Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 281/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 281/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη- Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Ι. Η υπό κρίση από 3-11-2015 (με αύξ. αριθμ. καταθ…../4-11-2015) έφεση των εναγομένων, ως εν μέρει ηττηθέντων διαδίκων, κατά της υπ’αριθμ. 3567/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 5-11-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ…../2012) στρεφόμενης κατ’αυτών αγωγής, περί αναγνώρισης σύμβασης ως εικονικής και αναγνώρισης της κυριότητας ακινήτου, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), και έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρο 495 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), 499, 500, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προ της αντικατάστασής του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, αφού το εμπρόθεσμο της έφεσης κρίνεται από το νόμο που ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της εκκαλουμένης (άρθρο 24 παρ.1 εδ.α΄του ΕισΝΚΠολΔ), δηλαδή πριν την παρέλευση τριετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης και προ της θέσεως σε ισχύ του ν.4335/2015, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της προς ή από τους εκκαλούντες, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, και για το παραδεκτό της καταβλήθηκε κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο παράβολο (υπ’αριθμ. ……. σειρά Α΄ παράβολα του Δημοσίου και …….. παράβολα του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη.

ΙΙ. Ο ενάγων Δήμος εξέθετε στην αγωγή του ότι έχει καταστεί κύριος του ειδικότερα περιγραφόμενου, κατά θέση, έκταση και όρια ακινήτου, που βρίσκεται στη νήσο Ύδρα και εντός των ορίων του οικισμού του οικείου Δήμου, δια της ασκήσεως επ’αυτού επί εκατό (100) και πλέον έτη, όλων των ειδικότερα μνημονευόμενων πράξεων νομής, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, μεταξύ των οποίων και η καταχώρησή του στο Κτηματολόγιο, δυνάμει της από 37/1972

απόφασης του Δημάρχου ….. Ότι οι εναγόμενοι αμφισβητούν το δικαίωμα κυριότητάς του, καθώς ο πρώτος, δυνάμει του υπ’αριθμ. …./2010 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Ύδρας, ……, φέρεται να μεταβιβάζει το επίδικο στη δεύτερη, αιτία γονικής παροχής, η οποία προτίθεται να το πωλήσει σε υποψήφιο αγοραστή. Ακολούθως, ζητούσε να αναγνωριστεί ότι η επίδικη μεταβίβαση είναι άκυρη ως εικονική, να αναγνωριστεί ότι ο ίδιος είναι κύριος του επιδίκου και να επιβληθούν στους εναγομένους τα δικαστικά του έξοδα.  Επί της αγωγής αυτής, η οποία ενεγράφη εμπρόθεσμα, κατ’άρθρο 220 παρ. 1 του ΚΠολΔ, στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Ύδρας (υπ’αριθμ. …./6-12-2012 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Ύδρας) εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 3567/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή, κατά το αναγνωριστικό της κυριότητας αίτημά της, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν και επιβλήθηκε στους εναγομένους μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, που καθορίστηκε στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται οι εκκαλούντες για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η αγωγή.

ΙΙΙ α. Από τη διάταξη του άρθρου 4 του ν.3127/2003 συνάγεται ότι θεσπίζεται εξαίρεση του κανόνα ότι επί δημοσίων κτημάτων νομέας είναι το Δημόσιο και είναι ανεπίδεκτα κτητικής ή αποσβεστικής παραγραφής, εκτός εάν η τριακονταετής νομή της εκτάκτου χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915. Έτσι, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητος και επί δημοσίων κτημάτων με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, υπό τις στην παράγραφο 1 περ. α` και β΄ του παραπάνω άρθρου διαλαμβανόμενες προϋποθέσεις και εφόσον πρόκειται περί ακινήτου εμβαδού μέχρι 2000 τ.μ. Η ανωτέρω όμως ρύθμιση, ως ειδική και εξαιρετική, εφαρμόζεται μόνο προκειμένου περί ακινήτων του Δημοσίου, όχι όμως και επί  ακινήτων που ανήκουν στην κυριότητα των Ο.Τ.Α. ή άλλων ν.π.δ.δ. (ΑΠ 1824/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1564/2010, ΧΡΙΔ 2011.598), όπως τούτο προκύπτει εκ της αδιαστίκτου γραμματικής διατυπώσεως των άνω διατάξεων που αναφέρονται μόνο σε ακίνητα του Δημοσίου, κατ’ αποκλεισμό άλλων νομικών προσώπων όπως οι Ο.Τ.Α., αλλά και εκ του γενικότερου δικαιοπολιτικού σκοπού τους. Διασταλτική ερμηνεία των άνω ουσιαστικών διατάξεων, εις τρόπον ώστε στο ρυθμιστικό αυτών πεδίο να εμπίπτουν και τα ακίνητα των Ο.Τ.