Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 256/2018

Αριθμός  256/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ  ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους  Δικαστές, Aικατερίνη Νομικού,  Πρόεδρο  Εφετών, Χρυσούλα  Πλατιά, Εφέτη  και  Σοφία Καλούδη, Εφέτη-Εισηγήτρια, και τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΊΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ  ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 882/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη τακτική διαδικασία ερήμην των εναγομένων, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 23-6-2014, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης  απόφασης στις 23-5-2014 (βλ. τις με αριθμούς …. και …../23-5-2014 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….)  (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επιπλέον, κατατέθηκε  το νόμιμο παράβολο,   συνολικού ποσού 200 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. τα υπ’αριθμ …………  σειράς Α παράβολα Δημοσίου). Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και εφόσον ασκήθηκε από τους  εναγόμενους, που δικάστηκαν ερήμην στον πρώτο βαθμό, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση κατ’άρθρο 522 ΚΠολΔ (άρθρο 528 του Κ.Πολ.Δ.) .

  1. II. Από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, κατά την οποία όποιος ζημιώνει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι ο παράνομος χαρακτήρας της πράξης και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας. Παράνομη είναι και η έκδοση ακάλυπτης επιταγής σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, κατά το οποίο τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σε αυτό ποινές εκείνος που εκδίδει επιταγή χωρίς να έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής της επιταγής. Από την ποινική αυτή διάταξη, που θεσπίσθηκε για την προστασία όχι μόνο του δημοσίου, αλλά και του ιδιωτικού συμφέροντος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 επ. ΑΚ, προκύπτει ότι εκείνος που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή, ζημιώνοντας έτσι παράνομα και υπαίτια άλλον, υποχρεούται να τον αποζημιώσει. Στην περίπτωση, μάλιστα, της μεταχρονολογημένης επιταγής, η οποία σημειωτέον είναι πληρωτέα πάντοτε εν όψει (άρθρο 28 του 5960/1933), είναι ευρύτερα τα χρονικά όρια μέσα στα οποία μπορεί να υπάρξει ως ακάλυπτη, αφού η μεταχρονολογημένη επιταγή είναι ακάλυπτη, όταν εμφανισθεί και δεν πληρωθεί ελλείψει διαθέσιμων κεφαλαίων σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο του διαστήματος από την ημέρα της πραγματικής έκδοσης, από την οποία αρχίζει το χρονικό τούτο διάστημα (άρθρο 56 του Ν. 5960/1933), μέχρι την πάροδο της προθεσμίας προς εμφάνιση, υπολογιζόμενη από την ημέρα που αναγράφεται στην επιταγή ως χρονολογία έκδοσης (ΟλΑΠ Ποιν. 462/1992 ΕλΔ 33. 939, ΑΠ 1846/2007 δημ. στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 11/2007 ΔΕΕ 2007 700). Η αξίωση προς αποζημίωση από τα άρθρα 914 επ. ΑΚ συρρέει με την αξίωση από την επιταγή από τα άρθρα 40-47 του ν. 5960/1933 και απόκειται στον δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει (ΟλΑΠ 23/2007, 30/2003). Για την θεμελίωση της αγωγής από αδικοπραξία απαιτείται ο ενάγων να επικαλεσθεί ότι ο εκδότης-εναγόμενος εξέδωσε την επιταγή αυτή δόλια, δηλαδή ενώ γνώριζε ότι δεν είχε αντίστοιχα με την αξία της διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα κατά τον χρόνο εκδόσεως ή πληρωμής και ότι η επιταγή αυτή εμφανίσθηκε εμπρόθεσμα, ήτοι εντός προθεσμίας οκτώ ημερών (ΑΠ 687/2010, 577/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως του άρθρου 71 του ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται από τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων πού το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως, τότε ευθύνεται και αυτό σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο. Δηλαδή, το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη μετά του νομικού προσώπου υποχρέωση, ανεξάρτητη, όμως, αυτής του νομικού προσώπου. Ειδικότερα, επί ανώνυμης εταιρίας, οι διοικούντες αυτή, δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση για χρέη της εταιρίας, είναι, όμως δυνατή η ευθύνη των διοικούντων την εταιρία προσωπικά από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, αφού η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρία κάμπτεται και δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, βάσει των γενικών αρχών (ΑΚ 914), οπότε υφίσταται ευθύνη τους. Έτσι, επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής από νομικό πρόσωπο, υπόχρεος σε αποκατάσταση της σχετικής ζημίας του κομιστή της είναι, πλέον του νομικού προσώπου και ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού που υπέγραψε την επιταγή, εν γνώσει της μη υπάρξεως αντικρίσματος κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής (ΑΠ 1565/2013, ΑΠ 11/2007, ΑΠ 25/2000 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 62 ν. 3994/2011, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Προσωπική κράτηση διατάσσεται, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητώς ο νόμος, και για απαιτήσεις για αδικοπραξίες. Η διάρκεια της προσωπικής κράτησης ορίζεται με την απόφαση, έως ένα έτος. Η αγωγή για απαγγελία προσωπικής κράτησης μπορεί να ασκηθεί και