Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 228/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αριθμός     228/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.) η υπό κρίση από 17-3-2017 και με γενικό αριθμό κατάθεσης …../2017 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …./2017 έφεση του ενάγοντος …………….  κατά της με αριθμό 1040/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε, κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, την από 29-6-2015 και με γενικό αριθμό κατάθεσης ……/2015 και αριθμό κατάθεσης ……./2015 αγωγή του άνω εκκαλούντος κατά του εφεσίβλητου ………… Η ανωτέρω έφεση ασκήθηκε κατά τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ, 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1, 520 Κ.Πολ.Δ.), ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα την 22-3-2017, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……….. επί επισήμου αντιγράφου της εκκαλούμενης απόφασης που προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών, ενώ η έφεσή του κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 20-3-2017. Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ.), αφού σημειωθεί ότι για το παραδεκτό της άσκησής της δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 4 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Πειρ. 166/2014, Δημοσ. Νόμος).

Ο εφεσίβλητος, με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου τούτου και κοινοποίησε στον εκκαλούντα στις 6-10-2017, ήτοι περισσότερο από οκτώ ημέρες πριν τη συζήτηση της έφεσης (βλ. την υπ’ αριθ. …./6-10-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………..) άσκησε νομότυπα και εμπρόθεσμα αντέφεση (άρθρο 591 παρ. 1ζ’ Κ.Πολ.Δ, ως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 άρθρο ένατο αριθ. 2 Ν. 4335/2015). Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι η άνω αντέφεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 523 Κ.Πολ.Δ, ως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο ν. 4335/2015, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, ενόψει της νέας διάταξης του άρθρου 591 παρ. 1ζ’ Κ.Πολ.Δ. που εφαρμόζεται επί αντεφέσεων που ασκούνται μετά την 1-1-2016, σύμφωνα με τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου αριθ. 2 Ν. 4335/2015 για την αντέφεση, η οποία συνιστά ένδικο μέσο υπαγόμενο σε ειδικούς κανόνες (Β. Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, έκδ. 2015, αριθ. 1554βγ, σ. 391). Κατόπιν τούτων η αντέφεση πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, συνεκδικαζόμενη με την έφεση (άρθρο 246 του Κ.Πολ.Δ.).

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών / αντεφεσίβλητος, με την προαναφερθείσα αγωγή του, η οποία συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 22-10-2016, ισχυρίζεται ότι, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτού και του εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου την 26-3-2010, προσλήφθηκε από τον τελευταίο, που δραστηριοποιείται στην τυποποίηση, συσκευασία και εμπορία φρούτων, λαχανικών, οπωροκηπευτικών και συναφών προϊόντων στον Άγ. Ιωάννη Ρέντη Αττικής, ως οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου ωφέλιμου φορτίου άνω των 2 τόνων. Ότι ως μισθός του συμφωνήθηκαν οι νόμιμες αποδοχές εγγάμου χωρίς αποδεικνυόμενη προϋπηρεσία (ιδιότητες που είχε γνωστοποιήσει στον εναγόμενο κατά την πρόσληψή του), οι οποίες (νόμιμες αποδοχές), προβλέπονταν από τις οικείες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και Διαιτητικές Αποφάσεις για το νόμιμο ωράριο, ήτοι για εργασία 40 ωρών την εβδομάδα, κατανεμημένων ισομερώς σε 5 εργάσιμες μέρες και ανέρχονταν μηνιαίως στο ποσό των 1.034,55 ευρώ από 26-3-2010 έως 30-6-2011, στο ποσό των 1.108,27 ευρώ από 1-7-2011 έως 29-2-2012 και στο ποσό των 800,00 ευρώ από 1-3-2012 έως 31-12-2014. Ότι από την άνω ημερομηνία της πρόσληψής του εργάστηκε µε την άνω ειδικότητα στην προαναφερόμενη επιχείρηση του εναγομένου, απασχολούμενος ειδικότερα με τη διανομή εμπορευμάτων εντός του νομού Αττικής (συσκευασμένων φρούτων, λαχανικών, οπωροκηπευτικών και συναφών προϊόντων), πραγματοποιώντας και τη φορτοεκφόρτωση των εμπορευμάτων του εκάστοτε φορτηγού αυτοκινήτου που οδηγούσε χωρίς τη συνδρομή βοηθού – εργάτη. Ότι η άνω εργασία του υπερέβαινε εξαρχής το συμφωνηθέν ωράριο και τη συμφωνηθείσα πενθήμερη εργασία και ανέρχονταν σε 11 ώρες από Δευτέρα έως και Παρασκευή καθώς και την Κυριακή, με ωράριο από 10:30’ έως 21:30’ τουλάχιστον κατά την περίοδο από 26-3-2010 έως 2-5-2012 και από 09:00’ έως 20:00’ τουλάχιστον κατά την περίοδο από 3-5-2012 έως 31-12-2014. Ότι ειδικότερα κατά τις εργάσιμες ημέρες πραγματοποιούσε εβδομαδιαίως 40 ώρες κανονικής εργασίας, 5 ώρες υπερεργασίας και 13 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας (κατ’ εξαίρεση υπερωρίας), ενώ κατά τις Κυριακές πραγματοποιούσε 11 ώρες εργασίας, από τις οποίες οι 3 περιλαμβάνονται στις παραπάνω 13 ώρες παράνομης εργασίας, χωρίς να του χορηγείται αναπληρωματική ανάπαυση, ή να του καταβάλλεται η νόμιμη προσαύξηση 75% για την εργασία τις Κυριακές. Ότι ο εναγόμενος του κατέβαλε τις νόμιμες και συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές για την κανονική εργασία του (επί 40 ώρες εβδομαδιαίως, κατανεμημένες στις 5 εργάσιμες ημέρες) έως την 30-11-2014, αλλά καθυστερεί να του καταβάλλει τα οφειλόμενα ποσά για υπερεργασία, παράνομη (κατ’ εξαίρεση) υπερωριακή εργασία, επιδόματα (δώρα) Χριστουγέννων και Πάσχα, αποδοχές και επιδόματα αδείας, καθώς επίσης και για προσαύξηση, αλλά και στέρηση αναπληρωματικής ανάπαυσης για την εργασία του κατά τις Κυριακές. Ότι ακόμη, κατά το μήνα Δεκέμβριο 2014, του κατέβαλε το ποσό των 400,00 ευρώ έναντι των νομίμων αποδοχών του, οι οποίες από 1-3-2012 είχαν διαμορφωθεί στο ποσό των 800,00 ευρώ και αξίωσε απ’ αυτόν να συνεχίσει να απασχολείται με το ίδιο ωράριο αλλά με το ήμισυ των μηνιαίων αποδοχών του, ήτοι με 400,00 ευρώ μηνιαίως. Ότι ο ίδιος απέρριψε ρητά την άνω πρόταση και προέβη σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, εξαναγκασθείς σε αυτό από τον εναγόμενο εξαιτίας της περιγραφόμενης έκτακτης και σοβαρής μείωσης των αποδοχών του, που αποτελούσε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του και συνακόλουθα άτακτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του. Ότι έκτοτε διατηρεί κατά του εναγομένου