Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 269/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ 

Αριθμός     269/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.) η υπό κρίση από 19-7-2017 και με Γ.Α.Κ. …../21-7-2017 και Ε.Α.Κ. ……/21-7-2017 έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος ……….. στην από 4-12-2016 και με Γ.Α.Κ. …../5-12-2016 και Ε.Α.Κ. ……/5-12-2016 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία (έφεση) απευθύνεται κατά των α) εναγομένης στην άνω αγωγή και ήδη πρώτης εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας «………» και β) καθ’ ης η ενωμένη στο δικόγραφο της άνω αγωγής ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση και ήδη δεύτερης εφεσίβλητης ομόρρυθμης εταιρίας «………», καθώς και κατά της με αριθ. 3182/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε επί της άνω αγωγής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία (εκκαλούμενη απόφαση) απορρίφθηκε στο σύνολό της η αγωγή, εν μέρει ως αόριστη και εν μέρει ως μη νόμιμη, ενώ δεν ασχολήθηκε το Δικαστήριο με την ενωμένη στο δικόγραφο της αγωγής ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση κατά της δεύτερης εφεσίβλητης, καθώς η τελευταία δεν άσκησε πρόσθετη παρέμβαση ούτε μετείχε στη δίκη. Η άνω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα ως προς την πρώτη εφεσίβλητη, κατά τα άρθρα 495, 496, 498, 499, 500, 511, 516 παρ. 1, 517 εδάφ. α’, 518 και 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, αφού δεν προκύπτει επίδοση της πρωτόδικης απόφασης προς τον εκκαλούντα (ενάγοντα) και δεν παρήλθε τριετία από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής (άρθρο 518 αριθ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, ως προς την πρώτη εφεσίβλητη η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 Κ.Πολ.Δ.) και να εξεταστεί, κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, ώστε να διακριβωθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), ενόψει και του ότι καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο άσκησης έφεσης, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015. Περαιτέρω, ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη, η οποία δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά της στο πινάκιο, ο εκκαλών – ο οποίος επισπεύδει τη συζήτηση ως προς αυτή, σύμφωνα και με ρητή δήλωσή του στις προτάσεις του – δεν επικαλείται, ούτε προσκόμισε, αν και κλήθηκε προς τούτο από τη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού κατ’ άρθρο 227 Κ.Πολ.Δ, έκθεση επίδοσης του δικογράφου της έφεσης, μαζί με κλήση προς την ανωτέρω εφεσίβλητη για συζήτηση της έφεσής του κατά την παραπάνω δικάσιμο. Επομένως, η συζήτηση της έφεσης πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ως προς την ανωτέρω εφεσίβλητη (άρθρα 271 παρ. 1, 2 και 524 παρ. 1α’ Κ.Πολ.Δ, Εφ.Πειρ. 25/2016, Εφ.Θεσ. 149/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524 παρ. 1, 525 και 526 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, το εφετείο, όταν επιλαμβάνεται της διαφοράς, εξετάζει αυτεπαγγέλτως το νόμω βάσιμο και ορισμένο της αγωγής, σύμφωνα με όσα εκτίθενται σ’ αυτή και την απορρίπτει, όταν δεν στηρίζεται στο νόμο ή δεν περιέχει τα απαραίτητα για τη θεμελίωσή της στοιχεία, αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψή της έστω και για άλλο λόγο (Α.Π. 12/1992, Ελλ.Δνη 34, 347, Εφ.Πειρ. 373/2016, Εφ.Αθ. 1404/2014, Εφ.Πειρ. 482/2014, Εφ.Αθ. 6416/2013, Εφ.