Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 64/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   64/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά το άρθρο 528 εδαφ. α ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 § 2 Ν. 3994/2011, ισχύει δε και μετά το Ν. 4335/2015, η έφεση του ερημοδικασθέντος πρωτοδίκως διαδίκου, ως λειτουργικό υποκατάστατο της (καταργημένης) αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, επιφέρει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους τυχόν πρόσθετους λόγους της και την αναδίκαση της υπόθεσης από το εφετείο, το οποίο μετατρέπεται ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 546/2014, ΑΠ 907/2014, πρώτη δημοσίευση αμφοτέρων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 829/2008, ΝοΒ 2008/1457, ΑΠ 1015/2005, Δνη 2005/1100, ΤριμΕφΠειρ. 197/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Κεραμέας, Ένδικα Μέσα, 2007, σελ. 66 επομ.), προκειμένου ο εκκαλών να δυνηθεί να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως και να επανορθώσει με την έφεση τις συνέπειες, που ενδεχομένως επέφερε η απουσία του (ΑΠ 446/2007, ΤριμΕφΠειρ. 59/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ερήμην απόφασης καταρχήν αρκεί η τυπική παραδοχή της εφέσεως ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσας και δεν προηγείται έρευνα της βασιμότητας των λόγων της (ΑΠ 1906/2008, ΝοΒ 2009/927, ΑΠ 884/2007, ΧρΙΔ 2008/52, ΤριμΕφΠειρ. 27/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 933/2011, ΕΔΠ 2011/143) ούτε απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος από αυτούς (ΑΠ 2150/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2012, ΝοΒ 2013/132, ΤριμΕφΠειρ. 195/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την επέλευση, όμως, του δικονομικού αυτού αποτελέσματος προϋποτίθεται, πρώτον, ότι οι λόγοι της έφεσης είναι λυσιτελείς (Γ. Αποστολάκης, Η αποδεικτική διαδικασία μετά την άσκηση της έφεσης κατ’ ερήμην αποφάσεως, σε ΑρχΝ 2009/35 επομ.), ορισμένοι (ΤριμΕφΑθ. 4634/2009, Δνη 2010/1054, ΕφΑθ. 6525/2005, Δνη 2006/1482) και νόμιμοι (ΤριμΕφΠειρ. 557/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΘεσ. 52/2012, Δνη 2013/1036), αφού σε κάθε αντίθετη περίπτωση η έφεση απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξαφανίζεται (ΤριμΕφΛαρ. 145/2014, Δικογραφία 2014/707, ΕφΑθ. 1600/2004, Δνη 2004/1078, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, § 228δ, σελ. 104, Β. Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, 2015, αρ. 2099, σελ. 524) και, δεύτερον, ότι ο εκκαλών εναγόμενος, που δικάστηκε ερήμην στην πρωτοβάθμια δίκη είτε αρνείται με την έφεσή του την ιστορική βάση της αγωγής που έγινε δεκτή λόγω του τεκμηρίου ομολογίας της, που συνήχθη από την απουσία του, όπως εν προκειμένω, είτε, όπως συνέβαινε υπό το προ του Ν. 3994/2011 ισχύον καθεστώς της μονομερούς συζητήσεως υποθέσεων αρμοδιότητας του μονομελούς πρωτοδικείου, προσβάλλει την εκκαλουμένη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τα πραγματικά περιστατικά της εναντίον του αγωγής, που εκδικάστηκε σαν να ήταν και αυτός παρών και έγινε δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη, οπότε η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και εξαφανίζεται ως προς όλες τις διατάξεις της που βλάπτουν τον εκκαλούντα (ΑΠ 985/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), προκειμένου να θεωρηθούν παραδεκτοί οι ισχυρισμοί του ερημοδικασθέντος  εκκαλούντος και να ερευνηθούν από το εφετείο. Αντιθέτως, αν ο εναγόμενος που ερημοδικάστηκε, χωρίς να αρνείται την ιστορική βάση της, επικαλείται με την έφεσή του είτε (αοριστία ή άλλο) απαράδεκτο είτε νομική αβασιμότητα της εναντίον του αγωγής, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ερευνά τη βασιμότητα των ισχυρισμών αυτών, χωρίς να εξαφανίσει προηγουμένως την εκκαλουμένη απόφαση (ΕφΑθ. 5998/2007, Δνη 2009/235, ΕφΑθ. 9960/2005, Αρμ. 2007/379), αφού τότε η εξαφάνισή της δεν είναι απαραίτητη για να ανατραπεί το τεκμήριο ομολογίας (ΤριμΕφΔωδ. 