Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 118/2018

Αριθμός απόφασης   118/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Τακτική Διαδικασία

Αποτελούμενο από τις Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, Θεοκτή Νικολαΐδου, Εφέτη-Εισηγήτρια και τη γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση των ηττηθεισών εναγομένων κατά της υπ΄αριθμ. 3944/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495§1, 511, 513, 516, 517 ΚΠολΔ) ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών που  προβλέπει η διάταξη του άρθρου 518§1 ιδίου Κώδικα δοθέντος ότι η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης έλαβε χώρα στις 30-12-2015 (βλ. προσκ. τις υπ΄αριθμ. …../30-12-2015 και ……/30-12-2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών . …..) και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 29-1-2016 (βλ. την υπ΄αριθμ. ……/2016 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματείας του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου). Κατά συνέπεια, η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την τακτική διαδικασία (άρθρ. 533§1 ΚΠολΔ), καθόσον για την άσκηση της έφεσης έχει κατατεθεί από τις εκκαλούσες το σχετικό παράβολο ποσού διακοσίων (200) ευρώ, όπως προβλέπεται από την §4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12§2 ν.4055/12-3-2012 λόγω του χρόνου άσκησης της έφεσης. Η δεύτερη εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρία ισχυρίζεται βέβαια ότι η ασκηθείσα έφεση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί, διότι κατά παράβαση του άρθρου 118 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο §2 ν.4335/2015, δεν αναγράφεται σε αυτή ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου των εκκαλουσών. Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται απορριπτέος, καθώς η υποχρέωση αναγραφής του ΑΦΜ, που αποβλέπει στην ακριβή και επαρκή ταυτοποίηση των διαδίκων,  δε συνδέεται κατά νόμο με δικονομικές κυρώσεις και κατά την κρατούσα άποψη τα στοιχεία, που απαιτεί η ως άνω διάταξη, δεν αποτελούν, με εξαίρεση την υπογραφή, προϋποθέσεις του κύρους της διαδικαστικής πράξης, που εμπεριέχεται στο δικόγραφο (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Ορφανίδης) ΚΠολΔ 2000 118 αριθμ. 3). Επομένως, δεν τίθεται ζήτημα απαραδέκτου της έφεσης και απαιτείται η επίκληση και απόδειξη βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 159 περ. 3 ΚΠολΔ, που επιφέρει ακυρότητα (σύγχυση ως προς την ταυτότητα του διαδίκου), περίπτωση που δε συντρέχει εν προκειμένω. Σε κάθε δε περίπτωση, οι εκκαλούσες με τις προτάσεις τους επιτρεπτώς προέβησαν σε συμπλήρωση εκ των υστέρων του Αριθμού Φορολογικού τους Μητρώου.

