Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 360/2018

 

Αριθμός  360/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο  Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη, από 8.12.2014, (υπ΄αριθ. κατάθ. ……/9.12.2014) έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας εναγομένης κατά της υπ΄αριθ. 3956/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (και της συνεκκαλουμένης μη οριστικής υπ΄αριθ. 3375/2012 απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, – 513 παρ. 2 ΚΠολΔ), το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, (518 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από την από 12.11.2014 επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή …….. επί του σώματος του κοινοποιηθέντος αντιγράφου της ως άνω οριστικής εκκαλουμένης απόφασης, σε συνδυασμό με την έκθεση κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά. Πρέπει συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της, καταβλήθηκε το προσήκον παράβολο για την άσκηση έφεσης, (495 παρ. 3, όπως ισχύει), όπως προκύπτει από τα υπ΄αριθ. …… παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ……….. παράβολα Δημοσίου.

Με την από 3.4.2009, (υπ΄αριθ. κατάθ. …../10.4.2009), αγωγή του, ο ενάγων  και ήδη εφεσίβλητος, ισχυρίστηκε τα ακόλουθα : Ότι στο Κερατσίνι Αττικής, στις 30.11.1985, τέλεσε νόμιμο γάμο με την εναγομένη (και ήδη εκκαλούσα), ο οποίος λύθηκε  αμετάκλητα  δυνάμει της υπ΄αριθ. 2430/2006 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, από την 17.4.2007, ενώ από το μήνα Οκτώβριο του 2005 βρίσκονταν σε διάσταση. Ότι κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου τους, η ακίνητη περιουσία της εναγομένης αποτελούνταν 1) από το δικαίωμα υψούν επί του 2ου υπέρ το ισόγειο ορόφου, με δικαίωμα επιφανείας, κατά τον τίτλο κτήσης 77, 50 τ.μ., επί οικοδομής κειμένης στη συμβολή των οδών ……….., στο Κερατσίνι Αττικής, αξίας κατά το χρόνο κτήσης 1.292 € ευρώ και 2) από ποσοστό 5/64 εξ αδιαιρέτου μιας παλιάς διώροφης οικίας αποτελούμενης από ισόγειο 75 τ.μ., και 1ο  όροφο 110 τ.μ., κειμένης στην Κοινότητα «…….» του νομού Ιωαννίνων, το οποίο, πώλησε κατά τη διάρκεια του γάμου,  (με το υπ΄αριθ. …/26.4.1996) συμβολαίου του συμβολαιογράφου Κόνιτσας ………, νομίμως μεταγραφέντος  στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κόνιτσας), με συνολικό τίμημα 3.000.000 δρχ., από το οποίο της αναλογούσε κατά το ποσοστό της το ποσό των 234.375 δρχ., ήτοι 687,82 €, όσο δηλαδή και η πραγματική του αξία κατά το χρόνο απόκτησης. ΄Οτι εκμεταλλευόμενοι το δικαίωμα υψούν της εναγομένης, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους, ανήγειραν διαμέρισμα, με αποτέλεσμα να αυξηθεί λόγω της ανοικοδόμησης η αξία του περιουσιακού αυτού στοιχείου της εναγομένης, κατά το ποσό των 138.790 €, αξίας αναγομένης στο χρόνο γέννησης της αξίωσης αλλά και στο χρόνο παροχής έννομης προστασίας.  Ότι κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους, ο ίδιος εργαζόταν ως υπάλληλος της ΕΥΔΑΠ, η δε εναγομένη εργαζόταν ως ιδιωτική υπάλληλος και αποκέρδαιναν τα αναλυτικά στην αγωγή αναφερόμενα ποσά ετησίως. Ότι ο ίδιος, λόγω της εργασίας του και του ύψους των μηνιαίων αποδοχών του, συνέβαλε στην ως άνω αύξηση της περιουσίας της εναγομένης συζύγου του, κατά ποσοστό 2/3, ενώ παράλληλα με το ανωτέρω ποσοστό συνέβαλε κατά νόμο στις διατροφικές ανάγκες της οικογένειάς του  κι επιπλέον φρόντιζε την οικογένεια και τα τέκνα του και προσέφερε και το υπόλοιπο μέρος του μισθού του αλλά και τις προσωπικές του υπηρεσίες που αναφέρονται στην αγωγή για την ανοικοδόμηση του ανωτέρω περιουσιακού στοιχείου το οποίο αποτέλεσε και την οικογενειακή τους στέγη.  Με βάση τα ανωτέρω ζητούσε, κατά την κύρια βάση της αγωγής,  όπως, αφ΄ενός μεν  υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό  των 80.000 €, αφ΄ετέρου δε, αναγνωριστεί ότι  υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των 12.526,66 €, τα οποία αντιστοιχούν σε ποσοστό αντίστοιχο με τη συμβολή του στην επαύξηση της περιουσίας της εναγομένης, (2/3), άλλως, να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει το ποσό των 46.263,33 €, που αντιστοιχεί στη συμβολή του στην επαύξηση της περιουσίας του με βάση το νόμιμο τεκμήριο, (1/3) και τα παραπάνω ποσά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Επίσης επικουρικά, ζητούσε τα ανωτέρω, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Τέλος να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει τη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εξεδόθη η υπ΄αριθ. 3375/2012 μη οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας ανεβλήθη η έκδοση οριστικής απόφασης και διετάχθη πραγματογνωμοσύνη, προκειμένου να καλυφθούν τα κενά και αμφίβολα σημεία, ως προς την αξία της ως άνω τελικής περιουσίας της εναγομένης, (διαμέρισμα) με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του (παλαιότητα, ποιότητα κατασκευής, ύπαρξη τυχόν εξοπλισμού, περιοχής, κλπ., κατά το χρόνο του γάμου των διαδίκων, (30.11.1985), της γέννησης της αξίωσης, (17.4.2007), αλλά και της παροχής έννομης προστασίας, (13.4.2009), με αναγωγή της αξίας στο χρόνο παροχής έννομης προστασίας (άσκησης της αγωγής).  Μετά τη διενέργεια και υποβολή της από Οκτωβρίου 2013 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης της διορισθείσας πολιτικού μηχανικού ……….., η υπόθεση επανήλθε προς συζήτηση, εξεδόθη δε η εκκαλουμένη απόφαση, δυνάμει της οποίας, η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή κατά την κύρια βάση της, η εναγομένη υποχρεώθηκε να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 33.282,27 €, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και επέβαλε στην εναγομένη μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντα από 2.000 €. Κατά της απόφασης αυτής (και της συνεκκαλουμένης ως άνω μη οριστικής απόφασης) παραπονείται η εκκαλούσα και ζητεί όπως ακυρωθούν, άλλως μεταρρυθμιστούν η εκκαλουμένη και η μετ΄αυτής συνεκκαλουμένη ως άνω αποφάσεις, επί τω τέλει όπως απορριφθεί εξ ολοκλήρου η αγωγή του εφεσιβλήτου – ενάγοντος και καταδικαστεί ο τελευταίος στη δικαστική της δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 1400 παρ. 1 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του ν. 1329/1983, “Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέστηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή”. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου: “Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων, που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια”. Η απαίτηση του κάθε συζύγου από το άρθρο 1400 ΑΚ είναι, κατ` αρχήν, ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή του δικαιούχου άμεση ή έμμεση. Ως αύξηση νοείται όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά τον χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα (τελική περιουσία). Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου της έγερσης της αγωγής θα κριθεί αν υπάρχει αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας, κρίσιμος χρόνος θεωρείται στη μεν περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου με δικαστική απόφαση, ο χρόνος κατά τον οποίο η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη, στη δε περίπτωση της τριετούς διάστασης (κατά την οποία προϋποτίθεται ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί), κρίσιμος είναι ο χρόνος της άσκησης της αγωγής (ΑΠ 1899/2014, ΑΠ 406/2003). Η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο, ακόμη και με παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο ο υπόχρεος σύζυγος έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του. Για το νόμιμο και ορισμένο της αγωγής δεν απαιτείται η αναφορά του ύψους των συνολικών οικογενειακών αναγκών ή του ύψους της εισφοράς αμφοτέρων των συζύγων ούτε του ύψους της συνεισφοράς του ή της συζύγου, στην οποία υποχρεούται κατ` άρθρο 1389 ΑΚ, αλλά αρκεί η αναφορά του ύψους της συνεισφοράς του / της πέραν αυτής στην οποία υποχρεούται κατ` άρθρο 1389 ΑΚ (ΑΠ 43/2015, ΑΠ 1511/2005). Αντίθετα, το παθητικό που πρέπει να αφαιρεθεί για να εξευρεθεί η τελική καθαρή αύξηση της περιουσίας, αποτελεί στοιχείο ένστασης. Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα του ενός συζύγου από τον άλλο με βάση το άρθρο 1400 ΑΚ είναι: α) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ` ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου γ) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο, περιλαμβανομένης και της υπερβαίνουσας το μέτρο της συνεισφοράς του ενάγοντος συζύγου συμβολής του στις τρέχουσες οικογενειακές δαπάνες, με χρηματικές εισφορές ή εισφορές χρήσης ακινήτου για στέγαση της οικογένειας ή με παροχή προσωπικών υπηρεσιών στην αντιμετώπιση των οικογενειακών εν γένει αναγκών και δ) η αιτιώδης σχέση της συμβολής αυτής προς την αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου. Η αντίστοιχη αγωγική αξίωση είναι δυνατόν να στηρίζεται είτε κυρίως, είτε και επικουρικώς σε σχέση με τις αξιώσεις από την παρ. 1 του άρθρου 1400 ΑΚ και στην τεκμαρτή συμβολή από την παρ. 1 εδ. β’ του άρθρου 1400 ΑΚ, δηλαδή στο νόμιμο τεκμήριο, οπότε μοναδική προϋπόθεση έχει την επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, την οποία και μόνον ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει, προσδιορίζοντας την τυχόν αρχική κατά την τέλεση του γάμου περιουσία του εναγομένου και την τελική κατά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή την άσκηση της αγωγής επί τριετούς διάστασης περιουσία του, καθώς και την σε χρήμα αξία αμφοτέρων κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, οπότε η συμβολή του τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο 1/3 της περιουσιακής επαύξησης, που προκύπτει με την αφαίρεση της αρχικής περιουσίας από την τελική. Άρα, στην περίπτωση αυτή ο ενάγων σύζυγος δεν βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη ούτε της συμβολής του καθ` εαυτήν, ούτε του ποσοστού της, ούτε της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτής και της περιουσιακής επαύξησης του εναγομένου (ΑΠ 76/1997). Ο εναγόμενος δε ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου φέρεται ή περιουσία, ότι αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων και στις δύο περιπτώσεις του άρθρου 1400 του ΑΚ, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει κάποια συμβολή. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και αποδείξει, ότι ο φερόμενος δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος, είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων, είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο σ` αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 ΑΚ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, ο δε ενάγων, έστω και αν δεν αποδείξει τη δική του συμβολή, θα δικαιούται οπωσδήποτε το 1/3 της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, συνιστά ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου ένσταση (ΑΠ 1899/2014, ΑΠ 1223/2007, ΑΠ 546/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα ισχυριζόμενη ότι η αγωγή επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη ήταν αόριστη, ως προς τα κονδύλια που αφορούν α) στις επί μέρους εργασίες ανοικοδόμησης (αγορά υλικών, αμοιβές για παροχή εργασιών προς τρίτους και παροχή προσωπικών υπηρεσιών εκ μέρους του ενάγοντα), β) στην παράλειψη αποτίμησης των εκ μέρους της προσφερομένων προσωπικών υπηρεσιών, γ) στην παράλειψη αναφοράς του ποσού του μισθώματος που εξοικονόμησαν με την ανοικοδόμηση του εν λόγω διαμερίσματος, παραπονείται, με τον 1ο λόγο της κρινόμενης έφεσης, ότι κακώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν απέρριψε την  αγωγή για το λόγο αυτόν, (αοριστία). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος διότι η αγωγή περιέχει όλα τα στοιχεία που κατά το άρθρο 1400 παρ. 1 του ΑΚ είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή της, ως προς δε το μέρος δε που πλήττεται η επικουρική βάση της αγωγής του τεκμαρτού υπολογισμού αβάσιμος. Και αυτό διότι, για το ορισμένο της στηριζόμενης στον τεκμαρτό υπολογισμό αγωγής, η οποία με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη, αρκεί να αναφέρεται η επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου (εκκαλούσας) κατά τη διάρκεια του γάμου, η τελική περιουσία αυτού, καθώς και η σε χρήμα αξία της τελικής περιουσίας κατά τον χρόνο που η απόφαση περί διαζυγίου των διαδίκων κατέστη αμετάκλητη. Επομένως, δεν αποτελούν στοιχείο της βάσης αυτής της αγωγής οι επί μέρους εργασίες ανοικοδόμησης (αγορά υλικών, αμοιβές για παροχή εργασιών προς τρίτους και παροχή προσωπικών υπηρεσιών εκ μέρους του ενάγοντα), β) η παράλειψη αποτίμησης των εκ μέρους της εναγομένης προσφερομένων προσωπικών υπηρεσιών και γ) η παράλειψη αναφοράς του ποσού του μισθώματος που οι διάδικοι εξοικονόμησαν με την ανοικοδόμηση του εν λόγω διαμερίσματος, όσα δε αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα είναι αβάσιμα. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε την αγωγή επαρκώς ορισμένη, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και ο προαναφερθείς σχετικός (1ος) λόγος της κρινόμενη έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 368 ΚΠολΔ, το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Από τις διατάξεις αυτές του άρθρου 368 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο εκτιμά ελευθέρως την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες, (ΑΠ 895/2015, 37/2014, ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 309 εδ. β ΚΠολΔ, προκύπτει ότι όσες αποφάσεις δεν κρίνουν οριστικά μπορούν, είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, που υποβάλλεται μόνο κατά τη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε, εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση. Στάση δε της δίκης δημιουργείται και όταν η υπόθεση εισάγεται προς κατ’ ουσίαν συζήτηση στο δικαστήριο με κλήση κάποιου από τα διάδικα μέρη. Εξάλλου, μη οριζομένου του αντιθέτου στην άνω διάταξη του άρθρου 309 ΚΠολΔ, η μη οριστική απόφαση του δικαστηρίου δύναται να ανακληθεί και σιωπηρώς, δυναμένου δηλαδή του δικαστηρίου να απομακρυνθεί, ολικά ή μερικά, των πρότερον αποφασισθέντων και χωρίς αναφορά ρητής ανάκλησης (ΑΠ 687/1985). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 368 και 388 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η απόφαση του δικαστηρίου που διατάσσει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης είναι μη οριστική κατά την προαναφερθείσα έννοια και συνεπώς το δικαστήριο σε μεταγενέστερη στάση δίκης έχει την ευχέρεια να ανακαλέσει την απόφαση αυτή αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτημα κάποιου διαδίκου, εάν κατά τη διακριτική ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του δεν είναι αναγκαία η διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, γιατί δεν πρόκειται για ζήτημα για την αντίληψη του οποίου απαιτούνται ιδιαίτερες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης (ΑΠ 780/2015, 1488/2010, ΝΟΜΟΣ).  Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού πρώτα έκρινε ότι η αγωγή ήταν ορισμένη και νόμιμη, αφ΄ενός μεν με το να τάξει πραγματογνωμοσύνη για τα θέματα που αναφέρονται στην ως άνω συνεκκαλουμένη απόφαση, σχετικά με τη διαπίστωση της αξίας του διαμερίσματος των διαδίκων εκ της οποίας εξαρτάται το βασικό αντικείμενο της δίκης, ήτοι το ποσοστό συμβολής του ενάγοντος στην ανοικοδόμησή του, ώστε εξ αυτού να προκύψει και η υποχρέωση της εναγομένης για καταβολή του αντίστοιχου ποσού στον ενάγοντα και δη,  χωρίς να δεχθεί ότι πρόκειται για ζήτημα που για να γίνει αντιληπτό απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, αλλά ότι προκειμένου να αχθεί σε ασφαλή δικανική πεποίθηση πρέπει να καλυφθούν κενά και αμφίβολα σημεία ως προς την αξία του διαμερίσματος κατά τις προαναφερθείσες διακρίσεις, απαιτούνται ιδιαίτερες γνώσεις επιστήμης, αφ΄ετέρου δε, με το να μην ανακαλέσει την ως άνω μη οριστική απόφαση, κρίνοντας ότι, η απόφαση περί επανάληψης της συζήτησης μετά τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης ενέπιπτε στα πλαίσια της κυριαρχικής κρίσης του διότι συνέτρεχε ανάγκη χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου (πραγματογνωμοσύνης), ορθώς το νόμο εφάρμοσε και ο σχετικός (2ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι  εσφαλμένα διετάχθη η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης κατόπιν αιτήματος του ενάγοντος, χωρίς, στη συνέχεια, να ανακληθεί η σχετική διάταξη της συνεκκαλουμένης μη οριστικής απόφασης, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 346 ΚΠολΔ, «Τα αποδεικτικά μέσα που έχει προσκομίσει ένας διάδικος λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο και για την απόδειξη των ισχυρισμών του άλλου διαδίκου». Ισχύει δηλαδή η αρχή της κοινότητας των αποδεικτικών μέσων, με την έννοια ότι τα μέσα απόδειξης λαμβάνονται υπ΄όψιν για όλα τα αποδεικτέα γεγονότα, ακόμη και εκείνα υπέρ του αντιδίκου του προσκομίσαντος ο οποίος (αντίδικος) δεν τα επικαλέστηκε, εφόσον βέβαια πρόκειται για νόμιμα αποδεικτικά μέσα, τα οποία οι διάδικοι νόμιμα επικαλέστηκαν  και προσκόμισαν, (βλ. σχετ. ΑΠ 1359/2010, 70/2008, ΝΟΜΟΣ, 154/1992, Δνη 1992.814). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του περί της αξίας του κόστους κατασκευής του διαμερίσματος της εναγομένης, όχι από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε ο ενάγων, αλλά από τέτοια που προσκομίστηκαν από την ίδια και με τον τρόπο αυτόν, απήλλαξε τον ενάγοντα από το βάρος απόδειξης της αγωγής του ως προς το θέμα αυτό. Ωστόσο, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στην παρούσα νομική σκέψη, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έλαβε υπ΄όψιν για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά μέσα, έστω και εάν αυτά είχαν προσκομισθεί από τον αντίδικο του διαδίκου που είχε το σχετικό βάρος απόδειξης, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και ο σχετικός (3ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης με το προπαρατεθέν περιεχόμενο, πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την υπ΄αριθ. 3375/2012 συνεκκαλουμένη – μη οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, την από Οκτωβρίου 2013 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της πολιτικού μηχανικού …….., της οποίας η διενέργεια διατάχθηκε δυνάμει της ως άνω απόφασης και για την κατάθεση της οποίας συνετάγη σχετική έκθεση, καθώς και τις υπ΄αριθ. ……/18.3.2011 και  499 και  …/16.3.2011 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του ενάγοντα (η πρώτη) και της εναγομένης (οι λοιπές) οι οποίες επαναπροσκομίζονται στο παρόν δικαστήριο και λαμβάνονται υπ΄όψιν διότι συνετάγησαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, ήτοι κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων των επιμελουμένων διαδίκων, (βλ. …../15.3.2011 και ………./11.3.2011 εκθέσεις επίδοσης των Δικαστικών Επιμελητών Αθηνών . … και Πειραιώς ………., αντίστοιχα), τα οποία εκτιμώνται αφ΄εαυτά και σε συνδυασμό μεταξύ τους και χρησιμοποιούνται είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα, έστω και αν δεν μνημονεύεται ειδικά, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι τέλεσαν θρησκευτικό γάμο στο Κερατσίνι στις 30.11.1985, στα πλαίσια του οποίου απέκτησαν δύο άρρενα τέκνα τον ….. που γεννήθηκε το 1987 και τον ….. που γεννήθηκε το 1993. Η έγγαμη συμβίωσή τους διασπάστηκε οριστικά στις 27.10.2000, οπότε ο ενάγων αποχώρησε από τη συζυγική κατοικία. Μετά από σχετική αγωγή του, (από 11.2.2005), εξεδόθη η υπ΄αριθ. 2430/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά δυνάμει της οποίας ο γάμος τους λύθηκε λόγω υπερτετραετούς διάτασης. Η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη μετά από αμοιβαία παραίτηση από τα ένδικα μέσα, στις 17.4.2007, ημερομηνία κατά την οποία δεν είχε ασκηθεί κανένα ένδικο μέσο, (βλ. υπ΄αριθ. …../17.4.2007, πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά). Οι διάδικοι, ως σύζυγοι,  δεν είχαν επιλέξει το σύστημα της κοινοκτημοσύνης, ενώ κατά την τέλεση του γάμου τους δεν διέθεταν ακίνητη περιουσία. Όμως, κατά τη διάρκεια του γάμου τους, η εναγομένη απέκτησε : α) Την πλήρη κυριότητα του δικαιώματος υψούν του β΄υπέρ το ισόγειο ορόφου μετά δικαιώματος επιφανείας, εμβαδού κατά τον τίτλο κτήσεως 77,5 τ.