Πατρ. 226/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Η Έφεση, έκδ. 2015, υπ’ άρθρο 522, αριθ. 1370, σ. 349, Σαμουήλ, Η Έφεση, 3η έκδ, σ.σ. 191-194). Περαιτέρω, από την ενδοτικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 199 Α.Κ. συνάγεται ότι η διακήρυξη δημοπρασίας, που εξομοιώνεται με τον πλειστηριασμό, ενέχει πρόσκληση προς το κοινό για την υποβολή προτάσεων. Αυτός που υπέβαλε την πιο συμφέρουσα προσφορά – πρόταση (υπερθεματιστής) δεσμεύεται μέχρι την υποβολή καλύτερης προσφοράς ή τη ματαίωση της κατακύρωσης, ενώ αυτός, που προκήρυξε το διαγωνισμό, δεσμεύεται μόνο μετά από την κατακύρωση, εκτός αν συνάγεται κάτι άλλο από την προκήρυξη της δημοπρασίας. Επομένως, εκείνος, που προκηρύσσει, δεν δεσμεύεται να αποδεχθεί την πρόταση, ακόμη κι αν αυτή πληροί τους όρους που έταξε, είναι δηλαδή ελεύθερος να αποκρούσει την προσφορά και να ματαιώσει τον πλειστηριασμό, ενδέχεται όμως να υπέχει ευθύνη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 197 και 198 Α.Κ. (Α.Π. 334/2015, Α.Π. 892/2013, Α.Π. 1292/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Από τις τελευταίες διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 159 και 195 Α.Κ, προκύπτει ότι επί των συμβάσεων, οι οποίες κατά το νόμο πρέπει να καταρτίζονται με έγγραφο, όπως η σύμβαση για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου (άρθρα 369 και 1033 Α.Κ.), το στάδιο των διαπραγματεύσεων, για το οποίο τα άρθρα 197 και 198 Α.Κ. επιβάλλουν υποχρεώσεις και ευθύνες στους διαπραγματευομένους, διαρκεί μέχρι τη νομότυπη κατάρτιση της συμβάσεως ή προσυμφώνου (Α.Π. 261/1996, Ελλ.Δνη 37,1560, Εφ.Πειρ. 685/2013, ΕλλΔνη 2014, 508, Εφ.Πατρ. 1046/2004, Αχα.Νομ. 2005, 26), ή την οριστική της ματαίωση (Α.Π. 309/1996, Ελλ.Δνη 38, 83, Εφ.Πειρ. 685/2013,ό.α, Εφ.Δωδ. 30/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατά το στάδιο αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 197 Α.Κ, τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να τηρούν τη συμπεριφορά, που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Και σύμφωνα με το άρθρο 198 παρ. 1, όποιος κατά τις διαπραγματεύσεις από πταίσμα του προξενήσει στον άλλο ζημιά, υποχρεούται να την ανορθώσει και αν δεν καταρτίσθηκε η σύμβαση (Ολ.Α.Π. 37/2005, ΕλλΔνη 2005, 1040, Εφ.Ναυπλ. 457/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ως πταίσμα, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται η μη τήρηση της συμπεριφοράς, που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Ως ζημία νοείται το καλούμενο αρνητικό της συμβάσεως διαφέρον ή διαφέρον εμπιστοσύνης, δηλαδή η ζημία, που υπέστη ο διαπραγματευόμενος, επειδή πίστεψε στην κατάρτιση της συμβάσεως και την οποία θα είχε αποφύγει, αν από την αρχή τηρούσε αρνητική στάση (Α.Π. 1435/2015, Εφ.Ναυπλ. 457/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η αθέτηση των  υποχρεώσεων,  που  επιβάλλουν  οι  διατάξεις  των  άρθρων 197 – 198 Α.Κ, δεν δημιουργούν υποχρέωση για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, γιατί η ευθύνη του υπαιτίου δεν  είναι  από  αδικοπραξία, αλλά ευθύνη από αθέτηση ειδικής  εκ του  νόμου  ενοχής (Α.Π. 1786/2007, Νο.Β. 2009, 1351, Α.Π. 211/1980, Νο.Β. 28, 1483, Εφ.Αθ. 1404/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η υπαίτια πράξη ή παράλειψη, η οποία συνιστά συμβατική αθέτηση και γεννά ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί να θεμελιώσει και αδικοπρακτική ευθύνη του, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση η ενέργειά του (πράξη ή παράλειψη) θα ήταν καθεαυτή παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 914 Α.