Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 245/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:   245/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2812/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1, 520 του ΚΠολΔ), διότι η προβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες την 12/1/2017 (βλ. σχετική επισημείωση της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….. στο αντίγραφο της απόφασης που προσκομίζουν οι εκκαλούντες) η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 10/2/2017 και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) ενώ καταβλήθηκε και το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. κωδικός e – παράβολου … και ……../10.2.2017 κωδικός συναλλαγής της Τράπεζας Πειραιώς) ποσού 100 ευρώ [άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016  (ΦΕΚ Α 240/22.12.2016) με έναρξη ισχύος την 23/1/2017 (άρθρο 45)], το οποίο επισυνάπτεται στην από 10/2/2017 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, στην από 11/1/2016 αγωγή της ισχυρίστηκε ότι με τον ………., αδελφό της, κατέστησαν συγκύριοι κατά ποσοστό 1/3 και 2/3 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, ενός καταστήματος με αποθήκη, που βρίσκεται στην …….. του Πειραιά, όπως αναλυτικά περιγράφεται σε αυτή κατά θέση έκταση και όρια, εμβαδού 89,34 τ.μ. Ότι ο αδελφός της απεβίωσε την 8/4/2015 και ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι υπεισήλθαν στη θέση του οι εναγόμενοι, ήδη εκκαλούντες, κατά ποσοστό 2/8 η πρώτη και κατά 3/8 κάθε ένας των δεύτερου και τρίτης αυτών. Ότι ο ……… και μετά το θάνατο του οι κληρονόμοι του, εναγόμενοι, κατά το χρονικό διάστημα από την 1/1/2015 έως και την 31/12/2015 έκαναν αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, διατηρώντας σε αυτό επιχείρηση καφετέριας – μπαρ – ζαχαροπλαστείου, αρνούνται όμως να της αποδώσουν την ανάλογη προς το ποσοστό συγκυριότητας της μερίδα από το όφελος που αποκόμισαν από τη χρήση του, συνιστάμενο στην κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης μισθωτική αξία της μερίδας της, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 240 ευρώ/τ.μ. και συνολικά στο ποσό των 7.147,20 ευρώ (240 ευρώ Χ 89,34 = 21.441,60 ευρώ Χ 1/3) για καθένα από τους μήνες του έτους 2015, ήτοι συνολικά 85.706,40 ευρώ για ολόκληρο το έτος. Με βάση τα παραπάνω ζητούσε, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημα της αγωγής στο ποσό των 200 ευρώ/τ.μ., να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 71.472 ευρώ (200 ευρώ Χ 89,34 τ.μ. = 17.868 ευρώ Χ 1/3 = 5.956 ευρώ Χ 12 μήνες) και καθένας αυτών αναλόγως του ποσοστού συγκυριότητάς του στο επίδικο με το νόμιμο τόκο κατά τις διακρίσεις της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, έκρινε ότι η μισθωτική αξία του επιδίκου ανέρχεται στο ποσό των 120 ευρώ/τ.μ. και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν στην ενάγουσα ο κάθε ένας με βάση το ποσοστό συγκυριότητάς του το συνολικό ποσό των 40.128 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής οι εναγόμενοι παραπονούνται με την υπό κρίση έφεσή τους για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να γίνει αυτή δεκτή ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να καθοριστεί η μισθωτική αξία του επίδικου στο ποσό των 53,75 ευρώ (54 ευρώ) ανά τετραγωνικό μέτρο.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 785, 786, 787, 792 παρ. 2, 961, 962 και 1113 του ΑΚ προκύπτει, ότι, σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος, από έναν από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι και αν δεν πρόβαλαν αξίωση σύγχρησης, να απαιτήσουν από αυτόν, που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού, ανάλογη προς το ποσοστό του δικαιώματός τους μερίδα από το όφελος (καρπούς και γενικότερα ωφελήματα), που αυτός αποκόμισε ή εξοικονόμησε και το οποίο από την αιτία αυτή αποκόμισε. Ειδικότερα, προκειμένου περί αστικού ακινήτου, το όφελος