Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 181/2018

Αριθμός απόφασης   181     /2018

Αριθμός έκθεσης προσδιορισμού δικασίμου 1376/1208/2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Τακτική Διαδικασία     

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Θεοκτή Νικολαΐδου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και τη γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η υπ΄ αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως ……/2015 έφεση των εν μέρει ηττηθέντων εναγομένων κατά της υπ΄αριθμ. 4802/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495§1, 511, 513, 516, 517, 518§1 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης έλαβε χώρα στις 30-7-2015 (βλ. την από 30-7-2015 σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……… επί επικυρωμένου αντιγράφου της εκκαλουμένης απόφασης, που προσκομίζεται) και η ως άνω έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 28-9-2015 (βλ. την υπ΄αριθμ. …./2015 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματείας του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου) ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 518§1 ΚΠολΔ χωρίς να υπολογίζεται ο μήνας Αύγουστος (άρθρ. 147§2 ιδίου Κώδικα). Κατά συνέπεια η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρ. 533§1 ΚΠολΔ) καθόσον για την άσκηση της έφεσης έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες το σχετικό παράβολο ποσού διακοσίων (200) ευρώ, όπως προβλέπεται από την §4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12§2 ν.4055/12-3-2012, λόγω του χρόνου άσκησης της έφεσης.

Με την υπ΄αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως …../2007 αγωγή, που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι οι εναγόμενοι στις 15-10-2002 κατέθεσαν στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιά τις υπ΄ αριθμ. ……/2002 και …./2002 αγωγές, με τις οποίες ζήτησαν να υποχρεωθεί η νυν ενάγουσα και τότε εναγομένη να καταβάλει το ποσό των 5.800 ευρώ στον καθένα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστησαν από τις διαπραχθείσες σε βάρος τους ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση, που εκείνη τέλεσε στους παρακάτω χρόνους και με τους παρακάτω τρόπους: α) με την κατάθεση σε βάρος των τριών πρώτων εναγομένων της από 22-4-2002 ψευδούς έγκλησης ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, η οποία έλαβε αριθμό …….. και με βάση αυτή ασκήθηκε ποινική δίωξη κατ΄ αυτών για τις αξιόποινες πράξεις της εξύβρισης και της απειλής, β) με την από 5-7-2002 ψευδή ένορκη κατάθεση της ενώπιον του Πταισματοδίκη Πειραιά, με την οποία επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της ως άνω ψευδούς έγκλησης (…….), γ) με την κατάθεση σε βάρος της τέταρτης των εναγομένων της από 4-2-2002 ψευδούς έγκλησης ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, η οποία έλαβε αριθμό ………. και με βάση αυτή ασκήθηκε ποινική δίωξη κατ΄ αυτής για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ότι το περιεχόμενο των από 15-10-2002 αγωγών των εναγομένων κατ΄ αυτής είναι στο σύνολο τους δυσφημιστικό για την ενάγουσα καθώς οι εναγόμενοι ενώπιον τρίτων ισχυρίζονται και διαδίδουν για εκείνη τα παραπάνω περιγραφόμενα υπό στοιχεία α. έως γ. γεγονότα, που μπορούν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της, έχοντας τέτοιο σκοπό τελώντας εν γνώσει της αναλήθειας αυτών και ειδικότερα ισχυρίζονται και διαδίδουν ότι δεν είναι αληθή: α) τα καταγγελλόμενα σε βάρος των τριών πρώτων εναγομένων στα πλαίσια της από 22-4-2002 έγκλησης, που έχει καταθέσει εναντίον τους ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, β) όσα κατέθεσε