Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 335/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης   335/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————-

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου,  Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Κατά μεν το άρθρο 579 § 1 ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε,  κατά δε το άρθρο 581 §§ 1 και 2 του ίδιου κώδικα, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην προ της εκδόσεως αυτής κατάσταση. Η αναίρεση της απόφασης και, συνεπώς, η εξαφάνιση της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο εξαρτάται από το αν έχουν προσβληθεί όλα ή κάποια από τα περισσότερα κεφάλαια της (ΑΠ 493/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1220/2007 ΕλΔνη 49/1625, ΑΠ 975/2000, ΕλΔνη 42/81). Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως, καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και, μάλιστα, του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως ολικής (ΑΠ 1308/2004 ΕλΔνη 46/84, ΑΠ 1833/2001, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Στο σύνολο της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρετική απόφαση δεν περιορίζει, με σχετική διάταξη στο διατακτικό της, την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (OλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007/1830, ΑΠ 493/2011, ΑΠ 875/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 43/2005 ΕλΔνη 46/1401). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 § 3, 581 §§ 2 και 3, 579 § 1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναιρέσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται μεν για ορισμένη παράβαση, αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν κεφάλαιο, επί του οποίου, με την απόφαση του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης, που αναιρέθηκε, ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις από την αναιρεθείσα, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΟλΑΠ 4/1996 ΕλΔνη 1996, 1041, ΑΠ 1427/2011 Αρμ 2012, 248, ΑΠ 2274/2009 Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 805/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 137/2004 Δ 35/1171, ΑΠ 129/2004 Δ 35/804, ΕφΠειρ 250/2016, ΕφΠειρ 548/2015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η δέσμευση του Δικαστηρίου της παραπομπής θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 580 § 4 ΚΠολΔ, κατά την οποία οι αποφάσεις της Ολομέλειας ή των Τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα Δικαστήρια, που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση, ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν (ΑΠ 1613/07 Δ 38, 1234, ΑΠ 1145/05 ΕλΔνη 48, 1658). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως «νομικό ζήτημα» θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου είχε θεμελιωθεί η αναίρεση (ΑΠ 153/1997 Δ 28/857, ΕφΠειρ 250/2016 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 434/2013 Αρμ. 2013/1111, ΕφΛαμ 285/2010, ΕφΑιγ 207/2008, ΕφΔωδ 165/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ 2007, § 121, αρ.35, σελ.565, Λ. Σινανιώτης, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, 2006, σελ.342) και μπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 629/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η δέσμευση αυτή δεν παράγεται από το δεδικασμένο, καθόσον αυτό ανακύπτει μετά το πέρας της δίκης και μάλιστα κατά τη διάρκεια άλλης δίκης, στα πλαίσια της οποίας το ήδη επιλυθέν ζήτημα εμφανίζεται ως κύριο ή προδικαστικό. Άλλωστε, οι αναιρετικές αποφάσεις είτε της Ολομέλειας είτε των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεν είναι δεκτικές εκτελέσεως, ούτε παράγουν δεδικασμένο. Αντ’ αυτών παράγουν ενδοδιαδικαστική δέσμευση (ΟλΑΠ 12/2009 ΑρχΝ 2009/708, ΑΠ 137/2004 ΝοΒ 2004/1553), που οφείλεται στην κατά το σύνταγμα και το νόμο ιεραρχική θέση των Δικαστηρίων (δόγμα ιεραρχίας) και στο σκοπό και τη λειτουργία των ενδίκων μέσων (Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένον κατά τον ΚΠολΔ, 1983, § 14, σελ. 167). Για το λόγο αυτό τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί και ως λόγοι έφεσης και ως αναιρετικοί λόγοι, εφόσον αφορούν νομικό ζήτημα υπό την προεκτεθείσα έννοια, καλύπτονται από την κρίση της αναιρετικής απόφασης και, αν μεν είχαν γίνει δεκτοί ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το Δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχθεί και ως βάσιμους λόγους έφεσης, ενώ, αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, αποβαίνουν απαράδεκτοι ως λόγοι έφεσης (ΑΠ 674/1988 Συμπλ. Βασ. Νομ. 2 [1993]/151, ΕφΠειρ 250/2016 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κ.Παπαδόπουλος, Η αναιρετική διαδικασία κατά τον ΚΠολΔ, 1997, § 513, σελ.763, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τόμος Γ, 1995, άρθρο 581, αρ.10).

