Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 69/2018

Αριθμός     69/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου φέρονται προς συζήτηση : α) η από 5-10-2015  (αριθμ. καταθ. …./2015) έφεση των : …….. και του ΝΠΙΔ με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΞ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ» β) η από 8-10-2015 (αριθμ. καταθ. …./2015) έφεση του ΝΙΠΙΔ με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΞ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ» κατά των : …….. γ) η από 14-10-2015 (αριθμ. καταθ. …./2015) έφεση του . ……………….. κατά των : …….. και δ) η από 16-10-2015 (αριθμ. καταθ. …/2015) έφεση του …… κατά των :  ……… και του ΝΠΙΙΔ με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ» η συζήτηση των οποίων (άνω εφέσεων) είχε ορισθεί αρχικώς για τη δικάσιμο της 12-5-2016 οπότε αναβλήθηκε  για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Οι κρινόμενες εφέσεις οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας υπ΄ αριθμ. 3146/2015 πρωτόδικης απόφασης, είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν καθόσον διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 παρ.1 και 3, 246 ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις του άρθρου 524 παρ. 1 και 3 σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 271 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι επί ερημοδικίας του εκκαλούντος κατά τη συζήτηση της κατ’ έφεση δίκης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση. Περαιτέρω, αν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή αν αυτός, ενόσω κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, δεν εμφανίσθηκε κατά τη συζήτηση ή εμφανισθείς δεν συμμετείχε σ’ αυτήν προσηκόντως, η έφεσή του απορρίπτεται κατ΄ουσίαν, χωρίς έρευνα του παραδεκτού της, καθώς τεκμαίρεται παραίτηση από το ένδικο μέσο (ΟλΑΠ16/1990 ΕλλΔνη1990.804).