15/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ούτε για να θεωρηθούν παραδεκτοί οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος, αφού δεν αντιφάσκουν προς αυτό. Το ίδιο συμβαίνει όταν ο ερημοδικασθείς πρωτοδίκως εναγόμενος, χωρίς να αμφισβητεί τα πραγματικά περιστατικά των οποίων έγινε στην αγωγή επίκληση, προτείνει ενστάσεις καταλυτικές των αξιώσεων του ενάγοντος που επιδικάστηκαν (ΤριμΕφΛαρ. 145/2014, ο.π., ΕφΑθ. 6525/2005, ο.π., ΕφΑθ. 2439/2002, Δνη 2002/1480, ΕφΑθ. 7321/2001, Δνη 2002/495). Στις περιπτώσεις αυτές η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μόνον αν κριθεί βάσιμος κάποιος από τους ισχυρισμούς αυτούς (ΕφΛαρ. 565/2003, Δικογραφία 2004/91, ΕφΘεσ. 1376/2003, Δνη 2004/557, Σ. Ματθίας, Ανακοπή ερημοδικίας και έφεση κατ’ ερήμην αποφάσεων, Δνη 1995/11 επομ. [14], M. Μαργαρίτης, σε Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα, ΚΠολΔ, Ι, 2000, άρθρο 528, αρ. 1, Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 164, Ε. Ποδηματά, Η ερημοδικία και τα τακτικά ένδικα μέσα επί ερήμην αποφάσεων μετά τον ν. 2915/2001, σε Δνη 2002/15 επομ. [23]).

ΙΙ. Εν προκειμένω, με την ένδικη από 24.2.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./24.2.2017 και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./14.4.2017 έφεση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας πλήττεται η υπ’ αριθμ. 3017/2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία ερήμην της (εκκαλούσας), επί της από 18.8.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/20.8.2015 αγωγής της ενάγουσας  και ήδη εφεσίβλητης. Με την αγωγή εκείνη, όπως το περιεχόμενό της παραδεκτώς κατ’ άρθρο 224 εδαφ. β ΚΠολΔ διευκρινίστηκε και συμπληρώθηκε με τις πρωτοδίκως υποβληθείσες προτάσεις της ενάγουσας, η τελευταία, πλοιοκτήτρια του επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου AJ, επικαλέστηκε ότι με σύμβαση γυμνής ναυλώσεως του πλοίου αυτού, που είχε καταρτίσει με την εναγόμενη στις 3.2.2010, της παραχώρησε τη χρήση του για χρονική περίοδο ένδεκα (11) ετών αντί συμφωνημένου ναύλου ανερχομένου στο χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων πενήντα ευρώ (3.250 €) ημερησίως, προκαταβλητέου κάθε μήνα, καθώς και ότι σε εκτέλεσή της αφενός μεν παρέδωσε το πλοίο στην ναυλώτρια – εναγομένη προς εκτέλεση δρομολογίων σε άγονες γραμμές, την εξυπηρέτηση των οποίων είχε αυτή αναλάβει με συμβάσεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας που είχε συνάψει με το Ελληνικό Δημόσιο και αφετέρου προέβη σε νομότυπη δήλωση ανάθεσης του εφοπλισμού του, που καταχωρήθηκε στο νηολόγιο του Πειραιώς. Ότι από τις αρχές του έτους 2013 η ναυλώτρια κατέστη υπερήμερη ως προς την εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων καθυστερώντας την καταβολή του ναύλου, γεγονός που επέσυρε στις 4.4.2013 την κατάπτωση εγγυητικής επιστολής που είχε εκδοθεί και παραδοθεί στην ενάγουσα ως εγγύηση της έγκαιρης αποπληρωμής του, που απομείωσε ισόποσα την οφειλή της εναγομένης, όπως αυτή είχε έως τότε