Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 255/2018

Αριθμός  255/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Φέρονται προς κρίση οι με αριθμ. έκθ. κατάθ. …../26-8-2015  και …../23-9-2015 αντίθετες εφέσεις κατά της 1634/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών  διαφορών (664-676 ΚΠολΔ). Οι εφέσεις  ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (σχετ. η ……/10-8-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………, άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ. 1, 591 παρ.1 και 663επ., 591 παρ. 1  ΚΠολΔ). Επομένως, και δεδομένου ότι αρμόδια φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Εφετείου  (άρθρο 19 ΚΠολΔ), πρέπει να  συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και προς οικονομία χρόνου και δαπάνης (άρθρα 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν, στη συνέχεια,  ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία των εργατικών διαφορών.

Ο ενάγων ναυτικός  με την από 2-6-2014 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. ………./19-12-2013) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίστηκε ότι με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε στον Πειραιά με την εναγόμενη ναυτική εταιρία, ναυτολογήθηκε και εργάστηκε σύμφωνα με τις οικείες ΣΣΝΕ για τα πληρώματα επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων και με την ειδικότητα του Μαγείρου Α΄  στο υπό ελληνική σημαία ε/γ-ο/γ πλοίο της ιδιοκτησίας της εναγομένης «ΑΚ»  που εκτελούσε τακτικά δρομολόγια από το λιμάνι του Πειραιά προς τα νησιά των Κυκλάδων Κύθνο, Σέριφο, Σίφνο, Μήλο και Κίμωλο και οι οποίοι επεκτείνονταν προς Θήρα, Ίο, Σίκινο και Φολέγανδρο. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας του στο πλοίο της εναγομένης,   απασχολείτο επί δέκα πέντε ώρες  στη διάρκεια των οποίων εκτελούσε και τα καθήκοντα  αρτοποιού, χωρίς ωστόσο η εργοδότρια εταιρία  να του καταβάλει την ανάλογη αμοιβή. Με βάση τα ανωτέρω και όσα ειδικότερα ιστορεί στην αγωγή,  ζήτησε, αφού περιόρισε παραδεκτά το αίτημά της σε, μερικά, αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει την ειδική αμοιβή για τα καθήκοντα σφαγέα και ζαχαροπλάστη που εκτελούσε λόγω έλλειψης αρχιμάγειρα, καθώς και  τις πλήρεις αποδοχές και τα ανάλογα επιδόματα εορτών για τα καθήκοντα αρτοποιού που ομοίως εκτελούσε, την αμοιβή για την υπερωριακή εργασία του και τις αντίστοιχες διαφορές στην αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές που πραγματοποιούσε το πλοίο καθώς και στα επιδόματα εορτών, τις αποζημιώσεις λόγω απόλυσής του την 21-10-2013 και μη επαναπρόσληψής του εντός των επόμενων εξήντα ημερών καθώς και την 5-3-2014 μετά από καταγγελία της σύμβασής του από τον πλοίαρχο του πλοίου, συνολικού ποσού όλα τα ανωτέρω αιτήματα 76.757,87 ευρώ. Η εναγόμενη εταιρία με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου συνομολόγησε την ναυτολόγηση του ενάγοντα στο πλοίο της κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, προέβαλε ισχυρισμό περί εξόφλησης των αξιώσεων του ενάγοντα και καταχρηστικής άσκησης της αγωγής του, αρνούμενη  κατά τα λοιπά αυτήν.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του  έκρινε ότι ο ενάγων, καθημερινά, εργαζόταν υπερωριακά επί έντεκα ώρες και παρείχε εργασία αρτοποιού επί δίωρο, απέρριψε την αξίωση αυτού για την καταβολή της ειδικής αμοιβής που προβλέπει το άρθρο 12 παρ. 3 της ΣΣΝΕ, δεχόμενο μερικά την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη,  υποχρεώνοντας την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.186,45 ευρώ και  αναγνωρίζοντας την υποχρέωσή της να του καταβάλει το ποσό των 17.923,89 ευρώ.

Αμφότερα τα διάδικα μέρη άσκησαν τις κρινόμενες εφέσεις τους και ζητούν, για τους λόγους που επικαλούνται  και ανάγονται κυρίως σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εφαρμογή του νόμου, την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης  προς τον σκοπό, ο μεν ενάγων ναυτικός να γίνει πλήρως δεκτή η αγωγή του, η δε εναγόμενη  εταιρία  να απορριφθεί αυτή πλήρως.

Από την επανεκτίμηση των ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της εναγομένης, η οποία εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης αυτού, της με αριθμό …../15-9-2014 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του συμβολαιογράφου Ληξουρίου ……… και της  …../16-9-2014 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι οποίες προσκομίζονται από τον ενάγοντα και  δόθηκαν μετά από νομότυπη  κλήτευση της αντιδίκου του (σχετ. η …../11-9-2014 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς .. ….), των ενώπιον  του Ειρηνοδίκη Πειραιώς ένορκων βεβαιώσεων με  αριθμούς ……… που δόθηκαν την 17-9-2014 με νομότυπη κλήτευση του ενάγοντα από την εναγομένη, η οποία και τις προσκομίζει (σχετ. η …/12-9-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………) και όλων των νόμιμα και με επίκληση προσκομισθέντων εγγράφων, των φωτογραφιών που δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους και εκτιμώνται από το Δικαστήριο το οποίο υποχρεούται (άρθρα 335, 338-340 και 346 ΚΠολΔ), προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που εκείνοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν διαφορετικά θεμελιώνεται ο  προβλεπόμενος στο άρθρο 559 αρ. 11περ.γ ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης,  επισημειουμένου ότι κατά  την εφαρμοζόμενη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του ακόμα και αποδεικτικά μέσα, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 ΚΠολΔ, ΕΠ 160/2014 δημοσ  στην ΤΝΠ στη ΝΟΜΟΣ). Από την εκτίμηση λοιπόν όλων των ανωτέρω που προσκομίζονται είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς έμμεση, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων απόδειξη,  σε συνδυασμό, τέλος, με τα όσα οι διάδικοι ισχυρίζονται και συνομολογούν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα:

Η εναγόμενη εταιρία που εδρεύει στη Ζάκυνθο, είναι πλοιοκτήτρια του με ελληνική σημαία ε/γ-ο/γ πλοίου «ΑΚ», ολικής χωρητικότητας 3.409 κόρων, κατάρτισε δε στον Πειραιά με τον ενάγοντα, έλληνα απογεγραμμένο ναυτικό με την ειδικότητα του μαγείρου, σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου,  στις 28-11-2012 η οποία έληξε στις 20-5-2013 λόγω άδειας του ναυτικού, στη συνέχεια στις 20-6-2013 κατάρτισε νέα σύμβαση η οποία έληξε  στις 21-10-2013 λόγω διακοπής δρομολογίων ενώ, τέλος, στις 4-1-2014 καταρτίστηκε και πάλι όμοια σύμβαση μεταξύ των διαδίκων η  οποία έληξε στις 5-3-2014 για τον κατωτέρω αναφερόμενο λόγο.   Καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολόγησης του ενάγοντα, οι αποδοχές και οι όροι εργασίας του διέπονταν από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων των αντίστοιχων ετών 2013 και 2014 οι οποίες κυρώθηκαν, αντίστοιχα, με τις με αριθμό 3525.1.1.5/01/2013 (ΦΕΚ Β 2079/2013) και 3525.1.5/1/2014 (ΦΕΚ Β 1664/2014) αποφάσεις του αρμόδιου Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας και του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, η εφαρμογή των οποίων εξάλλου δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, σημειουμένου ότι με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 των ανωτέρω ΣΣΝΕ παρέμειναν στα ποσά στα οποία είχαν κυρωθεί με την 3525.1.5.2/01/2011  ΣΣΝΕ (ΦΕΚ 1070/Β/31-5-2011),  οι μηνιαίοι μισθοί ενέργειας  των αξιωματικών και των μελών του κατωτέρου πληρώματος που εργάζονται στα επιβατηγά ακτοπλοϊκά πλοία, καθώς και τα προβλεπόμενα από τις ίδιες ΣΣΝΕ  επιδόματα, πρόσθετες αμοιβές και έξτρα εργασίες που καθορίζονται σε χρήμα.

