Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 198/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης  198/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 I. Η ένδικη από 5.6.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …../10.6.2015 και ορθού προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/3.3.2016 έφεση των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων κατά της υπ’αριθμ.1418/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την σε βάρος τους από 11.3.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./2014 αγωγή του ενάγοντος, ήδη εφεσιβλήτου, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 496, 498, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.1, 520 παρ.1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης επιμελεία του ενάγοντος στις 15-5-2015, στον δεύτερο εναγόμενο για τον εαυτό του ατομικά και ως νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης ετερόρρυθμης εταιρείας, συντασσομένης της υπ’αριθμ…..΄/15-5-2015 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………….., που προσκομίζεται από τον εφεσίβλητο, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 10-6-2015, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

  1. II. Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος με την από 11-3-2014 αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως επιτρεπτά διορθώθηκε, ζήτησε, μετά τον παραδεκτά γενόμενο εν μέρει περιορισμό του αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 295 παρ. 1 εδ. β, 297 ΚΠολΔ), να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, εις ολόκληρον, η πρώτη τούτων ετερόρρυθμη εταιρία, ως εργοδότης του και ο δεύτερος, ως ομόρρυθμος εταίρος της, να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 19.308 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών των αναφερόμενων μισθολογικών περιόδων των ετών 2010, 2011, 2012 και μέρους του έτους 2013 και να αναγνωριστεί ότι οφείλουν επιπλέον να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 259.080,32 ευρώ, που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο των δεδουλευμένων έτους 2013, καθώς επίσης στις λοιπές αξιώσεις του αναφορικά με το 6ο πλασματικό ημερομίσθιο, την αποζημίωση εκτός έδρας, την εργασία του κατά τα Σάββατα, την υπερωριακή εργασία του κατά τις καθημερινές, το επίδομα Πάσχα, τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας, όπως εξειδικεύονται τα επιμέρους ποσά, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα απασχόλησης του, ως τεχνίτη μετάλλου, στην επιχείρηση της πρώτης εναγομένης επισκευαστικών εργασιών επί πλοίων εντός και εκτός ελληνικής επικράτειας, αντί ημερομισθίου 50 ευρώ, βάσει των πρώτων τεσσάρων εργασιακών συμβάσεων ορισμένου χρόνου και 40 ευρώ βάσει της πέμπτης τούτων αορίστου χρόνου, καταβλητέου στο τέλος κάθε ημερολογιακού μήνα, πλέον επιδομάτων και αποζημιώσεων, σύμφωνα με τους όρους της εφαρμοστέας συλλογικής σύμβασης εργασίας των εργατοτεχνιτών σε επιχειρήσεις μετάλλου της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, μέχρι τις 20-12-2013, οπότε απολύθηκε, λόγω καταγγελίας, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα, νομιμοτόκως από το τέλος κάθε ημερολογιακού μήνα, που κατέστη κάθε μισθός απαιτητός και επικουρικώς από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τους εναγομένους εις ολόκληρον να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 19.308 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο κάθε επιμέρους ποσού από το τέλος του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα και αναγνώρισε ότι οφείλουν επιπλέον να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 198.382,87 ευρώ, για τις αντίστοιχες αιτίες με τον νόμιμο τόκο κατά τις εκτιθέμενες διακρίσεις. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εναγόμενοι με την κρινόμενη έφεση τους για τους αναφερόμενους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολο της η ένδικη αγωγή του εφεσιβλήτου.

III. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 18, 19, 22, 24, 27, 28, 43 και 44 ΕμπΝ και 748 παρ. 1, 749, 750, 751, 752, 754, παρ.1, 756, 757, 760 και 784 ΑΚ προκύπτει ότι στις προσωπικές εταιρίες, όπως είναι και η ετερόρρυθμη εταιρία, η εξουσία διαχείρισης των εταιρικών υποθέσεων είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την εταιρική ιδιότητα και γι` αυτό δεν μπορεί με την εταιρική σύμβαση ή με μεταγενέστερη απόφαση των εταίρων να ανατεθεί σε τρίτο πρόσωπο που δεν είναι εταίρος, όπως αντίθετα είναι δυνατόν στις κεφαλαιουχικές εταιρίες. Ισχύει δηλαδή στις προσωπικές εταιρίες η αναγκαστικού δικαίου αρχή της αυτοδιαχείρισης, σε αντιστοιχία με την απεριόριστη προσωπική ευθύνη των εταίρων (ΑΠ Ολ 13/1997), που καθιερώνεται γενικώς στις προσωπικές εταιρίες (άρθρο 759 ΑΚ), ότι οι ομόρρυθμοι εταίροι, οι αναφερόμενοι στο καταστατικό της εταιρίας, υπόκεινται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο της ομόρρυθμης εταιρίας σε όλες τις υποχρεώσεις της εταιρίας (ΑΠ 893/2008 ΔΕΕ 2009. 57). Αντίθετα, σύμφωνα με το άρθρο 26 ΕΝ, η ευθύνη του ετερορρύθμου εταίρου περιορίζεται μέχρι το μερίδιο συμμετοχής του στην ετερόρρυθμη εταιρία. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι μόνο οι απεριόριστα ευθυνόμενοι ομόρρυθμοι εταίροι μπορούν να είναι, διαχειριστές της ετερόρρυθμης εταιρίας και όχι οι ετερόρρυθμοι εταίροι της ή τρίτα πρόσωπα. Τούτο ορίζεται ρητά με το άρθρο 27 ΕμπΝ για τον ετερόρρυθμο εταίρο, όμως ισχύει πολύ περισσότερο και για τους τρίτους. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 27 και 28 ΕΝ και του σκοπού αυτών προκύπτει ότι απαγορεύεται στον ετερόρρυθμο εταίρο η ενέργεια πράξεων διαχείρισης προς τα έξω, ήτοι προς τρίτους, με κύρωση, σε περίπτωση παράβασης της απαγόρευσης, την ευθύνη αυτού ως ομορρύθμου εταίρου. Αυτό συμβαίνει διότι, όταν ο ετερόρρυθμος εταίρος εμφανίζεται ως διαχειριζόμενος την εταιρία απέναντι στους τρίτους, δημιουργεί σ` αυτούς την εντύπωση ότι είναι ομόρρυθμος εταίρος και πρέπει να υποστεί τη συνέπεια της δημιουργίας αυτής της εντύπωσης. Ακόμη, κατά τα άρθρα 23 παρ. 2, 25, 28 ΕΝ, επί ετερόρρυθμης εταιρίας η εταιρική επωνυμία φέρει κατ` ανάγκην το όνομα ενός ή περισσοτέρων ομορρύθμων εταίρων (αλληλεγγύως ευθυνόμενων), ενώ το όνομα του ετερόρρυθμου εταίρου δεν μπορεί να περιλαμβάνεται στην εταιρική επωνυμία. Αν, όμως, παρά τη ρητή απαγόρευση του ως άνω άρθρου 25, περιληφθεί στην εταιρική επωνυμία το όνομα του ετερόρρυθμου εταίρου, ενόψει του σκοπού της απαγόρευσης, που συνίσταται στην αποτροπή του κινδύνου να εκληφθεί από τους συναλλασσόμενους με την εταιρία τρίτους ως απεριόριστα ευθυνόμενος, επέρχονται οι συνέπειες του παραπάνω άρθρου 28, το οποίο εφαρμόζεται αναλογικά, δηλαδή ο εταίρος αυτός, μολονότι ετερόρρυθμος, ευθύνεται ως ομόρρυθμος απεριόριστα και εις ολόκληρον για τα χρέη της εταιρίας. (ΕφΑθ 476/2014 ΔΕΕ 201, 233, ΕφΘεσ 1679/2011  ΕπισκΕΔ 2011, 1096)

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, η ένσταση, όπως και η αγωγή (άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένο αίτημα και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, άλλως απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Μάλιστα, η έλλειψη των ως άνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι ορισμένη η ένσταση εξόφλησης χρηματικής απαίτησης, που έχει ως βάση είτε περισσότερες της μιας καταβολές, είτε το συμψηφισμό περισσότερων της μιας ανταπαιτήσεων του ενιστάμενου κατά του ενάγοντος, πρέπει να διαλαμβάνει αναλυτικώς τα επιμέρους ποσά που απαρτίζουν το συνολικό ποσό που φέρεται καταβληθέν ή προταθέν σε συμψηφισμό (ΑΠ 1522/2011, ΑΠ 1163/2011, ΑΠ 960/2011, ΑΠ 178/2010 ΑΠ 1977/2009, ΑΠ 1927/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 361/2013 ΕΝΔ 2013.208, ΕφΑθ 721/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και ειδικώς, για να είναι ορισμένη η υποβαλλόμενη από τον εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζόμενου από τη σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού περί πληρωμής όλων των απαιτήσεων του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται, κατά τρόπο γενικό, το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στο μισθωτό για την παρεχόμενη εργασία του, εκτός αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά πρέπει να μνημονεύονται και τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελάχιστων ορίων αποδοχών. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, με το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας, που θα απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ` αυτών κρατήσεις (ΑΠ 178/2010, ΑΠ 1320/2008, ΕφΑθ 1826/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αντικείμενο της αξιώσεως, άρα και της δίκης για αποδοχές μισθωτού είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, όπως π.χ. Ι.Κ.Α., Ν.Α.Τ., (άρθρα 26 παρ. 5 α.ν. 1846/1951, 84 παρ. 1 και 8 ΠΔ 913/1978), φόρος μισθωτών υπηρεσιών κλπ, τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού. Επομένως, οι γενόμενες από τον εργοδότη σχετικές καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αντίστοιχα αποδοχών και δεν καθίσταται αόριστο το δικόγραφο της αγωγής, αν δεν καθορίζεται σ` αυτό, ότι οι καταβολές αυτές αφορούν καθαρά ή ακαθάριστα ποσά (ΑΠ 2126/2007 ΔΕΝ 2009.478). Εξάλλου, η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματα του. Σε κάθε δε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (η παραίτηση) έλαβε χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας είναι άκυρη  (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 1β, 8 παρ. 2 και 11 παρ. 2 του ν. 1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» προκύπτει ότι οι κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και Διαιτητικές Αποφάσεις περιέχουν τους όρους εργασίας που αφορούν τους εργαζομένους ομοειδών ή συναφών εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων πόλεως, περιφερείας, ή και όλης της χώρας. Ομοειδείς είναι οι επιχειρήσεις που έχουν το αυτό αντικείμενο δραστηριότητας και λειτουργούν υπό τις αυτές περίπου συνθήκες παραγωγής και διαθέσεως προϊόντων ή παροχής υπηρεσιών και συναφείς είναι οι επιχειρήσεις που έχουν παρεμφερές αντικείμενο δραστηριότητας και λειτουργούν υπό παρόμοιες συνθήκες. Οι κλαδικές Σ.Σ.Ε. ρυθμίζουν τους όρους εργασίας των εργαζομένων σε ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις ανεξαρτήτως από την ειδικότητα των εργαζομένων και συνάπτονται από συνδικαλιστικές οργανώσεις που εκπροσωπούν τους εργαζομένους των επιχειρήσεων αυτών, ενώ οι ομοιοεπαγγελματικές Σ.Σ.Ε. και Δ.Α. ρυθμίζουν τους όρους εργασίας εργαζομένων του αυτού επαγγέλματος, ανεξαρτήτως από το είδος της επιχειρήσεως στις οποίες απασχολούνται. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ειδικά για τις κλαδικές Σ.Σ.Ε. και τις Δ.Α. ότι ο κλάδος των επιχειρήσεων που αφορούν μπορεί να είναι ευρύτερος ή στενότερος, αρκεί να περιλαμβάνει επιχειρήσεις που εξ απόψεως οικονομικής δραστηριότητας έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά, ήτοι είναι ομοειδείς ή συναφείς υπό την έννοια που αναφέρθηκε. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 1876/1990, που ορίζει ότι οι υπόλοιπες (πλην των εθνικών γενικών) συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεσμεύουν τους εργαζόμενους που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, τον εργοδότη που συνάπτει συλλογική σύμβαση εργασίας ατομικά και τους εργοδότες που συνάπτουν συλλογική σύμβαση εργασίας με κοινό εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο ή εκπροσώπους, σε συνδυασμό και προς το άρθρο 11 παρ. 2 του ίδιου νόμου, που ορίζει ότι με απόφαση του, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, ο Υπουργός Εργασίας μπορεί να επεκτείνει και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική για όλους τους εργαζομένους του κλάδου ή επαγγέλματος συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος, προκύπτει ότι η Σ.Σ.Ε. ισχύει μόνον έναντι των μελών των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την είχαν συνάψει. Αν η Σ.Σ.