  1. II. Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 29.9.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./22.10.2015 κλήση της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, νομίμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 581 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, επαναφέρεται προς εκδίκαση η υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στο οποίο παραπέμφθηκε με την υπ’ αριθμό 1092/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, δυνάμει της οποίας αναιρέθηκε, κατά το κεφάλαιο, που αφορά ο δεκτός γενόμενος μοναδικός λόγος αναιρέσεως, κατά τα διαλαμβανόμενα ειδικότερα στο σκεπτικό της, η υπ’ αριθμό 427/2010 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία δίκασε κατά την τακτική διαδικασία και αφού δέχθηκε κατ’ουσίαν την κρινόμενη από 18.5.2009 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……./18.5.2009 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……./18.5.2009 έφεση της δεύτερης εναγομένης-εκκαλούσας, εξαφάνισε εν μέρει την εκκαλουμένη 1775/2009 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ακολούθως, απέρριψε κατ’ουσίαν την από 21-3-2008 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./2008 αγωγή της εφεσίβλητης, καθ’ο μέρος στρέφεται κατά της εναγομένης-εκκαλούσας. Κατόπιν τούτου, επανερχομένων των διαδίκων στην πριν την αναιρεθείσα απόφαση υφιστάμενη κατάσταση (άρθρ. 579 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να ερευνηθεί η ένδικη έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας δεύτερης εναγομένης εταιρείας και ήδη εκκαλούσας, από το παρόν Δικαστήριο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, συγκροτούμενο από έτερους Δικαστές, μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση (581 παρ.2 ΚΠολΔ). Η εν λόγω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στις 22.4.2008, όπως προκύπτει από την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………, στο σώμα ακριβούς αντιγράφου της επιδιδόμενης απόφασης, που προσκομίζεται από την εκκαλούσα εταιρεία, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματέα του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 18.5.2009 (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 496, 498, 499, 511, 513 παρ.1β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 ΚΠολΔ), πρέπει, επομένως, αφού το εμπρόθεσμο της εφέσεως δεν συνιστά χωριστό αντικείμενο δίκης και συνέχεται αναγκαίως με το μέρος της αποφάσεως που αναιρέθηκε, μεταβιβάζεται δε ως προς αυτό μετά την αναίρεση στο Εφετείο (ΕφΠειρ 250/2016, ΕφΘεσ 1667/2015, ΕφΠειρ 85/2014, ΕφΛαρ 20/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα του σχετικού με το αναιρεθέν κεφάλαιο λόγου της,  σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1, 579 § 1, 580 § 3 και 4, 581 § 2 και 591 § 1 ΚΠολΔ, ως προς το οποίο μόνον επανακρίνεται (ΑΠ 738/2012, ΑΠ 1145/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

III. Με την από 21.3.2008 αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, ισχυρίζεται ότι δυνάμει του αναφερομένου ασφαλιστηρίου, που συνήψε με την αγοράστρια των επίδικων εμπορευμάτων εταιρεία «………», ασφάλισε τούτα και συγκεκριμένα πέντε ντιζελογεννήτριες, όπως αναλυτικά περιγράφονται, εναντίον παντός κινδύνου κατά την μεταφορά τους από τις εγκαταστάσεις της πωλήτριας εταιρείας στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας, στην έδρα της παραλήπτριας, ασφαλισμένης της, στο Αιγάλεω Αττικής, την οποία ανέλαβε να εκτελέσει η δεύτερη εναγομένη αλλοδαπή εταιρεία, ήδη εκκαλούσα, δυνάμει σύμβασης μεταφοράς, που συνήψε με την πρώτη εναγομένη «………..»,  μη ούσα διάδικο στην παρούσα δίκη, που ενήργησε, ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς, για λογαριασμό της αγοράστριας, κατόπιν καταρτισθείσης μεταξύ τους σύμβασης παραγγελίας και ότι, αν και τα εμπορεύματα παραδόθηκαν στο λιμάνι Μπέλφαστ σε άριστη κατάσταση κατάλληλα συσκευασµένα προς μεταφορά στους προστηθέντες της εναγομένης μεταφορέως και φορτώθηκαν στο εμπορευματοκιβώτιο ιδιοκτησίας της, εκδιδομένης της αναφερομένης καθαρής θαλάσσιας φορτωτικής, κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους, µέσω του Λίβερπουλ Μ. Βρεττανίας και του Σαλέρνο Ιταλίας, στον Πειραιά, υπέστησαν ζηµιές, όπως αναλυτικά εκτίθενται, λόγω κακού χειρισµού του εµπορευματοκιβωτίου από υπαιτιότητα των προστηθέντων της δεύτερης εναγομένης, που συνίστατο στην βίαιη πτωτική εναπόθεση του κατά την μεταφόρτωση σε ενδιάμεσο λιμάνι και ότι, ένεκα επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, κατέβαλε στις 7.12.2007 στην αγοράστρια, προς κάλυψη της ζηµίας της, συνολικού ύψους 22.000 ευρώ, όπως επαρκώς προσδιορίζεται, με βάση την αξία των πραγμάτων κατά τον χρόνο και τόπο εκφόρτωσης, το ασφάλισμα ανερχόμενο σε 21.850 ευρώ, μετ’αφαίρεση του ποσού απαλλαγής της εκ 150 ευρώ, δηλαδή πριν παρέλθει έτος από της παραδόσεως των εµπορευµάτων στις 10.1.2007 και έκτοτε υποκαταστάθηκε στα δικαιώµατα της ασφαλισμένης της έναντι των εναγοµένων, επιπλέον δε κατέστη εκδοχέας των απαιτήσεων της, συνεπεία εκχώρησης. Ακολούθως, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόµενες να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 21.850 ευρώ, νοµιµοτόκως από τις 8.1.2007, ημερομηνία κατάπλου στον λιμένα προορισμού, τον Πειραιά, άλλως  από τις 7.12.2007, ημερομηνία καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης, άλλως από την επίδοση της αγωγής.

