Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 206/2018

Αριθμός   206/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την διάταξη του άρθρου 315 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αν από παραδρομή κατά την σύνταξη της απόφασης περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το Δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να την διορθώσει με νέα απόφαση του. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι αντικείμενο διόρθωσης δεν αποτελούν διαγνωστικά σφάλματα του Δικαστηρίου, αλλά μόνο ακούσιες πλημμέλειες που παρεισφρύουν κατά την σύνταξη ή την καθαρογραφή της αποφάσεως (ΑΠ 1595/2003 ΕλλΔνη 45,724). Τα ως άνω σφάλματα πρέπει να είναι πρόδηλα, δηλαδή να προκύπτουν από το κείμενο της απόφασης και των στοιχείων που ορίζουν το περιεχόμενο αυτής ή από τα πρακτικά ή από τις προτάσεις ή τα δικόγραφα των διαδίκων, έτσι ώστε να αποκλείεται η διόρθωση με βάση νέα στοιχεία {Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, σελ. 1287, ΑΠ 251/2004 ΕλλΔνη 46,407, ΑΠ 1856/1999 ΕλλΔνη 41,1307, ΑΠ 480/1980 ΝοΒ 29,691). Η αιτία της παραδρομής είναι αδιάφορη. Μπορεί να οφείλεται σε αμέλεια του Δικαστηρίου ή των διαδίκων, ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους (ΕφΑΘ 6113/1993 ΑρχΝ 1995,45). Διόρθωση μπορεί να γίνει, μεταξύ άλλων, και σφαλμάτων που περιέχονται στο προεισαγωγικό τμήμα της αποφάσεως, και συνεπώς μπορεί να διορθωθεί η απόφαση ως προς τα ονόματα ή τα λοιπά στοιχεία ταυτότητας των διαδίκων, των τυχόν νομίμων αντιπροσώπων τους ή των πληρεξουσίων δικηγόρων (ΑΠ 251/2004, ΑΠ 1856/1999 εα), ή ως προς το αντικείμενο ή τον αριθμό του τμήματος που εξέδωσε την προς διόρθωση απόφαση, εφόσον τα στοιχεία αυτά αναγράφηκαν κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβή. H διόρθωση γίνεται με βάση το σύνολο της αποφάσεως και τα στοιχειά γενικά της δίκης από τα οποία ρυθμίζεται το περιεχόμενο της. Αντίθετα διόρθωση δεν επιτρέπεται όταν τα σφάλματα που αποδίδονται στην απόφαση αναφέρονται στην ερμηνεία ή στην εφαρμογή ουσιαστικής διατά­ξεως νόμου ή στην εκτίμηση των αποδείξεων, διότι τούτο θα οδηγούσε σε αναδί­καση της υποθέσεως, σε προσβολή του δεδικασμένου, και δεν θα επέφερε απλώς ορθή διατύπωση εκείνου που θέλησε το δικαστήριο και το οποίο προκύπτει είτε από το περιεχόμενο της ιδίας της αποφάσεως, είτε και από τα δικόγραφα και τις προτάσεις των διαδίκων, στα οποία αναφέρεται η απόφαση (Α.Π. 1703/2006, ΝοΒ 55, 672, ΑΠ 1595/2003 Ελ.Δ/νη 45, 724, Α.Π. 1336/1991 Ελ.