Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 77/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης  77/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————-

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες: α) από 19.5.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……/23.6.2015 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………./23.6.2015 και β) 24.5.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../1.6.2016 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……./30.6.2016 εφέσεις, αφενός της ανακόπτουσας – εκκαλούσας, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……..» και αφετέρου της ανακόπτουσας – προσθέτως ανακόπτουσας – εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……», στρέφονται αντίστοιχα κατά των υπ’αριθμ. 2901/2014 και 2908/2014 οριστικών αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκαν ερήμην του εκ των καθ’ων, ήδη απολιπομένου εφεσιβλήτου, ………. και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την οριζομένη στο άρθρο 937παρ.3 ΚΠολΔ διαδικασία των άρθρων 643, 649 και 650 ΚΠολΔ (όπως η παράγραφος 3 του άρθρου 937 ΚΠολΔ προστέθηκε με το άρθρο 19 παρ.4 Ν.4055/2012), δυνάμει των οποίων απορρίφθηκαν αντίστοιχα, ελλείψει δικαιοδοσίας, με την μεν πρώτη εκκαλουμένη, η από 18.7.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../19.7.2012 ανακοπή της εκκαλούσας τραπεζικής εταιρείας «……..», ως καθολικής διαδόχου της τράπεζας με την επωνυμία «…. …», κατόπιν συγχωνεύσεως δια απορροφήσεως της,  κατά των καθ’ων η ανακοπή, ήδη εφεσιβλήτων και κατά του υπ’αριθμ…./2012 πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Πειραιά ……., ενώ με την δεύτερη εκκαλουμένη απόφαση η από 9.10.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../9.10.2012 ανακοπή και οι από 17.6.2013 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./17.6.2013 πρόσθετοι λόγοι αυτής, της εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας «……» κατά των καθ’ων των δικογράφων τούτων, ήδη εφεσιβλήτων και κατά του ιδίου πίνακα κατάταξης, ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως ίσχυε και όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν.4335/2015, όσον αφορά την δεύτερη έφεση) 520 § 1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση των εκκαλουμένων αποφάσεων, ούτε παρήλθε τριετία, μήτε διετία αντίστοιχα από την δημοσίευση τους και για το παραδεκτό τους έχουν κατατεθεί τα αναλογούντα παράβολα υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρα 495 παρ. 1 και 4, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012, 511, 513 παρ. 1 περ. β΄, 516 παρ. 1 και 517 του ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31, 246, 524 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, η δε συζήτηση τους θα χωρήσει ερήμην των εφεσιβλήτων, που δεν εμφανίστηκαν, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στο ακροατήριο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε μετείχαν κανονικά στην συζήτηση, μολονότι κλήθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως να παραστούν κατ’ αυτήν. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται από τις υπ’αριθμ……… αντίστοιχες εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………, αντιστοίχως, που προσκομίζει με επίκληση η εκκαλούσα «…….», ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση πρώτης έφεσης, με πράξη καταθέσεως και  προσδιορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση της, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους τέταρτο μέχρι και δέκατη ένατη των εφεσιβλήτων αντιστοίχως (άρθρα 122 § 1, 123 § 1, 124 παρ.2, 126 § 1 περ. δ, 127, 128 §§ 1 και 4 και 143παρ.1 ΚΠολΔ), για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 3ης.12.2015, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 12-5-2016, οπότε αναβλήθηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο, για την οποία είχε γίνει νόμιμη εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο, που επέχει θέση κλητεύσεως όλων των διαδίκων (498 παρ. 2 ΚΠολΔ και 226 παρ. 4 εδ. γ και δ ΚΠολΔ, ΑΠ 1794/2012, ΑΠ 12/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και συνεπώς, πρέπει να δικασθούν σαν να ήταν παρόντες (άρθρο 524 § 4 εδ.α ΚΠολΔ). Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από τις υπ’αριθμ……….. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……, που προσκομίζει με επίκληση η εκκαλούσα εταιρεία «………», ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση δεύτερης έφεσης, με πράξη καταθέσεως και  προσδιορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση της, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους τρίτο μέχρι και δέκατη όγδοη των εφεσιβλήτων αντιστοίχως (άρθρα 122 § 1, 123 § 1, 124 παρ.2, 126 § 1 περ. δ, 127, 128 §§ 1 και 4, 129 §§ 1 και 2 και 143παρ.1 ΚΠολΔ), για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο και συνεπώς, εφόσον αυτοί δεν εμφανίστηκαν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, ούτε έλαβαν μέρος κανονικά στη συζήτηση, πρέπει να δικασθούν ερήμην, η δε διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες (524 παρ.4 εδ. α΄ ΚΠολΔ).

