Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 362/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 Αριθμός απόφασης 362 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————————–

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά την έννοια του άρθρου 308 παρ.1 του ΚΠολΔ οριστική απόφαση πρωτοβαθμίου ή δευτεροβαθμίου δικαστηρίου είναι εκείνη που περατώνει τη δίκη με απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης ή αβάσιμης, ή παραδοχής της ως βάσιμης, ή παραπομπή της υπόθεσης σε άλλο δικαστήριο λόγω καθ’ύλην ή κατά τόπο αναρμοδιότητας, κατά το άρθρο 46 του ΚΠολΔ και απεκδύει το δικαστή της περαιτέρω εξουσίας του για το σχετικό αγωγικό αίτημα. Κατά την έννοια δε της διάταξης του άρθρου 513 παρ.1 του ΚΠολΔ έφεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στον πρώτο βαθμό: α) Εκείνων που παραπέμπουν την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο λόγω αναρμοδιότητας και β) των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Έτσι, η απόφαση που εκδίδεται κατ’εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 591 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, που ορίζει ότι “αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι’αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία, σύμφωνα με την οποία δικάζεται”, δεν εμπίπτει στο κύκλο των αποφάσεων που υπόκεινται σε έφεση κατά το εδαφ. β΄της πρώτης παραγράφου του άρθρου 513 του ΚΠολΔ, διότι η απόφαση αυτή δεν περατώνει τη δίκη για την αγωγή, αλλά ούτε και στο κύκλο των αποφάσεων που υπόκεινται σε έφεση κατά το εδαφ. α΄ της αυτής παραγράφου του ως άνω άρθρου, διότι το τελευταίο αυτό εδάφιο αφορά μόνον τις αποφάσεις που παραπέμπουν, λόγω αναρμοδιότητας, την υπόθεση σε άλλο δικαστήριο, ενώ εν προκειμένω, το ίδιο επιφυλάσσεται να ερευνήσει την υπόθεση με διάφορη διαδικασία (βλ.σε Βασίλη Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, Ερμηνεία – Νομολογία – Βιβλιογραφία – Ειδικές Διατάξεις, 2015, σελ. 121, υπ’αριθμ.452, επίσης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, 2000, υπό άρθρο 513, αριθμ.4, σελ.903, ΑΠ 1711/1980 ΝοΒ 29.1097, ΑΠ 1170/1978 ΝοΒ 27.906, ΕφΑθ 316/2008 ΕΦΑΔ 2008.1093, ΕφΛαρ 117/2005 Δικογρ. 2005.340, ΕφΑθ 2019/1992 Δ 23.1081, ΕφΠειρ 638/1992 ΑρχΝ 1993.142, ΕφΠειρ 110/1991 ΕΔΠ 1992.315, ΕφΑθ 6348/1988 Δ 20.305, ΕφΑθ 403/1984 ΕλλΔνη 26 (1985).74, ΕφΑθ 11301/1980 Αρμ ΛΕ΄.665). Εξάλλου, εάν ελλείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, στις οποίες περιλαμβάνεται το εκκλητό της εκκαλουμένης απόφασης, τότε το Δικαστήριο απορρίπτει την έφεση αυτή ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως σύμφωνα με το άρθρο 532 του ΚΠολΔ (ΕφΑθ 1265/2007 ΕΦΑΔ 2008.226) Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 1047 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ορίζεται ότι: «Προσωπική κράτηση διατάσσεται, εκτός από τις περιπτώσεις, που ορίζει ρητώς ο νόμος, και για απαιτήσεις από αδικοπραξίες. Η διάρκεια της προσωπικής κράτησης ορίζεται με την απόφαση, έως ένα έτος. Η αγωγή για απαγγελία προσωπικής κράτησης μπορεί να ασκηθεί και αυτοτελώς. Στην περίπτωση αυτή εκδικάζεται κατά το άρθρο 270 και υπάγεται στο μονομελές πρωτοδικείο. Η αγωγή αυτή, όταν ασκείται αυτοτελώς, εισάγεται είτε στο δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας του εναγομένου, είτε στο δικαστήριο που είναι κατά τόπον αρμόδιο για την απαίτηση. Αίτηση απαγγελίας προσωπικής κράτησης που περιέχεται σε αγωγή για την απαίτηση εκδικάζεται κατά τη διαδικασία στην οποία υπάγεται η αγωγή.».Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 513 § 1 περίπτωση β΄εδάφιο τελευταίο του ΚΠολΔ, αν η πρωτόδικη απόφαση είναι εν μέρει οριστική, δεν επιτρέπεται έφεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεών της, πριν εκδοθεί οριστική απόφαση για την όλη δίκη. Ο κανόνας αυτός κάμπτεται στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχει αντικειμενική σώρευση αγωγών στο ίδιο δικόγραφο, και η πρωτόδικη απόφαση είναι οριστική ως προς μία εκ των σωρευομένων αγωγών, μη οριστική δε ως προς άλλη αγωγή. Διότι στην περίπτωση αυτή κατά την οποία ενώνονται σε κοινή διαδικασία περισσότερες έννομες σχέσεις δίκης, που συνδέουν διάφορα υποκείμενα, χωρίς να χάνεται ή να επηρεάζεται η ανεξάρτητη δικονομική θέση του καθένα απέναντι στους λοιπούς, η έναντι κάθε διαδίκου οριστική διάγνωση έχει αυτοτέλεια και η ως προς αυτόν κρίση περατώνει έναντι αυτού τη δίκη. Έκτοτε, συνεπώς, η απόφαση είναι ως προς αυτόν εκκλητή, και πριν ακόμη εκδοθεί οριστική απόφαση έναντι των λοιπών διαδίκων (βλ. σχετ. ΑΠ 204/2013 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η από 14.3.2014  (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …./1.4.2014 και …/…./1.4.2014) έφεση του ενάγοντος κατά της υπ’αριθμ.25/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού), η οποία εκδόθηκε, κατά την