Η κατά τα ανωτέρω απόρριψη της έφεσης λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ΄ουσίαν και όχι για τυπικό λόγο γιατί αν και στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται, ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής της (Ολ ΑΠ 16/1990 οπ., ΑΠ 1127/2013 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, η έφεση, εκδ. 2009, σελ. 415 επ.).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο εκκαλών στην υπο στοιχ.γ ΄ έφεση (δεύτερος εφεσίβλητος στην πρώτη έφεση και έκτος εφεσίβλητος στη δεύτερη έφεση) ……. δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο στην πιο πάνω δικάσιμο αν και όπως προκύπτει από την υπ΄αριθμ. .. ..΄/28-12-2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά, …….. που προσκομίζουν και επικαλούνται οι εφεσίβλητοι (στην υπο στοιχ.γ΄ έφεση) ακριβές αντίγραφο της από 14-10-2015 (με αριθμ.καταθ. …./ 2015) ως άνω υπό κρίση έφεσης του  κατά της με αριθμό 3146/ 2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα) με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 12-5-2016 κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα σ΄αυτόν (εκκαλούντα). Επομένως, πρέπει, σύμφωνα και με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε στην αρχή της παρούσας, να απορριφθεί η υπό κρίση τρίτη έφεση, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα των λόγων αυτής, να ορισθεί το παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (αρθρ. 501, 502 παρ.1 505 παρ.2 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που ο εκκαλών κατέθεσε, κατ` άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, όπως ήδη  ισχύει. Περαιτέρω, οι κρινόμενες τρείς ως άνω εφέσεις (υπό στοιχ. α΄, β΄και δ΄)  στρέφονται κατά της ίδιας με αριθμό 3146/ 2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα καθώς και από τη σύμβαση της ασφάλισής του (άρθρο 681 Α Κ.Πολ.Δ.), επί : 1) της από 4- 9-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./ 2014 αγωγής και 2) της από 13- 10-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../ 2014 ανακοίνωσης δίκης- προσεπίκλησης και παρεμπίπτουσας αγωγής αντιμωλία των διαδίκων, έχουν δε ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 19, 31 παρ. 1 και παρ. 3, 495 παρ.1, 511, 513 παρ. 1 περ.β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και παρ. 2 ΚΠολΔ) ερήμην του δεύτερου εφεσίβλητου . ……………….. και του ιδίου έκτου εφεσίβλητου στις υπό στοιχ. α΄και β΄ εφέσεις αντίστοιχα, ο οποίος, όπως προκύπτει από τις υπ΄αριθμ. .. Β΄και ….΄/ 28-12-2015 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά, ……… που προσκομίζουν και επικαλούνται οι εκκαλούντες στην πρώτη έφεση και οι ίδιοι ως εφεσίβλητοι επισπεύδοντες στη δεύτερη έφεση αντίστοιχα, ακριβές αντίγραφο των από 5-10-2015 και από 8-10-2015 ως άνω υπό στοιχ. α΄και β΄ ένδικων εφέσεων κατά της με αριθμό 3146/2015 ίδιας ως ανωτέρω οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 12-5-2016 οπότε η συζήτηση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον ανωτέρω εφεσίβλητο . ………………… Ο τελευταίος όμως δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου. Ωστόσο η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών σύμφωνα με τα άρθρα  271 και 524 παρ.4 εδ. α` του ΚΠολΔ, (βλ. Σαμ.Σαμουήλ, η έφεση κατά τον ΚΠολΔ έκδ. 2003 παρ.1078 έως 1080 σελ.406,407,  ΕφΑθ 3212/2004 ΕλλΔνη 2005.558,  ΕφΑΘ 4804/2006, ΕλλΔνη 2007.06, ΕφΑΘ 242/2001, ΕλλΔνη 2002.815). Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση  (άρθρ. 524 παρ. 1 και 2, 532 και 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).Οι ενάγοντες στην ως άνω πρώτη αγωγή (με αριθμ. καταθ. …./ 2014) εξέθεσαν ότι κατά τον αναφερόμενο σε αυτή τόπο και χρόνο και υπό τις περιγραφείσες σε αυτή συνθήκες, από αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου ….. ., που οδηγούσε την υπ’ αρ. κυκλοφορίας ……. δίκυκλη μοτοσυκλέτα, ιδιοκτησίας του δεύτερου εναγομένου ……, που δεν ήταν ασφαλισμένη για την αστική κάλυψη των προς τρίτους ζημιών, προκλήθηκε τροχαίο ατύχημα, συνεπεία του οποίου τραυματίστηκε θανάσιμα ο ………. που οδηγούσε την υπ. αριθμ. κυκλ. ………. δίκυκλη μοτοσικλέτα ιδιοκτησίας του.Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησαν, όπως παραδεκτά στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου περιόρισαν το αίτημα αυτής (άρθρα 223, 224 ΚΠολΔ),να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι είναι υποχρεωμένοι να τους καταβάλουν ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας τα εξής ποσά : α) στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 347.900,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από το θάνατο του υιού της …………., με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, άλλως εφάπαξ το ποσό των 153.500,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και 450,00 ευρώ μηνιαίως με το νόμιμο τόκο από 01-07-2014 έως 01-07-2050, τα δε άνω ποσά των μηνιαίων παροχών από την επόμενη ημέρα καθυστέρησης της οφειλής μέχρι την εξόφληση, β)  στους δεύτερη (γιαγιά), τρίτο (παππούς), τέταρτη (προγιαγιά)  και πέμπτο (προπάππους), των εναγόντων το ποσό των 60.000,00 ευρώ στον καθένα με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και γ) στην έκτη ενάγουσα (μνηστή του θανόντος) το ποσό των 80.000,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ζήτησαν ακόμη να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να διαταχθεί η προσωπική κράτηση των πρώτου και δεύτερου των εναγομένων και να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά τους έξοδα. Περαιτέρω, το ανακοινώσαν δίκη- προσεπικαλούν- παρεμπιπτόντως ενάγον ΝΠΙΔΔ με την επωνυμία «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων»  στην ως άνω προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή (με αριθμ.εκθ.καταθ. …../ 2014) ανέφερε ότι οι ενάγοντες της ανωτέρω κύριας αγωγής, έχουν εναντίον των καθών η ανακοίνωση δίκης – καθών η προσεπίκληση- παρεμπιπτόντως εναγομένων, αλλά και εναντίον του ιδίου λόγω της ιδιότητας του ζημιογόνου οχήματος ως ανασφάλιστου, τις αξιώσεις αποζημίωσης και καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης που αναφέρονται στην αγωγή τους και ότι το ίδιο, μετά την καταβολή της αιτούμενης από εκείνους αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, θα υποκατασταθεί εκ του νόμου σε όλα τα εκ του ατυχήματος δικαιώματά τους έναντι των υπόχρεων – παρεμπιπτόντως εναγομένων. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημά του σε αναγνωριστικό (άρθρο 223 ΚΠολΔ), να παρέμβουν οι καθών στην κύρια εκκρεμή δίκη, άλλως να αναγνωριστεί ότι υποχρεούνται οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι, να του καταβάλουν ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας, όποιο ποσό  (κεφάλαιο, τόκους και έξοδα) υποχρεωθεί το ίδιο να καταβάλει στους ενάγοντες της ως άνω κύριας  αγωγής, νομιμοτόκως από την καταβολή του.Ζήτησε επίσης να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί κατά του πρώτου παρεμπιπτόντως εναγομένου προσωπική κράτηση ενός έτους και να καταδικασθούν οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.  Επί των παραπάνω αγωγών που συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, Α) Ως προς την κύρια αγωγή : αφού απέρριψε ως αόριστο το αίτημα της πρώτης ενάγουσας για εφάπαξ καταβολή του αιτούμενου ποσού για στέρηση υπηρεσιών κατά το χρονικό διάστημα από την 01-07-2014 μέχρι και την 01-07-2050 και εξέτασε το επικουρικό της αίτημα για επιδίκαση αποζημίωσης λόγω στέρησης υπηρεσιών σε μηνιαίες δόσεις κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή ως προς τους τέταρτη και πέμπτη των εναγόντων, προγιαγιά και προπαππού του θανόντος, απέρριψε ως μη νόμιμα τα παρεπόμενα αγωγικά αιτήματα περί της κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και της απαγγελίας προσωπικής κράτησης (μετά τον περιορισμό του αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό), δέχθηκε εν μέρει την ένσταση συνυπαιτιότητας που προέβαλαν ο πρώτος και το τρίτο των εναγομένων, απέρριψε ως μη νόμιμη την ένσταση του τρίτου εναγομένου περί περιορισμού της ευθύνης του και εκτός των άλλων, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς τους λοιπούς ενάγοντες και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, α) στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 72.800,00 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι και την εξόφληση και το ποσό των 280,00 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 01-07-2014 μέχρι 01-09-2014 καταβλητέα εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας παροχής μέχρι την εξόφληση, β) σε καθένα από τους δεύτερη και τρίτο των εναγόντων το ποσό των 20.000,00 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι και την εξόφληση και γ) στην έκτη ενάγουσα το ποσό των 20.000,00 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι και την εξόφληση Β) Ως προς την παρεμπίπτουσα αγωγή : δέχθηκε αυτήν ως βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση των παρεμπιπτόντως εναγομένων, ευθυνόμενων εις ολόκληρον ο καθένας, να καταβάλουν στο παρεμπιπτόντως ενάγον, τα ως άνω χρηματικά ποσά που θα υποχρεωθεί αυτό να καταβάλει στους ενάγοντες της κύριας ως άνω αγωγής, πλέον τόκων και εξόδων, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής τους μέχρι την εξόφληση. Κατά της ως άνω απόφασης παραπονούνται οι εκκαλούντες με τις παραπάνω κρινόμενες εφέσεις τους, για τους λόγους που αναφέρουν σε αυτές και που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση, άλλως τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης.Κατά το άρθρο 932 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού αναιρετικά ανέλεγκτα δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υποχρέου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών (ΑΠ 222/2014, ΑΠ179/2014  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, κατά το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν προσδιορίζεται η έννοια του όρου “οικογένεια του θύματος”, προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικά τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος από τη φύση του υφίσταται κατ’ ανάγκη τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή όμως έννοια της διάταξης, που απορρέει από το σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος που δοκιμάστηκαν ψυχικά από την απώλειά του και στην ανακούφιση του ψυχικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη, αδιαφόρως αν συζούσαν μεταξύ τους ή διέμεναν χωριστά. Με την έννοια αυτή οι μεν αγχιστείς πρώτου βαθμού (πεθερός, πεθερά, γαμπρός, νύφη), περιλαμβάνονται στην οικογένεια του θύματος, ενώ οι αγχιστείς πέραν του πρώτου βαθμού, όπως είναι ο προπαππούς και η προγιαγιά του θανόντος δεν περιλαμβάνονται. Το πόρισμα αυτό ενισχύεται από τις διατάξεις των άρθρων 57 εδ. 2 και 59 ΑΚ, που εγγύτερα προσεγγίζουν το ζήτημα και με τις οποίες καθορίζονται περιοριστικά τα πρόσωπα που δικαιούνται να ζητήσουν την προστασία της προσωπικότητας προσώπου που πέθανε και την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Είναι δε τα πρόσωπα αυτά ο σύζυγος, οι κατιόντες, οι ανιόντες, οι αδελφοί και οι κληρονόμοι τους από διαθήκη.Στην οικογένεια, όμως, του θύματος περιλαμβάνεται και η μνηστή αυτού, ήτοι εκείνη που συνδέεται με το θύμα με σύμβαση για μελλοντικό γάμο, δηλαδή μνηστεία, η οποία καταρτίζεται με αμοιβαία υπόσχεση των μελλονύμφων για την τέλεση γάμου (ΑΠ 995/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), Επομένως, ο προσδιορισμός, τελικώς, από το δικαστήριο, των συγκεκριμένων εναγόντων, ως ανηκόντων στον κύκλο των προστατευομένων αγαθών ή υποκειμενικών δικαιωμάτων και η αντίστοιχη νομιμοποίηση τους, θα κριθεί με βάση την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ. και ειδικώς με βάση την προαναφερθείσα έννοια της “οικογένειας” όπως προσδιορίζεται αποκλειστικώς από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, κατά την αντίστοιχη ερμηνεία της ίδιας διάταξης που προαναφέρθηκε (Ολ.ΑΠ 10/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μόνο δε στην περίπτωση εκείνη που αμφισβητηθεί, στη συνέχεια, μια από τις πιο πάνω συγγενικές ιδιότητες, όσο έχει σχέση με την ύπαρξη ή την εγκυρότητα της σχέσης εκείνης, από την οποία προέρχεται η ιδιότητα αυτή (π.χ η ύπαρξη ή όχι γάμου ή συγγενικής σχέσης γονέα και τέκνου), τότε πλέον καθίσταται αναγκαία η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13, 14, 17-24 του ΑΚ (κατά περίπτωση), για να κριθεί, αναλόγως, το εάν ο ενάγων έχει τελικώς την ιδιότητα του συζύγου ή του τέκνου” του πατέρα ή του παππού του θανατωθέντος.Η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης στα δικαιούμενα αυτά πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, της ύπαρξης, κατ’ εκτίμηση του δικαστή της ουσίας, μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών, είτε κάποιων, είτε κάποιου από αυτούς, από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποίησης (ΑΠ Ολ. 21/2000 ΑΠ 442/2017, ΑΠ 652/ 2014, ΑΠ 1503/ 2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ).Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 928 ΑΚ, σε περίπτωση θανατώσεως προσώπου, ο υπόχρεος πρέπει ν` αποζημιώσει εκείνον ο οποίος κατά το νόμο είχε το δικαίωμα ν` απαιτήσει από το θύμα παροχή υπηρεσιών. Τέτοια υποχρέωση παροχής υπηρεσιών έχει, κατά το άρθρο 1508 ΑΚ, το τέκνο, εφόσον αποτελεί μέλος του οίκου των γονέων του και ανατρέφεται απ` αυτούς, οπότε υποχρεούται να παρέχει, για τη διοίκηση του οίκου ή την άσκηση του επαγγέλματος τους, υπηρεσίες ανάλογες με τις δυνάμεις του και τις βιοτικές συνθήκες του ίδιου και της οικογενείας του. Είναι αδιάφορο αν το τέκνο είναι ανήλικο ή όχι, αρκεί να μην εμποδίζεται η ανατροφή και εκπαίδευση του. Για τον καθορισμό του ποσού της αποζημιώσεως αυτής λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές συνθήκες κατά το χρόνο θανατώσεως του υπόχρεου, αλλά και εκείνες που ανάγονται στο μέλλον, αποκαθίσταται δε μόνον η δαπάνη των υπηρεσιών αυτών, υπολογιζόμενη τουλάχιστον με την απαιτούμενη δαπάνη για την πρόσληψη μιας υποκατάστατης δυνάμεως, ήτοι με το ποσό που απαιτείται να δαπανηθεί για την αναπλήρωση τους, χωρίς ν` απαιτείται να έχει προσληφθεί για το σκοπό αυτόν άλλο πρόσωπο (ΑΠ 1433/79 ΝοΒ 28.1038, ΕφΑθ 2844/91, αδημ., ΕφΑθ 7334/89, ΕΣυγκΔ 1993. 222). Ως προς τη μελλοντική ζημία του δικαιούχου πρέπει να σημειωθεί ότι οφείλεται αποζημίωση για τη στέρηση υπηρεσιών του θύματος στο μέλλον, αν με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, καθώς και με βάση την υπάρχουσα κατάσταση κατά τον χρόνο του θανάτου, είναι δυνατόν να γεννηθεί αξίωση παροχής υπηρεσιών από τον υπόχρεο στο εγγύς μέλλον και αν είναι εφικτός ο προσδιορισμός της εκτάσεως της αποζημιώσεως αυτής, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως (ΕφΠειρ 1199/87 ό.π., Γεωργιάδης, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, Ειδικό ενοχικό IV, στο άρθρο 928 αριθ. 43). Αν όμως η ζημία των γονέων δεν είναι απλώς μέλλουσα, αλλά η πραγμάτωση τους εξαρτάται από αστάθμητους παράγοντες που είναι απλώς ενδεχόμενο να επέλθουν στο μέλλον (π.χ. αν το τέκνο θα παντρευόταν και θα δημιουργούσε δική του οικογένεια μακριά από τον πατρικό οίκο), τότε στο πρόσωπο των γονέων δεν γεννάται αξίωση αποζημιώσεως από τη θανάτωση του τέκνου (Κρητικός, ό.π., αρ. 544.195). Η διάρκεια δηλαδή της υποχρεώσεως του τέκνου για την παροχή υπηρεσιών εξαρτάται από την προβλεπτή εξέλιξη των πραγμάτων και την πιθανότητα αναλόγως και με τις κρατούσες κοινωνικά οικονομικές συνθήκες, για τη διακοπή παροχής υπηρεσιών λόγω αυτοτελούς οικονομικής δραστηριότητος του τέκνου (ΕφΘεσ 1506/ 2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κρητικός, ό.π. 417.161). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 928, 929 και 930 παρ. 1 του ΑΚ, προκύπτει, ότι, σε περίπτωση αδικοπραξίας από την οποία προκαλείται βλάβη της υγείας ή του σώματος του παθόντος παρέχεται η δυνατότητα στον τελευταίο να ασκήσει αγωγή για την επιδίωξη αποκατάστασης και μελλοντικής ζημίας του, έστω και αν ακόμη δεν έχει επέλθει η τελευταία και δεν έχει πληρωθεί ο ένας από τους όρους του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, αρκεί να έχει τεθεί το θεμέλιο και να μη εξαρτάται παρά μόνο από περιστάσεις που με βεβαιότητα θα προκύψουν στο μέλλον. Η κρίση για την βεβαιότητα αυτή δεν συνδέεται με το έννομο συμφέρον του ενάγοντος ή με την νομιμότητα της αγωγής, αλλά αφορά την ουσιαστική βασιμότητα της τελευταίας. Η ως άνω, αποζημίωση, όταν αφορά περιοδικές παροχές από την απώλεια εισοδημάτων, καταβάλλεται σε χρηματικές δόσεις κατά μήνα. Όταν, όμως, συντρέχει σπουδαίος λόγος η αποζημίωση μπορεί να καταβληθεί σε κεφάλαιο εφάπαξ. Τέτοιος σπουδαίος λόγος θεωρείται, ότι υπάρχει όταν η εφάπαξ καταβολή μπορεί να εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα του δικαιούχου της αποζημιώσεως ή όταν υπάρχουν δυσμενείς προσωπικοί ή οικονομικοί λόγοι στην πλευρά του υπόχρεου (ΑΠ 625/2010, ΑΠ 1232/2008, ΑΠ 676/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Με το άρθρο 1 παρ. 4 της 2ης Οδηγίας του Συμβουλίου της 30-12-1983 «Για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων (84/5/ΕΟΚ) ορίζεται ότι «κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό αποστολή του οποίου είναι να  αποκαθιστά τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης της  υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες  που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων  ή για το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1». Στα πλαίσια του Ελληνικού Δικαίου για το ζήτημα τούτο είχε ήδη προβληθεί στα άρθρα 16 επ. του ν. 489/1976,  που κωδικοποιήθηκε με το ΠΔ 237/1986, καθώς ιδρύθηκε το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων, και συντετμημένα «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ» το οποίο τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργού Ανάπτυξης, εδρεύει στην Αθήνα και διέπεται από τις διατάξεις του άνω νόμου. Ωστόσο, σύμφωνα με τη διατύπωση της διάταξης της ανωτέρω Οδηγίας αυτή αφορά μόνο στην περίπτωση της οδήγησης αυτοκινήτου από ανασφάλιστο όχημα ή όχημα αγνώστων στοιχείων, όχι και στην περίπτωση της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του ασφαλιστή ή της πτωχεύσεώς  του, η επέκταση δε του θεσμού του Ε.