Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 160/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός Απόφασης 160/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση του Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.I.Δ.) με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», ως ειδικού διαδόχου της τρίτης εναγομένης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία ……., λόγω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της, που ηττήθηκε εν μέρει στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της υπ’αριθμ. 233/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (όπως διορθώθηκε με την υπ’αριθμ. 3020/2015 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου), η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της δίκης, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση της ασφάλισής του (άρθρα 666, 667, 670-676 και 681Α του ΚΠολΔ), επί της από 23.4.2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……/25.4.2013) αγωγής του εφεσιβλήτου, διώκουσας την αναγνώριση της υποχρέωσης των τριών (3) εναγομένων, εκάστου εις ολόκληρον, καταβολής σ’αυτόν αποζημίωσης για την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας και της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, που υπέστη, σε τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα, και στρεφομένης κατά των 1)  …….., 2.)…., και 3) ανωτέρω ασφαλιστικής εταιρίας, ως του φερομένου ως αποκλειστικά υπαιτίου της ένδικης σύγκρουσης οδηγού του εμπλακέντος στο ατύχημα Ε.Δ.Χ. αυτοκινήτου – ταξί, του ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου αυτού, καθώς και της ασφαλιστικής εταιρίας του ζημιογόνου οχήματος αντίστοιχα, και με την οποία (απόφαση) έγινε εν μέρει δεκτή η προαναφερθείσα αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 § 1 του ΚΠολΔ), με  την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 3.6.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ……./3.6.2014), ήτοι προ πάσης επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ [όπως ίσχυε προ της τροποποίησής του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), το οποίο εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα, που ασκούνται μετά από την 1.1.2016, και, επομένως, όχι εν προκειμένω] προθεσμίας των τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 13.1.2014, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από το εκκαλούν κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να  γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων με την από 23.4.2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./25.4.2013) αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενος ότι σε τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα, που έλαβε χώρα υπό τις αναλυτικά εκτιθέμενες στο δικόγραφο συνθήκες, από αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου των εναγομένων, και δη από αμέλεια αυτού, οδηγού Ε.Δ.Χ.αυτοκινήτου – ταξί, κυριότητας του δευτέρου εναγομένου και ασφαλισμένου για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από την κυκλοφορία του στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, προκλήθηκε ο σοβαρός τραυματισμός του, εκ του οποίου υπέστη μόνιμη αναπηρία, καθώς απώλεσε σε ποσοστό 80% την όρασή του στο δεξιό οφθαλμό, αλλά και υλικές ζημίες στη δίκυκλη μοτοσικλέτα του, στην οποία επέβαινε, και η οποία συγκρούσθηκε με το ανωτέρω ζημιογόνο όχημα, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρον, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του (της ειδικής αποζημίωσης του άρθρου 931 του ΑΚ συμπεριλαμβανομένης) και ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, το συνολικό ποσό των 161.597,72 ευρώ, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή αναφερόμενα ως προς έκαστο των επιμέρους κονδυλίων του αιτήματος, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ο ενάγων, παραδεκτά, με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας του δικηγόρου,  που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, και επίσης περιλήφθηκε στις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις του, προέβη σε τροπή του αγωγικού αιτήματος στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση της ασφάλισής του (άρθρα 666, 667, 670-676 και 681Α του ΚΠολΔ), η υπ’αριθμ.223/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος υπήρξε αποκλειστικά υπαίτιος της ένδικης σύγκρουσης, και απορρίφθηκαν ως κατ’ουσίαν αβάσιμες οι προβληθείσες ενστάσεις των εναγομένων περί πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης του συνόλου των αξιώσεων του ενάγοντος από το συγκεκριμένο συμβάν κατόπιν καταβολής προς αυτόν από τον πρώτο εναγόμενο του ποσού των 9.000 ευρώ, ως προς το οποίο επήλθε συμβιβασμός τους, περί καταχρηστικής για το λόγο αυτό άσκησης της αγωγής, αλλά και περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στην πρόκληση και έκταση του τραυματισμού του στο κεφάλι κατά ποσοστό 80%, καθόσον, αν και οδηγός δίκυκλης μοτοσικλέτας, δε φορούσε προστατευτικό κράνος, καθώς και ως ουσιαστικά αβάσιμα τα κονδύλια α) της αποζημίωσης του άρθρου 931 του ΑΚ, ποσού 50.000 ευρώ, διότι έγινε δεκτό ότι ο ενάγων δεν υπέστη από το εν λόγω ατύχημα μόνιμη σωματική αναπηρία, και συγκεκριμένα μείωση της όρασής του στο δεξιό οφθαλμό, και β) το κονδύλιο των 960 ευρώ, που αφορούσε σε δαπάνη μίσθωσης ταξί από τον ενάγοντα για τις μετακινήσεις του για χρονικό διάστημα 4 εβδομάδων μετά το ατύχημα, στη συνέχεια έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στο ενάγοντα, ο καθένας εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των 13.249,07 ευρώ, εκ των οποίων ποσό 5.249,07 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής (θετικής) ζημίας του, και δη α) το ποσό των 400 ευρώ επιδικάσθηκε ως η αξία της ολικά καταστραφείσας από το ατύχημα δίκυκλης μοτοσικλέτας του, κατόπιν αφαίρεσης της αξίας των υπολειμμάτων της, κατά παραδοχήν σχετικής ένστασης των εναγομένων, β) το συνολικό ποσό των 229,07 ευρώ ως δαπάνη για τη μεταφορά της εν λόγω μοτ/τας από τον τόπο του ατυχήματος και τη φύλαξή της, γ) το ποσό των 420 ευρώ ως πλασματική δαπάνη για την παροχή προς αυτόν υπηρεσιών αποκλειστικής νοσοκόμας και οικιακής βοηθού από τη σύζυγό του κατά το διάστημα της νοσηλείας του και, ακολούθως, για χρονικό διάστημα 3 εβδομάδων μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο, κατά το οποίο παρέμεινε στην οικία του, αδυνατώντας μερικώς να αυτοεξυπηρετηθεί, αντίστοιχα, δ) το ποσό των 200 ευρώ αφορούσε στην αξία των καταστραφέντων στο ατύχημα ενδυμάτων, υποδημάτων, κράνους και ρολογιού του και ε) το ποσό των 4.000 ευρώ κρίθηκε ότι οφείλεται ως καταβληθείσα αμοιβή του Ιατρού – Οδοντιάτρου …………. για διενεργηθείσες στον ενάγοντα οδοντιατρικές εργασίες, και το υπόλοιπο ποσό των 8.