τότε ισχύουσα ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ), αντιμωλία απάντων των διαδίκων μερών, επί α) της από 31.5.2011 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/1.6.2011) αγωγής του ανωτέρω εκκαλούντος περί, αφενός μεν αναγνώρισης της υποχρέωσης των τριών πρώτων εναγομένων εταιριών καταβολής προς αυτόν, έκαστη εις ολόκληρον, του συνολικού ποσού των 193.413,64 ευρώ, για απαιτήσεις του, απορρέουσες από σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, που κατήρτισε με την πρώτη εναγόμενη, εφοπλίστρια των αναφερομένων στο δικόγραφο σλεπίου και δεξαμενοπλοίου, κυριότητας των δεύτερης και τρίτης των εναγομένων αντίστοιχα, των τελευταίων ενεχομένων προς αποπληρωμή του οφειλομένου ποσού μόνον διά των συγκεκριμένων περιουσιακών τους στοιχείων και μέχρι της αξίας τους, καθώς, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, πρόκειται περί απαιτήσεων, που προέκυψαν από τον εφοπλισμό τους, και αφορούν σε παρασχεθείσες υπηρεσίες του, επιβοηθητικές της αποκλειστικής εκμετάλλευσης αυτών από την πρώτη εναγόμενη, αφετέρου δε επιδίκασης σ’αυτόν του ποσού των 50.000 ευρώ από τους τέταρτο και πέμπτη των εναγομένων, από τον καθέναν τους εις ολόκληρον, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, που υπέστη, εξαιτίας της σε βάρος του παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς τους, οι οποίοι, ως νόμιμοι εκπρόσωποι ανώνυμης εταιρίας, συνυπέγραψαν, για λογαριασμό του ανωτέρω νομικού προσώπου ως εκδότη, και του παρέδωσαν την επίσης διαλαμβανόμενη στην αγωγή τραπεζική επιταγή, σε διαταγήν της ιδίας εταιρίας, που δεν πληρώθηκε κατά την εμφάνισή της απ’αυτόν, ως τελευταίο νόμιμο κομιστή της με οπισθογράφηση από την εν λόγω εταιρία, ελλείψει επαρκών διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας, πλέον τόκων για αμφότερα τα κονδύλια από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, αλλά και περί απαγγελίας σε βάρος εκάστου των τετάρτου και πέμπτης των εναγομένων προσωπικής κράτησης, διαρκείας έξι (6) μηνών, ως μέσου εκτέλεσης της επί της αγωγής του εκδοθησόμενης απόφασης, λόγω της τελεσθείσας απ’αυτούς αδικοπραξίας – της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, και β) της από 29.3.3012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……./30.3.2012) προσεπίκλησης μετά της σ’αυτήν σωρευομένης παρεμπίπτουσας αγωγής των εναγομένων της ανωτέρω αγωγής προς τον …………, φερόμενο ως δικονομικό τους εγγυητή, υπόχρεο δυνάμει σύμβασης να τους αποζημιώσει σε περίπτωση ήττας τους στην κύρια δίκη, με την οποία ζήτησαν να παρέμβει υπέρ τους στην εν λόγω δίκη, ώστε ν’απορριφθεί η σε βάρος τους ασκηθείσα αγωγή, καθώς και ν’αναγνωρισθεί η υποχρέωσή του να τους καταβάλει, σε περίπτωση παραδοχής της κύριας αγωγής, οποιοδήποτε χρηματικό ποσό τυχόν υποχρεωθούν οι ίδιοι να καταβάλουν στον ενάγοντα κατά κεφάλαιο, τόκους και δικαστική δαπάνη, πλέον τόκων από την καταβολή. Επί των ανωτέρω αγωγής και προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής, κατά τη συζήτηση των οποίων στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ο προσεπικαλούμενος – παρεμπιπτόντως εναγόμενος, εκπροσωπηθείς από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, δεν παρενέβη προσθέτως υπέρ των εναγομένων, αλλά περιορίσθηκε στην απόκρουση της προσεπίκλησης και στην άρνηση της υποχρέωσής του για αποζημίωση των παρεμπιπτόντως εναγόντων, και, συνεπώς δε κατέστη διάδικος στη κύρια δίκη (ΑΠ 1353/2008, ΑΠ 1430/2007, ΑΠ 1365/2005 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν τα εν λόγω δικόγραφα, αφενός μεν η κύρια αγωγή, όσον αφορά τους τέταρτο και πέμπτη των εναγομένων, ως προς τους οποίους ζητήθηκε η καταβολή στον ενάγοντα αποζημίωσης λόγω της τελεσθείσας απ’αυτούς σε βάρος του αδικοπραξίας, ειδικότερα συνισταμένης στην από κοινού έκδοση ακάλυπτης επιταγής, διά της απαγγελίας κατ’αυτών και προσωπικής κράτησης, παραπέμφθηκε, ως εσφαλμένα εισαχθείσα προς συζήτηση κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, σε άλλη συνεδρίαση του ιδίου Δικαστηρίου, προκειμένου να εκδικασθεί κατά την τακτική διαδικασία, που κρίθηκε ως προσήκουσα λόγω του είδους της απαίτησης, όσον αφορά τις δεύτερη και τρίτη των εναγομένων απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ, όσον αφορά την πρώτη εναγόμενη έγινε εν μέρει δεκτή και κατ’ουσίαν, αφετέρου δε η προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη ως προς τους πρώτη, τέταρτο και πέμπτη των προσεπικαλούντων – παρεμπιπτόντως εναγόντων και ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τις δεύτερη και τρίτη των προσεπικαλούντων – παρεμπιπτόντως εναγόντων λόγω της κατ’ουσίαν απόρριψης ως προς αυτές της κύριας αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής ο ενάγων, καθ’ό μέρος αφορά στην αγωγή του, άσκησε ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου την κρινόμενη έφεσή του, την οποία