Κ και στις περιπτώσεις αυτές έγινε με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. δ του ν 489/1976 κατ’ επιλογήν του έλληνα νομοθέτη. Εξάλλου, σύμφωνα με την Οδηγία του Συμβουλίου της 24-4-1972 «περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής» (72/166  ΕΟΚ) προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ. 1 εκτός ότι «κάθε κράτος μέλος λαμβάνει … όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη η σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφός του να καλύπτεται από ασφάλιση». Η υποχρέωση αυτή καλύπτεται με την πρόβλεψη της υποχρεωτικής κάλυψης με ασφάλιση, της έναντι τρίτων αστικής ευθύνης (άρθρα 2 ε Π.Δ. 237/1986) καθώς και με την πρόβλεψη ποινικής και  διοικητικής ευθύνης του οδηγού σε περίπτωση οδήγησης ανασφάλιστου αυτοκινήτου. Με το άρθρο τέταρτο του ν. 4092/2012 τροποποιήθηκαν διατάξεις του ΠΔ 237/1986 και ειδικότερα με το στοιχείο γ΄ του ως άνω άρθρου, αντικαταστάθηκε το άρθρο 19 παρ. 2 ΠΔ 237/1986, το οποίο πλέον προβλέπει μεταξύ άλλων α) ότι η αποζημίωση που καταβάλλει το Ε.Κ. για χρηματικές ικανοποιήσεις λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των 6.000 ευρώ για κάθε δικαιούχο και β) ότι η αποζημίωση, στην περίπτωση  πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του ασφαλιστή ή τέλος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής εταιρείας, το συνολικό ποσό για την αποζημίωση από το Ε.Κ καταβάλλεται όχι ολόκληρο, αλλά με βάση τα ποσοστά όπου η ίδια διάταξη λεπτομερώς ορίζει. Ο ποσοτικός αυτός περιορισμός κατά την αιτιολογική έκθεση θεσπίστηκε από το νομοθέτη, προκειμένου το ΕΚ να εξακολουθήσει να εξυπηρετεί τον κoινωνικό σκοπό για τον οποίο συνεστήθη. Όμως η διάταξη αυτή είναι αντίθετη: α) με τα άρθρα 4 παρ. 1  και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού με αυτή αναγνωρίζεται υπέρ του Ε.Κ.  ευνοϊκή  μεταχείριση, ενώ τίθεται σε δυσμενέστερη θέση έναντι αυτού ο άλλος διάδικος, β) με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, αφού δεν προκύπτει ότι υφίσταται λόγος δημοσίου συμφέροντος, που να καθιστά συνετή τη διαφοροποίηση αυτή, γ) με τη διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου Πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΕΔΑ, ενόψει ότι γίνεται προσβολή της περιουσίας του ζημιωθέντος- διαδίκου χωρίς να γίνεται επίκληση σοβαρού λόγου δημοσίου συμφέροντος δ) με την ήδη και συνταγματικώς κατοχυρωμένη (αρ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος) αρχή της  αναλογικότητας, η οποία υπαγορεύει την τήρηση της αναλογίας ανάμεσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και τα μέσα, που χρησιμοποιούνται, προδήλως δε προβάλλεται στην προκειμένη περίπτωση. Τούτο δε, γιατί και αν θεωρηθεί ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι η προστασία του Επικουρικού Κεφαλαίου, το ποσό της αποζημίωσης  μειωμένο κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 19 ΠΔ 237/1986 από εκείνο που υποχρεούταν να καταβάλει ο οφειλέτης ιδιώτης, δεν είναι αναλογικό και ε) με την αρχή της ισότητας, όπως αυτή προστατεύεται από το άρθρο 4 του Συντάγματος, καθώς επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παρ, 1 του άρθρου 19 του π.δ 237/1986, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το ν. 4092/2012, δηλαδή στις περιπτώσεις όπου ο οδηγός του ζημιογόνου οχήματος παραμένει άγνωστος και όπου το ζημιογόνο όχημα είναι εξ αρχής ανασφάλιστο, με την περίπτωση γ της ίδιας παραγράφου, δηλαδή όταν το ζημιογόνο όχημα ήταν μεν ασφαλισμένο, αλλά η ασφαλιστική εταιρεία στην οποία ήταν αυτό ασφαλισμένο πτώχευσε, ή εις βάρος της εκτέλεσης απέβη άκαρπη ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης  ένεκα παραβάσεως νόμου. Η εφαρμογή της διατάξεως αυτής έχει ως αποτέλεσμα ότι, όταν το Δικαστήριο επιδικάσει αποζημίωση υπέρ παθόντος εξαιτίας ατυχήματος από όχημα το οποίο υπάγεται στην περίπτωση γ (ανάκληση αδείας κλπ), θα υποχρεώσει τον οδηγό του ζημιογόνου οχήματος να καταβάλει ιδίαις δαπάναις και με προσωπική του κράτηση λόγω της αδικοπραξίας, τη διαφορά που θα προκύψει από την εφαρμογή της ποσοστώσεως υπέρ του Ε.Κ. Ετσι, τίθεται αναιτιολογήτως σε δυσμενέστερη μοίρα ο επιμελής ιδιοκτήτης και οδηγός του ζημιογόνου οχήματος, ο οποίος εφρόντισε να ασφαλίσει το όχημά του και μετά ταύτα έπαυσε ισχύουσα η ασφάλισή του για τους παραπάνω λόγους, έναντι του αμελούς οδηγού, ο οποίος ουδέποτε ασφάλισε το ζημιογόνο όχημα. Η ίδια ρύθμιση θέτει σε δυσμενέστερη θέση τον ασφαλισμένο για τον οποίον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της περ. 8, σε σχέση με τον ασφαλισμένο για τον οποίον δεν ετέθη θέμα πτωχεύσεως κλπ της ασφαλιστικής του εταιρείας και ο οποίος απολαύει ακωλύτως των εκ της ασφαλίσεως ευεργετημάτων, χωρίς να αιτιολογείται για ποιο λόγο συντρέχει αυτή η διαφοροποίηση μεταξύ των πρακτικά  ομοίων περιπτώσεων ασφαλισμένων, η διαφορά των οποίων συνίσταται μόνο  στην, λόγω δυσμενών συγκυριών, ανατροπή των εκ της ασφαλίσεως αποτελεσμάτων, την οποία υφίσταται ανυπαιτίως ο συναλλασσόμενος της περ. γ΄ του παραπάνω νόμου. Εξάλλου, η ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ του Ε.Κ δεν δικαιολογείται από λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, αλλά αντιτίθεται σ’ αυτό, καθώς δημιουργεί κοινωνική ανισότητα, όπως προπεριγράφηκε. Άλλωστε, ούτε από την αιτιολογική έκθεση του νόμου 4092/2012, όπως μεταξύ άλλων αναφέρεται «γίνεται προσπάθεια να διασφαλισθεί η ομαλή λειτουργία του Επικουρικού Κεφαλαίου επιχειρώντας να σταθμιστούν οι υποχρεώσεις του χωρίς να διακινδυνεύει η οικονομική του θέση, λόγω ακριβώς του ιδιαίτερου επικουρικού του σκοπού» προκύπτει οποιοσδήποτε λόγος κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι «επικουρικότητα» δεν σημαίνει εν μέρει ικανοποίηση του δικαιούχου, αλλά (πλήρη) αποζημίωση όταν δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα ικανοποίησης του δικαιούχου, ή η δυνατότητα αυτή, κατά την αντίληψη του νομοθέτη δεν προσφέρει ελπίδες επιτυχίας. Υπό τα ως άνω, η προαναφερόμενη ρύθμιση εξυπηρετεί το  απλό ταμειακό συμφέρον του ΕΚ, το οποίο δεν ταυτίζεται με το δημόσιο ή το γενικό συμφέρον και ουσιαστικώς  επιχειρείται να καλυφθεί η αδυναμία ή η απροθυμία ουσιαστικού και συνεχούς ελέγχου στην ασφαλιστική αγορά που  τελικώς καταλήγει σε επιβράβευση των παρανομιών των ασφαλιστικών εταιρειών ή φυσικών προσώπων οδηγών αυτοκινήτων στερώντας από το συνεπή και νομοταγή οδηγό την ασφαλιστική κάλυψη, που λόγω της συνεχούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του, ανέμενε και δικαιούται να έχει, με αποτέλεσμα η ρύθμιση αυτή να έρχεται σε αντίθεση και με το κοινό περί δικαίου αίσθημα (βλ  ΕφΠειρ 463/ 2015,  Εφ Πειρ 568/ 2015 Εφ  Ιωαννίνων 345/2013 αντιθ. Εφ Πειρ 593/ 2014, ΕφΠειρ 603/ 2014  Εφ Δωδ 201/29-10-2003, Εφ Πειρ 286/2013, ΕφΘεσ 1161/ 2014  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Με το τέταρτο άρθρο του Ν. 4092/2012 τροποποιήθηκαν διατάξεις του ΠΔ 237/1986 και ειδικότερα με το στοιχείο γ΄ του ανωτέρω άρθρου αντικαταστάθηκε το άρθρο 19 § 2 ΠΔ 237/1986, το οποίο πλέον προβλέπει μεταξύ άλλων ότι η αποζημίωση που καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο για χρηματικές ικανοποιήσεις λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των 6.000 ευρώ για κάθε δικαιούχο. Η ανωτέρω ρύθμιση είναι ανίσχυρη κατ’ άρθρο 288 της συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω της ευθείας αντίθεσης της προς το άρθρο 1 παρ. 4 της Δεύτερης Οδηγίας του Συμβουλίου της 30-12-1983 «για την προσέγγιση των νομοθετών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων» (84/5/ΕΟΚ) που ορίζει ότι: «κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίο είναι να αποκαθιστά, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρεωτικής ασφάλισης τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παρ. 1» και ο οποίος οργανισμός έχει ήδη προβλεφθεί στην εσωτερική νομοθεσία με τα άρθρα 16 επ. του ν. 489/1976, με τα οποία ιδρύθηκε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων». Είναι ευθέως δε αντίθετη η ανωτέρω διάταξη προς εκείνη την Οδηγία που προαναφέρθηκε, αφού περιορίζεται στο ποσό των 6.000 ευρώ της αξίωσης κατά το Επικουρικό Κεφάλαιο για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, ήτοι κάτω από το ελάχιστο όριο της οικείας ασφαλιστικής κάλυψης, ενώ, κατά την ανωτέρω Οδηγία, η οποία, λόγω του παραπάνω σαφούς περιεχόμενου της έχει άμεση εφαρμογή, η αξίωση αυτή κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τα ελάχιστα αυτά όρια της ασφαλιστικής κάλυψης. Εξάλλου και η διάταξη του εδ. στ περ. 3 του Ν. 4092/2012 που ορίζει ότι: «η ρύθμιση της παρούσας παραγράφου καταλαμβάνει και τις ήδη γεγενημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου …..», είναι ανεξαρτήτως των ανωτέρω ανίσχυρη, επειδή, καταργώντας, ενόψει του παραπάνω περιεχομένου της, αναδρομικά και τις υφιστάμενες δηλ. κατά την έναρξη της ισχύος του Ν. 4092/2012, λόγω επισυμβάντος μέχρι τότε τροχαίου ατυχήματος, ενοχικές αξιώσεις, όπως σύμφωνα με τα όσα εκτίθενται στην κρινόμενη αγωγή και οι ένδικες έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο έχει κυρωθεί μαζί με την Σύμβαση με το ν.