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, λόγω του τραυματισμού του και της ολικής καταστροφής της μοτ/τας του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Η ανωτέρω απόφαση διορθώθηκε οίκοθεν ως προς το έτος δημοσίευσής της, από το εσφαλμένο 2013 στο ορθό 2014, αλλά και ως προς το επώνυμο του γραμματέα της έδρας, με την υπ’αριθμ.3020/2015 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου. Κατά της απόφασης αυτής, όπως διορθώθηκε κατά τα προεκτεθέντα, παραπονείται το Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΞ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ», ως ειδικός διάδοχος της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό τρίτης εναγομένης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας, λόγω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της τελευταίας, με την υπ’αριθμ. 84/16.7.2013 Απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (Φ.Ε.Κ. Β΄1751/17.7.2013), ήτοι μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, που έλαβε χώρα στις 14.6.2013, αυτοδίκαια, επομένως, υπεισελθόν στο σύνολο των εννόμων σχέσεών της, και, επομένως, και των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών της από την ασφαλιστική σύμβαση του οχήματος, κυριότητας του δευτέρου εναγομένου, αλλά και πλήρως υποκατασταθέν στη δικονομική της θέση στην παρούσα δίκη, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς τις παραδοχές του επί της ουσίας της υπόθεσης, και συγκεκριμένα ως προς την κρίση του περί απόρριψης ως αβασίμων των προβληθεισών ενστάσεων των εναγομένων α) εξόφλησης κάθε αξίωσης του ενάγοντος από το επίδικο τροχαίο ατύχημα, κατόπιν συμβιβασμού τους στο ποσό των 9.000 ευρώ, που καταβλήθηκε από τον πρώτο εναγόμενο, β) καταχρηστικής άσκησης της αγωγής για τον ίδιο ακριβώς λόγο, και γ) συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος στον τραυματισμό του λόγω μη χρήσης προστατευτικού κράνους, αλλά και ως προς τις παραδοχές της εκκαλουμένης αναφορικά με τα συγκεκριμένα κονδύλια, ως προς τα οποία η αγωγή έγινε δεκτή και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας (εν όλω ή εν μέρει κατά περίπτωση), ενώ το κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης, που αφορά στην υπαιτιότητα στην πρόκληση του ατυχήματος, ως προς το οποίο (ατύχημα), όπως προεκτέθηκε, κρίθηκε ο πρώτος εναγόμενος αποκλειστικά υπαίτιος, δεν προσβάλλεται από το εκκαλούν. Περαιτέρω, το πρώτον με την ένδικη έφεσή του προβάλλει τους ισχυρισμούς α) του περιορισμού του ποσού, που τυχόν αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα, σε περίπτωση παραδοχής της αγωγής, σε ποσοστό 85% αυτού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.2 εδαφ.α΄ περίπτωση γ΄του π.δ.237/1986,  όπως η παράγραφος 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ.γ΄του ν.4092/2012, που εφαρμόζεται αναδρομικά και εν προκειμένω και καταλαμβάνει και τις αξιώσεις από το επίδικο τροχαίο ατύχημα,  παρότι ήδη γεγεννημένες κατά την έναρξη ισχύος του ν.4092/2012 (8.11.2012), εφόσον η πρωτόδικη (οριστική) απόφαση εκδόθηκε μεταγενέστερα, και β) του υπολογισμού τόκων επί της σε βάρος του απαίτησης του ενάγοντος με επιτόκιο 6% ετησίως, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 4 παρ.γ΄του ν.4092/2012. Οι ανωτέρω ενστάσεις παραδεκτά προτείνονται ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου με την κρινόμενη έφεση (άρθρο 529 και 269 παρ.2 α΄του ΚΠολΔ), διότι, όπως προεκτέθηκε,  το εκκαλούν υπεισήλθε στην παρούσα δίκη μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, όταν ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της τρίτης εναγομένης – ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας, και, επομένως, εκ των πραγμάτων, δε μπορούσε να τους προβάλει πρωτοδίκως. Ζητείται δε με την έφεση η εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αγωγή.

Με το άρθρο 1 παρ. 4 της 2ης Οδηγίας του Συμβουλίου της 30ης.12.1983 «Για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων (84/5/ΕΟΚ) ορίζεται ότι «κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης της υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1». Στα πλαίσια του Ελληνικού Δικαίου για το ζήτημα τούτο είχε ήδη προβληθεί στα άρθρα 16 επ. του ν. 489/1976, που κωδικοποιήθηκε με το ΠΔ 237/1986, καθώς ιδρύθηκε το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων, και συντετμημένα «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ» το οποίο τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργού Ανάπτυξης, εδρεύει στην Αθήνα και διέπεται από τις διατάξεις του άνω νόμου. Ωστόσο, σύμφωνα με τη διατύπωση της διάταξης της ανωτέρω Οδηγίας αυτή αφορά μόνο στην περίπτωση της οδήγησης αυτοκινήτου από ανασφάλιστο όχημα ή όχημα αγνώστων στοιχείων, όχι και στην περίπτωση της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του ασφαλιστή ή της πτώχευσής του, η επέκταση δε του θεσμού του Ε.Κ και στις περιπτώσεις αυτές έγινε με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. δ του ν 489/1976 κατ’ επιλογήν του έλληνα νομοθέτη. Εξάλλου, σύμφωνα με την Οδηγία του Συμβουλίου της 24.4.1972 «περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής» (72/166 ΕΟΚ) προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ. 1 εκτός ότι «κάθε κράτος μέλος λαμβάνει…όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη η σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφός του να καλύπτεται από ασφάλιση». Η υποχρέωση αυτή καλύπτεται με την πρόβλεψη της υποχρεωτικής κάλυψης με ασφάλιση της έναντι τρίτων αστικής ευθύνης (άρθρα 2 επ. του π.δ. 237/1986) καθώς και με την πρόβλεψη ποινικής και διοικητικής ευθύνης του οδηγού σε περίπτωση οδήγησης ανασφάλιστου αυτοκινήτου. Με το άρθρο τέταρτο του ν. 4092/2012 τροποποιήθηκαν διατάξεις του ΠΔ 237/1986 και ειδικότερα με το στοιχείο γ΄ του ως άνω άρθρου, αντικαταστάθηκε το άρθρο 19 παρ. 2 ΠΔ 237/1986, το οποίο πλέον προβλέπει μεταξύ άλλων α) ότι η αποζημίωση που καταβάλλει το Ε.Κ. για χρηματικές ικανοποιήσεις λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των 60.000 ευρώ για κάθε δικαιούχο και β) ότι, στην περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του ασφαλιστή ή τέλος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής εταιρείας, το συνολικό ποσό για την αποζημίωση από το Ε.Κ καταβάλλεται όχι ολόκληρο, αλλά με βάση τα ποσοστά, που η ίδια διάταξη λεπτομερώς ορίζει. Ειδικότερα, με τις διατάξεις των άρθρων 5, 6 §§ 1, 2, 5, 6 και 10 § 1 του ΠΔ/τος 237/1986 καθιερώθηκε η υποχρεωτική ασφάλιση της από αυτοκινητικά ατυχήματα ευθύνης, η οποία καλύπτει την έναντι τρίτων αστική ευθύνη εξαιτίας θανάτωσης ή σωματικής βλάβης ή ζημιών σε πράγματα, στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική αξίωση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη, το δε ασφαλιστικό ποσό είναι τουλάχιστον ίσο με αυτό που καθορίζει κάθε φορά με αποφάσεις της η ΕΠ.