διαμορφωθεί. Ότι στις 3.7.2014 με εξώδικη δήλωσή της που επιδόθηκε στην εναγομένη η ενάγουσα επικαλέστηκε οφειλές της αντιδίκου της ύψους επτακοσίων δεκαοκτώ χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (718.496,81 €), που αντιστοιχούσαν στους επτά (7) τελευταίους μηνιαίους ναύλους, δηλαδή στα μισθώματα του πλοίου για τη χρονική περίοδο από του μηνός Ιανουαρίου έως και το μήνα Ιούλιο του έτους εκείνου (2014) και προέβη σε καταγγελία της σύμβασης ναυλώσεως, η οποία, όμως, παρέμεινε χωρίς έννομο αποτέλεσμα, επειδή ήταν μονομερής και για το λόγο αυτό ο Νηολόγος Πειραιώς δεν την καταχώρησε στο νηολόγιο, απαιτώντας κοινή των διαδίκων δήλωση περί παύσης του εφοπλισμού του πλοίου AJ, την οποία αρνήθηκε να υπογράψει η εναγομένη, η οποία εξακολούθησε να χρησιμοποιεί το πλοίο και να παραλείπει την καταβολή των αντιστοίχων ναύλων, που στις 31.12.2014 είχαν ανέλθει στο χρηματικό ποσό των εξακοσίων είκοσι επτά χιλιάδων επτακοσίων δώδεκα ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (627.712,43 €), το οποίο η ενάγουσα κατ’ αποδοχή σχετικού αιτήματος της εναγομένης αναγνώρισε ως πράγματι οφειλόμενο το μήνα Μάρτιο του επομένου έτους 2015, οπότε ζήτησε και η ίδια την εκ μέρους της αντιδίκου της αναγνώριση της από την ίδια αιτία χρηματικής απαιτήσεώς, η οποία είχε πλέον, με συνυπολογισμό των ναύλων που αναλογούσαν στο πρώτο δίμηνο του έτους 2015, ανέλθει στο ποσό των οκτακοσίων δεκαεννέα χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα δύο ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (819.462,43 €). Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενη περαιτέρω ότι για λόγους αναγόμενους σε αποκλειστική υπαιτιότητα της υπερήμερης εναγομένης η επίμαχη σύμβαση γυμνής ναυλώσεως λύθηκε πριν από τη συμβατική λήξη της με συμφωνία των διαδίκων που καταρτίστηκε στις 22.5.2015 και καταχωρήθηκε νομότυπα στο νηολόγιο στις 11.6.2015, η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί η αντίδικός της στη νομιμότοκη καταβολή α] χρηματικού ποσού ενός εκατομμυρίου εκατόν πενήντα τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων δώδεκα ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (1.154.212,43 €), που αντιστοιχούσε σε υπόλοιπο καθυστερούμενων ναύλων του χρονικού διαστήματος από του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2014 έως και το μήνα Ιούλιο του έτους 2015 και β] χρηματικού ποσού πεντακοσίων ογδόντα πέντε χιλιάδων ευρώ (585.000 €) ως συμφωνηθείσα αποζημίωση (ποινική ρήτρα) για την περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εκ μέρους της εκναυλώτριας – ενάγουσας λόγω μη πληρωμής των ναύλων από υπαιτιότητα της ναυλώτριας – εναγομένης.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε, χωρίς αναφορά στην αναποτελεσματική καταγγελία της σύμβασης της 3ης.7.2014, ορισμένο το αγωγικό δικόγραφο και με την παραδοχή ότι η ναύλωση γυμνού πλοίου συνιστά κατά νόμο μίσθωση πράγματος και όχι ναύλωση κατά τον ΚΙΝΔ, θεώρησε την αγωγή νόμιμη, στηριζόμενη στα άρθρα 574 επομ. του ΑΚ, καθώς και στις περί αιτιώδους αναγνωρίσεως χρέους διατάξεις των άρθρων 361 και 873 του ιδίου Κώδικα. Ακολούθως, συνάγοντας τεκμήριο ομολογίας της πραγματικής βάσης της αγωγής από την ερημοδικία της εναγομένης, δέχθηκε αυτήν ως βάσιμη και κατ’ ουσία και επιδίκασε στην ενάγουσα το σύνολο των αιτηθέντων κονδυλίων, επιβάλλοντας παράλληλα σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά της έξοδα. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της και ζητεί την καθ’ ολοκληρία εξαφάνισή της.