δ. 53/1974, με υπερνομοθετική κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ισχύ, καθόσον στην περιουσία που προστατεύεται από τα παραπάνω άρθρα περιλαμβάνονται πλην άλλων και οι απλώς γεγενημένες κατά το εθνικό δίκαιο περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία δικαστικής ικανοποίησης τους, βάσει του ισχύοντος πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικού καθεστώτος, ενώ παράλληλα δεν συντρέχουν λόγοι γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος ή ωφέλειας που να δικαιολογούν την παραπάνω αναδρομική κατάργηση, όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ. Και τούτο διότι, αν ως δημόσια ωφέλεια νοείται η θέση του Επικουρικού Κεφαλαίου, η διασφάλιση δηλαδή της ομαλής λειτουργίας του, με την στάθμιση των υποχρεώσεων του, χωρίς να διακινδυνεύει η οικονομική του υπόσταση, με τις παραπάνω διατάξεις του Ν. 4092/2012, αναιρείται η ίδια η λειτουργία του, αφού τούτο δεν θα καταβάλει πλέον παρά μόνο ελάχιστο μέρος των αποζημιώσεων των παθόντων σε τροχαία ατυχήματα, με αποτέλεσμα να καταργούνται δικαιώματα αυτών που κατ` επίφαση ο εν λόγω νόμος ήθελε να προστατεύσει. Επίσης και η διάταξη του εδ. στ` περ. 5 του παραπάνω νόμου που ορίζει ότι: «οι τόκοι που στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου υποχρεούται να καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση με επιτόκιο έξι (6%) ετησίως» είναι ανίσχυρη λόγω της αντίθεσης της με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού αναγνωρίζει ευνοϊκή μεταχείριση υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου, σε σχέση με τα λοιπά πρόσωπα ως προς το επιτόκιο που αυτά πληρώνουν, μεταξύ των οποίων και οι παθόντες τροχαίων ατυχημάτων, 6 § 1 της ΕΣΔΑ, αφού σύμφωνα με τα όσα έχουν προεκτεθεί, δεν υφίστανται λόγοι δημοσίου συμφέροντος που να καθιστούν ανεκτή την παραπάνω διαφοροποίηση, καθόσον το απλό ταμειακό συμφέρον του Επικουρικού Κεφαλαίου που εξυπηρετεί, δεν ταυτίζεται με το γενικό ή δημόσιο συμφέρον, ούτε συνιστά τέτοιο λόγο δημοσίου συμφέροντος το ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο, που είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του κράτους, αφού σύμφωνα με τα όσα έχουν προεκτεθεί, ενέχουν προσβολή της περιουσίας του παθόντος-δανειστή, του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς συνδρομή λόγου δημοσίου συμφέροντος και 25 § 1 του Συντάγματος και την αρχή της αναλογικότητας που αυτό κατοχυρώνει, καθόσον, τούτο δεν ισχύει για το σύνολο των εξεταζόμενων διατάξεων, τα ανωτέρω μέτρα που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου, δεν είναι αναγκαία, αλλά ούτε και πρόσφορα για την προστασία αυτού και την αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, αφού το ανωτέρω επιδιωκόμενο αποτέλεσμα θα μπορούσε να επιτευχθεί με μέτρα χωρίς κόστος για τους ασφαλισμένους, όπως με την αποτελεσματική προληπτική επιτήρηση και τον έλεγχο των ασφαλιστικών εταιρειών αλλά και τη μέριμνα για την εξάλειψη ή ελαχιστοποίηση των οχημάτων που κυκλοφορούν ανασφάλιστα (βλ. σχετ. αποφάσεις ΕΔΔΑ της 22-05-2007 αρ. προσφυγής …../06 στην υπόθεση ….. κατά της Ελλάδος ΝοΒ 56.136 για την παραπάνω έννοια της αναγκαιότητας, ως ενός από τα τρία κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας, ολΑΠ 6/2009 ΕλλΔνη 50.91 και ΑΕΔ 5/2006 ΕλλΔνη 2007.379 επ., ως προς την αντισυνταγματικότητα της τοκοφορίας απαιτήσεων σε βάρος του Δημοσίου σε ύψος 6% ετησίως). Η παραδοξότητα της ανωτέρω νομοθετικής ρύθμισης και τα άτοπα τα οποία συνεπάγεται, καθίστανται εμφανή αφού η ρύθμιση αυτή στερεί ουσιαστικά την ασφαλιστική κάλυψη από τον ιδιοκτήτη κτλ αυτοκινήτου, ακόμη και τη μοναδική ίσως περίπτωση του οδηγικού του βίου, που θα προκαλούσε ατύχημα, παρά το γεγονός ότι συμμορφούμενος με άλλη νομοθετική ρύθμιση κατέβαλε, συνεπέστατα, σε ολόκληρο τον παραπάνω βίο του, το σύνολο των ασφαλίστρων στις ασφαλιστικές εταιρείες, ένα μέρος των οποίων κατέληγε στο Επικουρικό Κεφάλαιο, για να τύχει της αναμενόμενης κάλυψης όταν θα προκαλούσε ατύχημα. Έτσι εμφανίζεται το παράδοξο να υποχρεώνεται με ένα νόμο ο πολίτης να καταβάλει τα ασφάλιστρα, για να τύχει ασφαλιστικής κάλυψης και με άλλο νόμο, χωρίς να καταργείται η παραπάνω υποχρέωση του, να στερείται, παρά το ότι ανταποκρίθηκε στην ανωτέρω υποχρέωση του, την ασφαλιστική κάλυψη που του υποσχέθηκαν και επομένως με τον τρόπο αυτό επιβραβεύεται η αδυναμία ή η απροθυμία να ασκηθεί έλεγχος στην ασφαλιστική αγορά. Πρόκειται, λοιπόν, για νομοθετική ρύθμιση, η οποία στερώντας από τον συνεπή οδηγό την ασφαλιστική κάλυψη που λόγω της συνεχούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του, ανέμενε και δικαιούται, μετατρέπει ουσιαστικά το ασφάλιστρο σε φόρο και μη ανταποδοτικό τέλος υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου και η οποία ρύθμιση, παρά την αντίθεση της προς τις παραπάνω υπερνομοθετικές διατάξεις, έρχεται για το λόγο αυτό σε αντίθεση και με το περί δικαίου αίσθημα, μη δυνάμενη, επομένως και από το λόγο αυτό να τύχει εφαρμογής και από το Δικαστήριο  τούτο (για όλα τα ανωτέρω βλ.ολΑΠ 3, 4 και 5/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Η ως άνω κύρια αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο είναι ορισμένη πλην του αιτήματος της πρώτης ενάγουσας για εφάπαξ καταβολή του αιτούμενου ποσού για στέρηση υπηρεσιών κατά το χρονικό διάστημα από την 01-07-2014 μέχρι και την 01-07-2050 το οποίο απορριπτέο τυγχάνει ως αόριστο καθόσον η ενάγουσα δεν προσδιορίζει συγκεκριμένα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ή πραγματικά περιστατικά που να θεμελιώνουν την επικαλούμενη αφερεγγυότητα των εναγομένων ώστε να καθιστούν αναγκαία την εφάπαξ καταβολή της αιτούμενης αποζημίωσης κατά τη διάταξη του άρθρου 930 παρ.1 του ΑΚ σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και όσα αντίθετα ισχυρίζεται αυτή (πρώτη ενάγουσα) με σχετικό λόγο της έφεσής της απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα.Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν με επιμέλεια των εναγόντων και των εναγομένων αμφοτέρων των αγωγών ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, την χωρίς όρκο κατάθεση του δευτέρου κυρίως παρεμπιπτόντως εναγομένου, η οποία περιέχεται επίσης στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του άνω Δικαστηρίου, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ΄αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς, από την επισκόπηση των φωτογραφιών η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, από τις τυχόν ομολογίες των διαδίκων, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στα Καμίνια Πειραιά, στις 08.04.2014 και περί ώρα 13:15, ο …. .., υιός της πρώτης ενάγουσας, εγγονός της δεύτερης και τρίτου εκ των εναγόντων και μνηστήρας της έκτης ενάγουσας, οδηγώντας την υπ’ αριθμ. κυκλ. ….. δίκυκλη μοτοσικλέτα ιδιοκτησίας του, μάρκας SUZUKI, κυβισμού 1.000 κ.εκ., κινούνταν επί της οδού Ερμουπόλεως με κατεύθυνση από την οδό Δωδεκανήσου προς το Υπουργείο Μεταφορών. Η οδός αυτή είναι μονόδρομος με μια λωρίδα κυκλοφορίας, έχει πλάτος 6,00 μ. και διασταυρώνεται με την οδό Θήρας, η οποία είναι και αυτή μονόδρομος (κάθοδος) με μία λωρίδα κυκλοφορίας. Το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας σε αμφότερες τις ως άνω οδούς είναι 50 χλμ για τα ΙΧΕ αυτοκίνητα και 40 χλμ για τα δίκυκλα μοτοποδήλατα. Τη στιγμή που ο οδηγός της υπ’ αριθμ. κυκλ. …….. δίκυκλης μοτοσικλέτας κινούταν στο ύψος της διασταύρωσης της οδού Ερμουπόλεως με την οδό Θήρας, ο πρώτος εναγόμενος, ………, στερούμενος άδειας ικανότητας οδήγησης και οδηγώντας την υπ’ αριθμ. κυκλ. ……. δίκυκλη μοτοσικλέτα, μάρκας HONDA, κυβισμού 50 κ.