αυτοτελώς. …». Εξάλλου, με τον ν. 2462/1997, κυρώθηκε το «Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα», που συνήφθη μεταξύ των κρατών – μελών του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη στις 16.12.1966 και, από την επικύρωσή του, αποτελεί διάταξη κανόνα υπέρτερης νομικής βαθμίδας, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Στο άρθρο 11 του Συμφώνου αυτού ορίζεται ότι «κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά, λόγω της αδυναμίας του να  εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση». Η ίδια η διατύπωση του κανόνα αυτού, δηλώνει λεκτικά και νοηματικά, ότι δεν υπήρξε επιθυμία των συντακτών του Συμφώνου να καταργήσουν την προσωπική κράτηση, αλλά μόνο να ορίσουν, ως εξαίρεση, πως, σε περίπτωση αδυναμίας, δεν πρέπει ο οφειλέτης να προσωποκρατείται για χρέη. Περαιτέρω, από τη διάταξη αυτή, ταυτόσημη της οποίας είναι και εκείνη του άρθρου 1 του τέταρτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, συνδυαζόμενη και προς το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος και την αρχή της αναλογικότητας, που θεσπίστηκε, ρητά, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, συνάγεται, ότι η προσωπική κράτηση, ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί, είτε από αδικοπραξία, είτε από σύμβαση, κατά τους όρους της πιο πάνω διατάξεως (1047 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεν έχει καταργηθεί. Περαιτέρω, σε περίπτωση αδικοπραξίας, παρέχεται η δυνητική ευχέρεια στο δικαστήριο της ουσίας να διατάξει προσωπική κράτηση κατά του υπόχρεου, ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως για ικανοποίηση της από αυτή απορρέουσας απαιτήσεως, καθορίζοντας και τη χρονική της διάρκεια, μέσα στα όρια του άρθρου 1047 ΚΠολΔ, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως το ύψος της απαιτήσεως, η βαρύτητα της πράξεως και οι συνέπειές της, το πταίσμα του υπόχρεου, η φερεγγυότητα αυτού, η τυχόν συνυπαιτιότητα του δικαιούχου και τις λοιπές, εν γένει, περιστάσεις. Η δε σχετική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας δεν εμπίπτει στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου. Στην πιο πάνω διάταξη, ειδικότερα, ο κοινός νομοθέτης έλαβε υπόψη του την αρχή της αναλογικότητας, εξειδικεύοντάς την στο ζήτημα του προσδιορισμού της διάρκειας της προσωπικής κρατήσεως. (Εφ Πειρ 4/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η οικονομική αδυναμία εκπληρώσεως χρηματικής παροχής καθιστά την προσωπική κράτηση του οφειλέτη ανεπίτρεπτη μόνο στην περίπτωση ενοχής από σύμβαση (άρθρο 11 του κυρωθέντος με το ν. 2.462/1997 Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα), ενώ επί αδικοπρακτικής ενοχής η επιβολή αυτού του μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης δεν προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 25 παρ. του Συντάγματος, 6 παρ.1, 8 παρ.2, 9 παρ.2, 10 παρ.2 της ΕΣΔΑ ούτε στην αρχή της αναλογικότητας (ΑΠ 1438/2008, ΑΠ 780/2005 ΝΟΜΟΣ) και απαγγέλλεται χωρίς να απαιτείται η αναφορά στην εκκαλούμενη απόφαση των οικονομικών δυνατοτήτων, της αφερεγγυότητας και της δυνατότητας εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων του εναγομένου, δεδομένου ότι η απαγγελία προσωπικής κράτησης λόγω αδικοπραξίας είναι δυνητική και απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, αρκεί δε στην αιτιολογία της απόφασης να αναφέρεται το αποδεδειγμένο της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγόμενου οφειλέτη και των επίδικων αξιώσεων του ενάγοντος δανειστή, χωρίς να απαιτείται να γίνει επιπλέον αναφορά στην αφερεγγυότητα ή, την απόκρυψη τυχόν περιουσίας του οφειλέτη και σε άλλες ειδικές συνθήκες ή περιστάσεις (ΕφΠειρ 29/2007 ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ. Εν προκειμένω, ο ενάγων με την από 18-4-2011 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2011 αγωγή του  ενώπιον του  Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την οποία έστρεφε κατά των 1. …….. 2. …….. και της 3. ΕΠΕ με την επωνυμία “………..”,  εξέθετε ότι είναι έμπορος κοσμημάτων  και οι δύο πρώτοι εναγόμενοι ενεργώντας από κοινού τον έπεισαν να τους πωλήσει και μεταβιβάσει κατά  κυριότητα ωρολόγια , αντί συνολικού τιμήματος  ποσού  82.200 ευρώ, για το οποίο του παρέδωσαν χάριν καταβολής τις ειδικότερα αναφερομένες επιταγές, που εξέδωσε ο πρώτος εξ αυτών με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της τρίτης εναγόμενης, αντίστοιχης συνολικής αξίας, οι οποίες, όμως, όταν εμφανίστηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στη πληρώτρια τράπεζα δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων της εκδότριας εταιρίας, ότι οι εναγόμενοι κατά τον χρόνο εκδόσεως των επίδικων ακάλυπτων επιταγών γνώριζαν την έλλειψη των διαθεσίμων κεφαλαίων της εκδότριας, και ότι από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά τους αυτός υπέστη   ζημία ίση προς το ποσό αυτών, που δεν μπόρεσε να εισπράξει. Ζητούσε δε, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον  το εν λόγω ποσό, λόγω έκδοσης ακάλυπτης επιταγής και απατής, άλλως λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς και το ποσό των 45.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης, εντόκως  από την επίδοση της αγωγής, και να απαγγελθεί σε βάρος των δύο πρώτων εναγομένων προσωπική κράτηση ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί.

