεται μέρος των δεδουλευμένων αποδοχών της περιόδου από 1.12.2012 έως 7.1.2013. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε ο ενάγων, όπως παραδεκτά περιόρισε το αρχικώς εξ ολοκλήρου καταψηφιστικό αγωγικό του αίτημα σε εν μέρει αναγνωριστικό: α)  να υποχρεωθούν οι εναγόμενες εις ολόκληρον, η πρώτη, ως κυρία του πλοίου και η δεύτερη ως εργοδότης του και εφοπλιστής, να του καταβάλουν το συνολικό χρηματικό ποσόν των δεκαέξι χιλιάδων επτακοσίων δώδεκα ευρώ και ενενήντα λεπτών (16.712,90 €) ευρώ για υπερωριακή αμοιβή, δρομολόγια εξπρές και επιδόματα εορτών, επιπλέον δε να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη, ως πλοιοκτήτρια, να του καταβάλει το ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων και είκοσι επτά λεπτών (2.300,27) ευρώ, για δεδουλευμένες αποδοχές, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά και β) να αναγνωρισθεί ότι οφείλουν επιπλέον να του καταβάλουν εις ολόκληρον το συνολικό ποσό των 4.171,20 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αποζημίωση αδείας, με το νόμιμο τόκο από την απόλυση του, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη και νόμιμη, την έκανε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν και αφενός υποχρέωσε τις εναγόμενες εις ολόκληρον, την πρώτη μέχρι την αξία και δια του ένδικου πλοίου, να του καταβάλουν το συνολικό χρηματικό ποσόν των χιλίων εξακοσίων είκοσι και δύο λεπτών (1.620,02 €) ευρώ, αφετέρου δε αναγνώρισε την εις ολόκληρον υποχρέωση τους να του καταβάλουν το ποσό των 4.171,20 ευρώ, ενώ υποχρέωσε την πρώτη εναγομένη να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των 2.300,27 ευρώ, για τις αντίστοιχες προαναφερθείσες αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση του ο ενάγων, ως προς τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης του, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή της.

ΙΙΙ. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1,13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ.1 της ΥΑ 3525.1.5.2/01/2011 «περί κύρωσης της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2011» (ΦΕΚ Β’ 1070/31-5-2011) που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση,  ορίζονται τα ακόλουθα : « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλώ και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής : Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ». Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην  ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα αμοιβών από 1-1-2011 μέχρι 31-12-2011, ορίστηκαν, προκειμένου περί θαλαμηπόλου, τα ακόλουθα : Ο βασικός μηνιαίος μισθός  στο ποσό των  1.157,99 ευρώ και το επίδομα Κυριακής στο ποσό των 254,76 ευρώ  και συνολικά  στο ποσό των 1.412,75 ευρώ (άρθρο 1 ) , το αντίτιμο τροφής στο ποσό των 19,21 ευρώ ( άρθρο 3), το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας  στο ποσό των 35,22  ευρώ (άρθρο 8 παρ.13), επίδομα ιματισμού 56,50 ευρώ (άρθρο 5). Η υπερωριακή αμοιβή κατά βαθμό, ειδικότητα και ωρομίσθιο του άρθρου 13 παρ.6 περ.Θ3 της παραπάνω Υ.Α: 8,37 € (με προσαύξηση 25%), 10,04 € (με προσαύξηση 50%). Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50%  (ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34 351).