Δ/νη 33, 1477). Και τούτο διότι με τη διόρθωση σκοπείται η αποσαφήνιση της διατύπωσης της απόφασης και η αποτύπωση του αληθούς περιεχομένου της, χωρίς να αλλοιώνεται η έννοια της, ούτε να προσβάλλεται το δεδικασμένο που απορρέει από αυτήν, ενώ αντικείμενο της δεν αποτελούν διαγνωστικά σφάλματα του δικαστηρίου, που αναφέρονται στην ερμηνεία ή στην εφαρμογή ουσιαστικής διάταξης καθώς και στην εκτίμηση των αποδείξεων και που αίρονται μόνο με την οδό των ενδίκων μέσων, αλλά ακούσιες πλημμέλειες, που παρεισφρύουν κατά τη σύνταξη ή την καθαρογραφή της απόφασης (ΑΠ 1595/2003 ΕλλΔνη 2004,724). Η συζήτηση της αιτήσεως διορθώσεως γίνεται κατά την διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η απόφαση της οποίας διώκεται η διόρθωση και αφού κληθούν τουλάχιστον οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν την συζήτηση όλοι οι διάδικοι, που αναφέρονται στην απόφαση (άρθρο 318 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Η διάταξη αυτή η οποία αποτελεί ειδική εφαρμογή της αρχής της «εκατέρωθεν ακροάσεως» πρόδηλο έχει σκοπό την προστασία των συμφερόντων των διαδίκων, οι οποίοι μετείχαν στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προς διόρθωση απόφαση και στους οποίους πρέπει να δίδεται η ευχέρεια, να διατυπώσουν προσηκόντως και νομοτύπως τις απόψεις του περί του θέματος της διορθώσεως. Στην περίπτωση όμως κατά την οποία οι μη κληθέντες και μη παραστάντες διάδικοι της αρχικής δίκης δεν έχουν άμεσο ή έμμεσο έννομο συμφέρον από τη διωκόμενη διόρθωση της αποφάσεως, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της από παραδρομή εσφαλμένης αναγραφής, στο προεισαγωγικό τμήμα της αποφάσεως, του ονόματος του παρασταθέντος πληρεξουσίου δικηγόρου, δεν πρέπει να αναβάλλεται η συζήτηση για να κληθούν οι διάδικοι της υπό διόρθωση απόφασης και η συζήτηση προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (ΑΠ 1856/1999 ε.α). Αρμόδιο δε Δικαστήριο είναι, σύμφωνα με την προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 315 του ΚΠολΔ, το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, της οποίας διώκεται η διόρθωση.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η κρινόμενη από 26.1.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……/2018 αίτηση περί διορθώσεως της τελεσίδικης με αριθμό 780/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς που εισάγεται για συζήτηση, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, με πράξη του Προέδρου Εφετών. Με αυτήν ο αιτών τη διόρθωση εκκαλών ζητεί να διορθωθεί η με αριθμό 780/2017 απόφαση του Δικαστηρίου του εκδόθηκε κατά τη διαδικασία περί εργατικών διαφορών διότι έχουν παρεισφρύσει σε αυτή λογιστικά λάθη και ειδικότερα στη δεύτερη σελίδα του ενάτου φύλλου της αναγράφεται επί λέξει: «Ομοίως το διάστημα του έτους 2015 που ο εκκαλών ήταν ναυτολογημένος δηλαδή από 5.1.2015 έως 16.4.2015 δηλαδή για 69 καθημερινές 13 Κυριακές 14 Σάββατα κα 5 αργίες έπρεπε να λάβει 82 χ 6 = 492 χ 7,80 = 3.837,60 ευρώ και 19 χ 14 = 266 χ 9,36 = 2.489,76 ευρώ και έλαβε 742,10 + 824,56 + 824,56 + 439,77 = 2.830,99 ευρώ ως αμοιβή για κλειστές υπερωρίες σύμφωνα με τον ισχυρισμό περί εξόφλησης που υπέβαλε παραδεκτώς η πρώτη εφεσίβλητη (ποσά που περιλαμβάνονται στις υπογεγραμμένες καταστάσεις και δεν αμφισβητήθηκαν από τον εκκαλούντα), ενώ επιπλέον έλαβε το ποσό των 354,05 ευρώ (92,81 + 103,12 + 103,12 + 55) ως επιμίσθιο ποσά που αναγράφονται και στις μισθοδοτικές καταστάσεις και καταλογίζονται σύμφωνα με τα όσα ορίστηκαν στην ατομική σύμβαση (361 ΑΚ) και συνεπώς δεν του οφείλεται ουδέν ποσό. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι ως διαφορά λόγω υπερωριακής απασχόλησης οφείλεται στον εκκαλούντα μόνο το ποσό των 1.639,79 ευρώ και όχι το ποσό των 6.379,14 ευρώ» αντί του ορθού «Ομοίως το διάστημα του έτους 2015 που ο εκκαλών ήταν ναυτολογημένος δηλαδή από 5.1.2015 έως 16.4.2015 δηλαδή για 69 καθημερινές 13 Κυριακές 14 Σάββατα κα 5 αργίες έπρεπε να λάβει 82 χ 6 = 492 χ 7,80 = 3.837,60 ευρώ και 19 χ 14 = 266 χ 9,36 = 2.489,76 ευρώ και έλαβε 742,10 + 824,56 + 824,56 + 439,77 = 2.830,99 ευρώ ως αμοιβή για κλειστές υπερωρίες σύμφωνα με τον ισχυρισμό περί εξόφλησης που υπέβαλε παραδεκτώς η πρώτη εφεσίβλητη (ποσά που περιλαμβάνονται στις υπογεγραμμένες καταστάσεις και δεν αμφισβητήθηκαν από τον εκκαλούντα), ενώ επιπλέον έλαβε το ποσό των 354,05 ευρώ (92,81 + 103,12 + 103,12 + 55) ως επιμίσθιο ποσά που αναγράφονται και στις μισθοδοτικές καταστάσεις και καταλογίζονται σύμφωνα με τα όσα ορίστηκαν στην ατομική σύμβαση (361 ΑΚ) και συνεπώς του οφείλεται το ποσό των 3.142,32 ευρώ. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι ως διαφορά λόγω υπερωριακής απασχόλησης οφείλεται στον εκκαλούντα μόνο το ποσό των 1.639,79 ευρώ και όχι το ποσό των 9.521,46 ευρώ (6.379,14 + 3.142,32 ευρώ)…». Ότι ακολούθως και λόγω της προαναφερόμενης λογιστικής ανακρίβειας συντάχθηκε εσφαλμένα τόσο το σκεπτικό στην πρώτη σελίδα του δεκάτου φύλλου στην οποία έπρεπε να τεθεί το ποσό των 10.025,23 ευρώ, αντί του εσφαλμένου ποσού που αναγράφεται 6.882,91 ευρώ, και στο διατακτικό της απόφασης δηλαδή στη δέκατη σελίδα του δεκάτου φύλλου το συνολικά οφειλόμενο ποσό ορίστηκε στο ποσό των 6.882,91 ευρώ, αντί του ορθού ποσού των 10.025,23 ευρώ και β) το ποσό των 6.379,14 ευρώ ως οφειλόμενες υπερωρίες αντί του ορθού των 9.521,46 ευρώ. Ακολούθως επικαλούμενος έννομο συμφέρον αφού έτσι δεν περιλήφθηκε στην απόφαση ως οφειλόμενο σε αυτό επιπλέον το ποσό των 3.142,32 ευρώ, ενώ κάτι τέτοιο δεν ήταν η βούληση του δικαστηρίου ζητεί τη διόρθωση της προαναφερόμενης απόφασης ώστε να διορθωθούν τα λογιστικά της λάθη. Η κρινόμενη αίτηση είναι νομικά βάσιμη, με έρεισμα στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη αφού αφορά διόρθωση λογιστικού λάθους και όχι διόρθωση σφάλματος που αναφέρεται στην ερμηνεία ή στην εφαρμογή ουσιαστικής διατά­ξεως νόμου ή στην εκτίμηση των αποδείξεων. Εφόσον δε οι διάδικοι δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας αποφάσεως, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε από την σειρά της στο πινάκιο, πρέπει να δικαστούν ερήμην και το Δικαστήριο να προχωρήσει στην έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της αιτήσεως διορθώσεως, σαν να ήταν αυτοί παρόντες αφού έχουν κληθεί άπαντες για να παραστούν κατά τη συζήτηση σύμφωνα με τις από 2 και 6.2.2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά …………. για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