αξιώσεις για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, αμοιβή για υπερεργασία, αποζημίωση για παράνομη (κατ’ εξαίρεση) υπερωριακή απασχόληση, αμοιβή για την εργασία τις Κυριακές, επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα), αποδοχές και επιδόματα αδείας, αποζημίωση για στέρηση διαλείμματος και αποζημίωση απόλυσης, ανερχομένων των άνω επιμέρους απαιτήσεων στο συνολικό ποσό των 81.961,18 ευρώ, όπως τα επιμέρους αιτούμενα ποσά αναλύονται στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων και ήδη εκκαλών, επικαλούμενος έγκυρη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και επικουρικά, για την περίπτωση που ήθελε κριθεί αυτή άκυρη, τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, επειδή ο εναγόμενος κατέστη αδικαιολόγητα, χωρίς νόμιμη αιτία, πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας του κατά το ανωτέρω αναφερόμενο συνολικό ποσό μετά από παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής (ως προς όλα τα κονδύλια) σε έντοκο αναγνωριστικό, κατόπιν προφορικής δήλωσης της πληρεξούσιας δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και περιλαμβάνεται αναλυτικά στις προτάσεις που κατέθεσε νόμιμα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ζητεί να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να του καταβάλει για τις άνω αιτίες το συνολικό ποσό των 81.961,18 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε κονδύλι κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη με αριθ. 1040/2016 οριστική του απόφαση, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, απέρριψε ως αβάσιμα τα κονδύλια αποζημίωσης για υπερεργασία και παράνομη υπερωριακή απασχόληση, αμοιβή για εργασία τις Κυριακές προ της 20-10-2014, αποζημίωση λόγω στέρησης διαλείμματος και αποζημίωση απόλυσης, ενώ δέχθηκε εν μέρει την αγωγή κατά τα λοιπά ως βάσιμη κατ’ ουσία και αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα για δεδουλευμένες αποδοχές μερικής απασχόλησης, εργασία Κυριακών, επιδόματα εορτών, αποδοχές αδείας και επιδόματα αδείας το συνολικό ποσό των 4.558,82 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημέρας κατά την οποία έκαστο από τα ανωτέρω επιμέρους κονδύλια κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ο ενάγων με την έφεσή του και ο εναγόμενος με την αντέφεσή του για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και επιπλέον ο ενάγων και για παράβαση νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και ζητούν, ο μεν ενάγων – εκκαλών να γίνει δεκτή η έφεσή του ώστε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη (κατά τα κεφάλαια που προσβάλλεται) και να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της, ο δε εναγόμενος – αντεκκαλών να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη (κατά τα κεφάλαια που προσβάλλεται) ώστε η αγωγή εναντίον του να απορριφθεί στο σύνολο της.

Στη συνέχεια, σε σχέση με το περιεχόμενο και τα αιτήματα της αγωγής, τις παραδοχές της εκκαλουμένης και τους λόγους της έφεσης, πρέπει από τώρα να σημειωθούν τα εξής: Κατά τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει, εκτός των απαιτουμένων κατά τα άρθρα 119 έως 120 του ιδίου Κώδικα στοιχείων, και τους λόγους έφεσης. Ως λόγοι έφεσης νοούνται οι αποδιδόμενες στην εκκαλουμένη απόφαση πλημμέλειες και ελλείψεις, οι συνιστάμενες ως επί των πλείστον σε παραδρομές του πρωτοδίκως δικάσαντος δικαστηρίου. Οι παραδρομές του Δικαστηρίου είναι δυνατόν να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια, ώστε να διαγράφονται επακριβώς τα σφάλματα τα οποία αποδίδονται στην εκκαλουμένη και δικαιολογούν κατά το αίτημα της έφεσης την εξαφάνιση ή μεταρρύθμισή της. Έτσι, λόγος έφεσης για παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου τυγχάνει παντελώς αόριστος, εάν δεν μνημονεύεται συγχρόνως σ’ αυτόν ποιος κανόνας δικαίου και με ποιο τρόπο παραβιάστηκε (Α.Π. 356/2002, Πειρ.Νομ./ 2002, 139, Εφ.Πειρ. 577/2015, Εφ.Λαρ. 126/2015, Εφ.Δωδ. 1/2014, Εφ.Λαμ. 187/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η έφεσις, έκδοση ΣΤ (2009), παρ. παρ. 541, 562, Μπέη, Πολ.Δικ, σ 1955, Βαθρακοκοίλη, ό.α, αριθ. 1304, σ. 329). Επίσης, ο λόγος έφεσης για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας είναι αόριστος, εάν δεν μνημονεύεται συγχρόνως σ’ αυτόν ποια συγκεκριμένα διδάγματα της κοινής πείρας και με ποιόν τρόπο παραβιάστηκαν (π.ρ.β.λ.Α.Π. 1059/2017, Α.Π. 207/2017, Α.Π. 65/2017, Α.Π. 368/2016, Α.Π. 951/2015, Α.Π. 1229/2014, Α.Π. 1226/2014, Α.Π. 960/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η αοριστία του εφετηρίου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε να αναπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα δικόγραφα έστω και της ίδιας δίκης (Α.Π. 1003/2017, Α.Π. 1574/2014, Α.Π. 297/2013, Α.Π. 692/2012, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Οι αόριστοι λόγοι έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και με αυτεπάγγελτη εξέταση (Α.Π. 1003/2017, Α.Π. 1130/2015, Α.Π. 1709/2013, Α.Π. 297/2013, Α.Π. 864/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, ό.α, παρ. 541, σ. 169).             Στην προκειμένη περίπτωση, με τους λόγους της έφεσής του (οκτώ συνολικά), ο ενάγων παραπονείται – εκτός από εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, για την οποία θα γίνει λόγος στη συνέχεια – και για παράβαση του νόμου και για εσφαλμένη εκτίμηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την απόρριψη από την εκκαλουμένη ως αβάσιμων των ισχυρισμών του σχετικά με τα κονδύλια αποζημίωσης για υπερεργασία και παράνομη υπερωριακή απασχόληση, αμοιβή για εργασία τις Κυριακές προ της 20-10-2014, αποζημίωση λόγω στέρησης διαλείμματος και αποζημίωση απόλυσης. Κατά το μέρος τους αυτό (που αφορά παράβαση νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας) οι λόγοι έφεσης του ενάγοντος πρέπει να απορριφθούν λόγω της αοριστίας τους ως απαράδεκτοι. Και τούτο διότι, κατά τα όσα εκτέθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, ο ενάγων δεν μνημονεύει τις νομικές διατάξεις που παραβίασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την απόρριψη των ισχυρισμών του για τα ανωτέρω κονδύλια, ούτε τον τρόπο που παραβιάσθηκαν αυτές, όπως δεν μνημονεύει και τα διδάγματα της κοινής πείρας που εκτιμήθηκαν εσφαλμένα και τον τρόπο με τον οποίο έγινε η εσφαλμένη εκτίμησή τους.

