Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 358/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αριθμός     358/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

           Ι. Η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθ. 3706/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 663 επ. Κ.Πολ.Δ, με τις αποκλίσεις των άρθρων 591 παρ. 1α και 643 Κ.Πολ.Δ, επί της από 21-12-2010 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ………/22-12-2010 ανακοπής κατ’ άρθρο 979 Κ.Πολ.Δ. κατά του υπ’ αριθ. ……./2010 πίνακα κατάταξης της υπαλλήλου του πλειστηριασμού Μαρίας Μυλωνά, συμβολαιογράφου Αίγινας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα από την ηττηθείσα στη πρωτοβάθμια δίκη ανακόπτουσα, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση της επιδόθηκε στις 1-12-2014, με επιμέλεια του τελευταίου των καθ’ ων η ανακοπή (βλ. τη με ίδια ημερομηνία σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….., επί αντιγράφου της έφεσης που προσκομίζει και επικαλείται η ανακόπτουσα), ενώ η έφεση ασκήθηκε απ’ αυτήν εντός της προβλεπόμενης κατ’ άρθρο 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. προθεσμίας των 30 ημερών, ήτοι την 22-12-2014 (άρθρα 144 παρ. 2, 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), ενόψει και του ότι για το παραδεκτό της άσκησής της καταβλήθηκαν τα νόμιμα παράβολα, κατά την παρ. 4 εδάφ. γ’ του άρθρου 495 του Κ.Πολ.Δ, ως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015,Φ.Ε.Κ. Α’ 87.

ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 972 παρ. 1 περ. β’ Κ.Πολ.Δ. που ορίζει ότι η αναγγελία πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων και περιγραφή της απαιτήσεως του δανειστή που αναγγέλλεται, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 159 αρ. 3 του ιδίου Κώδικα, που ορίζει ότι η παράβαση διατάξεως που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης συνεπάγεται ακυρότητα, αν η παράβαση προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη η οποία δεν μπορεί ν’ αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, προκύπτει ότι η αναγγελία, ως πράξη της διαδικασίας της εκτελέσεως, πρέπει να περιέχει περιγραφή της απαιτήσεως που αναγγέλλεται και του προνομίου της. Ενόψει όμως του ότι η αναγγελία αποτελεί την πρώτη επιθετική πράξη της κατατάξεως και το αρχικό δικόγραφο με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως και ειδικότερα της κατατάξεως η απαίτηση του αναγγελλομένου δανειστή, στο περιεχόμενο δε του αναγγελτηρίου οφείλουν ν’ απαντήσουν με τις παρατηρήσεις τους (άρθρο 974 Κ.Πολ.Δ.) και την ανακοπή (άρθρο 979 Κ.Πολ.Δ.) ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που έχουν αναγγελθεί και με βάση το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της αναγγελθείσας απαιτήσεως, το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και τους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στο δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και τη βασιμότητα της απαιτήσεως. Ανάμεσα στις προϋποθέσεις αυτές είναι και η ύπαρξη του προνομίου, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου, πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, όταν μάλιστα αυτά δεν συμπίπτουν με εκείνα στα οποία στηρίζεται η απαίτηση. Το δικόγραφο της αναγγελίας είναι άκυρο λόγω αοριστίας της αναφερομένης σ’ αυτό απαιτήσεως, μόνον όταν η περιγραφή αυτής καθώς και του τυχόν υφισταμένου προνομίου της είναι τόσο ελλιπή, ώστε να μην μπορούν ο οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές ν’ αντικρούσουν την αναγγελία, κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπερασπίσεώς τους, κατά τα άρθρα 974 και 979 Κ.