Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 147/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός Απόφασης 147 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση του εναγομένου, που ηττήθηκε εν όλω στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της υπ’αριθμ. 294/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων της δίκης, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η σε βάρος του ασκηθείσα από 19.1.2012 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../24.1.2012) αγωγή περί κλήρου του εφεσιβλήτου για τη συμπλήρωση του δικαιώματος νόμιμης μοίρας του επί ακινήτου της κληρονομιαίας περιουσίας του αποβιώσαντος πατρός του, καθώς και για την απόδοση του  αναλογούντος στο εξ αδιαθέτου κληρονομικό του μερίδιο στην κληρονομία της μεταποβιωσάσης μητρός του δικαιώματος νόμιμης μοίρας της ανωτέρω επί του ιδίου ακινήτου, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 § 1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 2.8.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./ 2.8.2016), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στον εκκαλούντα, που έλαβε χώρα, με την επιμέλεια του αντιδίκου του – ενάγοντος, στις 4.7.2016, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ…../4.7.2016 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικής Επιμελήτριας ……….., και δε συντρέχει εν προκειμένω άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ, επιπροσθέτως, καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.

Ο ενάγων με την από 19.1.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …../24.1.2012) αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενος ότι ο αποβιώσας στις 28.1.2011 ……., πατέρας του ιδίου και του εναγομένου, μοναδικών του τέκνων, με ιδιόγραφη διαθήκη του, νόμιμα δημοσιευθείσα, εγκατέστησε κληρονόμους του στο σύνολο της κληρονομιαίας περιουσίας του, που αποτελείτο από τα ειδικότερα περιγραφόμενα στο δικόγραφο ακίνητα και δη α) από μία οριζόντια ιδιοκτησία στην …. Αττικής και β) από ένα οικόπεδο μετά οικίας στη νήσο …., αξίας κατά το χρόνο του θανάτου του 80.000 ευρώ και 500.000 ευρώ αντίστοιχα, τους πλησιέστερους κατά τον ίδιο χρόνο συγγενείς του, ήτοι τη σύζυγό του και μητέρα τους ………, στην επικαρπία αμφοτέρων των ανωτέρω ακινήτων, και τα τέκνα του στην ψιλή κυριότητα αυτών, και συγκεκριμένα τον ίδιο στην ψιλή κυριότητα του πρώτου και τον εναγόμενο του δευτέρου ακινήτου αντίστοιχα, ότι ο κληρονομούμενος προέβη εν ζωή κατά το έτος 1999 σε χωρίς αντάλλαγμα παροχές προς τα τέκνα του, που καταλογίζονται στη νόμιμη μοίρα τους, και συγκεκριμένα δυνάμει του επίσης αναφερομένου στην αγωγή συμβολαιογραφικού εγγράφου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στον καθέναν τους το 1/4 εξ αδιαιρέτου της κυριότητας του περιγραφομένου στην αγωγή ακινήτου, αξίας του μεταβιβασθέντος σ’αυτούς ιδανικού μεριδίου κατά το χρόνο της πραγματοποίησης της παροχής 33.426,72 ευρώ, ότι στις 27.8.2011 απεβίωσε και η μητέρα τους, εξ αδιαθέτου κληρονομηθείσα από τον ίδιο και τον εναγόμενο, ότι η εγκατάσταση του ιδίου και της μητέρας του με την ανωτέρω διαθήκη του αποβιώσαντος ως κληρονόμων στην ψιλή κυριότητα ενός εκ των κληρονομιαίων ακινήτων του και στην επικαρπία αμφοτέρων των εν λόγω ακινήτων αντίστοιχα αποτελεί περιορισμό του δικαιώματος νόμιμης μοίρας τους και θεωρείται σαν να μην έχει γραφεί κατά το ποσοστό αυτής, καθώς και ότι διά της προαναφερομένης εν ζωή παροχής προς αυτόν από τον πατέρα του δεν του αποδόθηκε καθ’ολοκληρίαν η αξία της νόμιμης μοίρας του, προς συμπλήρωση της οποίας δικαιούται να λάβει ποσοστό 0,0441 ή 44,1/1000 επί του συνόλου της κληρονομιαίας περιουσίας του αποβιώσαντος, ως αναγκαίος κληρονόμος του, αλλά, επιπροσθέτως, και το ποσοστό του 0,0695 ή 69,5/1000  ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου, του δικαιώματος νόμιμης μοίρας της μητέρας του επί της ιδίας κληρονομίας, που ουδόλως καταλείφθηκε σ’αυτήν με τη διαθήκη του συζύγου της, ή με παροχές του εν ζωή, του δικαιώματός της αυτού ανερχομένου σε ποσοστό 0,139 ή 139/1000, σύμφωνα με τους αναλυτικά εκτιθέμενους στην αγωγή υπολογισμούς, ζήτησε, προσδορίζοντας  την αξία του αντικειμένου της διαφοράς στο ποσό των 50.000 ευρώ, ν’αναγνωρισθεί το κληρονομικό του δικαίωμα ως νόμιμου μεριδούχου, αλλά και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου της νόμιμης μεριδούχου μητρός του, κατά το ποσοστό του 44,1/1000 και του 69,5/1000 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, μόνον επί του δευτέρου των κληρονομιαίων ακινήτων, ήτοι συνολικά κατά το ποσοστό του 113,6/1000 εξ αδιαρέτου επί του ακινήτου αυτού, το οποίο (ακίνητο) κατακρατεί ολόκληρο ο εναγόμενος ως αποκλειστικός εκ διαθήκης κληρονόμος του πατρός τους, αντιποιούμενος το δικό του κληρονομικό δικαίωμα επ’αυτού, καθώς και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του αποδώσει το εν λόγω ακίνητο κατά το ανωτέρω ποσοστό, διατασσομένης της αποβολής του και της εγκατάστασης του ιδίου σ’αυτό κατά το προαναφερθέν