Ε.ΙΑ για κάθε είδος κινδύνου που υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 19 παρ. 1 του ιδίου ως άνω ΠΔ/τος, το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα και σε περίπτωση που αυτά προκαλούνται από ανασφάλιστο όχημα ή από όχημα αγνώστων στοιχείων ή ασφαλισμένο σε ασφαλιστική εταιρία που πτώχευσε ή της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2 του Π.Δ. 237/1986, όπως το περιεχόμενό της αντικαταστάθηκε με την παρ.γ΄ του τέταρτου άρθρου του ν. 4092/2012 ορίζονται τα ακόλουθα: « Η αποζημίωση που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο για χρηματικές ικανοποιήσεις λόγω ψυχικής οδύνης δε μπορεί να υπερβεί το ποσό των 6.000 ευρώ για κάθε δικαιούχο. Η αποζημίωση για τα εδάφια α΄ και β΄της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να υπερβεί τα κατά το άρθρο 6 παράγραφος 5 κατώτατα όρια ασφαλιστικών ποσών του χρόνου του ατυχήματος. Στις περιπτώσεις του εδαφίου γ΄ της προηγούμενης παραγράφου το συνολικό ποσόν για την αποζημίωση καταβάλλεται σύμφωνα με τα ακόλουθα: α) για αποζημίωση ύψους έως 4.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 90% αυτής, β) για αποζημίωση ύψους από 4.001 έως 10.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 87,5% αυτής, με κατώτατο όριο 3.600 ευρώ, γ) για αποζημίωση ύψους από 10.001 έως 30.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 85% αυτής, με κατώτατα όριο 8.750 ευρώ, δ) για αποζημίωση ύψους από 30.001 έως 60.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 80% αυτής, με κατώτατο όριο 25.000 ευρώ, ε) για αποζημίωση ύψους από 60.001 έως 100.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 70% αυτής, με κατώτατο όριο 48.000 ευρώ, στ) για αποζημιώσεις το ύψος των οποίων υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο με το 70% αυτής, με ανώτατο όριο τις 100.000 ευρώ. Το Επικουρικό Κεφάλαιο υποχρεούται στην καταβολή αποζημίωσης και πέραν των 100.000 ευρώ σε πρόσωπα που ζημιώθηκαν με αναπηρία, η φύση και ο βαθμός της οποίας, καθώς και το ύψος αποζημίωσης, θα ορισθούν με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ). Η ανωτέρω γνώμη διατυπώνεται εντός 30 ημερών από την περιέλευση στο ΚΕΠΑ του σχετικού αιτήματος του Υπουργού Οικονομικών. Σε περίπλοκη άπρακτης της προθεσμίας των 30 ημερών, η κοινή υπουργική απόφαση εκδίδεται χωρίς τη γνώμη αυτή. Η ρύθμιση της παρούσας παραγράφου καταλαμβάνει και τις ήδη γεγεννημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση. Οι δικαιούχοι αποζημίωσης δύναται να διεκδικήσουν το  υπόλοιπο  ποσόν της ζημίας από την κοινή εκκαθάριση…». Ο ποσοτικός αυτός περιορισμός κατά την αιτιολογική έκθεση θεσπίστηκε από το νομοθέτη, προκειμένου το ΕΚ να εξακολουθήσει να εξυπηρετεί τον κoινωνικό σκοπό για τον οποίο συνεστήθη. Όμως η διάταξη αυτή είναι αντίθετη: α) Με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού με αυτή αναγνωρίζεται υπέρ του Ε.Κ. ευνοϊκή μεταχείριση, ενώ τίθεται σε δυσμενέστερη θέση έναντι αυτού ο άλλος διάδικος, β) με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., αφού δεν προκύπτει ότι υφίσταται λόγος δημοσίου συμφέροντος, που να καθιστά συνετή τη διαφοροποίηση αυτή, γ) με τη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., ενόψει ότι γίνεται προσβολή της περιουσίας του ζημιωθέντος διαδίκου χωρίς να γίνεται επίκληση σοβαρού λόγου δημοσίου συμφέροντος δ) με την ήδη και συνταγματικώς κατοχυρωμένη (αρ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος) αρχή της αναλογικότητας, η οποία υπαγορεύει την τήρηση της αναλογίας ανάμεσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και τα μέσα, που χρησιμοποιούνται, προδήλως δε προβάλλεται στην προκειμένη περίπτωση. Τούτο δε, γιατί και αν θεωρηθεί ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι η προστασία του Επικουρικού Κεφαλαίου, το ποσό της αποζημίωσης μειωμένο κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 19 ΠΔ 237/1986 από εκείνο που υποχρεούται να καταβάλει ο οφειλέτης ιδιώτης, δεν είναι αναλογικό και ε) με την αρχή της ισότητας, όπως αυτή προστατεύεται από το άρθρο 4 του Συντάγματος, καθώς επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παρ. 1 του άρθρου 19 του Π.Δ 237/1986, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το ν. 4092/2012, δηλαδή στις περιπτώσεις όπου ο οδηγός του ζημιογόνου οχήματος παραμένει άγνωστος και όπου το ζημιογόνο όχημα είναι εξ αρχής ανασφάλιστο, με την περίπτωση γ΄ της ίδιας παραγράφου, δηλαδή όταν το ζημιογόνο όχημα ήταν μεν ασφαλισμένο, αλλά η ασφαλιστική εταιρεία στην οποία ήταν αυτό ασφαλισμένο πτώχευσε, ή η σε βάρος της εκτέλεση απέβη άκαρπη ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της λόγω παράβασης νόμου. Η εφαρμογή της διάταξης αυτής έχει ως αποτέλεσμα ότι όταν το Δικαστήριο επιδικάσει αποζημίωση υπέρ του παθόντος εξαιτίας ατυχήματος από όχημα το οποίο υπάγεται στην περίπτωση γ΄ (ανάκληση αδείας κλπ), θα υποχρεώσει τον οδηγό του ζημιογόνου οχήματος να καταβάλει ιδίαις δαπάναις και με προσωπική του κράτηση λόγω της αδικοπραξίας, τη διαφορά που θα προκύψει από την εφαρμογή της ποσόστωσης υπέρ του Ε.Κ. Έτσι, τίθεται αναιτιολογήτως σε δυσμενέστερη μοίρα ο επιμελής ιδιοκτήτης και οδηγός του ζημιογόνου οχήματος, ο οποίος φρόντισε να ασφαλίσει το όχημά του και μετά ταύτα έπαυσε ισχύουσα η ασφάλισή του για τους παραπάνω λόγους, έναντι του αμελούς οδηγού, ο οποίος ουδέποτε ασφάλισε το ζημιογόνο όχημα. Η ίδια ρύθμιση θέτει σε δυσμενέστερη θέση τον ασφαλισμένο για τον οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις της περ. γ΄, σε σχέση με τον ασφαλισμένο για τον οποίον δεν τίθεται θέμα πτώχευσης κλπ. της ασφαλιστικής του εταιρίας και ο οποίος απολαύει ακωλύτως των από την ασφάλιση ευεργετημάτων, χωρίς να αιτιολογείται για ποιο λόγο συντρέχει αυτή η διαφοροποίηση μεταξύ των πρακτικά ομοίων περιπτώσεων ασφαλισμένων, η διαφορά των οποίων συνίσταται μόνο στην, λόγω δυσμενών συγκυριών, ανατροπή των εκ της ασφάλισης αποτελεσμάτων, την οποία υφίσταται ανυπαιτίως ο συναλλασσόμενος της περ.γ΄ του παραπάνω νόμου. Εξάλλου, η ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ του Ε.