Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 175/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:    175/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 272 παρ. 1 – 2 και 524 παρ. 1 – 3 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 30 και 44 παρ. 1 του ν. 3994/2011 αντίστοιχα (και ίσχυαν κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης), συνάγεται ότι επί ερημοδικίας του εκκαλούντος στην κατ’ έφεση δίκη, εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις που ισχύουν επί ερημοδικίας του ενάγοντος κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και συνεπώς το δικαστήριο ερευνά, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή ο εφεσίβλητος και η έφεση απορρίπτεται ερήμην του εκκαλούντος, που επιμελήθηκε για τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως γι’ αυτή. Ειδικότερα, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εφεσίβλητος ερευνάται εάν ο απολειπόμενος εκκαλών κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και στη μεν αποφατική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και διατάσσεται νέα κλήτευση (άρθρα 524 παρ. 1 και 3, 272 παρ. 1 και 2, 271 του ΚΠολΔ), στην καταφατική δε περίπτωση απορρίπτεται η έφεση ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της υπόθεσης. Προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησης της έφεσης είναι η, κατά τους ορισμούς του άρθρου 271 του ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, έρευνα της νόμιμης κλήτευσης του απολειπόμενου διαδίκου ή της επίσπευσης της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ.4 εδ. 3 και 4 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη, κατ’ άρθρο 498 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος, αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης, να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν, κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και επομένως δεν χρειάζεται νέα κλήτευση των διαδίκων. Προϋπόθεση, όμως, της εγκυρότητας της κλήτευσης αυτής, συνεπεία της αναβολής της υπόθεσης και της εγγραφής αυτής στο πινάκιο, είναι ότι ο απολειπόμενος κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο διάδικος, είτε είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση, είτε είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί για τη δικάσιμο, κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση, είτε είχε παραστεί νομίμως κατά την πρώτη αυτή δικάσιμο και, επομένως, με τη νόμιμη παράσταση και τη μη εναντίωσή του, καλύφθηκε η ακυρότητα της κλητεύσεώς του κατά την αρχική δικάσιμο (ΑΠ 640/2007 ΕλΔνη 2007, 825, ΑΠ 1261/2007 ΝΟΜΟΣ). Η απόρριψη της έφεσης, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι για τυπικό λόγο, διότι, παρότι στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για το λόγο αυτό είναι πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίνεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους (ΑΠ 467/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 355/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 268/2016 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω η κρινόμενη με αριθμό έκθεση κατάθεσης ……../31.3.2015 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 4432/4.10.2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της τριετίας από την έκδοσή της (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 2, 520 του ΚΠολΔ), διότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται ούτε κάποιος διάδικος επικαλείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει επιδοθεί και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) χωρίς να απαιτείται η καταβολή παράβολου κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε΄ του ΚΠολΔ. Περαιτέρω από την πιο πάνω πράξη κατάθεσης έφεσης της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία υπάρχει συνημμένη στην ένδικη έφεση, προκύπτει, ότι την 31/3/2015 ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων κατέθεσε την ανωτέρω έφεση στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Εξάλλου, από την έκθεση κατάθεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό …../31.3.2015 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς, η οποία υπάρχει συνημμένη στην ανωτέρω έφεση, προκύπτει ότι με μέριμνα του πληρεξούσιου δικηγόρου των εκκαλούντων ορίστηκε νόμιμα ως δικάσιμος για την εκδίκαση της έφεσης αυτής ενώπιον του δικαστηρίου τούτου η 3/12/2015, δηλ. τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης επέσπευσαν οι εκκαλούντες, οι οποίοι επέδωσαν ακριβές αντίγραφό της, κάτω από την οποία υπήρχαν αναγεγραμμένες η πράξη κατάθεσης έφεσης της γραμματέως  του Πρωτοδικείου Πατρών, η πράξη κατάθεσης έφεσης και ορισμού δικασίμου της γραμματέως του Εφετείου Πατρών και κλήση προς το εφεσίβλητο, να παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου τούτου κατά την ανωτέρω δικάσιμο και να συμμετάσχει στη συζήτηση της ένδικης έφεσης (υπ’ αριθμ. ……./9.4.2015 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή το Πρωτοδικείο Πειραιά …………). Κατά τη δικάσιμο της 3/12/2015, το δικαστήριο ανέβαλε διαδοχικά τη συζήτηση της έφεσης για την 7/4/2016 και τη σημερινή δικάσιμο και η γραμματέας του δικαστηρίου τούτου ανέγραψε την επίδικη υπόθεση στο οικείο πινάκιο, στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν στη σημερινή, μετ’ αναβολή, δικάσιμο, κατά την οποία δεν απαιτείται η εκ νέου κλήτευση των εκκαλούντων, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή της στο πινάκιο για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο επέχει θέση κλητεύσεως όλων των διαδίκων. Όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση της έφεσης, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, η δεύτερη των εκκαλούντων δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή της στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις. Επομένως, εφόσον αυτή ερημοδικεί, πρέπει σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, η ένδικη έφεση ως προς αυτήν να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα των λόγων της που αφορούν την ερημοδικασθείσα εκκαλούσα. Ως προς τους λοιπούς εκκαλούντες πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Οι ενάγοντες, ήδη εκκαλούντες, στην από 24/12/2011 αγωγή τους ισχυρίστηκαν ότι προσλήφθηκαν από το εναγόμενο, ήδη εφεσίβλητο, ΝΠΔΔ η πρώτη την 13/6/2007 και οι τρίτη, τέταρτος και πέμπτος την 18/6/2007, τυπικά στο πλαίσιο προγράμματος για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας διάρκειας 18 μηνών, έως την 12/12/2008 και την 17/12/2008 αντίστοιχα, ουσιαστικά όμως με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, ότι τους ανατέθηκαν καθήκοντα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του εναγόμενου, παρέχοντας την εργασία τους η πρώτη στο Γραφείο Μισθοδοσίας, η τρίτη στο Τμήμα Προσωπικού και στη Νευρολογική Κλινική, ο τέταρτος στο Τμήμα Αιμοδοσίας και ο πέμπτος στο Φαρμακευτικό Τμήμα επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως και σύμφωνα με το ημερήσιο ωράριο απασχόλησης του μόνιμου προσωπικού του εναγόμενου, ότι την 13/4/2009 η σύμβαση της τρίτης και την 21/4/2009 οι συμβάσεις των λοιπών ανανεώθηκαν για 18 ακόμα μήνες έως την 20/10/2010 της πρώτης, έως την 12/10/2010 της τρίτης, έως την 20/10/2010 του τέταρτου και έως την 20/10/2010 του πέμπτου, ότι καθ’ όλο το χρονικό αυτό διάστημα παρείχαν την εργασία τους υπό τις ίδιες συνθήκες με το υπόλοιπο μόνιμο προσωπικό του εναγόμενου, ευρισκόμενοι κάτω από τις οδηγίες, υποδείξεις, εντολές και κατευθύνσεις του Διευθυντή του τμήματός τους, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγόμενου και ότι ο εναγόμενος κατέβαλλε ως μηνιαία αποζημίωση στα πλαίσια το προγράμματος στην πρώτη το ποσό των 609,84 ευρώ, στην τρίτη το ποσό των 738,10 ευρώ, στον τέταρτο το ποσό των 609,84 ευρώ και στον πέμπτο το ποσό των 609,84 ευρώ, ενώ έπρεπε να τους καταβάλλει τις νόμιμες αποδοχές τους σύμφωνα με τις αποδοχές του μόνιμου προσωπικού του εναγόμενου που εργαζόταν στις αντίστοιχες θέσεις με τα ίδια με αυτούς προσόντα ενώ δεν τους κατέβαλλε και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και τα επιδόματα άδειας, όπως αναλυτικά ανέφεραν στην αγωγή τους. Ζητούσαν, όπως περιόρισαν το αίτημά τους από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, να αναγνωριστεί ότι οι συμβάσεις εργασίας τους με το εναγόμενο είναι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στην πρώτη το συνολικό ποσό των 26.169,44 ευρώ, στην τρίτη το συνολικό ποσό των  27.616,83 ευρώ, στον τέταρτο το συνολικό ποσό των 24.632,06 ευρώ και στον πέμπτο το συνολικό ποσό των 24.636,06 ευρώ με βάση τις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και επικουρικά με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ενάγοντες με την υπό κρίση έφεσή τους για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να γίνει η έφεσή τους δεκτή ώστε να εξαφανιστεί η προβαλλόμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 649 του ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είναι εκείνη με την οποία συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου παύει αυτοδικαίως, σε περίπτωση δε αμφιβολίας η σύμβαση αυτή θεωρείται αορίστου χρόνου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 21 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 2190/1994, οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 14 παρ. 1 του αυτού νόμου, επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών με διάρκεια απασχόλησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες, μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών, ενώ στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κενώσεως θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες για το ίδιο άτομο, χωρίς να επιτρέπεται εγκύρως παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Εξάλλου, με την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 προστέθηκε στο άρθρο 103 αυτού η παράγραφος 8, με τα εδάφια α΄ και γ΄ της οποίας ορίζεται ότι: «Νόμος ορίζει τους όρους, και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 (εδ. α΄). Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου (εδ. γ΄)». Στους κανόνες αυτούς, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις ως άνω διατάξεις του ν. 2190/1994, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό, που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιο τομέα με υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου, όσο και το προσωπικό, που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Ειδικά, όμως, με το άρθρο 20 παρ. 4 του ν. 2738/1999 εισήχθη συγκεκριμένη ρύθμιση και συγκεκριμένα προστέθηκε ως περίπτωση κα΄ στο άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 2190/1994 επιπλέον εξαίρεση στο σύστημα προσλήψεων του νόμου αυτού, η οποία αφορά την πρόσληψη προσωπικού σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον Ο.Α.Ε.Δ., ειδικότερα δε ορίσθηκε ότι η πρόσληψη του προσωπικού που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον Ο.Α.Ε.Δ. διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα αυτά. Η επιδοτούμενη αυτή πρόσληψη υπαλλήλων είναι εξαιρετική, διότι συνδέεται με την ανάγκη πραγμάτωσης των προγραμμάτων, που με τους υφιστάμενους κανόνες θα απέβαινε ατελέσφορη και για το λόγο αυτό ορίζεται ότι η πρόσληψη διενεργείται με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια, που καθορίζονται στα προγράμματα. Συνακόλουθα, η πρόσληψη υπαλλήλων, που έχει πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο συγκεκριμένου προγράμματος του ΟΑΕΔ και οι εξ αυτής απορρέουσες εργασιακές σχέσεις έχουν συγκεκριμένο χρόνο διάρκειας, είναι δηλ. συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, η πάροδος του οποίου συνεπιφέρει αυτοδικαίως και τη λήξη τους (άρθρο 669 παρ. 1 του ΑΚ) και η σύναψη αυτών ως συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου επιβάλλεται από αντικειμενικούς λόγους που συνδέονται με την φύση τους (ΑΠ 126/2015 ΝΟΜΟΣ, 885/2014 ΝΟΜΟΣ, 181/2014 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 20 παρ. 1 και 15 του ν. 2639/1998 «Ο Ο.Α.Ε.Δ. μπορεί να αναθέτει στο Δημόσιο, σε φορείς του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, σε επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, σε Ν.Π.Ι.Δ., σε πιστοποιημένα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης, σε Α.