  1. II. Με την ένδικη ανακοπή η ανακόπτουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, «…….», ως καθολική διάδοχος της τράπεζας «………», κατόπιν συγχωνεύσεως δια απορροφήσεως αυτής, επιδιώκει για τους αναφερόμενους λόγους την μεταρρύθμιση του υπ’αριθμ…./2012 πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, για την διανομή του υπολοίπου τιμήματος εκποίησης εκ 750.673,77 ευρώ, μετά την αφαίρεση των αντίστοιχων δαπανών, του Ε/Γ-ΟΓ πλοίου «Ν.» με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …, πλοιοκτησίας της εταιρείας «…….», που διενεργήθηκε από την τρίτη των καθ’ων ανώνυμη εταιρεία «………» με ανοικτό πλειοδοτικό διαγωνισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.2881/2001, ως επικίνδυνο και επιβλαβές για τον λιμένα Πειραιώς, προκειμένου να καταταγεί αυτή στο διανεμητέο ποσό των 726.841,53 ευρώ, προνομιακά, ως ενυπόθηκη δανείστρια, για μέρος της αναγγελθείσας, μη καταταγείσας, απαίτησης της από σύμβαση δανείου εξασφαλισμένης με πρώτη προτιμώμενη ναυτική υποθήκη, με αντίστοιχη αποβολή των καθ’ων, εκ των οποίων η Δ.Ο.Υ. Πλοίων και η Ο.Λ.Π. Α.Ε. έχουν καταταγεί προνομιακά και οριστικά, οι δε λοιποί προνομιακά και τυχαία υπό την αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης των αναγγελθεισών απαιτήσεων τους, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα ποσά.

III. Η ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρεία «………» με την κρινόμενη ανακοπή της και τους πρόσθετους αυτής λόγους, επιδιώκει την μεταρρύθμιση του προσβαλλομένου εν λόγω πίνακα κατάταξης, προκειμένου να καταταγεί αυτή στο σύνολο του διανεμητέου ποσού των 749.358,24 ευρώ, πέραν του ποσού για το οποίο έχει καταταγεί προνομιακά και οριστικά και αντιστοιχεί σε μέρος της αναγγελθείσας απαίτησης της από τα βαρύνοντα το εκποιηθέν πλοίο τέλη και δικαιώματα ελλιμενισμού, που καλύπτεται με ναυτικό προνόμιο πρώτης τάξης και να αποβληθούν οι καθ’ων από το σύνολο των καταταγεισών απαιτήσεων τους.

Επί των ανωτέρω ανακοπών και προσθέτων λόγων της δεύτερης αυτών, εκδόθηκαν οι υπ’αριθμ.2901/2014 και 2908/2014 εκκαλούμενες αποφάσεις αντιστοίχως, με τις οποίες, αφού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν έχει δικαιοδοσία να τις εκδικάσει αντίστοιχα, διότι εισάγουν διοικητικές διαφορές ουσίας, τις απέρριψε, ως απαράδεκτες.

Κατά των, ως άνω, οριστικών αποφάσεων του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται οι ανακόπτουσες-εκκαλούσες, με τις ένδικες εφέσεις τους αντίστοιχα, για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή τους, την εξαφάνιση των εκκαλουμένων αποφάσεων αντιστοίχως, την εκδίκαση των ανακοπών και των πρόσθετων λόγων της δεύτερης τούτων από το παρόν Δικαστήριο και την εν συνόλω παραδοχή τους αντιστοίχως.

