Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 192/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙKΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:     192/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη, Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 446/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε την 17/3/2015 (βλ. σχετική επισημείωση του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …………. στο αντίγραφο της απόφασης που προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών) και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), ενώ καταβλήθηκαν και τα νόμιμα παράβολα με αριθμούς ………. συνολικού ποσού 200 ευρώ, τα οποία επισυνάπτονται στην από 7/4/2015 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Οι ενάγοντες στην από 24/2/2010 αγωγή τους ισχυρίστηκαν ότι είναι οι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της μητέρας τους ……., η οποία απεβίωσε την 4/6/2009, ότι κατόπιν αίτησης του εναγόμενου, ανιψιού της αποβιώσασας, δημοσιεύθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με το υπ’ αριθμ. 4445/24.7.2009 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης η φερόμενη ως ιδιόγραφη διαθήκη της μητέρας τους, με ημερομηνία 15/4/2009, ότι με τη διαθήκη αυτή η μητέρα τους φέρεται να καταλείπει όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία της στον εναγόμενο και ότι η διαθήκη αυτή είναι πλαστή διότι δεν γράφηκε, χρονολογήθηκε και υπογράφηκε από τη μητέρα τους αλλά από τον εναγόμενο κατά απομίμηση της γραφής και της υπογραφής της. Ζητούσαν, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον, να αναγνωριστεί η ακυρότητα και η πλαστότητα της διαθήκης αυτής και επικουρικά, αν ήθελε κριθεί ότι η διαθήκη είναι γνήσια, να ακυρωθεί αυτή κατά το μέρος που προσβάλει τη νόμιμη μοίρα τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προβαλλόμενη απόφαση του δέχθηκε την αγωγή κατά την κύρια βάση της και αναγνώρισε την ακυρότητα και την πλαστότητα της διαθήκης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών με την υπό κρίση έφεσή του, για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει η έφεσή του δεκτή ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1718, 1721 παρ. 1 εδάφ. α΄ και 180 του ΑΚ συνάγεται ότι η ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία δεν έχει γραφεί ολόκληρη, χρονολογηθεί και υπογραφεί με το χέρι του διαθέτη, αλλά με το χέρι άλλου προσώπου, είναι άκυρη. Δηλαδή, ο νόμος απαίτησε την καθ’ ολοκληρίαν γραφή της ιδιόγραφης διαθήκης από το χέρι του ίδιου του διαθέτη προς διασφάλιση της γνησιότητας και του περιεχομένου της τελευταίας βούλησης του διαθέτη, μη επιτρέποντας την επέμβαση ξένης χειρός σε αυτήν, και, εφόσον δεν διακρίνει, απαιτείται να είναι ιδιοχείρως γραμμένη ολόκληρη η διαθήκη απ’ αρχής μέχρι τέλους, το οποίο επισημαίνεται με την επίσης ιδιοχείρως γραμμένη υπογραφή του διαθέτη (ΑΠ 616/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 273/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 103/2013 ΝΟΜΟΣ). Την ακυρότητα αυτής μπορεί να προτείνει καθένας που έχει έννομο συμφέρον, το οποίο πρέπει να είναι άμεσο. Τέτοιο άμεσο έννομο συμφέρον έχουν και οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, στους οποίους, λόγω της ακυρότητας της διαθήκης, περιέρχεται ολόκληρη η κληρονομιά του (ΑΠ 725/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 579/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο επικαλούμενος τη διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει τη γνησιότητα της υπογραφής σε αυτή, αλλά πρέπει ν’ αποδείξει ότι και όλο το περιεχόμενο γράφτηκε ιδιοχείρως από το διαθέτη. Η κήρυξη ως κυρίας της ιδιόγραφης διαθήκης δεν παράγει τεκμήριο γνησιότητας υπέρ εκείνου που την επικαλείται. Τότε μόνο αποτελεί τεκμήριο, μέχρις ανταποδείξεως, όταν από τη δημοσίευση της διαθήκης παρήλθε πενταετία, χωρίς στο μεταξύ ν’ αμφισβητηθεί η γνησιότητα της διαθήκης σε δίκη μεταξύ κάποιου που αντλεί δικαιώματα απ` αυτή και κάποιου από τους βλαπτόμενους (άρθρο 1777 του ΑΚ). Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής για ακυρότητα της διαθήκης, λόγω της μη ιδιόχειρης γραφής και υπογραφής αυτής, όπου αρκεί μόνο η με την αγωγή αντιτασσόμενη γενική άρνηση του ενάγοντος κατά του προβαλλόμενου, από τη διαθήκη, δικαιώματος του εναγομένου. Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτή δεν είναι υποχρεωμένος ο ενάγων ν’ αποδείξει την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν το δικαίωμα του εναγομένου, αλλά ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος ν’ αποδείξει την αλήθεια των περιστατικών αυτών, δηλαδή την ιδιόχειρη, από το διαθέτη, γραφή και υπογραφή της διαθήκης (ΑΠ 707/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1912/2014 ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ……., κάτοικος εν ζωή Κερατσινίου Αττικής, απεβίωσε στη Λαμία την 4/6/2009. Κατά το χρόνο του θανάτου της μοναδικοί πλησιέστεροι συγγενείς της ήταν οι ενάγοντες, τέκνα της, που απέκτησε από το γάμο της με τον . …., ο οποίος λύθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμ. 69/1975 αμετάκλητης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας. Έκτοτε η ανωτέρω τέλεσε δυο ακόμα γάμους, χωρίς να αποκτήσει τέκνα. Όσο ήταν εν ζωή η ανωτέρω αποβιώσασα είχε αποκτήσει τη συγκυριότητα ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του προαποβιώσαντος συζύγου της, ……. α) κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου του υπ’ αριθμ. Κ-3 καταστήματος του ισογείου εμβαδού 40,47 τ.μ. με πατάρι και της ανήκουσας σε αυτό με στοιχεία ΥΠ-3 κάτω από το ημιυπόγειο υπάρχουσας αποθήκης εμβαδού 33,32 τ.μ., τα οποία βρίσκονται σε οικοδομή ευρισκόμενη στην Αθήνα, στην οδό ……… (πίσω από το ……….), β) κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου μιας οικίας με το οικόπεδό της συνολικής έκτασης 423 τ.μ., η οποία βρίσκεται στο Δήμο Ελληνικού και στην συμβολή των οδών ………. και γ) κατά ποσοστό 7,29% εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, ευρισκόμενου στην Καστοριά εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλης …… στο υπ’ αριθμ. … οικοδομικό τετράγωνο επί της οδού ………. Κατόπιν σχετικής αίτησης του εναγόμενου, ο οποίος είναι ανηψιός της αποβιώσασας, υιός της αδελφής της, δημοσιεύθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με τα υπ’ αριθμ. 4445/24.7.2009 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και καταχωρήθηκε στα σχετικά βιβλία στον τόμο …. με αριθμό ….., ιδιόγραφη διαθήκη της αποβιώσασας με ημερομηνία 4/6/2009, η οποία κηρύχθηκε κυρία με την υπ’ αριθμ. 