Με την υπ΄αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως ……/2012 αγωγή, που ασκήθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), η ενάγουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρία και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι σε βάρος της πρώτης εναγομένης και ήδη πρώτης εκκαλούσας έχει απαιτήσεις συνολικού ποσού 21.092,06 και 10.379,39 ευρώ, προερχόμενες από συμβάσεις παροχής πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, στην οποία αυτή είχε συμβληθεί. Ότι η πρώτη εναγόμενη ενεργώντας δολίως, ήτοι για να ματαιώσει την ικανοποίηση των ως άνω απαιτήσεών της, μεταβίβασε, με αιτία τη γονική παροχή, την κυριότητα του περιγραφομένου σε αυτή κατά θέση, όρια και έκταση ακινήτου συνολικής αγοραίας αξίας 150.000 ευρώ, στη δεύτερη εναγομένη και ήδη δεύτερη εκκαλούσα κόρη της, που αποτελούσε τη μοναδική εμφανή περιουσία της. Με ιστορική βάση αυτά τα περιστατικά, τα οποία εκτέθηκαν λεπτομερέστερα στο δικόγραφο της αγωγής, η ενάγουσα ζήτησε να απαγγελθεί η διάρρηξη της ανωτέρω μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας, ως καταδολιευτικής των δικών της συμφερόντων και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική της δαπάνη. Εξάλλου, η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ‘’ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ’’,  με το από 14-10-2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/16-10-2013 δικόγραφο, ασκεί αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, ισχυριζόμενη ότι μετά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής και, επομένως, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, η ίδια κατέστη ειδική διάδοχος της ενάγουσας ως προς τις έννομες σχέσεις, από τις οποίες απορρέουν οι απαιτήσεις, ήτοι τις υπ’ αριθμ. ……/28-6-2006 και ……./11-5-2009 συμβάσεις πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, για την ικανοποίηση των οποίων ζητήθηκε η διάρρηξη της επίδικης απαλλοτρίωσης, με συνέπεια η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη να εκτείνεται και στις δικές της έννομες σχέσεις, καθώς καταλαμβάνεται από τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου. Ότι, ειδικότερα, η ειδική διαδοχή επήλθε με την υπ΄αριθμ. 66/3/26-3-2013 απόφαση της ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος, την από 27-3-2013 επίσημη γραπτή ανακοίνωση της Ελληνικής Τράπεζας προς το Γενικό Διευθυντή του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και τον Πρόεδρο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου και την από 26-3-2013 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης και συγκεκριμένα με την τελευταία αυτή σύμβαση μεταβιβάστηκαν στην ασκούσα αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση ανώνυμη τραπεζική εταιρία στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού των εργασιών της τράπεζας ‘’ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ’’ με εκχώρηση των δικαιωμάτων και αναδοχή των υποχρεώσεων, όπως αυτά ρητώς εξειδικεύονται στη σύμβαση. Ότι στα μεταβιβασθέντα στοιχεία του ενεργητικού περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων και τα δικαιώματα της ως άνω εταιρίας, που απορρέουν από τις ανωτέρω συμβάσεις. Με ιστορική βάση αυτά τα περιστατικά, τα οποία εκτενώς αναφέρθηκαν στο εν λόγω δικόγραφο, η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η αγωγή και να καταδικαστούν οι καθών στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ΄ αριθμ. 3944/2015 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, έκανε δεκτές την αγωγή και την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση ως κατ΄ ουσία βάσιμες, διέρρηξε υπέρ της ενάγουσας την απαλλοτρίωση, που πραγματοποιήθηκε με το ανωτέρω συμβόλαιο γονικής παροχής και τέλος, καταδίκασε τις εναγόμενες λόγω της ήττας τους στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας ποσού 500 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την υπό κρίση έφεσή τους οι  εναγόμενες-εκκαλούσες για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να απορριφθούν στο σύνολό τους η ασκηθείσα σε βάρος τους αγωγή και η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση.