η ίδια στις 5-7-2002 ενώπιον του Πταισματοδίκη Πειραιά στα πλαίσια της ως άνω από 22-4-2002 έγκλησης της και γ) όσα έχει καταγγείλει σε βάρος της τέταρτης των εναγομένων στις 4-2-2002 στα πλαίσια της με την ίδια ημερομηνία έγκλησης, που κατέθεσε εναντίον της ενώπιον της ίδιας ως άνω αρχής παρά την αλήθεια τους. Ότι συνεπώς η ενάγουσα ουδέποτε διέπραξε σε βάρος τους τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης, που της αποδίδουν. Ότι επιπλέον η δεύτερη και η τέταρτη των εναγομένων κατά τη συζήτηση των από 15-10-2002 αγωγών των εναγομένων κατά αυτής στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Πειραιά στις 17-2-2003, κατέθεσαν ψευδώς τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής περιστατικά εξεταζόμενες ως μάρτυρες απόδειξης τελώντας εν γνώσει της αναλήθειας των όσων κατέθεσαν σε βάρος της κατά παράβαση του καθήκοντος αληθείας, τα οποία (περιστατικά) ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της. Ότι το ίδιο έπραξαν η δεύτερη και η τρίτη των εναγομένων στις 16-5-2006 στο ακροατήριο του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, όπως κατέθεσαν ψευδώς τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής περιστατικά εξεταζόμενες ως μάρτυρες υπεράσπισης στη δίκη της τέταρτης των εναγομένων, που κατηγορείτο για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατόπιν υποβολής της από 4-2-2002 (……..) έγκλησης της ενάγουσας κατ΄ αυτής, τελώντας εν γνώσει της αναλήθειας όσων κατέθεσαν υπέρ της κατά παράβαση του καθήκοντος αληθείας, τα οποία (περιστατικά) ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη τους. Ότι από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων υπέστη ηθική βλάβη. Με ιστορική βάση αυτά τα περιστατικά η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι κάθε μία από τις τρίτη και τέταρτη των εναγομένων υποχρεούται να της καταβάλει το ποσό των 30.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής όπως επίσης να υποχρεωθούν καθένας από τους λοιπούς εναγομένους (πρώτος και δεύτερη) να της καταβάλουν το ίδιο ως άνω ποσό ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από τη διάπραξη σε βάρος της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης επίσης με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ΄ αριθμ. 4802/2013 οριστική απόφαση του, που εκδόθηκε  αντιμωλία των διαδίκων, έκανε εν μέρει μόνο δεκτή την αγωγή ως κατ΄ ουσία βάσιμη, αναγνώρισε την υποχρέωση της τρίτης και της τέταρτης των εναγομένων να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 3.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, υποχρέωσε καθένα από τους λοιπούς εναγομένους να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 7.000 ευρώ επίσης με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, και τέλος καταδίκασε τους εναγομένους στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας ποσού 1500 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την υπό κρίση έφεση τους οι εναγόμενοι-εκκαλούντες για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ώστε να απορριφθεί στο σύνολο της η ασκηθείσα σε βάρος τους αγωγή.