μ., σε οικοδομή εντός οικοπέδου 153,42 τμ, στο Κερατσίνι Αττικής και στη συμβολή των οδών …….., η οποία είχε υπαχθεί σε σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας δυνάμει του υπ΄αριθ. …/1976 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς ….. ., νομίμως μεταγεγραμμένου στον τόμο … των οικείων βιβλίων του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, υπ΄αριθ. …. Περιήλθε δε σε αυτήν το ως άνω περιουσιακό στοιχείο, κατά μεν ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου, από κληρονομία του αποβιώσαντος αδιαθέτου, την 1.2.1986, πατέρα της, …………., δυνάμει της υπ΄αριθ. …/1986 αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., νομίμως μεταγεγραμμένης στα οικεία ως άνω βιβλία στον τόμο …, υπ΄αριθ. …, κατά δε το υπόλοιπο ποσοστό ¾ εξ αδιαιρέτου, από δωρεά της μητέρας της …… και των αδελφών της ……. και ……, οι οποίοι είχαν καταστεί κύριοι λόγω της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής του συζύγου και πατέρα τους …….., κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου έκαστος, δυνάμει της ως άνω αποδοχής κληρονομίας υπ΄αριθ. …./1986 και το οποίο έκαστος της μεταβίβασε δυνάμει της υπ΄αριθ. …/10.10.1986 δωρεάς εν ζωή του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, των ανωτέρω δε συμβολαίων νομίμως μεταγραφέντων,  β) ποσοστό 5/64 εξ αδιαιρέτου μιας διώροφης οικίας, αποτελούμενης από παλαιά κτίσματα, ήτοι ισογείου εμβαδού 75 τμ και πρώτου ορόφου εμβαδού 110 τμ, μετά του οικοπέδου και της εν γένει περιοχής εκτάσεως 500 τμ στην Κοινότητα …….. του Νομού Ιωαννίνων, από κληρονομία του πατρός της και δυνάμει της ίδιας ως άνω αποδοχής κληρονομίας, καθώς και από την ίδια αιτία ποσοστά εξ αδιαιρέτου ακινήτων στο νομό Ιωαννίνων τα οποία δεν υπολογίζονται στην αύξηση της περιουσίας της, καθώς προέρχονται από κληρονομική διαδοχή του πατρός της ως άνω. Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια του γάμου τους οι διάδικοι ανοικοδόμησαν το διαμέρισμα που αποτέλεσε την οικογενειακή τους κατοικία στο 2ο όροφο της οικοδομής στο Κερατσίνι Αττικής, όπου το δικαίωμα υψούν της εναγομένης, αποτελούμενο από σαλόνι, κουζίνα, λουτρό και δύο υπνοδωμάτια, με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 240 χιλιοστά εξ αδιαιρέτου και επιφάνεια 77,50 τμ μαζί με 11,20 τμ κλιμακοστάσιο. Όπως δε φαίνεται από την υπ΄ αριθ. 267/1987 άδεια οικοδομής που εκδόθηκε στο όνομα της εναγομένης, η ανοικοδόμηση ολοκληρώθηκε το 1990. Το ανωτέρω διαμέρισμα υφίσταται μέχρι και σήμερα στην κυριότητα της εναγομένης και αποτελεί την επαύξηση της τελικής περιουσίας της. Πρόκειται για κατοικία που, σύμφωνα με την από Οκτωβρίου 2013 ως άνω δικαστική πραγματογνωμοσύνη, χαρακτηρίζεται ως «μία τυπική κατασκευή πολυκατοικίας της εποχής του (1987) … Η ποιότητα των υλικών και ο τρόπος κατασκευής του ήταν φθηνότερα της συνήθους ποιότητας της εποχής του … χωρίς εγκατάσταση δικτύου κεντρικής θέρμανσης, αλλά με ένα παλαιό κλιματιστικό στο παιδικό δωμάτιο και δύο νέα στο καθιστικό και στο βασικό υπνοδωμάτιο … χωρίς εγκατάσταση ανελκυστήρα στην οικοδομή … με προσθήκες ορόφων που έγιναν διαδοχικά ανά δεκαετία από το 1968 και όχι  ταυτόχρονα … χωρίς θέση πάρκινγκ και με ανάγκη κατασκευής υποστηλωμάτων σε περίπτωση που ανοικοδομηθεί το δικαίωμα υψούν του τρίτου ορόφου…». Στην ίδια πραγματογνωμοσύνη αναφέρεται επίσης ότι το διαμέρισμα της εναγομένης  «…μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια μέτρια προς χαμηλή κατασκευή σε σχέση με ανάλογες της εποχής της…»  Το κόστος κατασκευής του διαμερίσματος αυτού ανήλθε περίπου στο ποσό των 5.000.000 δρχ., ήτοι 14.673 €. Ειδικότερα, σύμφωνα με την από Ιανουαρίου 2010 «τεχνική έκθεση – προϋπολογισμό εργασιών» της πολιτικού μηχανικού . ….., που συνετάγη κατόπιν αυτοψίας με επιμέλεια της εναγομένης, το κόστος ανοικοδόμησης ανέρχεται στο ποσό των 4.128.560 δρχ., ήτοι 12.116 €. Επιπλέον καταβλήθηκαν α) το ποσό των 90.000 δρχ. ως αμοιβή τον πολιτικό μηχανικό ……., (βλ. υπ΄αριθ. …/5.3.1987 απόδειξη παροχής υπηρεσιών), β) το ποσό των 30.000 δρχ. για το κόστος της άδειας, γ) το ποσό των 248.000 δρχ. για αγορά επίπλων κουζίνας, (βλ. υπ΄αριθ. …/5.12.1989 και … αποδείξεις είσπραξης της εταιρίας «……….», γ) το ποσό των 70.829 € για αγορά ηλεκτρολογικών υλικών, (βλ. υπ΄αριθ. ………/6.6.1990,   αποδείξεις λιανικής πώλησης της εταιρίας «……….» δ) το ποσό των 150.000 δρχ., (έναντι λογαριασμού), για υδραυλικά – είδη υγιεινής, (βλ. την υπ΄αριθ. …../22.12.1999 απόδειξη της εταιρίας «………..». Ετσι, συνυπολογιζομένων και των ανωτέρω ποσών, το κόστος κατασκευής ανέρχεται σε 5.000.000 δρχ. περίπου, ή 14.673 €, (ήτοι τουλάχιστον 4.717.389 δρχ., ή 13.844 €). Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι κατά την ανοικοδόμηση του διαμερίσματος της εναγομένης, ο ενάγων προσέφερε προσωπικές υπηρεσίες ελαιοχρωματισμού και συγκόλλησης, βαψίματος και τοποθέτησης κιγκλιδωμάτων, όπως προκύπτει από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης στα πρακτικά της συνεκκαλουμένης απόφασης, (βλ. σελ. 12, …(«Εβαλε τα κάγκελα γιατί ήταν η δουλειά του σιδεράς  κι έβαλε όλα τα κάγκελα. … Εβαψε όλο το σπίτι και το σπατουλάρισε. … Είναι οξυγονοκολλητής και κατασκευές από διάφορα αντικείμενα που χρειάζεται ο τομέας μας. …»), οι οποίες αποτιμώνται στα ποσά των 55.200 δρχ. και 68.000 δρχ. αντίστοιχα, όπως προκύπτει από την από Ιανουαρίου 2010 έκθεση προϋπολογισμού εργασιών της πολιτικής μηχανικού ………..). Ωστόσο, ως προς, τις εργασίες συναρμολόγησης κουφωμάτων και τοποθέτησης τζαμιών, το δικαστήριο δεν μπορεί να σχηματίσει βάσιμα δικανική πεποίθηση περί της παροχής αυτών, δεδομένου ότι ο ανωτέρω μάρτυρας απόδειξης, κατέθεσε ότι για τις εργασίες αυτές ο ενάγων είχε προσλάβει αλουμινά, γιατί οι γνώσεις του για το αντικείμενο αυτό ήταν ανεπαρκείς, (… «Και τον αλουμινά που έφερε τον βοήθησε κι αυτόν επειδή λίγο το ήξερε κι αυτό το αντικείμενο.  …»). Σημειώνεται ότι τα ανωτέρω κονδύλια εκτίθενται ορισμένα στην αγωγή (αναφορά μήκους τρεχόντων μέτρων κιγκλιδωμάτων, τιμή μονάδας – μέτρου – , αξία προσωπικής εργασίας και αναφορά εργασιών λείανσης χοντρών σοβάδων, σπατουλαρίσματος, ασταρώματος και ελαιοχρωματισμού, συνολικής επιφάνειας τοίχων, τιμή μονάδας τετραγωνικού μέτρου και συνολική αποτίμηση εργασίας). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που, αφού έκρινε ορισμένα τα ανωτέρω κονδύλια, τα έκανε εν μέρει δεκτά και ως ουσιαστικά βάσιμα, συνεκτιμώντας τα αποδεικτικά μέσα, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός (4ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης με τον οποίο η εναγομένη παραπονείται ότι εσφαλμένως έγιναν δεκτά τα ανωτέρω κονδύλια, πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επίσης, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε α) ότι ο ενάγων επιδιδόταν συστηματικά σε χαρτοπαιξία, παρά τ΄αντίθετα αβάσιμα υποστηριζόμενα από την εναγομένη και β) ότι ο ενάγων διέθετε μεγάλο μέρος των εισοδημάτων του για την υποστήριξη των άπορων γονέων του. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός αυτός δεν επιβεβαιώθηκε σε βαθμό δικανικής πεποίθησης από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αντίθετα δε καταρρίπτεται από το γεγονός ότι οι γονείς του ενάγοντος λάμβαναν σύνταξη από την Αυστραλία όπου εργάζονταν για μεγάλο μέρος της ζωής τους ως μετανάστες, πράγμα που επιβεβαιώνεται και από το μάρτυρα ανταπόδειξης. Από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι ο ενάγων κατέβαλε ποσοστό 20% περίπου από το μισθό του για την ενίσχυση των γονέων του, όπως αόριστα καταθέτει ο μάρτυρας ανταπόδειξης. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια και απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό της εναγομένης τον οποίο επαναφέρει με τον 6ο λόγο της κρινόμενης έφεσης, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο κρινόμενος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, ο ενάγων εργαζόταν ως υπάλληλος της ΕΥΔΑΠ και η εναγομένη ως υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ, ενώ από το έτος 1991 έως 1993 η εναγομένη απασχολούνταν επιπλέον σε επιχείρηση φωτοαντιγράφων που διατηρούσε απέναντι από το αστυνομικό τμήμα  της περιοχής και ως εκ τούτου παρουσίαζε κερδοφορία. Το έτος 1993, οπότε έγινε γνωστή η μετακόμιση του αστυνομικού τμήματος κι επίσης  γεννήθηκε το δεύτερο παιδί των διαδίκων, η εναγομένη πώλησε την εν λόγω επιχείρηση, χωρίς ωστόσο ν΄αποδειχθεί το τίμημα της πώλησης. Από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε βάσιμα ότι το τίμημα της πώλησης ανήλθε στο ποσό των 2.000.000 δρχ. όπως ισχυρίζεται η εναγομένη και κατέθεσε ο μάρτυρας – αδελφός της (βλ. πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης), δοθέντος ότι εφόσον το αστυνομικό τμήμα άλλαξε στέγη, η κερδοφορία της επιχείρησης θα μειωνόταν δραστικά. Εξάλλου, δεν προσκομίστηκε κανένα έγγραφο σχετικά με την ανωτέρω πώληση, ούτε άλλο στοιχείο που ν΄αποδεικνύει ότι η εναγομένη έλαβε το ισχυριζόμενο ποσό, (δεδομένου ότι η απομάκρυνση του αστυνομικού τμήματος επέδρασε μειωτικά στην αξία της επιχείρησης), ή με οποιονδήποτε τρόπο εισέφερε το τίμημα της πώλησης στην ανοικοδόμηση ή στις οικογενειακές  ανάγκες, καθώς δεν προκύπτει ότι με το τίμημα αυτό αποπλήρωσε το ληφθέν το έτος 1990 ισόποσο δάνειο, ή προέβη σε αντίστοιχου ύψους δαπάνη. Η αόριστη απάντηση του ως άνω μάρτυρα ανταπόδειξης ότι η εναγομένη εισέφερε το ανωτέρω ποσό, δεν αρκεί για να σχηματιστεί δικανική πεποίθηση περί αυτού. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια και απέρριψε τον ισχυρισμό της εναγομένης, τον οποίο επαναφέρει με τον 7ο λόγο της κρινόμενης έφεσης, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός λόγος έφεσης με τον οποίο παραπονείται ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έκανε δεκτό το σχετικό ισχυρισμό είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επίσης, δυνάμει του υπ΄αριθ. ……/1996 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Κόνιτσας …………, νομίμως μεταγραφέντος,  κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων, και δη το έτος  1996, η εναγομένη πώλησε το ποσοστό της από 5/64 εξ αδιαιρέτου στη πωλήθηκε διώροφη οικία, επιφανείας 175 τμ στο ……… Ιωαννίνων, στην κυριότητα του οποίου συμμετείχε και η εναγομένη με ποσοστό 5/64 εξ αδιαιρέτου, έναντι αναγραφόμενου τιμήματος 3.000.000 δρχ., αλλά στην πραγματικότητα έναντι τουλάχιστον του διπλασίου ποσού, των 6.000.000 δρχ. λαμβάνοντας το ποσό των 468.750 δρχ. που αντιστοιχεί στην αναλογία του ποσοστού της επί του συνολικού τιμήματος. Το ισχυριζόμενο εκ μέρους της εναγομένης ότι επρόκειτο για λειτουργούσα επιχείρηση ξενώνα, από την πώληση της οποίας έλαβε, για το εκ 5/64 ποσοστό συνιδιοκτησίας της, το αναλογούν ποσό των 1.760.000 δρχ., δεν επιβεβαιώνεται ούτε από αναγραφή στο συμβόλαιο ή απόδειξη, αλλά ούτε και από κάποιο άλλο στοιχείο, όπως φορολογικό ή άλλο που να αφορά τη λειτουργία του εν λόγω ξενώνα, επίσης δε, δεν προκύπτει ότι με οποιονδήποτε τρόπο εισέφερε στην ανοικοδόμηση ή στις οικογενειακές  ανάγκες το ποσό των 1.760.000 δρχ., καθώς δεν προκύπτει ότι με το τίμημα αυτό αποπλήρωσε αντίστοιχη δαπάνη, ή το ληφθέν ως άνω, από το 1990,  τραπεζικό δάνειο. Μόνη δε η μαρτυρική κατάθεση του αδελφού της εναγομένης ότι έλαβε το ποσό των 1.760.000 δρχ., δεν αρκεί για να αχθεί το δικαστήριο βάσιμα, σε δικανική πεποίθηση την είσπραξη από την εναγομένη του ποσού των 1.760.000 δρχ. παρά τ΄αντίθετα ισχυριζόμενα από αυτήν. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός (9ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης με τον οποίο η εναγομένη παραπονείται ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν συνυπολόγισε το ανωτέρω ποσό των 1.760.000 δρχ., είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Εξάλλου, αποδείχτηκε ότι οι διάδικοι διοχέτευαν τα εισοδήματά τους στην ανοικοδόμηση και στις οικογενειακές ανάγκες, ενώ συνεισέφεραν και τις προσωπικές τους υπηρεσίες στη λειτουργία του κοινού οίκου, στην ανατροφή των τέκνων τους και σε κάθε αναγκαία φροντίδα. Από τα εισοδήματά τους συνεισέφεραν για το χρονικό διάστημα από το γάμο τους μέχρι την ολοκλήρωση της ανοικοδόμησης, (1985–1990), 5.958.540 δρχ. ο ενάγων και 3.238.406 δρχ. η εναγομένη, όπως προκύπτει από τα εκκαθαριστικά σημειώματά τους των παραπάνω ετών. Επίσης η εναγομένη έλαβε και συνεισέφερε το ποσό των 500.000 δρχ. που ήταν δωρεά από τη μητέρα της, πρέπει δε να συνυπολογιστεί και το ποσό των 123.200 δρχ. που αντιστοιχεί στις υπηρεσίες που παρείχε ο ενάγων στην ανοικοδόμηση, (κιγκλιδώματα και ελαιοχρωματισμοί).΄Αρα συνολικά, για το παραπάνω χρονικό διάστημα, συνεισέφεραν το ποσό των 9.820.146 δρχ., δηλαδή κατά ποσοστό 61,93% ο ενάγων και 38,07 % η εναγομένη. Το έτος 1990, οπότε ολοκληρώθηκε η ανοικοδόμηση, η εναγομένη έλαβε τραπεζικό δάνειο ποσού 2.000.000 δρχ. , πληρωτέο σε 30 ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις ποσού 230.000 δρχ. εκάστη, το οποίο με την πάροδο του χρόνου διαμορφώθηκε σε 200.000 δρχ.  