Από την ένορκη εξέταση του νομίμως εξετασθέντος με επιμέλεια των εκκαλουσών-εναγομένων μάρτυρα, η οποία  περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για ορισμένα από τα οποία γίνεται παρακάτω ειδική μνεία χωρίς κανένα να παραλείπεται ως προς την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς,  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με την υπ’ αριθμ. ……/28.6.2006 σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό η ενάγουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρία –υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση και ήδη εφεσίβλητη ‘’Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ’’ χορήγησε στην ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία ‘’…………’’ πίστωση έως του ποσού των 20.000,00 ευρώ, σύμφωνα με τους όρους αυτής, κατά την εκτέλεση της οποίας τηρούνταν οι υπ΄ αριθμ. …. και  ….. λογαριασμοί. Την τήρηση των όρων της σύμβασης και την προσήκουσα εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της πιστούχου εγγυήθηκε η πρώτη εναγόμενη και ήδη πρώτη εφεσίβλητη, ………., εταίρος της πιστούχου, ευθυνόμενη μάλιστα ως αυτοφειλέτρια, αφού είχε παραιτηθεί από την ένσταση διζήσεως. Λόγω, όμως, μη τήρησης των συμφωνηθέντων από την πιστούχο η ενάγουσα προέβη, στις 25.1.2011, στην καταγγελία της εν λόγω σύμβασης και στο οριστικό κλείσιμο των τηρηθέντων λογαριασμών, οι οποίοι εμφάνιζαν χρεωστικό υπόλοιπο, κατά το χρόνο αυτό, σε βάρος της πιστούχου, ποσού 21.252,52 ευρώ. Η καταγγελία της σύμβασης και το κλείσιμο του λογαριασμού γνωστοποιήθηκε με την από 8-2-2011 καταγγελία –εξώδικη γνωστοποίηση προσδιορισμού οφειλής, που επιδόθηκε τόσο στην πρώτη εναγομένη (βλ. προσκ. την υπ΄αριθμ. ……/8-2-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………) όσο και στην πιστούχο ομόρρυθμη εταιρία (βλ. προσκ. την υπ΄αριθμ. ……/8-2-2011 έκθεση επίδοσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή). Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη κατάρτισε με την ενάγουσα την υπ΄αριθμ. ……/11-5-2009 σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ποσού 10.000 ευρώ, για την εξυπηρέτηση της οποίας τηρούνταν οι υπ΄ αριθμ. …. και …… λογαριασμοί. Λόγω όμως μη τήρησης των συμφωνηθέντων από την πιστούχο η ενάγουσα προέβη στις 25.1.2011 στην καταγγελία της εν λόγω σύμβασης και στο οριστικό κλείσιμο των τηρηθέντων λογαριασμών, οι οποίοι εμφάνιζαν χρεωστικό υπόλοιπο, κατά το χρόνο αυτό, σε βάρος της πιστούχου, ποσού 10.379,39 ευρώ. Η καταγγελία της σύμβασης και το κλείσιμο του λογαριασμού γνωστοποιήθηκε με την από 8-2-2011 καταγγελία –εξώδικη γνωστοποίηση προσδιορισμού οφειλής, που επιδόθηκε στην πρώτη εναγομένη (βλ. προσκ. την υπ΄αριθμ. ……/8-2-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……..). Εξάλλου, στις 3-5-2011, εκδόθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας οι υπ΄αριθμ. ……/2011 και ……/2011 διαταγές πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και του Ειρηνοδίκη Πειραιά αντίστοιχα, με τις οποίες υποχρεώθηκε η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 33.495,45 ευρώ. Οι ως άνω διαταγές πληρωμής επιδόθηκαν δύο φορές στην πρώτη εναγομένη (βλ. προσκ. τις υπ΄αριθμ. ………/16-6-2011 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……), χωρίς να ασκηθεί ανακοπή, με αποτέλεσμα αυτές να αποκτήσουν ισχύ δεδικασμένου, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 633§2 ΚΠολΔ. Στο μεσοδιάστημα, και ενώ δεν είχε λάβει χώρα κλείσιμο των λογαριασμών, η πρώτη εναγομένη μεταβίβασε με το υπ’ αριθμ. …../16.10.2010 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιά ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία του υποθηκοφυλακείου Πειραιά, με αιτία τη γονική παροχή, στη δεύτερη εναγόμενη και ήδη δεύτερη εκκαλούσα, η οποία είναι κόρη της, την κυριότητα μίας οριζόντιας ιδιοκτησίας του τετάρτου  ορόφου, που βρίσκεται σε πολυώροφη οικοδομή στον Πειραιά στη θέση ‘’ ή ’’ επί των οδών ….. και ……. Το εν λόγω διαμέρισμα έχει εμβαδό 79,80 τ.