αυτό συνίσταται στην, κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσεως, μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσεως κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, ως αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια (ΑΠ 235/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 187/2015 ΝΟΜΟΣ). Για να εκτιμηθεί η αποζημίωση αυτή, λαμβάνονται υπόψη οι μισθωτικές συνθήκες της περιοχής, όπου βρίσκεται το κοινό ακίνητο, σε συνδυασμό προς τη θέση και την κατάσταση αυτού, εφόσον πρόκειται για οικοδόμημα (ΕφΠειρ 105/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 60/2015 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2015, 408, ΕφΑθ 6386/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5190/1986 ΑρχΝ ΛΒ 671). Εξάλλου η διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, κατά την οποία «ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, άσχετα του αν αυτή απορρέει από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει ευθέως από το νόμο, εκτός αν προβλέπεται άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή αν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 του ΑΚ. Η διάταξη αυτή, που εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 44 του π.δ. 34/1995 και στις εμπορικές μισθώσεις, παρέχει στο Δικαστή τη δυνατότητα, όταν, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης. Έτσι, ο μισθωτής δεν αποκλείεται να ζητήσει, κατά το άρθρο 288 ΑΚ, αναπροσαρμογή του οφειλόμενου, αρχικού ή μετά από αναπροσαρμογή, συμβατική ή νόμιμη (αντικειμενική), μισθώματος, εφόσον, εξαιτίας προβλεπτών ή απρόβλεπτων περιστάσεων, επήλθε αδιαμφισβήτητα τόσο ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου, ώστε, με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες, η εμμονή του εκμισθωτή στην καταβολή του ίδιου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη – παρά την ανάγκη κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία πρέπει πάντοτε να συνεκτιμάται – η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει την δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά την καλή πίστη που έχει διαταραχθεί (ΟλΑΠ 3/2014 ΧρΙΔ 2014, 358, ΑΠ Ολομ. 9/1997 ΕλΔνη 1997, 767). Όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου αυτού (288 του ΑΚ), ο μισθωτής μπορεί να ζητήσει με αγωγή την αναπροσαρμογή του καταβαλλόμενου μισθώματος, το οποίο οφείλεται από την επίδοση της αγωγής ή με ένσταση. Ειδικότερα, το έργο του Δικαστηρίου, προκειμένου να αποφασίσει την αναπροσαρμογή συνίσταται στη σύγκριση δύο ποσών, δηλαδή του καταβαλλόμενου μισθώματος και του «ελεύθερου» – για το οποίο κυρίως διεξάγεται ο δικαστικός αγώνας – το οποίο παριστάνει την αξία της χρήσης του μισθίου και το οποίο, ευρισκόμενο με βάση τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους συγκριτικά στοιχεία, πρέπει να καθορίζεται στην απόφαση. Αν μεταξύ των δύο αυτών ποσών υπάρχει διαφορά, αυτή δεν επιδικάζεται, αλλά πρέπει περαιτέρω το δικαστήριο να κρίνει αν αυτή είναι τέτοια, ώστε, κατά τις αρχές της καλής πίστης, να δημιουργείται η ανάγκη αναπροσαρμογής. Ανάγκη αναπροσαρμογής, κατά τις αρχές της καλής πίστης, υπάρχει όταν, λόγω ουσιώδους μείωσης της μισθωτικής αξίας του μισθίου, επέρχεται ζημία στον μισθωτή, η οποία υπερβαίνει, κατά τα συναλλακτικά ήθη, τον κίνδυνο που αναλαμβάνει αυτός, καταρτίζοντας τη μίσθωση με το συγκεκριμένο μίσθωμα, οπότε και περιορίζεται η ζημία του με τη μείωση του μισθώματος, όπως επίσης και στην αντίστροφη περίπτωση ζημίας στον εκμισθωτή, η οποία περιορίζεται με την ανάλογη αύξηση του μισθώματος. Στη συνέχεια και εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη ανάγκης αναπροσαρμογής κατά την προεκτιθέμενη έννοια, η αναπροσαρμογή δεν θα ακολουθήσει τυπικό μαθηματικό υπολογισμό και δεν θα χορηγηθεί ολόκληρη η διαφορά που έχει προκύψει, αλλά θα αναπροσαρμοστεί το μίσθωμα στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά την καλή πίστη