  1. IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 του Συντάγματος και 2 παρ.1 και 2 του Ν.1406/1983 συνάγεται ότι διοικητικές διαφορές ουσίας, που η εκδίκαση τους υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων, είναι, κατά κύριο λόγο, εκείνες που πηγάζουν από πράξεις των οργάνων του δημοσίου και των, αναφερομένων στο άρθρο 106 ΕισΝΑΚ, ν.π.δ.δ., οι οποίες ενέχουν άσκηση δημόσιας εξουσίας, με προέχον δηλαδή στοιχείο την επιβολή της υπέρτερης μονομερούς βούλησης του Δημοσίου, χωρίς να αποκλείονται και εκείνες που προκύπτουν από υλικές ενέργειες των ιδίων οργάνων, όταν αυτές απορρέουν από την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών ή τελέστηκαν σε συνάρτηση προς την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή εξαιτίας τους και δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που έχει ενεργήσει εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών καθηκόντων του. (ΟλΑΠ 3/1994 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1525/ 2010 ΕλΔνη 2011, 435, ΑΠ 1161/2010 ΕΠολΔ 2010/700). Περαιτέρω, κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά, η υποκείμενη σχέση έχει αναδειχθεί ως επαρκές κριτήριο υπαγωγής της διαφοράς στα διοικητικά ή τα πολιτικά Δικαστήρια (Α.Ε.Δ. 5/1989, 1/1991, 2/1993, 18/1993 και 23/1999, ΣτΕ 962/2017, 5111/2012, 297/2011 και 3061/2008). Αν δηλαδή η αναφύουσα διαφορά πηγάζει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, τότε χαρακτηρίζεται, ως διοικητική, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων. Έτσι, οι διαφορές, που γεννώνται από τον πίνακα κατάταξης των δανειστών, κατά την διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης ή αναγκαστικής εκποίησης, υπάγονται στην δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων, εφόσον η υποκείμενη σχέση, που βασίζεται η εν λόγω διαδικασία, είναι δημοσίου δικαίου, ανεξαρτήτως αν η αναγγελθείσα προς κατάταξη απαίτηση, καθ’εαυτή, προέρχεται από σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου.

Περαιτέρω, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “……..”, που ιδρύθηκε με το ν.4748/1930 (Α`166) και αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950 (Α`252), που κυρώθηκε με το ν.1630/1951 (Α`8), μετετράπη με το άρθρο πρώτο (παρ.1) του ν.2688/1999 (Α`40) σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “…….” και διακριτικό τίτλο “……..”. Σύμφωνα με την ίδια διάταξη “………..” είναι ανώνυμη εταιρία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από τον παρόντα νόμο και τον κ.ν.2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν.2414/1996 (ΦΕΚ 135Α`) καθώς και του α.ν.1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν”.