  1. IV. Από την υπ’αριθμ…../17.9.2014 έκθεση ενόρκων βεβαιώσεων, του ……… και του …… ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που συντάχθηκε με την επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρον 671 παρ. 1 ΚΠολΔ, κλήτευσης των εναγομένων- εφεσιβλήτων (υπ’ αριθ….. και …./16.9.2014 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Χανίων, ………..) και την υπ’αριθμ…../10.2014 ένορκη βεβαίωση του ………, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που συντάχθηκε με την επιμέλεια των εναγομένων-εφεσιβλήτων, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρον 671 παρ. 1 ΚΠολΔ, κλήτευσης του ενάγοντος- εκκαλούντος (υπ’ αριθ…../14.10.2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει της από 9.12.2011 συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά, μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», που είχε τον εφοπλισμό, την διαχείριση και εκμετάλλευση του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου «ΙΛ», με αριθμό νηολογίου Αγίου Νικολάου …., κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 7.505,05, κυριότητας της πρώτης εναγομένης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας «……..» και του ενάγοντος, ………, απογεγραμμένου ναυτικού, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε αυθημερόν, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του από 9.12.2011 μέχρι 31.10.2012, που απολύθηκε στον λιμένα του Πειραιώς, με κοινή συμφωνία των συμβληθέντων μερών. Στη συνέχεια και αφότου τον εφοπλισμό του πλοίου από 1.11.2012 ανέλαβε η πρώτη εναγομένη, στις 15.11.2012 καταρτίστηκε μεταξύ αυτής με την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας και του ενάγοντος ναυτικού νέα σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, βάσει της οποίας αυτός ναυτολογήθηκε αυθημερόν και απασχολήθηκε στο εν λόγω πλοίο, ως θαλαμηπόλος, από 15.11.2012 μέχρι 7.1.2013, οπότε απολύθηκε στον λιμένα Πειραιώς με αμοιβαία συναίνεση. Στις εργασιακές αυτές συμβάσεις συνομολογήθηκε ο ενάγων να λαμβάνει τον προβλεπόμενο από την ισχύουσα ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίο μισθό. Κατά τον χρόνο σύναψης τους, τις πάσης φύσεως αποδοχές του ενάγοντος ρύθμιζε η από 31.3.2011 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2011, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.1.5.2/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 1070/31.5.2011), δεδομένου ότι η από 6-6-2013 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2013, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.1.1.5/01/2013 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ Β’ 2079/26-8-2013), άρχισε να ισχύει μετά την απόλυση του.

Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια της πρώτης ναυτολόγησης του ενάγοντος και ιδίως κατά το κρίσιμο αγωγικό διάστημα από 1.1.2012 έως 31.10.2012, το εν λόγω πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά (κυρίως κυκλικά)  δρομολόγια με αναχώρηση από τον Πειραιά στις 18.00 με τελικό προορισμό στον λιμένα Βαθύ της Σάμου, όπου κατέφθανε στις 8.30 της επόμενης ημέρας, με ενδιάμεσες καταπλεύσεις σε μικρότερα νησιά και λιμένες, ήτοι στην Σύρο, στον Εύδηλο, στον Άγιο Κήρυκο, στους Φόυρνους, στο Καρλόβασι και αναχώρηση από το Βαθύ στις 18.00 της ίδιας ημέρας με επιστροφή στον Πειραιά στις 8.30 της επομένης μέσω των ίδιων λιμένων αντιστρόφως. Ειδικότερα, κατά τα Σάββατα, παρεκτός των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου 2012, το πλοίο διανυκτέρευε στον λιμένα Βαθύ και απέπλεε για τον Πειραιά την επομένη ημέρα Κυριακή στις 18.00. Ειδικότερα, ο ενάγων κατά το ανωτέρω διάστημα ναυτολόγησης του, απασχολούνταν καθημερινά με τα ανατεθέντα σ’ αυτόν από τον προϊστάμενο αρχιθαλαμηπόλο καθήκοντα τα συναφή με την ειδικότητα του και, συγκεκριμένα ήταν υπεύθυνος για τον καθαρισμό, την τακτοποίηση των κλινοσκεπασμάτων και τον ευπρεπισμό συγκεκριμένου αριθμού καμπινών του πλοίου, αλλά και την καθαριότητα των κοινοχρήστων εσωτερικών χώρων του πλοίου (διαδρόμων, σαλονιών, κλιμάκων κ.λπ.).  Επιπλέον απασχολείτο στην υποδοχή των επιβατών κατά την επιβίβαση τους, την τακτοποίηση αυτών στις  θέσεις τους ή τις καμπίνες του πλοίου και την αποβίβαση τούτων, καθώς επίσης στο εστιατόριο “self service” των επιβατών του πλοίου,  επιμελείτο δε για την προετοιμασία του χώρου, την εξυπηρέτηση των πελατών, ενίοτε στην θέση του ταμείου και ακολούθως την τακτοποίηση και καθαρισμό των τραπεζιών, που λάμβανε χώρα καθ’ όλη την διάρκεια λειτουργίας του και αμέσως μετά το κλείσιμο του. Πέραν τούτων, εκτελούσε καθήκοντα αποθηκάριου και ήταν επιφορτισμένος με την φύλαξη και την προμήθεια στους θαλαμηπόλους των αναγκαίων κλινοσκεπασμάτων, ειδών υγιεινής και καθαρισμού για την τακτοποίηση και τον εξοπλισμό των καμπινών του πλοίου και με την παραλαβή, καταμέτρηση και συσκευασία του χρησιμοποιημένου ιματισμού, για τους σκοπούς δε αυτούς η αποθήκη παρέμενε ανοικτή τουλάχιστον τρεις ώρες μετά τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, καθόσον τότε ελάμβαναν χώρα πιο εκτεταμένες και εξειδικευμένες εργασίες καθαρισμού των καμπινών και των κοινόχρηστων χώρων του πλοίου.  Ο ενάγων εκτελούσε τις ως άνω εργασίες, καθημερινώς συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της καθορισμένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης των δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο. Έτσι, ο ενάγων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών.  Σημειωτέον, ότι η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των προβλεπομένων ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον αυτή  αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, ακόμη και όταν προσλαμβάνονταν έκτακτο προσωπικό με την συγκεκριμένη ειδικότητα για κάλυψη των αυξημένων λειτουργικών αναγκών του πλοίου κατά το θέρος, γεγονός άλλωστε που καταδεικνύει αυτήν την αναγκαιότητα και επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτόν από την εναγομένη ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του απασχόληση, όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας και όπως συνομολογείται  από την εναγομένη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης εκ προοιμίου της ανάγκης υπερωριακής εργασίας του. Για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατέθεσαν ενόρκως, τόσο ο μάρτυρας της εναγομένης, …….., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, συντασσόμενης της υπ’αριθμ……/2014 ένορκης βεβαίωσης, ως  προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος του εν λόγω πλοίου κατά το χρόνο ναυτολόγησης του ενάγοντος, όσο και οι δύο μάρτυρες του ενάγοντος, …….., που συνυπηρέτησε κατά μικρό χρονικό διάστημα με τον ενάγοντα στο επίδικο πλοίο, ως ναύτης και ……, που υπηρετούσε κατά το κρίσιμο διάστημα στο ακτοπλοϊκό επιβατηγό πλοίο «Ε.» της …….., θυγατρική της οποίας είναι η πρώτη εναγομένη ναυτιλιακή εταιρεία, συντασσομένης της υπ’αριθμ…../2014 έκθεσης ενόρκων βεβαιώσεων, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά. Οι μαρτυρίες των ανωτέρω προσώπων διαφοροποιούνται ως προς την παροχή υπερωριακής εργασίας από τον ενάγοντα, μάλιστα σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρος της εναγομένης, η απασχόληση τούτου υπολείπονταν ακόμη και του κανονικού ωραρίου εργασίας, χωρίς όμως να δικαιολογείται συνάμα η απόληψη κατ’αποκοπή αμοιβής για υπερωρίες, λαμβάνονται δε αυτές υπόψη  κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως καθενός και συνεκτιμώνται ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής.