που έχει διαταραχθεί (ΑΠ Ολομ. 3/2014 ΧρΙΔ 2014, 358, ΑΠ 762/ 2015 ΝΟΜΟΣ). Μεταβολή των συνθηκών με την έννοια του άρθρου 288 του ΑΚ, μπορεί να αποτελέσουν η σημαντική αύξηση ή ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου, η σημαντική αύξηση ή μείωση του τιμαρίθμου, η υποτίμηση του νομίσματος, η από διαφόρους λόγους αυξομείωση της ζήτησης των ακινήτων και άλλοι λόγοι, με δεδομένο ότι οι περιπτώσεις στις οποίες χωρεί αναπροσαρμογή μισθώματος κατά τη διάταξη αυτή δεν είναι δυνατό, όπως είναι φυσικό, να προβλεφθούν λεπτομερώς, αφού η σχετική κρίση εξαρτάται από τις συγκεκριμένες συνθήκες που συντρέχουν κάθε φορά. Ειδικά, η σύγχρονη γενική οικονομική κρίση των ετών 2009 επ., η επιβολή σκληρών οικονομικών (δημοσιονομικών και φορολογικών) μέτρων με τα «μνημόνια», εξαιτίας των οποίων μειώθηκε αισθητά το εισόδημα των εργαζομένων και, συνακόλουθα, η αγοραστική τους ικανότητα, η σημαντική αύξηση της φορολογίας των εισοδημάτων και η επιβολή οικονομικών βαρών στην ακίνητη περιουσία κ.λπ., που συνεπάγονται και μείωση της εμπορικής κίνησης των καταστημάτων, αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο του άρθρου 288 του ΑΚ και, συνεπώς, τα γεγονότα αυτά δικαιολογούν την αναπροσαρμογή μισθώματος κατά το υπόψη άρθρο, έστω και αν δεν στοιχειοθετούν την εφαρμογή του άρθρου 388 του ίδιου Κώδικα, θεωρούμενα ως μη έκτακτα και απρόβλεπτα γεγονότα. Τη συνδρομή, πάντως, των ειδικών συνθηκών που επιβάλλουν την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης οφείλει, για την πληρότητα της σχετικής αγωγής, να επικαλεστεί και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδείξει ο αιτούμενος την αναπροσαρμογή κατ’ εφαρμογή του άρθρου αυτού (ΑΠ 403/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 763/2016 ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση των υπ’ αριθμ. …/4.5.2016 και …/4.5.2016 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ……. και …….., που κατέθεσαν με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόμενων προ δυο τουλάχιστον εργάσιμων ημερών, κατά το άρθρο 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ (υπ’ αριθμ………. /2016 εκθέσεις επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …..), των υπ’ αριθμ. …/19.4.2016 και …./19.4.2016 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων …… και …… αντίστοιχα, οι οποίοι κατέθεσαν με επιμέλεια των εναγόμενων ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά ………, οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της ενάγουσα προ δύο εργάσιμων ημερών (υπ’ αριθμ. …./14.4.2016 έκθεσή επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ……..) και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’ αριθμ. 338/1998 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου αυτού, η οποία κατέστη αμετάκλητη με την υπ’ αριθμ. 1168/2000 απόφαση του Αρείου Πάγου, κρίθηκε ότι η ενάγουσα και ο αδελφός της, ……., απέκτησαν από τη γιαγιά τους, ……., τη συγκυριότητα, η πρώτη κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαίρετου και ο δεύτερος κατά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου, ενός καταστήματος που βρίσκεται στο ισόγειο πολυκατοικίας, στη συμβολή των οδών ……. στην ……… στον Πειραιά και αποτελείται από δύο επί μέρους τμήματα με τα στοιχεία 6΄Β και 6Β επιφάνειας 55,73 τ.μ. και 27,87 τ.μ. αντίστοιχα και συνολικής επιφάνειας 83,60 τ.μ., έχει πατάρι που επικοινωνεί με το ισόγειο με δύο σκάλες, συνολικής επιφάνειας 40 τ.μ., καθώς και από μία αποθήκη, επιφάνειας 16 τ.μ., που βρίσκεται στο πίσω μέρος του καταστήματος, έχει πρόσοψη μήκους περίπου 6,50 μ. στην πεζοδρομημένη οδό ……., η οποία συνέχεται με την …., όπου βρίσκεται το κτίριο του …. Πειραιά και η οποία (οδός ….), σε απόσταση λίγων μέτρων από την είσοδο του επικοίνου καταστήματος συμβάλλεται με την κεντρική λεωφόρο …..