ΙV. Με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη αγωγή, η οποία αρμοδίως καθ΄ ύλην και κατά τόπον ασκήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είναι ορισμένη και νόμιμη,  στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71, 914 , 926, 932, 297, 298, 299, 345, 346 ΑΚ, 1, 79 του Ν. 5960/1933 «Περί επιταγής», και 1047  ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την  εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε καταρχήν την αγωγή  ως προς τη δεύτερη εναγόμενη (και μη εκκαλούσα) ως παθητικά ανομιμοποίητη, περαιτέρω απέρριψε αυτή ως προς όλους τους εναγόμενους λόγω αοριστίας κατά την ερειδόμενη  επι των διατάξεων 914 ΑΚ και 386 ΠΚ, βάση της, με συνέπεια  η υπόθεση να μην έχει μεταβιβασθεί εν προκειμένω με την ένδικη έφεση στο  δευτεροβάθμιο τούτο δικαστήριο κατά το κεφάλαιο αυτό, ως προς το οποίο νίκησαν οι εναγόμενοι, δεδομένου ότι αυτή  (εκκαλουμένη) δεν προσβάλλεται με αντίθετη από τον ενάγοντα έφεση κατά το μέρος τούτο. Περαιτέρω, η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα δεδομένου ότι καταβλήθηκε το απαιτούμενο για το αντικείμενο της τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις. (βλ. το με αριθμό ……./27-11-2013 διπλότυπο είσπραξης της Γ ΔΟΥ Πειραιώς με τα επισυναπτόμενα σε αυτό αγωγόσημα και την υπ’αρίθμ. ……/2013 απόδειξη είσπραξης του ΕΤΑΑ).

  1. V. Η ενοχή από επιταγή είναι αναιτιώδης, τούτο όμως δεν εμποδίζει τον οφειλέτη της εκδότη, σε περίπτωση που ενάγεται για πληρωμή του ποσού της επιταγής από το λήπτη της, να επικαλεσθεί την αιτιώδη σχέση που τον συνδέει με τον τελευταίο και με βάση τη σχέση αυτή να προβάλει την ένσταση ότι το χρηματικό ποσό της επιταγής  καλύπτει εν μέρει πραγματική οφειλή του εκδότη έναντι του λήπτη, που  προέρχεται από ορισμένη έννομη σχέση που υπάρχει μεταξύ αυτού και εν μέρει τοκογλυφικούς τόκους, με αποτέλεσμα την ακυρότητα της επιταγής κατά το ποσό που αναλογεί στους τοκογλυφικούς τόκους, σύμφωνα με τα  άρθρα 174, 294 AΚ. Για να είναι όμως ορισμένη η ένσταση αυτή, πρέπει να προσδιορίζεται η έννομη σχέση που υπάρχει μεταξύ του εκδότη και λήπτη της επιταγής, που αποτελεί και την αιτία της έκδοσής της και η αναλογία που υφίσταται μεταξύ της παροχής του εκδότη της επιταγής και της αντιπαροχής του λήπτη του τίτλου, που συμβλήθηκε με τον εκδότη και σε περίπτωση που η έννομη σχέση είναι δάνειο χρηματικού ποσού, το ύψος του δανείου, o ακριβής χρόνος χορηγήσεως αυτού και το ποσοστό του συμφωνηθέντος τόκου, για να μπορεί να κριθεί, αν στο ποσό της επιταγής συμπεριλαμβάνονται και σε τι ποσοστό τοκογλυφικοί τόκοι (βλ. ΕφΑθ 9012/1990 ΕλλΔνη 35 (1990) σελ. 467).