Από την ανωμοτί εξέταση της ενάγουσας, που περιέχεται στα υπ΄αριθμ. 3415/18-2-2009 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (οι διάδικοι δεν επιμελήθηκαν της εξέτασης μαρτύρων),  τις υπ΄αριθμ. …../6-8-2007 και ……./6-8-2007 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Καλλιθέας, την υπ΄αριθμ. …../13-8-2007 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης και την υπ΄αριθμ. …../10-9-2007 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Άρτας, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της (βλ. προσκ. τις υπ΄αριθμ. …….. / 5-9-2007 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………) και όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για ορισμένα από τα οποία γίνεται παρακάτω ειδική μνεία χωρίς κανένα να παραλείπεται ως προς την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, η οποία είναι καθηγήτρια αγγλικής φιλολογίας, διέμενε σε διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου της οικοδομής επί της οδού ……….. στον Πειραιά από το έτος 1992 έως το μήνα Οκτώβριο του έτους 2003, οπότε αναγκάσθηκε να μετακομίσει. Στην ίδια ως άνω οικοδομή διέμεναν και οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες. Ειδικότερα οι τρεις πρώτοι από αυτούς δηλ. η ………, και τα δύο της παιδιά ……….σε ιδιόκτητο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου ενώ η τέταρτη εναγομένη …….., αδελφή της πρώτης εναγομένης, σε διαμέρισμα του τρίτου ορόφου ακριβώς πάνω από το διαμέρισμα της ενάγουσας. Ενώ μέχρι τα τέλη του έτους 1999 οι σχέσεις των διαδίκων ήταν τυπικές, αρχές του έτους 2000, όταν επήλθε η οριστική διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης της πρώτης ενάγουσας με τον σύζυγο της ………, η τελευταία άρχισε μαζί με τους λοιπούς εναγομένους να προσεγγίζουν την ενάγουσα, η οποία ήταν μόνη χωρίς στενούς συγγενείς και να επιδιώκουν να συσφίξουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Αν και η ενάγουσα προσπάθησε να κρατήσει τους εναγομένους σε απόσταση διαβλέποντας ιδιοτέλεια στους σκοπούς τους, οι τελευταίοι συνέχισαν με επιμονή να επιδιώκουν να συνάψουν φιλικές σχέσεις μαζί της, πολλές φορές με αδιάκριτο τρόπο, γεγονός, το οποίο σε συνδυασμό με την άρνηση της ενάγουσας να ενδώσει στις επίμονες προσκλήσεις τους, οδήγησε στη δημιουργία εχθρικού κλίματος μεταξύ τους με λεκτικές κυρίως αντιπαραθέσεις. Συγκεκριμένα στις 17-4-2002 και περί ώρα 11.15 π.μ. καθώς η ενάγουσα αναχωρούσε από το διαμέρισμα της, οι τρεις πρώτοι των εναγομένων παραμόνευσαν στην είσοδο του διαμερίσματος τους στον πρώτο όροφο και μόλις η ενάγουσα κατέβηκε στην είσοδο της οικοδομής, κατέβηκαν και αυτοί από τις σκάλες, πρώτα η δεύτερη εναγομένη και με την κόρη της τρίτη εναγομένη, οι οποίες και την εξύβρισαν φωνάζοντας: ‘’Γιατί ξινίζεις τα μούτρα σου όταν μας βλέπεις ; Εσύ είσαι, που κάνεις την κυρία, ενώ είσαι ένα τίποτε;‘’. Όταν η ενάγουσα προσπάθησε να εξέλθει της οικοδομής, όλοι οι εναγόμενοι σχημάτισαν ένα κλοιό γύρω της στερώντας της την ελευθερία κινήσεων ενώ ο πρώτος εναγόμενος ……….. ουρλιάζοντας την απείλησε με τις φράσεις : ‘’Αν σε ξαναδώ μπροστά μου, θα σε σκοτώσω και θα σε θάψω’’ προκαλώντας της με τον τρόπο αυτό τρόμο και ανησυχία. Το ως άνω περιγραφέν περιστατικό ώθησε την ενάγουσα να καταθέσει την από 22-4-2002 με ΑΒΜ …….. έγκληση σε βάρος των τριών πρώτων εναγομένων ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, στην οποία εκτός από το ανωτέρω συμβάν, ανέφερε την εχθρική ατμόσφαιρα, που είχε δημιουργηθεί μεταξύ της ίδιας και των αντιδίκων της και την επιμονή των τελευταίων ακόμη και με ανορθόδοξους τρόπους (όπως συνεχή παρακολούθηση της όλο το 24ωρο και πρόκληση ανυπόφορων θορύβων όταν βρισκόταν στο διαμέρισμα της) να την προσεγγίσουν με σκοπό να της αποσπάσουν χρήματα και να την εκμεταλλευτούν οικονομικά. Ακόμη η ενάγουσα στην εν λόγω έγκληση της ανέφερε ότι η δεύτερη εναγομένη χρησιμοποιώντας και την κόρη της τρίτη εναγομένη άρχισε να την καταδιώκει ‘’ανελέητα’’, αποδίδοντας συγχρόνως την επίμονη καταδίωξη της σε σεξουαλικό ενδιαφέρον, που επεδείκνυε προς το πρόσωπο της. Ειδικότερα η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι ‘’πρόκειται για καθαρά σεξουαλική παρενόχληση…. όταν έφευγα ή επέστρεφα