κληρονομικό του μερίδιο, καθώς και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη. Επί της ανωτέρω αγωγής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.294/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού κρίθηκε η αγωγή ως ορισμένη, και απορρίφθηκαν οι περί του αντιθέτου προβληθείσες αιτιάσεις του εναγομένου, και νόμιμη, πλην του αιτήματος περί αποβολής του εναγομένου από το επίδικο κληρονομιαίο ακίνητο (οικόπεδο μετά οικίας στην Αίγινα) και εγκατάστασης του ενάγοντος σ’αυτό κατά το αιτούμενο ποσοστό εξ αδιαιρέτου, που απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, στη συνέχεια έγινε αυτή δεκτή στο σύνολό της, και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και, αφενός μεν αναγνωρίσθηκε το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος επί του ακινήτου αυτού κατά το συνολικό ποσοστό του 0,1136 εξ αδιαιρέτου, αφετέρου δε υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να αποδώσει στον ενάγοντα το εν λόγω ακίνητο κατά το ανωτέρω ιδανικό μερίδιο, και καταδικάσθηκε ο εναγόμενος στη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, στο ύψος της οποίας ειδικότερα προσδιορίσθηκε στο ποσό των 1.800 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος, έχοντας προφανές προς τούτο έννομο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθείς στον πρώτο βαθμό διάδικος, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους, που αναφέρονται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του αναφορικά με το ορισμένο του δικογράφου της αγωγής, και, συνακόλουθα, με την απόρριψη των περί αοριστίας αυτού προβληθεισών αιτιάσεων του ιδίου, αφετέρου δε σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων με την εκκαλουμένη σχετικά με την ουσία της υπόθεσης, καθώς, όπως ισχυρίζεται, η αξία της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος επί της κληρονομίας του αποβιώσαντος πατρός τους έχει πλήρως καλυφθεί με την εν ζωή παροχή προς αυτόν του κληρονομουμένου,  ζητώντας την παραδοχή της έφεσής του τυπικά και κατ’ουσίαν, ούτως ώστε, αφού εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση, και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η αγωγή, ν’απορριφθεί αυτή καθ’ολοκληρίαν ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.2, 118 αριθμ. 4 και 216 παρ.1α του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωσή της, η έλλειψη δε ή η ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά αυτή, δηλαδή, η αοριστία της αγωγής, συνιστά έλλειψη της με ποινή απαραδέκτου επιβαλλομένης προδικασίας, η οποία εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827 και 1829 του ΑΚ συνάγεται ότι, σε περίπτωση που υφίσταται κληρονομικό δικαίωμα εκ διαθήκης, εκείνος που έχει δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία (μεριδούχος) δε δεσμεύεται από το περιεχόμενο της διαθήκης κατά το μέρος που με αυτό αποκλείεται, περιορίζεται ή επιβαρύνεται η δική του νόμιμη μοίρα, η οποία (διαθήκη) κατά το μέρος αυτό είναι άκυρη. Ο μεριδούχος μπορεί να αντιτάξει το δικό του εκ του νόμου κληρονομικό δικαίωμα έναντι του εκ διαθήκης κληρονόμου του οποίου η εγκατάσταση περιορίζεται, κατόπιν αυτού, στο μέρος που δεν προσβάλει τη νόμιμη μοίρα. Η αγωγή του μεριδούχου προς απόδοση της νόμιμης μοίρας, είτε εξ ολοκλήρου, είτε του ελλείποντος, κατά το ποσοστό της οποίας αυτός συντρέχει ως κληρονόμος, είναι η περί κλήρου αγωγή, με την οποία απαιτούνται, κατά το άρθρο 1871 του ΑΚ, αντικείμενα της κληρονομίας, τα οποία κατακρατεί ο νομέας της κληρονομίας, που αντιποιείται κληρονομικό δικαίωμα (ΑΠ 1440/2010 ΕλλΔνη 52.473, ΕφΑθ 4181/2008 ΕλλΔνη 50.589). Για τον υπολογισμό δε της νόμιμης μοίρας λαμβάνεται, κατά τα άρθρα 1831 και 1838 του του ΑΚ, η κατάσταση και η αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, αφαιρουμένων των χρεών κλπ. και προστιθεμένων των αναφερόμενων στα άρθρα αυτά στοιχείων. Επομένως, ο μεριδούχος, με την περί κλήρου αγωγή πρέπει να  επικαλεσθεί το θάνατο του κληρονομουμένου, το κληρονομικό του δικαίωμα, αναφέροντας τη συγγενική σχέση που τον συνδέει με τον κληρονομούμενο και στην οποία στηρίζει την κλήση του στην κληρονομία ως μεριδούχου, την ιδιότητα των επιδίκων ως κληρονομιαίων αντικειμένων, την κατοχή και την κατακράτησή τους από τον εναγόμενο ως κληρονόμο του διαθέτη (ΑΠ 400/2009 ΧρΙΔ 2010.127, ΑΠ 1126/2009 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος,  ΑΠ 788/2005  ΕλλΔνη 2006.1654, ΑΠ 1374/2000 ΕλλΔνη 2002.423, ΕφΑθ 1396/2012 ΕφΑΔ 2011.69) την κατά τους νομίμους τύπους σύσταση διαθήκης με την οποία προσβήθηκε η νόμιμη μοίρα του (ΑΠ 1369/2014 ΧρΙΔ 2015. 125, ΕφΘεσ 2040/2012  Αρμ 2013.735), καθώς και να προσδιορίσει το επί της κληρονομίας  ποσοστό, στο οποίο  ανέρχεται η νόμιμη μοίρα του, και για τον υπολογισμό αυτού, τα περιουσιακά στοιχεία – ως και την αποτίμησή τους σε χρήμα – τα οποία αποτελούν την κληρονομία, και δη το είδος, την έκταση και την αξία καθενός, καθώς και την ιδιότητά τους ως κληρονομιαίων (ΑΠ 1440/2010 ό.