Από τις ένορκες καταθέσεις της μάρτυρος του ενάγοντος και του μάρτυρος του εναγομένου που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης αυτού και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, στα οποία περιλαμβάνονται και οι ληφθείσες κατ’ άρθρο 671 παρ. 1 εδ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. υπ’ αριθ. …../25-9-2015 ένορκη βεβαίωση μάρτυρος του ενάγοντος ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών (βλ. την υπ’ αριθ. …./24-9-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……..) και υπ’ αριθ. ……… ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων του εναγομένου ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …….. (βλ. την υπ’ αριθ. …./19-10-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………), αποδείχθηκαν τα εξής: Ο εναγόμενος ……… διατηρεί στην Κεντρική Λαχαναγορά Αθηνών στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη Αττικής επιχείρηση χονδρικής πώλησης οπωροκηπευτικών με την επωνυμία «………..». Η επιχείρηση αυτή έχει στην κυριότητά της τέσσερα δημοσίας χρήσης φορτηγά αυτοκίνητα, τα οποία χρησιμοποιεί για τη μεταφορά και διανομή προϊόντων της εμπορίας της σε διάφορα εμπορικά καταστήματα εντός του Νομού Αττικής. Την 25-6-2010, με έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μερικής απασχόλησης αορίστου χρόνου, ο εναγόμενος προσέλαβε τον ενάγοντα, προκειμένου να προσφέρει την εργασία του, ως οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου της άνω επιχείρησής του. Στην άνω σύμβαση, που υπογράφηκε από τους διαδίκους και κατατέθηκε εμπρόθεσμα (κατ’ άρθρο 38 παρ. 1 Ν. 1892/1990, όπως τροπ. με άρθρο 17 παρ. 3 Ν. 3899/2010) στο Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Εργασίας Νίκαιας με αριθ. πρωτ. …../1-7-2010, προβλέφθηκε ρητά ότι ο ενάγων θα απασχολείται πέντε ημέρες εβδομαδιαίως επί είκοσι ώρες συνολικά, ήτοι επί τέσσερις ώρες ημερησίως, με ωράριο εργασίας από 16.00 έως 20.00. Ως αποδοχές (μικτές) για την άνω μερική του απασχόληση συμφωνήθηκαν οι νόμιμες αποδοχές εγγάμου χωρίς αποδεικνυόμενη προϋπηρεσία (ιδιότητες τις οποίες γνωστοποίησε ο ενάγων στον εναγόμενο κατά την πρόσληψή του), οι οποίες (νόμιμες αποδοχές) προβλέπονταν από τις οικείες συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις. Στα πλαίσια των ανατεθειμένων σ’ αυτόν καθηκόντων ο ενάγων παρείχε την εργασία του από Δευτέρα έως Παρασκευή επί 4 ώρες ημερησίως και ειδικότερα από 16:00 έως 20:00, από την ημέρα της πρόσληψής του έως την 8-11-2012, οπότε  το ωράριο εργασίας του, κατόπιν υπογραφής νέας από 6-11-2012 τροποποιητικής σύμβασης εργασίας, η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα στο Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Εργασίας Νίκαιας με αριθ. πρωτ. …../8-11-2012, μεταβλήθηκε και συμφωνήθηκε πλέον από 8-11-2012 και εφεξής να απασχολείται επί 6 ώρες ημερησίως από Δευτέρα έως Παρασκευή, με ωράριο εργασίας από 14:00 έως 20:00 (εξάωρο). Η απασχόληση του ενάγοντος παρέμεινε εξάωρη έως τη συνομολογούμενη εκατέρωθεν λύση της σύμβασης εργασίας του στις 31-12-2014, στο μεταξύ όμως, με νεότερη συμφωνία των διαδίκων, από 20-10-2014 το ωράριό του καθορίστηκε από 11:00 έως 17:00 και επιπλέον εργαζόταν επί 6 ώρες και τις Κυριακές (βλ. τον πίνακα προσωπικού και ωρών εργασίας της άνω επιχείρησης, ο οποίος έλαβε αριθ. πρωτ. ………/20-10-2014 στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας – Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Νικαίας, τις από 25-6-2010 και 8-11-2012 γνωστοποιήσεις των όρων της ατομικής σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, τις αποδείξεις πληρωμής των αποδοχών του, τις βεβαιώσεις αποδοχών του ετών 2010-2014 και το ημερήσιο βιβλίο δρομολογίων για το έτος 2014 του με αριθ. κυκλ. …….. φορτηγού του εναγομένου). Ο ενάγων ισχυρίζεται με την αγωγή του ότι, από την έναρξη της άνω εργασιακής σχέσης του με τον εναγόμενο απασχολούνταν επί 11 ώρες ημερησίως, εξαιρουμένων των Σαββάτων αλλά συμπεριλαμβανομένων των Κυριακών (χωρίς αναπληρωματική ανάπαυση) και χωρίς να του χορηγείται το νόμιμο διάλειμμα μετά τη συμπλήρωση 4,5 ωρών οδήγησης, ενόψει και του ότι παράλληλα εκτελούσε και εργασία φορτοεκφορτωτή, επειδή κατά τη φόρτωση και διανομή των προϊόντων δεν είχε τη συνδρομή βοηθού – εργάτη και ότι την 31-12-2014 ο εναγόμενος του κατέβαλε 400,00 ευρώ έναντι των συμφωνηθέντων νομίμων αποδοχών του, που ανέρχονταν, από την 1-3-2012 έως την 31-12-2014 που λύθηκε η εργασιακή του σχέση, σε 800,00 ευρώ (και προβλέπονταν από τις οικείες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και Διαιτητικές Αποφάσεις για το νόμιμο ωράριο, ήτοι για εργασία 40 ωρών την εβδομάδα, κατανεμημένων ισομερώς σε 5 εργάσιμες μέρες) και αξίωσε απ’ αυτόν να συνεχίσει να απασχολείται με το ίδιο ωράριο αλλά με το ήμισυ των μηνιαίων αποδοχών του, ήτοι με 400,00 ευρώ μηνιαίως, πρόταση η οποία αποτελούσε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του και συνακόλουθα άτακτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, γι’ αυτό και την απέρριψε. Ωστόσο, οι άνω ισχυρισμοί του ενάγοντος δεν βρίσκουν πειστική τεκμηρίωση στο υπάρχον αποδεικτικό υλικό. Ειδικότερα, η εξετασθείσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρας απόδειξης …….. (κουμπάρα του ενάγοντος) δεν γνώριζε πότε προσελήφθη αυτός, ενώ, αναφορικά με το ωράριό του, τις ημέρες απασχόλησής του και τη φορτοεκφόρτωση των εμπορευμάτων στο φορτηγό αυτοκίνητο που αυτός οδηγούσε δεν είχε ιδίαν άποψη, καθώς κατέθεσε  «τα ξέρω από το σύζυγό