σπίτι μου με περίμεναν στην είσοδο, με ακολουθούσαν όπου πήγαινα, ανέβαιναν στον τρίτο όροφο, όπου μένει η αδελφή της ………… και χτυπούσαν ανελέητα πάνω από το κεφάλι μου άλλοτε με μανία και άλλοτε στέλνοντας μου αρρωστημένα σήματα. Αυτό είχε ως συνέπεια να κλονισθεί η υγεία μου και να πάθω ταχυκαρδίες…’’. Τα ως άνω περιστατικά επανέλαβε η ενάγουσα και στην από 5-6-2002 ένορκη κατάθεση της ενώπιον του Πταισματοδίκη Πειραιά όταν κλήθηκε να καταθέσει ενόρκως σχετικά με την ανωτέρω έγκληση της. Οι τρεις πρώτοι των εναγομένων προσπαθώντας να αντικρούσουν την έγκληση της ενάγουσας ισχυριζόμενοι ότι προσεβλήθη η προσωπικότητα τους άσκησαν κατά της ενάγουσας στις 15-10-2002 την υπ΄αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως …../2002 αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά ζητώντας χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστησαν από την ανωτέρω πράξη της ενάγουσας δηλ. την εκ μέρους της κατάθεση έγκλησης σε βάρος τους, επιπλέον δε κατέθεσαν και αυτοί την από 12-9-2002 με ΑΒΜ ……. μήνυση τους σε βάρος της για την αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμήνυσης ισχυριζόμενοι ότι το περιεχόμενο της από 22-4-2002 έγκλησης της ενάγουσας δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Εξάλλου οι τρεις πρώτοι των εναγομένων στην εν λόγω αγωγή τους ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά επιδιώκοντας να αποκρούσουν τους ισχυρισμούς της ενάγουσας περί εξύβρισης και απειλής, ισχυρίστηκαν ότι αυτοί ουδέποτε επεδίωξαν να την ενοχλήσουν με θορύβους και ενέδρες στην είσοδο της οικοδομής ενώ την παρουσίαζαν ως άτομο με νοσηρή φαντασία, που πλάθει ‘’σενάρια επιστημονικής φαντασίας’’. Τέλος οι τρεις πρώτοι των εναγομένων ισχυρίστηκαν ότι η ενάγουσα εντελώς απρόκλητα την ώρα που εξερχόταν της οικοδομής, εξύβρισε τη δεύτερη εναγομένη απευθύνοντας της τις φράσεις: ‘’μωρή ανώμαλη που στο κάνει ο γιος σου δύο φορές κάθε βράδυ’’. Από το σύνολο των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, ιδίως δε από την ένορκη βεβαίωση του … ……, ο οποίος με σαφήνεια ανέφερε σε αυτή ότι κατόπιν επικοινωνίας του με τον πρώτο εναγόμενο, ο τελευταίος όχι μόνο παραδέχθηκε αλλά καυχήθηκε για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις του, αποδεικνύεται ότι οι τρεις πρώτοι των εναγομένων πράγματι εξύβρισαν και απείλησαν στις 17-4-2002 προκαλώντας της τρόμο και ανησυχία ενώ προσπαθούσαν να την εξουθενώσουν ψυχολογικά προκαλώντας συνεχείς θορύβους από το διαμέρισμα της τέταρτης εναγομένης ώστε να καταστεί αδύνατη η διαμονή της ενάγουσας στο διαμέρισμα της αποκλειστικής της κυριότητας. Για το λόγο αυτό άλλωστε η ενάγουσα πριν λάβει χώρα το ως άνω περιστατικό, είχε καταφύγει στο ΑΤ Πειραιά παραπονούμενη για την απρεπή συμπεριφορά τους, όπως αποδεικνύεται από το προσκομισθέν με επίκληση υπ΄αριθμ. πρωτ. …….. ακριβές αντίγραφο του βιβλίου συμβάντων της 12ης Φεβρουαρίου 2002. Συνεπώς όσα ισχυρίστηκε η ενάγουσα στην από 22-4-2002 με ΑΒΜ …… έγκληση της και επανέλαβε στην από 5-6-2002 ένορκη κατάθεση της ως εγκαλούσα ενώπιον του Πταισματοδίκη Πειραιά σχετικά με τις αξιόποινες πράξεις της εξύβρισης και απειλής, που διαπράχθηκαν σε βάρος της από τους εναγομένους, ήταν αληθή. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου     ενισχύεται από το γεγονός ότι οι τρεις πρώτοι των εναγομένων καταδικάστηκαν για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης, που τέλεσαν σε βάρος της ενάγουσας με την ήδη αμετάκλητη υπ΄αριθμ. 