εκ., ιδιοκτησίας του δεύτερου εναγομένου, ………., η οποία δεν ήταν ασφαλισμένη για την έναντι τρίτων ευθύνη από αυτοκίνητα, κινούταν επί της οδού Θήρας, ανερχόμενος παράνομα αυτήν και επιχειρώντας να εισέλθει παράνομα στη οδό Ερμουπόλεως, εκτέλεσε αντικανονικά δεξιά στροφή, προκειμένου να συνεχίσει και πάλι αντίθετα την πορεία του στην ως άνω οδό. Μάλιστα, ο τελευταίος εισερχόμενος παράνομα στη διασταύρωση των ως άνω οδών δεν μείωσε την ταχύτητα με την οποία κινούταν, αλλά συνέχισε την πορεία του με αποτέλεσμα να συγκρουστεί το εμπρόσθιο τμήμα της δίκυκλης μοτοσικλέτας του με την αριστερή πίσω ρόδα της δίκυκλης μοτοσικλέτας που οδηγούσε ο ……… Ο τελευταίος, λόγω της αιφνίδιας και απροειδοποίητης παρεμβολής της υπ’ αριθμ. κυκλ. …….. δίκυκλης μοτοσικλέτας, στον άξονα πορείας της αντίρροπα κινούμενης δίκυκλης μοτοσυκλέτας του, δεν κατέστη δυνατό να τροχοπεδήσει ή να εκτελέσει αποφευκτικό ελιγμό, παρά το γεγονός ότι το πλάτος της οδού Ερμουπόλεως του επέτρεπε να πράξει κάτι τέτοιο. Εξ αιτίας δε της σφοδρότητας της σύγκρουσης η δίκυκλη μοτοσικλέτα που οδηγούσε ο ……… εκτράπηκε από την πορεία της προς τα αριστερά, προσέκρουσε σε κολώνα ηλεκτροφωτισμού της ΔΕΗ και εκσφενδονίστηκε τελικά σε απόσταση 40 μ. από το σημείο της πρόσκρουσης. Ο οδηγός της, ………, εκτινάχθηκε από τη μοτοσικλέτα και χτύπησε στην κολώνα ηλεκτροφωτισμού της ΔΕΗ, με αποτέλεσμα να υποστεί βαρείες κακώσεις κεφαλής, θώρακος και αριστερού κάτω άκρου, εξ αιτίας των οποίων απεβίωσε αμέσως μετά τη διακομιδή του στο ΓΝΠ «ΤΖΑΝΕΙΟ». Τα παραπάνω αποδεικνύονται τόσο  από  την  ένορκη  κατάθεση  ενώπιον του ακροατηρίου της αυτόπτου μάρτυρος ……. όσο και από την από 23.09.2014 έκθεση ένορκης εξέτασης της ως μάρτυρα, καθώς και από την από 08.04.2014 ένορκη εξέταση του αυτόπτου μάρτυρα, …….., συνοδηγού στην ακολουθούσα μοτοσικλέτα. Δεν αποδεικνύεται εξάλλου ο ισχυρισμός των εναγομένων, ότι η ζημιογόνος δίκυκλη μοτοσικλέτα προπορευόταν της δίκυκλης μοτοσικλέτας που οδηγούσε ο θανών, η οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, στη συνέχεια επέπεσε στο πίσω μέρος της μοτοσικλέτας που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος, καθώς κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής στην περίπτωση αυτή το σώμα του θανόντος θα είχε εκτοξευθεί προς τα μπροστά και όχι προς τα αριστερά, όπως συνέβη. Επιπλέον στην περίπτωση αυτή τόσο ο οδηγός της προπορευόμενης μοτοσικλέτας όσο και το ίδιο το όχημα θα είχαν υποστεί λόγω της σφοδρότητας της πρόσκρουσης σοβαρές σωματικές και υλικές βλάβες αντίστοιχα. Αντίθετα σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του πρώτου εναγομένου εκείνος ουδεμία σωματική βλάβη υπέστη, ενώ από την επισκόπηση των φωτογραφιών, που προσκόμισε και επικαλείται ο πρώτος εναγόμενος, αποδεικνύεται ότι η υπ’ αριθμ. κυκλ. ……… δίκυκλη μοτοσικλέτα φέρει στο οπίσθιο τμήμα της σημάδια συνήθους φθοράς λόγω χρήσης, και ουχί σημάδια που οφείλονται σε προηγηθείσα πρόσκρουση. Επισημαίνεται δε ότι τα ανωτέρω έρχονται σε αντίθεση με όσα αναγράφονται στην έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος και στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα του Τμήματος Τροχαίας Πειραιά, σύμφωνα με τα οποία η μοτοσικλέτα που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος κινούταν επί της οδού Ερμουπόλεως, προπορευόμενη της μοτοσικλέτας του θανόντος. Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται από την από 24.09.2014 Έκθεση Συμπληρωματικής Αυτοψίας της Τροχαίας Πειραιά, οι αναφερόμενες στα ανωτέρω δημόσια έγγραφα υλικές ζημίες των εμπλακέντων οχημάτων καθώς και οι κατευθύνσεις αυτών καταγράφηκαν κατά δήλωση του πρώτου εναγόμενου, …….. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι ο οδηγός της υπ’ αριθμ. κυκλ. …… δίκυκλης μοτοσικλέτας, ……., ο οποίος κινούνταν σύννομα στην πορεία του επί της οδού Ερμουπόλεως με κανονική για τις περιστάσεις ταχύτητα, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων, δεν μπορούσε να προβλέψει, ακόμα και με επίδειξη άκρας επιμέλειας και προνοητικότητας ότι ο πρώτος εναγόμενος θα κινούταν αντικανονικά στην οδό Θήρας, ανερχόμενος αυτήν και επιχειρώντας να στρίψει παράνομα προς τα δεξιά με κατεύθυνση προς την οδό Ερμουπόλεως, προκειμένου να συνεχίσει να κινείται αντικανονικά στην ως άνω οδό. Λόγω δε του ότι ο ……..παρεμβλήθηκε αιφνίδια και από πολύ μικρή απόσταση στην πορεία του οχήματος που οδηγούσε ο …….., ο τελευταίος δεν είχε δυνατότητα να εκτελέσει επιτυχή αποφευκτικό ελιγμό ή να τροχοπεδήσει. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, που εξετάστηκε με επιμέλεια των εναγομένων, και ενισχύεται από την υπ’ αρ. πρωτ. …../27.06.2014 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής του Ιατροδικαστή Α’ Τάξης, …… Προϊσταμένου της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιά, ο οδηγός της υπ’ αριθμ. κυκλ. ……. μοτοσικλέτας, ……., δεν φορούσε το επιβεβλημένο από τον Κ.Ο.Κ. προστατευτικό κράνος, το οποίο θα τον είχε, κατά τα διδάγματα δε της κοινής πείρας και λογικής, με βεβαιότητα προστατεύσει από τον θανάσιμο τραυματισμό του. Η πιο πάνω παράλειψη του ……….. συνδέεται αιτιωδώς με το θάνατο του και κατά συνέπεια ο ίδιος συνετέλεσε στο επελθόν αποτέλεσμα σε ποσοστό 20%, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με το να δεχθεί τα ίδια ως άνω πραγματικά περιστατικά, με την ίδια αιτιολογία και την συνυπαιτιότητα κατά ποσοστό 20% του θανόντος στη επέλευση του θανάτου του, κάνοντας εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη την εκ μέρους των εναγομένων – εκκαλούντων προταθείσα πρωτοδίκως και στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας ένσταση συνυπαιτιότητας (άρθρο 300 ΑΚ), ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων ως αβάσιμων κατόπιν αυτού, των υποστηριζόντων τα αντίθετα σχετικών λόγων των κρινόμενων υπό στοιχ. β ΄(με αριθμ.καταθ…../ 2015) και δ΄ (με αριθμ.καταθ. …../ 2015) εφέσεων.Στη συνέχεια από τα ίδια ως ανω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο θανών ………., ηλικίας κατά το χρόνο του θανάτου του 26 ετών, ήταν το μοναδικό τέκνο της πρώτης ενάγουσας (η οποία από αρκετά έτη είναι διαζευγμένη με τον πατέρα του θανόντος), εγγονός της δεύτερης και τρίτου εκ των εναγόντων και μνηστήρας της έκτης. Ο αποβιώσας, πριν ένα χρόνο από το θάνατό του είχε αρραβωνιαστεί με την έκτη ενάγουσα και σύντομα επρόκειτο να παντρευτούν, απορριπτομένων ως αβάσιμων των αντίθετων ισχυρισμών των εναγομένων περί μη ύπαρξης μνηστείας. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και τα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με τους σχετικούς λόγους των υπό στοιχ. β΄ (με αριθμ.καταθ…./ 2015) και δ΄ (με αριθμ.καταθ. …./2015) εφέσεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι ο θανατωθείς ηλικίας 26 ετών όπως προαναφέρθηκε, εργαζόταν ως ιδιωτικός υπάλληλος στην εταιρεία με την επωνυμία « ………..», η οποία είχε την εκμετάλλευση μηχανουργείου και λάμβανε μηνιαίες αποδοχές ποσού 900,00 ευρώ (βλ.σχετ. αποδείξεις πληρωμής των ετών 2013 και 2014 που επικαλείται και προσκομίζει η πρώτη ενάγουσα). Ενόψει δε της ηλικίας του και της καλής του υγείας ο θανών πιθανολογείται ότι θα ζούσε κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων μέχρι τα 75 έτη. Ο θανών αποδείχθηκε ότι συνοικούσε με την μητέρα του – πρώτη ενάγουσα και συνεισέφερε στις ανάγκες του οίκου τους καταβάλλοντας μηνιαία το ποσό των 350,00 ευρώ, ενώ η πρώτη ενάγουσα ηλικίας 42 ετών δεν εργαζόταν και ασχολείτο με τις σχετικές οικιακές εργασίες (καθαρισμό της οικίας, προετοιμασία γευμάτων, αγορά τροφίμων, πλύσιμο, σιδέρωμα κλπ) οι οποίες αποτιμώνται στο ποσό των 250,00 ευρώ. Αποδείχθηκε δε ότι ο θανών θα συνήπτε γάμο με την μνηστή του – έκτη ενάγουσα . ……………….. , τον Αύγουστο του έτους 2014 και επομένως θα παρείχε τις ως άνω υπηρεσίες του στην μητέρα του – πρώτη ενάγουσα μέχρι τον Αύγουστο του έτους 2014, χρόνο σύναψης γάμου του θανόντος με την έκτη ενάγουσα. Συνεπώς η πρώτη ενάγουσα στερήθηκε των υπηρεσιών του θανόντος υιού της για 2 μήνες δηλαδή από την 01-07-2014 μέχρι την 01-09-2014 και για το λόγο αυτό πρέπει να της επιδικασθεί το ποσό των 350,00 ευρώ μειωμένο κατά το ποσοστό συνυπαιτιότητας του παθόντος, ήτοι το ποσό των 280,00 ευρώ (350,00 – 20%), καταβλητέο εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, για το χρονικό διάστημα των 2 μηνών με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της καθυστέρησης κάθε ποσού μέχρι την εξόφληση. Επίσης, εξαιτίας της ένδικης ως άνω σύγκρουσης καταστράφηκε ολοσχερώς η υπ αριθμ. κυκλ. …….. δίκυκλη μοτοσυκλέτα ιδιοκτησίας του θανόντος, η οποία ήταν εργοστασίου κατασκευής SUZUKI, τύπου GSXR κυβισμού 1.000 κ.εκ., που πρωτοκυκλοφόρησε στις 10-01-2006 (βλ. σχετ. προσκομιζόμενη  άδεια κυκλοφορίας) και κατά το χρόνο της σύγκρουσης βρισκόταν σε καλή κατάσταση και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας η αξία αυτής ανερχόταν στο ποσό των 7.000,00 ευρώ. Λόγω δε της σύγκρουσης η ως άνω δίκυκλη μοτοσυκλέτα υπέστη ολική καταστροφή καθόσον έχει μεταβληθεί η κατασκευαστική της δομή και δεν είναι πλέον τεχνικά δυνατή η αποκατάσταση των βλαβών και η επισκευή της. Επομένως, η πρώτη ενάγουσα ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του θανόντος κατά ποσοστό ½ , ζημιώθηκε εξαιτίας της ολοσχερούς καταστροφής της δίκυκλης μοτοσικλέτας ιδιοκτησίας του τέκνου της κατά το ποσό των 3.500 ευρώ ( 7.000 ευρώ Χ ½ ) σύμφωνα με την κληρονομική της μερίδα. Το ποσό αυτό πρέπει να μειωθεί κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητας (20%) του οδηγού της ανω μοτοσυκλέτας, οπότε η συνολική αποκαταστατέα ζημία της πρώτης ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των 2.800,00 ευρώ (3.500,00 – 20%).  