Το πλοίο της εναγομένης είχε οργανική σύνθεση τριάντα εννέα μελών πληρώματος, ενώ προβλεπόταν η αύξηση του αριθμού τους σε 42 κατά τους μήνες με αυξημένη επιβατική κίνηση, σύμφωνα ωστόσο με την κατάσταση των μελών του πληρώματος που προσκομίζει η εναγομένη, υπηρετούσαν σ’ αυτό, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, σαράντα ένας ναυτικοί, εκ των οποίων ένας μάγειρος Α΄, ο ενάγων, ένας μάγειρος Β΄ και δυο χυτροκαθαριστές, που αποτελούσαν το προσωπικό μαγειρείου. Το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια από το λιμάνι του Πειραιά,  προς τα νησιά των Κυκλάδων   Κύθνο, Σέριφο, Σίφνο, Μήλο και Κίμωλο, ενώ οι πλόες του  επεκτείνονταν ορισμένες ημέρες και προς Θήρα, Ίο, Σίκινο και Φολέγανδρο, παραμένοντας μια ημέρα (την Πέμπτη) χωρίς δρομολόγιο, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2013 έως και 25-8-2013  εκτελέστηκαν  πλόες την 11 και 25 Ιουλίου, την 1, 8 και 22 Αυγούστου, ημέρα Πέμπτη  και, τέλος, την 10 και 17 Αυγούστου, ημέρα Σάββατο, το πλοίο εκτέλεσε επιπλέον δρομολόγιο μετά την άφιξή του στο λιμάνι του Πειραιά. Συγκεκριμένα  το πλοίο της εναγομένης αναχωρούσε την Δευτέρα ώρα 14.55 και επέστρεφε στον Πειραιά ώρα 4.00 της Τρίτης, την Τρίτη αναχωρούσε ώρα 14.55 με προορισμό την Μήλο στην οποία κατέπλεε ώρα 1.45 της Τετάρτης και απέπλεε με προορισμό τον Πειραιά ώρα 7.00, όπου κατέφθανε  ώρα 17.07 της ίδιας ημέρας. Την Παρασκευή αναχωρούσε ώρα 7.25 και επέστρεφε ώρα 3.40 του Σαββάτου κατά το οποίο αναχωρούσε ώρα 7.25 και επέστρεφε 16.30, την δε Κυριακή αναχωρούσε ώρα επίσης 7.25 και επέστρεφε στον Πειραιά ώρα 23.00. Την Πέμπτη, 11 και 25/7 καθώς και την Πέμπτη  8 και 22/8 το πλοίο αναχωρούσε ώρα 7.25 και επέστρεφε στον Πειραιά 22.30 ειδικά ωστόσο την Πέμπτη 1/8 εκτέλεσε το δρομολόγιο της Δευτέρας και τα Σάββατα 10 και 17 Αυγούστου μετά την επιστροφή του στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 16.30 αναχώρησε ώρα 18.00 και επέστρεψε ώρα 4.20 της Κυριακής. Στο πλοίο δεν προσφέρονταν γεύματα στους επιβάτες παρά μόνο στο πλήρωμα και σε ορισμένους, περί τους δέκα κάθε φορά οδηγούς μεταφερόμενων φορτηγών, κατόπιν σχετικής συμφωνίας της εναγομένης με τους εργοδότες των τελευταίων.  Επομένως το προσωπικό της κουζίνας, του οποίου προΐστατο ο ενάγων (σχετ. η εμπεριεχόμενη στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρα της εναγόμενης εταιρίας) και στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνονταν  αρχιμάγειρος, όπως σε προηγούμενα χρόνια κατά τα οποία προσφέρονταν γεύματα στους επιβάτες του πλοίου, ήταν επιφορτισμένο με την παρασκευή, καθημερινά,  τριών γευμάτων,  πρωινού,  μεσημεριανού και βραδινού για περίπου πενήντα άτομα, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς του ενάγοντα που δεν αμφισβητήθηκαν ειδικά από την εναγομένη, ενώ παράλληλα έψηνε διάφορα είδη που πωλούνταν στα κυλικεία του πλοίου και προμηθεύονταν και οι επιβάτες, όπως τυρόπιττες, πίτσες, κρουασάν κ.ά., περιστατικά που ομοίως  δεν αμφισβητούνται από την εναγομένη, όπως εξάλλου και η από μέρους του ενάγοντα παρασκευή καθημερινά της απαιτούμενης ποσότητας ψωμιού, σύμφωνα  με τον μάρτυρά της,  δέκα κιλών, καθώς και γλυκού δυο φορές την εβδομάδα. Προκειμένου δε να καλύπτει τους σιτιζόμενους  στην τραπεζαρία του πλοίου, η οποία ήταν ανοικτή από ώρα  6.00 έως 19.00 η εργασία του προσωπικού του μαγειρείου, άρχιζε από ώρα 5.30  με την προετοιμασία του πρωινού και ολοκληρωνόταν  αφού καθαρίζονταν από τους χυτροκαθαριστές, σκεύη και χώροι αυτής,  περί ώρα 21.00, καθώς, όπως επιβεβαίωσε και ο ίδιος ως άνω μάρτυρας της εναγόμενης πλοιοκτήτριας εταιρίας,  απαιτούνταν δυο ώρες για τον καθαρισμό του χώρου και των σκευών της.

Σύμφωνα με  τις διατάξεις των άρθρων 123 και 124 του β.δ. 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960),  που ορίζουν τα καθήκοντα τους, οι  μάγειροι, εφόσον στο πλοίο υπηρετεί αρχιμάγειρος, τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο  αυτού,  ο μάγειρος Α΄ είναι ο πρώτος στην ιεραρχία και αναπληρώνει τον κωλυόμενο ή απουσιάζοντα προϊστάμενό του,  στα καθήκοντα δε αυτών περιλαμβάνονται η επιμέλεια α) για την απόλυτη καθαριότητα και την καλή συντήρηση των διαμερισμάτων του μαγειρείου, και των εντός αυτού  σκευών, β) της εμφάνισής τους καθώς οφείλουν να είναι απολύτως καθαροί και να φορούν την καθορισμένη ενδυμασία και κάλυμμα της κεφαλής τους και γ) της αφής της πυράς του μαγειρείου με τη βοήθεια των χυτροκαθαριστών, της μεταφοράς των τροφίμων από τις τροφοαποθήκες και τα ψυγεία  στο μαγειρείο, του καθαρισμού των τροφίμων και της παρασκευής των εδεσμάτων, σύμφωνα με τις οδηγίες του προϊσταμένου αρχιμαγείρου.

Στην προκειμένη περίπτωση που δεν υπηρετούσε στο πλοίο αρχιμάγειρος, ο ενάγων ως πρώτος μάγειρος ασκούσε καθήκοντα προϊσταμένου του μαγειρείου και επομένως ήταν επιφορτισμένος με τα οριζόμενα στο άρθρο 122 του ίδιου β.δ. καθήκοντα αυτού και συγκεκριμένα με την ευθύνη για την απόλυτη καθαριότητα του μαγειρείου, πλυντηρίων και μαγειρικών σκευών, ψυγείων και των εντός αυτών τροφίμων,  καθώς και του προσωπικού του μαγειρείου, για την έγκαιρη παρασκευή εδεσμάτων σύμφωνα με τους κανόνες της μαγειρικής τέχνης και το εδεσματολόγιο, με την παρακολούθηση των λοιπών μελών του προσωπικού στα οποία παρείχε οδηγίες ενώ επόπτευε τη διανομή του φαγητού και σε συνεργασία με τον φροντιστή του πλοίου, ο οποίος  είναι υπεύθυνος για την προμήθεια, συντήρηση και παραλαβή τροφίμων λαμβάνοντας υπόψη τα αιτήματα των υπηρετούντων στο πλοίο προϊσταμένων (άρθρο 109 του β.δ.  863/1960), επιμελείτο, ο ενάγων, της προμήθειας του μαγειρείου με την αναγκαία ποσότητα τροφίμων, τα οποία και παραλάμβανε.