στρέφει εναντίον όλων των εναγομένων, ενώ το κεφάλαιο, που αφορά την προσεπίκληση με την σ’αυτήν σωρευόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή ουδόλως προσβάλλεται με λόγο έφεσης, και, επομένως, δεν έχει μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (συνεπώς, ορθά η ένδικη έφεση δεν απευθύ­νεται και κατά του προσεπικληθέντος και παρεμπιπτόντως εναχθέντος, ούτε απαιτείται αυτός να κληθεί κατά τη συζήτηση της έφεσης, εφόσον δεν άσκησε πρόσθετη παρέμβαση στον πρώτο βαθμό, κατά τα προεκτεθέντα). Ειδικότερα ο εκκαλών με τον πρώτο λόγο της έφεσής του προσβάλλει την εκκαλούμενη απόφαση, κατά το κεφάλαιο, που αφορά τους τέταρτο και πέμπτη των εναγομένων, ως προς τους οποίους, όπως έχει ήδη εκτεθεί, παραπέμθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου προκειμένου να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία, που κρίθηκε ως προσήκουσα, και όχι κατά την τότε ισχύουσα ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά την οποία, όπως επίσης έγινε δεκτό, εσφαλμένα εισήχθη για να συζητηθεί. Συγκεκριμένα η υπόθεση παραπέμθηκε προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία, μόνον κατά το μέρος, που αφορά τους ανωτέρω εναγομένους, και δη ως προς τα αγωγικά αιτήματα περί επιβολής σ’αυτούς της υποχρέωσης καταβολής στον ενάγοντα του ποσού των 50.000 ευρώ, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, που αυτός υπέστη από την σε βάρος του τελεσθείσα αδικοπραξία (από κοινού έκδοση από τους συγκεκριμένους εναγομένους ακάλυπτης επιταγής), αλλά και περί απαγγελίας κατά του καθενός εξ αυτών προσωπικής κράτησης, διαρκείας έξι (6) μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης. Ειδικότερα με την κρινόμενη έφεσή του και τον πρώτο λόγο αυτής ο ενάγων παραπονείται κατά του συγκεκριμένου κεφαλαίου της εκκαλουμένης απόφασης, επικαλούμενος εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, διότι η αίτηση απαγγελίας προσωπικής κράτησης, που περιέχεται σε αγωγή για την απαίτηση, εκδικάζεται κατά τη διαδικασία, στην οποία υπάγεται η αγωγή, όπως προβλέπεται πλέον στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 1047 παρ.1 του ΚΠολΔ, και εν προκειμένω, όπως ισχυρίζεται, υποκείμενη αιτία για την έκδοση από τους ανωτέρω εναγομένους της εν λόγω ακάλυπτης επιταγής, ποσού 50.000 ευρώ, ως προς το οποίο έχει ήδη εκδοθεί σε βάρος τους, επί αίτησής του, διαταγή πληρωμής, υπήρξε η απαίτηση του ιδίου από σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, που πράγματι κατά το ποσό των 181.683,64 ευρώ αναγνωρίσθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι οφείλεται να του καταβληθεί από την πρώτη εναγόμενη, ως εργοδότριά του, ζητώντας την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, ούτως ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του και ν’απαγγελθεί σε βάρος των εναγομένων αυτών, που στερούνται οποιουδήποτε εμφανούς περιουσιακού στοιχείου για την ικανοποίηση της κατ’αυτών απαίτησής του από την τελεσθείσα σε βάρος του αδικοπραξία, προσωπική κράτηση. Πλην όμως η εκκαλούμενη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτό είναι μη οριστική, καθώς με αυτήν δεν περατώθηκε η δίκη διά της παραδοχής ή της απόρριψης  των αγωγικών αιτημάτων, που αναφέρονται στους τέταρτο και πέμπτη των εναγομένων, ώστε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να απεκδυθεί κάθε περαιτέρω εξουσίας επ’αυτών, καθώς δεν αποφάνθηκε επί της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητάς τους, αλλά επιφυλάχθηκε να ερευνήσει την υπόθεση, καθ’ό μέρος αφορά τους ανωτέρω εναγομένους και τα συγκεκριμένα αιτήματα κατά την τακτική διαδικασία, ήτοι με διάφορη διαδικασία αυτής, με την οποία αρχικά εισήχθη η αγωγή προς εκδίκαση (των εργατικών διαφορών). Συνακόλουθα, η απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά το κεφάλαιο αυτό, ως μη οριστική απόφαση, δεν υπόκειται αυτοτελώς σε έφεση, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση, όσον αφορά τους τέταρτο και πέμπτη των εφεσιβλήτων, πρέπει ν’απορριφθεί και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη, εφόσον ελλείπει μία εκ των προϋποθέσεων του παραδεκτού της και, εν προκειμένω, το εκκλητό του κεφαλαίου της πρωτόδικης απόφασης, που τους αφορά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 532 του ΚΠολΔ. Επιπροσθέτως, ενόψει του ότι με το δεύτερο και τελευταίο λόγο της κρινόμενης έφεσης προβάλλονται αιτιάσεις κατά της πρωτόδικης απόφασης, που αναφέρονται ειδικότερα στην με αυτήν κατ’ουσίαν απόρριψη της αγωγής ως προς τις δεύτερη και τρίτη των εναγομένων, κυρίες των σλεπίου και δεξαμενοπλοίου, στην εκμετάλλευση των οποίων από την πρώτη εναγόμενη – εργοδότριά του και εφοπλίστρια αυτών, όπως έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφορούσε η παροχή των υπηρεσιών του ενάγοντος, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, η ένδικη έφεση απορριπτέα