Επίσης αποδείχθηκε ότι η παραχώρηση της χρήσης της υπ΄αριθμ. κυκλοφορίας ……. δίκυκλης μοτοσυκλέτας από τον …… στον ……………….. είχε χαρακτήρα εντελώς ευκαιριακό και περιστασιακό και αποσκοπούσε στο να διευκολυνθεί ο πρώτος στα πλαίσια της εργασίας του. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που για όλα τα ανωτέρω δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με τους σχετικούς λόγους των υπό στοιχ. β΄(με αριθμ.καταθ…../2015) και δ΄ (με αριθμ.καταθ. …./2015 ) εφέσεων, απορριπτέα κρίνονται ως αβάσιμα.Περαιτέρω, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες συνέβη το επίδικο τροχαίο, του βαθμού του πταίσματος του υπαίτιου οδηγού, του βαθμού συνυπαιτιότητας του θανόντος, της έντασης και τον ψυχικό πόνο που υπέστησαν και θα υφίστανται στο μέλλον οι ενάγοντες συγγενείς του θανόντος καθώς και η μνηστή του, της ηλικίας των τελευταίων και του θανόντος, του βαθμού συγγενείας τους με τον θανόντα, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων φυσικών προσώπων  (ολΑΠ 13/02, ΑΠ 8/09, ΑΠ 298/09, ΑΠ 44/09  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ), πλην του τρίτου εναγομένου Επικουρικού Κεφαλαίου, η ευθύνη του οποίου είναι εγγυητική, καθώς και τις εν γένει ως άνω περιστάσεις όπως εκτιμώνται με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής (ΑΠ 433/2008, ΑΠ 195/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης, που κρίνεται εύλογο και δίκαιο, λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν, πρέπει να οριστεί στο ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000,00) ευρώ για τη μητέρα του θανόντος (πρώτη ενάγουσα), στο ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000,00) ευρώ σε καθένα από τους δεύτερη και τρίτο των εναγόντων (γιαγιά και παππού του θανόντος) και στο ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000,00) ευρώ για την έκτη ενάγουσα (μνηστή του θανόντος). Τα ποσά αυτά κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου είναι δίκαια και εύλογα (βλ ΑΠ 433/08, ΑΠ 1779/08, ΑΠ 635/07 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή, ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκείμενης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (αρθρ . 25§1 του Συντάγματος και 2, 9§2 και 10§2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, εξειδικεύεται με την ανωτέρω διάταξη του αρθ. 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (βλ. και ολΑΠ 6/2009, ΑΠ 79/2010, ΑΠ 123/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Συνακόλουθα, η εκκαλούμενη απόφαση που δέχθηκε ότι το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης που δικαιούνται λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν, πρέπει να οριστεί στο ποσό των 70.000,00 ευρώ για τη πρώτη ενάγουσα, στο ποσό των 20.000,00 ευρώ σε καθένα από τους δεύτερη και τρίτο των εναγόντων και στο ποσό των 20.000,00 ευρώ για την έκτη ενάγουσα, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, κατά μερική παραδοχή των συναφών λόγων των υπό στοιχ. β΄και δ΄ ως άνω εφέσεων.Ως προς δε τη δεύτερη συνεκδικαζόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή που άσκησε το ΝΠΙΔ με την επωνυμία « ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΞ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», σε βάρος του οδηγού της ζημιογόνου μοτοσυκλέτας με αριθμό κυκλοφορίας …… μάρκας HONDA, …… και του ιδιοκτήτη και κατόχου αυτής, ………….. αποδείχθηκε ότι η ως άνω μοτοσυκλέτα δεν ήταν ασφαλισμένη για τις έναντι τρίτων αστική του ευθύνη. Συνεπώς, το παρεμπιπτόντως ενάγον Επικουρικό Κεφάλαιο, μετά την καταβολή της ανωτέρω αποζημίωσης που επιδικάσθηκε κατά τα ανωτέρω, στους κυρίως ενάγοντες, θα υποκατασταθεί κατ΄άρθρο 19 παρ.4 ν. 489/ 1976 στα δικαιώματα αυτού έναντι του υπόχρεου οδηγού του ζημιογόνου οχήματος- παρεμπιπτόντως πρώτου εναγομένου και του υπόχρεου ιδιοκτήτη- κατόχου του ως ανω οχήματος – παρεμπιπτόντως δεύτερου εναγομένου, οι οποίοι αναγνωρίζεται ότι θα υποχρεωθούν να καταβάλουν στο παρεμπιπτόντως ενάγον τα ως άνω ποσά που αυτό (Επικουρικό Κεφάλαιο) θα υποχρεωθεί να καταβάλει στους κυρίως ενάγοντες με την ως άνω κύρια αγωγή, πλέον τόκων και εξόδων, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της καταβολής τους μέχρι την εξόφληση, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Ως εκ τούτου, η εκκαλούμενη απόφαση που δέχθηκε ως βάσιμη κατ’ ουσίαν την παρεμπίπτουσα αγωγή, δεν έσφαλε και οι περί του αντιθέτου σχετικοί λόγοι της υπό στοιχ. δ΄ (αριθμ.καταθ. …/2015) έφεσης του Επικουρικού Κεφαλαίου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος για έρευνα στις κρινόμενες εφέσεις, πρέπει : 1) η από 14-10-2015 (αριθμ. καταθ. …/2015)  έφεση να απορριφθεί, να ορισθεί το παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως από τον εκκαλούντα ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που ο εκκαλών κατέθεσε, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι δεν επιβάλλονται σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, ελλείψει σχετικού αιτήματος των τελευταίων (άρθρ. 106 σε συνδ. με άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ)  2) η από 5-10-2015 (αριθμ.καταθ. …/2015) έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη,  να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας σε περίπτωση ασκήσεως από τον δεύτερο εφεσίβλητο ανακοπής ερημοδικίας, να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα του πρώτου και του τρίτου των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης που οι εκκαλούντες κατέθεσαν και 3) οι από 8-10-2015 (αριθμ.καταθ. …/ 2015) και από 16-10-2015 (αριθμ.καταθ. …/ 2015) εφέσεις να γίνουν τυπικά και κατ΄ουσίαν δεκτές, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος  που δέχθηκε εν μέρει την από 4-9-2014 (αριθμ.καταθ…../2014) αγωγή  και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται, εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, το ποσό των 70.000,00 ευρώ στην πρώτη ενάγουσα, το ποσό των 20.000,00 ευρώ στη δεύτερη ενάγουσα, το ποσό των 20.000,00 ευρώ στον τρίτο ενάγοντα και το ποσό των 20.000,00 ευρώ στην έκτη ενάγουσα.Κατά το μέρος δε που εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να κρατηθεί και να δικαστεί κατ’ ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο και να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη η ως άνω αγωγή και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται, να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, τα εξής ποσά :  α) στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 50.000,00 ευρώ (ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης) στο οποίο όμως για το ενιαίο της εκτέλεσης θα συνυπολογιστεί και το ποσό των 2.800,00 ευρώ, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας, που αφορά κεφάλαιο που έμεινε αλώβητο, ήτοι το συνολικό ποσό των 52.800,00 ευρώ (50.000,00 + 2.800,00), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και το ποσό των 280,00 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 01-07-2014 μέχρι 01-09-2014 (κεφάλαιο που επίσης έμεινε απρόσβλητο) καταβλητέο εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας παροχής μέχρι την εξόφληση  β) σε καθένα από τους δεύτερη και τρίτο των εναγόντων το ποσό των 15.000,00 ευρώ και γ) στην έκτη ενάγουσα το ποσό των 15.000,00 ευρώ, όλα δε αυτά τα ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τα δικαστικά δε έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας τους και να επιβληθεί σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων κάθε ενάγοντος (άρθρα 183, 178 παρ. 1, 180 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.  Επίσης, ως προς την από 13-10-2014 (αριθμ.καταθ…../ 2014) παρεμπίπτουσα αγωγή πρέπει αυτή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και να αναγνωριστεί η υποχρέωση των παρεμπιπτόντως εναγομένων, ευθυνόμενων εις ολόκληρον ο καθένας, να καταβάλουν στο παρεμπιπτόντως ενάγον, όλα τα ως άνω χρηματικά ποσά που θα υποχρεωθεί αυτό να καταβάλει στους κυρίως ενάγοντες της ως άνω κύριας αγωγής, πλέον τόκων και εξόδων, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής τους μέχρι την εξόφληση και να επιβληθούν  σε βάρος των παρεμπιπτόντως εναγομένων τα δικαστικά έξοδα του παρεμπιπτόντος ενάγοντος, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό. Τέλος πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους άνω εκκαλούντες των παραβόλων άσκησης έφεσης, που αυτοί κατέθεσαν, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει  τις :  Α) από 5-10-2015  (αριθμ.καταθ…../2015)  Β) από 8-10-2015 (αριθμ.καταθ…../ 2015)  Γ) από 14-10-2015 (αριθμ.καταθ. …./ 2015) και Δ) από 16-10-2015 (αριθμ.καταθ. …./ 2015) εφέσεις.Ως ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΠΟ 14-10-2015 (ΤΡΙΤΗ ) ΕΦΕΣΗΔικάζει ερήμην του εκκαλούντος.