  1. I Επί της ως άνω αγωγής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’αριθμ.1775/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού κρίθηκε, ότι εφαρμοστέο δίκαιο στην προκείμενη υπόθεση, κατ’ άρθρο 25 ΑΚ, τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με την σχετική ρήτρα του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και ότι η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, παρεκτός του αιτήματος τοκοδοσίας από τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι προορισμού, στηριζόμενη στις διατάξεις περί ασφαλιστικής υποκατάστασης του άρθρου 14 παρ.1 Ν.2496/1997 και εκείνες των άρθρων 3 παρ.1 και 4 παρ.1 και 5 εδ.β΄ του Ν.2107/1992 περί κύρωσης της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών της 25-8-1924 και των τροποποιητικών της Πρωτοκόλλων της 23-2-1968 και της 21-12-1979 (Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ), που εφαρμόζονται στην Ελλάδα από 23-6-1993 για όλες τις θαλάσσιες μεταφορές, που εκτελούνται με φορτωτική μεταξύ λιμένων φόρτωσης και εκφόρτωσης διαφορετικών κρατών, ακολούθως, αφενός απέρριψε την αγωγή, ως προς την πρώτη εναγομένη, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της, αφού δέχθηκε ότι δεν παρεμβλήθηκε στην μεταφορά με την ιδιότητα του παραγγελιοδόχου, αλλά του πράκτορα της μεταφορέως δεύτερης εναγομένης και αφετέρου, αφού δέχθηκε ότι η επίδικη ζημία της ασφαλισμένης αγοράστριας και παραλήπτριας του φορτίου, δεν ανάγεται σε κακή συσκευασία (μη ασφαλή πρόσδεση) των εμπορευμάτων εκ μέρους του φορτωτή ή τρίτων, αλλά σε σφάλμα των βοηθών εκπλήρωσης της δεύτερης εναγομένης κατά την μεταφορά, λόγω απότομης βίαιης πτωτικής εναπόθεσης του εμπορευματοκιβωτίου, έκανε δεκτή την αγωγή, ως προς την δεύτερη εναγομένη και την υποχρέωσε να καταβάλει στην ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία, που δέχθηκε ότι είχε υποκατασταθεί στα δικαιώματα της αγοράστριας ασφαλισμένης της, το αιτούμενο ποσό των 21.850 ευρώ, μετ’αφαίρεση του ποσού της απαλλαγής της, νομιμοτόκως από την ημερομηνία καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης, ενώ απέρριψε, ως μη νόμιμες, τις ενστάσεις των εναγομένων αφενός περί παραγραφής της ευθύνης του μεταφορέα, λόγω παρέλευσης έτους από την παράδοση των εμπορευμάτων, κρίνοντας ότι η επίδικη αξίωση της ενάγουσας υπόκειται στην εξάμηνη παραγραφή του άρθρου 14 παρ.5 Ν.2496/1997 από την υποκατάσταση, η οποία έλαβε χώρα εντός του έτους από την παράδοση τους και αφετέρου περί περιορισμού της ευθύνης του μεταφορέα στο ποσό των 100 λιρών Αγγλίας.

Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται η ηττηθείσα εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεση της, για τους αναφερόμενους λόγους, που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλομένη απόφαση, ώστε η ως άνω αγωγή να απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 427/2010 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, συντιθέμενου από έτερους Δικαστές, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι την µεταφορά των εµπορευµάτων ανέλαβε και εκτέλεσε πράγµατι η δεύτερη εναγοµένη-εκκαλούσα και την ασφάλιση τους ανέλαβε η ενάγουσα-εφεσίβλητη και ότι εξ υπαιτιότητας των προστηθέντων της εναγομένης-εκκαλούσας επήλθαν ζηµίες στα μεταφερόμενα εμπορεύματα, αποτιµώµενες σε 22.000 ευρώ, με βάση την αξία τους στον τόπο και κατά τον χρόνο εκφόρτωσης και οφειλόµενες σε κακή µεταχείριση του εµπορευµατοκιβωτίου κατά