μου….., ο σύζυγός μου ήταν στις αποθήκες του …… και κοιμόταν εκεί το βράδυ….., ο σύζυγός μου δούλευε εκεί και φόρτωνε το φορτηγό…, ο ….. φόρτωνε καμιά φορά….., εγώ ξέρω τα 3 από τα φορτηγά του ……….., οδηγό μόνο το ….. ήξερα.., πήγαινα το βράδυ στις 21:00’ Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή και Κυριακή και καθόμουν έως το πρωί στις 02:00’……», στοιχεία που καταδεικνύουν ελλιπή και έμμεση γνώση της για τα κρίσιμα αποδεικτέα θέματα, συνεκτιμημένου και του ότι ο σύζυγός της ………. εργάστηκε στην επιχείρηση του εναγομένου ως εργάτης – φορτοεκφορτωτής επί δυο μόλις μήνες μετά την πρόσληψη του ενάγοντος (βλ. την από 31-8-2010 αναγγελία οικειοθελούς του αποχώρησης) και μάλιστα από ώρα 10:00’ έως ώρα 18:00’ από Δευτέρα έως Παρασκευή (βλ. την από 22-12-2009 κατάσταση προσωπικού και ωρών εργασίας της επιχείρησης του εναγομένου) με συνέπεια να εμφανίζεται αδικαιολόγητη η επικαλούμενη από την ίδια άνω νυχτερινή παρουσία της στις αποθήκες του εναγομένου. Μη πειστική είναι και η ένορκη βεβαίωση του φίλου του ενάγοντος / διανομέα σε σουβλατζίδικο ………, η οποία επίσης στηρίζεται σε έμμεση γνώση του από τον ενάγοντα και δεν επιβεβαιώνεται από αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία. Ως τέτοιο δεν θεωρείται το «ημερολόγιο εργασίας» που ισχυρίζεται ο εκκαλών ότι τηρούσε στην επιχείρηση του εναγομένου καθ’ όλα τα έτη της εργασίας του για τις ημέρες και ώρες που εργάστηκε, το οποίο προσκόμισε το πρώτον ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ενόψει του ότι συντάχθηκε από τον ίδιον προς όφελός του, χωρίς να έχει βέβαιη χρονολογία και να έχει γίνει αποδεκτό από τον εργοδότη του, πέραν του ότι διαψεύδεται και από τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισε ο εναγόμενος και αναφέρονται στη συνέχεια. Αντίθετα, από τις προαναφερθείσες προσκομιζόμενες (σε φωτοαντίγραφα) και επικαλούμενες ανταποδεικτικά από τον εναγόμενο από 25-6-2010 και από 5-11-2012 γνωστοποιήσεις των όρων ατομικής σύμβασης εργασίας μερικής απασχόλησης του ενάγοντος, τις οποίες ο τελευταίος συνυπέγραψε και κατατέθηκαν εμπρόθεσμα από τον εναγόμενο (στις 1-7-2010 και 8-11-2012 αντίστοιχα) στην οικεία άνω Επιθεώρηση Εργασίας (για το μαχητό τεκμήριο από τις άνω γνωστοποιήσεις περί του ότι οι γνωστοποιηθείσες συμφωνίες καλύπτουν σχέση εργασίας με μειωμένη απασχόληση  βλ. Α.Π. 917/2006, Εφ.Πειρ. 437/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό με τις προσκομιζόμενες καταστάσεις προσωπικού και ωρών εργασίας της επιχείρησης του εναγομένου, που ο τελευταίος επίσης κατέθεσε εμπρόθεσμα στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, καθώς και με τις αποδείξεις πληρωμής αποδοχών του ενάγοντος για τους μήνες Ιούνιο 2010 έως και Δεκέμβριο 2014, την πλειονότητα των οποίων υπέγραψε και παρέλαβε ανεπιφύλακτα ο ίδιος, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων προσλήφθηκε στις 25-6-2010 (και όχι στις 26-3-2010 όπως ισχυρίζεται στην αγωγή του ή στις 1-1-2010 όπως ισχυρίζεται στην από 13-1-2015 αίτησή του προς την οικεία Επιθεώρηση Εργασίας για διενέργεια εργατικής διαφοράς) προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην άνω επιχείρηση του εναγομένου αποκλειστικά ως οδηγός φορτηγού (και όχι και ως εργάτης – φορτοεκφορτωτής), με πενθήμερη μερική απασχόληση από Δευτέρα έως Παρασκευή και ωράριο από 16:00 έως 20:00, δηλαδή για τετράωρη εργασία, ότι στις 8-11-2012 το ωράριο εργασίας του τροποποιήθηκε ως προς τις ώρες απασχόλησής του και αυτός πλέον εργάζονταν από Δευτέρα έως Παρασκευή με ωράριο από 14:00 έως 20:00, δηλαδή για εξάωρη εργασία, ενώ στις 20-10-2014 το ωράριο εργασίας του τροποποιήθηκε ως προς τις ημέρες απασχόλησής του και αυτός πλέον εργάζονταν με εξαήμερη μερική απασχόληση από Κυριακή μέχρι Παρασκευή και ωράριο εργασίας από ώρα 11:00 έως ώρα 17:00, ωράριο που διατηρήθηκε μέχρι και την 31-12-2014, οπότε αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του. Η κρίση του Δικαστηρίου περί των ανωτέρω ενισχύεται από την κατάθεση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου του μάρτυρος ανταπόδειξης ………. (πωλητή της επιχείρησης του εναγομένου), ο οποίος μετά λόγου γνώσεως κατέθεσε «Είχα μαγαζί δίπλα από το ….. μέχρι το 2001, από το Νοέμβριο 2011 δουλεύω στο μαγαζί του σαν πωλητής…, έχω εξαρτημένη εργασία τετράωρη, ο …. εργαζόταν από Δευτέρα έως Παρασκευή, από το Νοέμβριο 2014 δούλευε και τις Κυριακές έως το τέλος της χρονιάς γιατί ο γιος του ….. ο ….. έφυγε για το στρατό…, ο ενάγων πήγαινε στην αποθήκη και τον φόρτωνε ο ….. Η φόρτωση γίνονταν από τα αδέλφια … και …. Πήγαινε στις περιοχές Λιόσια, Άγιο Στέφανο, Θήβα…, κάθε μέρα φόρτωναν το φορτηγό και γίνονταν ο ίδιος κύκλος, τέσσερις προορισμοί. Τα τελευταία δυο χρόνια δούλευε εξάωρο. Οι οδηγοί έπαιρναν 400,00 ευρώ στο τετράωρο. … Δεν δουλεύει κανείς έντεκα ώρες μέσα στην αγορά. Δεν κινούνται συνέχεια τα τέσσερα φορτηγά… το 2014 είχαν οδηγούς τον ….. και το …….…. Είναι και ο ….