Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 150/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αριθμός     150/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη και Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011) η κρινόμενη από 4-11-2015 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …………/4-11-2015 έφεση των ηττηθέντων εναγομένων κατά της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης και κατά της με αριθ. 2395/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 12-1-2012 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …../24-1-2012 αγωγής της εφεσίβλητης εναντίον τους και δέχθηκε αυτή (αγωγή). Η ανωτέρω έφεση ασκήθηκε κατά τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 498, 500, 511, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στους εναγόμενους – εκκαλούντες, με επιμέλεια της ενάγουσας – εφεσίβλητης, στις 7-10-2015, όπως προκύπτει από τη με ίδια ημερομηνία σημείωση επί επικυρωμένου αντιγράφου της του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……….., ενώ η έφεση των εναγομένων κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 4-11-2015, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …../4-11-2015 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του γραμματέα του ως άνω Δικαστηρίου (άρθρο 500 Κ.Πολ.Δ.). Πρέπει, επομένως η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1, 591 παρ. 1 εδάφ. α’ Κ.Πολ.Δ.), αφού καταβλήθηκαν και τα νόμιμα παράβολα άσκησης έφεσης, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012.

Κατά τη διάταξη του άρθρ. 939 Α.Κ, βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη αξίωσης του δανειστή προς διάρρηξη ως καταδολιευτικής της γενόμενης από τον οφειλέτη προς τρίτο απαλλοτρίωσης στοιχείου της περιουσίας του αποτελεί η δημιουργούμενη εξ αιτίας αυτής για τον οφειλέτη αφερεγγυότητα, δηλαδή η ανεπάρκεια της υπολειπόμενης περιουσίας του προς ικανοποίηση του δανειστή, πρέπει δε η αφερεγγυότητα να υπάρχει και κατά το χρόνο άσκησης της σχετικής αγωγής, οπότε κρίνεται το στοιχείο της βλάβης του δανειστή (Ολ.Α.Π. 12/2012,  Α.Π. 928/2014, Α.Π. 765/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ενώ αδιάφορο είναι αν η απαίτηση του δανειστή τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία ή αν αυτή έχει δικαστικά βεβαιωθεί και εξοπλισθεί με εκτελεστό τίτλο, αρκεί αυτή να έχει γεννηθεί κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και να είναι ληξιπρόθεσμη κατά τη συζήτηση της σχετικής αγωγής (Α.Π. 765/2014, Α.Π. 1284/2011, Α.Π. 278/2011, Α.Π. 602/2005, Α.Π. 1482/2004, Εφ.Πειρ. 184/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, κατ’ άρθρο ερμηνεία, υπ’ άρθρο 939, σ. 858, αριθ. 3-5). Η επάρκεια ή η ανεπάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη και επομένως η ύπαρξη αφερεγγυότητάς του κατά τα κρίσιμα χρονικά σημεία κρίνεται με βάση τα εμφανή περιουσιακά του στοιχεία (Ολ.Α.Π. 15/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και τέτοια είναι κατ’ αρχήν όσα είναι γενικώς γνωστά και μπορούν να επιχειρήσουν σ’ αυτά εκτέλεση οι δανειστές για την ικανοποίησή τους, όπως προπάντων είναι τα ακίνητα, ως προς τα οποία ισχύει σύστημα δημοσιότητας, ενώ δεν υπολογίζονται τα αφανή περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή όσα δεν είναι γενικώς γνωστά στους δανειστές και επομένως εξομοιώνονται με ανύπαρκτα γι’ αυτούς περιουσιακά στοιχεία, αφού με διαφορετική εκδοχή τίθεται σε κίνδυνο ο επιδιωκόμενος με τη διάρρηξη σκοπός της προστασίας των δανειστών από καταδολιευτικές απαλλοτριώσεις (Α.Π. 941/2007, Α.Π. 637/2001, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ορίζοντας το άρθρο 941 Α.