Α. δεν μπορεί να γίνει, διότι οι ρηθείσες διατάξεις, ως προβλέπουσες την κατάργηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτου δια χρησικτησίας, είναι στενώς ερμηνευτέες, μη επιτρεπόμενης της επεκτάσεως της εφαρμογής τους και σε άλλες περιπτώσεις, πλην της σε αυτή, ρητώς και ειδικώς, μνημονευομένης, ήτοι επί της ακινήτου περιουσίας του Δημοσίου, οι οποίες περιπτώσεις κείνται εκτός της νομοθετικής βουλήσεως. Επίσης, δεν είναι δυνατή η ανάλογη εφαρμογή τους και επί των ακινήτων των Ο.Τ.Α., γιατί δεν υφίσταται σε αυτές γνήσιο κενό του νόμου, αλλ’ ηθελημένη από τον νομοθέτη αρνητική ρύθμιση, υπό την έννοια, ότι επί ακινήτων του δημοσίου και μόνο χωρεί η υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις κτητική παραγραφή. Ειδικότερα, επί των ακινήτων των Ο.Τ.Α, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν.δ. 31/1968 “περί προστασίας της περιουσίας των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως …”, του οποίου η ισχύς άρχισε από 2-12-1968 (αρθρ. 7) ορίζεται ότι “αι διατάξεις των άρθρων 1 έως 24 του α.ν. 1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, ως αύται ισχύουν εκάστοτε και αι συναφείς προς αυτάς υπέρ του Δημοσίου διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και επί των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως διά την προστασία, των κτημάτων αυτών …”. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 4 του α.ν. 1539/1938 “τα επί των ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου εις ουδεμίαν υπόκεινται παραγραφήν. Παραγραφή δικαιώματος του Δημοσίου επί ακινήτου κτήματος, αρξάμενη προ της ισχύος του παρόντος νόμου, ουδεμίαν νόμιμον συνέπειαν έχει, αν αυτή δεν συνεπληρώθη μέχρι τούδε, κατά τους προϊσχύσαντας νόμους”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, προκειμένου περί ακινήτων κτημάτων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, εφαρμόζονται αναλόγως όλες εκείνες οι ουσιαστικές διατάξεις, που είναι προστατευτικές της ακινήτου περιουσίας του Δημοσίου, όπως και εκείνες που απαγορεύουν τη χρησικτησία εις βάρος των ακινήτων του Δημοσίου, όχι όμως και άλλες τυχόν ουσιαστικές διατάξεις που αφορούν το Ελληνικό Δημόσιο, των οποίων η εφαρμογή, κατ’ εξαίρεση, οδηγεί στην κατάλυση εμπραγμάτων δικαιωμάτων των Ο.Τ.Α. επί ακινήτων. Ο χρόνος της κτητικής παραγραφής και μάλιστα της έκτακτης χρησικτησίας μπορούσε να συμπληρωθεί μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου 1968, οπότε και άρχισε να ισχύει το ν.δ.31/1968 (ΑΠ 1824/2014 ό.π). Κατά συνέπεια, επί των ακινήτων αυτών είναι επιτρεπτή η έκτακτη χρησικτησία από εκείνον, που τα διεκδικεί, για την οποία απαιτείται, από τον  Αστικό Κώδικα, σύμφωνα με το άρθρο 1045 αυτού, συνεχής νομή επί είκοσι (20) έτη, με την προϋπόθεση ότι αυτή (έκτακτη χρησικτησία) είχε συμπληρωθεί μέχρι 2-12-1968, οπότε άρχισε να ισχύει το ν.δ. 31/1968 (ΑΠ 42/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1824/2014, ό.π). Συνεπώς, ο πέμπτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες διατείνονται ότι η εφαρμογή του άρθρου 4 του ν.3127/2003 είναι δυνατή και επί ακινήτων των ΟΤΑ και επομένως, ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε σε διαφορετική κρίση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

β. Επιπλέον, αναφορικά με την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο-και υπό το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (ΑΠ 862/2011, ΑΠ 1183/2010 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»)- συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επ’ αυτού, που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει, όπως θεωρούνται, μεταξύ άλλων, η είτε αυτοπροσώπως είτε δι’αντιπροσώπου (ΑΠ 241/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), επίβλεψη, η επίσκεψη, η οριοθέτηση, ο καθαρισμός, η φύλαξη του ακινήτου (ΑΠ 241/2017 ό.π,  ΑΠ 360/2016, ΑΠ 28/2016, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») και ειδικώς όταν πρόκειται για αγροτικό ακίνητο, η καλλιέργεια, η φύτευση δέντρων, η συλλογή καρπών, η μίσθωση κ.α (ΑΠ 642/2016, ΕφΘεσ 528/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ), καθώς επίσης η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεων του, η ανάθεση σύνταξης τοπογραφικών διαγραμμάτων, οι ενέργειες για ένταξή του στο σχέδιο πόλεως και, εφόσον πρόκειται για κληρονομιαίο ακίνητο, η αποδοχή κληρονομιάς, η μεταγραφή της και η καταβολή του φόρου κληρονομιάς (ΑΠ 192/2017, ΑΠ 165/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