Από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου και τις ανάγκες λειτουργίας του, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο και μικρότερη τη χειμερινή, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά το πρώτο επίδικο χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του, ήταν έντεκα (11) ώρες και όχι δεκατέσσερις (14), όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται ο τελευταίος. Το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγομένη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 768/2003, ΕφΠειρ 1/2003, ΕφΠειρ 778/2001 αδημ.). Εξάλλου, ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από τις εναγόμενες και επαναφέρεται με τις παρούσες προτάσεις τους, ότι καθ’ όλη την διάρκεια, που ο ενάγων επαναυτολογούνταν στο εν λόγω πλοίο της, ουδέποτε εξέφρασε παράπονο  σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσης του, αν διαμαρτυρόταν, άλλωστε τούτο δεν συνεπάγεται σιωπηρή παραίτηση  του ενάγοντος από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νομιμά δικαιώματα του που πηγάζουν  είτε από τον νομό είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατωτέρα όρια προστασίας είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο ενάγων παρείχε κατά τις καθημερινές και Κυριακές τρεις (3) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες έντεκα (11) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων του μεν αγωγικού ισχυρισμού, ως προς το υπερβάλλον, του δε ισχυρισμού των εναγόμενων, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, προκειμένου να καλύπτεται ενδεχόμενη υπερωριακή του εργασία, δηλαδή πέραν των οκτώ (8) ωρών, καθ’ όλες τις ημέρες, καθημερινές και εργάσιμες, Κυριακές, Σάββατα και αργίες, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργάζονταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί εννέα (9) ώρες, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και, ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο πρώτος λόγος της κρινόμενης έφεσης του ενάγοντος, ως κατ’ουσίαν βάσιμος.