Ε. επεκτάθηκε με απόφαση του Υπουργού Εργασίας , η ισχύς της, με βάση την διοικητική αυτή κανονιστική πράξη, επεκτείνεται και πέρα από τα πρόσωπα αυτά, πάντως όμως μέσα στα όρια της τοπικής της ισχύος, στους εργαζομένους και εργοδότες του κλάδου ή του επαγγέλματος που η σύμβαση αυτή αφορά, οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψη της (ΟλΑΠ 540/1981). Τέλος, σε περίπτωση συρροής Σ.Σ.Ε., το προβάδισμα ρυθμίζεται από το άρθρο 10 του ν. 1876/1990, σύμφωνα με το οποίο η κλαδική (ή επιχειρησιακή) Σ.Σ.Ε. υπερισχύει της ομοιεπαγγελματικής (τοπικής ή εθνικής), ενώ, όταν οι συρρέουσες Σ.Σ.Ε. είναι όλες κλαδικές, εφαρμόζεται η ευνοϊκότερη για τον εργαζόμενο, η δε σύγκριση γίνεται κατά ενότητες, ήτοι: α) κατά ενότητα αποδοχών και β) κατά τα λοιπά θέματα. Ειδικότερα, η από 30-4-2009 Σ.Σ.Ε. «για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες Ν. Πειραιά – Αττικής και Νήσων, καθώς και των εργαζομένων σε επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν υπεργολαβίες στα Ναυπηγεία Ελευσίνας – Σκαραμαγκά», που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την υπ’ αριθμ.19738/1575/11.6.2009 (ΦΕΚ Β 1208/19.6.2009)  Υπουργική Απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και καταρτίστηκε μεταξύ του Συνδικάτου Εργτ/λων Μετάλλου Ν. Πειραιά – Νήσων και της Ένωσης Ναυπηγοεπισκευαστών Πειραιά, είναι κλαδική και όχι ομοιοεπαγγελματική. Αυτό προκύπτει από το κείμενο της, το οποίο ιδίως στην αρχή αναφέρεται στους Εργατοτεχνίτες και Υπαλλήλους που απασχολούνται σε Μεταλλουργικές Επιχειρήσεις της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης ή σε εργοστάσια και μαγαζιά των επιχειρήσεων αυτών που βρίσκονται στην περιφέρεια του Νομού Πειραιά και εκτελούνται σε αυτά ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες, ανεξάρτητα από το αν η έδρα τους είναι εντός ή εκτός της Περιφέρειας Πειραιά, δηλαδή καλύπτει όλες τις επιχειρήσεις της ως άνω περιοχής, που έχουν ως επιχειρησιακό αντικείμενο τις μεταλλουργικές ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες, ανεξαρτήτως από τις ειδικότερες υπηρεσίες που παρέχει η κάθε μία, διότι όλες έχουν παρεμφερές αντικείμενο δραστηριότητας (ΑΠ 443/1999). Η ανωτέρω Σ.Σ.Ε. καλύπτει όλους τους εργαζομένους στις ως άνω επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως της ειδικότητας του καθενός. Η μνεία άλλωστε που γίνεται στο κείμενο της μεγάλου αριθμού ειδικοτήτων των απασχολουμένων στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη, προδήλως δεν είναι περιοριστική αλλά ενδεικτική (ΑΠ 281/2002 ΕλλΔνη 44. 172). Εξάλλου, η εν λόγω συλλογική σύμβαση εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων, που απασχολούνται σε μεταλλουργικές επιχειρήσεις της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης Πειραιώς, αναφέρεται στις ως άνω επιχειρήσεις ως σύνολα εννόμων σχέσεων και πραγματικών καταστάσεων, που αποτελούν οργανωμένες ενότητες περί το πρόσωπο του φορέα τους και τείνουν στην επίτευξη κερδοσκοπικού σκοπού ή σε αυτοτελείς μεταλλουργικές εκμεταλλεύσεις της όλης επιχειρήσεως, δηλαδή σε αυτοτελώς οργανωμένα σύνολα μέσων, πρόσφορων προς επίτευξη ορισμένου επιμέρους (μεταλλουργικού) αποτελέσματος, εντασσομένου στο γενικότερο οικονομικό (κερδοσκοπικό) σκοπό της όλης επιχειρήσεως, τον οποίο και εξυπηρετούν (ΟλΑΠ 2/2002 ΕλλΔνη 43. 680). Για την εφαρμογή της επίμαχης συλλογικής σύμβασης εργασίας οι μεταλλουργικές με την ανωτέρω έννοια επιχειρήσεις, θα πρέπει επιπλέον να αναλαμβάνουν κατά κύριο και σύνηθες επάγγελμα, εργασίες σε έναν ή περισσότερους από τους τομείς της ναυπήγησης, μετατροπής, επισκευής ή συντήρησης πλοίων (άρθρο 2 του ν. 2642/1998), τις οποίες θα εκτελούν είτε στις εγκαταστάσεις τους (όταν εδρεύουν στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη), είτε στη χωροθετημένη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη, είτε (σε ειδικές και έκτακτες περιπτώσεις) επί του πλοίου (αγκυροβολημένου) ή εν πλω (άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 2642/1998), είτε, όπως ρητά διευκρινίζεται, ως υπεργολάβοι, στα ναυπηγεία Ελευσίνας – Σκαραμαγκά.

Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 της Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου, με αριθμό 6/28-02-2012 «Ρύθμιση θεμάτων για την εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 1 του 4046/2012» (Φ.Ε.Κ. Τεύχος Α` 38/28-02-2012): «1. Οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας συνάπτονται εφεξής για ορισμένο χρόνο ισχύος, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα (1) έτος και δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία (3) έτη. 2. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που βρίσκονται σε ισχύ, ήδη 24 μήνες μέχρι την 14-2-2012 ή και περισσότερο, λήγουν στις 14-2-2013. 3. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που την 14-2-2012 βρίσκονταν σε ισχύ για χρονικό διάστημα μικρότερο των 24 μηνών, λήγουν με τη συμπλήρωση τριών (3) ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους, εκτός και αν καταγγελθούν νωρίτερα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 του ν. 1876/1990 (Α` 27). 4. Οι κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που θα λήξει ή θα καταγγελθεί, εξακολουθούν να ισχύουν επί ένα τρίμηνο από τη λήξη ή την καταγγελία τους. Κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης που έχει ήδη λήξει ή καταγγελθεί ισχύουν για ένα τρίμηνο από την ισχύ του ν. 4046/2012. Με την πάροδο του τριμήνου και εφόσον εν τω μεταξύ δεν έχει συναφθεί νέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, εξακολουθούν να ισχύουν από τους κανονιστικούς αυτούς όρους αποκλειστικώς οι όροι εκείνοι που αφορούν α) τον βασικό μισθό ή το βασικό ημερομίσθιο και β) τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας, εφόσον τα επιδόματα αυτά προβλέπονταν στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που έληξαν ή καταγγέλθηκαν, ενώ παύει αμέσως να ισχύει κάθε άλλο προβλεπόμενο σε αυτές επίδομα. Η προσαρμογή των συμβάσεων στις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου γίνεται χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων. Οι όροι του τρίτου εδαφίου που διατηρούνται, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ότου αντικατασταθούν από εκείνους της νέας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ή της νέας ή της τροποποιημένης ατομικής σύμβασης. 5. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 4 και 5 του άρθρου 9 του ν, 1876/1990 (Α` 27) παύουν να ισχύουν. 6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν και για τις Διαιτητικές Αποφάσεις».

  1. IV. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, την υπ’αριθμ…../6-10-2014 ένορκη βεβαίωση του ………. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, και την υπ’αριθμ…../6-10-2014 ένορκη βεβαίωση της ………, ενώπιον του αναπληρωτή διευθυντή του Προξενικού Γραφείου της Πρεσβείας της Ελλάδος στην Χάγη Ολλανδίας, που λήφθηκαν επιμελεία των εναγομένων – εκκαλούντων, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρον 671 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κλήτευσης του αντιδίκου (υπ’αριθμ……./2-10-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικειο Αθηνών ……….), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εξαρτημένης εργασίας αορίστου και ορισμένου χρόνου αντίστοιχα, που καταρτίστηκαν στην Αθήνα, μεταξύ αφενός της εναγομένης εταιρείας με αντικείμενο εργασιών υπηρεσίες καθαρισμού, χρωματισμού, επισκευής και συντήρησης πλοίων, σκαφών αναψυχής, λέμβων και μηχανών θαλάσσης εντός και εκτός Ελλάδος, αρχικά υπό την νομική μορφή της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «……….», νομίμως εκπροσωπούμενης από τον δεύτερο εναγόμενο ……….., με την ιδιότητα του εκπροσώπου της ολλανδικής εταιρείας, ομορρύθμου μέλους της, «………..» και ακολούθως, κατόπιν μετατροπής της με το από 14.6.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό, που δημοσιεύθηκε και καταχωρήθηκε νομότυπα στο Γ.Ε.