Σύμφωνα δε με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 12  των εφαρμοστέων ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2013 και 2014,  «λόγω των αυξημένων καθηκόντων του αρχιμάγειρα, ο οποίος εκτελεί και τις εργασίες σφαγέα και ζαχαροπλάστη για την εξυπηρέτηση του πληρώματος, ειδικότητες που δεν προβλέπονται στην σύνθεση των Ε/Γ – Α/Κ πλοίων, καταβάλλεται εις τούτον πρόσθετη αμοιβή που αντιστοιχεί σε δέκα πέντε ώρες (15) υπερωριακής αμοιβής μηνιαίως, πέραν υπερωριών εξάλλου λόγου».  Εξάλλου, η  νομοθετική πρόβλεψη περί της οργανικής σύνθεσης εκάστου πλοίου αφορά στο ελάχιστο αναγκαίο προσωπικό του μαγειρείου κάθε ακτοπλοϊκού επιβατηγού πλοίου, έτσι σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ.1  του υπό τον τίτλο «Προσωπικόν Μαγειρείου» άρθρου 7 του π.δ. 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων» (ΦΕΚ Α 64/13.3.1974), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 2 παρ. 1 του ν.δ. 2651/1953 «Περί συνθέσεως των πληρωμάτων των Ελληνικών πλοίων» (ΦΕΚ Α 297/30.10.1953), η οργανική σύνθεση του προσωπικού των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων απαρτίζεται, ανάλογα με την ολική χωρητικότητα εκάστου σε κόρους, από αρχιμαγείρους, μαγείρους Α, Β και Γ και από χυτροκαθαριστές, όχι δε και ζαχαροπλάστες ή σφαγείς, των οποίων η ναυτολόγηση δεν είναι υποχρεωτική παρά μόνο στην περίπτωση (σύμφωνα με την παρ.  2 του ιδίου ως άνω άρθρου 7 του π.δ. 177/1974) που το επιβατηγό πλοίο έχει χωρητικότητα  ολική άνω των 2.500 κόρων και  προεκτείνει τους πλόες του και στην αλλοδαπή και, εφόσον, τέλος παρασκευάζονται γλυκίσματα επί του πλοίου.  Περαιτέρω στις διατάξεις των άρθρων 125 και 127 του β.δ.  683/1960  προβλέπονται τα γενικά καθήκοντα του ναυτικού που έχει την ειδικότητα του ζαχαροπλάστη ή του σφαγέα, οι οποίοι τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιμαγείρου του πλοίου. Στο άρθρο 127 του  ίδιου β.δ. ειδικότερα ορίζεται ότι οι σφαγείς τελούν υπό τις άμεσες διαταγές του αρχιμαγείρου προϊσταμένου και επιμελούνται της συντήρησης και μεταφοράς από τους ψυκτικούς θαλάμους των κρεάτων στο μαγειρείο καθώς και τον τεμαχισμό τους, οσάκις δε δεν υπάρχουν σφαγείς τα καθήκοντα αυτών εκτελούν μάγειροι και χυτροκαθαριστές που ορίζονται από τον αρχιμάγειρο. Από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με το μη αμφισβητούμενο γεγονός ότι ο ενάγων ήταν προϊστάμενος του μαγειρείου και περαιτέρω ότι παρασκεύαζε πράγματι γλυκά δυο φορές κάθε εβδομάδα, που επίσης δεν αμφισβητείται από την εναγομένη και βεβαιώνει άλλωστε και ο μάρτυράς της,  ενώ εξάλλου δεν αποδείχθηκε, ούτε οι διάδικοι ισχυρίστηκαν, ότι καθήκοντα σφαγέα ή ζαχαροπλάστη είχαν ανατεθεί σε άλλο μέλος του μαγειρείου του πλοίου,  αποδεικνύεται  ότι αυτός πράγματι παρείχε κατά την ναυτολόγησή του υπηρεσίες ζαχαροπλάστη και σφαγέα, ήτοι αυξημένα καθήκοντα και επομένως δικαιούται το προβλεπόμενο στο άρθρο 12 παρ. 1 της ΣΣΝΕ επίδομα, όπως βάσιμα   ζήτησε με την αγωγή του και η εκκαλουμένη απέρριψε ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας εσφαλμένα το νόμο. Το γεγονός ότι το άρθρο 12 χορηγεί σε αρχιμάγειρο   που επιβαρύνεται με την εκτέλεση, επιπλέον, χρεών, εκείνων του ζαχαροπλάστη και σφαγέα, το εν λόγω  επίδομα υπερωριακής εργασίας, δεν μπορεί, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου,  να αποκλείσει τη χορήγηση αυτού στον μάγειρο Α΄ στην περίπτωση που αυτός προΐσταται του μαγειρείου, εκτελώντας  τα αντίστοιχα καθήκοντα του αρχιμαγείρου και  ο οποίος, επιπρόσθετα,  παρέχει και τις υπηρεσίες του ζαχαροπλάστη και σφαγέα, παράλληλα με τα καθήκοντα της ειδικότητάς του και ο οποίος, μάλιστα, κρίνεται  κατάλληλος από το άνω β.δ., να αντικαταστήσει τον αρχιμάγειρο σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας του. Το αντίθετο θα οδηγήσει σε αδικαιολόγητη και μη ανεκτή στέρηση του εν λόγω επιδόματος από τον  συγκεκριμένο, πρώτο, μάγειρο που είναι επιφορτισμένος με όσα καθήκοντα εκτελεί λόγω της ειδικότητάς του και επιπλέον και  με εκείνα του προϊσταμένου του μαγειρείου. Όπως προαναφέρεται ο ενάγων παρασκεύαζε  δυο ημέρες κάθε εβδομάδα γλυκά, γεγονός που  συνομολογείται από την εναγόμενη εταιρία ενώ για τα καθήκοντα του σφαγέα, τα οποία δεν περιορίζονται, μόνο στον τεμαχισμό των κρεάτων  αλλά περιλαμβάνουν και την φροντίδα της συντήρησης αυτών καθώς  και της μεταφοράς τους από τους ψυκτικούς θαλάμους στο μαγειρείο (άρθρο 127 β.δ. 683/1960), η εναγομένη αρνείται ότι τα παρείχε ο ενάγων χωρίς ωστόσο να αναφέρει ποιο άλλο μέλος του πληρώματος ασκούσε αυτά, καθώς κάποιο μέλος του πληρώματος του μαγειρείου θα ήταν επιμελείτο της συντήρησης, μεταφοράς και τεμαχισμού των, προς κατανάλωση, κρεάτων. Κατά συνέπεια για την άνω αιτία ο ενάγων δικαιούται μηνιαίως το ποσό των (15 ώρες χ 11,04 ευρώ αμοιβή απλής υπερωρίας =) 165,6 ευρώ και για τους 10,73 μήνες που διάρκεσε η ναυτολόγησή του στο πλοίο της εναγομένης,  συνολικά το ποσό των  1.776,88 ευρώ, όπως βάσιμα ζητά με την ένδικη αγωγή του, αίτημα που επανέφερε με τον πρώτο, βάσιμο, λόγο της έφεσής  του και το οποίο  η εκκαλουμένη, κατόπιν εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου (άρθρα 12 της ΣΣΝΕ, 122, 123, 124, 125 και 127 του β.δ. 683/1960), απέρριψε ως αβάσιμο.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 192, 193, 361, 648 – 653, 659 ΑΚ και 53 ΚΙΝΔ, συνάγεται ότι η αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης, στο μέτρο που δεν περιορίζεται από κανόνες δημόσιας τάξης, ισχύει και στο πεδίο της ναυτικής εργασίας και συνακόλουθα μπορεί με τη σύμβαση ναυτολόγησης να συνομολογηθεί έγκυρα, ότι ο ναυτικός θα παρέχει μέσα στα νόμιμα χρονικά όρια περισσότερες από μία εργασίες, για τις οποίες, αν είναι αυτοτελείς και διαφορετικές η μία από την άλλη, δικαιούται να λαμβάνει, κατ’ ελάχιστο όριο, τις αντίστοιχες πλήρεις αποδοχές, όπως είναι νόμιμα καθορισμένες για την κάθε μία από τις απασχολήσεις αυτές (ΟλΑΠ 861/1984 ΕλλΔνη 1984.1363, ΑΠ 1007/2000 ΕΝΔ 2001.40, 261/1999 ΕΝΔ 1999.353, ΕΠ 231/2013 ΕΝΔ 2013.220, 877/1999 ΕΝΔ 1999.294), εφόσον εξαντλεί το περιεχόμενο των υπηρεσιών που καθορίζονται για κάθε μία εργασία (ΑΠ 1007/2000 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Βάσει της αρχής αυτής γίνεται δεκτό ότι ο ναυτικός μπορεί, με τη σύμβαση ναυτολόγησής του, να αναλάβει έγκυρα την παράλληλη εκτέλεση περισσότερων καθηκόντων επί του πλοίου μέσα στα νόμιμα χρονικά όρια, όπως γίνεται, συνήθως, κατά την αναπλήρωση ελλείποντος μέλους του πληρώματος. Στην περίπτωση αυτή ο ναυτικός ανεξάρτητα με το χρόνο της ημερήσιας απασχόλησής του για κάθε αυτοτελή και διαφορετική υπηρεσία,  δικαιούται να λάβει πλήρεις τις αποδοχές των ειδικοτήτων – υπηρεσιών που προσέφερε, που είναι νόμιμα καθορισμένες για την κάθε μία από τις απασχολήσεις αυτές (ΟλΑΠ 861/1984 ΕλΔ 1984.1363, ΑΠ 1007/2000 ΕΝΔ 2001.40, ΑΠ 261/1999 ΕΝΔ 1999.353, ΕΠ 712/2004 ΔΕΕ 2005.211, ΕΠ 877/1999 ΕΝΔ 1999.294), εφόσον, βεβαίως, με την εργασία που προσέφερε, εξαντλείται το περιεχόμενο τους (ΕΠ 480/2007 ΕΝΔ 2007.402, ΕΠ 172/2003 ΕΝΔ 2003.133, ΕΠ 202/1997 ΝομΝαυτΤμημΕφΠειρ 1996-1997 σελ. 634, ΕΠ 70/1997 ΝομΝαυτΤμημΕφΠειρ 1996 – 1997 σελ. 632). Αν η απασχόληση του ναυτικού είναι μειωμένη σε κάποια από τις παραπάνω εργασίες επιτρέπεται να γίνει ανάλογη ελάττωση του αντίστοιχου μισθού, μόνο όταν η μειωμένη αυτή απασχόληση οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε ρητή ή σιωπηρή συμφωνία, η οποία έχει διαλάβει τη λεγόμενη ρήτρα υποαπασχόλησης, που επιφέρει την αντίστοιχη μείωση της αντιπαροχής του εργοδότη (ΑΠ 33/1992 ΕΝΔ 1993.239, ΑΠ 178/1981 ΝοΒ 29.1387, ΕΠ 480/2007 ΕΝΔ 2007.402, ΕΠ 570/2006 ΕΝΔ 2006.359, ΕΠ 747/2005 ΕΝΔ 2005.441, ΕΠ 300/1998 ΕΝΔ 1998.478, ΕΠ 76/1998 ΕΝΔ 1998.482). Η αξίωση του ναυτικού να λάβει την αντίστοιχη με την πρόσθετη απασχόληση αμοιβή απορρέει από τη σχετική σύμβαση με την οποία παρέχονται οι εργασίες που του ανατέθηκαν και όχι από τη διάταξη του άρθρου 57 εδ. β` του ΚΙΝΔ (ανάθεση επιπλέον καθηκόντων από τον πλοίαρχο στο ναυτικό κατά τον πλου σε εξαιρετικές περιπτώσεις) ή άλλες διατάξεις δημοσίου δικαίου, που αφορούν τη σύνθεση του πληρώματος του πλοίου και την αναπλήρωση των μελών που ελλείπουν (όπως το άρθρο 89 παρ. 4 του ΚΔΝΔ – Ν.Δ. 187/73 – διάταξη αντίστοιχη της προγενέστερης του άρθρου 8 του ν.δ. 2651/53), τέλος το  κύρος της σύμβασης αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ελλείποντος μέλους του πληρώματος ή από την πρόβλεψη της επιπλέον ειδικότητας στην οργανική σύνθεση του πληρώματος (ΑΠ 840/1997 ΕΝΔ 1997.433).