Εξάλλου, με το άρθρο 3 του ν.2881/2001 για τη «ρύθμιση θεμάτων ανέλκυσης ναυαγίων και άλλες διατάξεις», ορίζεται στην παρ.1: «Ο κύριος ή ο εφοπλιστής πλοίου, το οποίο παραμένει στην περιοχή λιμένα, διώρυγας ή διαύλου και η όλη κατάστασή του δημιουργεί  κίνδυνο βύθισής του ή κίνδυνο στη ναυσιπλοΐα ή προσβάλλει ή απειλεί να προσβάλλει το περιβάλλον, υποχρεούται να το απομακρύνει εκτός λιμένα, διώρυγας ή διαύλου ή, αν επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να το εξουδετερώσει με οποιονδήποτε τρόπο σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις», στην δε παράγραφο 2 ότι: «Ο Οργανισμός προσκαλεί εγγράφως τον κύριο ή τον εφοπλιστή να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες, ορίζοντας εύλογη αρχική προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί τους δύο (2) μήνες και δηλώνοντας συγχρόνως, ότι σε διαφορετική περίπτωση θα αναλάβει να προβεί στην απομάκρυνση ή εξουδετέρωση του πλοίου με ευθύνη και με δαπάνες τους, οι οποίες σε περίπτωση μη άμεσης καταβολής, καταλογίζονται σε βάρος τους και εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις περί είσπραξης δημοσίων εσόδων». Ενώ, στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι: «Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του προηγουμένου άρθρου». Το προηγούμενο δε της εν λόγω διατάξεως άρθρο 2 του παραπάνω νόμου, ορίζει στην παράγραφο 5 αυτού ότι: «Αν η εκτέλεση των πράξεων αυτών από τον Οργανισμό κρίνεται, λόγω των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, αδύνατη ή απρόσφορη ή ασύμφορη, ο Οργανισμός μπορεί να εκποιήσει το ναυάγιο ή τμήματα αυτού, με ανοικτό πλειοδοτικό διαγωνισμό. Ο πλειοδότης υποχρεούται να ανελκύσει και απομακρύνει το ναυάγιο μέσα στην οριζόμενη στη διακήρυξη προθεσμία. Από την κατακύρωση και την καταβολή του τιμήματος, ο πλειοδότης θεωρείται ότι παραλαμβάνει το ναυάγιο, αποκτά την κυριότητά του ελεύθερη από κάθε δικαίωμα τρίτου και μπορεί, αν συντρέχει λόγος, να ζητήσει την καταχώριση περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης ή τη διαγραφή από το νηολόγιο. Για την καταχώριση ή τη διαγραφή δεν απαιτείται βεβαίωση του άρθρου 19 παρ.1 του ν.27/1975 (ΦΕΚ 77 Α΄) και το πιστοποιητικό του άρθρου 88 παρ.5 του Κ.Ν 792/1978 (ΦΕΚ 220 Α΄), όπως ερμηνεύτηκε αυθεντικά από το άρθρο 1 παρ.6 του ν.1711/1987 (ΦΕΚ 109 Α΄). Η κυριότητα του πλειοδότη τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση της μη εμπρόθεσμης ανέλκυσης και απομάκρυνσης του ναυαγίου. Η ανέλκυση και απομάκρυνση του ναυαγίου πιστοποιείται από τον Οργανισμό. Ο Οργανισμός αφαιρεί από το τίμημα τις δαπάνες εκποίησης, αυξημένες κατά ποσοστό 10% και καταθέτει το υπόλοιπο στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων υπέρ του κυρίου, ο οποίος και καλείται να παραλάβει το οικείο γραμμάτιο παρακαταθήκης. Για την κατάθεση ειδοποιείται η αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία, το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο, οι δανειστές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 και, αν είχε επιβληθεί αναγκαστική κατάσχεση στο ναυάγιο, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού. Στην τελευταία περίπτωση η κατάθεση γίνεται με τον όρο να αποδοθεί το τίμημα ύστερα από εντολή του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Με την επιφύλαξη της διάταξης του προηγουμένου εδαφίου, το τίμημα αποδίδεται στον κύριο μετά παρέλευση έξι(6) μηνών από την ημέρα που ο Οργανισμός θα δηλώσει ότι έγινε η ανέλκυση και απομάκρυνση του ναυαγίου. Μετά την παρέλευση έτους από την ημέρα αυτήν, ο Οργανισμός δικαιούται να αναλάβει το τίμημα, αν δεν ζητηθεί αυτό από τον κύριο ή δεν ασκήσουν δικαιώματα δανειστές». Και στο άρθρο 9, όπως η παράγραφος 2 αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 30 παρ. 2 του ν.3153/2003 (Α΄ 153): « 1. .… 2. Κατάσχεση, δήμευση, πλειστηριασμός, μεσεγγύηση, διαταγή μη μεταβολής της κατάστασης, υποθήκη, ενέχυρο, προνόμιο ή άλλο δικαίωμα δεν εμποδίζει τον κύριο ή άλλο κατά περίπτωση υπόχρεο να εκτελέσει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο νόμο αυτόν, ούτε τον Οργανισμό να ενεργήσει ό,τι προβλέπεται στο νόμο αυτόν…».