ΙΙΙ. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 498, 500, 511, 513 § 1 στοιχ. β εδαφ. α, 516 § 1, 517 και 518 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ, καθόσον ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως και από τη δημοσίευσή της, στις 21.12.2016, μέχρι την άσκηση της εφέσεως δεν παρήλθε διετία. Επομένως, εφόσον παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και κατατέθηκε το προβλεπόμενο από τη διάταξη της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 § 2 του Ν. 4055/2012 και τα οριζόμενα εκεί χρηματικά ποσά αναπροσαρμόστηκαν από 23.1.2017 με τα άρθρα 35 § 2 και 45 του Ν. 4446/2016, που την αναρίθμησαν σε § 3,  παράβολο (βλ. το με αριθμό …………./25.4.2017 ηλεκτρονικό παράβολο [e – παράβολο]), πρέπει  να γίνει τυπικά δεκτή.

  1. IV. Μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως σε εφαρμογή καλείται καταρχήν η διάταξη του άρθρου 528 εδαφ. α ΚΠολΔ. Όμως, εν προκειμένω η εκκαλούσα δεν αρνείται την ιστορική βάση της αγωγής που εκδικάστηκε ερήμην της και με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 271 § 3 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 αλλά αφενός μεν επικαλείται αοριστία του δικογράφου της και αφετέρου προβάλλει ισχυρισμούς καταλυτικούς του δικαιώματος της ενάγουσας που κατήχθη σε δίκη, όπως πιο κάτω θα εξηγηθεί. Για το λόγο αυτό και με βάση όσα ανωτέρω υπό στοιχ. Ι της παρούσας αναφέρθηκαν, δεν απαιτείται εν προκειμένω να προηγηθεί η εξαφάνιση της ερήμην της εκκαλούσας εκδοθείσας εκκαλουμένης αποφάσεως αλλά πρέπει να εξεταστεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), το παραδεκτό και η βασιμότητα των συγκεκριμένων λόγων, για τους οποίους πλήττεται αυτή, οι οποίοι δεν εξαρτούν την ευδοκίμηση της εφέσεως από την ανατροπή του τεκμηρίου της σιωπηρής ομολογίας, κατ’ εφαρμογή του οποίου έγινε δεκτή η αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη.