Πολ.Δ. και να υφίστανται έτσι βλάβη. Δεν είναι όμως αναγκαία η εξειδίκευση στο βαθμό που αυτή απαιτείται επί της αγωγής και της ανακοπής, διότι η αναγγελία δεν συνιστά ούτε κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ούτε κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται αναλόγως για το Ι.Κ.Α. (Α.Π. 1507/2014, Α.Π. 650/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για παροχή δικαστικής προστασίας, ώστε να απαιτείται εξειδίκευση της περιγραφής της αναγγελλόμενης απαίτησης στο βαθμό που θα απαιτείτο επί άλλου εισαγωγικού δικογράφου (Α.Π. 563/2013, Α.Π. 1340/2006, Α.Π. 195/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π.  1700/2002, Νο.Β. 2003, 1222, Α.Π. 387/2001, ΕλλΔνη 43, 122, Α.Π. 286/2000, ΕλλΔνη 41, 1327). Η ανωτέρω περιγραφή μπορεί να συμπληρωθεί νόμιμα από δημόσιο έγγραφο που είναι κατατεθειμένο στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο και είναι προσιτό σε όλους και από το οποίο αποδεικνύεται η απαίτηση και το προνόμιό της. Κατ’ απώτατο δε σημείο η περιγραφή αυτή μπορεί να συμπληρωθεί και από τα έγγραφα που προσκομίζονται ενώπιον του δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της ανακοπής, δεδομένου ότι επί μη προσκόμισής τους ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 972 παρ.1β’ Κ.Πολ.Δ. προθεσμίας, δεν επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα της προσκόμισης αυτών ενώπιον του δικαστηρίου, το οποίο είναι υποχρεωμένο να τα λάβει υπόψη, εφόσον προσκομισθούν ενώπιών του (Α.Π. 119/2003, ΕλλΔνη 2003, 1315, Α.Π. 1640/2002, ΕλλΔνη 2003, 744, Α.Π. 1734/2001, ΕλλΔνη 2002, 1650, Εφ.Πειρ. 10/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 3δ’ του α.ν. 1846/1951, που προστέθηκε με το άρθρο 18 ν. 1469/1984, οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για την είσπραξη των εσόδων του Δημοσίου, εφαρμόζονται ανάλογα και για την είσπραξη των εσόδων του Ι.Κ.Α. (Εφ.Αθ. 5026/1996, ΕλΔνη 38, 1898). Ειδικότερα, η αναγγελία του δημοσίου ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 55 Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974) και συγκεκριμένα από τις παρ. παρ. 1 και 3 αυτού, κατά τις οποίες ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου υποχρεούται να αναγγείλει το Δημόσιο για τα βεβαιωμένα στο Ταμείο του χρέη εκείνου κατά του οποίου ενεργείται ο πλειστηριασμός. Η αναγγελία του Δημοσίου και των νομικών προσώπων που έχουν τα προνόμια τούτου, όπως το Ι.Κ.Α, ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 55 του Κ.Ε.Δ.Ε, κατά την οποία «ο διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου υποχρεούται να αναγγείλει το δημόσιο δια τα βεβαιωμένα εις το ταμείο του χρέη του καθ’ ου ο πλειστηριασμός δι’ αναγγελίας κοινοποιουμένης μόνον εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο και συνοδευομένης υπό πίνακος εμφαίνοντας τα ως άνω χρέη. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 3 του άρθρου 55 του Κ.Ε.Δ.Ε. που εφαρμόζεται και ως προς το Ι.Κ.Α, η αναγγελία του Δημοσίου, άρα και του Ι.Κ.Α, πρέπει να συνοδεύεται από πίνακα εμφαίνοντα τα βεβαιωμένα στο οικείο ταμείο χρέη και περιλαμβάνοντα το ονοματεπώνυμο του οφειλέτη, το είδος, το ποσό των χρεών, το οικονομικό έτος στο οποίο ανήκουν και τη χρονολογία βεβαιώσεων αυτών, καθώς και μνεία της, τυχόν, υπάρχουσας ασφάλειας (Α.Π. 1098/1996, ΕλλΔνη 38,1086). Ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος υποχρεούται όπως, βάσει των αποστελλομένων στοιχείων και άνευ ετέρας συμπράξεως του αναγγελλομένου διευθυντού, προβεί εις την κατά νόμον κατάταξιν του Δημοσίου». Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, έχει υποχρέωση με βάση τα στοιχεία αυτά και χωρίς άλλη σύμπραξη να προβεί στην κατάταξη (Α.Π. 14/1995, ΕλλΔνη 37, 108, Α.Π. 735/1994, ΕλλΔνη 36, 843, Α.Π. 352/1999, ΕλΔνη 40, 1548). Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι το Ι.Κ.Α, το οποίο αναγγέλλεται δια κοινοποιήσεως απλώς του αναγγελτηρίου μόνον στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο και όχι στον δανειστή και στον οφειλέτη, δεν υποχρεούται σε κατάθεση τίτλων (Εφ.Λαρ. 246/2014, Εφ.Πατρ. 947/2002, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, έκδ. β’, παρ. 380α VII και παρ. 387 VI τέλος). Τα προσδιοριστικά στοιχεία της προνομιούχου απαιτήσεως του Ι.Κ.Α. πρέπει να μνημονεύονται τόσο στο έγγραφο της αναγγελίας της απαιτήσεως (άρθρο 972 παρ. 1β’ Κ.Πολ.Δ.) όσο και στην ανακοπή του αναγγελθέντος δανειστή, κατά του πίνακα κατάταξης (άρθρο 979 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) (Εφ.Πειρ. 1065/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 975 περίπτωση 6 του Κ.Πολ.Δ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 του ν. 2972/27-12-2001 και ισχύει από τις 27-12-2001, στην έκτη τάξη των διά του άρθρου αυτού καθοριζομένων γενικών προνομίων κατατάσσονται «απαιτήσεις των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, εφόσον προέκυψαν μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού ή της κήρυξης της πτώχευσης». Κατά την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, η εν λόγω τροποποίηση θεσπίστηκε προκειμένου οι απαιτήσεις του Ι.Κ.Α. να εξακολουθήσουν μεν να κατατάσσονται στην έκτη τάξη των γενικών προνομίων, πλην όμως να καταστούν όλες προνομιακές, χωρίς το χρονικό περιορισμό της που προέβλεπε η έως τότε υφιστάμενη διάταξη που αντικαταστάθηκε (Εφ.Λαρ. 246/2014, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Ναυπλ. 412/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 972, 979 και 980 του Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι η τυχόν προγενέστερη κατάσχεση ή αναγγελία και γενικά η συμμετοχή του αναγγελλόμενου σε άλλη διαδικασία κατάταξης ή εκτέλεσης κατά του ίδιου οφειλέτη ή άλλου συνοφειλέτη δεν αποστερεί το δανειστή από την ευχέρεια να αναγγελθεί για την ίδια απαίτησή του σε άλλο πλειστηριασμό, αφού με μόνη την κατάταξη δεν επέρχεται απόσβεση της απαίτησής του. Αν όμως στη συνέχεια ο δανειστής κατατάχθηκε σε ορισμένο πίνακα και η κατάταξή του αυτή έγινε τελικά απρόσβλητη (με την έννοια της εκτελεστότητας του πίνακα τούτου), τότε, ενόψει και του ότι το πλειστηρίασμα έχει ήδη κατατεθεί δημοσίως υπέρ των δανειστών, επέρχεται απόσβεση της σχετικής απαίτησής του, σύμφωνα με το άρθρο 432 Α.