Ε.Ι. – Τ.Ε.Ι. και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις ημεδαπής ή αλλοδαπής την υλοποίηση, στο θεωρητικό ή στο πρακτικό μέρος ή στο σύνολό τους, προγραμμάτων της Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης ανέργων. Η ανάθεση γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων εκτέλεσης έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου» (1). «Ο Ο.Α.Ε.Δ. μπορεί να συνεργάζεται με φορείς της παραγράφου 1, με σκοπό την υλοποίηση προγραμμάτων απόκτησης εργατικής εμπειρίας άνεργων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και αποφοίτων Λυκείου. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ., καθορίζονται το ύψος της ημερήσιας αποζημίωσης, οι ειδικότητες σε σχέση με τις θέσεις πρακτικής άσκησης, η διάρκεια, ο αριθμός και η ηλικία των δικαιούχων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των προγραμμάτων του προηγούμενου εδαφίου. Για την ασφάλιση των συμμετεχόντων στα προγράμματα αυτά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 18 του Ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α΄). Οι δαπάνες που προκαλούνται από την εφαρμογή των προγραμμάτων της παραγράφου αυτής εξαιρούνται από τον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου» (15). Kατά δε το π.δ. 164/2004, με το οποίο έγινε «η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας, όσον αφορά στο προσωπικό του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, προς τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, που έχει συναφθεί μεταξύ των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα CES, UNICE και CEEP (E.E.L. 175/10.7.1999), με την οποία επιδιώκεται αφενός μεν η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με την εφαρμογή της αρχής της μη διάκρισης σε σχέση με την εργασία αορίστου χρόνου και αφετέρου η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί τυχόν κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου» (άρθρο 1), ορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Οι διατάξεις αυτού του διατάγματος εφαρμόζονται στο προσωπικό του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του παρόντος, καθώς και στο προσωπικό των δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων, το οποίο εργάζεται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας. 2. Με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παρ. 6 του άρθρου 11, το παρόν διάταγμα δεν εφαρμόζεται: α) Στις σχέσεις επαγγελματικής κατάρτισης και στη σύμβαση ή σχέση μαθητείας. β) Στις συμβάσεις ή τις σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης υποστηριζόμενου από τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.)» (άρθρο 2). «1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους η παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ` εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. 3. Η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων γίνεται εγγράφως και οι λόγοι που την δικαιολογούν αναφέρονται ρητώς στη σύμβαση, εφόσον δεν προκύπτουν ευθέως από αυτήν. Κατ’ εξαίρεση, ο έγγραφος τύπος δεν απαιτείται, όταν η ανανέωση της σύμβασης, λόγω του ευκαιριακού χαρακτήρα της απασχόλησης, δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη του ενός μηνός, εκτός αν ο έγγραφος τύπος προβλέπεται ρητά από άλλη διάταξη. Αντίγραφο της σύμβασης παραδίδεται στον εργαζόμενο εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την έναρξη της απασχόλησής του» (άρθρο 5). «1. Συμβάσεις που καταρτίζονται διαδοχικώς και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, απαγορεύεται να υπερβαίνουν τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες σε συνολικό χρόνο διάρκειας της απασχόλησης, είτε συνάπτονται κατ’ εφαρμογή του προηγούμενου άρθρου είτε συνάπτονται κατ’ εφαρμογή άλλων διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας. 2. Συνολικός χρόνος διάρκειας απασχόλησης άνω των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών επιτρέπεται μόνον σε περιπτώσεις ειδικών, από τη φύση και το είδος της εργασίας τους, κατηγοριών εργαζομένων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως, ιδίως, διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο συγκεκριμένου ερευνητικού ή οιουδήποτε επιδοτούμενου ή χρηματοδοτούμενου προγράμματος, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται για την πραγματοποίηση έργου σχετικού με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς» (άρθρο 6). «1. Οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος είναι αυτοδικαίως άκυρη. 2. Σε περίπτωση που η άκυρη σύμβαση εκτελέσθηκε εν όλω ή εν μέρει, καταβάλλονται στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει αυτής χρηματικά ποσά, τυχόν δε καταβληθέντα δεν αναζητούνται. Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα, για το χρόνο που εκτελέσθηκε η άκυρη σύμβαση εργασίας, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του. Εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο καταλογίζονται στον υπαίτιο. 3. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος τιμωρείται με φυλάκιση (άρθρο 5 Ν. 1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 5 του ν. 1440/1984). Αν το αδίκημα διαπράχθηκε από αμέλεια, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Η ίδια παράβαση στοιχειοθετεί παράλληλα και σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα» (άρθρο 7). Ακόμη από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του ν. 765/1943 (που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ) συνάγεται, ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας του μισθωτού για ορισμένο ή αόριστο χρόνο με μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής αυτού, χωρίς ευθύνη του μισθωτού για την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος και ακόμη όταν ο μισθωτός τελεί σε εξάρτηση από τον εργοδότη του, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και την επιμελή εκτέλεσή της και με την υποχρέωση του πρώτου να συμμορφώνεται στις αναγκαίες εντολές ή οδηγίες του εργοδότη. Σύμβαση μαθητείας, εξάλλου, είναι η σύμβαση, κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις, για την άσκηση από τον τελευταίο ορισμένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης. Ειδικότερες μορφές της σύμβασης μαθητείας είναι η γνήσια σύμβαση μαθητείας και η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευομένου. Στη γνήσια σύμβαση μαθητείας προέχον στοιχείο είναι η παροχή εκπαίδευσης στον μαθητευόμενο, η δε τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται µε σκοπό εκτέλεσης παραγωγικού έργου, αλλά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσής του µε το αντικείμενο του επαγγέλματος ή της τέχνης του. Στη σύμβαση αυτή, για την οποία δεν υπάρχει ειδική νοµοθετική ρύθμιση και κατά την οποία ο μαθητευόμενος παρέχει εργασία για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις της σύμβασης εργασίας του ΑΚ, εφόσον συμβιβάζονται µε την φύση και τον σκοπό της σύμβασης αυτής, ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόµιµες αποδοχές, την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, την αποζημίωση απολύσεως κ.λπ., οι οποίες προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας, που δεν αποτελεί προέχον στοιχείο στη γνήσια σύμβαση μαθητείας. Αντίθετα επί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας μαθητευομένου η οποία υφίσταται όταν ο μαθητευόμενος μισθωτός παρέχει εργασία σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, επιδιώκοντας παραλλήλως την απόκτηση γνώσεων ή ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελμα, η εκμάθηση τέχνης εκ µέρους του επέρχεται ως αυτόματη συνέπεια της εφαρμογής της συβάσεως και εντός των πλαισίων της συνήθους λειτουργίας αυτής και δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης υποχρέωσης του εργοδότη και, συνεπώς, επί της συβάσεως εξαρτημένης εργασίας μαθητευομένου εφαρμόζονται τόσο οι γενικές, όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, εφόσον προέχων σκοπός της συβάσεως αυτής είναι η παροχή εκ µέρους του μαθητευομένου εργασίας, έναντι αμοιβής και παρεπόμενος σκοπός είναι η εκμάθηση τέχνης ή επαγγέλματος σύμφωνα µε τις οδηγίες και κατευθύνσεις του εργοδότη. Σε κάθε περίπτωση ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης έργου, μαθητείας ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου αποτελεί κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, τα οποία μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων κρίνουν με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση (ΟλΑΠ 19 και 20/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 126/2015 ΝΟΜΟΣ, 885/2014 ΝΟΜΟΣ, 865/2014 ΝΟΜΟΣ, 181/2014 ΝΟΜΟΣ). Κατά το άρθρο δε 904 του ΑΚ, «όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεωστήτου ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη». Σε περίπτωση άκυρης (για οποιονδήποτε λόγο) σύμβασης εργασίας, δημιουργείται απλή σχέση εργασίας, ο δε εργαζόμενος, για την εργασία που πρόσφερε, δικαιούται να ζητήσει, κατά τις αρχές περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, την αμοιβή που ο εργοδότης θα κατέβαλε σε άλλον εργαζόμενο, με τα ίδια προσόντα και ικανότητες, απασχολούμενο με έγκυρη σύμβαση εργασίας και τις ίδιες συνθήκες, έστω και αν ο μισθωτός γνώριζε την ακυρότητα της σύμβασης εργασίας. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής, ουσιαστικά, φύσεως και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από την σύμβαση ή από την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απορρίψεως της κυρίας βάσεως της αγωγής από την σύμβαση ή από την αδικοπραξία (ΑΠ 170/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1321/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1022/2015 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του ν. 1082/1980, 1 παρ. 2 της 19040/1981 ΥΑ Οικονομικών και Εργασίας, 1 παρ. 1 και 2 του α.ν. 539/1945, 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966 και του άρθρου μόνου του ν. 133/1975, που κύρωσε την από 26.2.1975 ΕΓΣΣΕ, προκύπτει ότι επιδόματα (δώρα) εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και επίδομα αδείας δικαιούνται ευθέως εκ του νόμου όχι μόνον οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά και οι εργαζόμενοι με βάση άκυρη σύμβαση εργασίας, δηλαδή με απλή σχέση εργασίας (ΑΠ 127/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1073/2014 ΝΟΜΟΣ). Από όλες τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται περαιτέρω και τα εξής: 1) Συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί κατά παράβαση των άρθρων 21 του ν. 2190/1994 και 3, 5 και 6 του π.δ. 164/2004 είναι άκυρες και συνακόλουθα οι αγωγές με τις οποίες ζητείται ευθέως από τις συμβάσεις αυτές αμοιβή είναι μη νόμιμες. 2) Για να ισχύσει η εξαίρεση στις περιπτώσεις του άρθρου 2 του π.δ. 164/2004 και να θεωρηθούν έγκυρες οι συμβάσεις α) στις σχέσεις επαγγελματικής κατάρτισης και στη σύμβαση ή σχέση μαθητείας και β) στις συμβάσεις ή τις σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης υποστηριζόμενου από τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.), πρέπει οι συμβάσεις αυτές να έχουν πράγματι και όχι προσχηματικά συναφθεί για την εκπλήρωση των αναφερομένων στη διάταξη αυτή σκοπών. 3) Οι αμοιβές που οφείλονται στους εργασθέντες με βάση τις άκυρες αυτές συμβάσεις είναι αυτές του αδικαιολόγητου πλουτισμού και όχι ευθέως οι αμοιβές από έγκυρη σύμβαση (ΑΠ 780/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 217/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 933/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 865/2014 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με συμφωνητικά συνεργασίας στο πλαίσιο του προγράμματος για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας (stage), σε φορείς του τομέα υγείας και κοινωνικής αλληλεγγύης, που συνάφθηκε μεταξύ του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.), του εναγόμενου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και των εναγόντων, οι τελευταίοι προσλήφθηκαν στο πλαίσιο του ως άνω σχετικού εργασιακού προγράμματος (stage), στο εναγόμενο, για χρονικό διάστημα δεκαοκτώ μηνών. Συγκεκριμένα: 1) Η πρώτη των εναγόντων, …………., στα πλαίσια του ανωτέρω προγράμματος εργάσθηκε με δεκαοχτάμηνη σύμβαση εργασίας στο Γραφείο Μισθοδοσίας του εναγόμενου με την ειδικότητα ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού από την 13/6/2007 μέχρι την 12/12/2008. Την 21/4/2009, με νέα δεκαοχτάμηνη σύμβαση εργασίας, στα πλαίσια του ίδιου προγράμματος, επανήλθε στο Γραφείο Μισθοδοσίας του εναγόμενου (θέση ΠΕ Διοικητικού – Λογιστικού) όπου παρέμεινε μέχρι την 21/10/2010. Στα χρονικά αυτά διαστήματα εργάστηκε σε πενθήμερη εβδομαδιαία βάση, ακολουθώντας το ημερήσιο ωράριο του μόνιμου προσωπικού του εναγόμενου, μεταξύ δε των καθηκόντων της ήταν α) η επεξεργασία και αποστολή κρατήσεων στα ασφαλιστικά ταμεία, β) ο προϋπολογισμός πρόσθετων αμοιβών, γ) η ηλεκτρονική αποστολή Φ.