  2. V. Με το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011 «Σύσταση ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων και Κεντρικού Ηλεκτρονικού Μητρώου Δημοσίων Συμβάσεων – Αντικατάσταση του έκτου κεφαλαίου του ν. 3588/2007 (πτωχευτικός κώδικας) – Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 204/15.9.2011) αντικαταστάθηκε ολόκληρο το έκτο κεφάλαιο (άρθρα 99 – 106) του Ν. 3588/2007 «Πτωχευτικός Κώδικας» [ΠτΚ] (ΦΕΚ Α 153/10.7.2007), καταργήθηκε η προβλεπόμενη σ’ αυτό διαδικασία συνδιαλλαγής και στη θέση της εισήχθη νέα προπτωχευτική διαδικασία, που μετονομάστηκε σε «διαδικασία εξυγίανσης», ρυθμιζόμενη, όπως ρητώς μνημονεύεται στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4013/2011 (άρθρο 12, επί των άρθρων 106 και 106β, βλ. και Λ. Κοτσίρη, Πτωχευτικό Δίκαιο, 2011, σελ. 587), κατά το πρότυπο του προϊσχύσαντος και με το άρθρο 181 του ΠτΚ από της εισαγωγής του καταργηθέντος άρθρου 44 του Ν. 1892/1990 «Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 101/31.7.1990), κατά το οποίο ήταν δυνατός ο περιορισμός ή η ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη, αν αυτός ήταν επιχείρηση, κατόπιν συμφωνίας της με την πλειοψηφία των πιστωτών της, εφόσον η συμφωνία αυτή επικυρωνόταν από το εφετείο της έδρας της. Ειδικότερα, με τις διατάξεις των άρθρων 99 επομ. ΠτΚ, όπως μετά το Ν. 4013/2011 και πριν την εκ νέου τροποποίησή τους διαδοχικά με τα άρθρα 234 του Ν. 4072/2012 «Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος – Νέα εταιρική μορφή – Σήματα – Μεσίτες Ακινήτων – Ρύθμιση θεμάτων ναυτιλίας, λιμένων και αλιείας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 86/11.4.2012), 2 παράγραφος Γ υποπαράγραφος Γ.3 του Ν. 4336/2015 «Συνταξιοδοτικές διατάξεις – Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης (ΦΕΚ Α 94/14.8.2015) και 6 του Ν. 4446/2016 «Πτωχευτικός Κώδικας, Διοικητική Δικαιοσύνη, Τέλη – Παράβολα, οικειοθελής αποκάλυψη φορολογητέας ύλης παρελθόντων ετών, Ηλεκτρονικές συναλλαγές, τροποποιήσεις του ν. 4270/2014 και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ Α 240/22.12.2016) [περί των οποίων βλ. Χ. Σκαλίδη, Η αναμόρφωση της προπτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσης με το Ν. 4446/2016, σε ΔΕΕ 2017/755 επομ.] ίσχυαν κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο [2013 – 2015], θεσμοθετήθηκε η συλλογική προπτωχευτική διαδικασία της εξυγίανσης, αποσκοπούσα στη διατήρηση, αξιοποίηση, αναδιάρθρωση και ανόρθωση της επιχείρησης, χωρίς ταυτόχρονα να παραβλάπτεται η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών της. Οι σκοποί αυτοί μπορούσαν κατά το ως άνω χρονικό σημείο να επιτευχθούν με τη σύναψη (στα πλαίσια της εξυγιαντικής διαδικασίας που είχε ανοίξει με δικαστική απόφαση) συμφωνίας του οφειλέτη, φυσικού ή νομικού προσώπου, με τους εν συνελεύσει πιστωτές του, των οποίων οι απαιτήσεις εκπροσωπούσαν ποσοστό 60% του συνόλου των χρεών του, στο οποίο περιλαμβανόταν ποσοστό 40% τουλάχιστον των τυχόν εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο ή με προσημείωση υποθήκης εξασφαλισμένων απαιτήσεων (άρθρα 99 § 3 και 106α ΠτΚ), η οποία έπρεπε να υποβληθεί ακολούθως στο αρμόδιο δικαστήριο που, σε δεύτερη συζήτηση, την επικύρωνε, εφόσον τούτο δεν παρέβλαπτε τη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών, όπως μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία αυτοί με βάση τους όρους της περιέρχονταν σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτή στην οποία θα βρίσκονταν εάν, αντί της συμφωνίας, είχαν ακολουθήσει την οδό της αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους (άρθρο 99 § 2 ΠτΚ, βλ. και Αλ. Ρόκα, Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης επιχειρήσεων, 2011, σελ. 78). Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 99 § 4 και 106β ΠτΚ η συμφωνία εξυγίανσης μπορούσε να υποβληθεί προς επικύρωση στο δικαστήριο και πριν την έναρξη της διαδικασίας, χωρίς δηλαδή πρώτη συζήτηση της υποθέσεως και χωρίς συνέλευση των πιστωτών, εφόσον μεταξύ της πλειοψηφίας τους και του οφειλέτη είχε μεσολαβήσει [εξώδικη] προσυνεννόηση, που οδήγησε στη σύναψη της εξυγιαντικής συμφωνίας (με τη μορφή του αγγλοσαξωνικού «prepackaged ή prevoted plan»), δυνατότητα που ασφαλώς απλούστευε και επιτάχυνε τη διαδικασία, επιτυγχάνοντας παράλληλα να διασφαλίσει τη μυστικότητα των διαπραγματεύσεων και να αποτρέψει επιπτώσεις στη φήμη και την επαγγελματική δραστηριότητα του οφειλέτη (Ε. Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, 2012, § 12Α, Ζ, σελ. 82 επομ., Χ. Χριστοπούλου, Η συμφωνία εξυγίανσης, σε ΔΕΕ 2012/1109 επομ. [1113], Δ. Αυγητίδης, Διαδικασία εξυγίανσης: Μια προσωρινή αποτίμηση, σε ΔΕΕ 2014/291). Αντικείμενο της συμφωνίας αποτελεί η ρύθμιση του ενεργητικού και του παθητικού του οφειλέτη. Κατά την ενδεικτική αναφορά του νόμου η ρύθμιση αυτή μπορούσε και υπό το ισχύον μετά το Ν. 4446/2016 καθεστώς εξακολουθεί [μεταξύ άλλων, όπως την κεφαλαιοποίηση των χρεών του οφειλέτη, τη ρύθμιση των σχέσεων των πιστωτών μεταξύ τους, την εκποίηση των επί μέρους περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, την ανάθεση της διαχείρισης της επιχείρησής του σε τρίτον με βάση οποιαδήποτε έννομη σχέση, περιλαμβανομένης ενδεικτικά της εκμίσθωσης ή της σύμβασης διαχείρισης, τη μεταβίβαση του συνόλου ή μέρους της επιχείρησης του οφειλέτη σε τρίτον ή εταιρία πιστωτών και την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών για ορισμένο χρονικό διάστημα μετά την επικύρωση της συμφωνίας] να δύναται να περιλάβει και συμφωνίες σχετικές αφενός με τη μεταβολή των όρων εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά, του χρόνου και του επιτοκίου αποπληρωμής των χρηματικών οφειλών του και αφετέρου με τη μείωση των έναντι αυτού απαιτήσεων των πιστωτών του. Η συνομολόγηση τέτοιων όρων, που αποσκοπεί στην ενίσχυση της ρευστότητας του οφειλέτη και στην οικονομική ανάκαμψη της επιχείρησής του, επιφέρει αλλοίωση όσων ενοχών του ρυθμίζονται με την εξυγιαντική συμφωνία, η οποία τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της