1513/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά. Εξάλλου ουδόλως αποδείχθηκε ότι ειπώθηκε η αποδιδόμενη στην ενάγουσα εξυβριστική προς το πρόσωπο της δεύτερης εναγομένης φράση περί συνουσίας με το γιο της όπως επίσης δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα δέχθηκε σεξουαλική παρενόχληση από τη δεύτερη εναγομένη, όπως ισχυρίστηκε με την ως άνω έγκληση της και στην ένορκη κατάθεση της. Μάλιστα η ενάγουσα για το λόγο αυτό καταδικάστηκε για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος της δεύτερης εναγομένης με την ήδη αμετάκλητη υπ΄αριθμ. 241/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά. Με βάση όλα τα ανωτέρω η αγωγή, που άσκησαν οι εναγόμενοι ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με την οποία ισχυρίστηκαν ότι η ενάγουσα ψευδώς τους καταμήνυσε, δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, περιελήφθησαν δε στο εν λόγω δικόγραφο τα προεκτεθέντα αναληθή περιστατικά και ισχυρισμοί εν γνώσει του ψεύδους τους με σκοπό τη συκοφάντηση της ενάγουσας αφού το εν λόγω δικόγραφο λόγω της θυροκόλλησης του περιήλθε σε γνώση όχι μόνο του αρμοδίου Δικαστή (Ειρηνοδίκη), δικαστικών υπαλλήλων κλπ. αλλά και άλλων τρίτων προσώπων όπως των ενοίκων της πολυκατοικίας. Ο πρωτοδίκως απορριφθείς ισχυρισμός περί δικαιολογημένου ενδιαφέροντος (άρθρο 367§1 ΠΚ, που εφαρμόζεται αναλογικά για την ενότητα δικαίου της έννομης τάξης και στο ιδιωτικό δίκαιο), ο οποίος επαναφέρεται με το σχετικό λόγο έφεσης, είναι απορριπτέος καθώς, όπως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω, πρόκειται για συκοφαντική και όχι απλή δυσφήμηση και επομένως δεν τυγχάνει εφαρμογής η εν λόγω διάταξη, όπως βασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα κατ΄ αντένσταση, η οποία είναι νόμιμη στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 367§2 ΠΚ. Περαιτέρω εξαιτίας των διαπληκτισμών μεταξύ της ενάγουσας και των τριών πρώτων εναγομένων, δυσμενές κλίμα υπήρχε και στις σχέσεις της ενάγουσας με την τέταρτη εναγομένη, αδελφή της δεύτερης εναγομένης, η οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, διέμενε στην ίδια πολυκατοικία, σε διαμέρισμα, που βρίσκεται ακριβώς πάνω από το διαμέρισμα της ενάγουσας. Έτσι κατά τη συζήτηση της ως άνω αγωγής των τριών πρώτων εναγομένων κατά τη δικάσιμο της 17ης Φεβρουαρίου 2003 η τέταρτη εναγομένη ως μάρτυρας απόδειξης στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Πειραιά ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής: ‘’Η ….. προσπαθεί να εξευτελίσει την αδελφή μου και τα ανίψια μου …Η ….. έβρισε την αδελφή μου λέγοντας πως ‘’μωρή ανώμαλη που με παρακολουθείς και έχεις το γιο σου που στο κάνει δύο φορές τη βραδιά’’ ενώ στο γιο της είπε: ‘’Έλα να σου πω για τη μάνα σου την ανώμαλη’’… ’’τα προβλήματα άρχισαν με την επισκευή του σπιτιού μου’’. Η εν λόγω ένορκη κατάθεση της τέταρτης εναγομένης δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και είναι πρόσφορη να βλάψει την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας αφού περιήλθε σε γνώση τρίτων προσώπων (Ειρηνοδίκη, γραμματέα, δικηγόρων και λοιπών παρισταμένων στη δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου), η δε τέταρτη εναγομένη τελούσε εν γνώσει του ψεύδους της δοθέντος ότι από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα χρησιμοποίησε τέτοια υβριστική φρασεολογία σε βάρος της δεύτερης εναγομένης. Εξάλλου η τέταρτη εναγομένη θέλοντας να αντικρούσει την προαναφερθείσα σε βάρος της έγκληση της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης για συκοφαντική δυσφήμηση άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά την υπ΄ αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως ……/15-10-2002 αγωγή, με την οποία ζητούσε την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη από την υποβληθείσα σε βάρος της έγκληση της