Κ. ότι η απαλ­λοτρίωση υπόκειται σε διάρρηξη, αν ο τρίτος, υπέρ του οποίου έγινε, γνώριζε ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του, απαιτεί ο τρίτος να γνωρίζει θετικά κατά την απαλλοτρίωση την καταδολιευτική πρόθεση του οφειλέτη και δεν αρκεί η υπαίτια άγνοιά του, έστω και οφειλόμενη σε βαριά αμέλειά του (A.Π. 621/2016, Α.Π. 928/2014, Α.Π. 756/2014, Α.Π. 278/2011, Α.Π. 1818/2011, Α.Π. 1798/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η απαιτούμενη για τη διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας πρόθεση βλάβης του δανειστή εξακολουθεί να υφίσταται και όταν άλλος οφειλέτης εις ολόκληρον διαθέτει επαρκή περιουσία για την ικανοποίηση του δανειστή, καθόσον ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της απαλλοτρίωσης κρίνεται από στοιχεία που συντρέχουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του απαλλοτριώσαντος (Α.Π. 28/2017, Α.Π. 1567/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, εάν ο τρίτος, προς τον οποίο η απαλλοτρίωση, είναι σύζυγος του οφειλέτη ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο, τεκμαίρεται ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς αυτόν προς βλάβη των δανειστών του (Α.Π. 846/2011, Α.Π. 1284/2011, Α.Π. 1910/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Tο τεκμήριο όμως αυτό είναι μαχητό, μπορεί δηλαδή να ανατραπεί αν ο ως άνω συγγενής ισχυριστεί και αποδείξει ότι δεν γνώριζε ότι ο απαλλοτριώσας προέβη στην απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης των δανειστών του, και δεν ισχύει, αν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την έγερση της αγωγής (Α.Π. 480/2013, Α.Π. 846/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ό.α, υπ’ άρθρα 941-942, σ. 863, αριθ. 4 και 5). Κατά το άρθρο 942 Α.Κ, η απαιτούμενη για τη διάρρηξη γνώση του τρίτου υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση, ότι δηλαδή ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών, δεν απαιτείται σε περίπτωση απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία (Α.Π. 805/2013, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Α.Π. 1567/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τέτοια είναι και η κατά το άρθρο 1509 Α.Κ. παροχή περιουσίας σε τέκνο από γονέα (γονική παροχή), αφού ναι μεν χαρακτηρίζεται στο άρθρο αυτό ως δωρεά κατά το ποσό που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, όμως με το χαρακτηρισμό αυτό αποσκοπείται απλώς να αποκλεισθεί η δυνατότητα ανάκλησής της κατά το μέρος που αυτή δεν αποτελεί δωρεά και όχι εξ αντιδιαστολής να χαρακτηρισθεί κατά το μέρος αυτό ως επαχθής δικαιοπραξία (Α.Π. 778/2015, Α.Π. 928/2014, Α.Π. 1778/2006, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Το γεγονός δε ότι, επί γονικής παροχής η απαλλοτρίωση (διάθεση) γίνεται προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης του γονέα προς το τέκνο δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπλήρωσης από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεών του έναντι των νομικών (Α.Π. 163/2014, Α.Π. 1217/2014, Α.Π. 805/2013, Α.Π. 1796/2006, Εφ.Πειρ. 635/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).             Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρία, με την από 12-1-2012 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……./24-1-2012 αγωγή της εκθέτει ότι έχει αξίωση ποσού 26.958,79 ελβετικών φράγκων, πλέον τόκων, κατά του πρώτου εναγομένου, που απορρέει από σύμβαση δανείου ποσού 33.800,00 ελβετικών φράγκων που καταρτίστηκε μεταξύ τους στη Νίκαια στις 12-10-2007, δυνάμει της οποίας χορήγησε σ’ αυτόν στις 15-10-2017 το άνω ποσό δανείου για να το χρησιμοποιήσει ως κεφάλαιο κίνησης. Ότι από το άνω οφειλόμενο υπόλοιπο δανείου (αποτιμώμενο σε 22.800,06 ευρώ στις 1-8-2011), ποσό 6.150,30 ευρώ έχει ήδη καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ενώ σε βάρος του πρώτου εναγομένου υπάρχει ήδη πλήθος δυσμενών στοιχείων, καθώς έχει καταγγελθεί άλλη μια σύμβαση δανείου και δυο συμβάσεις πιστωτικών καρτών του, που αντιστοιχούν σε ληξιπρόθεσμες οφειλές του συνολικού ποσού 10.300,92 ευρώ. Ότι στις 19-2-2008 και, ενώ το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού, που είχε ανοιχθεί, για να εξυπηρετείται το άνω δάνειο, ανέρχονταν σε 32.899,51 ελβετικά φράγκα, ο πρώτος εναγόμενος, προκειμένου να ματαιώσει την εκπλήρωση της ως άνω οφειλής του, μεταβίβασε στον υιό του δεύτερο εναγόμενο τα περιγραφόμενα ακίνητά του (διαμερίσματα), αντικειμενικής και εμπορικής αξίας κατά το χρόνο της μεταβίβασης αλλά και της άσκησης της αγωγής 56.521,08 και 58.600,08 ευρώ αντίστοιχα, τα οποία ήταν τα μοναδικά περιουσιακά του στοιχεία και αρκούσαν για την ικανοποίηση της άνω απαίτησής της, γνωρίζοντας ότι με την απαλλοτρίωση αυτή καθίστατο εντελώς αφερέγγυος απέναντί της ως δανείστριας. Ότι από τις συνθήκες της μεταβίβασης των άνω ακινήτων και τη στενή συγγενική σχέση των εναγομένων είναι προφανές ότι ο αποκτήσας τα ακίνητα δεύτερος εναγόμενος γνώριζε ότι η χαριστική μεταβίβαση προς αυτόν του συνόλου της ακίνητης περιουσίας του πρώτου εναγομένου πατέρα του έγινε με σκοπό τη βλάβη των συμφερόντων της. Με βάση τα ανωτέρω – κατόπιν παραδεκτής παραίτησής της, με τις πρωτόδικες προτάσεις της, από την επικουρική βάση της αγωγής κατ’ άρθρο 479 Α.Κ. – η ενάγουσα ζητεί τη διάρρηξη της προαναφερθείσας μεταβίβασης ως καταδολιευτικής, την επαναφορά της πλήρους κυριότητας των ανωτέρω ακινήτων στο μεταβιβάσαντα πρώτο εναγόμενο και την καταδίκη των εναγομένων στη δικαστική της δαπάνη. Με την εκκαλούμενη με αριθ. 2395/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η αγωγή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη (πλην του αιτήματος να διαταχθεί, μετά τη διάρρηξη της καταδολιευτικής μεταβίβασης, η επαναφορά της κυριότητας των άνω ακινήτων στο μεταβιβάσαντα πρώτο εναγόμενο, το οποίο απορρίφθηκε ελλείψει εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας) και ακολούθως κρίθηκε και βάσιμη κατ’ ουσία και διατάχθηκε η διάρρηξη της καταδολιευτικής μεταβίβασης των ακινήτων μέχρι του ποσού των 22.800,06 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής οι εναγόμενοι άσκησαν την υπό κρίση έφεση για τους επικαλούμενους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της.            Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118, 216 Κ.Πολ.Δ. και 939-942 Α.Κ. συνάγεται ότι, το δικόγραφο της αγωγής με την οποία ζητείται η εκ μέρους του δανειστή διάρρηξη, ως καταδολιευτικής, κάθε απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας του οφειλέτη του πρέπει, για την πληρότητά του, να διαλαμβάνει α) περιγραφή αφενός της απαίτησης του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεγενημένης κατά τον χρόνο της απαλλοτριώσεως και ληξιπρόθεσμης κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής και αφετέρου του απαλλοτριωθέντος περιουσιακού στοιχείου του τελευταίου με τον προσδιορισμό της αξίας αυτού κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (Ολ. Α.Π. 15/2012), β) επίκληση προθέσεως βλάβης (δια της εκτάσεως) του δανειστή και θετικής γνώσεως της εν λόγω προθέσεως από τον τρίτο κατά τον χρόνο της απαλλοτριώσεως και γ) επίκληση βλάβης του δανειστή, συνισταμένη στην αδυναμία αυτού να ικανοποιήσει την απαίτησή του εξαιτίας του ότι η υπολειπομένη εμφανής, μετά την απαλλοτρίωση, περιουσία του οφειλέτη κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, δεν επαρκεί γι’ αυτό (Ολ.