δικαστικής επικυρώσεώς της. Ειδικότερα, η μείωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη επιτυγχάνεται κατόπιν συμβιβασμού του με τους πιστωτές του, οι οποίοι, κατά το ποσοστό που συμφωνείται, προβαίνουν σε άφεση των χρεών του αυτών κατά την έννοια του άρθρου 454 ΑΚ, ενώ η συμφωνία περί μεταθέσεως της εκπληρώσεως των οφειλών του σε μελλοντικό χρονικό σημείο, απώτερο του αρχικώς συμφωνηθέντος, παρεισάγει σ’ εκάστη αρχική ενοχή αναβλητική προθεσμία κατά την έννοια του άρθρου 210 ΑΚ [ή, αν θεωρηθεί ότι η εκπλήρωση στο συγκεκριμένο μελλοντικό χρονικό σημείο παραμένει ως γεγονός αβέβαιη, προθεσμία μεμειγμένη με αναβλητική αίρεση κατά την έννοια του άρθρου 201 ΑΚ (βλ. σχετ. Γ. Ράμμο, ΕρμΑΚ, άρθρο 210, αρ. 2, Γ. Μπαλή, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου [κατά τον Κώδικα], 1950, § 93, σελ. 247)]. Έτσι, η εξυγιαντική συμφωνία, τελούσα υπό την αίρεση της δικαστικής της επικύρωσης, αποτελεί διαρκή ενοχική σύμβαση του οφειλέτη με την πλειοψηφία των πιστωτών του, με την οποία επέρχεται, πρωτίστως, διευθέτηση με αμοιβαίες υποχωρήσεις των επισφαλών, λόγω της περιέλευσης του πρώτου σε κατάσταση αφερεγγυότητας, απαιτήσεων των τελευταίων. Υπό την έννοια αυτή, όπως άλλωστε γινόταν δεκτό και υπό την ισχύ του άρθρου 44 του Ν. 1892/1990, η εν λόγω συμφωνία είναι κατά την προέχουσα νομική της φύση σύμβαση συμβιβασμού του άρθρου 871 ΑΚ, στην οποία μετέχουν στοιχεία της σύμβασης άφεσης χρέους ή και άλλων συμβάσεων, λ.χ. μίσθωσης πράγματος, δόσης αντί ή χάριν καταβολής κλπ (Σπ. Ψυχομάνης, Πτωχευτικό Δίκαιο και Δίκαιο ρύθμισης οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, 2016, αρ. 405, σελ. 121, βλ. και Λ. Κοτσίρη/Ρ. Χατζηνικολάου – Αγγελίδου, Δίκαιο εξυγίανσης και εκκαθάρισης προβληματικών επιχειρήσεων, 2002, σελ. 48, ΑΠ 907/2008, ΔΕΕ 2008/1382, ΤριμΕφΑθ. 1847/2012, ΔΕΕ 2012/688 = ΕΕμπΔ 2013/338, ΕφΘεσ. 638/2010, Αρμ. 2011/1519, ΕφΠειρ. 554/2009, ΔΕΕ 2010/186, ΕφΠειρ 173/2008, ΔΕΕ 2008/963). Η εξυγιαντική συμφωνία, πριν την επικύρωσή της, ρυθμίζει όλα τα χρέη του οφειλέτη και θίγει όλες τις απαιτήσεις των πιστωτών του που μετέχουν σ’ αυτήν, εφόσον είχαν γεννηθεί έως το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης, όπως σαφώς συνάγεται από το γεγονός αφενός μεν ότι δικαίωμα συμμετοχής στη συμφωνία έχουν οι ήδη πιστωτές του οφειλέτη και, αφετέρου, ότι για τον υπολογισμό του πλειοψηφικού ποσοστού συνυπολογίζονται οι μέχρι τότε γεννηθείσες αξιώσεις. Οι εκκρεμείς κατά το χρόνο καταρτίσεώς της αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, εξ ων παράγονται περιοδικές χρηματικές υποχρεώσεις του οφειλέτη, δε λύνονται με την εξυγιαντική συμφωνία (πρβλ Λ. Κοτσίρη/Ρ. Χατζηνικολάου – Αγγελίδου, ο.