τυγχάνει ως απαράδεκτη, επίσης αυτεπαγγέλτως, και ως προς την πρώτη εφεσίβλητη, και πρωτοδίκως πρώτη εναγόμενη, ως προς την οποία με την εκκαλούμενη απόφαση αναγνωρίσθηκε ότι οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 181.683,64 ευρώ, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, ως οφειλόμενο σ’αυτόν υπόλοιπο αποδοχών του δυνάμει – ήδη λυθείσας – σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας, που καταρτίσθηκε μεταξύ τους, καθώς το κεφάλαιο αυτό της εν λόγω απόφασης, το οποίο αναφέρεται στην ανωτέρω διάδικο, ουδόλως προσβάλλεται εν προκειμένω από τον εκκαλούντα με τους δύο (2) λόγους της έφεσής του. Η δικαστική δαπάνη των ανωτέρω εφεσιβλήτων (πρώτης, τέταρτου και πέμπτης) του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ως προς τις οποίες απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους η έφεση, θα επιβληθεί σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του, εφόσον υποβλήθηκε απ’αυτούς σχετικό αίτημα με τις προτάσεις τους, που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ). Περαιτέρω, όσον αφορά στις δεύτερη και τρίτη των εφεσιβλήτων, ως προς τις οποίες ο ενάγων ζήτησε με την αγωγή του ν’αναγνωρισθεί η υποχρέωσή τους να του καταβάλουν, έκαστη εις ολόκληρον, ομού μετά της πρώτης εναγομένης, χρηματικές απαιτήσεις του από σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, καταρτισθείσα μεταξύ αυτού και της πρώτης εναγομένης, η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία ως προς αυτές απορρίφθηκε η αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, είναι οριστική, και, συνεπώς, παραδεκτά προσβάλλεται με έφεση, παρά το γεγονός ότι, ως προς την αντικειμενικά σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο αγωγή περί επιδίκασης στον ενάγοντα από τους τέταρτο και πέμπτη εναγομένους αποζημίωσης από αδικοπραξία και περί απαγγελίας σε βάρος των τελευταίων προσωπικής κράτησης, εκδόθηκε μη οριστική απόφαση, κατά τα προεκτεθέντα, διότι, στην περίπτωση αντικειμενικής σώρευσης στο ίδιο δικόγραφο περισσοτέρων αγωγών,  όπως εν προκειμένω, κάθε διάδικος διατηρεί την ανεξάρτητη δικονομική θέση του έναντι των λοιπών διαδίκων της σωρευόμενης αγωγής, και, επομένως, η οριστική διάγνωση ως προς αυτόν έχει αυτοτέλεια και περατώνει έναντι αυτού τη δίκη, ούτως ώστε η απόφαση, κατά το μέρος, που τον αφορά,  να είναι εκκλητή, και πριν ακόμη εκδοθεί οριστική απόφαση έναντι των λοιπών διαδίκων της έτερης σωρευομένης στο ίδιο δικόγραφο αγωγής, όπως έχει ήδη εκτεθεί στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Όσον αφορά δε τις ανωτέρω εφεσίβλητες η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2 και 520 § 1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την 1η.4.2014 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ……./1.4.2014), ήτοι προ της επίδοσης σ’αυτές, με επιμέλεια του ενάγοντος, της πρωτόδικης απόφασης, που εν προκειμένω έλαβε χώρα στις 12.5.2014, σύμφωνα με τη σχετική επισημείωση στην εμπρόσθια σελίδα του πρώτου φύλλου του προσκομιζομένου από τους εφεσίβλητους αντιγράφου της απόφασης του Δικαστικού Επιμελητή ……….., αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ (όπως ισχύει στην κρινόμενη περίπτωση με βάση το χρόνο κατάθεσης της ένδικης έφεσης) προθεσμίας των τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης στις 3.1.2014, και περαιτέρω δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, ως προς τις δεύτερη και τρίτη των εφεσιβλήτων, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του λόγου της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Η εν λόγω αγωγή, με το περιεχόμενο, που προεκτέθηκε, απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση ως ουσιαστικά αβάσιμη, ως προς τις δεύτερη και τρίτη των εναγομένων, ναυτικές εταιρίες, φερόμενες ως ενεχόμενες για την καταβολή της απαίτησης του ενάγοντος από σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, που κατήρτισε με την πρώτη εναγόμενη, ως κυρίες των αναφερομένων στο δικόγραφο σλεπίου και δεξαμενοπλοίου, στην εκμετάλλευση των οποίων από την ανωτέρω εργοδότριά του – εφοπλίστρια αυτών αφορούσαν οι παρασχεθείσες υπηρεσίες του, διότι, όπως έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επρόκειτο περί αξιώσεων από σύμβαση χερσαίας εργασίας, και όχι ναυτικής, για τις οποίες κατά νόμο αυτές με την ιδιότητα, που αναφέρθηκε, δεν είναι υπόχρεες. Κατά της πρωτόδικης απόφασης παραπονείται ο ενάγων με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής του, που αφορά τις ανωτέρω εναγόμενες, ο οποίος, στο σύνολό του εκτιμώμενος, συνιστά αιτίαση, αναγόμενη σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του περί απόρριψης, ως προς αυτές, της αγωγής από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτε ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει δεκτή κατ’ουσίαν η αγωγή του και ως προς τις εναγόμενες αυτές.