την διάρκεια της µεταφόρτωσης του από πλοίο σε πλοίο, σε ενδιάµεσο λιµάνι και όχι στην κακή στοιβασία και μη ασφαλή πρόσδεση των γεννητριών εντός του εμπορευματοκιβωτίου από την φορτώτρια εταιρεία, απορρίπτοντας τον σχετικό δεύτερο λόγο της έφεσης της εναγομένης, ως ουσιαστικά αβάσιμο, περαιτέρω δε ότι η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία κατέβαλε στις 7.12.2007 ως ασφάλισµα, λόγω πραγµατώσεως του ασφαλισθέντος κινδύνου, στην αγοράστρια εταιρία το ποσόν των 21.850 ευρώ και έκτοτε υποκαταστάθηκε ex lege αλλά και με ειδική έγγραφη εκχώρηση, που περιλήφθηκε στην εξοφλητική απόδειξη, στα δικαιώµατα της ασφαλισµένης της εταιρίας κατά της εναγοµένης µεταφορικής εταιρίας,  δικαιούµενη πλέον η ενάγουσα να αξιώσει από την εναγοµένη την καταβολή του ανωτέρω ποσού, ακολούθως δέχθηκε, ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη, την ένσταση της εναγομένης μεταφορέως περί παραγραφής της απαίτησης της ενάγουσας, κατ’άρθρο 3 παρ.6 εδ.δ της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, που επανέφερε ενώπιον του Εφετείου με τον πρώτο λόγο της έφεσης της, λόγω παρέλευσης έτους από την παράδοση των εμπορευμάτων στην αγοράστρια εταιρεία στις 10.1.2007, μέχρι την κατάθεση της ένδικης αγωγής στις 28.3.2008, κρίνοντας ότι οι κανόνες Χάγης-Βίσμπυ υπερισχύουν, κατ’αρθρο 28 του Συντάγματος, της αντίθετης διάταξης του άρθρου 14 παρ.5 Ν.2496/1997  και έτσι έκανε δεκτή την έφεση, εξαφάνισε εν μέρει την εκκαλουμένη πρωτοβάθμια απόφαση, που είχε απορρίψει την ένσταση παραγραφής και είχε κάνει δεκτή την αγωγή, καθόσον στρεφόταν κατά της δεύτερης εναγομένης, κράτησε και δίκασε την αγωγή και την απέρριψε κατ’ουσίαν δεχθείσα ουσιαστικά την εν λόγω ένσταση.

Κατά της αποφάσεως αυτής η ηττηθείσα ενάγουσα-εφεσίβλητη άσκησε την από 12.7.2011 αίτηση αναιρέσεως, κατ’άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, για παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 14 παρ.5 Ν.2496/1997, 28 παρ.1 Συντάγματος και άρθρο 1 παρ.1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Επ’αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1092/2014 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε ότι το Εφετείο με τις, ως άνω, παραδοχές, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, καθόσον παραβίασε τις ανωτέρω διατάξεις, επειδή δέχθηκε ότι οι απαιτήσεις κατά του μεταφορέως για οποιαδήποτε ευθύνη του σε σχέση προς τα μεταφερόμενα εμπορεύματα, σύμφωνα με την Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών, παραγράφονται, εφόσον δεν έχει εγερθεί σχετική αγωγή εντός έτους από της παραδόσεως των εμπορευμάτων ή από της ημερομηνίας κατά την οποία θα έπρεπε να παραδοθούν στον κύριο αυτών, χωρίς στην περίπτωση αυτήν να ισχύει η προβλεπόμενη από το άρθρο 14 παρ.5 Ν.2496/1997 αναστολή της παραγραφής, κατά παραδοχή του μοναδικού λόγου αναίρεσης, με αποτέλεσμα να αναιρεθεί η αναιρεσιβληθείσα εφετειακή απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές.