μ., κατασκευάστηκε το έτος 2001 και  αποτελείται από σαλόνι-τραπεζαρία-κουζίνα, διάδρομο, λουτρό, δύο υπνοδωμάτια και ημιϋπαίθριο χώρο, ενώ έχει την αποκλειστική χρήση ενός χώρου στάθμευσης αυτοκινήτου στην πυλωτή της οικοδομής. Η αγοραία αξία του ως άνω μεταβιβασθέντος ακινήτου, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, ανερχόταν στο ποσό των 150.000 ευρώ, όπως προκύπτει από τη θέση, την έκταση και το είδος του ανωτέρω ακινήτου. Επιπλέον, η αγοραία αξία του ως άνω διαμερίσματος επιβεβαιώνεται από τη λήψη για την απόκτηση του στεγαστικού δανείου ποσού 102.715 ευρώ, για την εξασφάλιση του οποίου ενεγράφη προσημείωση υποθήκης υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ‘’………..’’ για το ποσό των 123.258 ευρώ. Μετά την παραπάνω μεταβίβαση δεν υφίσταται εμφανές περιουσιακό στοιχείο της πρώτης  εναγομένης, για να ικανοποιηθεί η αξίωση της ενάγουσας, ενώ πρέπει να επισημανθεί ότι η ύπαρξη εμφανούς περιουσίας του οφειλέτη, ως αυτοτελής προϋπόθεση του πραγματικού της διάταξης του άρθρου 939 ΑΚ, κρίνεται με τους υφιστάμενους οικονομικούς όρους κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής, κατά τον οποίο κρίνεται και η βλάβη του δανειστή. Με βάση όλα τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη προέβη στην εν λόγω μεταβίβαση, με πρόθεση να βλάψει την ενάγουσα, κατά την έννοια του άρθρου 939 ΑΚ, αφού αποδείχθηκε ότι, μολονότι γνώριζε τις εναντίον της απαιτήσεις της, προέβη σε αυτή. Ο ισχυρισμός των εναγομένων, ότι κατά το χρόνο συντέλεσης της επίμαχης δικαιοπραξίας δεν υπήρχε δόλος ματαίωσης της αξίωσης της ενάγουσας, δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Ειδικότερα, η πρώτη εναγομένη σαφώς τελούσε εν γνώσει αφενός μεν των οφειλών της προς την ενάγουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρία, αφετέρου δε του γεγονότος ότι με την απαλλοτρίωση του συγκεκριμένου περιουσιακού της στοιχείου δεν υπήρχε περιουσιακό στοιχείο επαρκές για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της ενάγουσας (βλ. ως προς την έννοια του σκοπού βλάβης στη διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ ΑΠ 778/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ). Τούτο διότι η πρώτη εναγομένη υπήρξε ομόρρυθμος εταίρος της πιστούχου εταιρίας και συνεπώς, είχε επίγνωση της οικονομικής κατάστασης της τελευταίας, ενώ από την κίνηση των λογαριασμών, που προσκομίζεται, αποδεικνύεται ότι, κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, σε αμφότερες τις συμβάσεις εμφανιζόταν χρεωστικό υπόλοιπο, που ανερχόταν στο ανώτατο ύψος της χορηγηθείσας πίστωσης. Επίσης, η επικαλούμενη από τις εκκαλούσες καταστροφή των εμπορευμάτων της πιστούχου ομόρρυθμης εταιρίας, το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2010, έλαβε χώρα μετά την επίδικη μεταβίβαση, γεγονός, που καταδεικνύει ότι η ομόρρυθμη εταιρία αντιμετώπιζε προβλήματα οικονομικής φύσης και σε προγενέστερο χρονικό διάστημα. Για το λόγο αυτό, και προκειμένου η πρώτη εναγομένη να ματαιώσει την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, μεταβίβασε στην ενήλικη κόρη της με γονική παροχή το μόνο εμφανές περιουσιακό της στοιχείο. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ως αιτία της εν λόγω μεταβίβασης αναφέρεται στο ανωτέρω συμβόλαιο η γονική παροχή για την οικονομική ενίσχυση του τέκνου της πρώτης εναγομένης, ωστόσο κατά το χρόνο της μεταβίβασης η δεύτερη εναγομένη διήνυε το 22ο έτος της ηλικίας της, φοιτούσε στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, διέμενε στην οικία των γονέων της (βλ. προσκ. την από 16-9-2010 σύμβαση αναδοχής χρέους, στην οποία αναγράφεται η διεύθυνση κατοικίας της) και δε συνέτρεχε λόγος οικονομικής, οικογενειακής ή επαγγελματικής της αυτοτέλειας. Δεν μπορεί δε να παραβλεφθεί το γεγονός ότι, ενώ ο ……, ο οποίος εξετάστηκε ως μάρτυρας ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με επιμέλεια των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών και είναι σύζυγος της πρώτης και πατέρας της δεύτερης, έκανε λόγο στην ένορκη κατάθεσή του για επικείμενο γάμο της τελευταίας εν όψει γνωριμίας της με νεαρό άνδρα, ωστόσο  δεν προσκομίστηκε από την πλευρά των εναγομένων σχετική ληξιαρχική πράξη γάμου, αν και ευχερώς μπορούσαν να το πράξουν. Εξάλλου, το στοιχείο της γνώσης δεν απαιτείται για τη δεύτερη εναγομένη, αφού εν προκειμένω πρόκειται για απαλλοτρίωση από χαριστική αιτία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 942 ΑΚ (ΑΠ 28/2017 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 778/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 805/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1475/2010 ΕλλΔνη 2012 739). Σημειωτέον ότι η ενάγουσα ήταν και πριν από το οριστικό κλείσιμο των τηρηθέντων λογαριασμών, στο πλαίσιο των ως άνω συμβάσεων, δανείστρια και έχει το δικαίωμα να προσβάλει ως καταδολιευτική, υπό την κατά τα ανωτέρω συνδρομή των λοιπών όρων του νόμου, την προρρηθείσα απαλλοτριωτική πράξη της πρώτης εναγομένης, έστω και αν έλαβε χώρα πριν από την καταγγελία των συμβάσεων και το οριστικό κλείσιμο των λογαριασμών, τα οποία σε κάθε περίπτωση, είχαν επισυμβεί έως τη συζήτηση της ένδικης αγωγής ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 31/1997 ΕλλΔνη 1997, 1526). Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η ενάγουσα τελούσε εν γνώσει της μεταβίβασης και σιωπηρώς την ενέκρινε, καθώς είχε στη διάθεσή της όλα τα οικονομικά στοιχεία της πρώτης εναγομένης, τα οποία επικαιροποιούσαν κατ΄ έτος, ουδόλως αποδείχθηκε. Τούτο διότι ο μάρτυρας ………, ο οποίος εξετάστηκε  ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ουδέν σχετικό ανέφερε, ενώ δεν προσκομίζεται κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη του ισχυρισμού αυτού, πως δηλ. συνάγεται σιωπηρή έγκριση της επίδικης μεταβίβασης από την πλευρά της ενάγουσας. Εξάλλου, δεν μπορεί να γίνει πιστευτό με τους κανόνες της λογικής και τα ειωθότα στις συναλλαγές ότι η ενάγουσα τράπεζα ενέκρινε τη μεταβίβαση του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου της πρώτης εναγομένης, γεγονός που συνεπαγόταν ματαίωση της ικανοποίησης των δικών της απαιτήσεων. Η ύπαρξη βάρους επί του απαλλοτριωθέντος ακινήτου και δη η εγγραφείσα προσημείωση υποθήκης υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ‘’………..’’, δεν στερεί από την ενάγουσα το έννομο συμφέρον να ζητήσει με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής τη διάρρηξη της ως άνω απαλλοτρίωσης ούτε καθιστά αυτή καταχρηστική (άρθρ. 281 ΑΚ), όπως