γ. Ακόμη, για την κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 κωδ. 7.39, ν. 9 παρ 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν. 6 Πρ. Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου- που έχουν εφαρμογή, κατά το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, για τον χρόνο πριν από την έναρξη ισχύος του ΑΚ- απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη, δηλαδή ειλικρινή πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου (ΑΠ 299/2017, ΑΠ 227/2015, ΑΠ 1197/2012 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), επί μία τριακονταετία, με τη δυνατότητα αυτού, ο οποίος χρησιδέσποζε, να συνυπολογίζει στο χρόνο της νομής του και εκείνο του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού (ΑΠ 299/2017 ό.π, ΑΠ 289/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επιπλέον, στην παρ. 8 του άρθρου 192 του Ν.Δ. 2888/1954 ορίζεται ότι από της νομίμου εγγραφής κτήματος στα κτηματολόγια τεκμαίρεται η επ’ αυτού νομή του δήμου ή της κοινότητας και δεν επιτρέπεται ανταπόδειξη. Η διάταξη όμως αυτή είναι ανίσχυρη ως αντίθετη στο Σύνταγμα, διότι αφενός αναθέτει την οριστική επίλυση αμφισβητήσεως ως προς τη νομή σε διοικητικά όργανα και αφετέρου οδηγεί, με την αφαίρεση αυτής από τον ιδιώτη και τη μετάθεσή της στο νομικό πρόσωπο του οικείου δήμου ή κοινότητας, σε προσβολή συνταγματικώς προστατευομένου δικαιώματος (ΑΠ 472/2002 Αρμ 2012.1067). Εξάλλου, ο κατά της διεκδικητικής- ή αναγνωριστικής λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου-αγωγής ακινήτου προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός, ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, αποτελεί, ένσταση μεν, αν η αγωγή στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας ή και σε πρωτότυπο τρόπο, εφόσον όμως τα περιστατικά που προτείνονται από τον τελευταίο, με βάση την οποία απέκτησε την κυριότητα είναι μεταγενέστερα εκείνων της αγωγής ή ο χρόνος της νομής που περιέχεται σ’ αυτά είναι επαρκής για τη συμπλήρωση διπλής χρησικτησίας, άρνηση δε της αγωγής, αν τα περιστατικά αυτά συμπίπτουν ή είναι προγενέστερα εκείνων που περιέχονται στην αγωγή (ΑΠ 20/2017, ΑΠ 1402/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων, ……. και ………, που εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων οι ένορκες βεβαιώσεις που έχουν ληφθεί εξ αφορμής άλλης δίκης, ανεξαρτήτως του εάν έχουν τηρηθεί γι’αυτές οι νόμιμες διατυπώσεις (ΑΠ 736/2016, ΑΠ 1471/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») και οι προσκομιζόμενες από τους εκκαλούντες μετ’επικλήσεως-είκοσι δύο (22) συνολικά-φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2, 457 § 4 του ΚΠολΔ), και ειδικότερα ότι αυτές αποτελούν γνήσια αναπαράσταση της πραγματικότητας (Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας «Ερμηνεία ΚΠολΔ», έκδ. 2000, τόμος Ι, σελ. 816 αρ.8), αλλά ότι απεικονίζουν το επίδικο, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, των υπ’αριθμ. ….. και …./23-12-2014 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων, …….. και ……., αντίστοιχα, ενώπιον της συμβολαιογράφου Ύδρας, ……, που ελήφθησαν με επιμέλεια των εναγομένων, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη-προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών, κατ’άρθρο 270 παρ.1 του ΚΠολΔ- κλήτευση του ενάγοντος (υπ’αριθμ.. …΄/18-12-2014 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……), και της υπ’αριθμ. ……/18-10-2017 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ……., ενώπιον της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, που ελήφθη με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά την έκδοση της εκκαλουμένης και αφού προηγήθηκε νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων, κατά τα άνω (υπ’αριθμ. …..΄/13-10-2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……) και λαμβάνεται υπόψη εφόσον στην κατ’έφεση δίκη είναι επιτρεπτή η επίκληση και προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων και, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν προσκομίστηκε στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια του ενάγοντος (ΑΠ 692/2017, ΑΠ 731/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), χωρίς αντιθέτως να ληφθούν υπόψιν : α)  η υπ’αριθμ. …../23-10-2017 (συμπληρωματική) ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα …… ενώπιον της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, β) Τα υπό στοιχ. Κ και Λ σχετικά που προσκομίζει απαραδέκτως ο εφεσίβλητος με επίκλησή τους στην προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών του, χωρίς να κατατείνουν στην απόδειξη ισχυρισμών που προτάθηκαν από τους εκκαλούντες κατά τη συζήτηση (ΑΠ 543/2014 ΕΦΑΔ 2014.415, ΑΠ 163/2014, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ως τέτοιων νοούμενων των αυτοτελών ισχυρισμών (ΑΠ 543/2014, ό.