Μ.Υ., δ) η έκδοση βεβαιώσεων φόρου εισοδήματος και έκδοση βεβαιώσεων – πιστοποιητικών προσωπικού, ε) η συμμετοχή στην ηλεκτρονική επεξεργασία στοιχείων και ηλεκτρονική αποστολή μηνιαίας μισθοδοσίας προσωπικού προς πληρωμή, στ) η έκδοση χειρογράφων ενσήμων προσωπικού λόγω συνταξιοδότησης απώλειας κλπ, ζ) η έκδοση διάφορων στοιχείων μισθοδοσίας για στατιστικούς λόγους και ενημέρωση άλλων υπηρεσιών και φορέων (Υ.Πε, Υπ. Υγείας κλπ) καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγόμενου. 2) Η τρίτη των εναγόντων, …………, στα πλαίσια του παραπάνω προγράμματος εργάσθηκε με δεκαοχτάμηνη σύμβαση εργασίας στο Τμήμα Προσωπικού και στην Νευρολογική Κλινική του εναγόμενου με την ειδικότητα του ΠΕ Διοικητικού –Λογιστικού από την 18/6/2007 μέχρι την 17/12/2008. Την 13/4/2009, με νέα δεκαοχτάμηνη σύμβαση εργασίας, στα πλαίσια του ιδίου προγράμματος, επανήλθε και τοποθετήθηκε στο Γραφείο του Διοικητή και Αναπληρωτή Διοικητή του εναγόμενου, όπου παρέμεινε μέχρι την 12/10/2010. Στα χρονικά αυτά διαστήματα εργάστηκε σε πενθήμερη εβδομαδιαία βάση ακολουθώντας το ημερήσιο ωράριο απασχόλησης του μονίμου προσωπικού του εναγομένου. Κατά τη διάρκεια της πρώτης σύμβασης στο μεν Τμήμα Προσωπικού ήταν υπεύθυνη του προγράμματος stage (σύνταξη συμβάσεων – βεβαιώσεων που αφορούσαν το πρόγραμμα, συγκέντρωση παρουσιολόγιων και αποστολή με διαβιβαστικό στην Τεχνική Γραμματεία stage του ΟΑΕΔ για την μισθοδοσία των ασκουμένων, σύνταξη εγγράφων στον υπολογιστή, βεβαιώσεων και πιστοποιητικών, σχέδια εγγράφων της υπηρεσίας, καταχώρηση κλιμακίων, αρχειοθέτηση φακέλων του προσωπικού, δημιουργία προγράμματος EXCEL για το αρχείο του και το προσωπικό του Νοσοκομείου) στη δε Νευρολογική Κλινική, ως Γραμματέας, έγραφε τα πιστοποιητικά ασθενών, καταχωρούσε την είσοδο και έξοδο των ασθενών στα αντίστοιχα βιβλία, έγραφε εισιτήρια και εξιτήρια των ασθενών, αρχειοθετούσε, τους φακέλους των ασθενών, ενημέρωνε το ΕΚΑΒ για χρήση και έδινε τις βεβαιώσεις των Ταμείων για αποκλειστικές νοσοκόμες. Κατά την διάρκεια της δεύτερης σύμβασης, ήταν υπεύθυνη για την παραλαβή της καθημερινής αλληλογραφίας στο Γραφείο του Διοικητή και του Αναπληρωτή αυτού, την αποστολή email και fax, την αρχειοθέτηση εγγράφων, την οργάνωση του προγράμματος των Προϊσταμένων της καθώς και την καθημερινή επικοινωνία με το ΕΚΕΠΥ και το ΕΚΑΒ ενημερώνοντάς τους σχετικά με την λίστα των ασθενών που νοσηλεύονταν στην Μονάδα Ειδικής Θεραπείας, διαβίβαζε στην Τροχαία Πειραιά το μηνιαίο πρόγραμμα εφημερίων του Νοσοκομείου ενώ με ημερήσια απόφαση της Διοίκησης ανατέθηκε σε αυτή η έκδοση ιατρικών γνωματεύσεων, ιατρικών βεβαιώσεων, η χρέωση υλικών επεμβάσεων της Ορθοπεδικής Κλινικής για την αποστολή νοσηλειών και την είσπραξη τους από το ΙΚΑ καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγόμενου. 3) Ο τέταρτος των εναγόντων, ………. στα πλαίσια του παραπάνω προγράμματος εργάσθηκε με δεκαοχτάμηνη σύμβαση εργασίας στο Τμήμα Αιμοδοσίας του εναγόμενου με την ειδικότητα ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού από την 18/6/2007 μέχρι την 17/12/2008. Την 21/4/2009, με νέα δεκαοχτάμηνη σύμβαση εργασίας, στα πλαίσια του ίδιου προγράμματος, επανήλθε στο Τμήμα Αιμοδοσίας του εναγόμενου (θέση ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού) οπού παρέμεινε μέχρι την 21/10/2010. Στα χρονικά αυτά διαστήματα εργάστηκε σε πενθήμερη εβδομαδιαία βάση, ακολουθώντας το ημερήσιο ωράριο του μόνιμου προσωπικού του εναγόμενου, και στα πλαίσια των καθηκόντων του ήταν αρμόδιος για την καταγραφή των «ΔΕΛΤΙΩΝ ΔΟΤΗ» των αιμοδοτών καθημερινά και εξορμήσεων του συστήματος πληροφορικής της αιμοδοσίας, για την τηλεφωνική επικοινωνία με τα άλλα Νοσοκομεία της Ελλάδας για την κάλυψη αίματος των ασθενών από και προς αυτά, για την διεκπεραίωση της αλληλογραφίας του Τμήματος με τις διάφορες υπηρεσίες του Νοσοκομείου αλλά και του Υ.Κ.ΥΛ. δια της αντιγραφής εγγράφων στον Η/Υ, για την υποδοχή και εξυπηρέτηση των Εθελοντών Αιμοδοτών, των ασθενών και των συγγενών τους του εναγόμενου αλλά και άλλων Νοσοκομείων, για την χορήγηση εισιτηρίων και εξιτηρίων των μεταγγιζομένων με αίμα, ασθενών με Μεσογειακή Αναιμία αλλά και με άλλες παθήσεις, για την προετοιμασία εξόρμησης με την δημιουργία και καταγραφή του πλάνου της στον Η/Υ του τμήματος, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγόμενου. 4) Ο πέμπτος των εναγόντων, ……… στα πλαίσια του παραπάνω προγράμματος εργάσθηκε με δεκαοχτάμηνη σύμβαση εργασίας στο Φαρμακευτικό Τμήμα (Φαρμακείο) του εναγόμενου με την ειδικότητα ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού από την 18/6/2007 μέχρι την 17/12/2008. Την 21/4/2009, με νέα δεκαοχτάμηνη σύμβαση εργασίας, στα πλαίσια του ίδιου προγράμματος, επανήλθε στο Φαρμακευτικό Τμήμα (Φαρμακείο) του εναγόμενου (θέση ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού) όπου παρέμεινε μέχρι την 20/10/2010. Στα χρονικά αυτά διαστήματα εργάστηκε σε πενθήμερη εβδομαδιαία βάση, ακολουθώντας το ημερήσιο ωράριο απασχόλησης του μόνιμου προσωπικού του εναγόμενου και στα πλαίσια των καθηκόντων του ήταν αρμόδιος για την καταχώρηση και διαχείριση ατομικών συνταγολογίων φαρμάκων κατά ασθενή και κλινική, για την καταχώρηση και διαχείριση γενικών συνταγολογίων φαρμάκων και υλικών ανά κλινική και τμήμα, για την καταχώρηση και διαχείριση συνταγολογίων ναρκωτικών, για την καταχώρηση και διαχείριση συνταγολογίων εξωτερικών ασθενών, για την καταχώρηση και διαχείριση συνταγολογίων ασθενών AIDS, για την διαχείριση παραγγελιών και πρωτοκόλλων φαρμάκων, για την καταχώρηση τιμολογίων και τη διαχείριση της αποθήκης φαρμάκων και για την προετοιμασία τιμολογίων και την αποστολή τους στο λογιστήριο, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου. Όλοι οι εναγόντες με την άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων τους εξυπηρετούσαν πάγιες ανάγκες του εναγόμενου και υπόκειντο στον έλεγχο και την εποπτεία των αρμοδίων οργάνων του, τα οποία καθόριζαν δεσμευτικά γι’ αυτούς, τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής της εργασίας τους, από την οποία και αποκόμιζε ωφέλεια το εν λόγω ν.