Κ. (Α.Π. 217/2000, Ελλ.Δνη 41, 754, Εφ.Αθ. 1404/2014, ό.α, Εφ.Δωδ. 30/2004, ό.α, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, αστικός κώδιξ, υπ’ άρθρα 914 – 938, αριθ. 7 και εκεί παραπομπές) ή κατά την έννοια του άρθρου 919 Α.Κ., οπότε απαιτείται ειδικώς το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου του δράστη, που πρέπει να αναφέρεται στην παραγωγή της ζημίας και που μπορεί να είναι και ενδεχόμενος (Ολ.Α.Π. 10/1991, Α.Π. 223/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Προσέτι, από τη διάταξη του άρθρου 298 Α.Κ, σε συνδυασμό με αυτές  των άρθρων 118 εδάφ. 4 και 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι, για την πληρότητα της αγωγής με την οποία επιδιώκεται επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, πρέπει να εκτίθενται σαφώς σ’ αυτήν τα περιστατικά, που προσδιορίζουν την προσδοκία του αντίστοιχου κέρδους. Δεν αρκεί δηλαδή να αναφέρονται αφηρημένα στο δικόγραφο της αγωγής οι σχετικές με τον προσδιορισμό του διαφυγόντος κέρδους εκφράσεις του νόμου, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των περιστατικών, που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επιμέρους κονδύλια, καθώς και η ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών, διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη (Ολ.Α.Π. 22/1995, Ολ.Α.Π. 20/1992, Α.Π. 529/2017, Α.Π. 730/2015, Α.Π. 104/ 2014, Α.Π. 1379/2010, Α.Π. 258/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η αοριστία αυτή δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, διότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 Κ.Πολ.Δ, των οποίων η τήρηση ερευνάται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (Α.Π. 640/2014, Α.Π. 47/2003, Εφ.Πατρ. 157/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 976 και 977 Α.Κ. συνάγεται ότι οι προϋποθέσεις για την απόκτηση της νομής παραγώγως με ειδική διαδοχή, που συντελείται με απλή παράδοση της νομής είναι: 1) η ύπαρξη της ιδιότητας του νομέα κατά το χρόνο παράδοσης της νομής σ’ αυτόν, που μεταβιβάζει τη νομή 2) η κτήση της φυσικής εξουσίας του πράγματος από τον αποκτώντα και 3) η μετάθεση της φυσικής εξουσίας από τον μέχρι τώρα νομέα στον αποκτώντα να γίνεται με τη θέληση και των δύο, δηλαδή και αυτού, που μεταβιβάζει τη νομή. Η σύμβαση για τη μεταβίβαση της νομής είναι άτυπη και, αν αφορά ακίνητο, μη υποκείμενη στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου του άρθρου 369 Α.Κ, ούτε και σε μεταγραφή κατά τα άρθρα 1033 και 1198 Α.Κ. και αναιτιώδης, γι’ αυτό επιφέρει το μεταβιβαστικό της νομής αποτέλεσμα ανεξάρτητα αν υπάρχει ή όχι υποκείμενη αιτία και αν αυτή είναι ή όχι έγκυρη. Επομένως, με τη σωματική παράδοση του πράγματος ο αποκτών γίνεται νομέας, έστω και αν η υποκείμενη σύμβαση είναι άκυρη ή ακυρώσιμη (Α.Π. 143/2016, Α.Π. 716/2014, Α.Π. 2029/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές εμπραγμάτου δικαίου, έκδ. 1989, παρ. 3.1, σ. 40). Τέλος, κατά το άρθρο 192 Α.Κ. «Η σύμβαση συντελείται, μόλις περιέλθει σ’ αυτόν που  πρότεινε  η δήλωση αποδοχής της πρότασής του», ενώ, κατά το άρθρο 193 Α.Κ, «Η   σύμβαση  συντελείται  με  μόνη  την  αποδοχή,  αν  από  το περιεχόμενο της πρότασης ή από τα συναλλακτικά ήθη ή από  τις  ειδικές  περιστάσεις  συνάγεται  ότι  δεν είναι ανάγκη να περιέλθει η αποδοχή σ’ αυτόν,  που  έκανε  την  πρόταση.  Στην  περίπτωση  αυτή   η  πρόταση αποσβήνεται από τη στιγμή, που θα περάσει η κατά τις περιστάσεις εύλογη προθεσμία για την αποδοχή της πρότασης».