΄. Από το έτος 1988 έως και το θάνατό του, την 8/4/2015, αποκλειστική χρήση του κοινού ακίνητου έκανε ο ……., ο οποίος στο επίδικο χρονικό διάστημα (από την 1/1/2015 έως την 8/4/2015), όπως και μεταγενέστερα, λειτουργούσε σε αυτό επιχείρηση καφετέρια – ζαχαροπλαστείο – εστιατόριο με το διακριτικό τίτλο …… Ο ανωτέρω κατέλειψε ως μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τους εναγόμενους, από τους οποίους η πρώτη είναι η σύζυγος του και οι δεύτερος και τρίτη τέκνα τους, οι οποίοι απέκτησαν τη συγκυριότητα του κοινού καταστήματος η πρώτη κατά ποσοστό 2/12 εξ αδιαιρέτου και κάθε ένας των λοιπών κατά ποσοστό 3/12 εξ αδιαιρέτου, οι οποίοι συνέχισαν να κάνουν αποκλειστική χρήση του επίδικου καταστήματος εξακολουθώντας να λειτουργούν την ίδια πιο πάνω επιχείρηση, χωρίς να αποδίδουν οικειοθελώς στην ενάγουσα το όφελος που αποκόμιζαν αυτοί κατά το χρόνο της απόκτησης της χρήσης και συνίστατο στην μισθωτική αξία της μερίδας της ενάγουσας. Η μισθωτική αυτή αξία της μερίδας της ενάγουσας και εν γένει του καταστήματος ουδέποτε προσδιορίστηκε με συμφωνία μεταξύ της ενάγουσας και του αδελφού της, αλλά πάντα καθοριζόταν με δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονταν κατόπιν άσκησης διαδοχικών αγωγών της ενάγουσας, που αφορούσαν τα προηγούμενα έτη της αποκλειστικής χρήσης και έως το έτος 2011, καθόσον, όπως οι διάδικοι συνομολογούν για τα επόμενα έτη και έως το επίδικο χρονικό διάστημα, έχουν ασκηθεί αγωγές, επί των οποίων δεν έχουν εκδοθεί αποφάσεις. Για τα έτη 2008 και 2009 η μισθωτική αξία ολόκληρου του καταστήματος προσδιορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 256/2015 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου αυτού, η οποία κατέστη αμετάκλητη με την υπ’ αριθμ. 802/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, στο ποσό των 135 ευρώ/τ.μ. και συνολικά στο ποσό των 11.286 ευρώ μηνιαία και για τα έτη 2010 και 2011 με τις υπ’ αριθμ. 455/2017 και 454/2017 αντίστοιχα τελεσίδικες αποφάσεις του Εφετείου αυτού στο ποσό των 130 ευρώ/τ.μ. και συνολικά στο ποσό των 10.868 ευρώ μηνιαία. Προκειμένου να εκτιμηθεί η πιο πάνω καθορισθείσα με την υπ’ αριθμ. 256/2015 απόφαση μισθωτική αξία του καταστήματος, το Εφετείο έλαβε υπόψιν του τα μισθώματα άλλων καταστημάτων που βρίσκονται στην ίδια περιοχή με το επίδικο και συγκεκριμένα 1) το μηναίο μίσθωμα του ισόγειου καταστήματος, εμβαδού 24 τ.μ. με πατάρι και υπόγειο εμβαδού 24 τ.μ., που βρίσκεται στην οδό ……. και έχει τον διακριτικό τίτλο … (μετέπειτα «……..»), το οποίο κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα των ετών 2008 – 2009 ανερχόταν σύμφωνα με το από 10/7/1997 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως στα ποσά των 3.803 ευρώ και 4.183 ευρώ αντίστοιχα, δηλαδή 158 ευρώ/τ.μ. και 174 ευρώ/τ.μ. αντίστοιχα, 2) το μηναίο μίσθωμα ισόγειου καταστήματος εμβαδού 111,30 τ.μ., με πατάρι και τρεις αποθήκες στο υπόγειο, που βρίσκεται στην οδό …….. και έχει τον διακριτικό τίτλο «…..» το οποίο κατά το έτος 2006 ανερχόταν στο ποσό των 8.523 ευρώ, δηλαδή 76,78 ευρώ/τ.μ. 3) το μηναίο μίσθωμα ισόγειου καταστήματος εμβαδού 93,22 τ.μ. με πατάρι, που έχει τον διακριτικό τίτλο «ΣΤΑ…ΝΗ» και βρίσκεται στην οδό ……., η οποία «βλέπει» στην ………., το οποίο κατά το έτος 2008 ανερχόταν στο ποσό των 7.429,73 ευρώ, δηλαδή 79,90 ευρώ/τ.μ., 4) το μηναίο μίσθωμα καταστήματος εμβαδού 63 τ.μ. με πατάρι, που έχει το διακριτικό τίτλο «….» και βρίσκεται στην οδό ……., το οποίο κατά το έτος 2006 ανερχόταν στο ποσό των 5.430 ευρώ, δηλαδή 86,19 ευρώ/τ.μ. (βλ. το από 28/2/2001 ιδιωτικό συμφωνητικό και το υπ’ αριθμ. …. διπλότυπο είσπραξης) και 5) το μηναίο μίσθωμα καταστήματος εμβαδού 28,53 τ.μ. με πατάρι, που βρίσκεται στην οδό ……. και έχει πρόσοψη στη …….΄, το οποίο κατά το έτος 2006 ανερχόταν στο ποσό των 1.448 ευρώ, δηλαδή 50,75 ευρώ/τ.μ. (βλ. το από 3/1/2001 ιδιωτικό συμφωνητικό). Επιπλέον αυτών με τις υπ’ αριθμ. 454/2017 και 455/2017 αποφάσεις του έλαβε υπόψη του ως συγκριτικό στοιχείο και το μηναίο μίσθωμα όμορου ισόγειου καταστήματος που βρίσκεται στην οδό ……., εμβαδού 69 τ.