  1. V. Με τον Ν.2107/1992 κυρώθηκε η Διεθνής Σύµβαση των Βρυξελλών της 25-8-1924 «για την ενοποίηση ορισµένων νοµικών κανόνων σχετικά µε τις φορτωτικές» και τα τροποποιητικά αυτής Πρωτόκολλα της 23-2-1968 και της 21-12-1979 (κανόνες Χάγης-Βίσµπυ), οι διατάξεις της οποίας άρχισαν να εφαρµόζονται στην Ελλάδα από τις 23-6-1993 και έχουν, µεταξύ άλλων, ισχύ στις θαλάσσιες µεταφορές που διενεργούνται µεταξύ λιµένων (φόρτωσης και εκφόρτωσης) διαφορετικών κρατών, εφόσον οι µεταφορές καλύπτονται από φορτωτική ή άλλο παρόµοιο έγγραφο, που αποτελεί τίτλο για την εκτέλεση τους. Ειδικότερα, µε το άρθρο 3 παρ. 6 εδ. δ της Διεθνούς Συµβάσεως, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου της 23-2-1968, ορίζεται: «ο µεταφορέας και το πλοίο θα απαλλάσσονται σε κάθε περίπτωση από οποιαδήποτε ευθύνη σχετικά με τα εμπορεύματα, εφόσον δεν έχει εγερθεί αγωγή εντός έτους από την παράδοση τους ή από την ηµεροµηνία που θα έπρεπε να είχαν παραδοθεί». Με το άρθρο αυτό καθιερώνεται ετήσια παραγραφή του δικαιώµατος του παραλήπτη για αποζηµίωση του απολεσθέντος ή βλαβέντος φορτίου. Η παραγραφή αυτή αρχίζει από την παραλαβή ή την παράδοση των πραγµάτων ή από την ηµεροµηνία που θα έπρεπε να είχαν παραδοθεί και ισχύει ενιαίως, τόσο στην συµβατική όσο και στην εξωσυµβατική ευθύνη του θαλάσσιου µεταφορέα, όχι µόνο για την απώλεια ή βλάβη εµπορευµάτων, αλλά και για τις λοιπές αξιώσεις του ενδιαφεροµένου ως προς το φορτίο. Με την εν λόγω Διεθνή Σύµβαση όµως, δεν ορίζεται περαιτέρω οτιδήποτε για την διακοπή ή την αναστολή της παραγραφής. Οι περιπτώσεις αυτές ρυθµίζονται, όσον αφορά µεν την διακοπή της παραγραφής από τα άρθρα 261 επ. Α.Κ., όσον αφορά δε την αναστολή της παραγραφής, πλέον του άρθρου 255 Α.Κ. και από τα άρθρο 14 παρ. 5 Ν.249611997, κατά το οποίο: «Σε περίπτωση υποκατάστασης του ασφαλιστή, η παραγραφή των αξιώσεων του λήπτη της ασφάλισης κατά του τρίτου δεν συµπληρώνεται πριν την παρέλευση έξι (6) µηνών από την υποκατάσταση και εφόσον αυτή έλαβε χώρα πριν από την παραγραφή ή την απόσβεση αυτών των αξιώσεων». Η διάταξη αυτή δεν έρχεται σε αντίθετη µε την ανωτέρω Διεθνή Σύµβαση, καθόσον δεν εισάγει ρύθµιση διαφορετική από εκείνην, αλλά την συµπληρώνει σε θέµα το οποίο δεν ρυθµίζεται από αυτήν και είναι σύµφωνη τόσο προς το άρθρο 28 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγµατος, όσο και προς το άρθρο 1 παρ. 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (ΑΠ 1657/2008).

Τα ανωτέρω έχουν κριθεί από την αναιρετική και παραπεμπτική υπ’ αριθμ.1092/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου και δεσμεύουν, ενόψει των ρηθέντων στην μείζονα υπό στοιχείο  ΙΙ σκέψη, το παρόν Δικαστήριο της παραπομπής ως προς το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε στους ουσιαστικούς κανόνες των άρθρων 3 παρ. 6 εδ. 4 της Διεθνούς Συµβάσεως, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου της 23-2-1968 και 14 παρ. 5 Ν.2496/1997, καθόσον αφορά το επιλυθέν από αυτήν νομικό ζήτημα της αναστολής της ενιαύσιας παραγραφής των αξιώσεων του λήπτη της ασφάλισης κατά του ζημιώσαντος μεταφορέως σε περίπτωση ασφαλιστικής υποκατάστασης. Για το λόγο αυτό τα παράπονα περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής από την εκκαλουμένη της διάταξης του άρθρου 14 παρ.5 Ν.2496/1997, αντί της υπερνομοθετικής ισχύος εκείνης του άρθρου 3 παρ. 6 εδ. δ της Διεθνούς Σύµβασης των Βρυξελλών, που έχουν διατυπωθεί στον πρώτο λόγο της έφεσης της εναγομένης-εκκαλούσας, καθόσον αφορούν νομικό ζήτημα υπό την προεκτεθείσα έννοια, καλύπτονται από την κρίση της αναιρετικής απόφασης ότι δεν πρόκειται για αντίθετες διατάξεις, αλλά η διάταξη του άρθρου 14 παρ.5 Ν.2496/1997 συμπληρώνει την ανωτέρω Διεθνή Σύμβαση ρυθμίζοντας το θέμα της αναστολής της εν λόγω παραγραφής επί εξάμηνο σε περίπτωση ασφαλιστικής υποκατάστασης και επομένως, η υπόθεση πρέπει περαιτέρω να επανεκδικασθεί κατά το αναιρεθέν και εκκληθέν αυτό κεφάλαιο.