ΜΗ., υπό την μορφή της ετερόρρυθμης με την επωνυμία «………….», νομίμως εκπροσωπούμενης ομοίως από τον δεύτερο εναγόμενο, που ορίστηκε μοναδικός διαχειριστής της με την ιδιότητα του ομορρύθμου εταίρου, ως αναφέρεται ρητά στο καταστατικό της και αφετέρου του ενάγοντος …………., αυτός προσλήφθηκε, ως εργατοτεχνίτης μετάλλου, για να παρέχει τις υπηρεσίες του σ’αυτήν εντός και εκτός ελλαδικού χώρου και απασχολήθηκε κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.12.2010 έως 15.2.2011, 21.3.2011 έως 4.7.2011, 31.10.2011 έως 31.1.2012, 1.2.2012 έως 30.4.2012, 2.5.2012 έως 3.6.2012, 9.7.2012 έως 30.8.2012, 25.1.2013 έως 24.4.2013, 25.4.2013 έως 30.9.2013 και από 1.10.2013 μέχρι 20.12.2013, που λύθηκε η εργασιακή του σύμβαση με καταγγελία εκ μέρους της εργοδότριας εναγομένης εταιρείας. Οι εναγόμενοι προέβαλαν πρωτοδίκως και επαναφέρουν με λόγο έφεσης, την έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του δευτέρου εναγομένου ισχυριζόμενοι ότι ομόρρυθμος εταίρος της εναγομένης ετερόρρυθμης εταιρείας είναι η εταιρεία «…. ………..» και όχι ο εναγόμενος, πλην όμως, όπως αποδεικνύεται, αυτός συμβλήθηκε στις επίδικες συμβάσεις στο όνομα και για λογαριασμό της εργοδότριας εναγομένης εταιρείας, αφενός, ως εκπρόσωπος της, ενόσω αυτή τελούσε υπό την μορφή ομορρύθμου εταιρείας, με την ιδιότητα του εκπροσώπου της εκ των ομορρύθμων εταίρων της, ως άνω, ολλανδικής εταιρείας και αφετέρου, κατόπιν μετατροπής της σε ετερρόρυθμη εταιρεία, με ομόρρυθμο εταίρο πάλι την ίδια ανωτέρω ολλανδική εταιρεία και ετερρόρυθμο εταίρο τον ……….., ως οριζόμενος μοναδικός διαχειριστής της με την ιδιότητα του ομορρύθμου εταίρου, όπως ρητά μνημονεύεται στο τροποποιημένο καταστατικό της. Παρέπεται λοιπόν ότι ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την εναγομένη εκπροσωπούμενη απ’αυτόν εργοδότρια εταιρεία με την ιδιότητα του ομορρύθμου εταίρου και τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι αυτή απορρέει από την συμμετοχή του και εκπροσώπηση της ομορρύθμου εταίρου της εταιρείας, καθόσον αυτός ευθύνεται προσωπικά απεριόριστα μαζί με την τελευταία για τις υποχρεώσεις της και σ’αυτό αποσκοπούσαν οι εταίροι τόσο κατά την σύσταση και όσο και την τροποποίηση της εναγομένης καθιστώντας την εν λόγω ολλανδική εταιρεία του δευτέρου εναγομένου ομόρρυθμο εταίρο της και ορίζοντας αυτόν προσωπικά, ως εκπρόσωπο και διαχειριστή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την ένσταση ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε, κατ’αποτέλεσμα, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε στην εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εκκαλούντων, που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης τους, ως αβασίμων.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το ημερομίσθιο του ενάγοντος καθορίστηκε με την πρώτη σύμβαση σε 45 ευρώ και με τις λοιπές, πλην της τελευταίας, σε 50 ευρώ, στο οποίο συμφωνήθηκε σε όλες τις συμβάσεις ρητά (όροι 7 και 8) ότι περιλαμβάνονταν οι υπό των οικείων συλλογικών συμβάσεων της ειδικότητας του καθοριζόμενες αποδοχές, μετά των πάσης φύσης επιδομάτων, πλέον της προβλεπομένης αποζημίωσης για τις μετακινήσεις του εκτός έδρας, ενώ με την τελευταία από 1.10.2013 μεταξύ τους σύμβαση εργασίας το συμφωνημένο ημερομίσθιο προσδιορίστηκε σε 40 ευρώ περιλαμβανομένων των κάθε μορφής επιδομάτων και παροχών, πλέον της δικαιουμένης αμοιβής τυχόν υπερωριακής εργασίας, πρόσθετης εργασίας, υπερεργασίας και εκτός έδρας εργασίας και αποδοχών αδείας, διευκρινίστηκε δε με τον όρο 10 στοιχ.γ΄ αυτής, ότι οι ελάχιστοι όροι αμοιβής και εργασίας καθορίζονται από την εκάστοτε εφαρμοστέα συλλογική και εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας. Κατά την σύναψη της πρώτης από 2.12.2010 σύμβασης εργασίας  του ενάγοντος με την εναγομένη τότε ομόρρυθμη εταιρεία, ίσχυε η από 30.4.2009 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Εργατοτεχνιτών και Υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες Ν.Πειραιά-Αττικής και Νήσων, καθώς και των εργαζομένων σε Επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν υπεργολαβίες στα Ναυπηγεία Ελευσίνας- Σκαραμαγκά, ανεξάρτητα εάν η έδρα τους είναι εντός ή εκτός της περιφέρειας Πειραιά, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ.20/4.5.2009 πράξη του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και κηρύχθηκε υποχρεωτική με την υπ’αριθμ.19738/1575/11.6.2009 υπουργική απόφαση , η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 1208/19.6.2009), οπότε τυγχάνει εφαρμογής επί της εργασιακής σχέσης των διαδίκων, κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα απασχόλησης του ενάγοντος, δεδομένου ότι αυτός προσλήφθηκε με την ειδικότητα του εργατοτεχνίτη μετάλλου για να παρέχει τις υπηρεσίες του στην εδρεύουσα στην Αθήνα εναγομένη εταιρεία, που διενεργεί, κατ’επάγγελμα με σκοπό το κέρδος, μεταξύ άλλων, επισκευαστικές εργασίες και συντήρησης