μ. όπου λειτουργεί κατάστημα της επιχείρησης με την επωνυμία «. . ….», το οποίο ανερχόταν για το έτος 2011 στο ποσό των 4.000 ευρώ, δηλαδή 58 ευρώ/τ.μ. Εκτός τούτων η ενάγουσα προσκομίζει και επικαλείται το από 6/10/2008 ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο η εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……..» μίσθωσε ένα ισόγειο κατάστημα εμβαδού 50,44 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στην οδό ………., με μηναίο μίσθωμα 6.000 ευρώ με ετήσια αναπροσαρμογή του κατά ποσοστό 7%. Τα πιο πάνω συγκριτικά στοιχεία όμως δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση της μισθωτικής αξίας του επιδίκου και για το επίδικο χρονικό διάστημα, όπως οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν με τις πρωτόδικες προτάσεις τους, ζητώντας κατ’ ένσταση, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, την αναπροσαρμογή της μισθωτικής αξίας του επιδίκου, επικαλούμενοι τις κατωτέρω διαμορφωθείσες ειδικές συνθήκες, διότι ήδη έχει μεσολαβήσει η δημοσιονομική κρίση που πλήττει τη χώρα από τις αρχές του έτους 2010, με άμεση συνέπεια τη συρρίκνωση των εισοδημάτων και τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, που είχε ως επακόλουθο, μεταξύ άλλων, τη διακοπή της λειτουργίας σημαντικού αριθμού επιχειρήσεων (μεταξύ των οποίων και χώρων μαζικής εστίασης), την υπερπροσφορά καταστημάτων προς  ενοικίαση, τη χαμηλή  ζήτηση αυτών και τέλος τη μείωση της μισθωτικής τους αξίας, με αποτέλεσμα την προς το χείρον μεταβολή των μισθωτικών συνθήκων της συγκεκριμένης περιοχής του επιδίκου, που λήφθηκαν υπόψη για τον καθορισμό της μισθωτικής αξίας των προηγούμενων ετών. Η ραγδαία μείωση των μισθωμάτων αποδεικνύεται από τα ακόλουθα συγκριτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι εναγόμενοι: α) Με το από 14/7/2011 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης επαγγελματικής στέγης η ως άνω εταιρία με την επωνυμία «.. ….» μίσθωσε το ισόγειο κατάστημα που βρίσκεται στην οδό ……., εμβαδού 20 τ.μ. με πατάρι 20 τ.μ. και υπόγειο επίσης 20 τ.μ. (πρόκειται για το κατάστημα που λειτουργούσε παλιότερα με την επωνυμία .. και μετέπειτα …….). Το μηναίο μίσθωμα από την 14/7/2011 έως την 13/7/2012 συμφωνήθηκε να ανέρχεται στο ποσό των 1.500 ευρώ, αναπροσαρμοζόμενο κατ’ έτος σύμφωνα με τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) κατά την προηγούμενη της αναπροσαρμογής δωδεκάμηνη περίοδο, όπως αυτή ανακοινώνεται από την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία για την αναπροσαρμογή των μισθωμάτων, η οποία όμως δεν θα μπορεί να είναι κατώτερη του ποσοστού 5%. Δοθέντος ότι ο ΔΤΚ για τα έτη 2012, 2013 και 2014 κυμάνθηκε κάτω από το 5%, το μηναίο μίσθωμα αυξήθηκε με βάση το ποσοστό αυτό για το έτος 2015, στο ποσό των 1.740 ευρώ. Με δεδομένο ότι για τον υπολογισμό του αναλογούντος μισθώματος ανά τετραγωνικό μέτρο λαμβάνεται υπόψη η επιφάνεια της επαγγελματικής στέγης προσαυξημένη με ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της επιφανείας των βοηθητικών χώρων (ΠΟΛ.1118/13.8.2008), η μισθωτική αξία του για το έτος 2015 καθορίζεται στο ποσό των 62,14 ευρώ/τ.μ. [1.740 ευρώ ÷ 28 τ.μ. (20 τ.μ. + (40 τ.μ. Χ 0,20)]. Συνεπώς σε σχέση με το έτος 2009 το μηναίο μίσθωμα για το ίδιο κατάστημα μειώθηκε το έτος 2011 κατά ποσοστό 64,14%, ενώ το μηναίο μίσθωμα του έτους 2015 ήταν επίσης μειωμένο κατά ποσοστό 58,40%. β) Η ίδια πιο πάνω μισθώτρια εταιρία μισθώνει με την από 7/2/2000 σύμβαση μίσθωσης επαγγελματικής στέγης, η οποία τροποποιήθηκε την 1/8/2011, όμορο κατάστημα στη ίδια οδό (……), εμβαδού 69,16 τ.μ., με πατάρι 31 τ.μ. και υπόγεια αποθήκη εμβαδού 70,47 τ.μ., με μηναίο μίσθωμα 4.000 ευρώ, δηλαδή 44,72 ευρώ/τ.μ. [(4.000 ευρώ ÷ 89,45 τ.μ. (69,16 τ.μ. + 31 τ.μ. Χ 0,20 + 70,47 τ.μ. Χ 0,20]. Ήδη με την από 8/12/2015 νέα τροποποιητική σύμβαση το μηναίο μίσθωμα για το έτος 2016 συμφωνήθηκε να ανέρχεται στο ποσό των 3.100 ευρώ. γ) Με το από 18/5/2015 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης η εταιρία με τη επωνυμία «………» μίσθωσε για το χρονικό διάστημα από την 1/6/2015 έως την 31/5/2017 ένα ισόγειο κατάστημα εμβαδού 111,30 τ.