π, ΑΠ 411/2008 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), και εναλλακτικά, αναφορικά με την ένορκη βεβαίωση, στην αντίκρουση ένορκων βεβαιώσεων των τελευταίων (άρθρα 237 και 270 παρ.1 σε συνδυασμό με 524 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Δυνάμει του υπ’αριθμ. ……/30-8-2010 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Ύδρας, …, ο πρώτος εκκαλών-εναγόμενος μεταβίβασε στη δεύτερη, που τυγχάνει θυγατέρα του, ηλικίας τότε 36 ετών, το επίδικο οικόπεδο, άρτιο και οικοδομήσιμο, κείμενο εντός των ορίων του οικισμού της Ύδρας, επιφάνειας 313 τετραγωνικών μέτρων, που αποτυπώνεται υπό τα στοιχ.Α1-Α2-Α3-Α4-Α5-Α6-Α7-Α8-Α9-Α10-Α11-Α12-Α13-Α14-Α15-Α16-Α17-Α1 στο από Ιουλίου 2010-μη προσκομιζόμενο αλλά μνημονευόμενο στο παραπάνω συμβόλαιο-τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου-τοπογράφου-μηχανικού, ….. και συνορεύει γύρωθεν, βόρεια, με ιδιοκτησία Σχολής Εμποροπλοιάρχων Ύδρας, ανατολικά, με δημοτική οδό, νότια, με ιδιοκτησία αγνώστου και δυτικά με ιδιοκτησία …….. Ως αναγραφόμενη αιτία κτήσης μνημονεύεται η άτυπη αγορά το έτος 1980, χωρίς μνεία του προκατόχου του. Είχε προηγηθεί, περί τον Ιούλιο του έτους 2009, παραγγελία από τη Νομαρχία Πειραιά προς τον εφεσίβλητο Δήμο Ύδρας, υπάλληλοι του οποίου διενήργησαν αυτοψία την ίδια εποχή προς ανεύρεση των στοιχείων του ιδιοκτήτη του παραπήγματος, που είχε κατασκευαστεί εντός αυτού, ενώ το ίδιο το ακίνητο-με αποτυπωθείσα επιφάνεια [(21 Χ 13) = 273] τετραγωνικά μέτρα- είχε εγγραφεί στο Κτηματολόγιο του Δήμου Ύδρας, ως δημοτικό, με διαταγή της Νομαρχίας Πειραιά, από το έτος 1972. Αφού διαπιστώθηκε ότι το παράπηγμα αυτό, αγνώστων κατ’αρχήν, στοιχείων ιδιοκτήτη, υπήρχε από παλαιοτάτων χρόνων και ο πρώτος εκκαλών έκανε μόνον σταυλική χρήση του, κλήθηκε αυτός από το Α.Τ Ύδρας κατόπιν συνεννόησης με τον εφεσίβλητο Δήμο, να το γκρεμίσει και να απομακρύνει και το ζώο που βρισκόταν εκεί, όπως και έπραξε. Επίσης, στις 18-6-2010, ο τότε Δήμαρχος του εφεσίβλητου, κατόπιν αιτήσεως του πρώτου εκκαλούντα βεβαίωσε με σχετικό έγγραφό του, ότι ο ίδιος ουδέποτε έλαβε συστάσεις για την παραπάνω χρήση, ενώ στις 23-8-2010, λίγες δηλαδή ημέρες πριν τη σύνταξη του προαναφερθέντος συμβολαίου, με νεώτερο έγγραφο του ιδίου, το οποίο ρητά διευκρινίστηκε ότι δεν επέχει θέση αναγνώρισης οποιουδήποτε δικαιώματος του πρώτου εκκαλούντος επ’αυτού εκ μέρους του Δήμου, βεβαιώθηκε ότι δεν οφείλει Τέλος Ακίνητης Περιουσίας για το συγκεκριμένο ακίνητο. Το έτος 2011, επίσης, ο πρώτος εκκαλών, φέρεται ότι παρεμπόδισε εργάτες συνεργείου εργολάβου της περιοχής να τοποθετήσει στο επίδικο σωλήνες αποχέτευσης παρακείμενης ιδιοκτησίας, παρ’ότι ο  εφεσίβλητος Δήμος είχε παράσχει, ως καταγεγραμμένος ιδιοκτήτης, σχετική άδεια. Αμφότεροι οι εκκαλούντες ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως με τις προτάσεις τους ότι, ο πρώτος το απέκτησε περί το 1980 με άτυπη αγορά από τον ……., με τον οποίο είχε αναπτυχθεί σχέση εμπιστοσύνης, λόγω της συμμετοχής του στην ανακαίνιση της οικίας του, της οποίας είχε παράλληλα αναλάβει τη συντήρηση και φύλαξη, ενώ ήδη από το 1972 που εγκαταστάθηκε σε παρακείμενο ακίνητο της συζύγου του, είχε ζητήσει από τον τελευταίο να κάνει χρήση του, προκειμένου να εναποθέτει εκεί τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ως εργολάβος οικοδομών και για να σταβλίζει τον ημίονό του κατασκευάζοντας και ένα πρόχειρο ξύλινο στέγαστρο για την κάλυψή του στη νότια πλευρά του που στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από ένα μεγαλύτερο κτίσμα, και ότι οι πέντε συνολικά ελιές, που υπάρχουν στο ανατολικό του τμήμα φυτεύθηκαν για λόγους αισθητικής από τον …., ο οποίος αδιαφόρησε για το δυτικό τμήμα, που λόγω ης μεγάλης κλίσεως ήταν αθέατο από την οικία του. Ότι στον …. είχε περιέλθει με άτυπη μεταβίβαση από τους ιδιοκτήτες του παρακείμενου προς δυσμάς ακινήτου της οικογένειας ….., την ίδια εποχή που απέκτησε και το προναφερθέν προς ανατολάς ακίνητό του, οι οποίοι το χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε ως αυλή, έχοντας μάλιστα κατασκευάσει στο βορειοδυτικό τμήμα του σκαλοπάτια, για τη μετάβαση από και προς αυτό, λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους στο συγκεκριμένο σημείο, αλλά και καμάρα, η ύπαρξη της οποίας δεν επεξηγείται επαρκώς, καθώς δεν θα μπορούσε από μόνη της να συγκρατεί την κατολίσθηση χωμάτων προς τον κάτωθι κοινοτικό δρόμο, όπως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι.