πλοίων, σκαφών, λέμβων και μηχανών θαλάσσης, διαθέτοντας το κατάλληλο προσωπικό, σύμφωνα με το αντικείμενο δραστηριότητας της, κατά το καταστατικό της και για τον σκοπό αυτό δύναται να ιδρύει ή να μισθώνει εργαστήρια ή υποκαταστήματα εντός ή εκτός Ελλάδος, σύμφωνα δε με τις διατάξεις της ανωτέρω ΣΣΕ, αυτή εφαρμόζεται σε μισθωτούς που εργάζονται σε ναυπηγοεπισκευαστικές επιχειρήσεις, που εδρεύουν και εκτός περιφέρειας Πειραιά, ανεξαρτήτως αν παρέχουν υπηρεσίες μέσα στην ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη ή εκτός αυτής στο εξωτερικό, εν πλω ή σε λιμένα ή αν προσλήφθηκαν για επισκευές εκτός Ελλάδος, ο δε ενάγων προσλήφθηκε να παρέχει τις υπηρεσίες του προς την εναγομένη εργοδότρια εταιρεία τόσο στις εγκαταστάσεις της έδρας της, όσο και στα οπουδήποτε εντός και εκτός  ελληνικής επικράτειας κείμενα υποκαταστήματα, εργοτάξια και λοιπούς τόπους δραστηριότητας της. Ενόψει τούτων, επί των ένδικων εργασιακών συμβάσεων εφαρμόζονται οι διατάξεις της εν λόγω ΣΣΕ για τους όρους εργασίας και αμοιβής του ενάγοντος, που δεσμεύουν την εναγομένη εργοδότρια εταιρεία, ο δε ισχυρισμός των εναγομένων, που προβλήθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις τους και επαναλαμβάνεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσης τους, ότι η πρώτη εναγομένη εταιρεία δεν αποτελεί μεταλλουργική επιχείρηση, ούτε διενεργεί μεταλλουργικές εργασίες και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στην ισχύ της εν λόγω ΣΣΕ, κρίνεται απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, οι ρυθμίσεις της ανωτέρω ΣΣΕ, μετά τη λήξη της ισχύος της και εντεύθεν την πάροδο του τριμήνου ισχύος των κανονιστικών της όρων στις 14.5.2013 (άρθρο 2 παρ.2 και 4 της ΠΥΣ 6/28.2.2012) – και όχι στις 14.5.2012, ως αβασίμως υπολαμβάνουν οι εναγόμενοι με τον συναφή λόγο της έφεσης τους, αφού δεν είχε ήδη καταγγελθεί πριν την έναρξη ισχύος του ν.4046/2012 (14.2.2012) – καθόσον δεν συνήφθη νέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, αποτελούν συμβατικούς όρους των ατομικών συμβάσεων του ενάγοντος εργαζομένου, όπως αποδεικνύεται από την επισκόπηση του περιεχομένου των επίδικων εργασιακών συμβάσεων, που προσκομίζονται μετ’επικλήσεως από τους εναγομένους και ειδικότερα τους συμφωνηθέντες, ως άνω, όρους περί του οριζομένου ημερομισθίου περιλαμβανομένων των πάσης φύσεως αποδοχών και των επιδομάτων, που προβλέπονταν από την οικεία ΣΣΕ και τούτο δεν αναιρείται από το περιεχόμενο της από 1.10.2013 τελευταίας σύμβασης, ως αβασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι-εκκαλούντες, εφόσον δεν καταργείται καμία παροχή ούτε επίδομα, που εισέπραττε ο ενάγων, αλλά ομοίως διαλαμβάνεται ότι στην οριζομένη αμοιβή περιέχεται και καταλογίζεται οποιασδήποτε μορφής ή φύσεως επιδόματα και παροχές δικαιούται, ακόμα και μελλοντικά, επιπλέον δε αποδοχές αδείας και αποζημίωση για εργασία πέραν του νομίμου ωραρίου κατά Κυριακή, εξαιρετέα ημέρα, αργία, 6η ημέρα της εβδομάδας, νύκτα, πρόσθετη εργασία, υπερεργασία και εκτός έδρας εργασία. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι στην κρινόμενη περίπτωση είναι εφαρμοστέα η εν λόγω ΣΣΕ του έτους 2009 και ότι μεταξύ των διαδίκων δεν υπήρξε μεταβολή των όρων της, μετά δε την λήξη της ισχύος αυτής και του τριμήνου μετενέργειας των όρων της, αυτοί εξακολουθούν να ισχύουν ως όροι των μεταξύ τους συμβάσεων εργασίας και ακολούθως επιδίκασε και για το χρονικό διάστημα μετά τις 14.5.2012 οφειλόμενα ποσά για 6ο πλασματικό ημερομίσθιο, εργασία εκτός έδρας, εργασία κατά τα Σάββατα και υπερωρίες, κατά τους υπολογισμούς και τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν πλήττονται ειδικότερα, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις απορριπτομένου του δεύτερου λόγου της ένδικης έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Περαιτέρω, οι εναγόμενοι με την έφεση τους, επαναφέρουν την και πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση, κατ’ορθό νομικό χαρακτηρισμό, περί εξόφλησης των αγωγικών αξιώσεων του ενάγοντος, λόγω καταβολών και όχι συμψηφισμού των καταβληθέντων ποσών, όπως αβασίμως την χαρακτηρίζουν, ισχυριζόμενοι ότι έχουν καταβάλει στον ενάγοντα τα αναφερόμενα κατ’έτος ποσά παραπέμποντας στην υπ’αριθμ……/2014 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος τους ……… και τις ενσωματωμένες σ’αυτήν ετήσιες καρτέλες του εργαζομένου με τις αποδοχές που του αναλογούσαν