μ. με πατάρι εμβαδού 111,30 τ.μ., αποθήκη εμβαδού 23,60 τ.μ και τρεις υπόγειους χώρους, συνολικού εμβαδού 140,88 τ.μ., ευρισκόμενο επίσης στην οδό …… με μηναίο μίσθωμα για το έτος 2015 ποσού 6.500 ευρώ δηλαδή 39,05 ευρώ/τ.μ. [(6.500 ευρώ ÷ 166,46 τ.μ. (111,30 + 111,30 Χ 0,20 + 23,60 Χ 0,20 + 140,88 Χ 0,20)]. Ο προηγούμενος μισθωτής ……. λειτουργούσε στο ίδιο κατάστημα επιχείρηση ……. καταβάλλοντας ως μηνιαίο μίσθωμα για το έτος 2011 το ποσό των 9.500 ευρώ (βλ. την από 6/11/2011 υπεύθυνη δήλωση του ανωτέρω η οποία συντάχθηκε για να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτό στοιχείο σε άλλη δίκη μεταξύ των διαδίκων). δ) Με το από 27/3/2014 ιδιωτικό συμφωνητικό η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……….», μίσθωσε ισόγειο κατάστημα εμβαδού 117,55 τ.μ. με πατάρι εμβαδού 57,37 τ.μ., ευρισκόμενο στην οδό ……., με μηναίο μίσθωμα για το έτος 2014 ποσού 3.500 ευρώ, αναπροσαρμοζόμενο για το έτος 2015 κατά 2%, στο ποσό των 3.570 ευρώ, δηλαδή 27,67 ευρώ/τ.μ. [3.570 ÷ 129,024 τ.μ.(117,55 τ.μ. + 57,37 τ.μ. Χ 0,20)]. ε) Με τα από 1/8/2014 και 1/8/2015 ιδιωτικά συμφωνητικά αναπροσαρμογής μισθώματος μεταξύ της εκμισθώτριας και της μισθώτριας του ισόγειου καταστήματος εμβαδού 34,03 τ.μ. που βρίσκεται στη συμβολή της ….. και της οδού …… και του ισογείου καταστήματος με εμβαδόν 17,96 τ.μ., ευρισκόμενου στην οδό ……, τα οποία από την 1/5/2010 έχουν μισθωθεί από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «. . ……», συμφωνήθηκε ότι το μηναίο μίσθωμα, το οποίο κατά το πρώτο μισθωτικό έτος (2010) είχε οριστεί στο ποσό των 8.900 ευρώ με ετήσια αναπροσαρμογή, θα ανέρχεται για το έτος 2015 στο ποσό των 5.000 ευρώ δηλαδή μειωμένο τουλάχιστον κατά 43,82%. Στ) Με το από 10/3/2015 ιδιωτικό συμφωνητικό καθορίσθηκε το μηνιαίο μίσθωμα για το ισόγειο κατάστημα που βρίσκεται στην οδό …… εμβαδού 50,44 τ.μ., με υπόγειο, εμβαδού 50,44 τ.μ. το οποίο μισθώνει η εταιρεία «……..» για το χρονικό διάστημα από την 1/3/2015 έως την 30/7/2016 στο ποσό των 5.000 ευρώ, δηλαδή 82,60ευρώ/τ.μ. [5.000 ευρώ ÷ 60,53 (50,44 τ.μ. + 50,44 τ.μ. Χ 0,20)]. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από τις αρχές του έτους 2010 άρχισαν να αντανακλώνται και σε εγχώριο επίπεδο οι επιπτώσεις της διεθνούς οικονομικής κρίσης, η οποία είχε ξεκινήσει εκτός ευρωπαϊκού πεδίου, ήδη, από τα μέσα του έτους 2008. Η κρίση, δε, αυτή, επισφραγίστηκε από την υπαγωγή της χώρας στο μηχανισμό στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη χρηματοδότησή της από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το μήνα Μάρτιο του έτους 2010. Το ανωτέρω οικονομικό πασίδηλο γεγονός είχε ως αποτέλεσμα, με αφετηρία το καλοκαίρι του έτους 2010, αλλά κυρίως από τα μέσα του έτους 2011 και εντεύθεν να παγιωθεί ένα κλίμα ευρύτερης οικονομικής αστάθειας, το οποίο έπληξε αναπόφευκτα την επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ περαιτέρω εξέλαβε και κοινωνικές διαστάσεις, δυναμιτίζοντας το δείκτη ποσοστού ανεργίας της χώρας σε άνευ προηγουμένου υψηλά επίπεδα. Η διακοπή λειτουργίας ολοένα και περισσότερων εμπορικών καταστημάτων, ακόμη και εκείνων που βρίσκονται επί των πλέον εμπορικότερων δρόμων της χώρας, αποτελεί φαινόμενο που αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο, ενώ ειδικά ο κλάδος της εκμετάλλευσης των ακινήτων κλυδωνίστηκε ανεπανόρθωτα. Τα γεγονότα αυτά σχετικά με την οικονομική συγκυρία στην οποία βρίσκεται η χώρα είχαν ως αποτέλεσμα την επελθούσα μείωση της μισθωτικής αξίας των ακινήτων. Η ανάγκη δε της γενικότερης αναπροσαρμογής των μισθωμάτων στις εμπορικές μισθώσεις με μείωση αυτών, λόγω των παραπάνω εξελισσόμενων οικονομικών περιστάσεων επιβεβαιώνεται και από τη βούληση του νομοθέτη, ο οποίος προέβη στη σύσταση επιτροπών διακανονισμού για τις εμπορικές