Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 171/2018

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ   171/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Τακτική διαδικασία

Συγκροτούμενο από τις Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, Θεοκτή Νικολαΐδου, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 528 ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44§2 ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011), αν ασκηθεί έφεση από το διάδικο, που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους ανεξάρτητα από τη διαδικασία, που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 524§2 εδ. α ιδίου Κώδικα, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρ. 1 ν.4335/2015,  η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση του άρθρου 528. Στην περίπτωση αυτή, η έφεση λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας και επιφέρει, χωρίς έρευνα των λόγων της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και την αναδίκαση της υπόθεσης από το Εφετείο, το οποίο μετατρέπεται ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Μετά την εξαφάνιση της απόφασης χωρεί, ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προβάλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως είχε δικαίωμα να προτείνει χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 394/2011 ΧρΙΔ 2012 55, ΑΠ 251/2009 Δ 2009 996).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι ανακόπτοντες, με την από 3-2-2011 (αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως ……./2011) ανακοπή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζήτησαν την ακύρωση της υπ΄αριθμ. ……/2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε σε βάρος τους, με βάση συμβάσεις πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και συμβάσεις εγγύησης, και της σχετικής επιταγής προς πληρωμή. Κατά τη συζήτηση της ανακοπής στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έλαβε χώρα κατά την τακτική διαδικασία, οι ανακόπτοντες δικάστηκαν ερήμην κατ΄ άρθρο 271 ΚΠολΔ και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη υπ΄αριθμ. 4045/2014 απόφαση του, απέρριψε την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ερημοδικασθέντες στον πρώτο βαθμό ανακόπτοντες με την ένδικη από 22-6-2015 (αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως ……./2015) έφεσή τους, η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε σε αυτούς στις 26-5-2015 (βλ. προσκ. τις υπ΄αριθμ. …….. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..) και η ένδικη έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 22-6-2015 (βλ. την υπ΄αριθμ. ……./22-6-2015 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματέως του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου), εντός δηλ. της προβλεπομένης από τη διάταξη του άρθρου 518§1 ΚΠολΔ προθεσμίας, ενώ για την άσκηση της έφεσης έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες το σχετικό παράβολο ποσού διακοσίων (200) ευρώ, όπως προβλέπεται από την §4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12§2 ν.4055/12-3-2012, λόγω του χρόνου άσκησης της έφεσης. Πρέπει, επομένως, σύμφωνα με τα όσα ήδη εκτέθηκαν ανωτέρω στη μείζονα πρόταση, να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί εκ νέου η ανακοπή κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624 έως 634, 626§3, 444§1 και 448§1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το ποσό του κλεισίματος ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού μεταξύ της πιστοδότριας τράπεζας και του καθού η αίτηση πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται ότι το ποσό αυτό συμφωνήθηκε να αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της και ότι το απόσπασμα αυτό, στο οποίο εμφανίζεται όλη η κίνηση ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης μέχρι το κλείσιμό της, και το οποίο αποτελεί ιδιωτικό έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 623 ΚΠολΔ, επισυνάπτεται στην αίτηση και αποδεικνύει, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, την απαίτηση της τράπεζας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη σε περίπτωση αμφισβήτησης να διαταχθεί απόδειξη σε βάρος της. Τα ανωτέρω ισχύουν και στη σύμβαση δανείου (πίστωσης) με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που καταρτίζεται μεταξύ της τράπεζας και του πελάτη της, για την οποία γίνεται μνεία στα άρθρα 47 και 64 έως 67 του από 17-7/13-8-1923 ν.δ. ‘’περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών’’, δεδομένου ότι ο ανοικτός λογαριασμός πίστωσης από τράπεζα δεν είναι τίποτε άλλο παρά αλληλόχρεος λογαριασμός, κινούμενος με διαδοχικές αναλήψεις του δανείου (πίστωσης) από τον πελάτη της τράπεζας και τμηματικές αποδόσεις αυτών από τον τελευταίο και με τους σχετικούς όρους και προμήθειες, γεγονός το οποίο προκύπτει και από τη διάταξη της §2 του ως άνω άρθρου 47 του προαναφερθέντος ν.δ., κατά την οποία η πιστώτρια τράπεζα έχει δικαίωμα να κλείσει το λογαριασμό αυτόν οποτεδήποτε θελήσει (ΑΠ 370/2012 ΝοΒ 2012 1795, ΑΠ 330/2012 Αρμ 2012 1431, ΑΠ 1352/2011 ΝοΒ 2012 670, ΑΠ 35/2011 ΝοΒ 2011 1268, ΑΠ 1227/2006 ΧρΙΔ 2006 916, ΑΠ 192/2005 ΧρΙΔ 2005 546).