π.δ.δ. Επομένως παρά τα αναγραφόμενα στα συμφωνητικά συνεργασίας, ότι δηλαδή σκοπός της πρόσληψης των εναγόντων ήταν η απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, από τη διάρκεια και τον τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων τους σε συνδυασμό με το χρόνο διάρκειας αυτών συνάγεται ότι οι ενάγοντες δεν ήταν μαθητευόμενοι, αλλά η απασχόλησή τους ήταν παρόμοια με των άλλων υπαλλήλων του εναγόμενου, έφερε δηλαδή τα χαρακτηριστικά της εξαρτημένης σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Ο προέχων σκοπός των συμβάσεων πρόσληψής τους ήταν αυτός της παροχής εργασίας προς το εναγόμενο που είχε ανάγκη τις υπηρεσίες των εναγόντων στη συγκεκριμένη θέση εργασίας και στο σκοπό αυτό απέβλεψαν οι διάδικοι, συνιστούν δε αυτές επιτρεπόμενες από το νόμο συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, παρατεθείσες με όμοιες συμβάσεις και όχι συμβάσεις μαθητείας. Ανεξάρτητα όμως αν οι ενάγοντες κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγόμενου οι συμβάσεις τους δεν ήταν ούτε μπορούσαν να μετατραπούν σε έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, διότι η μετατροπή αυτή προσκρούει στις παραπάνω διατάξεις των άρθρων του ΑΚ, του π.δ. 164/2004 και των άρθρων 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος και 21 του ν. 2190/1994, με συνέπεια οι συμβάσεις μεταξύ του εναγόμενου και των εναγόντων, που είχαν συναφθεί κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 21 του ν. 2190/1994 και των άρθρων 3, 5, 6 και 7 του π.δ. 164/2004, να είναι άκυρες. Οι ενάγοντες όμως παρείχαν υπηρεσίες με απλές σχέσεις εργασίας και συνεπώς δικαιούνται να αξιώσουν, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, την ωφέλεια που αποκόμισε το εναγόμενο από την εν λόγω εργασία τους, η οποία συνίσταται στις αποδοχές που θα κατέβαλε αυτό σε άλλους μισθωτούς, οι οποίοι θα απασχολούνταν με έγκυρες συμβάσεις εργασίας, υπό τις ίδιες συνθήκες, για την ίδια εργασία και με τις ίδιες ικανότητες και τα ίδια προσόντα με αυτά των ακύρως εργαζόμενων εναγόντων κατά τον ίδιο χρόνο. Η ωφέλεια του ισούται με τη διαφορά που προκύπτει αν αφαιρεθεί από τις μηνιαίες αποδοχές του διοικητικού υπάλληλου ΠΕ για την πρώτη και την τρίτη αυτών και ειδικότητας ΔΕ για τον τέταρτο και τον πέμπτο, βάσει των διατάξεων του ν. 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. . . .» το ποσό που ανερχόταν η μηνιαία αποζημίωση των εναγόντων σύμφωνα με τα ανωτέρω συμφωνητικά, πλέον των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και των επιδομάτων άδειας, καθόλα τα ως άνω χρονικά διαστήματα που οι ενάγοντες εργάστηκαν στο εναγόμενο.

Περαιτέρω στο άρθρο 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 (για το Δημόσιο Λογιστικό και τον έλεγχο των δαπανών του Κράτους) ορίζεται ότι: «η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών κατ’ αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες πάσης φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της». Εξάλλου, στο άρθρο 91 εδ. α΄ του ίδιου νόμου ορίζεται ότι «επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από του τέλους του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής». Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι με την πρώτη από αυτές ρυθμίζεται ειδικά το ζήτημα του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων των πολιτικών ή στρατιωτικών υπαλλήλων με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου κατά του Δημοσίου, που αφορούν αποδοχές ή κάθε είδους άλλες απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν οι σχετικές αξιώσεις βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και ορίζεται ως χρονική αφετηρία της παραγραφής η γέννηση της κάθε αντίστοιχης αξίωσης. Η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α του ν. 2362/1995, με την οποία ρυθμίζεται γενικά το ζήτημα της έναρξης του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξίωσης κατά του Δημοσίου από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, όπως σαφώς συνάγεται από την προαναφερόμενη ρητή επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 91 εδ. α’ του ν. 2362/1995 ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων. Τέτοια ειδική διάταξη είναι και η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3, η οποία, γι’ αυτόν τον λόγο, κατισχύει της γενικής διάταξης του άρθρου 91 εδ. α΄ του ίδιου νόμου (ΑΕΔ 32/2008, ΟλΑΠ 9/2017 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 29/2006 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω από τις πιο πάνω απαιτήσεις των εναγόντων, οι οποίες υπάγονται στη ρύθμιση του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, όσες έχουν χρόνο γέννησης προγενέστερο της 28/12/2009 (ημέρα κατάθεσης της αγωγής), δηλαδή έχουν χρόνο γέννησης που είναι προγενέστερος των δυο ετών από την άσκηση της αγωγής, της οποίας η επίδοση, λογικώς, δεν μπορούσε να έχει γίνει πριν από την ημέρα της κατάθεσής της και αφορούν το χρονικό διάστημα από την 13/6/2007 (για την πρώτη) και την 18/6/2007 (για τους υπόλοιπους) έως την 28/12/2009, συνεπώς όλες οι απαιτήσεις τους και για το έτος 2009, έχουν υποπέσει στη διετή παραγραφή του ανωτέρω άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, η οποία σε κάθε περίπτωση παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Εφετείο αυτό, δοθέντος του ότι εν μέρει καθ’ υποφοράν, με το εισαγωγικό δικόγραφο και εν μέρει με τις προτάσεις του εναγόμενου είχαν προβληθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνάγεται αφ’ ενός η γέννηση της αξίωσης και, εντεύθεν, η έναρξη του χρόνου της παραγραφής, απορριπτομένων των απαιτήσεων αυτών ως ουσιαστικά αβάσιμων.