  1. VI. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως των διαδίκων, που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ημεδαπή εταιρία με την επωνυμία «…………..» και έδρα στο Αιγάλεω Αττικής, η οποία εμπορεύεται μηχανές, αγόρασε από την αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «…………» και έδρα στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας πέντε (5) ντιζελογεννήτριες (ηλεκτροπαραγωγά ζεύγη) συνολικού μικτού βάρους 15.205 κιλών, δηλαδή : α) μία ντιζελογεννήτρια κλειστού τύπου Perkins ΧΡ165Ε1 μαζί με τα εξαρτήματα της (σιλανσιέ και κιβώτιο διακόπτη), β) μία ντιζελογεννήτρια κλειστού τύπου ΧΡ165Ε1 και γ) τρεις ντιζελογεννήτριες ανοικτού τύπου ΧΡ110Ε. Για την πώληση των εμπορευμάτων αυτών εκδόθηκαν από την πωλήτρια εταιρεία τα υπ’ αριθμ…../28-11-2006, …./27-11-2006 και …./27-11-2006 τιμολόγια πώλησης με τη ρήτρα «EXW Larne, Northern Ireland» («ΕΧ Works» : με κίνδυνο, ασφάλιση και μεταφορά του αγοραστή από την παραλαβή προς μεταφορά του εμπορεύματος), που σημαίνει ότι η πωλήτρια εταιρία έπαψε να φέρει τον κίνδυνο των εμπορευμάτων με την έξοδο τους από το εργοστάσιο της στο Larne της Βόρειας Ιρλανδίας. Τη μεταφορά των παραπάνω εμπορευμάτων από την έδρα της πωλήτριας εταιρίας, στην έδρα της αγοράστριας εταιρίας, με ενδιάμεσες μεταφορτώσεις στα λιμάνια του Λίβερπουλ Ηνωμένου Βασιλείου και Σαλέρνο Ιταλίας ανέλαβε να εκτελέσει έναντι αμοιβής η δεύτερη εναγομένη αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «…………..» και έδρα στο Λίβερπουλ του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία συνεβλήθη προς τούτο με την αγοράστρια εταιρία. Την ασφάλιση των εμπορευμάτων ανέλαβε η ενάγουσα ημεδαπή ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «…………» με σύμβαση που καταρτίστηκε με την αγοράστρια εταιρία, εκδόθηκε δε σχετικά το υπ’ αριθμ. …………. ασφαλιστήριο συμβόλαιο υπέρ της τελευταίας. Με τη σύμβαση ασφάλισης καλύφθηκαν όλοι οι κίνδυνοι της μεταφοράς τους (δια ξηράς και θαλάσσης) από τη φόρτωση των εμπορευμάτων μέχρι την εκφόρτωση και παράδοση τους στην αγοράστρια εταιρία, σύμφωνα με τη ρήτρα Institute Cargo Clauses Α και μέχρι το ποσό των 450.000 ευρώ. Την 2-12-2006 τα παραπάνω εμπορεύματα σε άριστη κατάσταση και κατάλληλα συσκευασμένα, φορτώθηκαν και στοιβάχτηκαν από την πωλήτρια εταιρία σε οκτώ παλέτες (πέντε παλέτες με τις ως άνω ντιζελογεννήτριες και τρεις παλέτες με τα εξαρτήματα της ανωτέρω υπό στοιχείο α ντιζελογεννήτριας) στο εμπορευματοκιβώτιο με αριθμό ……. ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης μεταφορικής εταιρίας. Ειδικότερα, οι ντιζελογεννήτριες σταθεροποιήθηκαν (βιδώθηκαν) με την παρουσία υπαλλήλων της δεύτερης εναγομένης στο ξύλινο πάτωμα του εμπορευματοκιβωτίου με κοχλίες-βίδες στο κάτω μέρος των πλαισίων βάσης τους, τέθηκαν διαχωριστικά ξύλινα δοκάρια και στη συνέχεια το εμπορευματοκιβώτιο κλείσθηκε και σφραγίστηκε με την υπ’αριθμό ……… σφραγίδα του φορτωτή. Ακολούθως, το εμπορευματοκιβώτιο παραδόθηκε σε υπαλλήλους της δεύτερης εναγομένης (βοηθούς εκπλήρωσης) στο λιμάνι του Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας, απ’ όπου μεταφέρθηκε ατμοπλοϊκώς στο λιμάνι του Λίβερπουλ του Ηνωμένου Βασιλείου και την 2-12-2006 φορτώθηκε στο πλοίο «GC». Σχετικά εκδόθηκε από τη δεύτερη εναγομένη μεταφορική εταιρία η υπ’ αριθμ. ………. «καθαρή», δηλαδή χωρίς παρατηρήσεις, θαλάσσια φορτωτική («Bill of Lading»). Στην εν λόγω φορτωτική, που υπογράφεται από την αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «………», ως πράκτορα για λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης, ως μεταφορέα («as agent, for and οη behalf of Gracechurch Line Limited, England as Carier under the Bill of Lading»), αναφέρεται ως αποστολέας – φορτωτής των εμπορευμάτων η πωλήτρια εταιρία και ως παραλήπτης αυτών η αγοράστρια εταιρία, καθώς και ότι ο ναύλος έχει προπληρωθεί («Freight Prepaid»). Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι το πλοίο «………..» μετέφερε τα εμπορεύματα από το λιμάνι του Λίβερπουλ Ηνωμένου Βασιλείου στο λιμάνι του Σαλέρνο Ιταλίας, όπου εκφορτώθηκαν και μεταφορτώθηκαν στο πλοίο «…………». Κατά την εκφόρτωση στο λιμάνι του Σαλέρνο παρατηρήθηκε από τους υπαλλήλους της εταιρείας με την επωνυμία «…………», που ενεργούσε ως πράκτορας της δεύτερης εναγομένης μεταφορικής εταιρίας, ότι η λαμαρίνα των πλευρών του εμπορευματοκιβωτίου ήταν διογκωμένη (είχε κύρτωμα προς τα έξω) λόγω μετακίνησης του φορτίου εντός αυτού. Στη συνέχεια το ως άνω πλοίο κατέπλευσε την 8-1-2007 στο λιμάνι του Πειραιά, όπου εκφορτώθηκε το εμπορευματοκιβώτιο και την 10-1-2007 παραλήφθηκε από την αγοράστρια εταιρία, η οποία το μετέφερε οδικώς στις εγκαταστάσεις της στο Αιγάλεω Αττικής. Εκεί, την 11-1- 2007, αποσφραγίστηκε  το εμπορευματοκιβώτιο