Οι ισχυρισμοί τους αυτοί, ωστόσο, που συνιστούν άρνηση, αφού στο επικαλούμενο στην αγωγή χρονικό διάστημα-23-2-1946 και μέχρι τις 2-12-1968- δεν χωρούν δύο έκτακτες χρησικτησίες, σύμφωνα με τη σχετική υπό στοιχ. ΙΙΙ γ΄ σκέψη, δεν επιβεβαιώνονται από τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, το επίδικο δεν φαίνεται να διαφοροποιήθηκε στην πορεία των χρόνων ως προς τη μορφή και τα όριά του, καθώς ήταν πάντα χέρσο, με άγρια βλάστηση (αραβοσυκιές, πασχαλιές, κάκτοι), εκτός από πέντε ελαιόδενδρα που φυτεύθηκαν μεταξύ των ετών 1968 και 1977, αναπτύχθηκαν με το πέρασμα του χρόνου και εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι σήμερα, και περιβάλλετο ήδη προ του έτους 1968 από μανδρότοιχους, στη βόρεια και δυτική πλευρά του, που κατασκευάστηκαν από τους ιδιοκτήτες των αντίστοιχων εδαφικών τμημάτων, ενώ στη νότια πλευρά, αρχικά υπήρχε μανδρότοιχος στο ήμισυ του ορίου και στη συνέχεια μεταξύ των ετών 1988 και 1992 καθ’όλο το μήκος του. Το έτος 1992 το δυτικό τμήμα εμφανίζεται καθαρισμένο από φυτά και οι ελιές έχουν αναπτυχθεί, η εικόνα δε αυτή διατηρήθηκε τουλάχιστον μέχρι το έτος 2009-2010, χωρίς να προκύπτει κάποια μεταγενέστερη μεταβολή. Τα στοιχεία αυτά και κυρίως η χρονολογική τους αποτύπωση προκύπτουν πρωτίστως από την έκθεση φωτοερμηνείας του αγρονόμου-τοπογράφου-μηχανικού ………., ο οποίος κατ’εντολήν του πρώτου εκκαλούντος πραγματοποίησε φωτοερμηνεία φωτογραφιών που έλαβε από την Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, των ετών 1968, 1973, 1977, 1981, 1988, 1992,  2000 και 2007-2009, με την επισήμανση ότι, στη σχετική έκθεση επισυνάπτεται αεροφωτογραφία του έτους 1973 (υπ’αριθμ.70319), που δεν αξιολογείται ενώ αξιολογούνται άλλες του έτους 1977 που δεν επισυνάπτονται (υπ’αριθμ. … και ….). Επιπλέον, αυτό εμφάνιζε κλίση, με το ανατολικό τμήμα του να βρίσκεται υψηλότερα από το δυτικό και εντός αυτού υπήρχαν αναβαθμοί-πεζούλες, οι οποίες είναι μεν κατάλληλες για αγροτικές καλλιέργειες αλλά παράλληλα, όπως είναι κοινώς γνωστό, τοποθετούνται και για τη συγκράτηση του εδάφους. Στη βορειοδυτική πλευρά του υπήρχε μονοπάτι, το οποίο πλησίον του ορίου με την πρώην ιδιοκτησία …. διαμορφώνεται σε μερικά σκαλοπάτια, τα οποία δεν διευκρινίστηκε αν είναι πέτρινα ή από άλλο υλικό. Η ύπαρξη μικρής πλακοσκεπούς αποθήκης, τετράγωνου σχήματος διαπιστώνεται ήδη από το έτος 1968 αρχικά προς το κεντρικό τμήμα του και στη συνέχεια σε επαφή με το νοτιοδυτικό όριό του, όπου κατασκευάστηκε και τσιμεντένια βάση. Επίσης, αποδείχθηκε ότι, από το 1972 ήταν αισθητή εκεί η παρουσία του πρώτου εκκαλούντος, αφού το επισκεπτόταν, εναπόθετε διάφορα εργαλεία και σταύλιζε τον ημίονό του, ώστε σε κάποιους τουλάχιστον κατοίκους σχηματίστηκε η εντύπωση πώς επρόκειτο για δικό του ακίνητο. Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να αξιολογηθούν και οι καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν με επιμέλεια των εκκαλούντων και δεν φαίνεται να είχαν άμεση και σύγχρονη των αποδεικτέων θεμάτων γνώση και ειδικώς περί του τρόπου που αυτό περιήλθε τυχόν στον πρώτο εκκαλούντα, βασιζόμενοι στις πληροφορίες που ο ίδιος τους παρείχε. Δεν αποδείχθηκε, όμως, ότι προέβαινε σε περιποίησή του και συγκομιδή του ελαιοκάρπου, πέραν ίσως του καθαρισμού των κάκτων και άλλης τυχόν υπάρχουσας αυτοφυούς βλάστησης (πασχαλιές, αραβοσυκιές), στο βαθμό που παρεμπόδιζαν την ελεύθερη διέλευσή του, καθώς ο εξετασθείς στο ακροατήριο σύζυγος της αδερφής της συζύγου του, ……..,  που βρίσκεται στην Ύδρα από το 1981 και απέκτησε σχέσεις με την οικογένεια από το 1984 δεν κάνει καμία αναφορά στο ζήτημα αυτό, όπως θα ήταν αναμενόμενο, αν πράγματι ανταποκρινόταν στην αλήθεια, με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται και η κατάθεση του ……, που γεννήθηκε και κατοικεί στην Ύδρα, και βεβαιώνει ότι ο πρώτος εκκαλών πότιζε τις ελιές και μάζευε τον ελαιόκαρπο άλλοτε ο ίδιος και άλλοτε φίλοι ή συγγενείς, χωρίς οποιαδήποτε ειδικότερη χρονολογική αναφορά στις πράξεις αυτές. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι ο εφεσίβλητος Δήμος, ασκούσε επ’αυτού πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση του από πολύ παλιά, εποπτεύοντας τα όριά του, καθαρίζοντάς το ανά περιόδους, όπως έπραττε και με τα λοιπά ακίνητά του, και μεριμνώντας για τυχόν καταπάτησή του, ενώ από το έτος περίπου 1980 τοποθέτησε και πινακίδα με την επιγραφή «ιδιοκτησία Δήμου» η οποία αφαιρέθηκε περί το έτος 2009. Το γεγονός αυτό πιστοποιείται κατηγορηματικά από τον εξετασθέντα στο ακροατήριο …., που την περίοδο 2011-2014 ήταν αιρετός του Δήμου και συμμετείχε σε επιτροπή διαφύλαξης της δημοτικής γης αλλά επιπλέον ζούσε στην περιοχή τη δεκαετία του ’90, σε κτίσμα που εφάπτετο με την οικία …. αλλά και από τον ….. ……, γεννηθέντος το έτος 1938, μόνιμου κατοίκου Ύδρας και δημοτικού συμβούλου την δεκαετία του ’80. Ο πρώτος μάλιστα, ο οποίος περνούσε με τα πόδια από το συγκεκριμένο σημείο, δίνει περιγραφή της πινακίδας, προσδιορίζοντας το μέγεθος, το ύψος  και το χρώμα της, ενώ η μαρτυρία του ……., που γεννήθηκε (το έτος 1949) και κατοικεί στην Ύδρα, και εξετάστηκε προανακριτικά, επί μηνύσεως του πρώτου εκκαλούντος σε βάρος του ……., αλλά και ενώπιον συμβολαιογράφου, και δηλώνει το αντίθετο, δεν είναι αναντίρρητη, αφού διερχόταν εποχούμενος, ως οδηγός ταξί, και έτσι δεν αποκλείεται να μην την είχε προσέξει. Είναι, επίσης, πολύ χαρακτηριστική η περικοπή της κατάθεσης του προαναφερθέντος μάρτυρα και συγγενούς των εκκαλούντων, ο οποίος λέει ότι «δεν είχε πέσει στην αντίληψή του κάτι τέτοιο» η ύπαρξη δηλαδή πινακίδας, εκφράζοντας έτσι αμφιβολία και όχι βεβαιότητα, όπως θα ήταν αναμενόμενο, αφού κατά δήλωσή του εργάστηκε σε παρακείμενο ακίνητο επί τρίμηνο και επομένως επισκεπτόταν καθημερινά και παρέμενε στο συγκεκριμένο σημείο επί ώρες. Επιστέγασμα της ήδη υπάρχουσας αυτής κατάστασης αποτέλεσε άλλωστε και η καταχώριση του ακινήτου ως δημοτικού στο οικείο κτηματολόγιο, ενώ δεν υπήρξε άμεση και ευθεία αμφισβήτηση του δικαιώματος νομής και κατοχής του από οποιονδήποτε τρίτο και τον ίδιο τον πρώτο εκκαλούντα. Ο μάρτυρας ……. μάλιστα επικαλείται προφορικές συστάσεις προς αυτόν από υπαλλήλους του Δήμου, με υπόδειξή του, κατά τη διάρκεια της θητείας του (δεκαετία 1980), που δεν υπήρχε λόγος να καταγραφούν, επειδή η παρουσία του ημιόνου αποτελούσε εστία βρωμιάς, στις οποίες ο ίδιος δεν εναντιώθηκε,  ισχυριζόμενος ότι το ακίνητο ήταν δικό του. Έτσι, το ακίνητο αυτό, που δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε αδέσποτο, ότι δηλαδή είχε εγκαταλειφθεί η νομή του με βούληση εγκατάλειψής του, ώστε να έχει περιέλθει έστω άτυπα στο ελληνικό δημόσιο υπό την ισχύ του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ενώ υπό την ισχύ του ΑΚ απαιτείται ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή (ΑΠ 1920/2014, ΑΠ 974/2008 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), περιήλθε στην κυριότητα του εφεσίβλητου Δήμου, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας το αργότερο στις 23-2-1966 δηλαδή μετά την παρέλευση εικοσαετίας από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα,  κατ’άρθρο 1045 αυτού, καθώς για το προγενέστερο χρονικό διάστημα δεν γίνεται επίκληση καλής πίστης που απαιτείτο κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τη σχετική υπό στοιχ. ΙΙΙ γ΄ σκέψη που προεκτέθηκε. Έτσι, κατά την έναρξη της ισχύος του νδ. 31/1968, απώτατο χρόνο της κτητικής παραγραφής σε βάρος του εφεσίβλητου, ο τελευταίος είχε αποκτήσει ήδη κυριότητα επί του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, η οποία δεν διακόπηκε από πράξεις νομής έτερου προσώπου, με αποτέλεσμα να μην δύναται να καταλυθεί έκτοτε. Η τυχόν δι’ολίγον εναπόθεση οικοδομικών υλικών εκ μέρους του ….., κατά το χρόνο ανακαίνισης της οικίας του, όπως και η περιστασιακή, με τον προαναφερθέντα τρόπο χρήση του εκ μέρους του πρώτου εκκαλούντος, και η διέλευση μέσα από αυτό ή η χρήση του ως ελεύθερου χώρου από τους ενοίκους του παρακείμενου κτίσματος …., δεν αναιρούν την ανωτέρω παραδοχή. Ακόμη και αν η φύτευση ελαιοδένδρων έγινε από τον ….. για λόγους αισθητικούς, χωρίς δηλαδή να λάβει τη μορφή συστηματικής καλλιέργειας, με συγκομιδή του ελαιοκάρπου, το γεγονός αυτό καθεαυτό δεν συνιστούσε ευθεία αμφισβήτηση του δικαιώματος του εφεσίβλητου, παρά το ότι η φύτευση φυτών αποτελεί γενικώς πράξη νομής, κατά τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχ. ΙΙΙ β΄σκέψη, αφού αφενός μεν αφορούσε συγκεκριμένο τμήμα του, αφετέρου δε δεν συνοδεύτηκε και από άλλες ενέργειές του δηλωτικές της βούλησής του να το εξουσιάζει ως κύριος, όπως για παράδειγμα περίφραξή του από την πλευρά του δρόμου και  αφαίρεση της υπάρχουσας από τη δεκαετία του 1980 πινακίδας, σε κάθε δε περίπτωση ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο του έτους 1968, κατά τα προεκτεθέντα. Ο Δήμος, άλλωστε, δεν είχε λόγο να αντιταχθεί σε αυτή την τυχόν επέμβασή του, αφού η ύπαρξη δένδρων και μόνον, ήταν αισθητικά επωφελής και για τον