1789/24.7.2009 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Κατά τη συνεδρίαση εκείνη εξετάστηκε ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου η πεθερά του εναγόμενου, ……….., η οποία κατέθεσε ενόρκως ότι γνωρίζει τη γραφή και υπογραφή της διαθέτιδας και βεβαίωσε τη γνησιότητα τους στη διαθήκη. Στην ιδιόχειρη αυτή διαθήκη αναγράφονται επί λέξει τα ακόλουθα: «Ιδιώχειρη Διαθήκη Σήμερα την δεκαπέντε Απριλιου δυο χιλιάδες εννέα στο σπίτι μου που βρίσκετε στό Κερατσίνη Αττικής ……. Εγω η ………. αποφάσησα την σήνταξει της διαθήκης μου καθώς είμαι απόλυτα υγειείς και χωρίς κανένα πρόβλημα. Η επυθημία μου είναι η εξείς. Όλοι την κυνιτή και ακύνιτη περιουσία μου αφήνω μετά το θανατό μου στον ανηψιό μου ………. κάτικος Κερατσίνιου Αττικης οδος … … διοτι ήταν συνεχια κοντά μου καί μου συμπαραστάθικε πολλύ Η Διαθέτρια (υπογραφή) ……..». Όταν οι ενάγοντες πληροφορήθηκαν την ύπαρξη της ανωτέρω διαθήκης, υποψιασμένοι ότι πρόκειται για πλαστή ανέθεσαν μέσω του πληρεξούσιου δικηγόρου τους τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης στον δικαστικό γραφολόγο ………, με σκοπό να διακριβωθεί αν αυτή γράφηκε, χρονολογήθηκε και υπογράφηκε από την μητέρα τους ή από άλλο πρόσωπο. Για τη σύγκριση με τη γραφή και τα υπογραφή της υπό έλεγχο διαθήκης τέθηκαν υπόψη του γραφολόγου τα ακόλουθα έγγραφα, τα οποία φέρουν αναμφισβήτητα γνήσιες υπογραφές της ……… και συγκεκριμένα φωτοτυπία του υπ’ αριθμ. …../2008 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιά …….., το οποίο φέρει επτά υπογραφές (γραμματικού τύπου) της …… και φωτοτυπία του υπ’ αριθμ. …../1995 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., το οποίο φέρει έξι υπογραφές (γραμματικού τύπου) της ίδιας. Μετά την εξέταση της εν λόγω ιδιόγραφης διαθήκης ο ανωτέρω γραφολόγος συνέταξε την από 22/1/2010 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης, στην οποία, αφού επισημαίνει ότι η υπό έλεγχο διαθήκη εξετάστηκε στο πρωτότυπο, δηλαδή σε φυσική κατάσταση, χρησιμοποιώντας και τα κατάλληλα επιστημονικά όργανα και τεχνικά μέσα (στεροσκοπικό μικροσκόπιο, μεγεθυντικοί φακοί, κατάλληλοι φωτισμοί κλπ), ότι οι δειγματικές (γνήσιες) υπογραφές της …….. που του παραδόθηκαν ήταν ποσοτικά αρκετές και ποιοτικά – σε ικανοποιητικό βαθμό – κατάλληλες και πρόσφορες για τη γραφολογική έρευνα και ότι, αν και δεν του παραδόθηκε δειγματική (γνήσια) γραφή της …….., η εξέταση της γραφής του κειμένου της διαθήκης ήταν δυνατόν να γίνει αυτοτελώς αλλά και σε σύγκριση με τις γνήσιες υπογραφές της που είναι περιγραφικού τύπου και περιέχουν ευδιάκριτα όλα τα γράμματα του επωνύμου με το αρχικό του ονόματος, προέβη στις ακόλουθες διαπιστώσεις: α) Οι γνήσιες υπογραφές είναι περιγραφικού τύπου με διακρινόμενα όλα τα γράμματα του επωνύμου και το αρχικό του ονόματος ως «………», ενώ η υπογραφή στη διαθήκη διαφέρει στο ρυθμό και την ταχύτητα χάραξης, στην κλίση των αξόνων των γραμμάτων, στις συνδέσεις γραμμάτων και στη δομή και τρόπο σχηματισμού αυτών, β) οι γνήσιες υπογραφές ολοκληρώνονται σε έξη και οκτώ γραφικούς χρόνους, ενώ η ελεγχομένη υπογραφή ολοκληρώνεται σε εννέα γραφικούς τόνους, γ) οι γνήσιες υπογραφές χαρακτηρίζονται από την καλλιέπεια και την καλή (άνετη) γραφική ευχέρεια ενώ η ελεγχόμενη υπογραφή είναι βραδείας και ελεγχόμενης χάραξης, χαρακτηριστικά που προσδίδουν μειωμένη γραφική ευχέρεια, δ) ο ρυθμός χάραξης των γνήσιων υπογραφών είναι μέτριος και αυθόρμητος χωρίς διστακτικότητα και αναστολές στην πορεία, ενώ στην ελεγχόμενη υπογραφή είναι καταφανής η βραδύτητα και η έλλειψη αυθορμητισμού στη χάραξη, ε) τα γράμματα των γνήσιων υπογραφών έχουν μέτριο μέγεθος και μερικά από αυτά λίγο μεγαλύτερο του μετρίου και οι άξονες αυτών κλίνουν σαφώς προς τα δεξιά, ενώ τα γράμματα της ελεγχόμενης υπογραφής έχουν μικρότερο μέγεθος