Στην προκειμένη περίπτωση, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της άνω αγωγής, ο ενάγων και ήδη εκκαλών εκθέτει τα ακόλουθα: Ότι, με αφορμή την από 24-7-2016 δημόσια προκήρυξη της εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας για υποβολή προτάσεων – πλειοδοτικών προσφορών από υποψηφίους αγοραστές διαφόρων ακινήτων κυριότητας, νομής και κατοχής της, υπέβαλε προς αυτή την από 29-8-2016 πρόταση – σφραγισμένη προσφορά του, ποσού 400.000,00 ευρώ, για την αγορά ενός οικοπέδου μετά της επ’ αυτού οικοδομής (καταστήματος με πατάρι), κλειστών αίθριων χώρων και ανοικτών στεγασμένων χώρων, που βρίσκεται επί της ………… στη Σαλαμίνα, την οποία (προσφορά) αποδέχθηκε εγγράφως η εναγομένη, στις 12-10-2016, και με τον τρόπο αυτό εισήλθαν στο στάδιο της προετοιμασίας για τη σύναψη της σύμβασης πώλησης που προέβλεπε η προκήρυξη. Ότι, σύμφωνα με την προκήρυξη, η εναγόμενη αναλάμβανε την υποχρέωση, πριν τη μεταβίβαση του προς πώληση ακινήτου, να διευθετήσει οποιεσδήποτε αποκλίσεις του από τη νόμιμη πολεοδομική του κατάσταση (επί λέξει: «Οι αποκλίσεις του ακινήτου από τη νόμιμη πολεοδομική του κατάσταση θα αντιμετωπισθούν με επιμέλεια και δαπάνη της τράπεζας πριν τη μεταβίβαση»). Ότι η εναγόμενη καθυστερεί με υπαιτιότητά της τη σύναψη της σύμβασης (πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητας, νομής και κατοχής του ακινήτου), καθώς δεν προέβη στην τακτοποίηση των πολεοδομικών εκκρεμοτήτων του κατά τον προσήκοντα τρόπο και ειδικότερα με έκδοση νέας οικοδομικής αδείας και διενέργεια των απαιτούμενων εργασιών στο εσωτερικό του κτιρίου, για να λειτουργήσει ως κατάστημα, αλλά προχώρησε μόνο στη νομιμοποίηση των κατασκευών του ακινήτου με περαίωση της διαδικασίας υπαγωγής τους στο Ν. 4178/2013, ώστε να είναι δυνατή η μεταβίβαση της κυριότητάς του. Ότι, ακολούθως, του απέστειλε σχέδιο του άνω συμβολαίου μεταβίβασης υπό τον απαιτούμενο από την προκήρυξη συμβολαιογραφικό τύπο και βεβαίωση περαίωσης της διαδικασίας υπαγωγής κατά το Ν. 4178/2013, με τις συνοδεύουσες αυτήν από Νοέμβριο 2016 κάτοψη ισογείου (Αρ. Σχεδ. ΤΑ3) και κάτοψη παταριών Τομή Α-Α (Αρ. Σχεδ. ΤΑ4) του πολιτικού μηχανικού ……….. και τον κάλεσε να προσέλθει, στις 9-12-2016, στα γραφεία της, για να υπογράψει το άνω πωλητήριο συμβόλαιο, ενημερώνοντάς τον ότι, σε περίπτωση που δεν προσερχόταν, η πώληση και μεταβίβαση της κυριότητας, νομής και κατοχής του ακινήτου θα ματαιωνόταν οριστικά. Ότι λόγω των άνω παραλείψεών της ο ίδιος δεν προσήλθε κατά την άνω ημερομηνία για την υπογραφή του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου και η κατάρτιση της σχετικής σύμβασης ματαιώθηκε. Ότι από την άνω συμπεριφορά της κατά τις διαπραγματεύσεις, που είναι κακόπιστη και αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, που πρέπει να διέπουν τις συναλλαγές, ο ίδιος υπέστη ζημία, συνισταμένη στην απώλεια κερδών ποσού τουλάχιστον 500.000,00 ευρώ που, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα είχε αποκομίσει κατά τη διάρκεια των εορτών Χριστουγέννων – Πρωτοχρονιάς έτους 2016 (προς 2017) από προϊόντα, τα οποία είχε παραγγείλει, εξαιτίας της πεποίθησής του ότι η ματαιωθείσα σύμβαση τελικά θα καταρτιζόταν, και τα οποία θα πωλούσε μέσω των τριών