Από την εισαγωγή του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ – ν. 3816/1958), όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 105 και 106 αυτού, γίνεται διάκριση μεταξύ των εννοιών της πλοιοκτησίας, της κυριότητας πλοίου και του εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, έτσι ώστε, όταν τα τελευταία αυτά στοιχεία αποχωρίζονται, να υπάρχει αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός. Ειδικότερα, κατά την έννοια των άρθρων 105-106 του ΚΙΝΔ, εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο. Η εκμετάλλευση αυτή μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κ.λπ.), είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική, πάντως, προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των ως άνω άρθρων 84, 105, 106 του ΚΙΝΔ συνάγεται ότι, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλαδή εναντίον εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει, κατά νομική κυριολεξία, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 του ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και των παραρτημάτων αυτού. Δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του κυρίου του πλοίου είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή, για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ` αυτού και είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων. Ενάγεται δε και αυτός (ο κύριος) απλώς και μόνο για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός και κατ’αυτού (ΑΠ 776/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436, Αρμ 2007.549, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΕφΠειρ 479/2015, ΕφΠειρ 262/2012, ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 37/2011, ΕφΠειρ 795/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠατρ 114/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 156/2002, ΕφΠειρ 19/1998 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, είναι ζήτημα πραγματικό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποιος έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού, νομικό ή φυσικό πρόσωπο σε βάρος του οποίου λειτουργεί το παραπάνω μαχητό τεκμήριο, ή άλλος που, για λόγους καθαρά επιχειρηματικούς, μπορεί να εμφανίζεται είτε ως διαχειριστής ή πράκτορας του πλοίου, είτε ως μέτοχος ή διοικητής της φερόμενης ως πλοιοκτήτριας ή απλής διαχειρίστριας του πλοίου. Έτσι όταν κάποιο από τα παραπάνω πρόσωπα ασκεί την εκμετάλλευση του πλοίου τυπικά στο όνομα μιας εταιρίας, ουσιαστικά όμως για δικό του λογαριασμό προβαίνοντας σε ναυλώσεις, στη ναυτολόγηση του πληρώματος, στην εξόφληση των υποχρεώσεων του πλοίου, στην παροχή προσωπικών εγγυήσεων και γενικότερα σε όλες τις συναφείς με τη για δικό του λογαριασμό εκμετάλλευση του πλοίου διαχειριστικές πράξεις, είναι εφοπλιστής (Βλ. ΑΠ 271/1998  ΕΝΔ 26.279,  ΑΠ 1046/1990 ΕΝΔ 19.15, ΑΠ 591/1988 ΕΝΔ 17.37, ΕφΠειρ 1119/2001 ΠειρΝομ 2002.45). Εξάλλου, κατά τις γενικές αρχές του ναυτεργατικού δικαίου και κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 37 επ. και 53 του ΚΙΝΔ (Ν.3816/1958) η ιδιότητα του ναυτικού, που αναγκαία είναι για την ύπαρξη σύμβασης ναυτολόγησης, προϋποθέτει την προσφορά υπηρεσίας εκ μέρους αυτού στο πλοίο ως μέλους του πληρώματός του, με την έννοια της συμμετοχής του κατά τη διάρκεια του πλου στην εκτέλεση της ναυτικής αποστολής του και την ένταξή του σ’αυτό με οποιοδήποτε βαθμό και ειδικότητα αμέσως ή εμμέσως για τον πλου. Πιο συγκεκριμένα το ως άνω πρόσωπο για να είναι ναυτικός με την έννοια των διατάξεων των ως άνω άρθρων του ΚΙΝΔ, ώστε να ρυθμίζονται οι σχέσεις του από το ναυτεργατικό δίκαιο, πρέπει να ανήκει στο συγκροτημένο πλήρωμα και να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο πλοίο κατά τον πλου, δηλαδή να ανήκει στην οργανική ενότητα των εργαζομένων στο πλοίο με μοναδικό σκοπό την εκπλήρωση της θαλάσσιας αποστολής αυτού, που είναι οι πλόες του. Γι’αυτό ο ναυτικός στη σύμβαση της ναυτολόγησης νοείται με την στενή έννοια του όρου, είναι δηλαδή το πρόσωπο του πλοίου, παρέχει σ’αυτό τις υπηρεσίες του και αντιμετωπίζει τους ίδιους θαλάσσιους κινδύνους που συνεπάγεται η εκπλήρωση της θαλάσσιας αποστολής του. Δεν συγκαταλέγονται συνεπώς