Κ. δε δικαιολογείται από λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, αλλά αντιτίθεται σ’ αυτό, καθώς δημιουργεί κοινωνική ανισότητα, όπως προπεριγράφηκε. Άλλωστε, ούτε από την αιτιολογική έκθεση του νόμου 4092/2012, όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται «γίνεται προσπάθεια να διασφαλισθεί η ομαλή λειτουργία του Επικουρικού Κεφαλαίου επιχειρώντας να σταθμιστούν οι υποχρεώσεις του χωρίς να διακινδυνεύει η οικονομική του θέση, λόγω ακριβώς του ιδιαίτερου επικουρικού του σκοπού» προκύπτει οποιοσδήποτε λόγος κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι «επικουρικότητα» δεν σημαίνει εν μέρει ικανοποίηση του δικαιούχου, αλλά (πλήρη) αποζημίωση όταν δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα ικανοποίησης του δικαιούχου, ή η δυνατότητα αυτή, κατά την αντίληψη του νομοθέτη δεν προσφέρει ελπίδες επιτυχίας. Υπό τα ως άνω, η προαναφερόμενη ρύθμιση εξυπηρετεί το απλό ταμειακό συμφέρον του ΕΚ, το οποίο δεν ταυτίζεται με το δημόσιο ή το γενικό συμφέρον και ουσιαστικώς επιχειρείται να καλυφθεί η αδυναμία ή η απροθυμία ουσιαστικού και συνεχούς ελέγχου στην ασφαλιστική αγορά που τελικώς καταλήγει σε επιβράβευση των παρανομιών των ασφαλιστικών εταιριών ή φυσικών προσώπων οδηγών αυτοκινήτων στερώντας από το συνεπή και νομοταγή οδηγό την ασφαλιστική κάλυψη, που λόγω της συνεχούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του, ανέμενε και δικαιούται να έχει, με αποτέλεσμα η ρύθμιση αυτή να έρχεται σε αντίθεση και με το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Η ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση οδηγεί στην παράδοξη και μη ανεκτή σε ένα ευνομούμενο κράτος συνέπεια να στερεί ουσιαστικά την ασφαλιστική κάλυψη από τον ιδιοκτήτη κλπ. αυτοκινήτου, ακόμη και στη μοναδική ίσως περίπτωση του οδηγητικού του βίου που θα προκαλούσε ατύχημα, παρά το γεγονός, ότι, συμμορφούμενος με άλλη νομοθετική ρύθμιση, κατέβαλε, συνεπέστατα, σ’ολόκληρο τον εν λόγω βίο του, το σύνολο των ασφαλίστρων στις ασφαλιστικές εταιρίες, ένα μέρος των οποίων κατέληγε στο Επικουρικό Κεφάλαιο, για να τύχει της αναμενόμενης και υποσχεθείσας ασφαλιστικής κάλυψης, όταν θα προκαλούσε ατύχημα. Έτσι ο πολίτης υποχρεώνεται με ένα νόμο να καταβάλει ασφάλιστρα για να τύχει ασφαλιστικής κάλυψης, και με άλλο νόμο, χωρίς να καταργείται η παραπάνω υποχρέωσή του, να στερείται, παρά το ότι ανταποκρίθηκε στην ανωτέρω υποχρέωσή του, την ασφαλιστική κάλυψη που του υποσχέθηκαν με δικαιολογητικό λόγο να επιβιώσει το Επικουρικό Κεφάλαιο ενόσω το Κράτος εμφανίζεται αδύναμο ή απρόθυμο να ασκεί τον επιβαλλόμενο προς προστασία των πολιτών του έλεγχο στην ασφαλιστική αγορά. Συνεπώς με το να στερεί η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση από τον συνεπή ασφαλισμένο οδηγό την ασφαλιστική κάλυψη, που, λόγω της συνεχούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του, ανέμενε και δικαιούται, μετατρέπει, ουσιαστικά, το ασφάλιστρο σε φόρο και μη ανταποδοτικό τέλος υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου και η οποία ρύθμιση, πέραν της αντίθεσής της προς τις παραπάνω υπερνομοθετικές διατάξεις, έρχεται, σε αντίθεση και με το περί δικαίου αίσθημα, μη δυνάμενη, επομένως και από το λόγο αυτό, να τύχει εφαρμογής. Εάν ως δημόσια ωφέλεια νοείται η θέση του Επικουρικού Κεφαλαίου, η διασφάλιση δηλαδή της ομαλής λειτουργίας του, με τη στάθμιση των υποχρεώσεών του χωρίς να διακινδυνεύει η οικονομική του υπόσταση, με τις παραπάνω διατάξεις του νόμου 4092/2012 αναιρείται η ίδια η λειτουργία του, αφού δεν θα καταβάλει πλέον παρά μόνο ελάχιστο μέρος των αποζημιώσεων των παθόντων τροχαίων ατυχημάτων, με αποτέλεσμα να καταργούνται δικαιώματα αυτών που κατ’επίφαση ο εν λόγω νόμος ήθελε να προστατεύσει (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 463/2015, ΜονΕφΠειρ 568/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, βλ. επίσης σχετικά με το ότι ο περιορισμός  της ευθύνης προς αποζημίωση του Επικουρικού Κεφαλαίου για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης μέχρι του ποσού των 6.000 ευρώ για κάθε δικαιούχο, που καθιερώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.γ΄ του ν.4092/2012, με την οποία αντικαταστάθηκε η παρ.2 του άρθρου 19 του Π.Δ. 237/1986, αντίκειται στο Σύνταγμα, στο Κοινοτικό Δίκαιο και στην Ε.Σ.Δ.Α. ΟλΑΠ 4 και 5/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, με το v. 489/1976, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 01.01.1978 (ήδη π.δ. 237/1986) καθιερώθηκε η υποχρεωτική ασφάλιση της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης, με σκοπό την πληρέστερη ικανοποίηση των ζημιωθέντων από ατύχημα. Η ύπαρξη φερέγγυου ασφαλιστή αποτελεί μια ισχυρή εγγύηση για την εξασφάλιση των θυμάτων από αυτοκινητικά ατυχήματα, με βάση τις διατάξεις του ν. 489/1976, η οποία όμως δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Ειδικότερα, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το ζημιογόνο αυτοκίνητο δεν είναι ασφαλισμένο, ο ευθυνόμενος κατά νόμο για το ατύχημα είναι άγνωστος, υπάρχει αποκλεισμός ευθύνης του ασφαλιστή γιατί το ατύχημα προκλήθηκε από πρόθεση του αντισυμβαλλομένου ή του ασφαλισμένου ή ο ασφαλιστής κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις μειώνονται οι πιθανότητες του ζημιωθέντος για αποζημίωση. Έτσι, προς αντιμετώπιση των περιπτώσεων αυτών, με το άρθρο 16 του ν. 489/1976 συνεστήθη νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων”, που τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορίου (άρθρο 16), σκοπός του οποίου είναι η καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης για αστική ευθύνη από αυτοκινητιστικά ατυχήματα στις αναφερόμενες στο άρθρο 19 περιπτώσεις (άρθρο 17), δηλαδή όταν αυτός που υπέχει ευθύνη παραμένει άγνωστος, το ατύχημα προήλθε από αυτοκίνητο, ως προς το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η κατά το άρθρο 2 υποχρέωση, το ατύχημα προήλθε από αυτοκίνητο οδηγούμενο από πρόσωπο που προκάλεσε από πρόθεση το ατύχημα, ο ασφαλιστής πτώχευσε ή η σε βάρος του εκτέλεση απέβη άκαρπη ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης ένεκα παράβασης νόμου. Κατά το άρθρο 18 του νόμου αυτού “1. Μέλη του Επικουρικού Κεφαλαίου καθίστανται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν την ασφάλιση αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασκούν στην Ελλάδα την ασφάλιση με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχ.στ΄ του παρόντος, οι αλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοί που καλύπτουν τον αυτό κίνδυνο, καθώς και τα Ν.Π.Δ.Δ. ή οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας εφόσον τα αυτοκίνητά τους εξαιρεθούν της υποχρεωτικής ασφάλισης σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου.3 του νόμου αυτού.” Κατά δε το άρθρο 20 παρ. 3 του ίδιου νόμου “Δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου εκδιδομένης κατά μήνα Δεκέμβριον εκάστου έτους και δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως (ΤΑΕ και ΕΠΕ) καθορίζεται κατά λόγον της εισφοράς εκάστου μέλους, ο αριθμός των κατά το επόμενον έτος διατιθεμένων υπ’ αυτών εν τη συνελεύσει ψήφων.”. Με το άρθρο 19 παρ. 2 εδ.