Συνεπώς με βάση τα ανωτέρω α) η πρώτη ενάγουσα, …………, για το χρονικό διάστημα από 1/1/2010 έως 20/10/2010 δικαιούτο, ως μηναίο μισθό το ποσό των 1.330 ευρώ (βασικό μισθό 985 ευρώ + νοσοκομειακό επίδομα 245 ευρώ + κίνητρο επίδοσης 100 ευρώ) και συνολικά το ποσό των 13.330 ευρώ (1.330 ευρώ Χ 10 μήνες), έναντι του οποίου το εναγόμενο της κατέβαλε το ποσό των 7.381 ευρώ (738,10 ευρώ Χ 10 μήνες), εναπομένοντος ως οφειλόμενου του ποσού των 5.919 ευρώ. Επίσης δικαιούται ως επίδομα Πάσχα 2010 το ποσό των 665 ευρώ (1.330 ÷ 2), ως επίδομα άδειας 2010 το ποσό των 665 ευρώ (1.330 ÷ 2) και ως επίδομα Χριστουγέννων 2010 το ποσό των 957,60 ευρώ (από 1/5/2010 έως 20/10/2010 = 9 δεκαεννεαήμερα Χ 1.330 ευρώ Χ 2/25). Συνολικά δικαιούται το ποσό των 8.206,60 ευρώ, β) η τρίτη ενάγουσα, ……….., για το χρονικό διάστημα από 1/1/2010 έως 12/10/2010 δικαιούτο ως μηναίο μισθό το ποσό των 1.330 ευρώ (βασικό μισθό 985 ευρώ + νοσοκομειακό επίδομα 245 ευρώ + κίνητρο επίδοσης 100 ευρώ) και συνολικά το ποσό των 13.300 ευρώ (1.330 ευρώ Χ 10 μήνες), έναντι του οποίου το εναγόμενο της κατέβαλε το ποσό των 7.381 ευρώ (738,10 ευρώ Χ 10 μήνες), εναπομένοντος ως οφειλόμενου του ποσού των 5.919 ευρώ. Επίσης δικαιούται ως επίδομα Πάσχα 2010 το ποσό των 665 ευρώ (1.330 ÷ 2), ως επίδομα άδειας 2010 το ποσό των 665 ευρώ (1.330 ÷ 2) και ως επίδομα Χριστουγέννων 2010 το ποσό των 957,60 ευρώ (από 1/5/2010 έως 12/10/2010 = 9 δεκαεννεαήμερα Χ 1.330 ευρώ Χ 2/25). Συνολικά δικαιούται το ποσό των 8.206,60 ευρώ, γ) ο τέταρτος ενάγων, …………., για το χρονικό διάστημα από 1/1/2010 έως 20/10/2010 δικαιούται, ως μηναίο μισθό το ποσό των 1.139 ευρώ (βασικό μισθό 830 ευρώ + νοσοκομειακό επίδομα 245 ευρώ + κίνητρο απόδοσης 64 ευρώ) και συνολικά το ποσό των 11.390 ευρώ (1.139 ευρώ Χ 10 μήνες), έναντι του οποίου το εναγόμενο του κατέβαλε το ποσό των 6.091 ευρώ (609,10 ευρώ Χ 10 μήνες), εναπομένοντος ως οφειλόμενου του ποσού των 5.299 ευρώ. Επίσης δικαιούται ως επίδομα Πάσχα 2010 το ποσό των 569,50 ευρώ (1.139 ÷ 2), ως επίδομα άδειας 2010 το ποσό των 569,50 ευρώ (1.139 ÷ 2) και ως επίδομα Χριστουγέννων 2010 το ποσό των 820,08 ευρώ (από 1/5/2010 έως 20/10/2010 = 9 δεκαεννεαήμερα Χ 1.139 ευρώ Χ 2/25). Συνολικά δικαιούται το ποσό των 7.258,08 ευρώ και δ) ο πέμπτος ενάγων, ……………, για το χρονικό διάστημα από 1/1/2010 έως 20/10/2010 δικαιούτο ως μηναίο μισθό το ποσό των 1.139 ευρώ (βασικό μισθό 830 ευρώ + νοσοκομειακό επίδομα 245 ευρώ + κίνητρο απόδοσης 64 ευρώ) και συνολικά το ποσό των 11.390 ευρώ (1.139 ευρώ Χ 10 μήνες), έναντι του οποίου το εναγόμενο του κατέβαλε το ποσό των 6.091 ευρώ (609,10 ευρώ Χ 10 μήνες), εναπομένοντος ως οφειλόμενου του ποσού των 5.299 ευρώ. Επίσης δικαιούται ως επίδομα Πάσχα 2010 το ποσό των 569,50 ευρώ (1.139 ÷ 2), ως επίδομα άδειας 2010 το ποσό των 569,50 ευρώ (1.139 ÷ 2) και ως επίδομα Χριστουγέννων 2010 το ποσό των 820,08 ευρώ (από 1/5/2010 έως 20/10/2010 = 9 δεκαεννεαήμερα Χ 1.139 ευρώ Χ 2/25). Συνολικά δικαιούται το ποσό των 7.258,08 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι οι μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις ήταν μαθητείας και απέρριψε ως απαράδεκτο ελλείψει εννόμου συμφέροντος το αίτημα για την αναγνώριση ότι οι συμβάσεις εργασίας ήταν ορισμένου χρόνου, με την αιτιολογία ότι το εναγόμενο δεν αμφισβητεί ότι αυτές ως συμβάσεις μαθητείας είχαν το χαρακτήρα συμβάσεων ορισμένου χρόνου, ενώ έπρεπε να είχε απορρίψει το σχετικό αίτημα ως μη νόμιμο, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα και ακολούθως απέρριψε στο σύνολό του ως ουσιαστικά αβάσιμο το αίτημα για την επιδίκαση των μισθολογικών διαφορών, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο μοναδικός λόγος της έφεσης να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος, απορριπτομένης της προβαλλόμενης από το εναγόμενο – εφεσίβλητο ένστασης αοριστίας αυτού, επειδή δεν προσδιορίζονται οι πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης, διότι, εφόσον με αυτόν οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο που έκρινε ως ανωτέρω οδηγήθηκε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύονται τα επί μέρους σφάλματα της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, αλλά αρκεί να μνημονεύεται ότι εξ αιτίας της κακής εκτίμησης αυτού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού με βάση τη καθολική αυτή επανεκτίμηση και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτήν μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος (ΑΠ 1003/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 791/2017 ΝΟΜΟΣ).

Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος για να εξεταστεί, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση να ερευνηθεί η αγωγή ως προς όλα τα πρωτοδίκως υποβληθέντα προς οριστική διάγνωση της διαφοράς ζητήματα, για την εξέταση των οποίων το παρόν Δικαστήριο, εξαφανίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, στα όρια που καθορίζονται από τους λόγους της έφεσης, καθίσταται αρμόδιο κατά τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 και 536 παρ. 2 του ΚΠολΔ (ΕφΘρακ 321/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 181/2015 ΝΟΜΟΣ).

Το εναγόμενο ισχυρίστηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις του, ισχυρισμό που παραδεκτά κατά άρθρο 240 του ΚΠολΔ επαναφέρει με τις προτάσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, ότι οι ενάγοντες πριν από την άσκηση της υπό κρίση αγωγής άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2005 αγωγή με την ίδια ιστορική και νομική βάση, με την οποία ζητούν να αναγνωριστούν οι ανωτέρω συμβάσεις τους με το εναγόμενο ως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και προβάλει την ένσταση εκκρεμοδικίας που απορρέει από την πιο πάνω αγωγή, κατ’ άρθρο 222 του ΚΠολΔ, ζητώντας να ανασταλεί η εκδίκαση της υπό κρίση αγωγής. Η ένσταση αυτή όμως, πέραν της αοριστίας της, διότι ούτε με τις πρωτόδικες ούτε με τις ενώπιον του Εφετείου αυτού προτάσεις το εναγόμενο αναφέρει σε ποιο στάδιο βρίσκεται η ως άνω αγωγή, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι από την επισκόπηση της πιο πάνω αγωγής, αντίγραφο της οποίας προσκομίστηκε ενώπιον του Εφετείου αυτού, ζητείται η επαναφορά των εναγόντων στην εργασία τους, ενώ με την υπό κρίση, δεύτερη, αγωγή ζητείται η καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών τους και ανεξάρτητα της εγκυρότητας των συμβάσεων εργασίας τους. Για το ίδιο λόγο απορριπτέο τυγχάνει και το προβαλλόμενο με το ίδιο πιο πάνω τρόπο αίτημα για την αναβολή κατά άρθρο 249 του ΚΠολΔ της συζήτησης της υπό κρίση αγωγής έως την περάτωση τα δίκης επί της πιο πάνω προγενέστερης αγωγής.

Πρέπει επομένως η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 8.206,60 ευρώ, στη τρίτη ενάγουσα το ποσό των 8.206,60 ευρώ, στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 7.258,08 ευρώ και στον πέμπτο ενάγοντα το ποσό των 7.258,08 ευρώ, όλα τα ποσά με το νόμιμο τόκο σε ποσοστό 6% στο οποίο ανέρχεται ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΑΠ 992/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1460/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1228/2012 ΝΟΜΟΣ), από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Λόγω της ήττας της δεύτερης εκκαλούσας πρέπει να επιβληθούν σε αυτή τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου ως προς αυτή για τον παρόντα βαθμό της δικαιοδοσίας, ενώ τα δικαστικά έξοδα των λοιπών εναγόντων και του εναγόμενου και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ τους λόγω της ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179, 183 του ΚΠολΔ). Για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την ερήμην δικασθείσα δεύτερη εκκαλούσα, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρο 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 4432/2012 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ερήμην της δεύτερης εκκαλούσας και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή ως προς τη δεύτερη εκκαλούσα.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της δεύτερης εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά αυτή και κατ’ ουσία ως προς τους λοιπούς εκκαλούντες.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 24/12/2011 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2011 αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ το αίτημα για την αναγνώριση των αναφερόμενων στο σκεπτικό συμβάσεων εργασίας μεταξύ των εναγόντων και του εναγόμενου ως ορισμένου χρόνου, καθώς και ό,τι κρίθηκε ότι πρέπει να απορριφθεί.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των οκτώ χιλιάδων διακοσίων έξι ευρώ και εξήντα λεπτών (8.206,60), στη τρίτη ενάγουσα το ποσό των οκτώ χιλιάδων διακοσίων έξι ευρώ και εξήντα λεπτών (8.206,60), στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των επτά χιλιάδων διακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και οκτώ λεπτών (7.258,08) και στον πέμπτο ενάγοντα το ποσό των επτά χιλιάδων διακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και οκτώ λεπτών (7.258,08), όλα τα ποσά με το νόμιμο τόκο σε ποσοστό 6%, από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ του εναγόμενου και των πιο πάνω εναγόντων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 12 Μαρτίου 2018.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