και οι άξονες αυτών είναι όρθιοι ή κλίνουν ελάχιστα δεξιά, στ) στις γνήσιες υπογραφές υπάρχουν μερικές συνδέσεις γραμμάτων, ενώ στην ελεγχόμενη υπογραφή δεν υπάρχουν συνδέσεις γραμμάτων, ζ) οι γνήσιες υπογραφές έχουν λίγο ανοδική πορεία, ενώ η ελεγχόμενη υπογραφή έχει οριζόντια πορεία, η) ο τόνος στις γνήσιες υπογραφές έχει μεγάλο μήκος και σχετικά μεγάλη πίεση και όπου υπάρχει και πνεύμα (ψιλή) είναι επίσης μεγάλου μεγέθους, ενώ στην ελεγχόμενη υπογραφή ο τόνος και το πνεύμα έχουν πολύ μικρό μέγεθος και θ) τα γράμματα που περιλαμβάνονται στις γνήσιες υπογραφές διαφέρουν στη δομή και στον τρόπο χάραξης από τα αντίστοιχα γράμματα της υπογραφής της διαθήκης. Επίσης από τη σύγκριση των γραμμάτων που περιλαμβάνονται στις γνήσιες υπογραφές με τα αντίστοιχα γράμματα της γραφής του κειμένου της διαθήκης ο γραφολόγος διαπίστωσε ότι υπάρχει διαφορά στην ποιότητα χάραξης, στο ρυθμό και αυθορμητισμό και στο μέγεθος των γραμμάτων των γνησίων υπογραφών από τα αντίστοιχα γράμματα του κειμένου της διαθήκης και διαφορά στη δομή και στον τρόπο σχηματισμού των γραμμάτων. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές ο γραφολόγος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πιο πάνω ιδιόγραφη διαθήκη δεν γράφηκε ούτε υπογράφηκε από την ……, ότι η διαθήκη δεν είναι γνήσια αλλά πλαστή, ότι η πλαστογράφηση της διαθήκης έγινε από πρόσωπο με μικρότερη γραφική ευχέρεια από αυτή της ………, το οποίο είχε υπόψη του το τύπο της υπογραφής της ανωτέρω και προσπάθησε να το μιμηθεί και ότι οι διαφορές των γραφολογικών γνωρισμάτων της γραφής και υπογραφής της ως άνω διαθήκης από τις γραμματικού τύπου γνήσιες υπογραφές της ……… είναι ουσιώδεις και χαρακτηριστικές και δεν δικαιολογούνται να υπάρχουν σε γραφή ή γραμματικού τύπου υπογραφές του ίδιου ατόμου και μάλιστα σε έγγραφα που δεν απέχουν πολύ χρονικά μεταξύ τους. Μετά ταύτα η πρώτη των εναγόντων υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς την από 5/2/2010 μήνυση μεταξύ άλλων και κατά του εναγόμενου, στην οποία ισχυρίστηκε ότι ο εναγόμενος κατάρτισε την ανωτέρω διαθήκη η  οποία είναι εξ αρχής πλαστή, διότι ο ίδιος τη συνέταξε, τη χρονολόγησε και την υπέγραψε κατά απομίμηση της γραφής και υπογραφής της …….. ενώ στη συνέχεια τη χρησιμοποίησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για να δημοσιευτεί και να κηρυχτεί κυρία με σκοπό να καταστεί ο μοναδικός εκ διαθήκης κληρονόμος της αποβιώσασας σε ολόκληρη την κινητή και ακίνητη περιουσία της και να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος ποσού 225.000 ευρώ. Με την ίδια μήνυση στεφόταν και κατά της πεθεράς του εναγόμενου, ……….., διότι εν γνώσει της κατέθεσε ψευδώς ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς τα ανωτέρω, προκειμένου η διαθήκη να κηρυχθεί κυρία. Κατά τη διενέργεια της κύριας ανάκρισης για την εξακρίβωση της βασιμότητας της μήνυσης από τον Ανακριτή του Ε΄ Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιά, ο τελευταίος με την υπ’ αριθμ. …./6.12.2013 διάταξή του διόρισε ως πραγματογνώμονα τον ……, ειδικό δικαστικό γραφολόγο, προκειμένου να διερευνήσει γραφολογικά και να αποφανθεί μεταξύ άλλων αν η επίδικη διαθήκη έχει γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί από τη ………. Ως συγκριτικό υλικό παραδόθηκαν στον πραγματογνώμονα φωτοαντίγραφο του Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας της ……… και φωτοαντίγραφα από τα πιο πάνω υπ’ αριθμ. …../1995 και ……/2008 συμβόλαια. Ο ανωτέρω