π., ΕφΠειρ 262/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων με την κρινόμενη αγωγή του, όπως το περιεχόμενο αυτής προεξετέθηκε, ζήτησε την απόδοση του δικαιώματος νόμιμης μοίρας του κατά το ελλείπον ποσοστό εξ αδιαιρέτου επί του αναφερομένου στο δικόγραφο κληρονομιαίου ακινήτου του αποβιώσαντος πατρός του, αλλά και την απόδοση του αναλογούντος στο εξ αδιαθέτου κληρονομικό του μερίδιο επί της κληρονομίας της μεταποβιωσάσης μητρός του δικαιώματος νόμιμης μοίρας της τελευταίας στο ίδιο ακίνητο, αποτιμώντας, για τον υπολογισμό των αιτουμένων ποσοστών εξ αδιαιρέτου, τα περιουσιακά στοιχεία (2 ακίνητα), που αποτελούσαν την κληρονομία του πατρός του, και ειδικότερα περιγράφονται στην αγωγή ως προς όλα τα προσδιοριστικά της ταυτότητάς τους στοιχεία, στο συνολικό ποσό των 580.000 ευρώ κατά το χρόνο του θανάτου του, και συγκεκριμένα του εξ αυτών ακινήτου στην … στο ποσό των 80.000 ευρώ και του ακινήτου στην …. στο ποσό των 500.000 ευρώ. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη όσον αφορά στην, έστω και κατ’επιγραμματικό τρόπο, χρηματική αποτίμηση των κληρονομιαίων ακινήτων του αποβιώσαντος πατρός των διαδίκων, η οποία είναι εν προκειμένω αναγκαία για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος, αλλά και της μεταποβιωσάσης μητρός του στην ανωτέρω κληρονομία, εφόσον γίνεται μνεία σ’αυτήν (αγωγή) περί παροχών του άρθρου 1831 του ΑΚ εν ζωή του κληρονομουμένου σε αμφότερους τους διαδίκους και νομίμους μεριδούχους του, οι οποίες, ως συνεισενεκτέες και καταλογιστέες στη νόμιμη μοίρα, προστίθενται πλασματικά στην κληρονομία, χωρίς να απαιτείται για την κατά νόμο πληρότητα του δικογράφου της ως την αναφορά της αξίας των ανωτέρω ακινήτων η παράθεση επιπλέον στοιχείων προσδιοριστικών του ειδικότερου τρόπου υπολογισμού της από τον ενάγοντα, με αποτέλεσμα και το Δικαστήριο να μπορεί να σχηματίσει δικανική πεποίθηση, από την εκτίμηση των προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων, επί της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, και ο εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί, αποκρούοντας την αποτίμηση αυτή της κληρονομιαίας περιουσίας του θανόντος ως εσφαλμένη και μη ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα, αρνούμενος αιτιολογημένα την αγωγή. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης έκρινε ως πλήρως και επαρκώς ορισμένη την αγωγή και απέρριψε τις περί αοριστίας αυτής αναφορικά με τη χρηματική αποτίμηση της κληρονομίας του αποβιώσαντος πατρός των διαδίκων προβληθείσες αιτιάσεις του εναγομένου, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε, και, συνακόλουθα, τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον ανωτέρω με το πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής του απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1813, 1820, 1825 και 1828 του ΑΚ δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία έχουν οι κατιόντες και οι γονείς του κληρονομουμένου, καθώς και ο επιζών σύζυγος, οι οποίοι θα καλούνταν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, κατά το ποσοστό δε της νόμιμης μοίρας ο μεριδούχος συντρέχει ως κληρονόμος. Η κατάληψη της νόμιμης μοίρας μπορεί να γίνει και με εγκατάσταση σε δήλο πράγμα, όταν προκύπτει ότι ο διαθέτης ήθελε εγκατάσταση του μεριδούχου ως κληρονόμου, με καταλογισμό των δήλων πραγμάτων στη μερίδα του. Στην περίπτωση αυτή, κατά το μέρος που η εγκατάσταση επί δήλου πράγματος ή ποσού δεν καλύπτει τη νόμιμη μοίρα, ο μεριδούχος είναι αυτοδικαίως συγκληρονόμος στα κληρονομιαία, αποκτώντας έτσι εμπράγματο δικαίωμα κατά το ανάλογο ποσοστό σε όλα τα στοιχεία της κληρονομίας, το οποίο ασκεί με την περί κλήρου αγωγή. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827, 1831 και 1833 του ΑΚ, όπως ισχύουν μετά τον ν. 1329/1983, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας οποιουδήποτε μεριδούχου, η οποία συνίσταται στο μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας, λαμβάνεται ως βάση η κατάσταση και η αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή όλα τα δεκτικά κληρονομικής διαδοχής περιουσιακά στοιχεία που υπάρχουν κατά το χρόνο αυτό στην κληρονομία (πραγματική κληρονομική ομάδα), στα οποία προστίθενται και θεωρούνται ότι υπάρχουν στην κληρονομιά (πλασματική κληρονομική ομάδα), με την αξία που έχουν κατά το χρόνο της παροχής, οτιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε, χωρίς αντάλλαγμα, σε μεριδούχο, είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο και επίσης οποιαδήποτε δωρεά που ο κληρονομούμενος έκαμε στα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατό του, εκτός αν την επέβαλαν λόγοι ευπρεπείας ή ηθικό καθήκον. Από τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827, 1831 και 1834 του ΑΚ συνάγεται ότι για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας οποιουδήποτε μεριδιούχου, η οποία συνίσταται στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας, λαμβάνεται ως βάση η κατάσταση και η αξία της κληρονομιάς κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή όλα τα υπάρχοντα στην κληρονομία, κατά το χρόνο αυτόν, περιουσιακά στοιχεία (πραγματική κληρονομική ομάδα), από την οποία αφαιρούνται τα χρέη της κληρονομιάς, οι δαπάνες κηδείας του κληρονομουμένου, ως και οι δαπάνες απογραφής, προστίθενται δε ακολούθως σε αυτά και θεωρούνται, ως υπάρχουσες στην κληρονομία (πλασματική κληρονομική ομάδα) κατά την αξία του χρόνου της πραγματοποίησής τους, οι παροχές των άρθρων 1831 παρ.2 και 1833 του ΑΚ, που έγιναν από τον κληρονομούμενο, όσο ζούσε, προς τους μεριδούχους ή τρίτους, επί της δε προσδιοριζόμενης κατά τον τρόπο αυτόν αυξημένης (πλασματικής) κληρονομικής ομάδας, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του κληρονόμου. Ειδικότερα, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου: α) Εκτιμάται η αξία όλων των αντικειμένων της κληρονομίας κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, β) αφαιρούνται από την αξία αυτή της πραγματικής ομάδας της κληρονομίας τα χρέη της και οι δαπάνες κηδείας του κληρονομουμένου και απογραφής της κληρονομίας, γ) στο ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση των παραπάνω χρεών, προσθέτονται με την αξία που είχαν κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν οι πιο πάνω παροχές του κληρονομουμένου προς τους μεριδούχους ή τρίτους, δ) με βάση την αυξημένη (πλασματική) κληρονομική ομάδα, που προσδιορίζεται κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου, ε) από το ποσό αυτής (νόμιμης μοίρας) αφαιρείται η αξία των πραγμάτων, στα οποία τυχόν έχει εγκατασταθεί ο μεριδούχος, καθώς και η αξία της παροχής που τυχόν είχε λάβει και υπόκειται σε συνεισφορά και στ) σχηματίζεται ένα κλάσμα με αριθμητή το ποσό της εξευρισκόμενης με τον πιο πάνω τρόπο νόμιμης μοίρας του και παρονομαστή την αξία εκείνων των στοιχείων της πραγματικής ομάδας, από τα οποία, χωρίς αφαίρεση χρεών και δαπανών, θα λάβει ο μεριδούχος το απαιτούμενο ποσοστό για τη νόμιμη μοίρα του. Το κλάσμα αυτό ή δεκαδικός αριθμός που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρονομαστή παριστά το ποσοστό που πρέπει να πάρει ο μεριδούχος αυτούσιο σε κάθε αντικείμενο της πραγματικής ομάδας της κληρονομίας, για να λάβει έτσι τη νόμιμη μοίρα του. Κατά το ποσοστό αυτό ο νόμιμος μεριδούχος συντρέχει ως κληρονόμος. Όπως προαναφέρθηκε, στη νόμιμη μοίρα κάθε μεριδούχου καταλογίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1831 παρ. 2 και 1833 του ΑΚ, κάθε παροχή από ελευθεριότητα που έγινε από τον κληρονομούμενο στο μεριδούχο, αφού, μετά το ν. 1329/1983, αυτή είναι κατά νόμο καταλογιστέα, εκτός αν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά. Στις παροχές χωρίς αντάλλαγμα υπάγονται και οι γονικές παροχές, οι οποίες συνυπολογίζονται στην κληρονομία σε όλη τους την έκταση με την αξία που είχαν κατά το χρόνο της παροχής, οποτεδήποτε και αν έγιναν (ΑΠ 23/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1832 παρ.1 του ΑΚ η αξία της κληρονομίας, εφόσον είναι αναγκαία, βρίσκεται με εκτίμηση. Εξεύρεση δε της αξίας της κληρονομίας “με εκτίμηση” σημαίνει ότι για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας, ως αξία της κληρονομίας δεν νοείται η αγοραία αξία, αλλά η πραγματική αξία αυτής, η οποία εξευρίσκεται με εκτίμηση, η οποία σε ομαλές οικονομικές συνθήκες, συμπίπτει κατά κανόνα με την αγοραία αξία. Η νόμιμη μοίρα χορηγείται: 1) Με την παραχώρηση δωρεάς εν ζωή ή άλλης παροχής εν ζωή, εκτός αν ο διαθέτης κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά όταν έκανε την παροχή 2) με δωρεά αιτία θανάτου, η οποία ως προς το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας των αναγκαίων κληρονόμων και κατά τον υπολογισμό αυτής λαμβάνεται ως κληροδοσία, τα δε δωρηθέντα θεωρούνται ως υπάρχοντα στην κληρονομία και μη εξελθόντα αυτής. 3) Με την εγκατάσταση του νομίμου μεριδούχου σε διαθήκη επί ειδικού αντικειμένου (δήλου πράγματος) εφόσον δεν γεννάται αμφιβολία για την ιδιότητα αυτού ως κληρονόμου. Συνέπεια αυτής της εγκαταστάσεως είναι ότι ο νόμιμος μεριδούχος δύναται να ασκήσει το δικαίωμα επί της νόμιμης μοίρας μόνον κατά το ποσοστό που υπολείπεται για τη συμπλήρωση αυτής (ΑΠ 507/2014 ΧρΙΔ 2014.673). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1800 παρ. 2 του ΑΚ, αν έχουν αφεθεί μόνο ειδικά αντικείμενα στον τιμώμενο, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται κληροδόχος, ακόμη και αν ονομάστηκε κληρονόμος. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό και προς εκείνη του άρθρου 1710 παρ. 1 του ΑΚ, προκύπτει ότι είναι ισχυρή η εγκατάσταση κληρονόμου επί δήλου πράγματος, δηλαδή επί στοιχείου της κληρονομίας που καθορίζεται ειδικά, η οποία υπάρχει αν συνάγεται από τη διαθήκη θέληση του διαθέτη να καταστήσει τον τιμώμενο ως κληρονόμο εκείνου επί του δήλου πράγματος, δηλαδή ως καθολικό διάδοχο σε όλη την κληρονομία του, ενεργητική και παθητική, ή σε ποσοστό αυτής. Μόνο σε περίπτωση αμφιβολίας, αν δηλαδή δεν προκύπτει θέληση του διαθέτη για εγκατάσταση του τιμώμενου ως κληρονόμου, αυτός που τιμήθηκε με το δήλο πράγμα θεωρείται κληροδόχος (ΑΠ 768/2008, ΑΠ  970/2005, αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1142, 1800, 1813 παρ.1, 1820 παρ.1, 1825, 1827 και 1829  του ΑΚ, η εγκατάσταση αναγκαίου κληρονόμου (μεριδούχου), όπως είναι και το γνήσιο τέκνο, σε μόνη την επικαρπία ή σε μόνη την ψιλή κυριότητα ορισμένου κληρονομιαίου ακινήτου, ενώ η ψιλή κυριότητα ή η επικαρπία αυτού αντίστοιχα καταλείφθηκε σε άλλους, αποτελεί περιορισμό αυτού, ο οποίος θεωρείται σα να μη έχει γραφεί όσο βαρύνει τη νόμιμη μοίρα. Συνεπώς, ο μεριδούχος θα λάβει το καταλειφθέν ακίνητο κατά πλήρη κυριότητα ως προς το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του, το οποίο είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας, το αυτό δε ποσοστό θα λάβει και σε κάθε άλλο κληρονομιαίο στοιχείο, επί πλέον δε και την επικαρπία ή ψιλή κυριότητα αντίστοιχα του ως άνω ακινήτου, στην οποία εγκαταστάθηκε, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη (σοκίνειος ρήτρα) στη διαθήκη του διαθέτη  (ΑΠ 1028/2014, 721/2010 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, 948/2008 ΧρΙΔ 2009.142). Την ανωτέρω ακυρότητα της διαθήκης από την παράβαση του δικαίου της νόμιμης μοίρας μπορεί να την επικαλεσθεί όχι μόνο ο κληρονόμος, αλλά και ο οιοσδήποτε καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, διότι δεν πρόκειται για δικαίωμα προσωποπαγές του κληρονόμου, όπως ήταν κατά το προϊσχύσαν δίκαιο (ΑΠ 1392/1980 ΝοΒ 29.687, ΕφΑθ 1795/2005 ΕλλΔνη 2006.264). Τέλος, όταν πρόκειται να υπολογισθεί η νόμιμη μοίρα περισσότερων κατιόντων, κατά τη διάταξη του άρθρου 1834 του ΑΚ (για το λόγο ότι υπάρχει υποχρέωση συνεισφοράς) και συντρέχει και σύζυγος του κληρονομουμένου, τότε, κατά την άποψη που επικρατεί στη θεωρία και στη νομολογία, πρώτα αποχωρίζεται το εξ αδιαθέτου κληρονομικό μερίδιο του συζύγου, δηλαδή το 1/4 από την πραγματική κληρονομική ομάδα και, στη συνέχεια, προστίθενται, πλασματικά στην κληρονομία, που θα μοιρασθούν οι κατιόντες, οι παροχές που και συνεισφέρονται και καταλογίζονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1813, 1820 § 1, 1825, 1827, 1831, 1832, 1834, 1895 και 1899 του ΑΚ  (ΑΠ 371/1995 ΕΕΝ 1996.306, ΑΠ 65/1985 ΑρχΝ 1985.713, ΕφΑθ 283/2009 ΕλλΔνη 2011.232, ΕφΑθ 7397/ 2007 ΕλλΔνη 49.589, ΕφΙωαν 168/2005 ΕλλΔνη 47.578, Μπαλής, Κληρονομικό Δίκαιο, εκδ. 5η, § 153, Παπαντωνίου, Κληρονομικό Δίκαιο, εκδ. 5η, § 129, Ανδρ. Τούσης, Κληρονομικό Δίκαιο, έκδ. 1969, § 114, σελ. 294-296, σημ. 5, στοιχ. Ε. Βουζίκας, Κληρονομικό Δίκαιο, § 148 VI3, Ν. Ψούνη, Κληρονομικό Δίκαιο, Τόμος 1ος, έκδ. 2004, § 9, Χ4, σελ. 391-394 – αντίθ., πάντως, Φίλιος, Κληρονομικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, εκδ. 2006, § 195, σελ. 400-403).

Το δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος του εναγομένου …………, που δόθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής στον πρώτο βαθμό, και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης  β) την κατάθεση της εκτός δίκης, με πρωτοβουλία του ενάγοντος, εξετασθείσας μάρτυρος ………,  η οποία λήφθηκε μετά από τήρηση των νομίμων διατυπώσεων, ήτοι κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης του εναγομένου, σύμφωνα με την υπ’αριθμ. …/12.2.2015 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή . …, και περιέχεται στην υπ’αριθμ. …/17.2.2015 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, γ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και  δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την εκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης:  Στις 28.1.2011 απεβίωσε ο ………., κάτοικος εν ζωή Αίγινας, καταλείποντας πλησιέστερους κατά το χρόνο του θανάτου του συγγενείς τη σύζυγό του ………, και τα δύο (2) τέκνα τους, ενάγοντα και εναγόμενο, οι οποίοι θα καλούντο ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του στην πρώτη τάξη της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, και δη η μεν σύζυγός του στο ιδανικό μερίδιο των 2/8, και έκαστος των διαδίκων στο ιδανικό μερίδιο των 3/8 επί του συνόλου της κληρονομίας του του συζύγου και πατρός τους αντίστοιχα. Η κληρονομιαία περιουσία του ανωτέρω αποβιώσαντος, αποτελείτο, όπως, άλλωστε, συνομολογείται από τον εναγόμενο, από τα κάτωθι αναφερόμενα ακίνητα, των οποίων ήταν εν ζωή πλήρης και αποκλειστικός κύριος: α) Μία αυτοτελή, ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία, κείμενη στην … Αττικής, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του Δήμου … (οικοδομικό τετράγωνο …), και εκτός κτηματογραφημένης περιοχής, στη θέση «…», επί της γωνίας των οδών …, επί της οποίας φέρει τον αριθμό .. και … επί της οποίας φέρει τον αριθμό …, και συγκεκριμένα το διαμέρισμα του δευτέρου υπέρ το ισόγειο ορόφου μίας εξαώροφης πολυκατοικίας, εμφαινόμενο με το κεφαλαίο αλφαβητικό στοιχείο και τον αριθμό Β-4, στο συνημμένο στο υπ’αριθμ. …./1978 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Χαλανδρίου …. . από Ιουνίου 1978 σχεδιάγραμμα κάτοψης Β΄ ορόφου και στον από Ιουνίου 1978 πίνακα – κατανομής ποσοστών του πολιτικού μηχανικού ……..,αποτελούμενο από χώλλ, λίβινγκ ρούμ, δύο κοιτώνες, κουζίνα, οφφίς, λουτρό και δύο εξώστες προς τις οδούς … και …., επιφανείας 90,30 τ.