….. Ο …. φόρτωνε σε όλα τα δρομολόγια όλα τα χρόνια….. …». Ενισχυτικές της άνω κρίσης του Δικαστηρίου τούτου είναι και οι ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του εναγομένου …….., οι οποίοι εργάζονται στην επιχείρησή του, ο πρώτος από 1-10-2001 ως φορτοεκφορτωτής και οι λοιποί από το έτος 2003 ως οδηγοί και οι οποίοι βεβαίωσαν α) ο …….: ότι μαζί με τον αδελφό του … … υπήρξαν βοηθοί του ενάγοντος στα δρομολόγια που πραγματοποιούσε με τα φορτηγά του εναγομένου, ότι καθ’ όλη την διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος το ωράριο εργασίας του ήταν ωράριο μερικής απασχόλησης, ότι ο ενάγων δεν εργάστηκε ποτέ υπερωριακά και έκανε πάντοτε χρήση των διαλειμμάτων που δικαιούνταν, ότι μέχρι και τις 20-10-2014 ο ενάγων δεν εργάσθηκε τις Κυριακές, ότι στο τέλος κάθε μήνα λάμβανε από το λογιστή του τις νόμιμες αποδοχές που αντιστοιχούσαν στις ώρες και ημέρες απασχόλησής του, καθώς και τις αποδείξεις πληρωμής με την καταβολή των αποδοχών του, οι οποίες ποτέ δεν ανήλθαν στο ποσό των 800,00 ευρώ μηνιαίως, ότι οι παραδόσεις των εμπορευμάτων στους πελάτες της επιχείρησης δεν είχαν διαρκέσει ποτέ περισσότερο από έξι ώρες, ότι οι ταχογράφοι των φορτηγών αυτοκινήτων δεν αποδεικνύουν το ωράριο εργασίας και τα διαλείμματα του κάθε οδηγού, γιατί ήταν κοινή πρακτική στην επιχείρηση του εναγομένου και σε άλλες παρόμοιες επιχειρήσεις οι οδηγοί να μην αφαιρούν μετά το τέλος της εργασίας τους την κάρτα τους, με αποτέλεσμα να φαίνεται ότι οδηγούν ακόμη και μετά την αποχώρησή τους από την εργασία τους για αμέτρητες ώρες, ακόμα και για ολόκληρες μέρες χωρίς διαλείμματα, πράγμα βέβαια αδύνατο, ότι ο ενάγων δεν εξέφρασε ποτέ σ’ αυτόν ή σε άλλους συναδέλφους του παράπονα από την εργασία του ή δυσφορία σχετικά με τις καταβαλλόμενες αποδοχές του, ότι στις 31-12-2014 ο ενάγων, χωρίς να ενημερώσει τον εναγόμενο ή τους συναδέλφους του, δεν εμφανίστηκε στην εργασία του και έκτοτε δεν απαντούσε στις τηλεφωνικές κλήσεις του εναγομένου, μέχρι που τον Ιανουάριο 2015 ο ίδιος πληροφορήθηκε ότι ο ενάγων υπέβαλλε στην Επιθεώρηση Εργασίας Νικαίας αίτηση για διενέργεια εργατικής διαφοράς και ότι μια – δυο ημέρες πριν φύγει από τη δουλειά, ο ενάγων του ανέφερε ότι τσακώθηκε με τον εναγόμενο επειδή είχε πάρει εν αγνοία του το φορτηγό της επιχείρησης σε ημέρα μη εργάσιμη και μαζί με άλλους είχαν πάει στην περιοχή της Γλυφάδας και μαζεύανε ελιές από τα ελαιόδενδρα που υπήρχαν στους δημοτικούς δρόμους, ότι εκεί κάποιος είχε δει τα στοιχεία του φορτηγού και ενημέρωσε τον εναγόμενο ο οποίος έγινε έξαλλος και του είπε ότι θα καταγγείλει το γεγονός στην αστυνομία. και β) οι ……….. και ……….: ότι ως οδηγοί φορτηγών αυτοκινήτων του εναγομένου και συνάδελφοι του ενάγοντος είχαν καθημερινή σχεδόν επαφή και επικοινωνία με τον τελευταίο και γνώριζαν το ωράριο εργασίας του και τα εκτελούμενα δρομολόγια, ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης του ο ενάγων δεν εργάσθηκε ποτέ με ωράριο πλήρους απασχόλησης, ότι μέχρι και τις 20-10-2014 ο ενάγων δεν εργάσθηκε τις Κυριακές, ότι όλοι οι οδηγοί των φορτηγών αυτοκινήτων της επιχείρησης του εναγομένου, συμπεριλαμβανομένου του ενάγοντος, συνήθιζαν, μετά το πέρας του ωραρίου εργασίας τους, που συνέπιπτε με την επιστροφή τους στην επιχείρηση, να μην αφαιρούν την κάρτα τους από τον ταχογράφο του φορτηγού που οδηγούσαν, με αποτέλεσμα οι ώρες οδήγησης του επόμενου οδηγού να εμφανίζονται ως ώρες εργασίας του προηγούμενου και να προσμετρούνται στις δικές του ώρες και έτσι να εμφανίζονται όλοι τους ότι οδηγούν για περισσότερες ώρες από τις ώρες που πραγματικά οδήγησαν, ακόμη και για μία ολόκληρη ημέρα χωρίς διακοπή ή για πολλές συνεχόμενες ημέρες, ότι ουδέποτε ο ενάγων διαμαρτυρήθηκε για τους όρους της εργασίας του, ότι τη δυσαρέσκειά του την αντιλήφθηκαν μόνον αφού αυτός προσέφυγε στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων Νικαίας – Αγ. Ιωάννη Ρέντη το έτος 2015 και ότι ο ίδιος τους είπε λίγες ημέρες πριν φύγει από τη δουλειά ότι τσακώθηκε με τον εναγόμενο επειδή είχε πάρει εν αγνοία του το φορτηγό της επιχείρησης σε ημέρα μη εργάσιμη και μαζί με άλλους είχαν πάει στην περιοχή της Γλυφάδας και μαζεύανε ελιές από τα ελαιόδενδρα που υπήρχαν στους δρόμους, ότι εκεί κάποιος είχε δει τα στοιχεία του φορτηγού και ειδοποίησε τον εναγόμενο και ότι ο τελευταίος έγινε έξαλλος και του είπε ότι θα καταγγείλει το γεγονός στην αστυνομία. Περαιτέρω, από τις προσαγόμενες από τον εναγόμενο για όλο το επίδικο διάστημα αποδείξεις πληρωμής αποδοχών του αποδεικνύεται ότι ο ενάγων λάμβανε μηνιαίο μισθό μερικής απασχόλησης (συμπεριλαμβανομένου επιδόματος γάμου 10%) α) ποσού 517,27 ευρώ από την πρόσληψή του στις 25-6-2010 έως και το μήνα Αύγουστο του έτους 2011, β) ποσού 554,13 ευρώ από το Σεπτέμβριο του έτους 2011 έως το Φεβρουάριο του έτους 2012, γ) ποσού 322,34 ευρώ  από το Μάρτιο του έτους 2012 έως και τον Οκτώβριο του ιδίου έτους (ενόψει του ότι ο νόμιμος μισθός του, με βάση την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. του 2012, διαμορφώθηκε από 14-2-2012 σε 586,08 ευρώ για πλήρη απασχόληση) και δ) ποσού 483,52 ευρώ από Νοέμβριο του έτους 2012, οπότε το ωράριο εργασίας του αυξήθηκε σε 6ωρο. Αποδεικνύεται ακόμη, με βάση και τις αποδείξεις πληρωμής αποδοχών του ενάγοντος που προσκομίζει ο εναγόμενος αλλά δεν φέρουν την υπογραφή του ενάγοντος ως πληρωθέντος εργαζομένου, ότι για το επίδικο διάστημα ο εναγόμενος εργοδότης οφείλει στον ενάγοντα για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών, εργασία Κυριακών, επιδόματα εορτών, αποδοχές αδείας και επιδόματα αδείας τα παρακάτω ποσά, που ανέρχονται συνολικά σε 4.558,82 ευρώ. Ειδικότερα, ο ενάγων: Α) για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Δεκεμβρίου 2014 δικαιούται το ποσό των 483,52 – 400,00 ευρώ = 83,52 ευρώ, εντόκως από 1-1-2015· Β) για εργασία Κυριακών από 20-10-2014 έως 31-12-2014, εργάσθηκε 10 Κυριακές χωρίς αναπληρωματική ανάπαυση και δικαιούται το ποσό των 483,52 ευρώ: 25 = 19,34 ευρώ Χ 6 = 116,04: 40 = 2,90 ευρώ ημερομίσθιο + προσαύξηση εργασίας Κυριακής 75% = 5,08 Χ 6 ώρες = 30,48 ευρώ Χ 10 Κυριακές = 304,80 ευρώ, εντόκως από την επίδοση της αγωγής· Γ) για επιδόματα εορτών του οφείλεται αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2010 το ποσό των 2/25 Χ 517,27 ευρώ Χ 9,95 (9,95 19ήμερα οι 189 ημέρες εργασίας) = 411,75 ευρώ, εντόκως από 1-1-2011, για δώρο Χριστουγέννων 2012 το ποσό των 483,52 ευρώ, εντόκως από 1-1-2013, για δώρο Χριστουγέννων 2013 το ποσό των 483,52 ευρώ, εντόκως από 1-1-2014, για δώρο Πάσχα έτους 2013 το ποσό των 241,76 ευρώ, εντόκως από 1-5-2013. Το αίτημα καταβολής των λοιπών αιτηθέντων επιδομάτων εορτών κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο κατ’ ουσία, καθώς i) από την από 30-4-2011 απόδειξη πληρωμής που υπογράφεται από τον ενάγοντα αποδεικνύεται ότι έλαβε για δώρο Πάσχα έτους 2011 ποσό 269,41 ευρώ, ii) από την από 31-12-2011 απόδειξη πληρωμής που υπογράφεται από τον ενάγοντα αποδεικνύεται ότι έλαβε για δώρο Χριστουγέννων έτους 2011 ποσό 577,22 ευρώ, iii) από την από 9-4-2012 απόδειξη πληρωμής που υπογράφεται από τον ενάγοντα αποδεικνύεται ότι έλαβε για δώρο Πάσχα έτους 2012 ποσό 148,30 ευρώ, iv) από την από 10-4-2014 απόδειξη πληρωμής που υπογράφεται από τον ενάγοντα αποδεικνύεται ότι έλαβε για δώρο Πάσχα έτους 2014 ποσό 220,35 ευρώ, ν) από το υπ’ αριθ. …../31-12-2014 ένταλμα πληρωμής της Εθνικής Τράπεζας αποδεικνύεται ότι κατετέθη προς εξόφληση δώρου Χριστουγέννων έτους 2014 στο λογαριασμό του ενάγοντα χρηματικό ποσό 388,58 ευρώ που αναλογεί σε 479,43 ευρώ μετά των κρατήσεων, Δ) Για αναλογία αποδοχών αδείας έτους 2010 δικαιούται ποσό 517,27 ευρώ: 25ημέρες Χ 2 ημέρες Χ 6,2 μήνες = 256,57 ευρώ, εντόκως από 1-1-2011, για αποδοχές αδείας έτους 2011 δικαιούται ποσό 529,56 ευρώ: 517,27 ευρώ Χ 8 μήνες + 554,13 ευρώ Χ 4 μήνες = 6.354,68 ευρώ : 12 μήνες = 529,56 ευρώ, εντόκως από 1-1-2012, για αποδοχές αδείας έτους 2012 δικαιούται ποσό 387,84 ευρώ (= 554,13 ευρώ Χ 2 μήνες + 322,34 ευρώ Χ 8 μήνες + 483,52 ευρώ Χ 2 μήνες= 4.654,02 ευρώ : 12 μήνες), εντόκως από 1-1-2013, για αποδοχές αδείας ετών 2013 και 2014 δικαιούται ποσό 483,52 ευρώ για έκαστο των δύο ετών, εντόκως από 1-1-2014 και 1-1-2015 αντίστοιχα· Ε) Για αναλογία επιδόματος αδείας έτους 2010 δικαιούται ποσό 256,57 ευρώ : 2 = 128,29 ευρώ, εντόκως από 1-1-2011, για επίδομα αδείας έτους 2011 δικαιούται ποσό 529,56 ευρώ : 2 = 264,78 ευρώ – 258,64 ευρώ που του κατεβλήθησαν (βλ. την από 31-8-2011 απόδειξη πληρωμής υπογεγραμμένη από τον ίδιο) = 6,14 ευρώ, εντόκως από 1-1-2012, για επίδομα αδείας έτους 2012 δικαιούται ποσό 387,84 ευρώ : 2 = 193,92 – 161,17 ευρώ που του κατεβλήθη (βλ. την από 31-10-2012 απόδειξη πληρωμής, υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα) = 32,75 ευρώ, εντόκως από 1-1-2013, για επίδομα αδείας έτους 2014 δικαιούται ποσό 483,52 ευρώ: 2 = 241,76 ευρώ, εντόκως από 1-1-2015, ενώ για επίδομα αδείας έτους 2013 ουδέν του οφείλεται, αφού έχει λάβει ποσό 241,76 ευρώ για το λόγο αυτό, σύμφωνα με την από 31-8-2013 απόδειξη πληρωμής, που υπογράφεται από τον ίδιο. Άλλες καταβολές προς τον ενάγοντα για τις ανωτέρω αιτίες, πλην αυτών που αναφέρονται ανωτέρω, δεν επικαλείται συγκεκριμένα ο εναγόμενος, ούτε και αποδεικνύονται κατά τρόπο πείθοντα από κάποιο αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο που προκομίστηκε. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια περί των ανωτέρω, ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ’ αυτές πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσία οι λόγοι της έφεσης με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και συγκεκριμένα: α) ο πρώτος λόγος της, με τον οποίο (κατά το προαναφερθέν μέρος του που υποβλήθηκε ορισμένα) ο ενάγων παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατέληξε η εκκαλουμένη στην κρίση ότι ο συμφωνημένος και νόμιμος μισθός του και οι ημέρες και ώρες πραγματικής απασχόλησής του δεν είναι κατά τα αναφερόμενα από τον ίδιο στην αγωγή του αλλά κατά τα αναγραφόμενα στις υπογραφείσες από τον ίδιον άνω γνωστοποιήσεις των όρων της ατομικής σύμβασης εργασίας μερικής απασχόλησης αυτού, τις αποδείξεις πληρωμής αποδοχών του και τις καταστάσεις προσωπικού και ωρών εργασίας της επιχείρησης του εναγομένου και υπό τις παραδοχές αυτές ακολούθως δέχτηκε ότι του οφείλεται ως διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών μηνός Δεκεμβρίου 2014 το ποσό των 83,52 ευρώ, αντί του αιτηθέντος ποσού των 400,00 ευρώ, β) ο δεύτερος λόγος της, με τον οποίο (κατά το προαναφερθέν μέρος του που υποβλήθηκε ορισμένα) ο ενάγων παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατέληξε η εκκαλουμένη στην κρίση ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο ίδιος καθ’ όλη τη διάρκεια της απασχόλησής του εργαζόταν καθημερινά επί 11 ώρες όπως ισχυρίζεται στην αγωγή του και υπό την παραδοχή αυτή ακολούθως απέρριψε ως αβάσιμα κατ’ ουσία τα αιτούμενα κονδύλια αποζημίωσής του για υπερεργασία και παράνομη υπερωριακή απασχόληση, γ) ο τρίτος λόγος της, με τον οποίο (κατά το προαναφερθέν μέρος του που υποβλήθηκε ορισμένα) ο ενάγων παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατέληξε η εκκαλουμένη στην κρίση ότι εργάστηκε μόνα δέκα Κυριακές (και δη από 20-10-2014 έως 31-12-2014) χωρίς αναπληρωματική ανάπαυση και υπό την παραδοχή αυτή ακολούθως αναγνώρισε ότι για την εργασία του αυτή δικαιούται το συνολικό ποσό των 304,80 ευρώ, αντί να δεχθεί τον ισχυρισμό του ότι καθ’ όλο το διάστημα της απασχόλησής του ο ενάγων εργάζονταν κατά τις Κυριακές χωρίς αναπληρωματική ανάπαυση και να