Κ. Συνεπώς, η με ένα πίνακα ικανοποίηση του δανειστή ματαιώνει την κατάταξή του σε άλλους πίνακες και γι’ αυτό η τυχόν νέα κατάταξη αυτού σε άλλο πίνακα, για την ίδια όμως ακριβώς απαίτησή του, που περιλήφθηκε σε προηγούμενο πίνακα για την οποία και ικανοποιήθηκε, παρέχει δικαίωμα ανακοπής στους άλλους δανειστές, που νόμιμα αναγγέλθηκαν, οπότε, σύμφωνα με τα άρθρα 979 και 980 Κ.Πολ.Δ, στη θέση του κατατάσσονται οι δανειστές, που άσκησαν ανακοπή κατά του νέου πίνακα (Α.Π. 590/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1561/2000, ΕλλΔνη 42, 1320, Α.Π. 458/1998, ΕλλΔνη 39, 1300, Εφ.Θεσ. 353/2003, Αρμ. 2003, 682, Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, Β’ έκδ, σ. 966). Κατά συνέπεια για το νόμιμο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, με την οποία ζητείται από αναγγελθέντα δανειστή η μεταρρύθμιση του πίνακα κατάταξης με την αιτιολογία ότι ο καθ’ ου η ανακοπή κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, παρόλο ότι είχε καταταγεί για την ίδια απαίτηση σε άλλον πίνακα κατάταξης, πρέπει να εκτίθεται, ότι ο άλλος πίνακας κατάταξης (στον οποίο ο καθ’ ου η ανακοπή είχε καταταγεί για την ίδια απαίτηση) είχε καταστεί απρόσβλητος με την έννοια της εκτελεστότητάς του, οπότε και υφίσταται έννομο συμφέρον προσβολής του πίνακα κατάταξης (Α.Π. 458/1998, Εφ.Λαρ. 192/2015, Εφ.Πειρ. 11/2014, Εφ.Θεσ. 2529/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

  1. IV. Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση ανακοπή της κατ’ άρθρο 979 Κ.Πολ.Δ. η εκκαλούσα ισχυρίσθηκε ότι, κατόπιν αναγκαστικής κατάσχεσης που επέβαλε σε ακίνητο του οφειλέτη της – καθ’ ου η εκτέλεση, πλειστηριάστηκε στις 27-10-2010 το ακίνητο το οποίο ειδικότερα προσδιορίζεται στην ανακοπή, ότι στον προαναφερθέντα πλειστηριασμό αναγγέλθηκε και η ίδια με την από 1-11-2010 αναγγελία της για απαίτησή της ανερχόμενη μετά των τόκων στο ισάξιο σε ευρώ κατά την ημερομηνία του πλειστηριασμού των 1.831.208,33 ελβετικών φράγκων, προερχόμενη από κατάλοιπο σύμβασης τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου που έκλεισε, η οποία της επιδικάσθηκε με τη με αριθ. …../2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και ήταν εξασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης που ενεγράφη στις 1-8-2008 μέχρι του ποσού των 837.775,25 ελβετικών φράγκων (ισάξιου του ποσού των 622.727,45 ευρώ κατά την ημερομηνία του πλειστηριασμού), ότι η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συνέταξε για τη διανομή του πλειστηριάσματος τον υπ’ αριθ. …../2010 πίνακα κατάταξης και, αφού προαφαίρεσε τα τέλη και δικαιώματά της και τα υπέρ της επισπεύδουσας έξοδα εκτέλεσης συνολικού ποσού 12.910,82 ευρώ, προέβη σε κατάταξη προνομιακή και οριστική των απαιτήσεων για ασφαλιστικές εισφορές των καθ’ ων οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης ως εχόντων γενικό προνόμιο κατ’ άρθρο 975 παρ. 6 Κ.Πολ.Δ. και δη: α1) του καθ’ ου Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. (ήδη Ε.Φ.Κ.