Α.Π. 6/2003, Α.Π. 661/2015, Α.Π. 1910/2009, Α.Π. 1937/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Με τα δεδομένα αυτά η αγωγή, όπως ανωτέρω περιορίστηκε, είναι ορισμένη, εφόσον περιέχει όλα τα αναγκαία για το ορισμένο του δικογράφου της στοιχεία, ήτοι: α) περιγραφή αφενός της απαίτησης του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεγενημένης κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και ληξιπρόθεσμης κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής και αφετέρου των απαλλοτριωθέντων μοναδικών εμφανών περιουσιακών στοιχείων του τελευταίου, με τον προσδιορισμό της αξίας αυτών κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής β) επίκληση πρόθεσης βλάβης του δανειστή κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης (θετική γνώση της πρόθεσης αυτής από τον τρίτο δεν απαιτείται, σύμφωνα με νομική σκέψη που προεκτέθηκε, εφόσον πρόκειται για χαριστική απαλλοτρίωση) και γ) επίκληση βλάβης του δανειστή, συνισταμένης στην αδυναμία αυτού να ικανοποιήσει την απαίτησή του εξαιτίας του ότι η υπολειπομένη εμφανής, μετά την απαλλοτρίωση, περιουσία του οφειλέτη κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, δεν επαρκεί γι’ αυτό. Συνεπώς, ο ισχυρισμός των εναγομένων, τον οποίο προβάλλουν με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, περί αοριστίας του δικογράφου της αγωγής διάρρηξης, για το λόγο ότι δεν αναφέρονται σε αυτό συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να συνάγεται με σαφήνεια ότι ο πρώτος απ’ αυτούς γνώριζε κατά το χρόνο των επίδικων απαλλοτριώσεων (19-2-2008) ότι με αυτές θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει να μην επαρκεί για την ικανοποίηση της ενάγουσας, πρέπει να απορριφθεί  από τούδε ως αβάσιμος, εφόσον το άνω στοιχείο δεν είναι αναγκαίο για το ορισμένο της αγωγής, ενώ είναι ζήτημα απόδειξης τα επιμέρους περιστατικά, που στοιχειοθετούν την πρόθεσή του να βλάψει τη δανείστρια. Περαιτέρω, η άνω αγωγή είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 939, 941 παρ. 2, 942, 943 Α.Κ, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 71, 76 και 176 Κ.Πολ.Δ, πλην του  αιτήματος να διαταχθεί η επαναφορά της πλήρους κυριότητας των μεταβιβασθέντων ακινήτων στον πρώτο εναγόμενο, που κρίθηκε απαράδεκτο ελλείψει εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κρίση που δεν πλήττεται με έφεση ή αντέφεση της ενάγουσας και συνακόλουθα δεν δύναται το Δικαστήριο τούτο να το ερευνήσει εκ νέου, αλλιώς θα καθιστούσε επιβλαβέστερη τη θέση των εκκαλούντων (Α.Π. 1436/2002, Α.Π. 7/2001, Εφ.Πειρ. 599/2015, Εφ.Αθ. 4924/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, ε έκδοση, παρ. 851, 852, σ. 332΄, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδ. 2015, παρ. 1370, σ. 348). Κατόπιν τούτων η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί και κατ’ ουσία, χωρίς να απαιτείται, λόγω του διαπλαστικού χαρακτήρα της, η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις.             Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος των εναγομένων ………….. που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων [συμπεριλαμβανομένης της υπ’ αριθ. …./20-9-2017 ένορκης βεβαίωσης της ……….. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Νικαίας που προσκομίζουν και επικαλούνται οι εναγόμενοι, η οποία λήφθηκε παραδεκτά μετά τη δίκη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Α.Π. 186/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδ. 2015, υπ’ άρθρο 529, αριθ. 2208, σ. 549), ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη, κατ’ άρθρο 270 παρ. 2 εδάφ. δ’ Κ.