Στην προκειμένη περίπτωση ο  ενάγων ισχυρίστηκε ότι ασκούσε  καθήκοντα αρτοποιού καθημερινά, παρασκευάζοντας δώδεκα κιλά ψωμί (ημερησίως) επιδιώκοντας με την κρινόμενη αγωγή του την καταβολή πλήρων αποδοχών που προβλέπονται στις οικείες ΣΣΝΕ για την ειδικότητα αυτή. Η εναγομένη δεν αμφισβήτησε την από μέρους του ενάγοντα παρασκευή ψωμιού, ισχυριζόμενη, αντικρούοντας την εν λόγω ένδικη αξίωσή του, ότι ο τελευταίος το έκανε με δική του πρωτοβουλία και η ποσότητα που παρασκεύαζε ανερχόταν στα επτά κιλά ημερησίως, απαιτούσε δε ελάχιστο χρόνο προς τούτο. Ανεξάρτητα της ποσότητας που παρασκεύαζε ο ενάγων ημερησίως, η οποία κατά το μάρτυρα της ίδιας της εναγομένης ανερχόταν  όχι στα επτά, αλλά στα δέκα κιλά, είναι γεγονός ότι ο ενάγων παράλληλα με τα άνω αναφερόμενα καθήκοντα του μάγειρα και προϊσταμένου του μαγειρείου, έφτιαχνε, καθημερινά, τουλάχιστον δέκα κιλά ψωμί, χρησιμοποιώντας τον ειδικό για το σκοπό αυτό εξοπλισμό του πλοίου, αλυσιτελώς δε προβάλει η εναγομένη τον ισχυρισμό ότι το έκανε με δική του πρωτοβουλία αφού η ίδια το είχε αποδεχτεί και για αυτό ακριβώς το λόγο  δεν προμηθευόταν  ψωμί για τις ανάγκες του πληρώματός της από τρίτον, εκτός του πλοίου. Είχε επομένως καταρτιστεί  άτυπη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων για την από μέρους του ενάγοντα παρασκευή της αναγκαίας, καθημερινά, για τους σιτιζόμενους ποσότητας ψωμιού, εργασία η οποία, όπως αποδεικνύεται από  την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων σε συνδυασμό με την παρασκευαζόμενη με τον εξοπλισμό του πλοίου ποσότητας ψωμιού, απαιτούσε την παροχή των καθηκόντων του αρτοποιού από μέρους του ενάγοντα και μάλιστα των πλήρων καθηκόντων, όπως αυτά καθορίζονται στο άρθρο 125 του β.δ. 683/1960, κατά τη διάρκεια των νομίμων καθηκόντων του ως μάγειρος Α΄. Το ότι η εκτέλεση των  καθηκόντων του αρτοποιού διαρκούσε λιγότερες ώρες από το νόμιμο ωράριο του ναυτικού είναι ομοίως αδιάφορο, καθώς το κρίσιμο στοιχείο για την καταβολή πλήρων αποδοχών της παράλληλης ειδικότητας είναι, σύμφωνα με όσα αναλύονται στις αμέσως προηγούμενες σκέψεις, το γεγονός ότι ο ναυτικός εξαντλεί τα καθήκοντα αυτής και στην  κρινόμενη υπόθεση ο ενάγων εκτελούσε πλήρως τα περιγραφόμενα στο ως άνω άρθρο καθήκοντα, που είναι ακριβώς η παρασκευή άρτου, εξάλλου η εναγομένη δεν ισχυρίστηκε ούτε και απέδειξε ότι υπήρχε συμφωνία περί μειωμένης απασχόλησής του  ως αρτοποιού. Κατά συνέπεια η εκκαλουμένη η οποία έκρινε ότι ο ενάγων υποαπασχολείτο ως αρτοποιός έσφαλε ως προς την ερμηνεία των εφαρμοσθεισών διατάξεων (361, 648 – 653, 659 ΑΚ και 53 ΚΙΝΔ σε συνδ με άρθρο 125 του β.δ. 683/1960),  καθώς, ενώ δέχεται ότι παρασκεύαζε δώδεκα κιλά ψωμί ημερησίως, όσα  απαιτούνταν για τους σιτιζόμενους ναυτικούς και τρίτους στο πλοίο, ασκώντας έτσι τα πλήρη καθήκοντα αρτοποιού,  στη συνέχεια κρίνει ότι για την εργασία αυτή του αναλογεί μειωμένη αμοιβή,  χωρίς να έχει δεχθεί ωστόσο ότι ήταν  μειωμένη η απασχόληση του ενάγοντα ως αρτοποιού λόγω ανώτερης βίας ή λόγω  ρητής ή σιωπηρής συμφωνίας, μεταξύ των αντιδίκων, η οποία έχει διαλάβει τη λεγόμενη ρήτρα υποαπασχόλησης, που επιφέρει την αντίστοιχη μείωση της αντιπαροχής της εργοδότριας, αν και η τελευταία ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι υπήρχε συμφωνία με τον ενάγοντα περί παροχής καθηκόντων αρτοποιού, αντίθετα και στην έφεσή της αρνείται αυτήν και εμμένει αβάσιμα στον ισχυρισμό περί   πρωτοβουλίας του ίδιου του ναυτικού στην παρασκευή του ψωμιού. Επομένως θα πρέπει ο σχετικός έκτος λόγος της έφεσης του ενάγοντα να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος και αντίστοιχα, ο τέταρτος λόγος της έφεσης της εναγομένης με τον οποίο αυτή παραπονείται για την μερική αποδοχή του εν λόγω αγωγικού αιτήματος, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Κατά συνέπεια των ανωτέρω  ο ενάγων για την εργασία του ως αρτοποιός δικαιούται τις πλήρεις αποδοχές της εν λόγω ειδικότητας που προβλέπονται στις οικείες ΣΣΝΕ με βάση τις διατάξεις των άρθρων 192, 193, 361, 648 – 653, 659 ΑΚ και 53 ΚΙΝΔ και είναι χωρίς καμία επιρροή για το κύρος της συμφωνίας των διαδίκων, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η ύπαρξη ή μη οργανικής θέσης  αρτοποιού στη σύνθεση του πληρώματος του πλοίου, πολύ περισσότερο αφού και ο υπεράριθμος κατά τη νόμιμη σύνθεση ναυτικός δικαιούται να λάβει το μισθό της ειδικότητας τα καθήκοντα της οποίας εκτελεί (ΑΠ 1007/2000 ΕΝΔ 2001. 40, ΑΠ 840/97 ο.π, ΑΠ 33/92 ΕΝΔ 1993.239, ΑΠ 178/1981 ΝοΒ 29.1387, ΕΠ 187/2005 ΕΝΔ 2005.97, ΕΠ 172/2003 ΕΝΔ 2003.132, ΕΠ 212/2002 ΕΝΔ 2002.200, ΕΠ 27/2001 ΕΝΔ 2002.19). Συγκεκριμένα δικαιούται (1.236,05 ευρώ μισθό ενέργειας + 22% επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας +  56,50 ευρώ επίδομα ιματισμού + 438,77 ευρώ αποζημίωση άδειας – δεν συνυπολογίζεται επίδομα τροφοδοσίας αφού παρεχόταν τροφή στο πλοίο =) 2.038,47 ευρώ μηνιαίες αποδοχές χ 10,73 μήνες διάρκεια της ναυτολόγησής του : 21.872,78 ευρώ.