μ., όγκο 279,90 κυβικά μέτρα, αναλογία όγκου κοινοχρήστων 30,60 κυβικά μέτρα, ήτοι συνολικό όγκο 310,50 κυβικά μέτρα, μετά ποσοστού συνιδιοκτησίας επί του όλου οικοπέδου των 729,15 τ.μ., 32/000 εξ αδιαιρέτου, και β) μία οικία, αποτελούμενη από ισόγειο, επιφανείας 90,76 τ.μ., και από πρώτο (Α’) όροφο πάνω από το ισόγειο, επιφανείας 116,83 τ.μ., η οποία είναι κτισμένη σε οικόπεδο που βρίσκεται στην περιφέρεια της Δημοτικής Κοινότητας …., του Δήμου …, της Περιφερειακής Ενότητας Νήσων, της Περιφέρειας Αττικής, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως, επί της οδού ……., εμβαδού, σύμφωνα με πρόσφατη και ακριβή καταμέτρηση, 664,56 τ.μ., η οποία εμφαίνεται περιμετρικά με τους αριθμούς 100-106-107-498-108-842-282-844-280-835-855-696-279-100 στο από 11.11.2005 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ……..,  στο οποίο υπάρχει η υπεύθυνη δήλωση του Ν. 651/1977, σύμφωνα με την οποία το οικόπεδο αυτό βρίσκεται μέσα στο ρυμοτομικό σχέδιο της πόλης της …, στο τομέα Β, είναι άρτιο αλλά όχι οικοδομήσιμο σύμφωνα με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις και δεν υποχρεούται σε εισφορά σε γη και χρήμα και το οποίο διάγραμμα προσαρτάται στην υπ’αριθμ. …/28.9.2011 πράξη της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………. Το εν λόγω οικόπεδο συνορεύει, σύμφωνα με το προαναφερόμενο διάγραμμα, νοτιοανατολικά σε πρόσωπο 100-106 μέτρων 9,61, 106-107 μέτρου 1,66 και 107-108 μέτρων 12,35 με δημοτικό δρόμο και με πλευρές 842-281 μέτρων 8,23 και 281-845 μέτρου 1,05, με ιδιοκτησία ……., νοτιοδυτικά με πλευρά 108-142 με ιδιοκτησία .. .. και με πλευρές 845-282 μέτρων 2,15 και 282-844 μέτρων 13,70 με ιδιοκτησία … ., βορειοδυτικά με πλευρές 844-280 μέτρων 2,61, 280-835 μέτρων 5,95, 835-855 μέτρων 3,00 και 855-696 μέτρων 23,95 με ιδιοκτησία κληρονόμων ….. και βορειοανατολικά με πλευρές 696-279 μέτρων 13,62 και 279-100 μέτρου 1,18 με ιδιοκτησία … …, τμήμα, δε, αυτού (οικοπέδου), το οποίο φαίνεται στο προαναφερόμενο διάγραμμα με τους αριθμούς 844-280-498-279-100-106-107-108-842-281-282-844 και έχει εμβαδόν 126,24 τετραγωνικά μέτρα, ρυμοτομείται. Η πραγματική αξία   των   ως   άνω   ακινήτων,   κατά   το   χρόνο   θανάτου  του κληρονομουμένου,  ανερχόταν για το πρώτο εξ αυτών (διαμέρισμα στην …) στο ποσό των  105.000 ευρώ  και για  το δεύτερο εξ αυτών (οικόπεδο μετά οικίας στην ….) στο ποσό των 336.000 ευρώ, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από τον εναγόμενο δι’έκαστο εξ αυτών υπ’αριθμ. ……/22.1.2013 και ……./22.1.2013 αντίστοιχα εκθέσεις εκτίμησης των   ορκωτών   εκτιμητών   του   Σ.Ο.Ε. ….  και  …….).  Περαιτέρω, όπως επίσης συνομολογείται  από  τον εναγόμενο, ο ως άνω κληρονομούμενος προέβη, εν ζωή, στις ακόλουθες παροχές χωρίς αντάλλαγμα στους διαδίκους, και ειδικότερα, δυνάμει του υπ’αριθμ. …./29.3.1999 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, προέβη στη μεταβίβαση, αιτία γονικής παροχής, σε έκαστο των διαδίκων, ποσοστού 1/4 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου άρτιου και οικοδομήσιμου, εμβαδού 521,40 τ.μ., που βρίσκεται στην περιφέρεια του Δήμου Περάματος, πρώην Δήμου Πειραιά, στο υπ’αριθμ. … οικοδομικό τετράγωνο του Συνοικισμού ……, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του Συνοικισμού ……. του Δήμου Περάματος επί της οδού ………, μετά των επ’αυτού κτισμάτων (ισόγειας επαγγελματικής αποθήκης, επιφανείας 364,9 τ.μ., μεθ’υπογείου ισόποσης επιφανείας).  Η αξία της ως άνω παροχής (ποσοστό1/4 εξ αδιαιρέτου του ανωτέρω ακινήτου) σε έκαστο των διαδίκων, κατά το χρόνο που έλαβε χώρα (29.3.1999), ανέρχεται στο ποσό των 90.000 ευρώ (βλ. την υπ’αριθμ. ………./22.1.2013 έκθεση εκτίμησης των ως άνω ορκωτών εκτιμητών του Σ.Ο.Ε). Σημειωτέον ότι η κρίση του Δικαστηρίου περί των πραγματικών αξιών των κληρονομιαίων ακινήτων, αλλά και των εν ζωή,  άνευ ανταλλάγματος, παροχών του αποβιώσαντος προς τα τέκνα του, στηρίζεται ιδίως στην εκτίμηση, που αναφέρεται στις προσκομιζόμενες από τον ίδιο τον εναγόμενο προαναφερθείσες εκθέσεις του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών, οι οποίες είναι απόλυτα εξατομικευμένες, σαφείς, αναλυτικές, λεπτομερείς, εμπεριστατωμένες και πλήρως αιτιολογημένες ως προς την εκτίμηση της αξίας εκάστου ακινήτου κατά τον κρίσιμο κατά περίπτωση χρόνο, για την οποία έχουν ληφθεί υπόψη όλες οι σχετικές παράμετροι καθορισμού της αξίας από τους συντάξαντες, που τυγχάνουν πρόσωπα κατηρτισμένα, εξειδικευμένα στο αντικείμενο, με εμπειρία και γνώσεις, αλλά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ακινήτου, και η οποία (εκτίμηση) δεν αναιρείται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο από αυτά που προσκομίζει ο ενάγων, και συγκεκριμένα από τις αναρτημένες στο διαδίκτυο αγγελίες πώλησης ακινήτων σε ιστοχώρους τέτοιων συναλλαγών, που αφορούν