Α.), για το σύνολο της αναγγελθείσας απαίτησής του από το Διευθυντή του Ταμείου Είσπραξης Εσόδων του Υποκαταστήματος Πειραιά, ποσού 14.261,69 ευρώ, α2) του ιδίου καθ’ ου, για το σύνολο της αναγγελθείσας απαίτησής του από το Διευθυντή του Γ’ Ταμείου Είσπραξης Εσόδων του Υποκαταστήματος Ζωγράφου, ποσού 16.764,54 ευρώ, α3) του ιδίου καθ’ ου, για το σύνολο της αναγγελθείσας απαίτησής του από το Διευθυντή του Ταμείου Είσπραξης Εσόδων του Υποκαταστήματος Ζωγράφου, ποσού 6.795,10 ευρώ και β) του καθ’ ου Ο.Α.Ε.Ε. για το σύνολο της αναγγελθείσας απαίτησής του, ποσού 14.654,26 ευρώ και ότι η κατάταξη των καθ’ ων είναι εσφαλμένη: α) διότι οι αναγγελία του καθ’ ου η ανακοπή Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ, όσον αφορά την υπό στοιχ. α1 άνω καταταγείσα απαίτησή του, ήταν αόριστη, β) διότι οι υπό στοιχ. α2, α3 και β άνω καταταγείσες απαιτήσεις των καθ’ ων έχουν καταταγεί οριστικά σε προηγούμενο πίνακα κατάταξης που δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί και γ) (επικουρικά) διότι εσφαλμένα υπολογίστηκαν τόκοι (πρόσθετα τέλη), επί των καταταχθέντων κύριων απαιτήσεων από ληξιπρόθεσμες ασφαλιστικές εισφορές, μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε επί της ανωτέρω ανακοπής, αντιμωλία των διαδίκων, τη με αριθ. 3706/2014 οριστική απόφασή του (κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 663 επ. Κ.Πολ.Δ, με τις αποκλίσεις των άρθρων 591 παρ. 1α και 643 Κ.Πολ.Δ.), με την οποία απέρριψε την ανακοπή ως αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα – ανακόπτουσα με τη κρινόμενη έφεσή της, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων εν γένει και ζητεί την εξαφάνισή της και την αποδοχή της ανακοπής της, προκειμένου να μεταρρυθμισθεί ο προσβληθείς με αυτή υπ’ αριθ. …./1-12-2010 πίνακας κατάταξης της συμβολαιογράφου ……….., ώστε ν’ αποβληθούν ολικά ή μερικά οι απαιτήσεις των καθ’ ων οι ανακοπές – εφεσίβλητων και να καταταχθεί στην θέση τους η δική της απαίτηση.
  2. V. Με το δεύτερο λόγο της έφεσής της, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο, η εκκαλούσα τράπεζα παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων η εκκαλουμένη απέρριψε τον λόγο της ανακοπής της με τον οποίον ισχυρίζεται ότι η αναγγελθείσα απαίτηση ποσού 14.261,69 ευρώ του καθ’ ου Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. είναι αόριστη, επειδή η απαίτηση αυτή και ο προνομιακός χαρακτήρας της δεν προσδιορίζονταν ειδικότερα στην αναγγελία ως προς το ακριβές περιεχόμενο ή τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποτέλεσαν τη γενεσιουργό αιτία της, τα οποία δεν αποδεικνύονται πλήρως και από τα προσκομισθέντα έγγραφα, αφού σ’ αυτά δεν περιλαμβάνονται οι πράξεις βεβαίωσης των επιμέρους ποσών της αναγγελθείσας απαίτησης. Ισχυρίζεται δε ότι, εξαιτίας των ανωτέρω ελλείψεων της αναγγελθείσας απαίτησης, η ίδια αδυνατεί να ελέγξει και να διαπιστώσει το ακριβές περιεχόμενο ή τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποτέλεσαν τη γενεσιουργό αιτία της κατά του συγκεκριμένου οφειλέτη, καθώς και το σχετικό προνόμιο των απαιτήσεων αυτών, υφιστάμενη έτσι βλάβη, που δεν δύναται να θεραπευθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, λόγω της αοριστίας του εγγράφου της αναγγελίας. Ωστόσο, από την επισκόπηση της προσκομιζόμενης με επίκληση υπ’ αριθ. …./2-11-2010 αναγγελίας του Διευθυντή