Στην υπό κρίση περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, διότι στην αίτηση, που υποβλήθηκε για την έκδοση της, δεν αναφέρονται τα κονδύλια των αμοιβαίων χρεωπιστώσεων, από την αντιπαραβολή των οποίων προκύπτει το οφειλόμενο υπόλοιπο ούτε αναφέρεται το νόμιμο επιτόκιο και για ποιο ποσό εκδόθηκε. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, ο οποίος είναι παραδεκτός και νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 626 ΚΠολΔ, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι, από την επισκόπηση της αίτησης, της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και των προσκομισθέντων για την έκδοση αυτής εγγράφων, αποδεικνύεται ότι περιέχονται με πληρότητα και σαφήνεια στην αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής, καθώς και στην προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής τα δικαιογόνα περιστατικά, που εξατομικεύουν την απαίτηση από άποψη αντικειμένου και τρόπου γέννησής της, εν όψει του ότι εκτίθεται σε αυτές και προσκομίζονται η υπ΄αριθμ. ……/12-6-2007 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, τα από 15-5-2009 και 24-12-2009 πρόσθετα σύμφωνα ρύθμισης οφειλής, αποσπάσματα κίνησης των υπ΄αριθμ. ………… λογαριασμών από το άνοιγμά τους έως το κλείσιμο αυτών, αποσπάσματα κίνησης των υπ΄αριθμ. ……….. και ………..  λογαριασμών οριστικής καθυστέρησης καθώς και οι εκθέσεις επίδοσης, από τις οποίες αποδεικνύεται η επίδοση της εξώδικης δήλωσης-καταγγελίας των ανωτέρω συμβάσεων. Ειδικότερα, εκτίθενται οι ένδικες συμβάσεις, τα πρόσθετα σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους, τα αποσπάσματα κίνησης των επιδίκων λογαριασμών, το κλείσιμο αυτών στις 16-9-2010 και το κατάλοιπο καθενός από αυτούς, στις οποίες αναλυτικά αναφέρεται το εκταμιευθέν ποσό, οι τόκοι περιόδου, τα καταλογισθέντα έξοδα και τα άλλα καταλογισθέντα ποσά, από την έναρξη έως το κλείσιμο των λογαριασμών, οπότε είναι δυνατός ο προσδιορισμός αυτών και ο μαθηματικός υπολογισμός τους.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216§1, 217, 583, 585, 632§1 και 633§1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι της ανακοπής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι για να μπορεί ο μεν καθού να αμυνθεί, το δε Δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις και να αποφανθεί επ΄ αυτής, άλλως οι λόγοι αυτής απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Γι΄ αυτό πρέπει στο σχετικό δικόγραφο, εκτός από τα λοιπά απαιτούμενα από το νόμο για κάθε δικόγραφο στοιχεία (άρθρ. 118, 119 ΚΠολΔ), να περιέχονται με σαφήνεια οι λόγοι εναντίωσης κατά της διαταγής πληρωμής και τα γεγονότα, που στηρίζουν το λόγο, για τον οποίο ο ανακόπτων υποβάλει το αίτημα ακύρωσής της (ΑΠ 50/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 294/2003 ΕλλΔνη 2004 418). Εξάλλου, αν ανάμεσα στον πιστούχο και στην τράπεζα συμφωνήθηκε, στα πλαίσια σύμβασης πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, ότι το ποσό του καταλοίπου θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, ο πιστούχος και ο εγγυητής μπορούν να αμφισβητήσουν την ακρίβεια των περιεχομένων στο απόσπασμα αυτό κονδυλίων πιστοχρεώσεων, φέρουν όμως το βάρος της απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών τους, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι ώστε να μπορεί να γίνουν αντικείμενο απόδειξης (ΑΠ 1472/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 2003 1297, ΑΠ 722/2000 ΕΕμπΔ 2000 491).

Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, διότι στο επιδικασθέν με αυτή ποσό περιλαμβάνονται επιμέρους χρηματικά ποσά, που αφορούν σε μη νόμιμες χρεώσεις, όπως προμήθειες, έξοδα φακέλου πίστωσης και την εισφορά του ν. 128/1975, της οποίας η μετακύλιση από την τράπεζα στον αντισυμβαλλόμενό της απαγορεύεται. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, κατά τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στη μείζονα πρόταση, διότι, αν και η επικαλούμενη παράνομη χρέωση επέδρασε στην εξέλιξη της επίδικης σύμβασης και στη διαμόρφωση του τελικά οφειλομένου από τους ανακόπτοντες ποσού, δεν αναφέρονται για την πληρότητα του δικογράφου τα αμφισβητούμενα αυτά ποσά, κατά τα οποία ζητείται αντίστοιχα η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, ώστε να είναι δυνατή η αφαίρεσή τους από το συνολικό ποσό της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής.

Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, διότι στο επιδικασθέν με αυτή ποσό περιλαμβάνονται ποσά, τα οποία αντιστοιχούν σε χρεώσεις τόκων, που υπολογίστηκαν με βάση ημερολογιακό έτος 360 αντί 365 ημερών. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι, αν και η επικαλούμενη παράνομη χρέωση με ποσά τόκων, που υπολογίστηκαν με βάση ημερολογιακό έτος 360 αντί 365 ημερών, επέδρασε στην εξέλιξη της επίδικης σύμβασης και στη διαμόρφωση του τελικά οφειλομένου από τους ανακόπτοντες ποσού, δεν αναφέρονται, για την πληρότητα του δικογράφου, τα αμφισβητούμενα αυτά ποσά, κατά τα οποία ζητείται αντίστοιχα η ακύρωση της διαταγής πληρωμής ώστε να είναι δυνατή η αφαίρεσή τους από το συνολικό ποσό της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής. Εξάλλου, εν προκειμένω, δεν τίθεται ζήτημα εκκαθαρισμένου της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, όπως οι ανακόπτοντες αβασίμως διατείνονται, καθώς το εκκαθαρισμένο της απαίτησης τάσσεται ως διαδικαστική προϋπόθεση της έκδοσης της διαταγής πληρωμής και απαίτηση μη εκκαθαρισμένη νοείται η απαίτηση, που δεν προσδιορίζεται επαρκώς κατά το ποσό ή κατά το ποιόν της (άρθρ. 624§1, 916 ΚΠολΔ) και στην υπό κρίση περίπτωση η απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, προσδιορίζεται επαρκώς κατά το ποσό και κατά το ποιόν της και επομένως, είναι εκκαθαρισμένη, αλλά κατά τους ισχυρισμούς των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων εμπεριέχονται σε αυτή ποσά τόκων μη νόμιμα. Tέλος το υποβληθέν από τους ανακόπτοντες αίτημα περί διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης προκειμένου να διαπιστωθούν τα χρηματικά ποσά, που αντιστοιχούν σε μη νόμιμες χρεώσεις και περιλαμβάνονται στο επιδικασθέν με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής συνολικό ποσό πρέπει να απορριφθεί. Τούτο διότι η πραγματογνωμοσύνη συνιστά αποδεικτικό μέσο, που διατάσσεται προκειμένου να διακριβωθεί η βασιμότητα ορισμένου και νομίμου λόγου ανακοπής, περίπτωση που δε συντρέχει εν προκειμένω αφού απορρίφθηκαν οι σχετικοί λόγοι ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας.

Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες ισχυρίστηκαν ότι πρέπει να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε σε βάρος τους και η σχετική επιταγή προς πληρωμή, διότι οι συμβάσεις πίστωσης, με βάση τις οποίες εκδόθηκε, περιέχουν άκυρους ως καταχρηστικούς γενικούς όρους συναλλαγών. Ότι, ειδικότερα, είναι καταχρηστικοί: α) ο όρος της σύμβασης, που επιτρέπει στην καθής να αποφασίζει μονομερώς το κλείσιμο του λογαριασμού οποτεδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο δίνοντας σύντομη προθεσμία για την ολική εξόφληση της οφειλής,  β) ο όρος, που επιτρέπει στην καθής να μεταβάλει και να αυξάνει μονομερώς το επιτόκιο εκτοκισμού της οφειλής τους, γ) ο όρος περί αποδεικτικής δύναμης των αποσπασμάτων των εμπορικών βιβλίων της καθής σε σχέση με την απαίτηση. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος καθώς  δεν εκτίθενται για την πληρότητα του δικογράφου: 1) οι συνέπειες της ύπαρξης των εν λόγω ΓΟΣ στην εξέλιξη της επίδικης σύμβασης και στη διαμόρφωση του τελικά οφειλομένου ποσού, δεδομένου ότι η ύπαρξή τους δεν επιφέρει γενική ακυρότητα της σύμβασης αλλά μόνο του μέρους, στο οποίο επιδρούν, 2) τα αμφισβητούμενα ποσά, κατά τα οποία αιτούνται οι ανακόπτοντες αντίστοιχα την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, ώστε να είναι δυνατή η αφαίρεσή τους από το συνολικό ποσό της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής.

Με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες ισχυρίστηκαν ότι πρέπει να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε σε βάρος τους και η σχετική επιταγή προς πληρωμή, διότι το ποσό των 500 ευρώ ως αμοιβή για τη σύνταξη της επιταγής και το ποσό των 100.000 ευρώ ως δικαστική δαπάνη είναι υπέρογκα και υπερβαίνουν κατά πολύ τα ελάχιστα όρια αμοιβής του Κώδικα περί Δικηγόρων. Ότι, ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 127 του Κώδικα περί Δικηγόρων, η ελάχιστη αμοιβή για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή ανέρχεται στο ποσό των 12,32 ευρώ, ενώ τα δικαστικά έξοδα πρέπει να υπολογιστούν σε ποσοστό 1% του οφειλομένου ποσού (3.901.676,76 ευρώ) ήτοι 39.016,77 ευρώ. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, κατά το πρώτο σκέλος του, που αφορά το ποσό των 500 ευρώ ως αμοιβή για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή, είναι παραδεκτός και νόμιμος στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 127 του Κώδικα περί Δικηγόρων, η οποία εφαρμόζεται λόγω του χρόνου σύνταξης της ανακοπτόμενης επιταγής προς πληρωμή (11-1-2011), πρέπει, ωστόσο, να απορριφθεί ως κατ΄ ουσία βάσιμος. Τούτο διότι, εν όψει του δυσθεώρητου ύψους της απαίτησης, που επιδικάστηκε, της ανάλογης επιστημονικής εργασίας, του είδους της υπόθεσης, που διεκπεραιώθηκε, του καταναλωθέντος χρόνου, της σπουδαιότητας της διαφοράς δικαιολογείται η υπέρβαση του ελαχίστου ορίου αμοιβής (ΕφΘεσ 388/2010 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, ΕφΛαρ 414/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ). Περαιτέρω, ο ίδιος λόγος ανακοπής κατά το δεύτερο σκέλος του πρέπει να απορριφθεί διότι: α) το επικαλούμενο ποσοστό 1%, αφορά στον υπολογισμό της αμοιβής του δικηγόρου επί του ποσού της απαίτησης για τη σύνταξη της αίτησης έκδοσης διαταγής πληρωμής με βάση αξιόγραφο, όπως συναλλαγματική, επιταγή κλπ., περίπτωση που δε συντρέχει εν προκειμένω, β) τα έξοδα έκδοσης διαταγής πληρωμής περιλαμβάνουν δικαστικό ένσημο, που υπολογίζεται σε ποσοστό 4,28%ο επί του ποσού της απαίτησης, την αμοιβή του δικηγόρου για τη σύνταξη της αίτησης, που υπολογίζεται σε ποσοστό 2% επί του ποσού της απαίτησης κλπ., το δε ύψος της επιδικασθείσας απαίτησης δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων δικαστικών εξόδων στο ποσό των 100.000 ευρώ, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι ο Κώδικας Δικηγόρων ορίζει μόνο την κατώτατη και όχι την ανώτατη αμοιβή (ΑΠ 592/1999 ΕλλΔνη 2000 68).