ίδιο. Γενικά, δηλαδή, δεν αποδείχθηκαν αδιαμφισβήτητα δηλωτικές της βούλησης εξουσιάσεώς του πράξεις όλων των παραπάνω προσώπων, που να εκτείνονται σε χρονικό διάστημα 20 τουλάχιστον ετών πριν την θέση σε ισχύ του άνω νδ/τος,  ενώ δεν προσδιορίστηκε και ο χρόνος ανέγερσης του μανδροτοίχου ανατολικά της ιδιοκτησίας …., ώστε να διαπιστωθεί αν συμπίπτει ή όχι με εκείνον της επικαλούμενης παραχώρησης του επιδίκου στον …. Ενισχυτικά όσων προαναφέρθηκαν και προς αντίκρουση των ισχυρισμών των εκκαλούντων περί διαδοχικών μεταβιβάσεων του επιδίκου από την οικογένεια … προς τον … και από τον τελευταίο προς τον πρώτο εκκαλούντα επισημαίνεται ότι : α/ ο ίδιος ο …. για την κτήση του παρακείμενου ακινήτου του αλλά και τη μεταπώλησή του επέλεξε τον συμβολαιογραφικό τύπο (σχετ. υπ’αριθμ. …/1957 και …./2006 συμβόλαια αγοραπωλησίας των συμβολαιογράφων Αθηνών και Πειραιώς, …….), ώστε να μην δικαιολογείται η επιλογή της άτυπης μεταβίβασης για το συγκεκριμένο ακίνητο, β/ Στο προσκομιζόμενο από τον εφεσίβλητο υπ’αριθμ. …./1989 συμβόλαιο αγοραπωλησίας, που αφορά το ακίνητο, πρώην ιδιοκτησία … (δυτικά του επιδίκου), όπως αναγράφεται και στο κείμενό του, και ήδη κατά το χρόνο της μεταβίβασης, …, κατά την περιγραφή των ορίων του μνημονεύεται ότι αυτό συνορεύει ανατολικά-όπου δηλαδή βρίσκεται το επίδικο- εν μέρει με ιδιοκτησία του Δήμου και εν μέρει με ιδιοκτησία ….., που αποτελεί ακίνητο παρακείμενο του επιδίκου προς νότον, χωρίς να μνημονεύεται μάλιστα ότι το μεταβιβαζόμενο αποτελεί τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου που είχε περιέλθει στους προκατόχους των πωλητριών, αφού επισημανθεί ότι και αυτές είχαν καταστεί συγκυρίες της ιδιοκτησίας αυτής δυνάμει νόμιμων τίτλων, οι οποίοι μνημονεύονται αναλυτικά. Επομένως, οι ίδιες οι ιδιοκτήτριες του ακινήτου φέρονται να αναγνωρίζουν τον εφεσίβλητο ως ιδιοκτήτη του επιδίκου, πράγμα που δεν θα είχαν λόγο να πράξουν αν οι δικαιοπάροχοί τους είχαν προβεί όντως σε μεταβίβασή του προς τον ….., γ/ ο συμβολαιογραφικός τύπος δεν ήταν τουλάχιστον ασυνήθης κατά την εποχή των επικαλούμενων από τους εκκαλούντες μεταβιβάσεων αλλά και παλαιότερα, με τίτλους, πέραν των προαναφερθέντων, που ανάγονται μέχρι και το 1906 (σχετ. τα υπ’αριθμ. ……/1907 και …./1908 πωλητήρια συμβόλαια που αφορούν ιδιοκτησία παρακείμενη του ακινήτου της οικογένειας … προς βοράν), με αποτέλεσμα η επιλογή άτυπων μεταβιβάσεων να μην δικαιολογείται πειστικά. Επίσης, στα προσκομιζόμενα αυτά συμβόλαια, το προς βοράν όμορο ακίνητο της πρώην  ιδιοκτησίας …, περιγράφεται να συνορεύει με δρόμον, οικόπεδο και μάνδρα …, πλην όμως από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι ως μάνδρα νοείται το επίδικο, όπως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, δ/ Είναι παράδοξο υπερκείμενο τμήμα ακινήτου να χρησιμοποιείται ως αυλή ενός χαμηλότερου κτίσματος και να μην συμβαίνει το αντίστροφο, δηλαδή το κτίσμα να έχει αναγερθεί στο ψηλότερο σημείο του οικοπέδου και η αυλή να βρίσκεται χαμηλότερα, δοθέντος μάλιστα ότι υπάρχει δρόμος ανατολικά, συνδεόμενος με το οδικό δίκτυο της περιοχής. Η ύπαρξη μονοπατιού και σκαλών, επίσης, δεν αποκλείεται να διαμορφώθηκε πράγματι από τους ιδιοκτήτες του ακινήτου …., ώστε να έχουν πρόσβαση στο ακίνητό τους και από τον δρόμο που βρίσκεται ανατολικά του επιδίκου. Εξάλλου, η τοποθέτηση πεζουλών, ακόμη και αν πράγματι έγινε από την οικογένεια …., δεν αποτελεί εκδήλωση βούλησης εξουσιάσεώς του, καθώς δεν ενδείκνυται μόνον για την περίπτωση αγροτικής καλλιέργειας, υποδηλώνοντας ιδιωτική ιδιοκτησία αλλά και για τη συγκράτηση του εδάφους από πιθανή κατολίσθηση, σε επικλινή ακίνητα, όπως το συγκεκριμένο, ε/ η επικαλούμενη από τον πρώτο εκκαλούντα συμφωνία άτυπης μεταβίβασης που φέρεται ότι συνήφθη  με τον τελευταίο είναι εξαιρετικά ασαφής. Ο ίδιος κάνει λόγο για άτυπη μεταβίβαση το έτος 1980, ισχυριζόμενος ότι το τίμημα, που δεν προσδιορίζεται, καταβλήθηκε κατά ένα μικρό μέρος, που επίσης δεν προσδιορίζεται, και συμφωνήθηκε να συμψηφιστεί κατά το απομένον ποσό με ήδη γεγενημένες απαιτήσεις του ….. έναντι αυτού για τη συντήρηση και φύλαξη της οικίας του, οι οποίες επίσης δεν αναλύονται έστω και στο παρόν δικονομικό στάδιο. Καμία, επίσης, εξήγηση δεν δίδεται για τον λόγο που στο συμβόλαιο γονικής παροχής δεν μνημονεύεται ο προκάτοχός του. Παράλληλα, η καταβολή του αναλογούντος Τ.Α.Π για το έτος 2010 δεν οδηγεί σε κάποιο συμπέρασμα, αφού προϋποθέτει συνεννόηση μεταξύ των διαφορετικών υπηρεσιών του Δήμου, που δεν είναι δεδομένη.