αβασίμως διατείνονται οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες. Ειδικότερα, η προσημείωση υποθήκης ενεγράφη προς εξασφάλιση απαίτησης από σύμβαση στεγαστικού δανείου, το οποίο έλαβε η πρώτη εναγομένη και αναδέχθηκε η δεύτερη εναγομένη για την αγορά του ανωτέρω ακινήτου. Το ύψος του οφειλομένου δανείου μετά την καταβολή των μηνιαίων δόσεων έχει μειωθεί και κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ανερχόταν στο ποσό των 87.242,60 ευρώ, γεγονός που καταδεικνύει τη δυνατότητα αποπληρωμής του. Επιπλέον, μετά την τελεσιδικία της απόφασης, που κάνει δεκτή την αγωγή διάρρηξης και τη σημείωση αυτής στο περιθώριο της μεταγραφής της απαλλοτριωτικής πράξης, η ενάγουσα έχει τη δικονομική δυνατότητα να επιβάλλει κατάσχεση επί του μεταβιβασθέντος ακινήτου (άρθρ. 992§1 εδ. β ΚΠολΔ). Τέλος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το δικαίωμα της ενάγουσας να ζητήσει τη διάρρηξη της ως άνω μεταβίβασης ασκείται καθ΄ υπέρβαση και μάλιστα προφανή των ορίων, που επιτάσσει η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος διάρρηξης, επειδή, σε ενδεχόμενο πλειστηριασμό του μεταβιβασθέντος ακινήτου, δεν πρόκειται να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της, καθώς προηγούνται στην κατάταξη προνομιούχοι δανειστές, στους οποίους αυτή δεν περιλαμβάνεται. Τούτο διότι το περιστατικό αυτό αναφέρεται στο μέλλον και είναι αβέβαιο, αν θα συμβε, καθόσον εξαρτάται από παράγοντες, που δεν μπορούν εκ των προτέρων να ληφθούν υπόψη, όπως η εκ μέρους της οφειλέτιδας ικανοποίηση των εν λόγω δανειστών, η μη αναγγελία τους στον πλειστηριασμό, η ακυρότητα αυτής κλπ. (ΕφΘεσ 2957/2005 Αρμ 2006 711). Εξάλλου, μετά την άσκηση της αγωγής και επομένως, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, έλαβε χώρα ειδική διαδοχή ως προς τις ανωτέρω απαιτήσεις, για την ικανοποίηση των οποίων ζητήθηκε η διάρρηξη, δυνάμει της από 26/3/2013 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης, της υπ’ αριθμό 66/26-3-2013 απόφασης της ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος και του υπ΄αριθμ. 97/26-3-2013 διατάγματος της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, που δημοσιεύθηκε στο υπ΄αριθμ. 4640/26-3-2013 φύλλο της Επίσημης Εφημερίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας, η ενάγουσα εκχώρησε στην προσθέτως παρεμβαίνουσα μεταξύ άλλων και τα δικαιώματά της, που απορρέουν από τις ως άνω συμβάσεις. Ειδικότερα, σε εκτέλεση του άρθρου 9 ν. 4379/22-3-2013 της Κυπριακής Δημοκρατίας, εκδόθηκε το υπ΄αριθμ. 97/26-3-2013 Διάταγμα της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (ως αρχής εξυγίανσης), που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας (παράρτημα τρίτο-μέρος Ι) ισχύει από την ως άνω δημοσίευση του (άρθρο 12 του Διατάγματος) και διέπει την πώληση των εν Ελλάδι εργασιών της κυπριακής τράπεζας με την επωνυμία ‘’Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρία Λτδ)΄΄ προς την Τράπεζα Πειραιώς. Η εν λόγω πώληση εγκρίθηκε με την υπ΄αριθμ. 