Στη συνέχεια ο ενάγων ισχυρίστηκε με την κρινόμενη αγωγή του ότι κατά το διάστημα της ναυτολόγησής του στο πλοίο της εναγομένης απασχολείτο επί δεκαπέντε (15) ώρες ημερησίως, καθημερινές και αργίες, επιδίωξε δε την καταβολή ανάλογης αμοιβής αίτημα το οποίο η  εκκαλουμένη έκανε μερικά δεκτό κρίνοντας ότι αυτός απασχολείτο επί έντεκα ώρες ημερησίως, παρέχοντας υπερωριακή εργασία επί τρείς ώρες τις καθημερινές και Κυριακές και έντεκα ώρες τις αργίες και τα Σάββατα,  αμφότεροι δε οι διάδικοι παραπονούνται κατά της κρίσης αυτής του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο μεν ενάγων εμμένοντας στον αριθμό των 15 ωρών, η δε εναγομένη στην έλλειψη ανάγκης παροχής οποιασδήποτε υπερωριακής εργασίας από μέρους του ενάγοντα ναυτικού.

Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα  σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής,  με τις αναφερόμενες ανωτέρω  ώρες που το μαγειρείο του πλοίου ήταν ανοικτό τόσο για τους σιτιζόμενους (6.00-19.00) όσο και για το προσωπικό (5.30-21.00), τη διάρκεια των πολύωρων πλόων, τις ώρες αναχώρησης και άφιξης του πλοίου που επέτρεπαν την απουσία μελών του πληρώματος και συνεπώς την αποφυγή παρασκευής κάποιων γευμάτων και του ψησίματος των εδεσμάτων που πωλούνταν στα κυλικεία του πλοίου, με το γεγονός ότι ο ενάγων, προΐστατο αυτού και επομένως δεν ήταν παρών κατά τον καθαρισμό του και είχε μία ώρα ανάπαυσης καθημερινά, ο ημερήσιος αριθμός των ωρών που απασχολούνταν καθημερινά δεν ξεπερνούσε τις έντεκα, όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εκτιμώντας ορθά τις ενώπιον του προσκομισθείσες αποδείξεις και όσα αντίθετα υποστηρίζουν με τους σχετικούς  λόγους έφεσής τους οι διάδικοι (δεύτερος λόγος της έφεσης του ενάγοντα και  πρώτος της έφεσης της εναγομένης) είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα, ενώ δεν αμφισβητούν τον μαθηματικό υπολογισμό των επιδικασθεισών υπερωριακών αμοιβών οι οποίες ανέρχονται σε 17.177,64 ευρώ  και μετά την αφαίρεση των ποσών που έχει λάβει ο ενάγων για την αιτία αυτή, το οφειλόμενο από την εναγομένη ποσό  ανέρχεται σε 11.595,13 ευρώ.

Επιπρόσθετα σύμφωνα με  την γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920 και 8 § 4 ν. 4020/1959, κάθε παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕΠ, 361/2013, 501/2012, 185/2012, 506/2011, 377/2011, 795/2010, 34/2008, 1/2003 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντα  δεν αναγραφόταν στο «πρότυπο σχήμα αρχείου των ωρών εργασίας και ανάπαυσης των ναυτικών» που έχει θεσπιστεί με το π.δ. 152/2003  και το οποίο τηρούσε η εναγομένη, διά του προεστημένου οργάνου της, του πλοιάρχου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 των εφαρμοστέων  ΣΣΝΕ και ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών, αντίθετων, ισχυρισμών αυτού, περί παροχής υπερωριακής εργασίας (ΕΠ 452/2010, 768/2003, 1/2003,  778/2001 αδημ.), όπως επίσης και το   ότι ο ενάγων υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, στους οποίους δεν αναγραφόταν αριθμός υπερωριών, δεν μπορεί να αποτελέσει τεκμήριο υπέρ της ακρίβειας αυτών, γιατί οποιαδήποτε διαμαρτυρία ή επιφύλαξη του ενάγοντος στους λογαριασμούς μισθοδοσίας θα είχε ως συνέπεια, ενδεχομένως, την απόλυσή του σε περίοδο, μάλιστα, υψηλού δείκτη ανεργίας των ναυτικών.

Στη συνέχεια, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 των εφαρμοστέων ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων, που έχει τον τίτλο «Δρομολόγια εξπρές», σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια Υπηρεσία του Y.Θ.Υ.Ν.ΑΛ. και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, κατά τη διαδικασία του Ν. 2932/2001 ή του ΚΔΝΔ, η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην Π.Ν.Ο., καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η, κατά την επομένη παράγραφο 7, πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ. 3). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (παρ. 4). Ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των πέντε (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του, κατά την προηγούμενη παράγραφο 2, προσδιορισμού (παρ. 5). Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη, εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμένα ή τους λιμένες προορισμού και η επιστροφή στο λιμάνι αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7). Δηλαδή, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, που περιέχει ειδική ρύθμιση έναντι της προηγούμενης, γενικής, ρύθμισης, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν περισσότερα από πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, τουλάχιστον έξι, είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, η οποία δεν υπολογίζεται κατά την παρ. 4, αλλά όπως ορίζεται στην παρ. 5. Επομένως, λαμβάνουν στην περίπτωση κατά την οποία η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, πρόσθετη αμοιβή ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, και, αν εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια, λαμβάνουν τα 2/30. Αν εκτελούν, όμως, πέντε (5) δρομολόγια ή λιγότερα των πέντε (5), τότε έχει εφαρμογή η προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού. Τακτικά  θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα (έστω και αν η ώρα κάθε ημέρας δεν είναι ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη), σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεσή του (ΕΠ 51/2016, 57/2015, 626/2014 δημοσ  στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕΠ 587/2011 ΕΝΔ 2012.19, ΕΠ 34/2008 και 111/2007 ομοίως στην ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 540/2006 ΕΝΔ 2006.363, ΕΠ148/2006, 768/2005, 740/2005, 245/2003 αδημ. σε νομικό τύπο). Ως δρομολόγιο δε, κατά τη σαφή  έννοια της παρ. 1 του άρθρου 33, νοείται ο πλους που πραγματοποιεί το πλοίο προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής,  αρχίζει δε με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας, «πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο». Την ίδια έννοια αποδίδει στο δρομολόγιο και το άρθρο 1 του π.δ. 814/1974 «περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως», στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως «το κατά ημέραν και ώραν ιδιαίτερον ταξίδιον προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής», ο δε λιμένας αφετηρίας ως «ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του ». Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίνει, όμως, τη δυνατότητα,  η διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (ΕΠ 716/2011όπ.π., ΕΠ 34/2008  στην ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στις τακτικές αποδοχές περιλαμβάνονται ο καταβαλλόμενος μισθός  και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ` επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, όπως π.χ. το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας και η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, μεταξύ των οποίων είναι η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΕΠ 57/2016,  562/2012 στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 568/2009 ΕΝΔ 2009.267, ΕΠ 283/2009 ΕΝΔ 2009.102, ΕΠ 521/2009)  καθώς και, τέλος, το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της εφαρμοστέας ΣΣΝΕ (ΕΠ 500/2012 αδημ., ΕΠ 46/2011 ΕΝΔ 2011.97) Αντίθετα, το προβλεπόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1-3 και 20 της ως άνω Συλλογικής Σύμβασης επίδομα ιματισμού, που δικαιούνται οι ναυτικοί, οι οποίοι αποτελούν το κατώτερο πλήρωμα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, προς αντιμετώπιση των δαπανών της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν οφείλεται, εάν η στολή παρέχεται από τον πλοιοκτήτη και δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς προκύπτει από τις προαναφερθείσες διατάξεις, η κύρια και βασική αιτία χορήγησής του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου και, συνεπώς, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές και των επιδομάτων εορτών (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59.1300, 226/2003 ΔΕΝ 59.1138, ΕΠ 434/2013 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 53/2013, ΕΠ 661/2012, Εφ.Πειρ.517/2011, ΕΠ 500/2011, 55/2011, 54/2011 αδημ. σε νομικό τύπο, ΕΠ 377/2011 ΕΝΔ 2011.262, ΕΠ 723/2010 αδημ.,  ΕΠ 283/2009 ΕΝΔ 2009.102).

Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως ήδη εκτέθηκε παραπάνω, το πλοίο της εναγομένης κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2013 έως 25-8-2013, όπως και το προηγούμενο εξάλλου,  πραγματοποιούσε τα ακόλουθα δρομολόγια:  Κάθε Δευτέρα αναχωρούσε από Πειραιά ώρα 14.55 προς Σέριφο, Σίφνο, Μήλο, Κίμωλο, Πειραιά όπου κατέφθανε ώρα 4.00 της Τρίτης, ήτοι δρομολόγιο διάρκειας άνω των 12 ωρών. Κάθε Τρίτη αναχωρούσε (από Πειραιά) ώρα 14.55 προς Σέριφο, Σίφνο,  Κίμωλο, Φολέγανδρο, Σίκινο, Ίο και Θήρα όπου κατέπλεε περί ώρα 1.45 της Τετάρτης και απέπλεε ώρα 7.00 της ίδιας ημέρας προς Ίο, Σίκινο, Φολέγανδρο, Κίμωλο  Σίφνο,  Πειραιά όπου έφθανε ώρα 17.07. Ενόψει των ανωτέρω αναλυθέντων και του ότι  το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι προορισμού (Θήρας), η διάρκεια του πλου της Τρίτης δεν υπερέβαινε τις 12 ώρες. Την Πέμπτη δεν εκτελούνταν δρομολόγιο πλην των κατωτέρω αναφερομένων. Την Παρασκευή το πλοίο απέπλεε ώρα 7.25 προς Σέριφο, Σίφνο, Φολέγανδρο, Σίκινο, Ίο, Θήρα, Ίο, Σίκινο, Φολέγανδρο, Σίφνο και κατέπλεε στον Πειραιά ώρα 3.40 του Σαββάτου, πλέοντας πάνω από 12 ώρες. Ώρα 7.25 της ίδιας ημέρα αναχωρούσε προς Κύθνο, Σέριφο και επέστρεφε Πειραιά ώρα 16.30, εκτελώντας πλου διάρκειας μικρότερης των 12 ωρών. Την Κυριακή απέπλεε από Πειραιά ώρα 7.25 προς Σίφνο, Φολέγανδρο, Σίκινο, Κίμωλο, Σίφνο και επιστροφή Πειραιά ώρα 23.00, εκτελώντας πλου διάρκειας μεγαλύτερης των δώδεκα ωρών. Την Πέμπτη, 11 και 25/7 καθώς και 8 και 22/8 το πλοίο πραγματοποίησε πλόες διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών αναχωρώντας ώρα 7.25 προς Κύθνο, Σέριφο, Σίφνο, Μήλο, Σίφνο, Σέριφο, Κύθνο και επέστρεφε στον Πειραιά ώρα 22.30,  την Πέμπτη 1/8 εκτέλεσε το δρομολόγιο της Δευτέρας (αναχώρηση ώρα 14.55 και επιστροφή ώρα 4.00 της Τρίτης ενώ  τα Σάββατα 10 και 17 Αυγούστου μετά την επιστροφή του στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 16.30 αναχώρησε ώρα 18.00 και επέστρεψε ώρα 4.20 της Κυριακής για Σέριφο, Σίφνο Πειραιά (την 10/8) και Σίφνο, Σέριφο, Κύθνο, Πειραιά (την 17/8) με διάρκεια πλου μικρότερης των 12 ωρών. Επομένως με βάση τις αμέσως προηγηθείσες σκέψεις και τα όσα αποδείχθηκαν ως προς τα δρομολόγια του πλοίου, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από την εναγομένη, το πλοίο της πραγματοποίησε μεν περισσότερα από έξι κυκλικά ταξίδια, πλην όμως αυτά δεν είχαν όλα  διάρκεια άνω των δώδεκα ωρών, επομένως  δεν έχει εφαρμογή ως προς τον καθορισμό της αμοιβής του ενάγοντα ναυτικού η παρ. 5 του άρθρου 33 αλλά η παρ. 4, σύμφωνα με την οποία, για τον σκοπό αυτό, (για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής), αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή πριν τη συμπλήρωση 6 ωρών από την άφιξη στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8 και το  πηλίκο που προκύπτει αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (παρ. 4). Συγκεκριμένα την πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και όγδοη εβδομάδα του εν λόγω χρονικού διαστήματος πραγματοποιήθηκαν 5 ώρες και 15 λεπτά πρόωρης αναχώρησης κατά τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι προορισμού Θήρα  προς το λιμάνι κατάπλου του Πειραιά, αντίστοιχα ώρα άφιξης 1.45 της Τετάρτης κάθε εβδομάδας και ώρα αναχώρησης 7.00 της ίδιας ημέρας, 3 ώρες και 45 λεπτά πρόωρης αναχώρησης κατά τον απόπλου του πλοίου ώρα 7.25 του Σαββάτου από τον Πειραιά στον οποίο είχε καταπλεύσει ώρα 3.40 της ίδιας ημέρας. Συνολικά 9 ώρες : 8 = 1,125 ο αριθμός των δρομολογίων κάθε μιας από τις άνω εβδομάδες για τα οποία δικαιούται ο ενάγων το 1/30 των αποδοχών του. Την πέμπτη εβδομάδα κατά την οποία το πλοίο πραγματοποίησε την ημέρα Πέμπτη, το δρομολόγιο της Δευτέρας (αναχώρηση 14.55 και άφιξη 4.00 της Παρασκευής), προστέθηκαν 3,25 ώρες πρόωρης αναχώρησης καθώς το πλοίο αναχώρησε για το δρομολόγιο της Παρασκευής ώρα 7.25, δικαιούται επομένως ως αμοιβή 9 + 3,25 ώρες : 8 = 1,53 δρομολόγια.  Την έκτη και έβδομη εβδομάδα κατά τις οποίες το πλοίο εκτέλεσε πρόσθετο δρομολόγιο από ώρα 18.00 του Σαββάτου έως ώρα 4.00 της Κυριακής, οπότε επέστρεψε στον Πειραιά και στη συνέχεια αναχώρησε ώρα 7.25 για το τακτικό δρομολόγιο της Κυριακής,  πραγματοποίησε 13 και μισή ώρες πρόωρης αναχώρησης, δικαιούται  αμοιβή για (13,5 :8 ) 1,68 δρομολόγια.