καταστημάτων λιανικής πώλησης (σούπερ μάρκετ), που εκμεταλλεύεται στη Σαλαμίνα. Ότι τα προϊόντα αυτά θα τα είχε αποθηκεύσει στο άνω ακίνητο της εναγομένης, που αποτελεί τον πλέον κατάλληλο αποθηκευτικό χώρο στην περιοχή για τα εμπορεύματα της επιχείρησής του, αλλά αναγκάσθηκε να ακυρώσει τις παραγγελίες, καθώς το ακίνητο αυτό δεν του μεταβιβάσθηκε τελικά κατά κυριότητα, νομή και κατοχή από την εναγόμενη. Ότι από την άνω συμπεριφορά της τελευταίας κατά τις διαπραγματεύσεις, η οποία ήταν και δόλια, κακόπιστη και αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη, ο ίδιος υπέστη και ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του χρηματικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό, ζητεί: α) Να υποχρεωθεί η εναγομένη να του αποδώσει τη νομή και κατοχή του άνω ακινήτου, β) να απαγορευθεί η καταβολή του τιμήματος της σύμβασης πώλησης αυτού στην εναγόμενη μέχρι την προσήκουσα πολεοδομική τακτοποίηση του ακινήτου, γ) να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των 500.000,00 ευρώ για αποζημίωση των διαφυγόντων κερδών του και το ποσό των 500.000,00 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του από την άνω δόλια συμπεριφορά της, που ήταν και αντίθετη στα χρηστά ήθη, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του. Με αυτό, όμως, το περιεχόμενο η αγωγή, με βάση τις νομικές σκέψεις που εκτέθηκαν παραπάνω, είναι, κατ’ αυτεπάγγελτο έλεγχο, απορριπτέα: Α) ως  μη νόμιμη α) ως προς τα ανωτέρω υπό στοιχεία α’ και β’ αιτήματα, διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο δικόγραφό της, η προβλεπόμενη από την προκήρυξη σύναψη της σύμβασης πώλησης του δημοπρατούμενου ακινήτου ματαιώθηκε οριστικά, ενώ οι διάδικοι βρίσκονταν στο στάδιο των διαπραγματεύσεων, χωρίς να αποκτήσει ο ενάγων τη νομή ή κατοχή του ακινήτου ή να υπάρξει συμφωνία του με την εναγομένη να του μεταβιβάσει τη νομή και κατοχή του και υπό τα δεδομένα αυτά ουδέποτε θεμελιώθηκε αντίστοιχο δικαίωμά του, καθώς και υποχρέωσή του για καταβολή τιμήματος και β) ως προς το υπό στοιχείο γ’ αίτημα, κατά το σκέλος του περί ηθικής βλάβης, διότι, με βάση τα εκτιθέμενα στο δικόγραφό της, δεν στοιχειοθετείται δόλια συμπεριφορά της εναγομένης εναντίον του ενάγοντος, που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, αφού, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, η εναγομένη προέβη σε πολεοδομική τακτοποίηση του ακινήτου για τις ανάγκες της μεταβίβασής του, όπως υποσχόταν στην προκήρυξη, αλλά εκείνος δε θεώρησε προσήκοντα τον τρόπο, με τον οποίο έγινε η τακτοποίηση αυτή και δεν προχώρησε στη σύναψη της σύμβασης. Και Β) ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως προς το υπό στοιχείο γ’ αίτημα κατά το σκέλος του περί διαφυγόντων κερδών, διότι δεν παρατίθενται στην αγωγή, όπως απαιτείται σύμφωνα με την παραπάνω νομική σκέψη, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι ο ενάγων θα εισέπραττε με πιθανότητα από την επαγγελματική του δραστηριότητα το, όλως αφηρημένα παρατιθέμενο, αιτούμενο ποσό κέρδους κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα, που καθιστούσαν πιθανό το κέρδος ως προς τα επιμέρους κονδύλια (με αναφορά του είδους, της τιμής μονάδος και της ποσότητας των προϊόντων, που ο ενάγων είχε παραγγείλει, της τιμής μονάδος, που θα μεταπωλούσε μετά πιθανότητας έκαστο εξ αυτών, των σχετικών δελτίων παραγγελιών του, κ.