και διαπιστώθηκαν οι ζημίες των εμπορευμάτων, που αναφέρονται διεξοδικά στην υπ’ αριθμό ……/23-10-2007 έκθεση ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης της εταιρίας με την επωνυμία «………..» και εκτιμώνται στο συνολικό ποσό των 22.000 ευρώ. Το είδος, την έκταση και την αξία των ζημιών των εμπoρευμάτων δεν αμφισβητεί η δεύτερη εναγομένη μεταφορική εταιρία, η οποία, όμως, ισχυρίζεται ότι οι ζημίες οφείλονται στην κακή στοιβασία και μη ασφαλή πρόσδεση και εξασφάλιση των γεννητριών εντός του εμπορευματοκιβωτίου από την φορτώτρια εταιρία με την επωνυμία «……..». Προς τούτο επικαλείται και προσκομίζει την υπ’ αριθμ. …../29-1-2006 ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη του πραγματογνώμονα ………, κατά την οποία «αιτία της ζημίας είναι η πλευρική μετατόπιση του φορτίου εντός του εμπορευματοκιβωτίου. Πολύ πιθανή αιτία για την πλευρική μετακίνηση του φορτίου είναι η έλλειψη επαρκούς πρόσδεσης – ασφάλισης και έτσι μετά από άσχημες καιρικές συνθήκες (μεγάλες πλευρικές πιέσεις) το φορτίο ήταν χαλαρό και ικανό να κινηθεί προς τις πλευρές». Από την άλλη η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία υποστηρίζει ότι οι ζημίες των εμπορευμάτων οφείλονται στο ότι το εμπορευματοκιβώτιο υπέστη δυνατό κραδασμό κρούσης, λόγω απότομης (βίαιης) πτωτικής εναπόθεσης από τους βοηθούς εκπλήρωσης της δεύτερης εναγομένης μεταφορικής εταιρίας. Προς τούτο επικαλείται και προσκομίζει την υπ’αριθμ……. 23-10­2007 έκθεση ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης της εταιρίας με την επωνυμία «……….», κατά την οποία «Το Container πρέπει να έχει υποστεί κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του κάποιο πολύ δυνατό κραδασμό κρούσης, πιθανότατα λόγω απότομης/βίαιης πτωτικής εναπόθεσης κάτω … Αυτή θεωρούμε ότι είναι η πρωτογενής αιτία της ζημίας, που εκτός των ζημιών κατά την κρούση προκάλεσε εν συνεχεία και άλλες, λόγω της επακόλουθης μη σταθερότητας του φορτίου (εντός του container) και πλευρικής μετακίνησης του, κάτι που είχε σαν συνέπεια να παρατηρηθούν εξωτερικά εξογκωμένες οι πλευρές του container στο Σαλέρνο (ενδιάμεσο σταθμό μεταφόρτωσης)». Από το συσχετισμό των παραπάνω ιδιωτικών γνωμοδοτήσεων με τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα λοιπά έγγραφα, των οποίων γίνεται νόμιμη επίκληση και προσκομιδή από τους διαδίκους, το ίδιο Δικαστήριο με την υπ’αριθμ.427/2010 απόφαση του, που δεν αναιρεσιβλήθηκε κατά το κεφάλαιο τούτο καλυπτόμενο από δεδικασμένο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι βλάβες και φθορές των εμπορευμάτων της επίμαχης μεταφοράς έγιναν κατά τη διάρκεια της και ότι οφείλονται σε κακή μεταχείριση του εμπορευματοκιβωτίου κατά τη διάρκεια εκφόρτωσης / μεταφόρτωσης σε ενδιάμεσο λιμάνι της θαλάσσιας μεταφοράς του. Την τελεσίδικη κρίση του αυτή στήριξε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο : α) στο γεγονός ότι εκδόθηκε από τη δεύτερη εναγομένη μεταφορική εταιρία διαμέσου της πράκτορα της εταιρίας με την επωνυμία «………..» η με αριθ. Κωδ. αποστολέα …..– Κωδ.πρακτ. ……. φορτωτική, χωρίς καμία παρατήρηση ή επιφύλαξη σχετικά με την κατάσταση του φορτίου και της συσκευασίας του, όπως αναγράφεται στη φορτωτική : «Received by the Carrier from the Merchant ίn apparent good and condition … the total number of quantity of containers..» (σε μετάφραση: «παρέλαβε ο μεταφορέας από τον έμπορο σε εμφανώς καλή κατάσταση…το συνολικό αριθμό της ποσότητας των εμπορευματοκιβωτίων .. »), πράγμα που σημαίνει ότι η προετοιμασία και η συσκευασία του φορτίου ήταν η κατάλληλη, β) στο γεγονός ότι οι βλάβες και φθορές των εμπορευμάτων εμφανίστηκαν στο δεύτερο λιμάνι εκφόρτωσης / μεταφόρτωσης αυτών (Σαλέρνο Ιταλίας) και γ) στο γεγονός ότι η δεύτερη εναγομένη δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει στοιχεία για την ύπαρξη δυσμενών καιρικών συνθηκών κατά τη διάρκεια της θαλάσσιας μεταφοράς των εμπορευμάτων από το λιμάνι του Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας μέχρι το λιμάνι του Πειραιά. Ακολούθως, έκρινε τον δεύτερο λόγο της έφεσης, με τον οποίο η δεύτερη εναγομένη-εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη, κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, έκρινε ότι οι ζημίες των εμπορευμάτων οφείλονταν σε δυνατό κραδασμό κρούσης λόγω απότομης / βίαιης πτωτικής εναπόθεσης του εμπορευματοκιβωτίου, ως αβάσιμο και απορριπτέο. Επομένως, απαράδεκτα επαναφέρεται ο κρινόμενος λόγος προς επανεκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, λόγω του δεδικασμένου, που έχει παραχθεί, ως προς το ζήτημα της υπαιτιότητας της εναγομένης μεταφορέως, δια των προστηθέντων της, για τις ζημίες, που προκλήθηκαν κατά την διάρκεια της μεταφοράς του φορτίου, εξαιτίας της κακής μεταχείρισης του.

Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία, ένεκα επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, αποζημίωσε πλήρως την αγοράστρια εταιρία, παραλήπτρια των εμπορευμάτων, στην οποία κατέβαλε στις 7.12.2007 το ποσό των 21.850 ευρώ, μετ’αφαίρεση του ποσού της απαλλαγής της εκ 150 ευρώ, από το ποσό του ασφαλίσματος συνολικού ύψους 22.000 ευρώ, που αποτελεί την ζημία της ασφαλισμένης της και αντιστοιχεί με την αξία των βλαβέντων εμπορευμάτων στον τόπο και κατά το χρόνο της εκφόρτωσης αυτών, υπολογίζεται δε κατά τη συνήθη αξία πραγμάτων του ίδιου είδους και ποιότητας με τα βλαβέντα, ελλείψει χρηματιστηριακής ή τρέχουσας τιμής αγοράς. Έτσι, η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία υποκαταστάθηκε ex lege αλλά και με ειδική έγγραφη εκχώρηση, που περιλήφθηκε στην από 7.12.2007 εξοφλητική απόδειξη, στα δικαιώματα της ασφαλισμένης της κατά της υπόχρεης προς αποζημίωση της, δεύτερης εναγομένης μεταφορικής εταιρίας, δικαιούμενη να αξιώσει απ’αυτήν την καταβολή του ίδιου ποσού. Η εν λόγω υποκατάσταση έλαβε χώρα πριν την προβλεπόμενη, κατ’άρθρο 3 παρ.6 εδ. δ της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών 1924/1968/1979, παραγραφή της αξίωσης της λήπτριας της ασφάλισης αγοράστριας εταιρείας για αποζημίωση κατά της ζημιώσασας εναγομένης μεταφορέως, ήτοι εντός έτους από την παράδοση των εμπορευμάτων, που έγινε στις 10.1.2007 και επομένως, η παραγραφή της αξίωσης αυτής, κατ’άρθρο 14 παρ.5 Ν.2496/1997, δεν συμπληρώνεται πριν την παρέλευση έξι μηνών από την υποκατάσταση της ασφαλιστικής ενάγουσας εταιρείας και δεδομένου ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε με την επίδοση της, που συντελέστηκε με την παράδοση του επιδιδόμενου εγγράφου στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς για λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας στις 2.6.2008 (άρθρα 134 και 136 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρο 10 του Κανονισμού 1348/2010 του Συμβουλίου Ε.Ε.), όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ……./2.6.2008 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………., δηλαδή εντός της εξάμηνης αναστολής της παραγραφής από την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, κατά συνέπεια, η επίδικη αξίωση της ενάγουσας κατά της εναγομένης μεταφορέως, λόγω υποκατάστασης της στα δικαιώματα της ασφαλισμένης της παραλήπτριας του φορτίου, που έχει τον χαρακτήρα εκχώρησης εκ του νόμου, αλλά και με βάση την μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση εκχώρησης, δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή, απορριπτομένης της συναφούς ένστασης της εναγομένης-εκκαλούσας, ως ουσιαστικά αβάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την προβαλλομένη από την εναγομένη ένσταση παραγραφής εκ του άρθρου 3 παρ.6 εδ. δ της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε, αλλά ορθά κατ’αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος.

VII. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί αυτή στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τέλος, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσας – εναγομένης, λόγω της ήττας της, το σύνολο των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εφεσίβλητης εταιρείας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού της αιτήματος (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ.1775/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 17 Μαΐου 2018.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, την 1η Ιουνίου 2018.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