Πρέπει, παρ’όλ’αυτά να τονιστεί ότι όταν ανέκυψε το ζήτημα, μετά από καταγγελία για καταπάτηση δημοτικής έκτασης, ο Δήμος χρειάστηκε να προβεί σε σχετική έρευνα με τη βοήθεια νομικών για να βεβαιωθεί ότι επρόκειτο για δημοτικό ακίνητο, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τουλάχιστον επί μια δεκαετία δηλαδή από το 2000 και μετά η εποπτεία του είχε ατονήσει, γεγονός που προφανώς έγινε αντιληπτό από τον πρώτο εκκαλούντα. Σε πλήρη συμφωνία προς τα ανωτέρω, κατά τα ουσιώδη στοιχεία τους, εκδόθηκαν διαδοχικά, κατόπιν της από 12-7-2011 αίτησης του εφεσίβλητου, η υπ’αριθμ. 3/2011 απόφαση της Αντιεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιά, και η  υπ’αριθμ.1/2012 απόφαση του Αντεισαγγελέα Εφετών Πειραιά, που την επικύρωσε, με τις οποίες έγινε δεκτό ότι ο Δήμος ασκούσε από παλαιοτάτων χρόνων πράξεις νομής στο επίδικο. Συνοψίζοντας, επομένως, η τυχόν περιστασιακή χρήση του επιδίκου από τα παραπάνω διαφορετικά πρόσωπα, δεν αποδείχθηκε ότι γινόταν με διάνοια κυρίων ικανή να θεμελιώσει κτήση κυριότητάς του με έκτακτη χρησικτησία από τον πρώτο εκκαλούντα, δια της προσμετρήσεως στο χρόνο νομής του και εκείνου της οικογένειας …. ή του …., σε χρόνο αναγόμενο προ του 1968, ενώ η άσκηση πράξεων νομής εκ μέρους του, δεν θα μπορούσε, με βάση όσα προεκτέθηκαν, να οδηγήσει αυτοτελώς σε τέτοια κτήση.

Επομένως, τα αυτά δεχόμενο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), με αποτέλεσμα ο δεύτερος λόγος της έφεσης, περί ελλιπούς αιτιολογίας να κρίνεται αλυσιτελής, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τους εκκαλούντες με τους τρίτο, τέταρτο, έκτο και έβδομο λόγο της έφεσής τους, απορριπτομένων ως αβασίμων. Εξάλλου, τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία ήταν επαρκή για τον σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως, χωρίς να διατυπώσει την κρίση ότι απαιτούνταν ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης για την αντίληψη του κρινομένου ζητήματος και επομένως, πρέπει ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι εσφαλμένως δεν διατάχθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, αν και το είχαν ζητήσει πρωτοδίκως, και τον οποίο επαναφέρουν με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, να απορριφθεί ως αβάσιμος (ΕφΠειρ (Μον) 871/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ενώ ο ίδιος λόγος κατά το σκέλος του που αφορά την παράλειψή του να ενδώσει στο αίτημα διενέργειας αυτοψίας είναι νομικά αβάσιμος διότι δεν αποτελεί σφάλμα το οποίο να οδηγεί σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης (ΕφΘεσ 1592/2003 Αρμ 2003. 265), ενώ το υποβληθέν με τις προτάσεις των εκκαλούντων, αίτημα περί επίδειξης των αποφάσεων του δημοτικού συμβουλίου ή του δημάρχου, με τις οποίες αποφασίστηκε η επικαλούμενη δενδροφύτευση, ο καθαρισμός του επιδίκου και η τοποθέτηση πινακίδας όπου αναγραφόταν ότι αποτελεί ιδιοκτησία του, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστο, καθώς δεν προσδιορίζονται σαφώς τα έγγραφα και το περιεχόμενό τους  (ΑΠ 1107/2017, ΑΠ 404/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), αντιθέτως, οι εκκαλούντες αρνούνται ουσιαστικά την ύπαρξη τέτοιων αποφάσεων.

Κατ’ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει ν’απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της, και να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου,  κατόπιν σχετικού αιτήματός του, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, μειωμένων όμως αυτών κατά το ήμισυ, σε σχέση με τα κατώτατα όρια δικαστικής δαπάνης που προβλέπει ο Κώδικας περί Δικηγόρων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281 παρ.2 του ν.3463/2006, καθόσον για τους Δήμους δεν ισχύει η ρύθμιση που αφορά το Δημόσιο κατά το άρθρο 22 § 1 του ν. 3639/1957, όπως το όριο των 100.000 δρχ. ορίστηκε με την, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 § 12 του ν. 1738/1987, εκδοθείσα κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, υπ’ αριθμ. 13442 Οικ/8.12.1992/20.1.1993, διότι δεν πρόκειται για προνόμιο, που επεκτείνεται και στα νπδδ, η διεξαγωγή της νομικής υπηρεσίας των οποίων δεν γίνεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (άρθρα 176 , 183, 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με 63 παρ.1iβ και 1ii, 68 παρ.1 και 69 παρ.1 του Ν.4194/2013), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 3-11-2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …./4-11-2015) έφεση των εναγομένων, κατά της υπ’αριθμ. 3567/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά  και απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων εκατό (2.100) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις  19 Απριλίου 2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις, με την παρουσία της Γραμματέως, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις  3 Μαΐου 2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