στα μέλη του πληρώματος και δεν συνδέονται με σύμβαση ναυτικής εργασίας όσοι γενικώς παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε πλοίο που βρίσκεται στο ναυπηγείο ή παραμένει αργό στο λιμάνι, επειδή σ’αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει ναυτική αποστολή και χωρίς ναυτική αποστολή δεν υπάρχει ούτε πλήρωμα, ούτε ναυτικός συνεπώς με την ως άνω στενή έννοια. Γι’αυτόν ακριβώς το λόγο η σύμβαση εργασίας των ως άνω προσώπων δεν αποτελεί σύμβαση ναυτολόγησης, αλλ’αντιθέτως είναι σύμβαση χερσαίας εργασίας, στην οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου και όχι αυτές: α) Των άρθρων 53 επ. έως 83 του ΚΙΝΔ που ρυθμίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών πληρώματος του πλοίου και β) του συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας (βλ. σχετ. (ΑΠ 1285/2006 ΔΕΕ 2007.978, ΑΠ 1643/2003, ΑΠ 1252/2002,  ΕφΠειρ 456/2015, ΕφΠειρ 446/2009  άπασες δημοσιευμένες σε Τ.Ν.Π Νόμος, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝΔ 2008.106). Εξάλλου ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης ναυτικής εργασίας είναι ότι ο ναυτικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμετέχει ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος στους πλόες του πλοίου, ανεξαρτήτως του είδους της παρεχομένης εργασίας, είτε δηλαδή πρόκειται για καθαρά ναυτική ή άλλη εργασία. Η πραγματική εκτέλεση του πλου και η αντιμετώπιση θαλασσίων κινδύνων δεν είναι απαραίτητη (ΕφΠειρ 147/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ο χαρακτήρας της σύμβασης ως ναυτικής είναι ανεξάρτητος από την ασφάλιση του ναυτικού στον ασφαλιστικό φορέα του Ν.Α.Τ. ή στο Ι.Κ.Α., όμως, η ιδιότητα του ναυτικού, είναι αναγκαία για την ύπαρξη σύμβασης ναυτολόγησης και τη ρύθμιση των σχέσεών του από το ναυτεργατικό δίκαιο. Η σύμβαση με πρόσωπο που δεν είναι ναυτικός με την ως άνω έννοια, θεωρείται ως σύμβαση χερσαίας εργασίας, στην οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου (ΕφΠειρ 147/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ο νομικός χαρακτηρισμός, εξάλλου, της σχέσης ως ναυτικής ή ως χερσαίας, στην οποία θεμελιώνεται το αγωγικό αίτημα γίνεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την ορθή νομική υπαγωγή των επικαλούμενων πραγματικών περιστατικών (ΑΠ 55/2004 ΧρΙΔ 2004.440, 1261/1993 ΕλλΔνη 1995.131, ΑΠ 991/1983 ΕλλΔνη 1984.346,  ΕφΠειρ 545/2012 ΕΝΔ 2012.388, ΕφΠειρ 177/2012 ΠειρΝομ 2012.354, ΕφΠειρ 124/2003 ΕΝΔ 2003.130, ΕφΠειρ 345/2002 ΠειρΝομ 2002.199, ΕφΠειρ 446/2009 ό.π., ΕφΠειρ 869/2007 ΕΝΔ 2007. 387, ΕφΠειρ 973/2005 ΕΝΔ 2005. 432). Τέλος, ο απλός κύριος του πλοίου για τις απαιτήσεις τρίτων, που απορρέουν από τον εφοπλισμό, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις που απορρέουν από συμβάσεις ναυτολόγησης των μελών του πληρώματος, δηλαδή αξιώσεις από σύμβαση ναυτικής εργασίας, ευθύνεται με το πλοίο, δηλαδή μέχρι της αξίας του πλοίου, νομιμοποιούμενος παθητικά στη δίκη, ενώ ο εφοπλιστής ευθύνεται απεριόριστα με όλη την περιουσία του και μάλιστα σε ολόκληρο με τον κύριο του πλοίου (ΑΠ 991/1991 ΕΕργΔ 51.1092, ΑΠ 48/1988 ΕΕργΔ 48.315, ΕφΠατρ 114/2008 ΑχΝομ 2009.423, ΕφΠειρ 7998/2001 ΕλλΔνη 2002.1474).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Τις ένορκες καταθέσεις του μάρτυρος του ενάγοντος ……… και του μάρτυρος των εναγομένων ………,  που δόθηκαν κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο ενάγων προσλήφθηκε από την πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία στις 30.1.2015 δυνάμει σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να απασχοληθεί ως εν γένει υπεύθυνος της χρησιμοποίησης και λειτουργίας των υπό ελληνική σημαία σλεπίου με την ονομασία «ΑΠ» και πλοίου (δεξαμενοπλοίου) με την ονομασία «ΠV», κυριότητας των δεύτερης και τρίτης των εναγομένων αντίστοιχα, τα οποία εκμεταλλευόταν αποκλειστικά για τον εαυτό της ως εφοπλίστρια η ανωτέρω εργοδότριά του, αντί συμφωνημένου μηνιαίου μισθού, ποσού 3.000 ευρώ. Ειδικότερα στα καθήκοντά του περιλαμβανόταν οποιαδήποτε ενέργεια αφορούσε την εκμετάλλευση των προαναφερθέντων σλεπίου και δεξαμενοπλοίου, και ενδεικτικά η στελέχωση αυτών με πλήρωμα, η πώληση των φορτίων τους (ποσοτήτων καυσίμων) για τον εφοδιασμό άλλων πλοίων, οι συναλλαγές τους με το τελωνείο και τα αρμόδια λιμεναρχεία, οι επιθεωρήσεις τους από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και η διαχείριση της φορολογικής αποθήκης. Πέραν του μηνιαίου μισθού του συμφωνήθηκε με την εργοδότριά του ότι θα δικαιούται επιπρόσθετης αμοιβής, ανερχομένης σε ποσοστό 0,25% επί του ισόποσου σε ευρώ της, προσδιοριζομένης σε δολλάρια Η.