Υπό  τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της οικείας εφαρμοζόμενης συλλογικής συμβάσεως εργασίας, ο ενάγων που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό των 8,37 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 10,04 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα. Κατά συνέπεια, ο ενάγων για το κρίσιμο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του από 1.1.2012 μέχρι και 31.10.2012 δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: α) για υπερωριακή αμοιβή 209 καθημερινών και 41 Κυριακών, ήτοι 250 ημέρες Χ 3 ώρες υπερωρίας =  750 ώρες Χ 8,37 ευρώ το ωρομίσθιο =  6.277,50 ευρώ και β) για υπερωριακή αμοιβή 43 Σαββάτων και 12 αργιών, δηλαδή συνολικά 55 ημέρες Χ 11 ώρες υπερωρίας =  605 ώρες Χ 10,04 το ωρομίσθιο =  6.074,20 ευρώ. Συνολικά, επομένως, ο ενάγων δικαιούνταν να λάβει ως υπερωριακή αμοιβή για το ανωτέρω διάστημα, το ποσό των 12.351,70 ευρώ (6.277,50 ευρώ +  6.074,20 ευρώ). Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε από την δεύτερη εναγομένη το  συνολικό ποσό των 7.058,15 ευρώ, όπως συνομολογεί και προκύπτει από τους πρoσκoμιζόμενoυς λογαριασμούς μισθοδοσίας, οπότε εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 5.293,55 ευρώ κατά παραδοχή μερικώς της ένστασης εξόφλησης των εναγομένων, που επαναφέρεται με τις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως ουσιαστικά βάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι για την κρινόμενη αιτία οφείλεται στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 25,39 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο μερικώς πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης.

  1. V. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14-12-1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7-1-1982), προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό η νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός, τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Μάλιστα, ως τέτοιες παροχές, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α)η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β)η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ)το επίδομα αδείας (με το αντίτιμο τροφής) και οι λοιπές τακτικές παροχές. Επιπλέον, στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, βάσει των οποίων υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών, συμπεριλαμβάνεται και η αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές», όπως και το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον το πλοίο εκτελεί τακτικώς τέτοια δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, υπολογιζομένων κατά μέσο όρο, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’ αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387).

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν συνολικώς στο ποσό των 3.676,74 ευρώ [1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € Χ 30) + 417,30 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών = 1.412,75 € Χ 1/22 = 64,22 € Χ 5 ημέρες = 321,10 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,21 Χ 5) = 96,05 €) + 1.235,17 € μέσος όρος υπερωριών (12.351,70 ευρώ σύνολο αμοιβής υπερωριών κατά το χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος : 10 μήνες)]. Επομένως, ο  ενάγων δικαιούται, ως επιδόματα εορτών, τα ακόλουθα ποσά: α) για επίδομα Πάσχα 2012, το ποσό των 1.838,37 ευρώ ( 3.676,74 ευρώ συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές Χ 1/2), έναντι του οποίου ο ενάγων έλαβε, όπως συνομολογεί και κατά τον βάσιμο ισχυρισμό των εναγομένων,  που προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας, το συνολικό ποσό των 1.081,29 ευρώ, κατά συνέπεια ο ενάγων δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 757,08 ευρώ και β) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2012, που αφορά τα διαστήματα από 1-5-2012 έως 31-10-2012 και από 15-11-2012 έως 31-12-2012, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα, δηλαδή το ποσό των 3.188,47 ευρώ (3.676,74 € μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 294,14 Χ 10,84 δεκαεννιαήμερα), έναντι του οποίου αυτός έλαβε, όπως παραδέχεται, σύμφωνα και με τον σχετικό ισχυρισμό των εναγομένων, που προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του, το ποσό 1.767 ευρώ και συνεπώς, δικαιούται τη προκύπτουσα διαφορά ποσού 1.421,47 ευρώ και συνολικά 2.178,55 ευρώ, δεκτού γενομένου εν μέρει κατ’ουσίαν του προβαλλομένου πρωτοδίκως ισχυρισμού των εναγομένων, που επαναφέρουν ενώπιον του Εφετείου, περί εξόφλησης των ανωτέρω κονδυλίων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλονται στον ενάγοντα για επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων 2012 τα ποσά των 492,93 ευρώ και 963,33 ευρώ αντίστοιχα, λαμβάνοντας, ως μέσο όρο της υπερωριακής αμοιβής, το ποσό των 707,06 ευρώ,   έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον σχετικό εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένου  τούτου, ως αβασίμου, σχετικά με τον συνυπολογισμό στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος του επιδόματος ιματισμού.