β΄του ως άνω νόμου, που προστέθηκε με το όρθρο 10 παρ. 5 περ.θ΄ του ν. 2741/1999 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 2837/2000 ορίσθηκε ότι: “Οι τόκοι που στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου υποχρεούται να καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως”. Η ίδια ρύθμιση επαναλήφθηκε με το άρθρο 4 παρ.3 εδ.στ΄παρ. 5 του νεότερου νόμου 4092/2012. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται όχι μόνον η ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια ότι ο νομοθέτης, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, δεν μπορεί να νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή δε των ειδικών περιστάσεων ή του κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Κατά το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος, τα δικαιώματα του ανθρώπου, ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους, ενώ, οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής αυτής Σύμβασης, που επίσης κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων τυπική ισχύ, ορίζεται ότι “παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ειμή δια λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου ή των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους”. Οι προαναφερθείσες διατάξεις δε θίγουν το δικαίωμα κάθε κράτους να θέτει σε ισχύ νόμους, τους οποίους κρίνει αναγκαίους προς ρύθμιση της χρήσης αγαθών, σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον ή προς εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων. Στην, κατά τα ανωτέρω, προεκτεινόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και ειδικότερα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διοικητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά” (Ολ.Α.Π. 31/2007, Ολ.Α.Π. 40/1998). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, “όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο…για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα”. Το Δ.Σ.Α.Π.Δ. έχει ενσωματωθεί στην Ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 2462/1997. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ίση μεταχείρισή τους από τους νόμους που προσδιορίζουν τους όρους της δικαστικής προστασίας. Επομένως, διατάξεις νόμων, με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διαδίκου ευνοϊκή μεταχείριση ως προς το ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη από εκείνη του αντιδίκου του, είναι ανίσχυρες. Κατά συνέπεια και οι διατάξεις με τις οποίες ορίζεται το ποσοστό τόκου υπερημερίας που καταβάλλεται από το Επικουρικό Κεφάλαιο σε 6% ετησίως, δηλαδή σε ποσοστό μικρότερο από εκείνο που υποχρεούνται να καταβάλουν οι οφειλέτες αυτού και το οποίο ισχύει για όλους τους άλλους διαδίκους, έρχεται σε αντίθεση α) με το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος και το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, αφού με αυτή αναγνωρίζεται υπέρ του Ε.Κ. ευνοϊκή μεταχείριση, ενώ τίθεται σε δυσμενέστερη θέση έναντι αυτού ο άλλος διάδικος, β) με την διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ενόψει του ότι γίνεται προσβολή της περιουσίας του δανειστή του Ε.Κ. (στην προκειμένη περίπτωση της αναιρεσείουσας), χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημοσίου συμφέροντος, δοθέντος ότι το απλό ταμειακό συμφέρον του Επικουρικού Κεφαλαίου, δεν ταυτίζεται με το δημόσιο ή το γενικό συμφέρον, και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραβίαση των παθόντων από τροχαία ατυχήματα να απαιτήσουν και να λάβουν τόκους για τις αξιώσεις τους σε ποσοστό ίδιο με εκείνο που καταβάλουν ιδιώτες, ενώ δεν συνιστά τέτοιο λόγο δημοσίου συμφέροντος το γεγονός, ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο, που επιτελεί μεν κοινωνικό έργο αλλά είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, τελεί απλώς υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του κράτους (Α.Π. 1025/2015) και γ) με την ήδη και συνταγματικώς κατοχυρωμένη (άρθρο 25 του Συντάγματος) αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή αυτή, η οποία υπαγορεύει την τήρηση της αναλογίας ανάμεσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και τα μέσα που χρησιμοποιούνται προδήλως προσβάλλεται στην προκειμένη περίπτωση. Και τούτο, διότι και αν θεωρηθεί ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι η προστασία του ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, το καταβαλλόμενο ποσοστό 6% ως τόκος υπερημερίας, δηλαδή το 1/2 από εκείνο που υποχρεούται να καταβάλλει ο οφειλέτης ιδιώτης, δεν είναι αναλογικό (ΟλΑΠ 3/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, κατά το μέρος που η επίμαχη ρύθμιση του ν.4092/2012 καταλαμβάνει και τις ήδη γεννημένες αξιώσεις (χωρίς, πάντως, να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικασθεί με οριστική δικαστική απόφαση, όπως συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση), αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε εκ νέου (μαζί με τη Σύμβαση) με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, αυξημένη, έναντι των νόμων, ισχύ (ΑΠ 69 και 70/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ενόψει των ανωτέρω, οι παραδεκτά προβληθέντες το πρώτον με την ένδικη έφεση ισχυρισμοί του εκκαλούντος Επικουρικού Κεφαλαίου, ειδικού διαδόχου της τρίτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας, της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, περί περιορισμού του ποσού της αποζημίωσης, που τυχόν αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα, σε ποσοστό 85% αυτού, καθώς και περί υπολογισμού των τόκων της οφειλής του με επιτόκιο 6% ετησίως, με την επίκληση αναδρομικής εφαρμογής της διάταξης της παρ.γ΄του άρθρου 4 του ν.4092/2012, με την οποία αντικαταστάθηκε η παρ.2 του ΠΔ 237/1986, και η οποία, όπως διατείνεται, καταλαμβάνει και την επίδικη αξίωση, ως ήδη γεγεννημένη κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του ανωτέρω νόμου (8.11.2012), αφού το ένδικο ατύχημα έλαβε χώρα στις 30.4.2008, ενώ δεν είχε εκδοθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο (της έναρξης ισχύος του νόμου αυτού) επί της εν λόγω αξίωσης οριστική δικαστική απόφαση (η πρωτόδικη απόφαση δημοσιεύθηκε στη συνέχεια, και δη στις 13.1.2014), απορριπτέοι τυγχάνουν, διότι η προαναφερθείσα διάταξη του ν.4092/2012, που προβλέπει τον ποσοτικό περιορισμό της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου προς καταβολή αποζημίωσης, τον υπολογισμό των τόκων της οφειλής του με επιτόκιο 6% ετησίως, αλλά και την αναδρομική εφαρμογή της, ώστε να καταλαμβάνει και τις ήδη γεγεννημένες αξιώσεις, που δεν έχουν επιδικασθεί με οριστική δικαστική απόφαση, αντίκειται στο Σύνταγμα, το Κοινοτικό Δίκαιο και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης.