Με τον έκτο και τελευταίο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας των επιδίκων συμβάσεων εκ μέρους της αντιδίκου τους και η έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής ήταν καταχρηστική, καθώς η αδυναμία καταβολής των δόσεων, που συμφωνήθηκαν, οφειλόταν στην επιβολή των περιοριστικών μέτρων του άρθρου 14 ν.2523/1997 σε ακίνητα της πρώτης ανακόπτουσας από τη ΦΑΕΕ Αθηνών λόγω φορολογικής εκκρεμότητας, γεγονός που τελούσε εν γνώσει των διευθυντικών στελεχών της καθής η ανακοπή, η οποία είχε εγγράψει προς εξασφάλιση των απαιτήσεών της προσημειώσεις υποθήκης. Ότι, επιπλέον, ενώ μέχρι το μήνα Ιούνιο του έτους 2010, προέβησαν σε καταβολή μεγάλου μέρους των οφειλών τους, δεν κατέστη εφικτή άλλη καταβολή, διότι δεν είχε ολοκληρωθεί από την αρμόδια φορολογική αρχή ο επανέλεγχος των βιβλίων της πρώτης ανακόπτουσας ανώνυμης εταιρίας και έτσι δεν ήρθησαν τα επιβληθέντα σε βάρος της ακίνητης περιουσίας της μέτρα, που απαγόρευαν τη χορήγηση φορολογικής ενημερότητας. Ότι από την όλη στάση της καθής αυτοί, δηλ. οι ανακόπτοντες, συνήγαγαν ότι η τελευταία δεν πρόκειται να προβεί στη λήψη εκτελεστικών μέτρων σε βάρος τους.  Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι παραδεκτός και νόμιμος στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, προκειμένου να κριθεί, αν είναι και κατ΄ ουσία βάσιμος.

Από την ένορκη κατάθεση του νομίμως εξετασθέντος ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με επιμέλεια των ανακοπτόντων, μάρτυρα, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου (η καθής η ανακοπή δεν επιμελήθηκε της εξέτασης μάρτυρα) και όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για ορισμένα από τα οποία γίνεται σχετική μνεία παρακάτω, χωρίς πάντως κανένα να παραλείπεται για την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με την υπ΄αριθμ. ……../12-6-2007 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, που καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ της καθής τράπεζας και της πρώτης ανακόπτουσας ανώνυμης εταιρίας, χορηγήθηκε στην τελευταία πίστωση μέχρι του ποσού των 4.008.000 ευρώ με τόκο και προμήθεια, η οποία θα εξυπηρετείτο με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό υπό τους όρους και τις συμφωνίες, που περιέχονται στη σύμβαση, την τήρηση της οποίας και την πληρωμή του καταλοίπου εκ μέρους της πιστούχου εγγυήθηκαν οι λοιποί των ανακοπτόντων μέχρι του συνολικού ποσού αυτής συνυπογράφοντας την εν λόγω σύμβαση. Για την εξυπηρέτηση της ανωτέρω πίστωσης υπέρ της ως άνω πιστούχου λειτούργησαν οι υπ΄αριθμ. ……… λογαριασμοί. Ακολούθως, στις 15-5-2009, υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων πρόσθετη πράξη, με την οποία συμφωνήθηκαν οι ειδικότερα αναφερόμενοι σε αυτή όροι, που συμπληρώνουν την ως άνω σύμβαση, της οποίας η εν λόγω πρόσθετη πράξη αποτελεί αναπόσπαστο μέρος, οι δε ανακόπτοντες εγγυητές τους αποδέχθηκαν ανεπιφύλακτα, εγγυώμενοι την εμπρόθεσμη και πλήρη εξόφληση από την πιστούχο κάθε χρεωστικού υπολοίπου των λογαριασμών της πίστωσης, όπως θα έχουν διαμορφωθεί κατά το οριστικό κλείσιμο της, κατά τους όρους της σύμβασης αυτής, από κεφάλαιο, τόκους πάσης