Εξάλλου, τα κοινόχρηστα πράγματα, στα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 967 του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α`164) και το άρθρο 22 του ν. 2971/2001 “Αιγιαλός, παραλία και άλλες διατάξεις” (Α`285), περιλαμβάνονται οι λιμένες, ανήκουν στη δημόσια κτήση και προορίζονται για την άμεση εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην κοινοχρησία τους, η διαχείριση τους δε αντιδιαστέλλεται προς την διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου και συνιστά άσκηση δημόσιας εξουσίας. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς, ο οποίος είχε ιδρυθεί και λειτουργούσε ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με βάση τις διατάξεις του ιδρυτικού του νόμου 4748/1930 και τις μετέπειτα, τροποποιήσεις του, μετατράπηκε μεν, με βάση τον προαναφερθέντα ν.2688/1999, σε ανώνυμη εταιρεία και έχει πλέον το χαρακτήρα και λειτουργεί ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, διατήρησε όμως και μετά την μετατροπή του αυτή την αρμοδιότητα των παραπάνω δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων και αυτά της αναγκαστικής εκποίησης και απομάκρυνσης ναυαγίων, επιβλαβών και επικινδύνων πλοίων, καθώς και άλλων πλωτών μέσων, από την περιοχή του Λιμένος Πειραιώς, προκειμένου, αφενός να εξασφαλισθεί ακώλυτα η ελεύθερη ναυσιπλοΐα και η εύρυθμη λειτουργία του λιμένα και αφετέρου να αποσοβηθεί ο κίνδυνος ρύπανσης του θαλάσσιου χώρου, λόγω της παρουσίας των ανωτέρω (ναυαγίων και άλλων επικινδύνων πλοίων) εντός των χώρων αυτού. Η ενάσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων εκ μέρους της ………., συνάπτεται με τον έλεγχο της προστασίας, εν γένει, του φυσικού περιβάλλοντος, που, κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος, υπάγεται και πρέπει να ασκείται από δημόσια αρχή. Ασκώντας, δηλαδή, τα προβλεπόμενα από τις προαναφερθείσες διατάξεις δικαιώματα της, η ως άνω εταιρεία ενεργεί ως ν.π.δ.δ. και έτσι ασκεί δημόσια εξουσία (Ολ ΣτΕ 1211/2010, ΑΠ 2029/2014,  ΣτΕ 112/2013).