του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Ταμείο Είσπραξης Εσόδων Πειραιά (ως νομίμου εκπροσώπου του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.), η οποία έχει κατατεθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα στην υπάλληλο του πλειστηριασμού συμβολαιογράφο Αίγινας ………., μετά του συνημμένου με ίδια ημερομηνία πίνακα χρεών, ο οποίος κατατέθηκε νόμιμα από το Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αποδεικνύεται ότι η άνω αναγγελία περιέχει λεπτομερή περιγραφή των αντίστοιχων απαιτήσεων, που το εδώ εφεσίβλητο Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. κατέθεσε στην υπάλληλο του πλειστηριασμού κατ’ είδος και ποσό, όπως αναφορά των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το αντίστοιχο προνόμιό του, ώστε το δικαστήριο να είναι σε θέση να προβεί στον έλεγχο της γενομένης κατάταξης και η εκκαλούσα (ανακόπτουσα) αντίστοιχα να προβεί στον ίδιο έλεγχο (ως προς την απαίτηση και το προνόμιο των καταταγέντων) και να προβάλει ευχερώς την άμυνά της. Ειδικότερα, στην παραπάνω αναγγελία του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. διαλαμβάνεται, ότι αυτό έχει κατά του … … . …. (καθ’ ου η αναγκαστική εκτέλεση) συνολική απαίτηση 14.031,81 ευρώ, που προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/20-7-2009 ταμειακή βεβαίωση και αφορά ασφαλιστικές εισφορές της χρονικής περιόδου από 1-12-2008 έως 30-4-2009. Στην ίδια αναγγελία περιέχεται και αίτημα προνομιακής κατάταξης της απαίτησης αυτής. Επιπλέον εξειδίκευση της περιγραφής της αναγγελθείσας απαίτησης δεν απαιτείτο, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναγγελία δεν συνιστά ούτε κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ούτε κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται αναλόγως για το Ι.Κ.Α, κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για παροχή δικαστικής προστασίας, ώστε να απαιτείται εξειδίκευση της περιγραφής της αναγγελλόμενης απαίτησης στο βαθμό που θα απαιτείτο επί άλλου εισαγωγικού δικογράφου (Α.Π. 563/2013, ό.α, Α.Π. 1340/2006, ό.α, Α.Π. 195/2003, ό.α, Α.Π. 1700/2002, ό.α, Α.Π. 387/2001, ό.α, Α.Π. 286/2000, ό.α.). Ούτε ακόμη απαιτείτο, προς απόδειξη της άνω αναγγελθείσας απαίτησης, να προσκομιστούν στην υπάλληλο του πλειστηριασμού οι πράξεις βεβαίωσης των επιμέρους ποσών της, αφού το Ι.Κ.Α. αναγγέλλεται δια κοινοποιήσεως απλώς του αναγγελτηρίου μόνον στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο και όχι στον δανειστή και στον οφειλέτη και δεν υποχρεούται σε κατάθεση τίτλων (Εφ.Λαρ. 246/2014, Εφ.Πατρ. 947/2002, ό.α, Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, έκδ. β’, παρ. 380α VII και παρ. 387 VI τέλος). Κατόπιν τούτων η άνω αναγγελία φέρει όλα τα στοιχεία τα οποία είναι προσδιοριστικά της άνω προνομιούχου απαίτησης που το καθ’ ου Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ. ανήγγειλε εναντίον του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη του, τα οποία παρείχαν την ευχέρεια στην εκκαλούσα να προβάλει ευχερώς την άμυνά της και αντίστοιχα στο δικαστήριο να προβεί στον έλεγχο της γενομένης κατάταξης και ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