VΙ. Από τις διατάξεις του άρθρου 33 της υπ’ αριθ. ΥΑ 3525.1.5.2/01/2011 «περί κύρωσης της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2011» (ΦΕΚ Β’ 1070/31-5-2011), που τιτλοφορείται «Δρομολόγια Εξπρές», συνάγεται ότι: α) σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία (του ΥΕΝΑΝΠ ή ΥΘΥΝΑΛ) και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον 6 ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, εάν δε αυτό κατ’ εξαίρεση δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται στο ως άνω άρθρο (παρ. 1 και 2 αυτού), β) ως δρομολόγια, για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή, θεωρούνται εκείνα, για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ. 3 «δρομολόγια εξπρές»), γ) η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα «εξπρές» δρομολόγια, με την ως άνω έννοια, που αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά – επιβατηγά πλοία, που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 7 του ως άνω άρθρου, βάσει των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου εβδομαδιαίως, τακτικά δε θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, δ) ειδικώς, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολόγια την εβδομάδα (παρ. 5, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της παρ. 3), οι ναυτικοί δηλ. που εργάζονται σε ακτοπλοϊκά επιβατηγά πλοία που έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις και εκτελούν περισσότερα από 5 κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην προαναφερθείσα §7 του άρθρου αυτού, με τη διαφορά ότι ο αριθμός των δρομολογίων εξπρές δεν υπολογίζεται κατά την §4 αλλά κατά τα οριζόμενα στην §5 του ίδιου άρθρου, ε) τέλος, κατ’ εξαίρεση που εισάγεται με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου, οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, έτσι, οι ναυτικοί δεν δικαιούνται την πρόσθετη αυτή αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που εκτελούν πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00 και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, δηλαδή της εξαίρεσης αυτής (επάνοδο στον κανόνα), τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας. Ειδικότερα, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από τον κατάπλου κατά εβδομάδα δια του αριθμού 8, ή το γινόμενο του αριθμού των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου κατά εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το 1/30ο  ή 1/60ο  ή 1/120ο  του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον 12 ώρες ή τουλάχιστον 6 ώρες ή μέχρι 6 ωρών, αντιστοίχως (ΑΠ 259/2014 ΕΝαυτΔ 2014 27, ΕφΠειρ 716/2011 ΕΝαυτΔ 2012 107, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97).

Στην προκείμενη περίπτωση, από τα προεκτεθέντα δρομολόγια, που εκτελούσε το εν λόγω πλοίο, κατά το κρίσιμο διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος και ειδικότερα τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2012 προκύπτει ότι αυτό πραγματοποιούσε λιγότερα από πέντε κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, τα οποία διαρκούσαν πάνω από δώδεκα ώρες το καθένα και επεκτείνονταν και κατά την διάρκεια της νύχτας, με βάση δε τον αναφερόμενο  στους αντίστοιχους μισθοδοτικούς λογαριασμούς του ενάγοντος, που συνέτασσε η δεύτερη εναγομένη, αριθμό των εξπρές δρομολογίων για έκαστο των ανωτέρω μηνών, που αναγνωρίζεται από τις εναγόμενες και αποδέχεται ο ενάγων, εκτελέστηκαν συνολικά 4,21 «εξπρές» δρομολόγια, όσον αφορά την πρώτη περίοδο ναυτολόγησης του. Επομένως, ο ενάγων δικαιούνται πρόσθετης αμοιβής για την εν λόγω αιτία, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 7 σε συνδυασμό με την παράγραφο 5 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, ούτως ώστε η δικαιούμενη αμοιβή για κάθε δρομολόγιο «εξπρές», που πραγματοποιήθηκε, ισούται προς το 1/30ο των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του. Σημειωτέον ότι, στις αποδοχές αυτές, βάσει των οποίων υπολογίζονται, εκτός της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων «εξπρές» και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, όπως προαναφέρθηκε, συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικώς κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές περιλαμβάνεται και η αμοιβή για την ως άνω υπερωριακή εργασία, οι αποδοχές αδείας (με το αντίτιμο τροφής), το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον τακτικώς το πλοίο εκτελεί σχετικά δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’ αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, βλ. Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387).