πραγματογνώμονας, αφού ορκίστηκε ενώπιον του πιο πάνω ανακριτή διενέργησε την πραγματογνωμοσύνη και συνέταξε την από 21/2/2014 γραφολογική έκθεση, στην οποία επισήμανε ότι μετέβη στο Τμήμα Διαθηκών του Πρωτοδικείου Πειραιά όπου εξέτασε το πρωτότυπο της ελεγχόμενης διαθήκης με τα απαραίτητα προς τούτο οπτικά όργανα και φωτογράφισε αυτή σε φυσικό μέγεθος και υπό μεγέθυνση και ότι τα έγγραφα του συγκριτικού υλικού περιλαμβάνουν δειγματικές υπογραφές της …….. σε φωτοαντίγραφα τη χρονική περίοδο από το έτος 1995 έως και το έτος 2008, καθιστώντας ευχερή την ανάλυση και την περιγραφή του υπογραφικού της τύπου, του πλαισίου της πολυμορφίας και της τυχόν εξέλιξης στο χρόνο. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή ο πραγματογνώμονας διαπίστωσε ότι μεταξύ της υπό έλεγχο υπογραφής και των δειγματικών υπογραφών της …….. παρατηρούνται α) διαφορετικό γενικά σκεπτικό σύνθεσης του γράμματος Α κεφαλαίου, το οποίο στην υπό έλεγχο υπογραφή η ενδιάμεση χάραξη αποτυπώνεται με καθοδική διεύθυνση, ενώ στις δειγματικές αποτυπώνεται ανοδική διεύθυνση, β) διαφορετική δομή στη χάραξη του γράμματος Κ κεφαλαίου κατά το δεύτερο αυτού τμήμα, γ) διαφορετική δομή του γράμματος τ μικρού, καθώς αυτό δεν παρουσιάζει καθ’ ύψος χαρακτική ανάπτυξη αλλά ούτε και την ανάλογη δομή όπως αυτή αποτυπώνεται στο Δ.Α.Τ. της …………., δ) διαφορετική δομή του γράμματος α μικρού, ε) διαφορετική δομή των γραμμάτων κ και η μικρών, διότι στην υπό έλεγχο υπογραφή χαράσσονται ασύνδετα και με βραχύ το αποληκτικό τμήμα του γράμματος η μικρού, ενώ στις δειγματικές υπογραφές χαράσσονται συνδεδεμένα και με επίμηκες το αποληκτικό τμήμα του γράμματος η μικρού, στ) διαφορετική δομή στην αποτύπωση του πνεύματος ψιλή το οποίο στην ελεγχόμενη υπογραφή αποτυπώνεται με στίγμα μικρών διαστάσεων ενώ στις δειγματικές υπογραφές με ευμεγέθη κατά κανόνα σχηματισμό. Επίσης μεταξύ της γραφής του κείμενου της διαθήκης και των ολογράφων υπογραφών της ……… διαπίστωσε διαφορετική δομή στη χάραξη των γραμμάτων Κ κεφαλαίου, τ μικρού, α μικρού, η μικρού και διαφορές στα σημεία τονισμού, διότι αυτά στην ελεγχόμενη γραφή χαράσσονται με μικρές διαστάσεις ενώ στις δειγματικές υπογραφές αποτυπώνονται με ευμεγέθη χάραξη. Κατόπιν των διαπιστώσεων αυτών ο πραγματογνώμονας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η γραφή και η υπογραφή της επίδικης διαθήκης σε αντιπαραβολή με τις δειγματικές υπογραφές παρουσιάζει σημαντικές γραφολογικά διαφορές στην κατ’ ιδία δομή των γραμμάτων, στη γραφομετρική αναλογία και στη γραφοκινητική απόδοση και επομένως η υπογραφή δεν είναι γνήσια υπογραφή της ………….. και το κείμενο της διαθήκης δεν έχει γραφεί δια χειρός της ανωτέρω, αλλά έχουν χαραχτεί κατά απομίμηση της υπογραφής και της γραφής της. Επομένως από τις ως άνω εμπεριστατωμένες και επιστημονικά τεκμηριωμένες γραφολογικές εκθέσεις, οι οποίες συντάχθηκαν αφού οι συντάξαντες γραφολόγοι έλαβαν υπόψη τους τα προσκομισθέντα σε αυτούς έγγραφα ως συγκριτικό υλικό, τα οποία χαρακτηρίστηκαν και από τους δυο ως ποσοτικά και ποιοτικά επαρκή και κατάλληλα για τον έλεγχο της γνησιότητας της επίδικης διαθήκης και κατόπιν παράθεσης όλων των διαφορών που διαπιστώθηκαν σε σχέση με τις γνήσιες υπογραφές της . …, αποδεικνύεται ότι η επίδικη διαθήκη δεν γράφηκε, χρονολογήθηκε και υπογράφηκε από τη φερόμενη ως διαθέτιδα ……….. και επομένως είναι άκυρη, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Την πλαστότητα της διαθήκης άλλωστε δέχθηκε και το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιώς, το οποίο με την υπ’ αριθμ. 