  3. VI. Mε τον πρώτο λόγο της έφεσής της, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο, η εκκαλούσα παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου η εκκαλουμένη απέρριψε ως απαράδεκτο (ελλείψει εννόμου συμφέροντος) το λόγο της ανακοπής της, κατά τον οποίον εσφαλμένα κατετάγησαν οριστικά και προνομιακά στον προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. ……/1-12-2010 πίνακα κατάταξης οι υπό στοιχ. α2, α3 και β άνω απαιτήσεις των καθ’ ων ασφαλιστικών οργανισμών, αφού οι ίδιες απαιτήσεις τους είχαν καταταγεί οριστικά και σε προηγούμενο πίνακα κατάταξης, ο οποίος, όμως ακόμη δεν είχε οριστικοποιηθεί, καθώς είχε προσβληθεί με ανακοπή από άλλη δανείστρια του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη. Ειδικότερα, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι για τις άνω καταταγείσες απαιτήσεις τους οι καθ’ ων η ανακοπή είχαν ήδη καταταγεί οριστικά και στον υπ’ αριθ. ………/22-6-2010 πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου Αθηνών …….. και συγκεκριμένα, το μεν Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. οριστικά για ποσά 6.524,28 ευρώ (που αντιστοιχούσε σε οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές από 1-1-2008 έως 30-4-2009) και 16.024,12 ευρώ (που αντιστοιχούσε σε οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές από 1-1-2007 έως 30-4-2009), ο δε Ο.Α.Ε.Ε. οριστικά και προνομιακά για ποσό 12.312,66 ευρώ (που αντιστοιχούσε σε οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές από 1996 έως 26-5-2010). Ότι, επειδή η κατάταξη των καθ’ ων η ανακοπή στον υπ’ αριθ. …../22-6-2010 πίνακα έχει προσβληθεί με την εκκρεμούσα προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από 15-7-2010 και με ΓΑΚ …./2010 και Α.Κ.Δ. …/2010 ανακοπή κατ’ άρθρο 979 Κ.Πολ.Δ. της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..», για το σύνολο της καταταγείσας απαίτησης του Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ, ποσού (6.524,28 + 16.024,12) 22.548,80 ευρώ, καθώς και για ποσό 12.312,66 ευρώ από την καταταγείσα απαίτηση 14.428,08 ευρώ του Ο.Α.Ε.Ε, η ίδια (ανακόπτουσα) έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση της κρινόμενης ανακοπής, αφού, σε περίπτωση που οριστικοποιηθεί η κατάταξη των καθ’ ων στον άνω πίνακα κατάταξης, μετά από ενδεχόμενη απόρριψη της από 15-7-2010 άνω ανακοπής, θα αποβληθούν οι καθ’ ων για τα άνω ποσά για τα οποία κατετάγησαν στον υπ’ αριθ. …./1-12-2010 πίνακα και θα καταταγεί η ίδια στη θέση τους για αντίστοιχο μέρος της απαίτησής της. Υπό τα ιστορούμενα όμως πραγματικά περιστατικά, τα οποία η ανακόπτουσα δεν συμπληρώνει ούτε διαφοροποιεί με τις πρωτόδικες προτάσεις της, ο άνω λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, εφόσον εκτίθεται ότι ο προηγούμενος υπ’ αριθ. ………./22-6-2010 πίνακας κατάταξης, στον οποίον το καθ’ ου Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ. είχε καταταγεί για την ίδια απαίτησή του κατά του ιδίου οφειλέτη, δεν είχε καταστεί απρόσβλητος με την έννοια της εκτελεστότητάς του, αλλά εκκρεμεί κατ’ αυτού η προαναφερθείσα ανακοπή κατ’ άρθρο 979 Κ.Πολ.Δ, με συνέπεια να μην υφίσταται έννομο συμφέρον της ανακόπτουσας για προσβολή του επίδικου μη οριστικοποιηθέντος υπ’ αριθ. 1094/1-12-2010 πίνακα κατάταξης, στον οποίον το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. κατετάγη για την ίδια απαίτηση.