Πολ.Δ, κλήτευση της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. …../14-9-2017 έκθεση  επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….)], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Δυνάμει της υπ’ αριθ. ………./12-10-2007 έγγραφης σύμβασης δανείου και του προσαρτήματος Ι αυτής, που καταρτίστηκαν στη Νίκαια, στις 12-10-2007 μεταξύ της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «….. …» (ήδη μετονομασθείσας σε «……………..») και του πρώτου εναγομένου και ήδη πρώτου εκκαλούντος …………., ηλικίας τότε 62 ετών και διατηρούντος επιχείρηση εμπορίας ειδών δώρων και τουριστικών ειδών στον Κορυδαλλό Αττικής, χορηγήθηκε στον τελευταίο το ποσό των 33.800,00 ελβετικών φράγκων ως έντοκο επιχειρηματικό δάνειο για κεφάλαιο κίνησης, εξοφλητέο σε ογδόντα τέσσερις (84) συνεχείς μηνιαίες ίσες τοκοχρεολυτικές δόσεις, με σταθερό επιτόκιο 6,50%, υπό τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που περιέχονταν στην άνω σύμβαση και στο προσάρτημα αυτής. Για την αποπληρωμή του δανείου, το οποίο εκταμιεύτηκε στις 15-10-2007, ο πρώτος εναγόμενος προέβαινε αρχικά σε χρηματικές καταβολές προς τη δανείστρια ενάγουσα με αυτόματη χρέωση του υπ’ αριθ. ………… καταθετικού λογαριασμού του. Όμως από το έτος 2010 έπαυσε να είναι συνεπής στις καταβολές των δόσεων του δανείου, τις οποίες έπαυσε εντελώς να καταβάλλει το Νοέμβριο του 2010, με συνέπεια στις 1-8-2011, ημερομηνία κατά την οποία προσδιορίζεται η απαίτηση στο δικόγραφο της αγωγής, ο άνω λογαριασμός να εμφανίζει χρεωστικό υπόλοιπο 26.958,79 ελβετικών φράγκων ή 22.800,06 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, με ληξιπρόθεσμη οφειλή 6.150,30 ευρώ. Τούτο προκύπτει από τα αντίγραφα του αποσπάσματος της κίνησης του άνω λογαριασμού, που αποτελούν πλήρη απόδειξη για την απαίτηση της ενάγουσας σύμφωνα με τον υπ’ αριθ. «3» όρο της σύμβασης και εξήχθησαν από τα επίσημα μηχανογραφικά εμπορικά βιβλία της που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή στον υπολογιστή της, υπάρχει δε στα αποσπάσματα αυτά βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσής τους από τους υπαλλήλους της ενάγουσας που την ενήργησαν. Ακολούθως, η ενάγουσα επέδωσε στις 25-9-2012 στον πρώτο εναγόμενο την από 13-9-2012 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση, με την οποία τον καλούσε να εξοφλήσει εντός προθεσμίας πέντε ημερών τη ληξιπρόθεσμη οφειλή του άνω δανείου, η οποία ανέρχονταν τότε σε 13.378,89 ελβετικά φράγκα, προειδοποιώντας τον ότι σε διαφορετική περίπτωση θα κινούσε νομικές διαδικασίες σε βάρος του (βλ. τη με ίδια ημερομηνία σημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………… σε αντίγραφο της εξώδικης δήλωσης – πρόσκλησης που προσκομίζουν με επίκληση οι εναγόμενοι). Παρά ταύτα ο πρώτος εναγόμενος εξακολούθησε να καθυστερεί την αποπληρωμή της άνω ληξιπρόθεσμης οφειλής και να μην καταβάλλει τις επέκεινα οφειλόμενες δόσεις του δανείου, με συνέπεια η ενάγουσα, κάνοντας χρήση του όρου 7α της σύμβασης, να την καταγγείλει στις 27-1-2015 και να κλείσει οριστικά το λογαριασμό που είχε ανοιχθεί για την εξυπηρέτηση του δανείου, ενώ αυτός εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 35.916,56 ελβετικών φράγκων (ειδικότερα, άληκτο κεφάλαιο 6.960,02 CHF, ληξιπρόθεσμες δόσεις κεφαλαίου μετά των κεφαλαιοποιηθέντων τόκων 23.410,78 CHF, τόκοι άληκτου κεφαλαίου και τόκοι υπερημερίας ληξιπρόθεσμων δόσεων κεφαλαίου 5.545,76 CHF), πλέον εξόδων ποσού 2.220,18 ευρώ. Ακολούθως, στις 28-1-2015 η ενάγουσα επέδωσε στον πρώτο εναγόμενο την από 27-1-2015 έγγραφη εξώδικη καταγγελία της άνω σύμβασης δανείου, προσκαλώντας τον να εξοφλήσει το σύνολο της άνω οφειλής και