αναγνωρίσει ότι για την εργασία του αυτή δικαιούται το αιτηθέν συνολικό ποσό των 17.366,07 ευρώ, δ) ο τέταρτος λόγος της, με τον οποίο (κατά το προαναφερθέν μέρος του που υποβλήθηκε ορισμένα) ο ενάγων παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατέληξε η εκκαλουμένη στην κρίση ότι για επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) δεν του οφείλονται τα αιτηθέντα με την αγωγή του ποσά, τα οποία ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 6.050,45 ευρώ με βάση το επικαλούμενο 11ωρο ωράριο απασχόλησής του κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, αλλά του οφείλονται μόνο, με βάση το συμφωνηθέν και αποδειχθέν μειωμένο ωράριο εργασίας του, 411,75 ευρώ εντόκως από 1-1-2011 για αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2010, 483,52 ευρώ εντόκως από 1-1-2013 για δώρο Χριστουγέννων έτους 2012, 483,52 ευρώ εντόκως από 1-1-2014 για δώρο Χριστουγέννων έτους 2013 και 241,76 ευρώ εντόκως από 1-5-2013 για δώρο Πάσχα έτους 2013. ε) ο πέμπτος λόγος της, με τον οποίο (κατά το προαναφερθέν μέρος του που υποβλήθηκε ορισμένα) ο ενάγων παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατέληξε η εκκαλουμένη στην κρίση ότι για αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας κατά την περίοδο της απασχόλησής του δεν του οφείλονται τα αιτηθέντα ποσά με την αγωγή του, τα οποία ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 6.413,86 ευρώ, αλλά του οφείλονται μόνο, με βάση το συμφωνηθέν και αποδειχθέν άνω μειωμένο ωράριο εργασίας του, 256,57 ευρώ εντόκως από 1-1-2011 για αναλογία αποδοχών αδείας έτους 2010, 387,84 ευρώ εντόκως από 1-1-2013 για αποδοχές αδείας έτους 2012, 483,52 ευρώ για αποδοχές αδείας εκάστου των ετών 2013 και 2014, εντόκως από 1-1-2014 και 1-1-2015 αντίστοιχα, 128,29 ευρώ εντόκως από 1-1-2011 για αναλογία επιδόματος αδείας έτους 2010, 6,14 ευρώ εντόκως από 1-1-2012 για επίδομα αδείας έτους 2011, 32,75 ευρώ εντόκως από 1-1-2013 για επίδομα αδείας έτους 2012 και 241,76 ευρώ εντόκως από 1-1-2015 για επίδομα αδείας 2014 στ) ο έκτος λόγος της, με τον οποίο (κατά το προαναφερθέν μέρος του που υποβλήθηκε ορισμένα) ο ενάγων παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατέληξε η εκκαλουμένη στην κρίση ότι καθ’ όλη την άνω περίοδο απασχόλησής του ο ίδιος δεν στερήθηκε του νομίμου διαλείμματος μετά από τη συμπλήρωση 4,5 ωρών συνεχούς οδήγησης και ότι ουδέν του οφείλεται από τον εναγόμενο από το αιτηθέν συνολικό ποσό αποζημίωσης 11.385,66 ευρώ για μη χορήγηση διαλείμματος ανάπαυσης 422 ωρών από 26-3-2010 έως 31-12-2010, 552,5 ωρών από 1-1-2011 έως 31-12-2011, 552,5 ωρών από 1-1-2012 έως 31-12-2012, 569 ωρών από 1-1-2013 έως 31-12-2013 και 552,5 ωρών από 1-1-2014 έως 31-12-2014. Και ζ) ο έβδομος λόγος της, με τον οποίο (κατά το προαναφερθέν μέρος του που υποβλήθηκε ορισμένα) ο ενάγων παραπονείται ότι, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατέληξε η εκκαλουμένη στην κρίση ότι δεν του οφείλεται αποζημίωση απόλυσης, αφού απέρριψε εσφαλμένα ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του ότι υπήρξε μονομερή βλαπτική μεταβολή ουσιώδους όρου της σύμβασης εργασίας του επειδή ο εναγόμενος αξίωσε απ’ αυτόν να συνεχίσει να εργάζεται επί 11 ώρες ημερησίως με μηνιαίο μισθό 400,00 ευρώ αντί των 800,00 που έως τότε ελάμβανε, με αποτέλεσμα ο ίδιος να αναγκαστεί να αποχωρήσει από την εργασία του. Να προστεθεί επί του λόγου αυτού ότι, εφόσον τα ανωτέρω επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, επί των οποίων επιχειρείται θεμελίωση πλασματικής καταγγελίας της ανωτέρω σύμβασης, δεν κρίνονται βάσιμα σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν (αφού δεν αποδείχθηκε ούτε η 11άωρη απασχόληση του ενάγοντος κατά τις επικαλούμενες ημέρες εργασίας του, ούτε ότι κατά το χρόνο λύσης της εργασιακής σχέσης του ο μισθός του ανερχόταν σε 800,00 ευρώ), θεωρείται ότι αυτός αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του και ότι δεν δικαιούται την αποζημίωση απόλυσης που αιτήθηκε παραδεκτά κατ’ άρθρο 6 παρ. 2 εδάφ. πρώτο Ν. 3198/1955, κρίση που ενισχύεται από το ότι δεν προσέφυγε άμεσα στην Επιθεώρηση Εργασίας αλλά μετά από αρκετό χρονικό διάστημα και ειδικότερα στις 13-2-2015, ήτοι 1 ½  περίπου μήνα μετά τη φερόμενη μονομερή βλαπτική μεταβολή του ύψους των αποδοχών του, συμπεριφορά που δεν δικαιολογείται από τις περιστάσεις της προκείμενης υπόθεσης και δε συνάδει με την κατάσταση ανάγκης στην οποία περιέρχεται ο εργαζόμενος που χάνει την εργασία του με υπαιτιότητα του εργοδότη. Όσον αφορά δε το αίτημα του ενάγοντος να προσκομίσει ο εναγόμενος τα πρωτότυπα των ημερήσιων ταχογράφων των φορτηγών αυτοκινήτων που ο ενάγων οδηγούσε, τα οποία κατέχει ο εναγόμενος, προκειμένου να αποδειχθούν τα αναφερόμενα κονδύλια της αγωγής του [αμοιβής για υπερεργασία, αποζημίωσης για παράνομη (κατ’ εξαίρεση) υπερωριακή απασχόληση, αμοιβής για την εργασία τις Κυριακές και αποζημίωσης για στέρηση διαλείμματος], το οποίο (αίτημα) προβλήθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου με συνοπτική δήλωση στο ακροατήριο κατά την συζήτηση της υπόθεσης που καταχωρήθηκε στα οικεία πρακτικά, και με την προσθήκη στις ενώπιον αυτού προτάσεις του, και απορρίφθηκε ως μη αναγκαίο επειδή το άνω Δικαστήριο απ’ όλα τα αποδεικτικά μέσα απέκτησε ασφαλή δικανική πεποίθηση για τα αιτούμενα κονδύλια, ότι το αίτημα αυτό δεν επαναφέρθηκε από τον ενάγοντα ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου τούτου με λόγο έφεσης με τον οποίο να προσβάλλεται το σχετικό κεφάλαιο της εκκαλούμενης απόφασης και συνακόλουθα ο ενάγων απαράδεκτα επιχειρεί να το εισάγει εκ νέου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την προσθήκη των προτάσεών του (Α.