Από την επισκόπηση της υπό διόρθωση απόφασης αποδεικνύεται ότι πράγματι σε αυτή εμφιλοχώρησε λογιστικό λάθος αφού δεν προστέθηκαν τα ποσά των 3.837,60 και 2.489,76 ευρώ ώστε μετά την αφαίρεση του ποσού των 3.185,04 ευρώ να προκύψει υπόλοιπο υπερωριών ύψους 3.142,32 ευρώ και συνολικό υπόλοιπο υπερωριών ύψους 9.521,46 ευρώ, και συγκεκριμένα στη δεύτερη σελίδα του ενάτου φύλλου της αναγράφεται επί λέξει: «Ομοίως το διάστημα του έτους 2015 που ο εκκαλών ήταν ναυτολογημένος δηλαδή από 5.1.2015 έως 16.4.2015 δηλαδή για 69 καθημερινές 13 Κυριακές 14 Σάββατα κα 5 αργίες έπρεπε να λάβει 82 χ 6 = 492 χ 7,80 = 3.837,60 ευρώ και 19 χ 14 = 266 χ 9,36 = 2.489,76 ευρώ και έλαβε 742,10 + 824,56 + 824,56 + 439,77 = 2.830,99 ευρώ ως αμοιβή για κλειστές υπερωρίες σύμφωνα με τον ισχυρισμό περί εξόφλησης που υπέβαλε παραδεκτώς η πρώτη εφεσίβλητη (ποσά που περιλαμβάνονται στις υπογεγραμμένες καταστάσεις και δεν αμφισβητήθηκαν από τον εκκαλούντα), ενώ επιπλέον έλαβε το ποσό των 354,05 ευρώ (92,81 + 103,12 + 103,12 + 55) ως επιμίσθιο ποσά που αναγράφονται και στις μισθοδοτικές καταστάσεις και καταλογίζονται σύμφωνα με τα όσα ορίστηκαν στην ατομική σύμβαση (361 ΑΚ) και συνεπώς δεν του οφείλεται ουδέν ποσό. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι ως διαφορά λόγω υπερωριακής απασχόλησης οφείλεται στον εκκαλούντα μόνο το ποσό των 1.639,79 ευρώ και όχι το ποσό των 6.379,14 ευρώ» αντί του ορθού «Ομοίως το διάστημα του έτους 2015 που ο εκκαλών ήταν ναυτολογημένος δηλαδή από 5.1.2015 έως 16.4.2015 δηλαδή για 69 καθημερινές 13 Κυριακές 14 Σάββατα κα 5 αργίες έπρεπε να λάβει 82 χ 6 = 492 χ 7,80 = 3.837,60 ευρώ και 19 χ 14 = 266 χ 9,36 = 2.489,76 ευρώ και έλαβε 742,10 + 824,56 + 824,56 + 439,77 = 2.830,99 ευρώ ως αμοιβή για κλειστές υπερωρίες σύμφωνα με τον ισχυρισμό περί εξόφλησης που υπέβαλε παραδεκτώς η πρώτη εφεσίβλητη (ποσά που περιλαμβάνονται στις υπογεγραμμένες καταστάσεις και δεν αμφισβητήθηκαν από τον εκκαλούντα), ενώ επιπλέον έλαβε το ποσό των 354,05 ευρώ (92,81 + 103,12 + 103,12 + 55) ως επιμίσθιο ποσά που αναγράφονται και στις μισθοδοτικές καταστάσεις και καταλογίζονται σύμφωνα με τα όσα ορίστηκαν στην ατομική σύμβαση (361 ΑΚ) και συνεπώς του οφείλεται το ποσό των 3.142,32 ευρώ. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι ως διαφορά λόγω υπερωριακής απασχόλησης οφείλεται στον εκκαλούντα μόνο το ποσό των 1.639,79 ευρώ και όχι το ποσό των 9.521,46 ευρώ (6.379,14 + 3.142,32 ευρώ)…». Το λογιστικό αυτό λάθος επηρέασε τόσο τη σύνταξη του σκεπτικού στην πρώτη σελίδα του 10ου φύλλου αφού ως οφειλόμενο ποσό αναγράφεται το ποσό των 6.882,91 ευρώ αντί του ορθού των 10.025,23 ευρώ και τη σύνταξη του διατακτικού στη δεύτερη