μισθώσεις με το άρθρο 15 Ν. 4013/2011 (ΦΕΚ Α’ 204/15-9-2011). Ενόψει των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι από το έτος 2011 έως το έτος 2015 επήλθε μεν μεταβολή των οικονομικών συνθηκών της χώρας, η οποία δεν ήταν απρόβλεπτη, ωστόσο εξελίχθηκε κατά τρόπο, που υπερέβη τις δυσοίωνες προβλέψεις οικονομικών αναλυτών, όπως αποδεικνύεται από την πλειάδα των οικονομικών μέτρων, που επακολούθησαν κατά το χρονικό διάστημα από το δεύτερο μισό του έτους 2011 και εφεξής, τα οποία και κορυφώθηκαν το έτος 2012. Ειδικότερα, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2011, οπότε η μισθωτική αξία του επίδικου κοινού καταστήματος καθορίστηκε στο ποσό των 130ευρώ/τ.μ. μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής ακολούθησε ένα διάστημα αυξανόμενης οικονομικής αβεβαιότητας, το οποίο χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων από τη λήψη περαιτέρω μέτρων λιτότητας, τα οποία συνοδεύονται από διαδοχικές περικοπές μισθών και συντάξιμων αποδοχών και την ταυτόχρονη αύξηση της φορολογίας. Η δυσμενής αυτή κατάσταση, η οποία κορυφώθηκε, κατά τα προαναφερθέντα, το έτος 2012 έχει λάβει πλέον μόνιμο χαρακτήρα, με αλυσιδωτές συνέπειες σε όλες τις εκφάνσεις της ελληνικής οικονομίας. Εξαιτίας, δε, αυτής έχει πληγεί και η εμπορική κίνηση των καταστημάτων και των επιχειρήσεων με αναγκαίο επακόλουθο τη μείωση της πελατείας τους σε μεγάλο βαθμό. Τα ανωτέρω σε κάθε περίπτωση συνιστούν ουσιώδη μεταβολή των συνθηκών, οι οποίες λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο αυτό για να καθαρίσει τη μισθωτική αξία του επίδικου των ετών 2008, 2009, 2010 και 2011, οι οποίες είναι τελείως διαφορετικές σε σχέση με τις σημερινές και δημιουργούν μια γενικευμένη δυσμενή κατάσταση, όπως τούτο αποδεικνύεται από τα ραγδαία μείωση των μισθωμάτων όλων των όμορων και κοντινών καταστημάτων που έχουν πρόσοψη στην οδό ….., οι εκμισθωτές των οποίων αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα που επέφερε η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση και η χρονικά απροσδιόριστη δημοσιονομική προσαρμογή, καθώς η παρατεταμένη ύφεση έχει περιορίσει την καταναλωτική κίνηση των επιχειρήσεών τους, όπως και αυτή των εναγόμενων, με αναγκαίες επιπτώσεις και στα έσοδα τους. Με τα δεδομένα αυτά η μισθωτική αξία του επιδίκου, η οποία λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της αποζημίωσης της ενάγουσας εξαιτίας του αποκλεισμού της από τη χρήση του επιδίκου κοινού καταστήματος έχει μειωθεί από το έτος 2011 και εντεύθεν κατά ποσοστό τουλάχιστον 35%, που υπερβαίνει τον κίνδυνο που ανέλαβαν οι εναγόμενοι μισθωτές κατά την κατάρτιση της επίδικης συμφωνίας και συνεπώς η εμμονή της ενάγουσας ότι η μισθωτική αξία του επιδίκου πρέπει να υπολογιστεί με βάση τις συνθήκες που υφίσταντο προ του έτους 2011 λαμβανομένων υπόψη και των προγενέστερων αποφάσεων του Δικαστηρίου αυτού, με τις οποίες αυτό καθόρισε τη μισθωτική αξία του στο ποσό των 130 ευρώ/τ.μ., στηριζόμενο όμως για την κρίση του σε οικονομικό περιβάλλον και μισθωτικές καταστάσεις που πλέον δεν υφίστανται, αντιστρατεύεται τις αρχές της καλής πίστης και την απαιτούμενη στις συναλλαγές ευθύτητα και εντιμότητα και επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη – παρά την ανάγκη κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία πρέπει πάντοτε να συνεκτιμάται – η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει την δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά την καλή πίστη που έχει διαταραχθεί προκειμένου η παροχή των εναγομένων να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης κατά το χρόνο εκπλήρωσης. Κρίνεται επομένως, αναγκαία η περιστολή της μισθωτικής αξία του κοινού καταστήματος, προκειμένου η παροχή των εναγόμενων να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης κατά το χρόνο εκπλήρωσης. Η διατήρηση άλλωστε της διαφοράς αυτής, η οποία τελεί σε άρρηκτη αιτιώδη συνάφεια με την προεκτεθείσα επί τα χείρω εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης της χώρας (αφού δίχως αυτή δεν θα επερχόταν μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου), επιφέρει ζημία στους εναγόμενους, η οποία υπερβαίνει καταφανώς τους όρους καλόπιστης εκπλήρωσης της ενοχής. Επομένως ενόψει των προαναφερομένων, της θέσης αλλά και της κατάστασης του μισθίου, της αξίας του επαγγελματικού εξοπλισμού αυτού, το Δικαστήριο κρίνει ότι η πραγματική μισθωτική αξία του επίδικου μισθίου κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, η οποία μπορεί να επιτευχθεί σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών δεν υπερβαίνει για το έτος 2015 το ποσό των 85 ευρώ/τ.μ. μηνιαίως (130 ευρώ – 130 ευρώ Χ 35%) και συνολικά στο ποσό των 7.106 ευρώ (85 ευρώ Χ 83,60 τ.μ.) μηνιαίως. Ακολούθως η αποζημίωση η οποία δικαιούται να λάβει η ενάγουσα με βάση την εξ αδιαιρέτου ποσοστό της στο κοινό ακίνητο μερίδα από την ωφέλεια των εναγόμενων εξαιτίας της αποκλειστικής χρήσης του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ανέρχεται στο ποσό των 28.424 ευρώ (7.106 ευρώ Χ 12 μήνες = 85.272 ευρώ Χ 1/3). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του προσδιόρισε τη μισθωτική αξία του κοινού ακινήτου στο ποσό των 120 ευρώ/τ.μ. μηνιαίως και την αντίστοιχη αποζημίωση που δικαιούται η ενάγουσα με βάση το ποσοστό συγκυριότητας σε αυτό στο ποσό των 40.128 ευρώ απορρίπτοντας την προβαλλόμενη από τους εναγόμενους ένταση αναπροσαρμογής της μισθωτικής αξίας κατά εφαρμογή του άρθρου 288 του ΑΚ, διότι έκρινε ότι οι εναγόμενοι δεν επικαλέστηκαν τη συνδρομή ειδικών συνθηκών τέτοια ώστε η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλεται στις συναλλαγές, η οποία θα δικαιολογούσε την αναπροσαρμογή της ένδικης αποζημίωσης και ότι η επικαλούμενη από τους εναγόμενους δυσμενής μεταβολή των οικονομικών συνθηκών δεν εξέρχεται των πλαισίων του επιχειρηματικού κινδύνου που τους βαρύνει, ώστε εξ αυτής και μόνο να είναι δυνατή η αναπροσαρμογή της οφειλόμενης αποζημίωσης εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο μοναδικός λόγος της έφεσης με τον οποίο οι εναγόμενοι – εκκαλούντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τους ισχυρισμούς τους και δεν μείωσε το μηναίο μίσθωμα στο ποσό των 54 ευρώ/τ.μ. πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος.

Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να ερευνηθεί η αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2015 έως την 31/12/2015, ευθυνόμενοι για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2015 έως την 8/4/2015 ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του …….. και από την 9/4/2015 έως την 31/12/2015 ως κοινωνοί, η μεν πρώτη το ποσό των επτά χιλιάδων εκατόν έξι (7.106) ευρώ (28.424 ευρώ Χ 2/8) και κάθε ένας των λοιπών το ποσό των δέκα χιλιάδων εξακοσίων πενήντα εννέα (10.659) ευρώ (28.424 ευρώ Χ 3/8) με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εναγόμενων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ΄ του ΚΠολΔ η επιστροφή στους εκκαλούντες – εναγόμενους, λόγω της εν μέρει νίκης τους, του παράβολου άσκησης έφεσης, ποσού 100 ευρώ, που κατέθεσαν.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 2812/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε με την τακτική διαδικασία.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 11/1/2016 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2016 αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους να καταβάλουν στην ενάγουσα η μεν πρώτη το ποσό των επτά χιλιάδων εκατόν έξι (7.106) ευρώ και κάθε ένας των λοιπών το ποσό των δέκα χιλιάδων εξακοσίων πενήντα εννέα (10.659) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγόμενων ένα μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες του παράβολου άσκησης της έφεσης ποσού εκατό (100) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 17 Απριλίου 2018.

 Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