  2. VI. Εν προκειμένω, οι εναγόμενοι αρνούνται την αγωγή και περαιτέρω ισχυρίζονται ότι οι επίδικες επιταγές ,που εκδόθηκαν από τον πρώτο εναγόμενο ως νόμιμο εκπρόσωπο της τρίτης εναγομένης, ενσωματώνουν εν μέρει αθέμιτους τόκους διαδοχικών τοκογλυφικών δανείων, που η τρίτη εναγόμενη κατήρτισε με τον ενάγοντα κατά την χρονική περίοδο των ετών 2008 έως 2010 , με επιτόκιο που κυμαινόταν από 5% έως 7,5% μηνιαίως, ήτοι ανώτερου του ισχύοντος για την ίδια περίοδο δικαιοπρακτικού ετήσιου τόκου 11,25-12%. Ειδικότερα, αυτοί ισχυρίζονται ότι  τον Φεβρουάριο του έτους 2009 ο πρώτος εξ αυτών κατήρτισε με τον ενάγοντα στο όνομα και για λογαριασμό της τρίτης εναγόμενης, ως νόμιμος διαχειριστής της, σύμβαση δανείου, ποσού 16.000 ευρώ, αποδοτέου μετά από 8 μήνες, με μηνιαίο επιτόκιο  6,25%, δηλαδή ανώτερο έναντι του ισχύοντος δικαιοπρακτικού  8,75%, για το οποίο εξέδωσε με την ως άνω ιδιότητα του σε διαταγή της τελευταίας και ακολούθως  του μεταβίβασε με νόμιμη οπισθογράφηση δύο επιταγές, που αναφέρονται ειδικότερα, συνολικού ποσού 24.000 ευρώ,  που ενσωμάτωναν κεκαλυμμένους αθέμιτους τόκους, ποσού 7.037,91 ευρώ, τον Απρίλιο του έτους 2009  για τους ίδιους λόγους  οι διάδικοι κατήρτισαν νέα σύμβαση δανείου, ποσού 20.000 ευρώ, αποδοτέου ομοίως μετά από 8 μήνες, με μηνιαίο επιτόκιο  6,975% , δηλαδή ανώτερο έναντι του ισχύοντος ετήσιου δικαιοπρακτικού  8,75%, για το οποίο ο πρώτος εναγόμενος εξέδωσε και  παρέδωσε στον ενάγοντα κατά τον ίδιο τρόπο τέσσερις επιταγές της τρίτης εναγόμενης, που αναφέρονται ειδικότερα, συνολικού ποσού 31.000 ευρώ, που ενσωμάτωναν κεκαλυμμένους αθέμιτους τόκους, ποσού 9.822,06  ευρώ, τον Ιούνιο του έτους 2009 συνήφθη μεταξύ των μερών νέα σύμβαση δανείου, ποσού 20.000 ευρώ, αποδοτέου μετά από 8 μήνες, με μηνιαίο επιτόκιο  7,5%, δηλαδή ανώτερο έναντι του ισχύοντος δικαιοπρακτικού  8,75%, για το οποίο  ο πρώτος εναγόμενος οπισθογράφησε  και  παρέδωσε στον  τρεις  επιταγές της τρίτης εναγόμενης , που αναφέρονται ειδικότερα, συνολικού ποσού 32.000 ευρώ, που ενσωμάτωναν κεκαλυμμένους αθέμιτους τόκους, ποσού  834,93 ευρώ, τον Νοέμβριο του έτους 2009 συνήφθη νέο δάνειο, ποσού 40.000 ευρώ ,αποδοτέο  μετά από 5 μήνες, με μηνιαίο επιτόκιο 7%, δηλαδή ανώτερο έναντι του ισχύοντος ετήσιου δικαιοπρακτικού  8,75% , για το οποίο ο πρώτος εναγόμενος εξέδωσε και  παρέδωσε στον ενάγοντα κατά τον ίδιο τρόπο πέντε  επιταγές της τρίτης εναγόμενης, που αναφέρονται ειδικότερα, συνολικού ποσού 54.000 ευρώ, που ενσωμάτωναν κεκαλυμμένους αθέμιτους τόκους, ποσού 12.590,41    ευρώ, ton Μάρτιο του έτους 2010    οι διάδικοι κατήρτισαν νέα σύμβαση δανείου, ποσού 10 .000 ευρώ, αποδοτέου  μετά από 4 μήνες, με μηνιαίο επιτόκιο 7,5%, δηλαδή ανώτερο έναντι του ισχύοντος ετήσιου δικαιοπρακτικού  8,75% , για το οποίο ο πρώτος εναγόμενος εξέδωσε και  παρέδωσε στον ενάγοντα κατά τον ίδιο τρόπο δύο  επιταγές της τρίτης εναγόμενης, που αναφέρονται ειδικότερα, συνολικού ποσού 13.000 ευρώ, που ενσωμάτωναν κεκαλυμμένους αθέμιτους τόκους, ποσού 2.702,74 ευρώ,  τον Μάιο του έτους οι διάδικοι κατήρτισαν νέα σύμβαση δανείου, ποσού 50.000 ευρώ, αποδοτέου   μετά από 8 μήνες, με μηνιαίο επιτόκιο   7,5%, δηλαδή ανώτερο έναντι του ισχύοντος ετήσιου δικαιοπρακτικού  8,75% , για το οποίο ο πρώτος εναγόμενος εξέδωσε και  παρέδωσε στον ενάγοντα κατά τον ίδιο τρόπο οκτώ επιταγές, μεταξύ των οποίων και επτά από τις επίδικες, που  αναφέρονται ειδικότερα, συνολικού ποσού 80.000  ευρώ, που ενσωμάτωναν κεκαλυμμένους αθέμιτους τόκους, ποσού 27.063,36 ευρώ, και τέλος, τον Δεκέμβριο του έτους 2010 τα μέρη