Οι διάδικοι αντιμετώπισαν από κοινού, με την αναλογία των εισοδημάτων τους όπως προκύπτουν από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα, τις 21 δόσεις του δανείου, δηλαδή το ποσό των 4.200.000 δρχ. ενώ τις υπόλοιπες 9 κατέβαλε εξ ολοκλήρου η εναγομένη, καθώς το έτος 2000 είχε αρχίσει η διάσταση των διαδίκων. Στο χρονικό αυτό διάστημα πρέπει να συμπεριληφθεί και το ποσό των 468.750 δρχ. που έλαβε η εναγομένη από την πώληση ποσοστού εξ αδιαιρέτου ακινήτου της στο …. του ν. Ιωαννίνων. Με βάση τ΄ανωτέρω, κατά το χρονικό διάστημα από τη λήψη του δανείου (1990) μέχρι και τη διάσταση των διαδίκων (2000), συνεισέφεραν συνολικά 59.958.721 δρχ., ήτοι 45.736.284 δρχ. ο ενάγων και 14.222.437 δρχ. η εναγομένη, δηλαδή κατά ποσοστό 76,28% ο ενάγων και 23,72 % η εναγομένη. Τέλος, ο ενάγων συμμετείχε στο κόστος αποπεράτωσης του εν λόγω διαμερίσματος, (3.000.000 δρχ. εκτός δανείου και 6.000.000 δρχ. περίπου για την αποπληρωμή του δανείου), κατά ποσό 1.857.900 δρχ. ως προς το ποσό των 3.000.000 δρχ. και κατά ποσό 3.203.760 δρχ. ως προς το ποσό των 21 δόσεων αποπληρωμής του δανείου, δηλαδή κατά ποσοστό 56,24%. Αβάσιμα δε ισχυρίζεται η εναγομένη ότι ο ενάγων δεν συμμετείχε στην αποπληρωμή του δανείου. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 και 1400 ΑΚ συνάγεται ότι, όπως συμβαίνει επί παντός δικαιώματος, η άσκηση του δικαιώματος του ενός συζύγου να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της επαύξησης της περιουσίας του άλλου, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή κατά τη διάρκεια του γάμου (δηλαδή η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα), είναι δυνατό να θεωρηθεί απαγορευμένη, ως καταχρηστική, εφόσον υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός αυτού. Για να συμβεί αυτό, όμως, πρέπει ο σύζυγος, κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα συμμετοχής στα αποκτήματα, να επικαλεσθεί και σε περίπτωση αμφισβήτησης να αποδείξει συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία πληρούν τις ως άνω προϋποθέσεις της ΑΚ 281 και τα οποία, ενώ δεν αποκλείουν τη γέννηση του δικαιώματος (διότι, στην αντίθετη περίπτωση, δεν θα χρειαζόταν να γίνει λόγος για καταχρηστική άσκηση), συνδέουν την ενέργειά του με εξαιρετικά επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο, χωρίς αντίστοιχο, εύλογο όφελος για το δικαιούχο, έτσι, ώστε να προκύπτει κατάχρηση με την έννοια της ΑΚ 281, για την αποτροπή της οποίας να είναι απαραίτητη η απαγόρευση της άσκησης αυτού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εναγομένη, που αρνείται την ιστορική βάση της αγωγής και τη συμμετοχή του εναγομένου στην απόκτηση του ένδικου διαμερίσματος, προβάλλει, αντιφατικά, ότι ο ενάγων ασκεί την ένδικη αξίωσή του καταχρηστικά διότι, αφ΄ενός μεν ο ενάγων δεν είχε καμία συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας της κατά τη διάρκεια του γάμου, αφ΄ετέρου δε παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα (9 έτη) μέχρι τη συζήτηση της αγωγής κατά το οποίο ο ενάγων αδράνησε ν΄ασκήσει το επίδικο δικαίωμά του και έτσι δικαιολογημένα θεμελιώθηκε στη συνείδησή της η πεποίθηση ότι δεν θα το ασκήσει, (βλ. από 18.3.2011 προτάσεις της στην πρώτη συζήτηση της αγωγής, σελ. 43 επόμενα). Κατ΄αρχήν, τα περιστατικά αυτά, υποτιθέμενα αληθινά, αποτελούν περαιτέρω ανάλυση της επιχειρηματολογίας της με την οποία πλήττεται η γέννηση του δικαιώματος, καθώς  υπονοείται κατ` ουσίαν ότι  ο ενάγων δεν έχει το ασκούμενο δικαίωμα και θέλει να την ταλαιπωρήσει με μια αβάσιμη αγωγή. Επίσης, με την παράθεσή τους δεν εισφέρεται κάτι νέο, για να στοιχειοθετηθεί υπέρβαση και μάλιστα προφανής των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός ενός πράγματι υφισταμένου δικαιώματος, όπως αυτό το οποίο ασκείται με την αγωγή., διότι  οι οικονομικές επιπτώσεις σε βάρος της εναγομένης από την άσκηση του ενδίκου δικαιώματος δεν συνιστούν καθ΄ εαυτές πρόσθετες ειδικές περιστάσεις που απαιτείται  να προκύπτουν από τη συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη,  εν όψει των οποίων, η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου σε συνδυασμό  με την μετέπειτα άσκηση από αυτόν  του δικαιώματος που οδηγεί  σε ανατροπή της υφιστάμενης κατάστασης, να υπερβαίνει  τις προϋποθέσεις του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ  132/2017, ΝΟΜΟΣ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό της εναγομένης, τον οποίο επαναφέρει με τον 5ο λόγο της κρινόμενης έφεσης, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Συνακόλουθα, ο 5ος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα – εναγομένη υποστηρίζει τ΄αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στην παρούσα δίκη η εκκαλούσα ανεπίτρεπτα προσθέτει και άλλα περιστατικά προς ενίσχυση του ισχυρισμού της περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος με την κρινόμενη αγωγή, ότι δηλαδή στο διαμέρισμα που αποτελεί την αύξηση της περιουσίας της ήδη κατοικεί με το 2ο σύζυγό της και ότι θα είναι δύσκολο ν΄ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε καταβολή στον ενάγοντα λόγω της περιορισμένης οικονομικής της δυνατότητας. Ωστόσο, πέραν του ότι τα ανωτέρω νέα περιστατικά, ανεπίτρεπτα, (527 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ) αναφέρονται στην κατ΄έφεση δίκη δίχως να δικαιολογείται η βραδεία επίκλησή τους λόγω γέννησής τους μετά την πρωτοβάθμια δίκη και δίχως να λαμβάνονται υπ΄όψιν αυτεπαγγέλτως,  δεν στοιχειοθετηθούν υπέρβαση και μάλιστα προφανή των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός ενός πράγματι υφισταμένου δικαιώματος, όπως αυτό που ασκείται με την αγωγή και δεν αναιρούν τα προαναφερθέντα.   Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 441 ΑΚ, ο συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεσθεί με δήλωση προς τον άλλον, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 444 εδ. α` του ίδιου Κώδικα είναι ανίσχυρη αν έγινε με αίρεση ή προθεσμία, εκτός αν υποβάλλεται ενώπιον δικαστηρίου και γίνεται για την περίπτωση που η αγωγή δεν θα απορριφθεί για άλλο λόγο, όπως ορίζεται στο β` εδάφιο του ιδίου άρθρου 444. Εξάλλου, η ένσταση του συμψηφισμού, όπως και κάθε ένσταση, πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν (άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ), άλλως απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να συναχθεί πρόθεση προβολής της ανεξαρτήτως συγκεκριμένου αιτήματος. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 442 ΑΚ, ο συμψηφισμός κατά επίδικης απαίτησης προτείνεται σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και κατά την εκτέλεση, εφόσον η ανταπαίτηση αποδεικνύεται παραχρήμα. Ως παραχρήμα δε απόδειξη νοείται εκείνη που γίνεται με έγκυρα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα (αρχή έγγραφης απόδειξης δεν αρκεί) ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου του προτείνοντος, δηλαδή άμεσα, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω έρευνα της βασιμότητας του ισχυρισμού με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 10/1993, ΕλΔ 1994.1242, ΑΠ 604/1992, ΕλΔ 1994.82.84). Από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 269 2 περ δ` και 527 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι  ο εναγόμενος  μπορεί τη μη προταθείσα ή απαραδέκτως προταθείσα στην πρωτοβάθμια δίκη ένσταση συμψηφισμού να την προτείνει στην κατ` έφεση δίκη με την προϋπόθεση ότι αυτή αποδεικνύεται παραχρήμα, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε (ΑΠ 944/2010  Α Δημ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1765/2002, ΕλΔ 45172, ΑΠ 844/1999, ΕλΔ 41.440, ΕφΠειρ 878/2004, ΠειρΝ 2004. 400, Σ. Σαμουήλ,  Η Εφεση αρ. 513, 516, 520, 539, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμ. ΚΠολΔ υπ` άρθρα 269, κεφάλαιο Δ` αρ 13, 14, 15 και υπ` άρθρο 527 κεφάλαιο Γ` αρ. 15) και το Δικαστήριο κρίνει ότι ο διάδικος δεν γνώριζε ούτε μπορούσε να είχε πληροφορηθεί εγκαίρως την ύπαρξη των εγγράφων, (ΕφΠειρ 211/2016, NOMOΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη επαναφέρει, με το 10ο  λόγο  έφεσης, την υποβληθείσα με τις από 18.3.2011 προτάσεις της α΄συζήτησης της αγωγής, ένσταση συμψηφισμού ανταπαίτησης από συμμετοχή της στα αποκτήματα  του ενάγοντος κατά τα οποία αυξήθηκε η περιουσία του κατά τη διάρκεια του γάμου τους, η οποία είχε απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως αόριστη. Ειδικότερα, κατ΄ορθή εκτίμηση του ισχυρισμού της, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι ο ενάγων, που είχε μηδενική περιουσία κατά την τέλεση του γάμου τους, απέκτησε κατά τη διάρκεια αυτού περιουσιακά στοιχεία συνολικής αξίας 82.434,16 €, ήτοι  α) το 1995, ένα Ι.Χ. αυτοκίνητο μάρκας Skoda, καινούργιο, αξίας 3.000.000 δρχ. κατά το χρόνο αγοράς του και 800 € κατά το χρόνο προβολής της ένστασης (2011), β) το 2005, δυνάμει του υπ΄αριθ. ……/2005 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιά ……., ένα διαμέρισμα επιφανείας 59,66 τ.μ., στην … του Πειραιά, με τον υπό στοιχ. ΧΣ 5 ανοιχτό χώρο στάθμευσης και την υπό στοιχ. Υ8 αποθήκη του υπογείου επιφανείας 5,4 τ.μ., αξίας 66.964,16 τ.μ. και αγοραίας αξίας κατά το χρόνο προβολής της ένστασης 140.000 €, (αντικειμενικής 66.192 €) και γ) το έτος 2000, πριν από τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους, ανέλαβε μονομερώς από κοινό λογαριασμό τους στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος το ποσό των 5.000.000 δρχ., ήτοι 14.670 € Ότι τα ανωτέρω περιουσιακά στοιχεία εξακολουθούσαν υφιστάμενα κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου τους. Ότι στην απόκτησή τους οδηγήθηκε ο ενάγων με εξοικονόμηση δαπανών, ενώ η ίδια  συνέβαλε με την προσφορά των προσωπικών της υπηρεσιών και φροντίδων στη βιοτική μέριμνα του οίκου τους και την ανατροφή των τέκνων τους, οι οποίες υπερέβαιναν αυτές που επιβάλλει η υποχρέωσή της από τα άρθρα 1389 και 1390 ΑΚ και αποτιμώνται στο ποσό των 90.000 δρχ. ή 500 € μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από την τέλεση του γάμου τους (1985) μέχρι και τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους (2000), ήτοι συνολικά 90.000 € όπως εκτιμάται το περιεχόμενο της έφεσης, καθώς, 500 € μηνιαίως Χ 12 μήνες Χ 15 έτη αποδίδει 90.000 € και όχι 96.000 € όπως εσφαλμένως και προφανώς εκ παραδρομής αναφέρεται στην κρινόμενη έφεση. Με βάση τ΄ανωτέρω,  η εναγομένη ισχυριζόμενη ότι κατά τα ανωτέρω ποσά έχει ανταπαίτηση κατά του εναγομένου, διότι συμμετείχε στην απόκτησή τους από αυτόν κατά ποσοστό 1/3 τουλάχιστον, πρότεινε ένσταση συμψηφισμού στην ασκούμενη εκ μέρους του με την ένδικη αγωγή, απαίτηση. Ο ενάγων δεν αντιλέγει ειδικά στην ύπαρξη των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων υπό στοιχ. α και β, (διαμερίσματος και αυτοκινήτου) και συνεπώς θεωρείται ότι ομολογεί την ύπαρξη και την αξία τους κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης ενώ αρνείται την ανάληψη εκ μέρους του, του ανωτέρω χρηματικού ποσού των 5.000.000 δρχ.. Ωστόσο, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει βάσιμα ότι η εναγομένη συνέβαλε και μάλιστα κατά ποσοστό υπέρτερο της υποχρέωσής της από τα άρθρα 1389 και 1390 ΑΚ  στην απόκτηση του διαμερίσματος και του αυτοκινήτου από τον ενάγοντα. Και τούτο διότι ως προς μεν το αυτοκίνητο που  απέκτησε ο ενάγων κατά τη διάρκεια του γάμου τους  (1995), δικαιολογείται από τα κατά πολύ υπέρτερα εισοδήματά του, όπως προαναφέρθηκε,  μη αποδειχθέντος  του ισχυρισμού της εναγομένης ότι ο ενάγων προέβαινε κατά τη διάρκεια του γάμου τους σε οποιαδήποτε εξοικονόμηση δαπανών,  ως προς δε το διαμέρισμα που αποκτήθηκε 5 έτη μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους, η αξία του καταβλήθηκε με στεγαστικό δάνειο 150.000 € που έλαβε στις 27.10.2005 από την Τράπεζα Eurobank, (υπ΄αριθ. …….) και στο οποίο, ευλόγως, η εναγομένη δεν συνεισέφερε. Ως προς δε το ποσό των 5.000.000 δρχ., από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται και δη παραχρήμα, ήτοι με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω έρευνα της βασιμότητας του ισχυρισμού με άλλα αποδεικτικά μέσα. Σημειωτέον, ότι ο μάρτυρας απόδειξης, κατέθεσε σχετικά (βλ. πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης), ότι κατά τη διάσπαση της έγγαμης  συμβίωσης των διαδίκων ο ενάγων ανέλαβε από κοινό τραπεζικό λογαριασμό το ποσό των 1.800.000 δρχ. εκ του οποίου απέδωσε στην εναγομένη το ήμισυ, ήτοι  900.000 δρχ. Δεν αποδείχτηκε ότι το ποσό αυτό η εναγομένη διοχέτευσε στην αποπεράτωση του διαμερίσματος που αποτελεί την επαύξηση της περιουσίας της από το γάμο. Μετά από αυτά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό της εναγομένης, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, η οποία παραδεκτά αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο εφάρμοσε και ο σχετικός (10ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει τ΄αντίθετα, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Εξάλλου, η αξία του εν λόγω διαμερίσματος κατά το χρόνο παροχής έννομης προστασίας, (άσκησης της αγωγής), ανέρχεται στο ποσό των 50.000 ευρώ περίπου.  