λ.π, μη αρκούσης της αφηρημένης επανάληψης των άνω εκφράσεων του άρθρου 298 Α.Κ. και του συνολικά φερόμενου ως διαφυγόντος κέρδους), ούτε γίνεται ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών, ώστε να μπορεί να διαταχθεί απόδειξη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε με παρόμοιες αιτιολογίες τα άνω μόνα αιτήματα της αγωγής και κατ’ ακολουθία και αυτήν στο σύνολό της, ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε το νόμο, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα στην έφεσή του. Επί των λόγων αυτής παρατηρούνται ειδικότερα τα ακόλουθα: Με τον πρώτο λόγο έφεσης, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα, κατά παράλειψη εφαρμογής των άρθρων 192 και 193 Α.Κ, απέρριψε ως μη νόμιμο τον ισχυρισμό του ότι η ένδικη σύμβαση πώλησης καταρτίστηκε στις 12-10-2016, οπότε η εναγόμενη αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα την από 29-8-2016 έγγραφη προσφορά του για την αγορά του επιδίκου ακινήτου και ότι έκτοτε η εναγόμενη υποχρεούται να του μεταβιβάσει τη νομή, κατοχή και χρήση του ακινήτου, την οποία του στερεί αυθαίρετα και παράνομα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού αναφέρεται σε ισχυρισμό, που δεν πρόβαλε ο ενάγων με την αγωγή του, καθώς με αυτήν ισχυρίστηκε ότι δεν ολοκληρώθηκε η πώληση και μεταβίβαση της κυριότητας, νομής και κατοχής του άνω ακινήτου με κατάρτιση της σχετικής σύμβασης υπό τον προβλεπόμενο από την προκήρυξη συμβολαιογραφικό τύπο και επικαλέστηκε, ως επί τω πλείστον, ευθύνη της εναγομένης από τις διαπραγματεύσεις (άρθρα 197-198 Α.Κ.). Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος και ως υποβαλλόμενος απαράδεκτα το πρώτον στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 526 Κ.Πολ.Δ.), αλλά και ως μη νόμιμος, διότι, με την επικαλούμενη αποδοχή από την εναγόμενη της έγγραφης προσφοράς του για την αγορά του επιδίκου ακινήτου, ο ενάγων δεν απέκτησε δικαίωμα νομής, κατοχής και χρήσης του, αφού, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής, δεν ακολούθησε η προβλεπόμενη από την προκήρυξη σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης σ’ αυτόν της κυριότητας, νομής και κατοχής του και ουδέποτε απέκτησε φυσική εξουσίαση επ’ αυτού. Με το δεύτερο λόγο της έφεσης, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι, η εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα παρέλειψε να εφαρμόσει το άρθρο 374  Α.Κ., που του παρέχει το δικαίωμα να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής του (πληρωμή τιμήματος), για όσο χρόνο η αντισυμβαλλομένη του (εναγόμενη) δεν εκπληρώνει την αντιπαροχή της (μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου και απόδοση της νομής και κατοχής του, κατόπιν προσήκουσας πολεοδομικής τακτοποίησής του), υποχρεώσεις τις οποίες η εναγόμενη όφειλε να εκπληρώσει πρώτη. Ο λόγος αυτός είναι επίσης απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού αναφέρεται σε ισχυρισμό, που δεν πρόβαλε ο ενάγων με την αγωγή του, καθώς με αυτήν ισχυρίζεται ότι δεν ολοκληρώθηκε η πώληση και μεταβίβαση της κυριότητας, νομής και κατοχής του άνω ακινήτου με κατάρτιση της σχετικής σύμβασης υπό τον απαιτούμενο συμβολαιογραφικό τύπο, που προέβλεπε η προκήρυξη και ότι η κατάρτιση της σύμβασης αυτής ματαιώθηκε λόγω μη προσέλευσής του προς τούτο, ενώ, σε κάθε περίπτωση, είναι απορριπτέος και ως υποβαλλόμενος απαράδεκτα το πρώτον στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 526 Κ.