Π. 1105/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, π.ρ.β.λ. και Β.Βαθρακοκοίλη, ό.α, αριθ. 313, σ. 92 και αριθ. 1368, σ. 348). Εκ του περισσού σημειώνεται εδώ ότι η προσκόμιση του συνόλου των ημερήσιων ταχογράφων των φορτηγών αυτοκινήτων της επιχείρησης του εναγομένου δεν θα είχε ουσιώδη αποδεικτική συμβολή στην κρινόμενη υπόθεση, ενόψει του ότι, από τα προσκομιζόμενα αντίγραφα ηλεκτρονικού ταχογράφου του με αριθ. κυκλ. …….. φορτηγού αυτοκινήτου του εναγομένου, σε συνδυασμό με τις άνω ένορκες βεβαιώσεις και ένορκη κατάθεση μαρτύρων του αποδείχθηκε ότι, αφενός ο ενάγων και οι λοιποί οδηγοί της επιχείρησης δεν συνήθιζαν να θέτουν την ατομική τους κάρτα στη συσκευή ταχογράφου, αφετέρου ότι όταν την έθεταν δεν την εξήγαγαν κατά το τέλος της οδήγησης, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται στις σχετικές εκτυπώσεις του ταχογράφου αποσπασματικά ότι οδηγοί εργάζονταν συνεχόμενα επί σειρά εικοσιτετραώρων, γεγονός αδύνατο κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, λόγω των περιορισμένων ανθρωπίνων φυσικών αντοχών. Περαιτέρω, ο όγδοος και τελευταίος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο (κατά το προαναφερθέν μέρος του που υποβλήθηκε ορισμένα) ο ενάγων παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων  κατέληξε η εκκαλουμένη στην κρίση ότι ο εναγόμενος πρέπει να επιβαρυνθεί με μέρος μόνο της δικαστικής του δαπάνης και δη με το υπερβολικά μικρό ποσό των 100,00 ευρώ, αντί να δεχτεί στο σύνολό της την αγωγή του ιδίου και να καταδικάσει τον εναγόμενο στην πληρωμή του συνόλου της δικαστικής του δαπάνης, μετά τα άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τα αιτούμενα κονδύλια της αγωγής, πρέπει να απορριφθεί ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού η αγωγή δεν γίνεται δεκτή στο σύνολό της αλλά σε μέρος της. Ενόψει των άνω αποδειχθέντων πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσία και οι λόγοι της αντέφεσης με τους οποίους αμφισβητούνται τα κονδύλια που επιδικάστηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση και δη: α) ο πρώτος λόγος της, με τον οποίο ο αντεκκαλών – εναγόμενος παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατέληξε η εκκαλουμένη στην κρίση ότι ο αντεφεσίβλητος – ενάγων δικαιούται υπόλοιπο αποδοχών μηνός Δεκεμβρίου 2014 ποσού των 83,52 ευρώ, β) ο δεύτερος λόγος της, με τον οποίο ο αντεκκαλών – εναγόμενος παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατέληξε η εκκαλουμένη στην κρίση ότι ο αντεφεσίβλητος – ενάγων δικαιούται υπόλοιπο επιδομάτων εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) το συνολικό ποσό των 1.620,55 ευρώ και συγκεκριμένα ποσό 411,75 ευρώ για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2010, ποσό 483,52 ευρώ για δώρο Χριστουγέννων 2012, ποσό 483,52 ευρώ για δώρο Χριστουγέννων 2013 και ποσό 241,76 ευρώ για δώρο Πάσχα 2013 και γ) ο τρίτος λόγος της, με τον οποίο ο αντεκκαλών – εναγόμενος παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατέληξε η εκκαλουμένη στην κρίση ότι ο αντεφεσίβλητος – ενάγων δικαιούται υπόλοιπο αποδοχών και επιδομάτων αδείας συνολικού ποσού 2.810,65 ευρώ και συγκεκριμένα α) ποσό 517,27 ευρώ για αναλογία αποδοχών αδείας 2010, β) ποσό 529,56 ευρώ για αποδοχές αδείας 2011, γ) ποσό 387,84 ευρώ για αποδοχές αδείας 2012, δ) ποσό 483,52 ευρώ για αποδοχές αδείας 2013, ε) ποσό 483,52 ευρώ για αποδοχές αδείας 2014, στ) ποσό 128,29 ευρώ για αναλογία επιδόματος αδείας 2010, ζ) ποσό 6,14 ευρώ για επίδομα αδείας 2011, η) ποσό 32,75 ευρώ για επίδομα αδείας 2012, και θ) ποσό 241,76 ευρώ για επίδομα αδείας 2014. Συνεπώς, δεν έσφαλε η εκκαλουμένη που κρίνοντας ορισμένη και νόμιμη την αγωγή κατά την κύρια βάση της από έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μερικής απασχόλησης αορίστου χρόνου, αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει στον ενάγοντα για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών, αποζημίωσης για εργασία Κυριακών, επιδόματα εορτών και αποδοχές και επιδόματα αδείας τα προαναφερόμενα ποσά, που ανέρχονται συνολικά σε 4.558,82 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της ημέρας κατά την οποία έκαστο επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό αλλά ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και όσα αντίθετα υποστηρίζουν ο εκκαλών και ο αντεκκαλών είναι απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα, όπως και οι υπό κρίση έφεση και αντέφεση στο σύνολό τους. Τέλος, ο εκκαλών πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ο δε αντεκκαλών πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του αντεφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (76, 183, 189, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), των εξόδων υπολογιζομένων ανάλογα με το εκκληθέν κεφάλαιο της έφεσης και της αντέφεσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 17-3-2017 (Γ.Α.Κ. ../2017, Ε.Α.Κ. …/2017) έφεση και την από 27-9-2017 (Γ.Α.Κ. …./2017 και Ε.Α.Κ. …/2017) αντέφεση.

Δέχεται αυτές τυπικά.

Απορρίπτει αυτές κατ’ ουσία.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Καταδικάζει τον αντεκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα του αντεφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 29 Μαρτίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