Οι αποδοχές του ενάγοντα με την ειδικότητα του Μαγείρου Α΄ σύμφωνα με την οικεία ΣΣΝΕ  και τα όσα ανωτέρω αποδείχθηκαν αναλύονται ως εξής: 1.527,27 ευρώ μισθός ενέργειας + 22% επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 519,52 ευρώ επίδομα άδειας (μισθός ενέργειας + επίδομα Κυριακών : 22 + αντίτιμο τροφής χ 5) + αντίτιμο τροφής από 19,21 ευρώ ημερησίως + 165,6 ευρώ επίδομα άρθρου 12 της ΣΣΝΕ +  1.600 ευρώ μέσος όρος μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής (17.177,64 ευρώ δικαιούμενη αμοιβή υπερωριακής εργασίας : 10,73 ημέρες διάρκεια της εργασιακής σχέσης του ενάγοντα)+ 154,43 ευρώ μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής με βάση τα καταβληθέντα ποσά (1.657,08 ευρώ συνολικά : 10,73 ημέρες διάρκεια της εργασιακής σχέσης του ενάγοντα) και ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 4.914,33 ευρώ καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στην εναγόμενη εταιρία. Επομένως η αμοιβή του για τα δρομολόγια εξπρές υπολογίζεται ως ακολούθως : 4. 914,34 ευρώ : 30 = 163,81 ευρώ χ  1, 125 χ 5 εβδομάδες  =  921,43  ευρώ  + (163,81 χ 1,53 =) 250,62 + (163,81 χ 1,68 χ 2 =) 550,4  και συνολικά  ανέρχεται σε 1.722,45 ευρώ από τα οποία απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο μετά την αφαίρεση ποσού 616,57 ευρώ το οποίο  του κατέβαλε η εναγομένη για την αιτία αυτή, ποσό 1.105,88  ευρώ από το οποίο θα επιδικαστεί στον ενάγοντα το αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 1.077,91 ευρώ (άρθρο 106 ΚΠολΔ). Όσον αφορά  την ειδικότητα αυτού ως αρτοποιού ο ενάγων δικαιούται αντίστοιχα : 2.038,47 : 30 = 67,949 ευρώ χ  1, 125 χ 5 =  382,21 ευρώ  + (67,949 χ 1,53 =) 103,96 + (67,949 χ 1,68 χ 2 =) 228,30   και συνολικά   714,47 ευρώ, από το οποίο ποσό θα επιδικαστεί σ’ αυτόν ποσό 697,20 ευρώ το οποίο και ζητά με την αγωγή του (άρθρα 106 ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με το άρθρο 216 ΚΠολΔ και όπως έχει παγίως νομολογηθεί, η αγωγή για να θεωρηθεί σαφής και ορισμένη πρέπει να περιέχει, εκτός των τυπικών στοιχείων που ορίζουν τα άρθρα 117 και 118 ΚΠολΔ, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα  ενώ δεν απαιτείται για τον σκοπό αυτό, το ορισμένο της αγωγής, να εκτίθεται σ’ αυτήν ο συγκεκριμένος νομικός κανόνας που θεμελιώνει το δικαίωμα του ενάγοντα την προστασία του οποίου επιδιώκει με την αγωγή του, αφού η ανεύρεση του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου και η υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών που επικαλείται ο διάδικος, ανήκουν αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του δικάζοντος δικαστηρίου, το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί στην ορθή νομική υπαγωγή των εκτιθέμενων, κατά τρόπο, σαφή πραγματικών περιστατικών, έστω και διαφορετική από εκείνη, στην οποία προβαίνει ο ενάγων, χωρίς αυτό να αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, αφού η βάση της αγωγής συγκροτείται από τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν το αίτημα, ενώ δεν υπόκειται, ως προς αυτό, η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας σε αναιρετικό έλεγχο. Εξαίρεση, ισχύει στην περίπτωση, που το δικαστήριο αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα πράγματι απαιτεί ο νόμος ή αρκέσθηκε σε λιγότερα ή διαφορετικά από αυτά (ΑΠ 458/2017 δημοσ στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων εκθέτει στο αγωγικό δικόγραφο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, πέραν της εργασιακής του σχέσης με την εναγόμενη πλοιοκτήτρια, τα δρομολόγια που εκτελούσε το πλοίο της κάθε εβδομάδα κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του σ’ αυτό,  το λιμάνι αναχώρησης και προορισμού καθώς και τις ώρες απόπλου και κατάπλου αυτού, επομένως όλα εκείνα τα  πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται για την θεμελίωση του δικαιώματός του να λάβει αμοιβή  για τα δρομολόγια εξπρές του πλοίου, όσα είναι αναγκαία για να προβεί το Δικαστήριο στην υπαγωγή αυτών στον ορθό νομικό κανόνα όχι  της παρ. 5 που ο ίδιος επικαλείται  αλλά της εφαρμοστέας, με βάση τον αριθμό των πραγματοποιουμένων δρομολογίων, παρ. 4, τα στοιχεία της οποίας εκτίθενται στην αγωγή. Συνεπώς εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε την εφαρμογή του άρθρου 5 και επιδίκασε στον ενάγοντα αμοιβή για ένα μόνο δρομολόγιο απορρίπτοντας κατά τα λοιπά το αίτημά του, κρίνοντας ότι η θεμελίωσή του στην παρ. 4 του άρθρου 33 συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, γενομένου συνακόλουθα δεκτού του τρίτου λόγου της έφεσης του ενάγοντα.

Σύμφωνα με το άρθρο 14 των οικείων ΣΣΝΕ, στα πληρώματα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων  καταβάλλεται ως δώρο για τις  εορτές των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους ο μισθός ενός μηνός και αντίστοιχα για του Πάσχα ο μισθός 15 ημερών (παρ. 1). Τα δώρα εορτών υπολογίζονται επί των πράγματι καταβαλλόμενων πάγιων και σταθερών αποδοχών, ήτοι μισθού ενεργείας και επιδομάτων, περιλαμβανομένων και των υπερωριών (παρ. 2). Μέρος των πάγιων και σταθερών αποδοχών αποτελεί και το αντίτιμο τροφής που προβλέπεται από τις παραπάνω ΣΣΝΕ και συγκαταλέγεται στη βασική έννοια του «μισθού», διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ1013/2003, ΕΠ 562/2012 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 517/2011,46/2011, 521/2009 και 348/2008 αδημ. σε νομικό τύπο), όπως  ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω. Δεν είναι, αντίθετα, συνυπολογιστέα στο δώρο εορτών η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, μη καταβαλλόμενη σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΕΠ 177/2012 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 517/2011, 46/2011, 540/2006 και 1/2003 αδημ.). Εάν η σύμβαση εργασίας έχει διαρκέσει μικρότερο χρονικό διάστημα από αυτό της 1ης Μαΐου έως 31ης Δεκεμβρίου εντός του οποίου υπολογίζεται το δώρο Χριστουγέννων και της 1ης Ιανουαρίου έως 30ης Απριλίου εντός του οποίου υπολογίζεται το δώρο Πάσχα, τότε, βάσει των διατάξεων των άρθρων 1 α, 2, 3α και 7 της με αριθμ. 70109/8008/14-12-1981/7-01-1982 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας “περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς”, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 1/7-1-1982, τεύχος Β, με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν Υπουργική Απόφαση 19040/1981 των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, ο ναυτικός δικαιούται για επίδομα (δώρο) Χριστουγέννων τα 2/25 του μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας για το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου έως 31ης Δεκεμβρίου και για επίδομα Πάσχα το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8 ημέρες εργασίας για το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου έως 30ης Απριλίου (ΕΠ 57/2015 και 34/2008 στην  ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ), προς υπολογισμό των οποίων λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα, αντίστοιχα, μισθός, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας, καθώς  και κάθε άλλη παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΕΠ 506/2011 στην  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 46/2011 και  283/2009 αδημ.). Κατά συνέπεια των ανωτέρω, ο ενάγων έπρεπε να λάβει: α) για  επίδομα εορτών Πάσχα 2013 το ποσό των 2.457,17 και 1.019,23 ευρώ, ήτοι το ήμισυ των πλήρων αποδοχών κάθε ειδικότητας, μαγείρου Α΄ και αρτοποιού, με την οποία απασχολήθηκε στο πλοίο της εναγομένης και ενόψει της ναυτολόγησής του καθ’ όλο το διάστημα από 1-1-2013 έως 30-4-2013,  β) για επίδομα εορτών Χριστουγέννων και με δεδομένο ότι δεν είχε ναυτολογηθεί καθ’ όλο το διάστημα από 1-5-2013 έως 31-12-2013, δικαιούται σύμφωνα με όσα αναλύονται παραπάνω, τα ακόλουθα ποσά: 144 ημέρες διάρκεια της ναυτολόγησής του : 19 ημέρες = 7,57 χ 393,14 (: 2/25 των αποδοχών του ως μάγειρος Α΄) = 2.976,06 + 7,57 χ 163,07(: 2/25 των αποδοχών του ως αρτοποιός)  = 1.234,43 ευρώ και γ) για αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα 2014 και με δεδομένο ότι αποναυτολογήθηκε την 5-3-2014  δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: 61 ημέρες διάρκεια της ναυτολόγησής του : 8 = 7,62 χ 163,81 ευρώ (:1/15 του ήμισυ των αποδοχών του ως μάγειρος Α΄) = 1.248,24 ευρώ και αντίστοιχα 7,62 χ  67,949 (: 1/15 του ήμισυ των αποδοχών του ως αρτοποιός ) = 517,77 ευρώ. Θα πρέπει επομένως να γίνουν δεκτοί ως μερικά βάσιμοι οι αντίστοιχοι λόγοι της έφεσης του ενάγοντα, τέταρτος και όγδοος, με τον οποίο παραπονείται για τον εσφαλμένο υπολογισμό των  εν λόγω επιδομάτων και να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της έφεσης της εκκαλούσας με τον οποίο παραπονείται για τον υπολογισμό των υπερωριών στα ίδια ως άνω επιδόματα και να επιδικαστούν στον ενάγοντα τα άνω ποσά, αφαιρουμένου του ποσού των 1.358,45 ευρώ που έλαβε ως δώρο Πάσχα 2013 και του ποσού των 1.474,54 ευρώ που έλαβε ως δώρο Χριστουγέννων 2013 και συνολικά (2.457,17 – 1.358,45 =) 1.098,72 + 1.019,23 + (2.976,06 – 1.474,54 =) 1.501,52 +1.234,43 + 1.248,24 + 517,77 = 6.619,91.