φύσεως, τυχόν προμήθειες, τέλη και επιβαρύνσεις, έξοδα και γενικά την εκπλήρωση από την πιστούχο όλων των υποχρεώσεων, που ανέλαβε με την ως άνω σύμβαση, ενεχόμενοι εις ολόκληρον με αυτή ευθυνόμενοι ως αυτοφειλέτες και παραιτούμενοι από τις ενστάσεις διαιρέσεως και διζήσεως και από όλα τα δικαιώματά τους και ενστάσεις, που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 852-862, 863, 867 και 868 ΑΚ. Στις 15-5-2009, οι ανακόπτοντες συνήψαν στον Πειραιά με την αντίδικό τους  το από 15-5-2009 πρόσθετο σύμφωνο ρύθμισης οφειλής επί της ως άνω υπ΄αριθμ. ………./12-6-2007 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, με το οποίο: α) αναγνώρισαν ότι το συνολικό οφειλόμενο υπόλοιπο για τον υπ΄αριθμ. ……… λογαριασμό ανερχόταν κατά την ως άνω ημερομηνία στο ποσό των 3.224.601,28 ευρώ, β) συμφώνησαν την αποπληρωμή του εν λόγω ποσού τμηματικά εντός 48 μηνών με ισόποσες εξαμηνιαίες χρεολυτικές δόσεις, η πρώτη καταβλητέα στις 15-6-2010 και οι επόμενες την 15η κάθε 6ου και 12ου μήνα, ενώ η τελευταία, στις 15-6-2014, εντόκως με κυμαινόμενο για όλη τη διάρκεια αποπληρωμής τελικό επιτόκιο ίσο με το ισχύον επιτόκιο της σύμβασης πλέον των εισφορών του ν. 128/1975. Από την ημερομηνία της ως άνω αναγνώρισης και ρύθμισης (15-5-2009) ο υπ΄αριθμ. ……… λογαριασμός κινήθηκε περαιτέρω. Επίσης, στις 23-12-2009, η καθής η ανακοπή, όπως είχε δικαίωμα από τη σύμβαση και το νόμο, μετέφερε το υπόλοιπο του ως άνω υπ΄αριθμ. …….. λογαριασμού στον υπ΄ αριθμ. ……… λογαριασμό, που ανοίχθηκε στην καθής τράπεζα στο όνομα της πρώτης ανακόπτουσας. Στις 24-12-2009, οι ανακόπτοντες συνήψαν στον Πειραιά με την καθής το από 24-12-2009 πρόσθετο σύμφωνο ρύθμισης οφειλής επί της ως άνω υπ΄αριθμ. ………/12-6-2007 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, με το οποίο: α) αναγνώρισαν ότι το συνολικό οφειλόμενο υπόλοιπο για τον υπ΄ αριθμ. …….. και συνακόλουθα τον υπ΄αριθμ. …….. λογαριασμό από την ως άνω σύμβαση ανερχόταν, κατά την ως άνω ημερομηνία, στο ποσό των 298.911,13 ευρώ, β) συμφώνησαν την αποπληρωμή του ως άνω ποσού τμηματικά εντός 60 μηνών με ισόποσες τριμηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις, η πρώτη καταβλητέα στις 23-3-2010 και οι επόμενες την 23η κάθε 3ου μήνα, ενώ η τελευταία στις 23-12-2015 εντόκως, με κυμαινόμενο για όλη τη διάρκεια αποπληρωμής τελικό επιτόκιο, ίσο με το ισχύον επιτόκιο της σύμβασης, πλέον των εισφορών του ν. 128/1975. Από την ημερομηνία της ως άνω αναγνώρισης και ρύθμισης (24-12-2009) ο ως άνω υπ΄αριθμ. ……… λογαριασμός κινήθηκε περαιτέρω. Στις 16-9-2010, η καθής τράπεζα, όπως είχε δικαίωμα από τη σύμβαση και το νόμο, προέβη σε οριστικό κλείσιμο της ως άνω πίστωσης και των δύο ως άνω λογαριασμών και σε μεταφορά των χρεωστικών υπολοίπων, που εμφάνισαν την ίδια ημέρα (ήτοι στις 16-9-2010) οι εν λόγω υπ΄αριθμ. ……… και ………. λογαριασμοί, σε αντίστοιχους λογαριασμούς οριστικής καθυστέρησης, που ανοίχθηκαν στην καθής στο όνομα της πρώτης ανακόπτουσας. Ειδικότερα, το χρεωστικό υπόλοιπο του υπ΄αριθμ. ………. λογαριασμού, ανερχόμενο στις 16-9-2010 στο ποσό των 3.580.530,49 ευρώ, η καθής μετέφερε την ίδια ημέρα (16-9-2010) στον