συνήψαν νέα σύμβαση δανείου , ποσού 8.000 ευρώ αποδοτέου   μετά από 2 μήνες, με μηνιαίο επιτόκιο 7,5%, δηλαδή ανώτερο έναντι του ισχύοντος ετήσιου δικαιοπρακτικού 8,75%, για το οποίο ο πρώτος εναγόμενος εξέδωσε και  παρέδωσε στον ενάγοντα κατά τον ίδιο τρόπο μία  επιταγή (την όγδοη από τις επίδικες), ποσού 9.200 ευρώ, που ενσωμάτωνε κεκαλυμμένους αθέμιτους τόκους, ποσού  1.081,10  ευρώ. Ότι από τις ανωτέρω επιταγές, συνολικού ποσού 282.200 ευρώ, που δόθηκαν για συνολικό ποσό δανείου , 194.000 ευρώ εισπράχθηκαν κανονικά οι είκοσι τρεις πρώτες, συνολικού ποσού 200.000 ευρώ, ενώ οι υπόλοιπες οκτώ (επίδικες) που δεν πληρώθηκαν, κάλυπταν  συνολικούς τοκογλυφικούς τόκους 78.327,59 ευρώ, με συνέπεια η πραγματική ζημία του ενάγοντος να ανέρχεται στο ποσό των 3.872,41 ευρώ. Ο ανωτέρω ισχυρισμός, που αποτελεί νόμιμη ένσταση ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 174 και 294 ΑΚ (βλ. και ΑΠ 529/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τυγχάνει ορισμένη μόνον κατά το μέρος, που αφορά στην όγδοη από τις επίδικες επιταγές, ενώ ως προς τις λοιπές αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη, δεδομένου ότι δεν γίνεται ειδικότερος  προσδιορισμός  του κεφαλαίου, των νόμιμων και των παράνομων τόκων που ενσωματώνονται σε εκάστη των επίδικων επιταγών,   οι οποίες  δεν είναι όλες του ίδιου ποσού ,με αποτέλεσμα να μην προσδιορίζεται η μη προστατευτέα  ζημία του ενάγοντα, ήτοι αυτή που αφορά στο μέρος των τοκογλυφικών τόκων (βλ. και ΕΦΑΘ 2142/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η εν λόγω ένσταση πρέπει  να ερευνηθεί περαιτέρω κατά το μέρος που κρίθηκε  ορισμένη και νόμιμη και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Τέλος, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ο ενάγων γνώριζε κατά την έκδοση των επίδικων επιταγών  την έλλειψη διαθεσίμων  κεφαλαίων για την  πληρωμή τους στην πληρώτρια τράπεζα  και αποδέχθηκε τον κίνδυνο να μην τις πληρωθεί  και ως εκ  τούτου εξ οικείου πταίσματος ζημιώθηκε. Νόμιμος είναι και ο ως άνω  ισχυρισμός και συνιστά τη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 300 και    914 ΑΚ, καταλυτική της αγωγής, ένσταση, που πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

VII. Από την  εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του  δικαστηρίου τούτου με επιμέλεια των διαδίκων, και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την απόφαση αυτή πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, τη με αριθμό …../10-1-2018 ένορκη βεβαίωση του …….. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., που ελήφθη κατόπιν νομίμου κλητεύσεως  του ενάγοντος –εφεσιβλήτου (βλ. τη με αριθμό …./5-1-2018 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας στο πρωτοδικείο Πειραιά, ………) και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε μερικά των οποίων θα γίνει παρακάτω ειδική μνεία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Η τρίτη εναγόμενη τυγχάνει εταιρία περιορισμένης ευθύνης με αντικείμενο  την εμπορία και επισκευή ειδών κλιματισμού  και ψύξεως, και έδρα τον Πειραιά, η οποία συνεστήθη με το με αριθμό …/22-9-2005 καταστατικό σύστασης  της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., που δημοσιεύθηκε  νόμιμα και καταχωρήθηκε στα βιβλία του πρωτοδικείου με αύξοντα αριθμό ……/26-9-2005 και στο ΦΕΚ (τ. ΑΕ-ΕΠΕ 10178/26-9-2005). Νόμιμος διαχειριστής αυτής ορίστηκε αρχικά με το ως άνω καταστατικό ο πρώτος εναγόμενος, και ακολούθως  με τη με αριθμό …/2010 τροποποίηση –κωδικοποίηση καταστατικού, που ομοίως δημοσιεύθηκε και καταχωρίστηκε νόμιμα (βλ. σχετική έκθεση κατάθεσης ……/2010 του Πρωτοδικείου  Πειραιώς) διαχειρίστρια αυτής από 9-12-2010 ορίστηκε η σύζυγος του πρώτου εναγόμενου, ……… (αρχική δεύτερη εναγόμενη) .  Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος κατά τα έτη  2005-2008 μετέβαινε τακτικά στο κατάστημα της επιχείρησης κοσμηματοπωλείου του ενάγοντος  στο κέντρο  του Πειραιά  και αγόραζε  ωρολόγια και κοσμήματα καταβάλλοντας το αντίτιμο με μεταχρονολογημένες επιταγές, που πληρώνονταν κανονικά.  Ωστόσο μετά το έτος 2008 η τρίτη εναγόμενη άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα που διογκώθηκαν κατά την επόμενη διετία, καθόσον ο πρώτος εναγόμενος δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει τραπεζικό δανεισμό. Για τον λόγο αυτό κατέφυγε σε δανεισμό από γνωστά του πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και  συγγενείς του, ενώ, οικονομικά τον διευκόλυνε και ο ενάγων, στον οποίο παρέδιδε επιταγές της τρίτης εναγομένης. Η ως άνω κακή οικονομική κατάσταση των εναγομένων προκύπτει με σαφήνεια τόσο από τη κατάθεση του μάρτυρα αυτών στο ακροατήριο, ο οποίος  δάνεισε και ο ίδιος χρήματα στον πρώτο εναγόμενο προς εξυπηρέτηση των αναγκών του, όσο και  από την προσκομιζόμενη ένορκη βεβαίωση του από το έτος 2006 λογιστή της τρίτης εναγόμενης , ο οποίος περαιτέρω  αναφέρει ότι, όπως γνωρίζει, κατά την επίμαχη  περίοδο 2008-2010 ο πρώτος εναγόμενος εξέδιδε με την ιδιότητα του ως διαχειριστής της τρίτης εναγόμενης και ακολούθως παρέδιδε στον ενάγοντα επιταγές αυτής.  Μεταξύ των επιταγών αυτών είναι και οι επίδικες και συγκεκριμένα  :1) η με αριθμό …….. επιταγή της , με ημερομηνία έκδοσης 16-12-2010, πληρωτέα σε διαταγή της τρίτης εναγόμενης, ποσού 9.000 ευρώ, 2) η με αριθμό …… επιταγή της , με ημερομηνία έκδοσης 20-12-2010, πληρωτέα σε διαταγή της τρίτης εναγόμενης, ποσού 7.000 ευρώ, 3) η με αριθμό …….. επιταγή της , με ημερομηνία έκδοσης 23-12-2010, πληρωτέα σε διαταγή της τρίτης εναγόμενης, ποσού 9.000 ευρώ, 4) η με αριθμό …….. επιταγή της  , με ημερομηνία έκδοσης 30-12-2010, πληρωτέα σε διαταγή της τρίτης εναγόμενης, ποσού  9.000 ευρώ, 5) η με αριθμό ……… επιταγή της , με ημερομηνία έκδοσης 31-12-2010, πληρωτέα σε διαταγή της τρίτης εναγόμενης, ποσού 9.000 ευρώ,  6) η με αριθμό ……. επιταγή της , με ημερομηνία έκδοσης 20-1-2011, πληρωτέα σε διαταγή της τρίτης εναγόμενης, ποσού 15.000 ευρώ, 7) η με αριθμό …….. επιταγή της , με ημερομηνία έκδοσης 30-1-2011, πληρωτέα σε διαταγή της τρίτης εναγόμενης, ποσού 15.000 ευρώ, και 8) η με αριθμό ……. επιταγή της , με ημερομηνία έκδοσης 10-2-2011, πληρωτέα σε διαταγή της τρίτης εναγόμενης, ποσού 9.200 ευρώ, τις οποίες αφού οπισθογράφησε ο πρώτος εναγόμενος με την ως άνω ιδιότητα του ακολούθως παρέδωσε στον ενάγοντα. Ο ενάγων διατείνεται ότι  οι επίδικες  επιταγές εκδόθηκαν και του παραδόθηκαν χάριν καταβολής τιμήματος από αγορές  ωρολογίων, στις οποίες  ο πρώτος εναγόμενος προέβη κατά το χρονικό διάστημα από τα μέσα μηνός Αυγούστου έως τέλος Σεπτεμβρίου του έτους 2010. Προς τούτο δε, προσκομίζει και επικαλείται δέκα (10) σχετικές αποδείξεις ταμειακής μηχανής,  της επιχείρησης των τέκνων του με την επωνυμία «………..», και συγκεκριμένα τις από 21-12-2010 ποσού 9.000 ευρώ,  6.000 ευρώ , 5.000 ευρώ, την από 18-11-2010, ποσού 5.600 ευρώ, την από 20-12-2010, ποσού 15.000 ευρώ, την από 9-12-2010, ποσού 4.200 ευρώ, την από 17-12-2010, ποσού 6.000 ευρώ, την από 11-11-2010, ποσού 8.000 ευρώ, και 8.700 ευρώ και τη από 1-12-2010, ποσού 15.000 ευρώ. Οι ως άνω αποδείξεις, όμως,  που αφορούν σε δέκα τεμάχια, τα