Π.Α., αξίας των τιμολογίων, που θα εκδίδοντο επί των πωλήσεων ποσοτήτων καυσίμων για τον εφοδιασμό πλοίων, οι οποίες θα συνάπτοντο, με δικές του ενέργειες, για λογαριασμό της ανωτέρω. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων παρείχε τις προαναφερθείσες υπηρεσίες του στην πρώτη εναγόμενη, στα γραφεία της στον Πειραιά, συνεχώς από την 1η.2.2005 έως την 31η.7.2008, οπότε και η εργασιακή του σχέση λύθηκε με την οικειοθελή του αποχώρηση. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εδικαιούτο να λάβει από την πρώτη εναγόμενη για την παροχή των υπηρεσιών του κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, που διήρκησε η σύμβαση εργασίας του, κατά τη λήξη της, ως υπόλοιπο δεδουλευμένων μηνιαίων αποδοχών του, επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) των ετών 2006, 2007 και 2008, επιδόματα αδείας των ετών 2006 και 2007, αποδοχές αδείας των ετών 2006, 2007 και 2008, και ως συμφωνηθείσα επιπρόσθετη αμοιβή, υπολογιζόμενη επί των τιμήματος των πωλήσεων ποσοτήτων καυσίμων, που κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα καταρτίσθηκαν από την εργοδότριά του, με τη δική του διαμεσολάβηση, για τον εφοδιασμό άλλων πλοίων, το συνολικό ποσό των 193.413,64 ευρώ, εκ του οποίου εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 181.68,64 ευρώ, κατόπιν καταβολής από την πρώτη εναγόμενη, έναντι του χρέους της αυτού, του ποσού των 11.730 ευρώ, καταβολή, η οποία συνομολογήθηκε από τον ενάγοντα με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών του, που κατατέθηκε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατά παραδοχήν ως κατ’ουσίαν βάσιμης της προβληθείσας από την ανωτέρω εναγόμενη ένσταση εξόφλησης της σε βάρος της απαίτησης του ενάγοντος κατά το εν λόγω ποσό, προηγηθείσης εγγράφως καταρτισθείσας μεταξύ τους συμφωνίας περί συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς τους, η οποία δεν τελεσφόρησε, διότι η πρώτη εναγόμενη δεν τήρησε τους όρους αυτής. Οι ανωτέρω παραδοχές της εκκαλουμένης απόφασης, με την οποία αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της πρώτης εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το προαναφερθέν ποσό των 181.683,64 ευρώ, κατόπιν παραδεκτής τροπής του εν λόγω αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ως οφειλόμενο σ’αυτόν από τη μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, δεν προσβλήθηκαν από τον ενάγοντα με την κρινόμενη έφεσή του, και, συνεπώς, συνιστούν κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης, που δεν έχει μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου. Αποδείχθηκε επίσης ότι η μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης σύμβαση δεν έφερε το χαρακτήρα σύμβασης ναυτικής εργασίας, αλλά χερσαίας, διότι ο ενάγων δεν ανέλαβε την υποχρέωση να συμμετέχει ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος στους πλόες των ανωτέρω σλεπίου και δεξαμενοπλοίου, που εκμεταλλευόταν η εργοδότριά του ως εφοπλίστρια, ούτε όμως, και ανεξαρτήτως της μεταξύ τους συμφωνίας, προσέφερε στην πραγματικότητα τις υπηρεσίες του σ’αυτά, συμμετέχοντας στο πλήρωμά τους, κατά τη διάρκεια των πλόων τους, στην εκτέλεση της ναυτικής αποστολής τους, αντιμετωπίζοντας θαλάσσιους κινδύνους. Αντίθετα, όπως προειπώθηκε, προσλήφθηκε και απασχολήθηκε καθόλη τη διάρκεια της σύμβασής του, όχι ως ναυτικός των ανωτέρω σλεπίου και δεξαμενοπλοίου, ανήκοντας στην οργανική ενότητα των εργαζομένων τους, έχοντας ναυτολογηθεί με διαρκή ετοιμότητα για πλόες, αλλά ως υπεύθυνος για την εν γένει εκμετάλλευση αυτών από την εφοπλίστριά τους και εργοδότριά του – πρώτη εναγόμενη, παρέχοντας τις προαναφερθείσες υπηρεσίες του στη στεριά (στην έδρα της ανωτέρω στον Πειραιά), όντας μέλος του υπαλληλικού προσωπικού της επιχείρησής της. Άλλωστε, ως υπάλληλος γραφείου αναφέρεται και στην από 31.7.2008 αναγγελία από την πρώτη εναγόμενη προς τον Ο.