ενάγουσας, η οποία κατά τους ισχυρισμούς της ήταν ψευδής και προσέβαλε την προσωπικότητα της. Με την εν λόγω αγωγή της η τέταρτη εναγομένη ισχυριζόταν επίσης όπως και οι λοιποί εναγόμενοι με την προαναφερθείσα υπ΄αριθμ. ……/2002 αγωγή τους ότι η ενάγουσα έχει νοσηρή φαντασία ισχυριζόμενη ότι τάχα παρενοχλείται από αυτή και τους λοιπούς εναγομένους συγγενείς της και έχει πλάσει στην από 4-2-2002 έγκληση της ένα ‘’κακότεχνο σενάριο επιστημονικής φαντασίας’’, με το οποίο διαστρεβλώνει και κατακρεουργεί την αλήθεια αφού ο μόνος θόρυβος, που προήλθε από το διαμέρισμα της ήταν κατά το χρόνο επισκευής του το καλοκαίρι του έτους 2001 ενώ ουδέποτε άλλοτε προξένησε ηθελημένα θορύβους για να προκαλέσει εκνευρισμό και αναστάτωση στην ενάγουσα. Ο διαλαμβανόμενος στην αγωγή της τέταρτης εναγομένης ισχυρισμός της ότι δηλ. η ενάγουσα είναι φαντασιόπληκτο άτομο και κατασκευάζει σενάρια υποστηρίζοντας ότι ενοχλείται από συνεχείς θορύβους προερχόμενους από το διαμέρισμα της είναι αναληθής και προσβάλει την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας. Τούτο διότι αποδείχθηκε ότι η τέταρτη εναγομένη συμμετείχε στην πρόκληση θορύβων σε βάρος της ενάγουσας παραχωρώντας το διαμέρισμα της στους λοιπούς εναγομένους προκειμένου αυτοί να επιτελέσουν ευκολότερα και αποτελεσματικότερα το στόχο τους δηλ. να καταστήσουν αδύνατη τη διαμονή σο διαμέρισμα της. Συνεπώς τα όσα ανέφερε η ενάγουσα σχετικά με τη συμπεριφορά της τέταρτης εναγομένης στην ως άνω έγκληση της ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ενώ η αγωγή της τέταρτης εναγομένης, με την οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι ψευδής και συκοφαντική για την ενάγουσα αφού  την εμφανίζει ως ένα άτομο σε πλήρη πνευματική σύγχυση και με διαταραγμένη προσωπικότητα, που παραπονείται για ανύπαρκτα προβλήματα. Τέλος κατά τη συζήτηση της αγωγής της τέταρτης εναγομένης κατέθεσε ως μάρτυρας απόδειξης η δεύτερη εναγομένη, η οποία ανέφερε μεταξύ άλλων στην ένορκη κατάθεση της: ‘’Άρχισε (η ενάγουσα  και ήδη εφεσίβλητη) να με βρίζει και να με λέει ανώμαλη, ενώ έμπαινα στο ασανσέρ, έμπαινε και αυτή και έλεγε ότι την παρακολουθώ’’, ‘’οι θόρυβοι από το διαμέρισμα της …… είναι της φαντασίας της’’. Η ως άνω ένορκη κατάθεση της δεύτερης εναγομένης δεν είναι αληθής και επιπλέον προσβάλει την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας αφού τη σκιαγραφεί ως ένα άτομο χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, φαντασιόπληκτο και ψυχικά ανισόρροπο. Με τα δεδομένα αυτά καθίσταται σαφές ότι οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με τις ανωτέρω αναφερθείσες παράνομες και υπαίτιες πράξεις τους προσέβαλαν την προσωπικότητα της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης και συνεπώς η τελευταία δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη. Τέλος οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες  ισχυρίζονται ότι η αντίδικος τους άσκησε τη βάρος τους αγωγή κατά κατάχρηση δικαιώματος καθώς αν και τελεί εν γνώσει της κακής οικονομικής τους κατάστασης, ζήτησε την επιδίκαση του ποσού των 30.000 ευρώ σε βάρος κάθε εναγομένου ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη, επιπλέον δε η ίδια έχει ήδη προβεί δυνάμει άλλων δικαστικών αποφάσεων, που εκδόθηκαν σε βάρος τους στην κατάσχεση περιουσιακών τους στοιχείων. Η ένσταση αυτή κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη αφού αληθή υποτιθέμενα τα περιστατικά, που επικαλούνται οι εναγόμενοι προς θεμελίωση της δεν αρκούν για να θεωρηθεί ότι η άσκηση της αγωγής εκ μέρους της ενάγουσας έλαβε χώρα καθ΄ υπέρβαση και μάλιστα προφανή των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.