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος του ενάγοντος …………, που δόθηκε κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία περιλαμβάνονται και τα έγγραφα της σχηματισθείσης σε βάρος του πρώτου εναγομένου ποινικής δικογραφίας για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο σε βάρος του ενάγοντος, και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Στις 30.4.2008 και περί ώρα 10.30 ο πρώτος εναγόμενος, οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας …….. Ε.Δ.Χ. αυτοκίνητο – ταξί, κυριότητας του δευτέρου εναγομένου και ασφαλισμένο για τον από την κυκλοφορία του κίνδυνο (για υλικές προς τρίτους ζημίες και σωματικές βλάβες) στην τρίτη εναγόμενη – ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, στο σύνολο των εννόμων σχέσεων της οποίας αυτοδίκαια υπεισήλθε, ως ειδικός διάδοχος, το εκκαλούν Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.I.Δ.) με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», λόγω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της, που έλαβε χώρα μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, κατέστη αποκλειστικά υπαίτιος της πρόκλησης τροχαίου αυτοκινητικού ατυχήματος, όπως κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον, από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να επιδείξει, με βάση τους νομικούς κανόνες της κυκλοφορίας και εκείνους της κοινής πείρας και λογικής, κινούμενος με το εν λόγω όχημα στη Δραπετσώνα Αττικής, επί της οδού 25ης Μαρτίου,  στο ρεύμα αυτής με κατεύθυνση από Κερατσίνι προς Δραπετσώνα, και φθάνοντας στη διασταύρωση της ανωτέρω οδού με την οδό Σωκράτους, πραγματοποίησε αριστερή σε σχέση με την πορεία του στροφή, προκειμένου να εισέλθει στην οδό Σωκράτους, χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση των λοιπών χρηστών της οδού, και χωρίς να ανακόψει την ταχύτητά του, παραχωρώντας προτεραιότητα στα οχήματα, που εκινούντο επί της οδού 25ης Μαρτίου στο αντίθετο ρεύμα αυτής, με κατεύθυνση προς Κερατσίνι, και έρχονταν από τα δεξιά του, με αποτέλεσμα να αποκλείσει την πορεία του ενάγοντος, ο οποίος, οδηγώντας τη με αριθμό κυκλοφορίας ….. δίκυκλη μοτοσικλέτα, κυριότητάς του, έβαινε σύννομα στο ρεύμα αυτό της οδού 25ης Μαρτίου (προς Κερατσίνι), και να συγκρουσθούν τα δύο οχήματα, καθώς το ταξί προσέκρουσε στη διερχόμενη μοτοσικλέτα του αιφνιδιασθέντος ενάγοντος, που τραυματίσθηκε, ενώ αμφότερα αυτά υπέστησαν υλικές ζημίες, το μεν αυτοκίνητο στο εμπρόσθιο τμήμα του, η δε μοτοσικλέτα περιμετρικά, αφού μετά τη σύγκρουση ανατράπηκε, και ο ενάγων επέπεσε στο οδόστρωμα. Η κρίση αυτή του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του πρώτου εναγομένου στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, η οποία (αποκλειστική υπαιτιότητα του ανωτέρω) ουσιαστικά συνομολογήθηκε από τους εναγομένους κατά τη συζήτηση της αγωγής πρωτοδίκως, εφόσον δεν αμφισβητήθηκε ειδικά, δεν προσβάλλεται από το εκκαλούν με την ένδικη έφεσή του, και, επομένως, αποτελεί κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που δε μεταβιβάσθηκε ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου με το υπό κρίση ένδικο μέσο. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων από το ανωτέρω ατύχημα τραυματίσθηκε, και συγκεκριμένα υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση, εκδορά τριχωτού κεφαλής, κάκωση ΔΕ οφθαλμού, κάταγμα ονυχοφόρου  φάλαγγας μέγα δακτύλου ΑΡ, και εγγύς φάλαγγος 1ου δακτύλου ΔΕ, όπως διαπιστώθηκε από τους ιατρούς του Γενικού Νοσοκομείου Νίκαιας – Πειραιά «ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ», όπου μεταφέρθηκε μετά το ατύχημα και νοσηλεύθηκε από τις 30.4.2008 μέχρι και τις 5.5.2008, όταν και εξήλθε. Σύμφωνα δε με το προσκομιζόμενο εξιτήριο του ανωτέρω νοσηλευτικού ιδρύματος κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του ο ενάγων υποβλήθηκε σε συντηρητική ορθοπεδική αντιμετώπιση και οφθαλμολογική εξέταση δύο φορές, καθώς και σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου, που έδειξε εικόνα θλάσης μετωπιαία, η οποία, όμως, έδινε την εντύπωση παλαιάς, και εξήλθε με βελτίωση των ενοχλημάτων, και με οδηγίες για παρακολούθηση στο οφθαλμολογικό τμήμα άλλου νοσοκομείου, ενώ του συνεστήθη ανάπαυση για χρονικό διάστημα τριών (3) εβδομάδων. Στη συνέχεια εισήλθε στις 6.6.2008 στην κλινική «Παναγία η Οδηγήτρια», όπου υποβλήθηκε σε εγχείρηση τριχωτού κεφαλής και νοσηλεύθηκε μέχρι και τις 9.6.2008, και, ακολούθως, εισήχθη στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «ΚΟΡΓΙΑΛΕΝΕΙΟ – ΜΠΕΝΑΚΕΙΟ ΕΕΣ», όπου υποβλήθηκε σε επέμβαση υαλοειδεκτομής, και παρέμεινε νοσηλευόμενος έως και τις 8.8.2008. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων κατά τη στιγμή του ατυχήματος δεν έφερε προστατευτικό κράνος, όπως ήταν κατά νόμο υποχρεωμένος ως οδηγός δικύκλου (άρθρο 12 παρ. 6 του Κ.Ο.Κ.). Η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου βασίζεται ιδίως στο γεγονός ότι, όπως αναλυτικά προεκτέθηκε, υπέστη σωματικές βλάβες κυρίως στο κεφάλι (κρανιοεγκεφαλική κάκωση, εκδορά τριχωτού κεφαλής, και κάκωση ΔΕ οφθαλμού), εκ του οποίου σαφώς συνάγεται το συμπέρασμα ότι κατά την σύγκρουση της μοτοσικλέτας του με το ταξί, και την εν συνεχεία, μετά την ανατροπή της μοτοσικλέτας του, πτώση του στο οδόστρωμα, δεν υπήρχε η σχετική προστασία του κράνους, και δεν αναιρείται από την ένορκη κατάθεση της θυγατέρας του, η οποία ανέφερε ότι ο πατέρας της όντως διέθετε ένα παλαιό κράνος, που είχε αγοράσει προ δεκαετίας, και φορούσε κατά το χρόνο του ατυχήματος, πλην όμως δεν ήταν αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας του συμβάντος, ώστε να έχει ίδιαν αντίληψη περί του εάν κατά τον ανωτέρω χρόνο ο ενάγων πράγματι φορούσε το κράνος του, και η εν λόγω κατάθεσή της να εκτιμηθεί ως αξιόπιστη και πειστική. Λαμβανομένου δε υπόψη του ότι ο ενάγων, μεταξύ άλλων σημείων του σώματός του, τραυματίσθηκε και στο κεφάλι στο επίμαχο τροχαίο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η μη χρήση προστατευτικού κράνους συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση του τραυματισμού του αυτού, καθώς η χρήση του ήταν ικανή να τον αποτρέψει, σε κάθε δε περίπτωση οπωσδήποτε θα επιδρούσε στο εύρος, στην έκταση και στην εν γένει σοβαρότητά του. Ενόψει τούτων, πρέπει, σε σχέση με το εκκαλούν Επικουρικό Κεφάλαιο, να γίνει εν μέρει δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη η προβληθείσα ένσταση περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στην πρόκληση του τραυματισμού του. Το συντρέχον πταίσμα αυτού, ανέρχεται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, σε ποσοστό 20%. Επισημαίνεται ότι η μείωση της αποζημίωσης από την παράλειψη χρήσης του κράνους, περιορίζεται σε εκείνο το τμήμα της αποζημίωσης προς το οποίο συνδέεται αιτιωδώς το συντρέχον πταίσμα του ενάγοντος, δηλαδή με την αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, που υπέστη ακριβώς λόγω του τραυματισμού του, καθώς και τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, για την οποία θα γίνει λόγος στη συνέχεια. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τη ένσταση συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στην πρόκληση του τραυματισμού του έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ο υποστηρίζων τα ανωτέρω λόγος της ένδικης έφεσης του Επικουρικού Κεφαλαίου, που υπεισήλθε στη δικονομική θέση της τρίτης εναγομένης – ασφαλιστικής εταιρίας, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα της νοσηλείας του στο Νοσοκομείο «ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ» από  30.4.2008 μέχρι και τις 5.5.2008, όταν και εξήλθε, (επί 4 ημέρες), αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί λόγω του τραυματισμού του κυρίως στο κεφάλι, και προς τούτο έχρηζε των υπηρεσιών άλλου προσώπου ως αποκλειστικής νοσοκόμας επί 8 ώρες ημερησίως, πέραν των υπηρεσιών, τις οποίες του προσέφερε το νοσηλευτικό προσωπικό, για την κάλυψη των καθημερινών του αναγκών, αλλά επιπροσθέτως και των υπηρεσιών οικιακής βοηθού για τη φροντίδα και περιποίησή του για χρονικό διάστημα 20 ημερών μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο,  όταν οικουρούσε, προκειμένου να αναρρώσει, κατά τις συστάσεις των θεραπόντων ιατρών του, αδυνατώντας μερικώς να επιμεληθεί του εαυτού του.  Τις εν λόγω υπηρεσίες κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα προσέφερε σ’αυτόν δωρεάν η συζύγός του, εγκαταλείποντας κάθε άλλη εργασία της, με υπερένταση και εντατικοποίηση των προσπαθειών της, και καθ’υπέρβαση των ορίων της συνήθους υποχρέωσής της απέναντι στο σύζυγό της να τον συνδράμει υλικά και ηθικά και να του προσφέρει συμπράσταση και αρωγή. Για τις υπηρεσίες αυτές ο ενάγων, εάν προσελάμβανε με αμοιβή τρίτο πρόσωπο, θα κατέβαλε συνολικά το ποσό των 420 ευρώ,  το οποίο κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής καταβάλλεται σε ανάλογες περιπτώσεις για την προσφορά των ίδιων υπηρεσιών, και δη το ποσό των 120 ευρώ, εάν απασχολούσε αποκλειστική νοσοκόμα επί 8 ώρες ημερησίως κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του, για 4 ημέρες, (4 ημέρες Χ 30 ευρώ την ημέρα), και το ποσό των 300 ευρώ εάν απασχολούσε οικιακή βοηθό – περιποιήτρια κατά το χρονικό διάστημα των 20 ημερών, κατά το οποίο παρέμεινε στην οικία του μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο, αδυνατώντας μερικώς να αυτοεξυπηρετηθεί (20 ημέρες Χ 15 ευρώ ημερησίως). Εκ του ανωτέρω ποσού ο ενάγων δικαιούται μόνο το 80% αυτού, ήτοι το ποσό των 336 ευρώ, κατόπιν, δηλαδή, αφαίρεσης του ποσού, που αναλογεί στο ποσοστό του 20% της συνυπαιτιότητάς του στην πρόκληση και την έκταση του τραυματισμού του λόγω της μη χρήσης απ’αυτόν προστατευτικού κράνους, εφόσον πρόκειται περί κονδυλίου της αποζημίωσης, που συνδέεται αιτιωδώς με το συντρέχον πταίσμα του κατά τα προεκτεθέντα. Το ανωτέρω ποσό μπορεί να αξιώσει ο ενάγων παρότι στην πραγματικότητα δεν το απέδωσε στη σύζυγό του, γιατί η μη καταβολή αμοιβής στην προκειμένη περίπτωση δε μπορεί να οδηγήσει σε ωφέλεια του εκκαλούντος Επικουρικού Κεφαλαίου, και σε αποφυγή καταβολής απ’αυτό της σχετικής αποζημίωσης, την οποία και πρέπει ν’αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται να  του καταβάλει, κατά μερική παραδοχή του ανωτέρω κονδυλίου και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, ενώ κατά το επιπλέον το κονδύλιο αυτό απορριπτέο τυγχάνει ως κατ’ουσίαν αβάσιμο. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επεδίκασε στον ενάγοντα για την αιτία αυτή το ποσό των 420 ευρώ, εφόσον απέρριψε την ένσταση περί συντρέχοντος πταίσματος αυτού στην πρόκληση του τραυματισμού του λόγω της μη χρήσης κράνους, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, κατά παραδοχήν του σχετικού λόγου της κρινόμενης έφεσης. Περαιτέρω, ο ενάγων με την κρινόμενη αγωγή του ισχυρίσθηκε ότι στο επίδικο τροχαίο ατύχημα υπέστη εκτεταμένα κατάγματα σε 5 οδόντες της κάτω γνάθου και σε 4 οδόντες της άνω γνάθου και ζήτησε να του καταβληθεί το ποσό των 4.000 ευρώ ως αμοιβή του Ιατρού – Οδοντιάτρου . ….., για οδοντριατρικές εργασίες, που πραγματοποίησε, που ειδικότερα συνίστανται στην αφαίρεση των ανωτέρω οδόντων, στη θεραπεία της περιοχής, και στη συνέχεια, στην τοποθέτηση τεχνητής οδοντοστοιχίας, προσκομίζοντας την από 16.6.2008 γνωμάτευση του ανωτέρω ιατρού, που δόθηκε 1,5 μήνα μετά το ατύχημα. Πλην όμως το κονδύλιο αυτό απορριπτέο τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθόσον ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο εν λόγω τραυματισμός του ενάγοντος προκλήθηκε πράγματι από το επίδικο τροχαίο ατύχημα, αφού ουδέν σχετικό περί κάκωσης της κάτω γνάθου, αλλά, κυρίως, περί καταγμάτων των οδόντων του, συνολικά 9 σε αμφότερες τις γνάθους, αναφέρεται στο εξιτήριο του νοσοκομείου «ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ», όπου μεταφέρθηκε αμέσως μετά το ατύχημα, και εξετάσθηκε, προκειμένου να εκτιμηθεί η κατάσταση της υγείας του, όπως είναι βέβαιον ότι θα συνέβαινε με σωματικές βλάβες τέτοιας έκτασης και σοβαρότητας, που οπωσδήποτε  θα γίνονταν ευχερώς αντιληπτές από τους ιατρούς, είτε αμέσως κατά την εισαγωγή του στις 30.4.2008, αλλά σε κάθε περίπτωση θα διαπιστώνονταν κατά το χρονικό διάστημα της τετραήμερης νοσηλείας του (εξήλθε στις 5.5.2008), ακόμη και κατόπιν υπόδειξης του ιδίου, λόγω του έντονου άλγους, για το οποίο θα παραπονείτο, και θα καταγράφονταν, λαμβανομένου υπόψη του ότι πρόκειται περί λεπτομερούς εγγράφου, όπου παρατίθενται αναλυτικά όλες οι σωματικές βλάβες του ενάγοντος, που διαγνώσθηκαν, και επίσης τα συμπτώματα, που παρουσίαζε, οι διενεργηθείσες κατά το διάστημα, που παρέμεινε νοσηλευόμενος, εξετάσεις, η θεραπευτική αντιμετώπιση των τραυμάτων του, η έκβαση της υγείας του και οι δοθείσες συστάσεις και οδηγίες. Επομένως, δεν πρόκειται περί αποκαταστατέας ζημίας του ενάγοντος, αφού δε συνδέεται αιτιωδώς με το επίδικο ατύχημα. Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε διαφορετικά, και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγομένων, μεταξύ των οποίων και της τρίτης εναγομένης, ασφαλιστικής εταιρίας, στη θέση της οποίας αυτοδίκαια έχει υπεισέλθει το εκκαλούν Επικουρικό Κεφάλαιο, να καταβάλουν το ποσό αυτό, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε το εκκαλούν με το σχετικό λόγο της ένδικης έφεσής του.  Αποδείχθηκε επίσης ότι στο ένδικο ατύχημα καταστράφηκαν τα ενδύματα (μπουφάν, και παντελόνι), τα γάντια, και τα υποδήματα του ενάγοντος, καθώς και το ρολόϊ μάρκας CITIZEN, που φορούσε, συνολικής αξίας 150 ευρώ κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, διότι, όπως έγινε δεκτό, κατά τη στιγμή της σύγκρουσης δε φορούσε κράνος. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ότι για την αιτία αυτή δικαιούται του ποσού των 200 ευρώ, συνυπολογίζοντας στην αξία των καταστραφέντων ειδών του και την αξία του κράνους του, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίζεται το εκκαλούν Επικουρικό Κεφάλαιο με την ένδικη έφεσή του. Αποδείχθηκε επίσης ότι λόγω του ατυχήματος η δίκυκλη μοτοσικλέτα του ενάγοντος, εγοαστασίου κατασκευής KAWASAKI, τύπου MAX 100, έτους πρώτης κυκλοφορίας 1990, υπέστη  φθορές και βλάβες περιμετρικά, εφόσον μετά τη σύγκρουση ανετράπη στο οδόστρωμα, για την αποκατάσταση των οποίων υποχρεώθηκε να καταβάλει (για την αγορά ανταλλακτικών και τις εργασίες επισκευής) το συνολικό ποσό των 693,95 ευρώ, σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα τιμολόγια και αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, το οποίο υπερβαίνει την κατά το χρόνο του ατυχήματος εμπορική (αγοραία) αξία της, η οποία, λαμβανομένης υπόψη της παλαιότητάς της, αλλά και των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής, εκτιμάται στο ποσό των 500 ευρώ. Συνεπώς, το εν λόγω όχημα θεωρείται ολικά καταστραφέν υπό οικονομική έννοια, καθώς η δαπάνη επισκευής του, υπερβαίνει την πριν το ατύχημα εμπορική του αξία, συνυπολογιζομένης πάντοτε και της μείωσης της αξίας του αυτής λόγω της σύγκρουσης. Επομένως, η  ζημία, την οποία υπέστη ο ενάγων λόγω της ολικής καταστροφής της μοτοσικλέτας του από το επίδικο τροχαίο ατύχημα, και την οποία υποχρεούται να αποκαταστήσει το εκκαλούν, ως ειδικός διάδοχος της τρίτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας, περιορίζεται στην αξία αυτής κατά το χρόνο του ατυχήματος, κατόπιν αφαίρεσης του ποσού των υπολειμμάτων της, και συγκεκριμένα στο ποσό των 400 ευρώ (500 ευρώ – 100 ευρώ),  κατά παραδοχήν σχετικής ένστασης, όπως ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από το εκκαλούν απορριπτομένων ως αβασίμων. Μετά το ατύχημα ο ενάγων χρειάσθηκε να μεταφέρει από τον τόπο του ατυχήματος και να παραδώσει προς φύλαξη τη μοτοσικλέτα του καταβάλλοντας συνολικά προς τούτο το ποσό των 229,07 ευρώ (74,37 ευρώ + 154,70 ευρώ), σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες αποδείξεις. Αποδείχθηκε επίσης ότι από το ως άνω αυτοκινητικό ατύχημα ο ενάγων υπέστη, πέραν της ανωτέρω περιουσιακής ζημίας, ταλαιπωρία και θλίψη λόγω του τραυματισμού του, εξαιτίας του οποίου νοσηλεύθηκε, αλλά και υποβλήθηκε σε χειρουργικές επεμβάσεις, αλλά και της ολικής καταστροφής του οχήματός του, για την οποία η εύλογη (άρθρο 932 του ΑΚ) χρηματική ικανοποίηση που πρέπει να του επιδικασθεί, αποτιμάται, ενόψει της αποκλειστικής υπαιτιότητας του πρώτου των εναγομένων στην πρόκληση της ένδικης σύγκρουσης, του συντρέχοντος πταίσματος του ίδιου του ενάγοντος στον τραυματισμό του, εφόσον δε φορούσε κράνος, του είδος, της έκτασης, και της σοβαρότητας του τραυματισμού του, του σωματικού και ψυχικού άλγους, που δοκίμασε κατά τη νοσηλεία του, αλλά και στη συνέχεια κατά το διάστημα της ανάρρωσης και αποθεραπείας του, των ειδικότερων συνθηκών του ατυχήματος και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης της ενάγουσας, στο ποσό των 6.000 ευρώ, το οποίο και πρέπει ν’αναγνωρισθεί ότι οφείλει να του καταβάλει το εκκαλούν. Σημειωτέον ότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έλαβε ή δικαιούται να λάβει παροχές από το ασφαλιστικό του ταμείο (είναι συνταξιούχος του Ι.Κ.Α.) αναφορικά με τα ανωτέρω κονδύλια της αποζημίωσης για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του από το ένδικο ατύχημα, τα οποία έγινε δεκτό ότι οφείλει να του καταβάλει το εκκαλούν Επικουρικό Κεφάλαιο, καθόσον από τα εν λόγω κονδύλια μόνον αυτό της πλασματικής δαπάνης για την  παροχή προς αυτόν υπηρεσιών αποκλειστικής νοσοκόμας κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του και οικιακής βοηθού κατά το χρονικό διάστημα της ανάρρωσής του στην οικία του από τη σύζυγό του, συνδέεται αιτιωδώς με τον τραυματισμό του, ως προς το οποίο όμως, οι ασφαλιστικοί φορείς είναι προφανές ότι δε χορηγούν χρηματικά ποσά στους ασφαλισμένους τους, ούτε βέβαια για την ικανοποίηση της ηθικής τους βλάβης. Τέλος, οι ενστάσεις περί πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης κάθε αξίωσης του ενάγοντος από το επίδικο τροχαίο ατύχημα  λόγω καταβολής προς αυτόν από τον πρώτο εναγόμενο του ποσού των 9.000 ευρώ, κατόπιν επιτευχθέντος μεταξύ τους εξωδίκως συμβιβασμού στο ποσό αυτό, αλλά και για τον ίδιο λόγο περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής, πρέπει ν’απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες, καθόσον, πλην των όσων ανέφερε ο ίδιος ο πρώτος εναγόμενος κατά την προανακριτική του απολογία σχετικά με την καταβολή αυτή, ο ανωτέρω ισχυρισμός δεν επιρρωνύεται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο, ούτε βέβαια προσκομίζεται σχετική έγγραφη απόδειξη είσπραξης από τον ενάγοντα οποιουδήποτε χρηματικού ποσού, την οποία, κατά την κοινή πείρα και λογική, ο πρώτος εναγόμενος οπωσδήποτε θα φρόντιζε να λάβει στην περίπτωση αυτή προς δική του εξασφάλιση και κατοχύρωση, όπως ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από το εκκαλούν με την ένδικη έφεσή του απορριπτομένων ως αβασίμων. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως κατ’ουσίαν βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιο αυτής (των κονδυλίων, που έγιναν εν όλω ή εν μέρει δεκτά κατ’ουσίαν στον πρώτο βαθμό), κατά το οποίο η υπόθεση μεταβιβάσθηκε στο παρόν Δικαστήριο, και, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και να υποχρεωθεί το Επικουρικό Κεφάλαιο, ως ειδικός διάδοχος της τρίτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας, να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 7.115,07 ευρώ  (336 ευρώ + 150 ευρώ + 400 ευρώ + 229,07 + 6.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, λόγω της παραδοχής της έφεσής του πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στο εκκαλούν του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ). Τέλος, το Επικουρικό Κεφάλαιο, που νικήθηκε μερικώς, πρέπει να καταδικασθεί στην κατ’ αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, ο οποίος νίκησε μερικώς. Θα είναι όμως ανάλογη προς την έκταση της νίκης και της ήττας των διαδίκων (άρθρα 176, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

ΔΙΚΑΖΕΙ, αντιμωλία των διαδίκων, την από 30.5.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/3.6.2014 και ./…/27.7.2016) έφεση του Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.I.Δ.) με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», ως ειδικού διαδόχου της τρίτης εναγομένης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία ………. κατά της υπ’αριθμ. 233/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (όπως διορθώθηκε με την υπ’αριθμ. 3020/2015 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου).

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση ως προς το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, το οποίο αφορά στα κονδύλια της από 23.4.2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./25.4.2013) αγωγής, που έγιναν εν όλω ή εν μέρει δεκτά κατ’ουσίαν με την ανωτέρω απόφαση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιο αυτό.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 23.4.2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/25.4.2013) αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανωτέρω αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση του Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.I.Δ.) με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», ως ειδικού διαδόχου της τρίτης εναγομένης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας, να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων εκατόν δεκαπέντε ευρώ και επτά λεπτών (7.115,07), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του Επικουρικού Κεφαλαίου μέρος της δικαστικής δαπάνη του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 1-3-2018.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