Ειδικότερα, σύμφωνα με την έκθεση του πολιτικού μηχανικού ………, (που διορίστηκε τεχνικός σύμβουλος από την εναγομένη εν όψει του διορισμού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  της δικαστικής πραγματογνώμονα ……….), το διαμέρισμα της εναγομένης, βρίσκεται στη συμβολή των οδών . και …. στο Κερατσίνι. Η οικοδομή είναι κατασκευασμένη σε διαφορετικά χρονικά σημεία, δηλαδή το υπόγειο και το ισόγειο το 1968, επί ισχύος του κανονισμού σκυροδέματος 1954 και αντισεισμικού κανονισμού 1959 και ο β΄όροφος, (ένδικο διαμέρισμα), το έτος 1987, επί ισχύος του αντισεισμικού κανονισμού 1959. Για το λόγο αυτό η στατικότητα του β΄ορόφου υπολείπεται ενός αντίστοιχου διαμερίσματος που θα είχε κατασκευαστεί το 2007, δηλαδή με νεότερη τεχνολογία και τεχνογνωσία, οπότε η στατική και αντισεισμική επάρκεια του κτηρίου σε συνδυασμό με την ποιότητα κατασκευής, θα παρείχε με βεβαιότητα μεγαλύτερη ασφάλεια. Και τούτο διότι, με βάση τους ισχύοντες ως άνω κανονισμούς των ετών 1954 και 1959, προβλέπονταν μειωμένες διατομές σκυροδέματος και χάλυβα στο φέροντα οργανισμό και στη θεμελίωση, χωρίς πλαστιμότητα και με άλλη κατασκευαστική πρακτική που άρμοζε σε κατασκευές με κυρίως κατακόρυφα φορτία και όχι οριζόντια σεισμικά φορτία. Ο δε συντελεστής παλαιότητας που αναφέρεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης ταυτίζεται με το συντελεστή στατικότητας, ενώ η παλαιότητα ενός κτηρίου  αφορά  μόνο το κόστος συντήρησης λόγω της ηλικίας του κτηρίου, αντίθετα με τη  στατικότητα του κτηρίου που αφορά την αντοχή του κτηρίου, (στατική και αντισεισμική επάρκεια), που προσδιορίζεται από διαφορετικούς παράγοντες και υπολογίζεται ως διαφορετικός συντελεστής στην εκτίμηση της αξίας του ακινήτου. Έτσι, ορθώς, κατά την κρίση του δικαστηρίου αυτού, η ως άνω έκθεση, η οποία λαμβάνει υπ΄όψιν τους ίδιους συντελεστές με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, όσον αφορά στους συντελεστές προσαύξησης της αξίας, λόγω θέσης πρασίνου (1,10), λόγω γωνιακής θέσης οικοπέδου, (1,05), λόγω μέτριας / χαμηλής κατασκευής, (0,90), λόγω έλλειψης ανελκυστήρα, 0,90), λόγω έλλειψης κεντρικής θέρμανσης, (0,95), λόγω έλλειψης μόνωσης δώματος, (0,95), αλλά  διαφοροποιείται ως προς το συντελεστή «παλαιότητας και παλαιότερου σκελετού κτίσματος, (0,60)» της έκθεσης δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, τον οποίο διακρίνει ορθώς, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διακρίσεις, σε «συντελεστή  απομείωσης λόγω στατικότητας του κτηρίου, (0,60)» και σε «συντελεστή απομείωσης λόγω παλαιότητας, (0,75)», οι οποίοι δεν είχαν ληφθεί υπ΄όψιν από την πραγματογνώμονα, (λόγω εσφαλμένης ταύτισης της παλαιότητας και της στατικότητας ενώ πρόκειται για διαφορετικά μεγέθη) και αντιστοιχούν στις ανωτέρω μονάδες, 0,60 και 0,75. Τούτο έχει σαν αποτέλεσμα, ότι η αγοραία αξία του εν λόγω διαμερίσματος να υπολογίζεται στο ποσό των 52.870 € και όχι στο ποσό των 82.460 €, όπως δέχεται η έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Αντίστοιχα, η αγοραία αξία του δικαιώματος υψούν του εν λόγω διαμερίσματος ανέρχεται στο ποσό των 15.821 €. Συνακόλουθα, η αξία της τελικής περιουσίας της εναγομένης κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (2007) ανέρχεται στο ποσό των 37.049 € ( 52.870 – 15.821). Σημειώνεται ότι στην κρινόμενη έφεση, η εναγομένη – εκκαλούσα, προφανώς εκ παραδρομής,  αναφέρει  ότι η εν λόγω τεχνική έκθεση αναφέρει ως αξία του διαμερίσματος το ποσό των 48.640 €, αντί του ορθού 52.870 € που προαναφέρθηκε, (682 €/τ.μ. επί 77,5 τ.μ.),  και η παραδρομή αφορά την αντιμετάθεση των ψηφίων από το ορθό 682 €/τμ στο εσφαλμένως εκπεφρασμένο και αναγραφόμενο στην έφεση, 628 €/τμ., επί του οποίου υπολογίστηκε εσφαλμένως στην έφεση η τελική αξία του διαμερίσματος των 77,5 τμ. (628 €/τμ  επί 77,5 τμ = 48.640 €). Η δε ορθή αξία των 682 € / τ.μ. αναφέρεται στην ως άνω τεχνική έκθεση και στον τελευταίο πίνακα  της σελίδας 7 αυτής και συνάδει με την αναφερόμενη στις συμπεριλαμβανόμενες σε αυτήν αγγελίες του διαδικτύου. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε ότι η αξία του διαμερίσματος της εναγομένης ανέρχεται στο ποσό των 75.000 € και επί του ποσού αυτού υπολόγισε την αξία της τελικής περιουσίας της στο ποσό των 59.179 € έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός (8ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης, με τον οποίο, κατ΄ορθή εκτίμηση αυτού σε συνδυασμό με το σύνολο του δικογράφου της έφεσης και το αιτητικό αυτού με το οποίο ζητείται να ακυρωθεί άλλως μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη, η εκκαλούσα – εναγομένη  παραπονείται ότι εσφαλμένως υπολογίστηκε η αξία της τελικής περιουσίας της και συνακόλουθα εσφαλμένως υπολογίστηκε στη συνέχεια επ΄αυτής και το ποσό των 33.282,27 € που πρέπει να καταβάλει στον εφεσίβλητο – ενάγοντα,  πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος. Πρέπει συνεπώς η εκκαλουμένη απόφαση να εξαφανιστεί και αφού η υπόθεση κρατηθεί από το παρόν δικαστήριο και εξεταστεί η υπόθεση, ήτοι η από 3.4.2009 (υπ΄ αριθ. κατάθ. ……./2009) αγωγή, η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, (1400, 340, 345, 346 ΑΚ, 70, 176 ΚΠολΔ), κατ΄ουσίαν, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 20.836 € (77,5 τ.μ. επί 682 € / τ.μ. – 52.879 € μείον 15.821 € που αφορά στην αξία του δικαιώματος υψούν = 37.059 € επί 56,24 % ποσοστό συμμετοχής του ενάγοντα) και δη νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας στην εκκαλούσα, (495 ΚΠολΔ). Τέλος, η δικαστική δαπάνη του ενάγοντος – εφεσιβλήτου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος της εκκαλούσας κατά το λόγο μερικής νίκης και μερικής ήττας των διαδίκων, (178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2  ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την από 8.12.2014 (υπ΄αριθ. κατάθ. …../9.12.2014) έφεση τυπικά και κατ΄ουσίαν.

Εξαφανίζει την υπ΄αριθ. 3956/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί την υπόθεση και

Δικάζει κατ΄ουσίαν αυτήν, (την από 3.4.2009 (υπ΄ αριθ. κατάθ. ……/2009) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτήν.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα έξι ευρώ (20.836 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Επιβάλει εις βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων ευρώ, (2.200 €).

Διατάσσει την επιστροφή των παραβόλων υπ΄αριθ. ……… (ΤΑΧΔΙΚ) και ………… (Δημοσίου) στην εκκαλούσα – εναγομένη.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 31η Μαΐου 2018  και δημοσιεύθηκε στις 8 Ιουνίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