  1. V. Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα των υπό κρίση ανακοπών, μετά των προσθέτων λόγων, αντίστοιχα, ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Πειραιά …….., συντάχθηκε κατόπιν της υπ’αριθμ. …../2012 έγγραφης δήλωσης-πρόσκλησης του ανακόπτοντος Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, προς την ανωτέρω συμβολαιογράφο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του Ν.2881/2001, προκειμένου να προβεί στην διανομή του τιμήματος, που επιτεύχθηκε από την αναγκαστική εκποίηση του Ε/Γ-ΟΓ πλοίου «Ν.», κατά τα προβλεπόμενα στις παρατιθέμενες στην μείζονα σκέψη διατάξεις του εν λόγω νόμου, με ανοικτό πλειοδοτικό διαγωνισμό, βάσει των οικείων πράξεων της «………», οι οποίες εκδόθηκαν για τον σκοπό αυτό καθορίζοντας αφενός το περιεχόμενο των προβλεπομένων ενεργειών απομάκρυνσης του ανωτέρω πλοίου, από την περιοχή του λιμένος Πειραιώς, αρμοδιότητας της, που θεωρήθηκε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3 του Ν.2881/2001, ως επικίνδυνο και επιβλαβές, δια της αναγκαστικής εκποίησης του και ακολούθως δημόσιας κατάθεσης του προϊόντος αυτής στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, μετά από αφαίρεση των δαπανών εκποίησης, αφετέρου δε την διανομή του υπολοίπου του τιμήματος εκ 750.673,77 ευρώ, δια της εντολής στην ανωτέρω συμβολαιογράφο, που είχε προηγουμένως ορισθεί υπάλληλος ματαιωθέντος πλειστηριασμού και παράδοσης σ’αυτήν του οικείου γραμματίου συστάσεως παρακαταθήκης, για την σύνταξη πίνακα κατάταξης δανειστών, δεδομένου ότι είχε επιβληθεί αναγκαστική κατάσχεση στο εκποιηθέν, κατά τον ανωτέρω ειδικό νόμο, πλοίο. Ενόψει των ρηθέντων στην μείζονα σκέψη, κατά την έκδοση των πράξεων αυτών, οι οποίες αφορούν τη διοίκηση του λιμένος Πειραιώς, ως δημοσίου κοινοχρήστου πράγματος και υπέρ των οποίων συντρέχει το τεκμήριο της νομιμότητας, εφόσον δεν ακυρωθούν ή δεν ανακληθούν, ο αρμόδιος Οργανισμός ασκεί δημόσια εξουσία, ενεργεί δηλαδή, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή του, ως διοικητική αρχή, η δε διαδικασία κατατάξεως των δανειστών στον προσβαλλόμενο πίνακα, αποτελεί τμήμα της όλης διαδικασίας της αναγκαστικής εκποίησης, κατ’εφαρμογή των διατάξεων του Ν.2881/2001 και όχι της αρξαμένης προηγουμένως αναγκαστικής εκτέλεσης δια της επιβολής της υφισταμένης κατάσχεσης και συνεπώς, οι διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την διαδικασία αυτή, περιλαμβανομένων και των διαφορών από τον επίδικο πίνακα κατατάξεως, ασχέτως αν οι αναγγελθείσες προς κατάταξη απαιτήσεις, καθ’εαυτές, προέρχονται από σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 18/93, ΣτΕ 5111/2102, 297/2011 και 3061/2008), υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών Δικαστηρίων, εισάγοντας περί την εκτέλεση διοικητικές διαφορές ουσίας, διότι απορρέουν από πράξεις της ανακόπτουσας, ήδη εκκαλούσας Ο.Λ.Π. Α.Ε., οι οποίες ενέχουν άσκηση δημόσιας εξουσίας και, συνεπώς, η υποκείμενη έννομη σχέση, που αποτελεί το θεμέλιο της αναγκαστικής εκποίησης, που διενεργήθηκε, είναι δημοσίου δικαίου και ουδόλως στηρίζεται η διαδικασία αυτή στον εκτελεστό τίτλο με υποκείμενη σχέση ιδιωτικού δικαίου, βάσει του οποίου είχε επιβληθεί η πρώτη αναγκαστική κατάσχεση στο εκποιηθέν πλοίο. Μήτε η σύνταξη του επίδικου πίνακα κατάταξης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που αφορούν την αναγγελία και την διανομή του πλειστηριάσματος, καθιστά τις ανακύψασες διαφορές ιδιωτικού δικαίου και αρμόδια τα πολιτικά Δικαστήρια, δεδομένου ότι ο εν λόγω πίνακας κατάταξης δεν αφορά διανομή πλειστηριάσματος, εφόσον δεν συντάχθηκε συνεπεία πλειστηριασμού του κατασχεθέντος πλοίου, βάσει της διαταγής πληρωμής Μον.Πρ.Πειρ. της επισπεύδουσας ………, ως εκτελεστού τίτλου, αλλά συνεπεία αναγκαστικής εκποίησης τούτου βάσει διοικητικών πράξεων της ………. και έτσι δεν αποτελεί τμήμα της διάφορης επισπευθείσας διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, ώστε να συνιστά κρίσιμο κριτήριο δικαιοδοτικής υπαγωγής των ένδικων διαφορών κατάταξης των δανειστών ο ανωτέρω εκτελεστός τίτλος, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι εκκαλούσες. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με τις εκκαλούμενες αποφάσεις του έκρινε ότι στερείται δικαιοδοσίας για την εκδίκαση των ανακοπών και των προσθέτων λόγων, εφόσον πρόκειται για διοικητικές διαφορές ουσίας, για τις οποίες αρμόδια είναι τα Διοικητικά Δικαστήρια και ακολούθως απέρριψε τις ασκηθείσες ανακοπές, καθώς επίσης και τους προσθέτους λόγους, ως απαράδεκτες, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εκκαλουσών, που διαλαμβάνονται στους συναφείς λόγους των εφέσεων τους, ως αβασίμων.
  2. VI. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν αυτές στο σύνολο τους, ως αβάσιμες κατ’ ουσίαν. Τέλος, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος κάθε εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, το σύνολο των δικαστικών εξόδων των αντίστοιχων εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος τους (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένων όμως κατ’άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και να διαταχθεί η εισαγωγή των κατατεθέντων αντίστοιχα από τις εκκαλούσες παραβόλων στο δημόσιο ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ). Παράβολο ερημοδικίας δεν ορίζεται, εφόσον δεν επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας (937παρ.1 αρ.2 ΚπολΔ, όπως ίσχυε, αναφορικά με την πρώτη έφεση και ισχύει, όσον αφορά την δεύτερη, με την αντικατάσταση της παραγράφου 1 με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 Ν.4335/2015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ       

Συνεκδικάζει τις ένδικες εφέσεις ερήμην των τετάρτου έως και δεκάτης ενάτης των εφεσιβλήτων της πρώτης έφεσης και των τρίτου έως και δεκάτης ογδόης των εφεσιβλήτων της δεύτερης τούτων και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και

Απορρίπτει κατ’ ουσίαν τις εφέσεις.

Επιβάλλει σε έκαστη των εκκαλουσών τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων της έφεσης της, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ για καθεμία.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των καταβληθέντων παραβόλων, που μνημονεύονται στο σκεπτικό.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις 31 Ιανουαρίου 2018.

 

 Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                        Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