Πολ.Δ.). Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσης, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι, η εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα απέρριψε σιγή, αφενός την ενωμένη στο δικόγραφο της αγωγής του ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του ιδίου της δεύτερης εφεσίβλητης «……….», ως νομίμου νομέα, κατόχου και κυρίου του επιδίκου ακινήτου και αφετέρου το αίτημά του για διεξαγωγή δικαστικής πραγματογνωμοσύνης για την αληθή νομική, πολεοδομική και πραγματική κατάσταση του υπό πώληση ακινήτου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, κατά το πρώτο σκέλος του μετά την προαναφερθείσα απόρριψη της έφεσης του ενάγοντος κατά της δεύτερης εφεσίβλητης ως απαράδεκτης ελλείψει παθητικής της νομιμοποίησης και κατά το δεύτερο σκέλος του μετά την προαναφερθείσα απόρριψη της αγωγής του κατά της πρώτης εφεσίβλητης αποκλειστικά για νομικούς λόγους (ως αόριστης / μη νόμιμης). Σε κάθε περίπτωση, ο άνω λόγος είναι απορριπτέος κατά το πρώτο σκέλος του και ως μη νόμιμος, το μεν διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να ασχοληθεί με την ανακοίνωση δίκης, ενόψει του ότι η προς ην η ανακοίνωση εταιρία δεν παρενέβη στη δίκη (Εφ.Δωδ. 5/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πατρ. 842/2007, Εφ.Αθ. 3129/1988, Νο.Β. 1988, 1243), το δε διότι στον ενάγοντα σε εμπράγματη αγωγή δεν παρέχεται δικαίωμα προσεπίκλησης του αληθούς κυρίου ή νομέα, αφού τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση των υποκειμένων της δίκης από την παθητική πλευρά, που όμως ο νόμος δεν προβλέπει (Β. Βαθρακοκοίλη, Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 87, αριθ. 4, 9, σ. 597, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 87, αριθ. 1, σ. 199). Κατ’ ακολουθίαν όλων αυτών πρέπει να απορριφθούν όλοι οι λόγοι της έφεσης και στη συνέχεια και αυτή στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσία ως προς την πρώτη εφεσίβλητη και να καταδικαστεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα της τελευταίας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Πρέπει, επίσης, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της έφεσης ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη.

Δέχεται τυπικά την έφεση ως προς την πρώτη εφεσίβλητη και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσία.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της πρώτης εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600,00) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα με το υπ’ αριθ. ……… e – παράβολο άσκησης έφεσης της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την  1η  Μαρτίου 2018 και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στις 30 Απριλίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων  όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