κάθε μήνα χωρίς την εφαρμογή της οικείας ΣΣΕ, τις οποίες ενσωματώνουν για πρώτη φορά στο δικόγραφο της έφεσης και παραθέτοντας τις αντίστοιχες ημερομηνίες με τις επιμέρους καταβολές στον τραπεζικό του λογαριασμό, χωρίς όμως αναφορά της αιτίας που αντιστοιχούσαν. Ενόψει τούτων, η προβαλλομένη από τους εναγομένους  εκτιμωμένη κατά το δοκούν ένσταση εξόφλησης, ολική ή μερική, δεν περιλαμβάνει σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, αφού αναφέρεται το συνολικώς καταβληθέν ποσό ανά έτος και οι μερικότερες τμηματικές καταβολές, χωρίς να προσδιορίζονται τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για έκαστη αιτία ξεχωριστά για καθεμία από τις περισσότερες αγωγικές αξιώσεις, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της βασιμότητας της και ο καταλογισμός των επικαλούμενων καταβληθέντων ποσών στις ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτά αφορούν και μη επίδικες αιτίες, όπως υπερεργασία, δώρο Χριστουγέννων κ.αλ., σε συνδυασμό και με την αναντιστοιχία των δικαιουμένων, κατά τους ισχυρισμούς των εναγομένων, αποδοχών, όπως αποτυπώνονται στις σχετικές καρτέλες του ενάγοντος εργαζομένου, που τηρούσε η εργοδότρια εναγομένη και των επικαλούμενων τραπεζικών καταθέσεων, που υπολείπονται όχι μόνο των αναγραφομένων στις καρτέλες μισθοδοσίας ακαθάριστων ποσών αλλά και των καθαρών, ούτως ώστε να μην καθίσταται δυνατό υπό τα εκτιθέμενα, ακόμη και αν το Δικαστήριο προβεί στον ενδελεχή μαθηματικό υπολογισμό των ανά αιτία καταβλητέων, σύμφωνα μ’αυτές, ποσών, τον οποίο παρέλειψαν να ενεργήσουν οι εναγόμενοι, αν και υποχρεούνταν για το ορισμένο της ένστασης τους, να προκύψει με βεβαιότητα, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, το οφειλόμενο για τις ένδικες αιτίες υπόλοιπο, εφόσον συνάμα δεν εξειδικεύεται η αιτία κάθε επικαλούμενης πληρωμής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την προβαλλόμενη ένσταση, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση της στις διατάξεις περί συμψηφισμού εκατέρωθεν απαιτήσεων, ως μη νόμιμη και εκτιμώντας την, ως ένσταση εξόφλησης, ένεκα αοριστίας, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και συνεπώς, ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της κρινόμενης έφεσης, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα απασχόλησης του εργαζόταν επί έξι ημέρες την εβδομάδα, από Δευτέρα έως Παρασκευή επί 10 ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο και το Σάββατο επί επτά ώρες και συνολικά απασχολήθηκε 590 ημέρες και συγκεκριμένα από 1.12.2010 έως 15.2.2011, 52 ημέρες, από 21.3.2011 έως 4.7.2011, 66 ημέρες, από 31.10.2011 έως 31.1.2012, 88 ημέρες, από 1.2.2012 έως 30.4.2012, 64 ημέρες, από 2.5.2012 έως 3.6.2012, 25 ημέρες, από 9.7.2012 έως 30.8.2012, 40 ημέρες, από 25.1.2013 έως 30.9.2013, 196 ημέρες και από 1.10.2013 μέχρι 20.12.2013, 59 ημέρες. Επομένως, ο ισχυρισμός των εναγομένων, που προτάθηκε πρωτόδικα και επαναφέρεται με τον τέταρτο λόγο έφεσης τους, ότι ο ενάγων απασχολήθηκε συνολικά 492 ημέρες, επικαλούμενοι την ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος τους ……… και τις καρτέλες/παρουσιολόγια, που επισυνάπτονται σ’αυτήν αναφορικά με τις ημέρες και τις ώρες απασχόλησης του ενάγοντος ημερησίως και εβδομαδιαίως, κρίνεται απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον από την ένορκη αυτή βεβαίωση και την επισκόπηση των καταγεγραμμένων στις καρτέλες, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύονται τα ανωτέρω και συνεπώς, δεν έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου του κρινόμενου εφετειακού λόγου κατ’ουσίαν. Τέλος, ο πέμπτος λόγος της έφεσης περί εσφαλμένης επιβολής των δικαστικών εξόδων, συνεπεία εσφαλμένης παραδοχής της αγωγής, κρίνεται απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

  1. V. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί αυτή στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τέλος, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους, το σύνολο των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος του (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ.1418/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

 Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Επιβάλλει στους εκκαλούντες τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις 19 Μαρτίου 2018.

 

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