συγκεκριμένα να καταβάλει στην ίδια το ισόποσο σε ευρώ των 35.916,56 ελβετικών φράγκων, με βάση την ισοτιμία των άνω νομισμάτων κατά την ημέρα της εξόφλησης, καθώς και τόκους υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της καταγγελίας, πλέον του άνω ποσού εξόδων (βλ. την υπ’ αριθ. …/28-1-2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………). Όμως ο πρώτος εναγόμενος δεν εξόφλησε έκτοτε την άνω οφειλή του. Με βάση τα ανωτέρω αποδεικνύεται η ύπαρξη της επίδικης απαίτησης της ενάγουσας κατά του πρώτου εναγομένου, ποσού 22.800,06 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται ότι δυνάμει του με αριθ. …/19-2-2008 συμβολαίου γονικής παροχής οριζοντίων ιδιοκτησιών (διαμερισμάτων) του συμβολαιογράφου Νίκαιας …………., το οποίο καταχωρήθηκε νόμιμα στα κτηματολογικά φύλλα του κτηματολογικού γραφείου Νίκαιας στις 22-2-2008, με αριθμό καταχώρησης …….., ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα, στον υιό του δεύτερο εναγόμενο: α) το υπό στοιχεία «Γ-1» διαμέρισμα του τρίτου ορόφου με ΚΑΕΚ …………., επιφάνειας 61,17 τ.μ, με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 59/1000 εξ αδιαιρέτου και β) το υπό στοιχεία «Γ-2» διαμέρισμα του τρίτου ορόφου με ΚΑΕΚ ……………., επιφάνειας 63,42 τ.μ, με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 60/1000 εξ αδιαιρέτου, τα οποία βρίσκονται σε οικοδομή, η οποία έχει ανεγερθεί επί οικοπέδου που βρίσκεται στο Δήμο Κορυδαλλού Αττικής και επί της οδού ………. Η αντικειμενική και η αγοραία αξία των άνω μεταβιβασθέντων αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών (διαμερισμάτων) κατά το χρόνο σύνταξης του άνω μεταβιβαστικού συμβολαίου ανέρχονταν συνολικά σε 115.121,16 ευρώ (ειδικότερα 56.521,08 ευρώ του υπό στοιχείο Γ-1 διαμερίσματος και 58.600,08 ευρώ του υπό στοιχείο Γ-2 διαμερίσματος), ποσά που αντιστοιχούσαν στην αντικειμενική και την αγοραία αξία τους κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής. Από το γεγονός δε ότι ο πρώτος εναγόμενος προέβη στη χαριστική μεταβίβαση στο δεύτερο εναγόμενο των άνω ακινήτων του, που ήταν τα μοναδικά περιουσιακά στοιχεία του, αν και γνώριζε από την εκταμίευση του δανείου στις 15-10-2007 τη γέννηση της απαίτησης της ενάγουσας εναντίον του – η οποία (απαίτηση), σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ήταν ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής στις 18-2-2015 – συνάγεται ότι η ένδικη απαλλοτρίωση έγινε με σκοπό την καταδολίευση της ενάγουσας τράπεζας με τη ματαίωση της ικανοποίησης της άνω αξίωσής της, σκοπός που πραγματοποιήθηκε, αφού μετά την απαλλοτρίωση η τελευταία στερήθηκε τη δυνατότητα να επιχειρήσει εκτέλεση σε βάρος των άνω ακινήτων του. Την άνω άποψη του Δικαστηρίου ενισχύει το ότι, κατά το χρόνο της άνω χαριστικής μεταβίβασης των άνω μοναδικών ακινήτων του, τα οποία ήταν ελεύθερα από βάρη, ο πρώτος εναγόμενος ήταν στα πρόθυρα της συνταξιοδότησης και του κλεισίματος της επιχείρησής του, έχοντας και άλλες σημαντικές οφειλές προς την ενάγουσα τράπεζα, οι οποίες απέρρεαν από α) την από 9-5-2005 και υπ’ αριθ. …….. σύμβαση χορήγησης ανοικτής πίστωσης ύψους 18.000,00, για την εξυπηρέτηση της οποίας τηρείτο ο υπ’ αριθ. …………. λογαριασμός της ενάγουσας (για την οφειλή αυτή η ενάγουσα πέτυχε στη συνέχεια την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί των άνω απαλλοτριωθέντων ακινήτων του μέχρι του ποσού των 28.000,00 πλέον τόκων, όπως προκύπτει από τη με αριθ. 3446/2012 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) και β) τις υπ’ αριθ. ………….