VII. Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο, η εκκαλούσα τράπεζα παραπονείται ότι  κατά παράβαση του νόμου η εκκαλουμένη απέρριψε τον λόγο της ανακοπής της με τον οποίον ισχυρίζεται (επικουρικά) ότι υπολογίστηκαν εσφαλμένα τόκοι (πρόσθετα τέλη) επί των καταταχθεισών κύριων απαιτήσεων από ληξιπρόθεσμες ασφαλιστικές εισφορές μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης, αφού αυτή (τελεσιδικία) εξαρτάται από γεγονός μελλοντικό και παντελώς αβέβαιο και συνεπώς δεν καθίσταται ευχερής ο υπολογισμός των τόκων – προσθέτων τελών αυτών. Ο λόγος αυτός πρέπει επίσης να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι, εφόσον φέρεται ότι οι εφεσίβλητοι – καθ’ ων η ανακοπή φορείς κοινωνικής ασφάλισης με την αναγγελία τους ζητούσαν όλους τους τόκους της απαίτησής τους μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης, έχοντας δικαίωμα να καταταγούν γι’ αυτούς ως προνομιούχοι δανειστές κατ’ άρθρο 975 παρ. 6 Κ.Πολ.Δ. και ότι υπήρχε διαθέσιμο πλειστηρίασμα, η υπάλληλος του πλειστηριασμού όφειλε να υπολογίσει τους δυνάμενους να καταταγούν αυτούς τόκους επί των ληξιπρόθεσμων κύριων ασφαλιστικών εισφορών, ήτοι τα πρόσθετα τέλη, μέχρι του χρόνου της πιθανής εκτελεστότητας του πίνακα κατάταξης (Εφ.Πατρ. 329/2012, Εφ.Πατρ. 156/2001, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Ι. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεση, τόμ. 2ος, έκδ. Β’, παρ. 436, σ. 1206) Σημειώνεται ότι τους παραπάνω τόκους ήταν δυνατόν να υπολογίσει και να αποδώσει στους δικαιούχους (με την απόφασή του) και το δικαστήριο της ανακοπής με την κατάταξη του νικητή διαδίκου (Εφ.Πατρ. 329/2012, ό.α, Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεση, Β’’έκδοση, υπ’ άρθρο 980, σ. 1206).

Η εκκαλούμενη απόφαση – κρίνοντας όμοια με τα παραπάνω, έστω και με ελλιπέστερη αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας και απορρίπτοντας τους άνω λόγους ανακοπής, οι οποίοι συνίστανται σε προβολή ενστάσεων κατά των καταταχθέντων απαιτήσεων των καθ’ ων – δεν έσφαλλε αλλά προέβη στη δέουσα ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και στη δέουσα εκτίμηση των προσκομισθέντων αποδείξεων, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα με τους άνω λόγους της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα και συνεπώς και η έφεση αυτή στο σύνολό της. Η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), θα επιδικαστούν όμως αυτά μειωμένα, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 5 ν. 3210/1955, 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957 σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 και 9 του Ν.Δ. 2698/1953 και της κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 Ν. 1738/1987 εκδοθείσας Υ.Α. 134423/20-1- 1993 (Α.Π. 1441/2017, Α.Π. 1467/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και ξεχωριστά στο Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ. (ήδη Ε.Φ.Κ.Α.) και στον Ο.Α.Ε.Ε, λόγω της διαφορετικής νομικής τους παράστασης (Α.Π. 492/2010, Α.Π. 1041/2010, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Δωδ. 184/2015, Εφ.Πατρ. 432/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης που κατέθεσε η ολικά ηττηθείσα εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 18-12-2014 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../22-12-2014 έφεση κατά της με αριθ. 3706/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Δέχεται τυπικά την άνω έφεση και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσία.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300,00) ευρώ, εκ των οποίων το ήμισυ αναλογεί στο Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. (ήδη Ε.Φ.Κ.Α.) και το υπόλοιπο στον Ο.Α.Ε.Ε.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των διακοσίων (200,00) ευρώ, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα με τα υπ’ αριθ. ……… παράβολα ΤΑΧ.ΔΙΚ, ποσού εξήντα (60,00) ευρώ εκάστου και τα υπ’ αριθ. …………….  παράβολα Δημοσίου, ποσού σαράντα (40,00) ευρώ εκάστου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 8 Ιουνίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