Ενόψει τούτων, η πρόσθετη αμοιβή για τα ως άνω δρομολόγια «εξπρές», που δικαιούται ο ενάγων ανέρχεται στο συνολικό ποσό των  515,93 ευρώ ( 3.676,74 € Χ 1/30 = 122,55 € Χ 4,21 δρομολόγια «εξπρές»). Έναντι του οφειλομένου ποσού, ο ενάγων έλαβε, όπως συνομολογεί και κατά το σχετικό βάσιμο ισχυρισμό των εναγομένων, το συνολικό ποσό των 303,46 ευρώ και επομένως, δικαιούται την προκύψασα διαφορά ποσού 212,47 ευρώ. Συνεπώς, η ένσταση περί αποσβέσεως της  εν λόγω οφειλής, η οποία επαναφέρεται με τις προτάσεις των εναγομένων-εφεσιβλήτων και αφορά το σχετικό κονδύλιο της αγωγής περί της πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια «εξπρές», πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή, ως ουσιαστικώς βάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι, για την ως άνω αιτία οφείλεται στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 138,37 ευρώ, υπολογίζοντας την αναλογία της υπερωριακής αμοιβής στο ποσό των 707,06 ευρώ, έσφαλε ως προς την  εφαρμογή του νόμου και  την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο εν μέρει δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης του ενάγοντος – εκκαλούντος, απορριπτομένου τούτου, ως αβασίμου, αναφορικά με τον συνυπολογισμό του επιδόματος ιματισμού στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος προς εύρεση της κρινόμενης αμοιβής.

Συνολικά δε, για τις ανωτέρω νόμιμες αιτίες ο ενάγων δικαιούται να λάβει το ποσό των 7.684,57 ευρώ (5.293,55 +  2.178,55  + 212,47 ) και επιπλέον το ποσό των 4.171,2 ευρώ, ως αποζημίωση αδείας έτους 2012 και το ποσό των 2.300,27 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές της μισθολογικής περιόδου πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης από 1.12.2012 έως 7.1.2013, που απολύθηκε, κατά τα μη προσβαλλόμενα κεφάλαια της εκκαλουμένης, ήτοι εν συνόλω 14.156,04 ευρώ. Παρέπεται ότι, ο τρίτος λόγος της έφεσης περί εσφαλμένης επιβολής μέρους των δικαστικών εξόδων σε βάρος των εναγομένων, συνεπεία εσφαλμένης μερικής αντί ολικής παραδοχής της αγωγής, κρίνεται απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

VII. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του δέχθηκε μερικώς την ως άνω αγωγή και υποχρέωσε τις εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 1.620,02 ευρώ, κατά τους σχετικούς  μερικά βάσιμους  αντίστοιχα λόγους της έφεσης του ενάγοντος – εκκαλούντος, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατά τους ανωτέρω λόγους αντίστοιχα, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς όλα τα κεφάλαια της, για την ενότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26 642, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48 1507, Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» εκδ. Ε’ σελ. 430-431 παρ. 1143), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει μερικώς δεκτή, ως και ουσιαστικώς βάσιμη και αφενός να υποχρεωθούν οι εναγόμενες-εφεσίβλητες εις ολόκληρον, η μεν δεύτερη εναγομένη υπό την ιδιότητα της, ως εφοπλίστρια του εν λόγω πλοίου, η δε πρώτη εναγομένη, ως κυρία του πλοίου τούτου, η οποία ευθύνεται εις ολόκληρον με την εφοπλίστρια για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό, μόνον όμως δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, να καταβάλουν στον ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των 7.684,57 ευρώ για υπερωριακή αμοιβή, επιδόματα εορτών 2012 και πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων «εξπρές» και αφετέρου να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται εις ολόκληρον να του καταβάλλουν επιπλέον το ποσό των 4.171,20 ευρώ για αποζημίωση αδείας 2012, περαιτέρω δε να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη, ως πλοιοκτήτρια, να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 2.300,27 ευρώ,  με τον νόμιμο τόκο κάθε επιμέρους ποσού από την επομένη της απόλυσης του στις 7.1.2013. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρο 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος των εναγομένων – εφεσιβλήτων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την ένδικη έφεση τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.1019/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 19.12.2013 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Υποχρεώνει: α) τις εναγόμενες – εφεσίβλητες εις ολόκληρον έκαστη, την μεν πρώτη ευθυνομένη δια του επίδικου πλοίου και μέχρι την αξία του, να καταβάλουν στον ενάγοντα – εκκαλούντα το ποσό των επτά χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα τεσσάρων και πενήντα επτά λεπτών (7.684,57) ευρώ και β) την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα επιπλέον το ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων και είκοσι επτά λεπτών (2.300,27) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενες-εφεσίβλητες υποχρεούνται εις ολόκληρον να καταβάλουν στον ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εκατόν εβδομήντα ενός και είκοσι λεπτών (4.171,20) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Επιβάλλει στις εναγόμενες – εφεσίβλητες μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων ευρώ (1.200 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 13 Απριλίου 2018.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