συμβάσεις πιστωτικών καρτών που είχε εκδώσει η ενάγουσα τράπεζα στο όνομά του (η ενάγουσα κατήγγειλε το έτος 2010 τις συμβάσεις αυτές, ενώ είχαν ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο 5.983,83 ευρώ) [για τα δυσμενή στοιχεία σε βάρος του εκ των άνω δανειακών συμβάσεων βλ. χαρακτηριστικά το από 1-10-2012 αντίγραφο των απαντητικών στοιχείων «ΤΕΙΡΕΣΙΑ» και ειδικότερα των ετήσιων στοιχείων Συστήματος Αθέτησης Υποχρεώσεων (ΣΑΥ) και Συστήματος Καταγγελθεισών Συμβάσεων Επιχειρήσεων (ΣΚΣΕ), το οποίο προσάγει με επίκληση η ενάγουσα]. Περαιτέρω, η παράλειψη προσκομιδής από μέρους του επίσημων οικονομικών – φορολογικών στοιχείων που να απεικονίζουν την επικαλούμενη καλή οικονομική κατάσταση του ιδίου και της επιχείρησής του κατά το χρόνο των άνω απαλλοτριώσεων, καθώς και η μη αμφισβήτηση από μέρους του ότι τα απαλλοτριωθέντα ήταν τότε τα μοναδικά ακίνητα περιουσιακά του στοιχεία, ενισχύουν έτι περαιτέρω την άνω άποψη του Δικαστηρίου τούτου περί καταδολιευτικής του πρόθεσης, ενώ δεν πρέπει να διαλάθουν της προσοχής και οι όροι 9.1α’ και 9.2 της επίδικης δανειακής σύμβασης, κατά τους οποίους «η ενάγουσα δικαιούται να αξιώνει από τον οφειλέτη, για εξασφάλιση κάθε απαίτησής της από  τη σύμβαση αυτή, να της παρέχει: α) εμπράγματη ασφάλεια σε ακίνητα δικά του ή τρίτου …» (όρος 9.1α’) και «μέχρι την εξόφληση ολόκληρου του δανείου απαγορεύεται η εγγραφή άλλης προσημείωσης ή υποθήκης ή η μεταβίβαση και η εν γένει διάθεση μερικά ή ολικά του κατά τα παραπάνω ακινήτου που θα προσημειωθεί και η επιβάρυνσή του με οποιοδήποτε βάρος ή δικαίωμα τρίτου» (όρος 9.2).  Την άνω άποψη του Δικαστηρίου περί καταδολιευτικής πρόθεσης του πρώτου εναγομένου δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι οι άνω απαλλοτριώσεις έλαβαν χώρα σε χρόνο προγενέστερο της καταγγελίας της δανειακής σύμβασης και του οριστικού κλεισίματος του εξυπηρετούντος αυτή λογαριασμού, αφού τα παραγωγικά της απαίτησης της ενάγουσας περιστατικά υπήρχαν ήδη από τον χρόνο σύναψης της δανειακής σύμβασης, η δε απαίτηση της ενάγουσας απλώς κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή μεταγενέστερα, με την καταγγελία της σύμβασης, η οποία είχε λάβει χώρα πριν τη συζήτηση της αγωγής. Ο περαιτέρω ισχυρισμός του πρώτου εναγομένου ότι μεταβίβασε τα άνω ακίνητά του στον υιό του δεύτερο εναγόμενο αποκλειστικά και μόνο για να συμβάλει στην ενίσχυση της οικογενειακής και οικονομικής του αυτοτέλειας, δεδομένου ότι κατά το χρόνο εκείνο ο τελευταίος ήταν αρραβωνιασμένος και επρόκειτο να νυμφευθεί, δεν κρίνεται πειστικός, αφού από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία (συμπεριλαμβανομένης της ένορκης βεβαίωσης της συζύγου του ………..) δεν αποδεικνύεται ότι η μεταβίβαση της κυριότητας των άνω ακινήτων εξυπηρετούσε με οποιονδήποτε τρόπο την οικονομική και κοινωνική αυτοτέλεια του δευτέρου εναγομένου, ενόψει και του ότι τα ακίνητα αυτά βρίσκονται στον Κορυδαλλό, ενώ αυτός από έτους 2005 και εντεύθεν διαμένει μόνιμα και εργάζεται στη Θήβα και δεν προκύπτει ότι τα εκμεταλλεύεται (βλ. χαρακτηριστικά περί των ανωτέρω την κατάθεση του μάρτυρος των εναγομένων …. …….). Μάλιστα, υπό τις άνω περιστάσεις είναι αξιοπρόσεκτο ότι αμέσως μετά την απόκτηση της κυριότητας των άνω ακινήτων ο δεύτερος εναγόμενος έσπευσε να επιβαρύνει έκαστο των ακινήτων αυτών με Α’ σειράς προσημείωση υποθήκης για ποσό 60.000,00 ευρώ υπέρ της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, προς εξασφάλιση δυο δανείων, ποσού 50.000,00 ευρώ εκάστου, που έλαβε από το υποκατάστημα …. αυτής, για την επισκευή τους (βλ. σχετ. τις υπ’ αριθ. …/14-3-2008 και …./14-3-2008 δανειακές συμβάσεις μεταξύ αυτού και της άνω τράπεζας). Ο περαιτέρω ισχυρισμός του πρώτου εναγομένου ότι κατά το χρόνο των άνω απαλλοτριώσεων δεν είχε ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις στην αγορά προβάλλεται αλυσιτελώς, αφού και να ευσταθεί, δεν αποδεικνύει ότι αυτός αδυνατούσε να προβλέψει την επελθούσα οικονομική αδυναμία του, ούτε αποκλείει το δόλο της καταδολίευσης, τον οποίο δεν αποκλείει ούτε η παράλειψη της ενάγουσας τράπεζας να απαιτήσει εξαρχής εμπράγματη ασφάλεια επί των άνω ακινήτων. Σημειωτέον ότι η άνω οφειλή του προς την ενάγουσα τράπεζα, ως νομική υποχρέωση, προηγείται των τυχόν ηθικών του υποχρεώσεων προς το δεύτερο εναγόμενο, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν σε παραπάνω νομική σκέψη. Επομένως, δεν αναιρείται ο καταδολιευτικός χαρακτήρας των άνω χαριστικών μεταβιβάσεων ακινήτων, ακόμα και εάν αυτές βρίσκονταν μέσα στα επιβαλλόμενα πλαίσια, δηλαδή ακόμα και εάν, όπως ο πρώτος εναγόμενος ισχυρίζεται, έγιναν σε εκτέλεση ηθικού καθήκοντος, έστω και εάν αυτό δεν υπερέβαινε το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις. Ούτε ακόμη απαιτείται ο αποδέκτης της μεταβίβασης των άνω ακινήτων δεύτερος εναγόμενος να τελούσε σε γνώση της πρόθεσης του πρώτου εναγομένου να τα απαλλοτριώσει προς βλάβη της ενάγουσας, ενόψει του ότι οι σχετικές απαλλοτριώσεις έγιναν από χαριστική αιτία (γονική παροχή) και συνεπώς εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 942 Α.Κ. Επίσης, δεν απαιτείται δικαστική βεβαίωση της απαίτησης της δανείστριας – ενάγουσας ή εξοπλισμός της με εκτελεστό τίτλο ή ατελέσφορη δικαστική καταδίωξη του οφειλέτη – πρώτου εναγομένου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν σε παραπάνω νομικές σκέψεις, αρκεί που η απαίτηση της ενάγουσας είχε γεννηθεί κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και ήταν ληξιπρόθεσμη κατά τη συζήτηση της σχετικής αγωγής. Κατόπιν όλων όσων εκτέθηκαν ανωτέρω κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη κρίση περί ύπαρξης καταδολιευτικής πρόθεσης του πρώτου εναγομένου κατά τον κρίσιμο χρόνο των άνω απαλλοτριώσεων. Αβάσιμος και απορριπτέος κρίνεται και ο τρίτος λόγος της έφεσης, με τον οποίον πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα για μη λήψη υπόψη της κατάθεση του μάρτυρος των εναγομένων στο ακροατήριο και για κατάληξη αναπόδεικτα στο πόρισμα περί καταδολιευτικής πρόθεσης του πρώτου εναγομένου κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης. Από την ίδια την εκκαλουμένη απόφαση προκύπτει άλλωστε με σαφήνεια ότι το Δικαστήριο στήριξε ρητά το αποδεικτικό του πόρισμα, εκτός από τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν νόμιμα, και στην κατάθεση του μάρτυρος των εναγομένων που εξετάστηκε στο ακροατήριο. Μετά ταύτα, η εκκαλουμένη απόφαση που δέχτηκε την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσία, και διέταξε τη διάρρηξη της άνω απαλλοτρίωσης μέχρι του ποσού των 22.800,06 ευρώ, δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Μη υπάρχοντος δε άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των ηττηθέντων εκκαλούντων (άρθρα 106, 176, 182 παρ. 1, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, 63 παρ. 1α’, 68 παρ. 1, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε’ Κ.Πολ.Δ, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου έφεσης των διακοσίων (200,00) ευρώ, που κατατέθηκε από τους εκκαλούντες με τα υπ’ αριθ. ……….. παράβολα Δημοσίου, και τα υπ’ αριθ. ………… παράβολα ΤΑΧ.ΔΙΚ..

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση κατά της με αριθ. 2395/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες παραβόλου των διακοσίων (200,00) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά την 1η Φεβρουαρίου  2018 και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις 28 Φεβρουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