υπ΄αριθμ. …… λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης. Επίσης, το χρεωστικό υπόλοιπο του υπ΄αριθμ. …….. λογαριασμού, ανερχόμενο στις 16-9-2010 στο ποσό των 321.146,27 ευρώ, η καθής μετέφερε την ίδια ημέρα (16-9-2010) στον υπ΄αριθμ. ………. λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα ουδόλως αποδείχθηκε ότι η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας των επιδίκων συμβάσεων εκ μέρους της καθής η ανακοπή και η έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής υπερέβαινε και μάλιστα προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (άρθρ. 281 ΑΚ). Τούτο διότι, όπως αποδεικνύεται από τις κινήσεις των λογαριασμών, που προσκομίζονται, δεν έλαβαν χώρα  καταβολές το χρονικό διάστημα από 7-11-2008 για τον ένα και από 30-6-2009 για τον άλλο λογαριασμό, όπως οι ανακόπτοντες αβασίμως διατείνονται. Επιπλέον δε, ο μάρτυρας …………., ο οποίος εξετάστηκε με επιμέλεια των ανακοπτόντων, δεν ανέφερε στην ένορκη κατάθεσή του περί περιοριστικών μέτρων σε βάρος της ακίνητης περιουσίας της πρώτης ανακόπτουσας, όπως ισχυρίστηκαν οι ανακόπτοντες, αλλά ότι, λόγω της γνωστής δεινής κρίσης στην κτηματαγορά, η πρώτη ανακόπτουσα δεν ήταν σε θέση να μεταβιβάσει την κυριότητα ακινήτων της και ως εκ τούτου να εξασφαλίσει τα αναγκαία χρηματικά ποσά για την καταβολή των οφειλομένων δόσεων, επιπλέον δε είχε ενημερωθεί σχετικά η τράπεζα και ‘’υπήρχε προφορική διαβεβαίωση’’ (βλ. τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου). Εξάλλου, η αδυναμία καταβολής των οφειλομένων δόσεων δεν ήταν απλώς παροδική, όπως οι ανακόπτοντες αβασίμως διατείνονται, και τούτο καταδεικνύεται από το γεγονός ότι έχουν παρέλθει οκτώ περίπου έτη και οι τελευταίοι δεν προέβησαν σε καμία καταβολή. Με τα δεδομένα αυτά καθίσταται σαφές ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας εκ μέρους της καθής η ανακοπή.

Επομένως, με βάση όλα τα ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να απορριφθεί, να επικυρωθεί η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής (άρθρ. 633§1 ΚΠολΔ), να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο εν όψει της τελικής κρίσης του Δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης (άρθρ. 495§3 εδ. ε KΠολΔ) και να καταδικαστούν οι ανακόπτοντες λόγω της ήττας τους (άρθρ. 176, 183 ιδίου Κώδικα) στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθής η ανακοπή και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας υπολογιζομένων κατ΄ άρθρα 63§1, 65 και 68 του Κώδικα περί Δικηγόρων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ΄αριθμ. 4045/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την ανακοπή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την υπ΄αριθμ. ……./2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ανακόπτοντες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθής η ανακοπή και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (23.500).

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 1η Φεβρουαρίου 2018 και δημοσιεύθηκε σε έκταση δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου στο ακροατήριο του στις   9 Μαρτίου 2018 απόντων και διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