66/3/26-3-2013 απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος (Επιτροπή Πιστωτικών και Ασφαλιστικών θεμάτων) κατά τις διατάξεις των άρθρων 55Α του καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος, 16§18 ν. 2515/1997 περί συγχώνευσης πιστωτικών ιδρυμάτων, 2, 25 και 27 ν.3601/2007 και ειδικότερα εγκρίθηκε με την ως άνω απόφαση η απόκτηση από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ‘’Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ’’ των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, μεταξύ άλλων, των υποκαταστημάτων και των θυγατρικών εταιριών του κυπριακού πιστωτικού ιδρύματος ‘’Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρία ΛΙΜΙΤΕΔ’’, όπως τα στοιχεία αυτά προσδιορίζονται στις από 26-3-2013 συμφωνίες μεταξύ πωλητών και αγοραστών. Σύμφωνα δε με την από 26-3-2013 Σύμβαση Πώλησης και Μεταβίβασης (και το παράρτημα 1 αυτής), που καταρτίστηκε μεταξύ της ‘’Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρία Λιμιτεδ’’ και της ‘’Τράπεζας Πειραιώς’’ συμφωνήθηκε ότι μεταξύ των μεταβιβαζομένων στοιχείων του ενεργητικού περιλαμβάνονται τα Ελληνικά Δάνεια (παράρτημα 1 περ. 1 της Σύμβασης). Ως Ελληνικά Δάνεια ορίζονται όλες οι δανειακές απαιτήσεις (είτε υπό τη μορφή χρεογράφων είτε υπό άλλη μορφή και συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων από χρηματοδοτική μίσθωση και πρακτόρευση απαιτήσεων πλέον των συναφών δεδουλευμένων τόκων και συναφών εξασφαλίσεων), όπως καταγράφονται στα βιβλία της πωλήτριας ή της θυγατρικής την 15η Μαρτίου 2013, καθώς και όλα τα ναυτιλιακά και άλλα δάνεια της πωλήτριας ή της θυγατρικής, τα οποία προέρχονται από και τυγχάνουν διαχείρισης στην Ελλάδα και επί του παρόντος αποτυπώνονται στο κυπριακό χαρτοφυλάκιο δανείων. Μεταξύ δε των Ελληνικών Δανείων, όπως αυτά ορίζονται ανωτέρω, περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις από τις συναφθείσες μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης συμβάσεις (βλ. τις από 14-10-2013 βεβαιώσεις, που προσκομίζονται με επίκληση από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα και δεν αντικρούονται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο). Επομένως η ως άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρία νομιμοποιείται ενεργητικώς στην άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης αφού αποδεικνύεται η ειδική διαδοχή σχετικά με τις εν λόγω απαιτήσεις.

Με βάση όλα τα ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκανε δεκτές την αγωγή και την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση ως κατ΄ ουσία βάσιμες και διέρρηξε υπέρ της ενάγουσας την απαλλοτρίωση, που πραγματοποιήθηκε με το ανωτέρω συμβόλαιο γονικής παροχής ορθώς εκτίμησε τα αποδεικτικά μέσα, που προσκομίστηκαν ενώπιον του και ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, όσα δε περί του αντιθέτου ισχυρίζονται οι εκκαλούσες με τους σχετικούς λόγους έφεσης   κρίνονται απορριπτέα. Ειδικά δε ως προς το ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποίησης της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σε ορθό αποτέλεσμα κατέληξε αλλά με εσφαλμένη αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με την ανωτέρω αναφερθείσα (άρθρ. 534 ΚΠολΔ). Επομένως, για τους λόγους αυτούς πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως κατ΄ ουσία αβάσιμη και  να καταδικαστούν οι εκκαλούσες λόγω της ήττας τους (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ) στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου, συνολικού ποσού 200 ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495§4 εδ. ε ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.

Καταδικάζει τις εκκαλούσες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για την κάθε μία.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 7 Δεκεμβρίου  2017 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις   15  Φεβρουαρίου   2018.

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