Α.Ε.Δ. της οικειοθελούς αποχώρησής του από την εργασία του, η οποία έχει υπογραφεί και από τον ίδιο, άνευ επιφύλαξης ως προς την σ’αυτήν αναγραφόμενη ειδικότητά του στην ναυτιλιακή επιχείρηση της εργοδότριάς του. Εξάλλου ούτε ο ίδιος επικαλείται στο αγωγικό δικόγραφο, όπου παρατίθενται αναλυτικά τα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί και ασκούσε κατά την εκτέλεση της εργασιακής του σύμβασης και διαρκούσης αυτής, την ύπαρξη στο πρόσωπό του της ιδιότητας του ναυτικού με τη στενή έννοια, δηλαδή ότι αυτός ανήκε στο συγκροτημένο πλήρωμα των ανωτέρω σλεπίου και δεξαμενοπλοίου και ότι προσέφερε τις υπηρεσίες του σ’αυτά κατά τον πλου, ήτοι κατά την εκπλήρωση της ναυτικής τους αποστολής, όπερ αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για το χαρακτήρα της σύμβασης εργαζομένου σε πλοίο ή πλωτό ναυπήγημα ως τέτοιας ναυτικής εργασίας. Συνεπώς, με τα δεδομένα αυτά, η εργασιακή σχέση του, η οποία ήταν ενιαία, αδιάκοπη και κατ’αντικείμενο αμετάβλητη μέχρι τη λήξη της, είχε αληθινό χαρακτήρα αυτόν της σύμβασης εξαρτημένης χερσαίας εργασίας αορίστου χρόνου, και, επομένως, οι δεύτερη και τρίτη των εναγομένων, ως κυρίες των σλεπίου και δεξαμενοπλοίου αντίστοιχα, στην εκμετάλλευση των οποίων από την πρώτη εναγόμενη – εφοπλίστριά τους αφορούσε η παροχή των υπηρεσιών του, σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης, δεν υποχρεούνται κατά νόμο στην καταβολή του οφειλομένου σ’αυτόν προαναφερθέντος χρηματικού ποσού από την εν λόγω σύμβαση, εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη, πλην όμως περιορισμένα, και δη με τα συγκεκριμένα περιουσιακά τους στοιχεία, και μέχρι την αξία τους, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης έκρινε ότι η σύμβαση μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης ήταν σύμβαση χερσαίας, και όχι ναυτικής εργασίας, και, ότι, επομένως, οι δεύτερη και τρίτη των εναγομένων δεν ευθύνονται για την καταβολή του οφειλομένου στον ενάγοντα εκ της σύμβασης αυτής ποσού, καθώς δεν πρόκειται περί απαίτησης, προερχομένης από τον εφοπλισμό των εν λόγω σλεπίου και δεξαμενοπλοίου, στα οποία αφορούσε η παροχή των υπηρεσιών του ενάγοντος, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής του, που αναφέρονται στις ανωτέρω διαδίκους, απορριπτομένων ως κατ’ουσίαν αβασίμων. Σημειωτέον ότι ο περιεχόμενος στο δεύτερο λόγο έφεσης ισχυρισμός του ενάγοντος ότι στην πραγματικότητα τα ανωτέρω σλέπι και δεξαμενόπλοιο εκμεταλλευόταν ουσιαστικά για δικό του λογαριασμό ο ……….., ενώ η πρώτη εναγόμενη τυπικά εμφαινόταν ως εφοπλίστρια αυτών, ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί, αφού το προαναφερθέν φυσικό πρόσωπο δεν ενάγεται εν προκειμένω για την καταβολή του αιτουμένου με την αγωγή χρηματικού ποσού.

Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη έφεση ως προς άπαντες τους εφεσιβλήτους. Τέλος, λόγω της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει, αφενός μεν να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος απ’αυτόν παραβόλου στο δημόσιο ταμείο άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε τα δικαστικά έξοδα και της δεύτερης και τρίτης των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας να επιβληθούν σε βάρος της, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, που υποβλήθηκε με τις προτάσεις τους (άρθρα 176, 183 του και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), καθώς για τους λοιπούς εφεσιβλήτους

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη την από 14.3.2014  (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …./1.4.2014 και …/…./1.4.2014) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 25/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) ως προς τους πρώτο, τέταρτο και πέμπτη των εφεσιβλήτων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την ανωτέρω έφεση ως προς τις δεύτερη και τρίτη των εφεσιβλήτων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου του ενδίκου μέσου στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 11 Ιουνίου 2018.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