884/2016 απόφασή του κήρυξε σε δεύτερο βαθμό ένοχη τη πεθερά του εναγόμενου, ……….. της πράξης της ψευδορκίας μάρτυρα εξαιτίας της πιο πάνω εν γνώσει της ψευδούς ένορκης κατάθεσης. Ο ισχυρισμός του εναγόμενου, ο οποίος προβάλλεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης, ότι από τη γραφολογική γνωμοδότηση του …… και τη γραφολογική πραγματογνωμοσύνη του …….. δεν αποδεικνύεται ότι η επίδικη διαθήκη δεν γράφηκε και υπογράφηκε από την ………, διότι δεν τέθηκαν υπόψη τους ιδιόγραφα κείμενα της τελευταίας και επομένως το συγκεκριμένο υλικό που χρησιμοποίησαν δεν ήταν επαρκές, ενώ δεν αποκλείεται ο γραφικός χαρακτήρας της να επηρεάστηκε από τα σοβαρά καρδιολογικά και αναπνευστικά προβλήματα που αντιμετώπιζε τους τελευταίους μήνες πριν να πεθάνει, αλλά και από τη συναισθηματική φόρτιση που είχε όταν συνέτασσε τη διαθήκη επειδή οι ενάγοντες την εγκατέλειψαν, όχι μόνο δεν στηρίζεται σε κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο, αλλά έρχεται σε ευθεία αντίθεση με όσα ως άνω επισήμαναν και οι δυο γραφολόγοι περί της επάρκειας και καταλληλότητας του συγκριτικού υλικού. Σε κάθε περίπτωση ο εναγόμενος δεν προσκόμισε κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται η γνησιότητα της γραφής και υπογραφής της …….. στην επίδικη ιδιόγραφη διαθήκη, επικαλούμενος μόνο ότι η αποβιώσασα με τη διαθήκη της ήθελε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της προς το πρόσωπο του για τη φροντίδα και τη συμπαράσταση που της παρείχε τον τελευταίο καιρό του βίου της και τη δυσαρέσκειά της προς τα τέκνα της, ενάγοντες, διότι την είχαν εγκαταλείψει, τα οποία περιστατικά και αληθινών υποτιθεμένων δεν αρκούν για να άρουν τα πορίσματα των ανωτέρω γραφολογικών εκθέσεων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα ίδια έκρινε και αναγνώρισε την ακυρότητα της διαθήκης ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο πρώτος λόγος της έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος τυγχάνει ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εναγόμενος παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά του για την αναβολή της συζήτησης της αγωγής, κατά άρθρο 250 του ΚΠολΔ, έως την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας που έχει ανοιχτεί κατόπιν της υποβολής της πιο πάνω μήνυσης της πρώτης ενάγουσας κατά του εναγόμενου, η οποία επηρεάζει τη διάγνωση της ένδικης διαφοράς, διότι εναπόκειται στην έμφρονα κρίση του πολιτικού Δικαστηρίου να εξετάσει, αν με την αναβολή της πολιτικής δίκης, μέχρι να περατωθεί αμετακλήτως η ποινική διαδικασία, θα διευκολυνθεί η αποδεικτική διαδικασία για τη βασιμότητα της εκκρεμούς αγωγής και επομένως η απόρριψη του αιτήματος για αναβολή της συζητήσεως, δεν συνιστά νομικό ή πραγματικό σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεκτικό εφέσεως (ΑΠ 522/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 58/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 165/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 56/2013 ΝΟΜΟΣ).

Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. α και ε του ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 446/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παράβολου της εφέσεως.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την  1η Μαρτίου 2017   και δημοσιεύθηκε στις  15 Μαρτίου  2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