οποία δεν περιγράφονται κατ’είδος,  συμποσούνται  σε 82.500 ευρώ, που υπερβαίνει αυτό των επίδικων επιταγών, δίχως να προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι έναντι αυτών έγινε κάποια καταβολή τοις μετρητοίς από τον πρώτο εναγόμενο. Περαιτέρω, ο εξετασθείς στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου  μάρτυς του ενάγοντος, κατέθεσε διαφορετικά περιστατικά και δη ότι τα πωληθέντα στον πρώτο εναγόμενο ωρολόγια ήταν πέντε, και πωλήθηκαν σε αυτόν την ίδια ημέρα (σελ. 10 και 27 πρακτικών), γεγονός που δεν εξηγεί την έκδοση αποδείξεων σε διαφορετικές ημεροχρονολογίες.  Ως εκ τούτου το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι οι επίδικες επιταγές δόθηκαν στα πλαίσια οικονομικών διευκολύνσεων που παρείχε ο ενάγων στους εναγόμενους, δίχως ωστόσο να προκύπτει ότι ενσωματώνουν αθέμιτους τόκους, καθόσον περί τούτου ουδέν στοιχείο εισφέρθηκε στην αποδεικτική διαδικασία, οι δε μάρτυρες των εναγομένων  δεν κατέθεσαν κάτι σχετικό, απορριπτομένης ως ουσιαστικά αβάσιμης της σχετικής ένστασης των εναγομένων  περί τοκογλυφικών τόκων, που ενσωματώθηκαν  στην όγδοη από τις εν λόγω επιταγές. Σημειώνεται εξάλλου ότι οι εναγόμενοι δεν υπέβαλαν έγκληση για το αδίκημα του άρθρου 404 ΠΚ σε βάρος του  ενάγοντος.  Ακόμη αποδείχθηκε ότι από τις ως άνω επιταγές μόνον τρείς εμφανίστηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή  και συγκεκριμένα η με αριθμό ………. επιταγή της , με ημερομηνία έκδοσης 20-12-2010 ,πληρωτέα σε διαταγή της τρίτης εναγόμενης, ποσού 7.000 ευρώ, που εμφανίστηκε στη πληρώτρια τράπεζα στις 22-12-2010, η με αριθμό …….. επιταγή της , με ημερομηνία έκδοσης 20-1-2011 ,πληρωτέα σε διαταγή της τρίτης εναγόμενης, ποσού 15.000 ευρώ, που εμφανίστηκε στη πληρώτρια τράπεζα στις 24-1-2011  και  η με αριθμό …….. επιταγή της , με ημερομηνία έκδοσης 30-1-2011, πληρωτέα σε διαταγή της τρίτης εναγόμενης, ποσού 15.000 ευρώ, που εμφανίστηκε στη πληρώτρια τράπεζα στις 1-2-2011, οι οποίες και δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων της εκδότριας τρίτης εναγόμενης, όπως βεβαιώνεται αρμοδίως από την πληρώτρια τράπεζα στα σώματα τους, που προσκομίζονται σε φωτοτυπικά αντίγραφα, ενώ για τις υπόλοιπες δεν αποδείχθηκε η νόμιμη και εμπρόθεσμη εμφάνιση τους προς πληρωμή, καθόσον δεν υπάρχει σχετική επισημείωση της τράπεζας στα σώματα τους, ούτε κατέθεσε κάτι σχετικά ο μάρτυς του ενάγοντος στο ακροατήριο, ούτε υφίσταται σχετική δικαστική ομολογία των εναγομένων. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, τις ως άνω ακάλυπτες επιταγές, συνολικού ποσού 37.000 ευρώ, ο πρώτος εναγόμενος, εξέδωσε με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της τρίτης εναγομένης εταιρίας, αν και γνώριζε την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων της εκδότριας εταιρίας, τόσο κατά την έκδοση τους  έτος 2010  (όπως προεκτέθηκε ήταν μεταχρονολογημένες), όσο και κατά την εμφάνιση προς πληρωμή τους,  αποδεχόμενος με τον τρόπο αυτό να ζημιωθεί ο ενάγων, όπως και ζημιώθηκε, από τη μη πληρωμή αυτών, κατά το ποσό τους, το οποίο οι εναγόμενοι ως εκ τούτου υποχρεούνται να του καταβάλουν εις ολόκληρον ως αποζημίωση. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε  ότι ο ενάγων συνετέλεσε αιτιωδώς με δικό του πταίσμα στην πρόκληση της ζημίας του, αποδεχόμενος τις επιζήμιες συνέπειες από τη μη πληρωμή των επιταγών, δεδομένου ότι όπως κατέθεσε και ο ενόρκως βεβαιώσας ………., οι επιταγές που του παρέδιδε ο πρώτος εναγόμενος μέχρι τότε καλύπτονταν κανονικά. Επομένως, ο εκ των άρθρων 300 ΑΚ ισχυρισμός των εναγομένων είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω αναφορικά με το υποβληθέν από τους εναγομένους εκκαλούντες αίτημα για επίδειξη εγγράφων και δη των τιμολογίων πώλησης των επικαλούμενων στην αγωγή ωρολογίων  και των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων της επιχείρησης του ενάγοντος, από τις οποίες να προκύπτει ο ετήσιος τζίρος της, παρέλκει η έρευνα του, καθώς έγινε δεκτό ότι η υποκείμενη αιτία για έκδοση των επίδικων επιταγών δεν είναι η επικαλούμενη από τον ενάγοντα πώληση ωρολογίων στον πρώτο εναγόμενο. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, λόγω της προαναφερόμενης αδικοπραξίας των εναγομένων σε βάρος του, υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να του επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση, ποσού  300 ευρώ, που κρίνεται εύλογο  σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 9/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ενόψει όλων των συνεκτιμωμένων στοιχείων και ιδίως του είδους της ένδικης αδικοπραξίας, της φύσης της προσβολής που αφορά μόνο σε οικονομικά συμφέροντα ,του ύψους της προκληθείσας ζημίας,  της υπαιτιότητας του πρώτου εναγόμενου και της κοινωνικής και περιουσιακής κατάστασης των μερών. Τέλος,   ενόψει του ύψους της απαίτησης, του πταίσματος του πρώτου εναγομένου και της αφερεγγυότητας  αυτού που καθιστούν επισφαλή την ικανοποίηση της επιδικασθείσας απαίτησης του ενάγοντος πρέπει να διαταχθεί η προσωπική του κράτηση, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, η διάρκεια της οποίας πρέπει να οριστεί στους δύο (2) μήνες. Επομένως η αγωγή πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα συνολικά το ποσό των 37.300 ευρώ  (37.000 + 300)  με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.  Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγόμενων λόγω της ήττας τους κατά μερική παραδοχή του σχετικού αιτήματος του ενάγοντος  (άρθρα 106, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας, ενώ τα κατατεθέντα από τους εκκαλούντες για το παραδεκτό της έφεσης παράβολα πρέπει να καταπέσουν υπέρ του Δημοσίου, λόγω της ήττας τους, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του Ν. 4055/2012.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους  την έφεση κατά της με αριθμό 882/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και  στην ουσία της την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 882/2014  οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς τους πρώτο και την τρίτη των εναγομένων.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμό κατάθεσης ……/2011 αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ μερικώς την αγωγή ως προς τον πρώτο και την τρίτη των εναγομένων.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον πρώτο και τη τρίτη των εναγόμενων να καταβάλουν στον ενάγοντα εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των τριάντα επτά χιλιάδων τριακοσίων ευρώ (37.300,00) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ σε βάρος του πρώτου εναγόμενου προσωπική κράτηση  διάρκειάς έως δυο μηνών ως μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως .

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των παραβόλων με αριθμούς    …………  σειράς Α Δημοσίου.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους στην  καταβολή μέρους  των δικαστικών του εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των  εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 15η Φεβρουαρίου 2018   και δημοσιεύθηκε στις 19 Απριλίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