σε αξίες του έτους 2015, ούτε από την κατάθεση του εξετασθέντος μάρτυρά του, εκτός δίκης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, ο οποίος άλλωστε και στερείται ειδικών γνώσεων, όντας συνταξιούχος τραπεζικός υπάλληλος. Σημειωτέον ότι ο εναγόμενος με την ένδικη έφεσή του προσβάλλει ως εσφαλμένες τις παραδοχές του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο όμως, όσον αφορά στην αξία των κληρονομιαίων ακινήτων κατά το χρόνο του θανάτου του διαθέτη (το έτος 2011), και στην αξία των εν ζωή, άνευ ανταλλάγματος, παροχών αυτού προς τους διαδίκους, κατά το χρόνο της πραγματοποίησής τους (το έτος 1999), πλήρως υιοθέτησε την εκτίμηση των ανωτέρω Ορκωτών Εκτιμητών, όπως αυτή αναφέρεται στις σχετικά συνταχθείσες εκθέσεις τους, τις οποίες ο ίδιος προσκόμισε στον πρώτο βαθμό, προκειμένου να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο ως αποδεικτικά μέσα για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, αντικρούοντας τις αντίστοιχες αξίες, που αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο. Περαιτέρω, όπως επίσης συνομολογείται από τον εναγόμενο, αποδείχθηκε ότι ο ως άνω κληρονομούμενος με την από 5.6.2008 μυστική διαθήκη του, η οποία, αφού γράφηκε, χρονολογήθηκε, και υπογράφηκε από τον ίδιο διαθέτη, κατατέθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αίγινας …….., συνταχθείσης σχετικά της υπ’αριθμ. …../11.6.2008 πράξης της τελευταίας, και δημοσιεύθηκε με το υπ’αριθμ. 1/18.3.2011 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Αίγινας, εγκατέστησε κληρονόμους στην ως άνω κληρονομιαία περιουσία του τη σύζυγό του  και τα τέκνα του – διάδίκους, και ειδικότερα στην σύζυγό του κατέλιπε την ισόβια επικαρπία των ανωτέρω ακινήτων, στον ενάγοντα την ψιλή κυριότητα του πρώτου ακινήτου (της οριζόντιας και στον εναγόμενο την ψιλή κυριότητα του δευτέρου ακινήτου. Η εγκατάσταση του ενάγοντος με τη διαθήκη του αποβιώσαντος πατρός του ως κληρονόμου στο συγκεκριμένο δήλο πράγμα, ήτοι στην ψιλή κυριότητα του ως άνω κληρονομιαίου ακινήτου, δεν αποτελεί τρόπο απόδοσης σ’αυτόν της νόμιμης μοίρας του, αντίθετα συνιστά περιορισμό της, και θεωρείται σαν να μην έχει γραφεί κατά το μέρος που βαρύνει το δικαίωμά του αυτό, κατά το οποίο η διαθήκη είναι αυτοδικαίως άκυρη, και ως εκ τούτου ως αναγκαίος μεριδούχος, έχει κληρονομικό δικαίωμα πλήρους κυριότητας σε όλα τα κληρονομιαία ακίνητα του διαθέτη, κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Συνεπώς, η νόμιμη μοίρα του  ενάγοντος  στην  κληρονομία του αποβιώσαντος  υπολογίζεται  ως ακολούθως: Η αξία της κληρονομιαίας περιουσίας του κληρονομουμένου ….. κατά το χρόνο του θανάτου του ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 441.000 ευρώ (105.000 + 336.000). Από   την   αξία   αυτή   της   πραγματικής   ομάδας   της κληρονομίας θα αφαιρεθεί το 1/4, το οποίο αποτελεί την εξ αδιαθέτου μερίδα της συζύγου του αποβιώσαντος, ……, ήτοι ποσό  που  αντιστοιχεί  σε  110.250 ευρώ (441.000 ευρώ Χ 1/4),   και επί  των υπολοίπων 3/4, τα οποία περιέρχονται στους δύο κατιόντες διαδίκους (τέκνα) του αποβιώσαντος και αντιστοιχούν σε 330.750   ευρώ, θα   γίνει ο υπολογισμός για την εξεύρεση  της νόμιμης  μοίρας του ενάγοντος. Στο τελευταίο αυτό ποσό προστίθεται η  αξία των συνεισενεκτέων  και καταλογιστέων στη νόμιμη μοίρα των διαδίκων γονικών παροχών του κληρονομουμένου προς αυτούς και προκύπτει ως άθροισμα  το ποσό των 510.750 ευρώ (330.750 + 90.000 + 90.000). Το ποσό αυτό διαιρούμενο μέ τον αριθμό των τέκνων δίνει  το ποσό των 255.375 ευρώ (510.750 : 2), το οποίο αποτελεί την κληρονομική μερίδα ενός εκάστου. Από τη μερίδα του ενάγοντος αφαιρείται, κατ’άρθρο 1899 του ΑΚ, η αξία της συνεισενεκτέας παροχής των 90.000 ευρώ και το προκύπτον υπόλοιπο των 165.375 ευρώ (255.375 – 90.000) αποτελεί την τελική κληρονομική του μερίδα, επί της οποίας θα υπολογισθεί η νόμιμη μοίρα του. Η νόμιμη μοίρα του ισούται με το ήμισυ του ποσού αυτού, ήτοι 82.687,50 ευρώ, κατόπιν αφαίρεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1834 παρ.2 του ΑΚ, του ημίσεος της αξίας της συνεισενεκτέας προς αυτόν εν ζωή παροχής του πατρός του, και δη του ποσού των 45.000 ευρώ (90.000 ευρώ : 2), και ανέρχεται τελικά σε 37.687,50 ευρώ (82.687,50 ευρώ – 45.000 ευρώ). Το εν λόγω ποσό (35.687,50 ευρώ) τίθεται ως αριθμητής του κλάσματος, ενώ ως παρονομαστής τίθεται η αξία των στοιχείων της πραγματικής ομάδας της κληρονομίας του αποβιώσαντος, ήτοι το ποσό των 441.000 ευρώ. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το εξ αδιαιρέτου ποσοστό της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος στην κληρονομία του αποβιώσαντος πατρός του ανέρχεται σε 0,0809 (35.687,50 : 441.000), ως  προς το οποίο συντρέχει αναγκαστικά ως κληρονόμος επί όλων των κληρονομιαίων στοιχείων, πλην όμως, το Δικαστήριο, σύμφωνα με την αρχή της διάθεσης του άρθρου 106 ΚΠολΔ, θα του επιδικάσει μόνο το αιτούμενο με την αγωγή ποσοστό νόμιμης μοίρας του επί του δευτέρου κληρονομιαίου ακινήτου, ήτοι το ποσοστό του 0,0441 εξ αδιαιρέτου (βλ. σχετ. περί του τρόπου υπολογισμού της νόμιμης μοίρας σε περίπτωση συνεισενεκτέας και καταλογιστέας στη νόμιμη μοίρα εν ζωή παροχής του κληρονομουμένου προς το νόμιμο μεριδούχο,  τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, αλλά και Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου, Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου, έκδοση 1995, τόμος δεύτερος, Θεωρία – Νομολογία – Πράξη, σελ. 64, υπό το στοιχείο Β). Περαιτέρω,  και η εγκατάσταση της συζύγου του κληρονομουμένου με τη διαθήκη του στην επικαρπία των κληρονομιαίων ακινήτων, συνιστά επίσης περιορισμό της νόμιμης μοίρας της, και θεωρείται σαν να μην έχει γραφεί κατά το μέρος που βαρύνει το δικαίωμά της αυτό, ως προς το οποίο η διαθήκη είναι αυτοδικαίως άκυρη, και ως εκ τούτου, ως νόμιμη μεριδούχος,  έχει κληρονομικό δικαίωμα πλήρους κυριότητας σε όλα τα ανωτέρω ακίνητα του διαθέτη, κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας της, το οποίο μετά το θάνατό της περιέρχεται στους κατά νόμο κληρονόμους της, που έχουν δικαίωμα να επικαλεσθούν την εν λόγω ακυρότητα της διαθήκης, όπως επίσης προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Η νόμιμη μοίρα της συζύγου του διαθέτη υπολογίζεται ως ακολούθως: Στην αξία της πραγματικής κληρονομίας του αποβιώσαντος των 441.000 ευρώ προστίθεται η αξία των χωρίς αντάλλαγμα εν ζωή παροχών αυτού προς τα τέκνα του, ήτοι το ποσό των 180.000 (90.000 + 90.000). Το άθροισμα αυτό των 621.000 ευρώ αποτελεί την αξία της πλασματικής κληρονομίας του αποβιώσαντος, το 1/8 του οποίου  (το ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας της), ποσού 77.625 ευρώ, τίθεται ως αριθμητής σε κλάσμα με παρονομαστή την αξία της πραγματικής ομάδας της κληρονομίας του, ήτοι το ποσό των 441.000 ευρώ. Ο αριθμός 0,1760, που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρονομαστή, συνιστά το εξ αδιαιρέτου ποσοστό νόμιμης μοίρας της συζύγου του ανωτέρω διαθέτη στην κληρονομία του. Περαιτέρω, όπως συνομολογείται από τον εναγόμενο, η ανωτέρω αναγκαία μεριδούχος απεβίωσε στις 27.8.2011, χωρίς διαθήκη, και, επομένως, κληρονομήθηκε κατά νόμο εξ αδιαθέτου από   τους διαδίκους – τέκνα της. Συνεπώς,ο ενάγων, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της, δικαιούται το ποσοστό της νόμιμης μοίρας της, που αντιστοιχεί στη δική του κληρονομική μερίδα, ήτοι το 1/2 αυτής, και δη το ποσοστό του 0,0880 εξ αδιαιρέτου επί των ανωτέρω κληρονομιαίων ακινήτων, το οποίο είναι αυτονόητο ότι επίσης δικαιούται και ο εναγόμενος. Πλην, όμως, το Δικαστήριο, σύμφωνα  με την αρχή της διάθεσης του άρθρου  106 του ΚΠολΔ, θα επιδικάσει στον ενάγοντα το αιτούμενο με την αγωγή ποσοστό νόμιμης μοίρας επί του δευτέρου κληρονομιαίου ακινήτου (του οικοπέδου μετά της οικίας στην …..) ως εξ αδιάθετου κληρονόμου της ως άνω μεριδούχου, ήτοι το ποσοστό του 0,0695, και όχι πλέον του αιτηθέντος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος νέμεται και παρακρατεί, ως εκ διαθήκης κληρονόμος του αποβιώσαντος, ολόκληρο το ανωτέρω ακίνητο, στο οποίο συντρέχει ως αναγκαίος κληρονόμος και ο ενάγων κατά τα προαναφερθέντα εξ αδιαιρέτου ποσοστά νόμιμης μοίρας του, ήτοι  του  0,0441 και  του 0,0695 εξ αδιαιρέτου, και συνολικά κατά το ποσοστό του 0,1136 έξ αδιαιρέτου, κατά το το οποίο και υποχρεούται ο εναγόμενος να αποδώσει το εν λόγω ακίνητο στον ενάγοντα. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η υπό κρίση αγωγή και, αφενός μεν να αναγνωρισθεί το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος ως νόμιμου μεριδούχου του πατρός του και εξ αδιαθέτου κληρονόμου της νόμιμης μεριδούχου μητρός του, κατά το ποσοστό του 0,1136 εξ αδιαιρέτου (0,0441 + 0,0695) στο ως άνω ακίνητο (οικόπεδο μετά οικίας στην …..) και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του αποδώσει το ακίνητο αυτό κατά το προαναφερόμενο ποσοστό. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με τις αυτές παραδοχές επίσης δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον εναγόμενο με την ένδικη έφεσή του απορριπτομένων ως αβασίμων. Πρέπει, συνεπώς, ν’απορριφθεί η ανωτέρω έφεση στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη, και λόγω της ήττας του εκκαλούντος, αφενός μεν να διαταχθεί η εισαγωγή του καταταθέντος απ’αυτόν παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ. ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε να επιβληθεί σε βάρος του η δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από τον ανωτέρω σχετικό αίτημα με τις εμπροθέσμως και νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις του (άρθρα 176, 183, και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από από 1.8.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……../2.8.2016 και ……../2.8.2016) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 294/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου της ανωτέρω έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις   27-2-2018   σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