Κατά το άρθρο 193 ΚΠολΔ δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης. Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης. Η ρύθμιση ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα (ΑΠ 617/2008, ΑΠ 777/2007, ΑΠ 781/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τα άρθρα 176, 189, 190§3 και 191§2 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι σε περίπτωση, που ηττάται ο διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου, που ηττήθηκε, δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (άρθρο 176 ΚΠολΔ), ενώ ο συμψηφισμός, εν όλω ή εν μέρει, της δικαστικής δαπάνης λόγω ιδιαίτερης δυσχέρειας που εμφανίζει η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε, απόκειται, στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ανεξάρτητα από την έκταση της νίκης ή της ήττας των διαδίκων, που δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ 98/2009, ΑΠ 773/2009, ΑΠ 1533/2008, ΑΠ 433/2007, ΑΠ 171/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον τελευταίο λόγο της κρινόμενης έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται για τη διάταξη της εκκαλούμενης απόφασης περί επιβολής εις βάρος τους μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας ποσού 1.500,00 ευρώ ισχυριζόμενοι ότι αυτό είναι δυσανάλογο και υπέρογκο το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έπρεπε να συμψηφίσει τα δικαστικά έξοδα στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων ή άλλως να περιορίσει το αντίστοιχο ποσό στο ελάχιστο. Ο λόγος αυτός παραδεκτώς προβάλλεται, αφού με την εν λόγω έφεση προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης, πρέπει ωστόσο να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τούτο διότι: α) δεν μπορεί να γίνει λόγος για συμψηφισμό των δικαστικών εξόδων στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων αφού δε συντρέχει καμία περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 179 ΚΠολΔ ήτοι δεν πρόκειται για διαφορά μεταξύ συζύγων ή συγγενών εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό ούτε πρόκειται για ιδιαίτερα δυσχερή ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν, β)  το αντικείμενο της αγωγής σε συνδυασμό με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων δικαιολογεί τον προσδιορισμό του επιδικασθέντος πρωτοδίκως μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, που νίκησε, στο ποσό των 1.500 ευρώ (ΕφΑθ 174/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με βάση όλα τα ανωτέρω το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως κατ΄ ουσία βάσιμη, αναγνώρισε την υποχρέωση της τρίτης και της τέταρτης των εναγομένων να καταβάλει η κάθε μία στην ενάγουσα το ποσό των 3.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και υποχρέωσε καθένα από τους λοιπούς εναγομένους να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 7.000 ευρώ για τον ίδιο λόγο (οι εκκαλούντες ουδόλως παραπονούνται με την υπό κρίση έφεση τους για το ύψος των επιδικασθέντων ποσών) δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθώς εκτίμησε τα αποδεικτικά μέσα, που προσκομίστηκαν ενώπιον του, όσα δε περί του αντιθέτου ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τους σχετικούς λόγους έφεσης κρίνονται απορριπτέα. Επομένως για τους λόγους αυτούς πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ΄ ουσία αβάσιμη και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες λόγω της ήττας τους (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ) στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας. Τέλος πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου ποσού 200 ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495§4 εδ. ε ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει στην ουσία την έφεση.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου  ποσού διακοσίων (200) ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις           14 Mαρτίου  2018.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