σελίδα του 10ου φύλλου, αφού αφενός αναγράφηκε ως οφειλόμενο ποσό αναγράφεται το ποσό των 6.882,91 ευρώ αντί του ορθού των 10.025,23 ευρώ και αφετέρου αναγράφηκε ως οφειλόμενο ποσό υπερωριών το ποσό των 6.379,14 ευρώ αντί του ορθού των 9.521,46 ευρώ. Επομένως πρέπει η αίτηση να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ` ουσία και διορθωθεί η με αριθμό 780/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ως προς τα προαναφερθέντα στοιχεία σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να δοθεί παραγγελία στον γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, όπως προβεί σε σχετική σημείωση της παρούσας επί του πρωτοτύπου της ως άνω αποφάσεως που διορθώνεται (άρθρο 320 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με δικονομικά απόντες τους διαδίκους τη με αριθμό …../2018 αίτηση περί διορθώσεως της τελεσίδικης με αριθμό 780/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς

Δέχεται την αίτηση

Διατάσσει τη διόρθωση της με αριθμό 780/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς ώστε α) στη δεύτερη σελίδα του ενάτου φύλλου να αναδιατυπωθεί το τμήμα της από τη δεύτερη ως και τη δέκατη έβδομη σειρά ως εξής: «Ομοίως το διάστημα του έτους 2015 που ο εκκαλών ήταν ναυτολογημένος δηλαδή από 5.1.2015 έως 16.4.2015 δηλαδή για 69 καθημερινές 13 Κυριακές 14 Σάββατα κα 5 αργίες έπρεπε να λάβει 82 χ 6 = 492 χ 7,80 = 3.837,60 ευρώ και 19 χ 14 = 266 χ 9,36 = 2.489,76 ευρώ και έλαβε 742,10 + 824,56 + 824,56 + 439,77 = 2.830,99 ευρώ ως αμοιβή για κλειστές υπερωρίες σύμφωνα με τον ισχυρισμό περί εξόφλησης που υπέβαλε παραδεκτώς η πρώτη εφεσίβλητη (ποσά που περιλαμβάνονται στις υπογεγραμμένες καταστάσεις και δεν αμφισβητήθηκαν από τον εκκαλούντα), ενώ επιπλέον έλαβε το ποσό των 354,05 ευρώ (92,81 + 103,12 + 103,12 + 55) ως επιμίσθιο ποσά που αναγράφονται και στις μισθοδοτικές καταστάσεις και καταλογίζονται σύμφωνα με τα όσα ορίστηκαν στην ατομική σύμβαση (361 ΑΚ) και συνεπώς του οφείλεται το ποσό των 3.142,32 ευρώ. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι ως διαφορά λόγω υπερωριακής απασχόλησης οφείλεται στον εκκαλούντα μόνο το ποσό των 1.639,79 ευρώ και όχι το ποσό των 9.521,46 ευρώ (6.379,14 + 3.142,32 ευρώ)…». β) στην πρώτη σελίδα του 10ου φύλλου τέταρτη σειρά να αναγραφεί το ορθό ποσό των 10.025,23 ευρώ αντί του εσφαλμένου των 6.882,91 ευρώ και γ) στο διατακτικό της στη δεύτερη σελίδα του 10ου φύλλου, στην εικοστή τρίτη σειρά να αναγραφεί το ορθό ποσό των 10.025,23 ευρώ αντί του εσφαλμένου των 6.882,91 ευρώ και στην εικοστή όγδοη σειρά να αναγραφεί το ποσό των 9.521,46 ευρώ αντί του εσφαλμένου των 6.379,14 ευρώ

Παραγγέλλει στο γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, όπως προβεί σε σχετική σημείωση της παρούσας επί του πρωτοτύπου της ως άνω αποφάσεως

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  21 Μαρτίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