Τέλος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 27 των εφαρμοστέων ΣΣΝΕ,  σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιοδήποτε λόγο, πέραν των εξήντα ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο (22) ημερών». Από τη διάταξη αυτή, η οποία έχει εκδοθεί κατ` εξουσιοδότηση νόμου και επέχει ισχύ νόμου, κατισχύουσα  των συναφών διατάξεων των άρθρων 173 παρ. 1 περ. α` και 174 παρ. 3 ΚΙΝΔ (ν.δ. 187/1973), ως νεότερη, προκύπτει ότι σε περίπτωση που ναυτικός απολυθεί από την εργασία του σε επιβατικό ακτοπλοϊκό πλοίο λόγω διακοπής των πλόων, για οποιοδήποτε λόγο και δεν επαναυτολογηθεί μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την «προσωρινή» απόλυσή του, η ανυπαίτια και χωρίς τη θέληση του ναυτικού λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας, θεωρείται «οριστική» και είναι  πλέον αδιάφορο εάν επαναπροσληφθεί ή όχι, με αποτέλεσμα να του οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές του  είκοσι δύο (22) ημερών  (ΕΠ 329/2003 ΔΕΕ 2004.82,  ΕΠ 69/2016 και 71/2014 δημοσ στην ΤΝΠ  Νόμος).

Στη συνέχεια από το συνδυασμό των άρθρων 39, 53 και 72 του ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958) και 105 παρ. 2 του ΚΔΝΔ (ν.δ. 187/1973), προκύπτει ότι ο πλοίαρχος που καταρτίζει το πλήρωμα έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση ναυτολόγησης κάθε μέλους αυτού, για λογαριασμό του πλοιοκτήτη οποτεδήποτε, είτε η σύμβαση είναι αορίστου είτε ορισμένου χρόνου, χωρίς να τηρήσει προθεσμία ούτε να επικαλεσθεί λόγο που να δικαιολογεί (στην ορισμένου χρόνου σύμβαση) την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος, το οποίο (μέλος του πληρώματος) δικαιούται να λάβει μόνον την αποζημίωση που ορίζεται στα άρθρα 75 παρ. 3 και 76 του ΚΙΝΔ, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμα αυτού ( ΕΠ 200/2016 δημοσ  στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕΠ 276/2005 ΕΝαυτΔ 2005. 92, ΕΠ  246/2005 ΕΝαυτΔ 2005 452). Σύμφωνα με το άρθρο 76 εδ. α` του ΚΙΝΔ, η κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου (75) αποζημίωση είναι ίση  προς το μισθό δέκα πέντε (15) ημερών.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως  αποδείχθηκε και δεν αμφισβητείται άλλωστε από τους διαδίκους, ο ενάγων απολύθηκε την 21-10-2013 λόγω διακοπής των πλόων του πλοίου και επαναυτολογήθηκε την 4-1-2014,μετά την πάροδο εξήντα ημερών από την απόλυσή του ενώ η τελευταία αυτή σύμβαση,  καταγγέλθηκε την 5-3-2014, χωρίς παράπτωμά του, από τον πλοίαρχο του πλοίου. Με βάση τα όσα αναλύθηκαν αμέσως προηγουμένως ο ενάγων δικαιούται α) για την απόλυση και μη επαναπρόσληψή του εντός εξήντα ημερών (από την 21-10-2013) αποζημίωση ίση με τις αποδοχές 22 ημερών  ενώ β) για την λήξη της σύμβασής του λόγω καταγγελίας του πλοιάρχου δικαιούται αποζημίωση ίση με τις αποδοχές 15 ημερών, υπολογιζόμενες βάσει του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του κατά τον τελευταίο πριν από την απόλυσή του μήνα, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένου του επιδόματος Κυριακών καθώς και του επιδόματος βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, της υπερωριακής αμοιβής, της  αποζημίωσης για την μη πραγματοποίηση αδείας, τα επιδόματα εορτών όπως και κάθε άλλη παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά, κάθε  μήνα ή κατ’ επανάληψη, περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΕΠ 117/2016, 69/2016,200/2016 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 172/2008 ΕΝΔ 36.100, 719/2006 ΕΝΔ 34.355 και  434/2015 ομοίως στη ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, ο ενάγων δικαιούται για την ως άνω υπό στοιχ α) προβλεπόμενη αποζημίωση απόλυσης του το ποσό 4.107,64 ευρώ  (4.914,34 ευρώ μηνιαίες αποδοχές ως ανωτέρω + 458 και 229 ευρώ αναλογία επιδομάτων εορτών  = 5.601,34  Χ 22/30) και για την υπό στοιχ. β) αποζημίωση  το ποσό των 2.800,66  ευρώ (5.601,34 ευρώ χ 15/30), έναντι του οποίου ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη,  το συνολικό ποσό των 1.950,00 ευρώ, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους, και επομένως  δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 850,66 ευρώ (2.800,66-1.950). Κατά συνέπεια  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι οφείλεται στον ενάγοντα για τις ως άνω αποζημιώσεις τα ποσά των 3.762,62 και 745,23  ευρώ, λόγω εσφαλμένου προσδιορισμού των τακτικών αποδοχών αυτού, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο (μερικώς) λόγο (5ο) της έφεσης του ενάγοντα, απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου τρίτου λόγου της έφεσης της εναγομένης.

Ενόψει όλων των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα θα πρέπει να  γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεση του ενάγοντα με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2015 και να απορριφθεί κατ’ ουσίαν η έφεση της εναγομένης με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2015, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, στη συνέχεια να κρατηθεί η υπόθεση και να εκδικαστεί από το Δικαστήριο αυτό,  να γίνει μερικά δεκτή η με αριθμ έκθ κατάθ ………../4-6-2014 αγωγή  και να  υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρία να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 11.661,57 ευρώ  και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει το ποσό των 36.936,54 ευρώ,  με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό και μέχρι την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, θα επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, ανάλογα με το βαθμό της νίκης αυτού (άρθρα 106, 176, 178 παρ.1, 183, 191 παρ.2, 591 παρ. 1 εδάφ. α` ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις με αριθμ. έκθ. κατάθ. …./26-8-2015  και …../23-9-2015 αντίθετες εφέσεις κατά της 1634/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών  διαφορών.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά  τις εφέσεις. ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ ουσίαν την με αριθμ. έκθ. κατάθ.  …/26-8-2015 έφεση και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ και κατ’ ουσίαν την με αριθμ. έκθ. κατάθ. …./23-9-2015 έφεση. ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την  με αριθμό 1634/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμ έκθ κατάθ …………/4-6-2014 αγωγή.ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν μερικά.ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ  την εναγόμενη εταιρία   να καταβάλει στον ενάγοντα,  το ποσό των έντεκα χιλιάδων  εξακοσίων εξήντα ενός ευρώ και  πενήντα επτά λεπτών  (11.661,57), με το νόμιμο τόκο σύμφωνα με τα οριζόμενα στο σκεπτικό της απόφασης. ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριάντα έξι χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα έξι   ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (36.936,54), με το νόμιμο τόκο σύμφωνα ομοίως  με τα οριζόμενα στο σκεπτικό της απόφασης. ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων  του ενάγοντα  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σε βάρος της εναγόμενης  και ορίζει το ύψος αυτών στο ποσό των δυο χιλιάδων ευρώ (2.000 ) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  19 Απριλίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