Ορίζει το παράβολο άσκησης ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα ( 250,00) ευρώ.

Απορρίπτει την έφεση.

ΚΑΙ

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των αριθ. ………./ 2015 παραβόλων άσκησης έφεσης που κατέθεσε ο εκκαλών, ποσού διακοσίων (200,00 ) ευρώ.

Συνεκδικάζοντας, όπως προαναφέρθηκε, τις λοιπές ως άνω τρεις εφέσεις, ερήμην του δεύτερου εφεσίβλητου (στην πρώτη έφεση), ερήμην του έκτου εφεσίβλητου (στη δεύτερη έφεση) και κατ΄αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Δέχεται τυπικά αυτές.

ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΠΟ 5-10-2015 ( ΠΡΏΤΗ ) ΕΦΕΣΗ

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00 ) ευρώ.

Απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα του πρώτου και του δεύτερου των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ για τον κάθε  (α΄+β΄) εφεσίβλητο.

Δέχεται κατ΄ουσίαν τις από 8-10-2015 και από 16-10-2015 (δεύτερη και τέταρτη) εφέσεις

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ στην περίπτωση ασκήσεως εκ μέρους του έκτου εφεσίβλητου (στη δεύτερη έφεση) ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας.

Εξαφανίζει την υπ΄αριθμ. 3146/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο καθώς και από τη σύμβαση της ασφάλισής του) κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό της παρούσας μέρος.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της ουσίας κατά το ως άνω μέρος που εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

Δέχεται εν μέρει την από 4- 9-2014 (αριθμ.καταθ. …./2014) αγωγή και την από 13-10-2014 (αριθμ.καταθ……/2014) παρεμπίπτουσα αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται, να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας α) στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των πενήντα δύο χιλιάδων οκτακοσίων (52.800,00) ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και το ποσό των διακοσίων ογδόντα (280,00) ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 01-07-2014 μέχρι 01- 09-2014, καταβλητέο εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας παροχής μέχρι την εξόφληση  β) σε καθένα από τους δεύτερη και τρίτο των εναγόντων το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000,00) ευρώ και γ) στην έκτη ενάγουσα το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000,00) ευρώ, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Επιβάλλει μέρος των δικαστικών εξόδων των ανωτέρω εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σε βάρος των εναγομένων τα οποία ορίζει : α) για την πρώτη ενάγουσα στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1500,00) ευρώ β) για τη δεύτερη και τον τρίτο των εναγόντων στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450,00) ευρώ και γ) για την έκτη ενάγουσα στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450,00) ευρώ.Αναγνωρίζει την υποχρέωση των παρεμπιπτόντως εναγομένων, ευθυνόμενων εις ολόκληρον ο καθένας, να καταβάλουν στο παρεμπιπτόντως ενάγον, τα παραπάνω χρηματικά ποσά που θα υποχρεωθεί αυτό να καταβάλει στους κυρίως ενάγοντες της ως άνω από 4-9-2014 (αριθμ.καταθ……/2014) κύριας αγωγής, πλέον τόκων και εξόδων, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής τους μέχρι την εξόφληση.

Επιβάλλει σε βάρος των παρεμπιπτόντως εναγομένων τα δικαστικά έξοδα του παρεμπιπτόντως ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.

ΚΑΙ

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες των υπ΄ αριθμ. …….Διπλότυπο είσπραξης (της από 8-10-2015 έφεσης) και ……….2015 (της από 16-10-2015 έφεσης) αντίστοιχα, παραβόλων άσκησης έφεσης που κατέθεσαν αυτοί, ποσού διακοσίων (200,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  29 Ιανουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων   δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

H  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