π., σελ. 60), η οποία επιπλέον αφήνει άθικτες όσες τέτοιες αξιώσεις των δανειστών του οφειλέτη επίκειται να καταστούν ληξιπρόθεσμες κατά τη διάρκεια ισχύος της εξυγιαντικής διαδικασίας και τούτο ανεξαρτήτως του ότι ο παραγωγικός λόγος της οφειλής, δηλαδή η σύναψη της διαρκούς συμβάσεως, είναι ήδη κατά το χρόνο του ανοίγματός της υφιστάμενος (Γ. Ψαρουδάκης, Διαδικασία εξυγίανσης [άρθρ. 99 επομ. ΠτωχΚ] και εργασιακές σχέσεις, σε ΔΕΝ 2012/738 επομ. [745]), αφού οι απαιτήσεις αυτές, που προκύπτουν μετά το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης, δεν μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο ρύθμισης ή περιορισμού με την εξυγιαντική συμφωνία (έτσι η ΑΠ 521/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, επί της ουσιωδώς παρόμοιας διάταξης του άρθρου 44 του Ν. 1892/1990). Αν, πάντως, η συμφωνία συναφθεί εκτός συνελεύσεως, υποβληθεί απευθείας στο δικαστήριο κατά το άρθρο 106β ΠτΚ και επικυρωθεί από αυτό, το ρυθμιστικό της πεδίο καταλαμβάνει, κατά την ορθότερη άποψη, όλες τις απαιτήσεις των μετασχόντων πιστωτών που γεννήθηκαν μέχρι τη δικαστική της επικύρωση (Αλ. Ρόκας, Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης επιχειρήσεων, 2014, σελ. 249, Χ. Χριστοπούλου, Η διαδικασία εξυγίανσης ως διαχρονικός θεσμός του ελληνικού δικαίου, 2016, σελ. 242, αντίθετος ο Γ. Ψαρουδάκης, ο.π., κατά τον οποίον κρίσιμο χρονικό σημείο είναι πάντοτε αυτό του ανοίγματος της διαδικασίας και όχι εκείνο της σύναψης ή επικύρωσης της συμφωνίας). Βέβαια, λόγω της ισχύος της αρχής της σχετικότητας των ενοχών (περί της οποίας βλ. αντί πολλών Μ. Σταθόπουλο, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙ, 1997, εισαγωγικές παρατηρήσεις στο ενοχικό δίκαιο, αρ. 34 επομ.), ο συμβιβασμός του άρθρου 871 ΑΚ, ως ενοχική σύμβαση, επιφέρει αποτελέσματα χωρίς να προσαπαιτείται η επικύρωσή του από το δικαστήριο. Τα αποτελέσματα αυτά περιορίζονται μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων. Για να επιτευχθούν, όμως, οι στόχοι της συμφωνίας εξυγίανσης κρίθηκε από το νομοθέτη ότι πρέπει να διευρυνθεί η ρυθμιστική της εμβέλεια, ώστε να καταλάβει και τους πιστωτές του οφειλέτη που είτε δεν συμβλήθηκαν είτε ρητώς την απέκρουσαν. Η επέκταση αυτή της δεσμευτικότητας της εξυγιαντικής συμφωνίας και του δι’ αυτής περιορισμού των χρεών του οφειλέτη και έναντι της μειοψηφίας των πιστωτών του επιβάλλεται νομοθετικώς, υπό την αναβλητική αίρεση ότι θα επακολουθήσει η δικαστική επικύρωση της συμφωνίας (Σπ. Ψυχομάνης, ο.π., αρ. 407, σελ. 122, βλ. και Π. Μάζη, Η διαδικασία συνδιαλλαγής του νέου Πτωχευτικού Κώδικα [άρθρα 99 – 106 Ν. 3588/2007], σε ΔΕΕ 2008/172 επομ. [176]). Οι μόνοι πιστωτές που δε δεσμεύονται από τη συμφωνία είναι εκείνοι των οποίων οι απαιτήσεις γεννήθηκαν μετά το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης (άρθρα 106 η § 1 εδαφ. τελευταίο και 105 § 2 ΠτΚ) ή, εφόσον η συμφωνία υποβληθεί απευθείας, χωρίς προηγούμενο άνοιγμα της διαδικασίας, μετά την δικαστική επικύρωσή της (Σπ. Ψυχομάνης, ο.π., αρ. 432, σελ. 128, Ε. Περάκης, ο.π., σελ. 86, Γ. Ψαρουδάκης, ο.π., σελ. 744 επομ., Γ. Μιχαλόπουλος, Οι προπτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας του Πτωχευτικού Κώδικα, 2013, σελ. 134, Δ. Αυγητίδης, Η θέση του εγγυητή στις εξυγιαντικές διαδικασίες του ΠτΚ, σε ΧρΙΔ 2014/252, Κ. Μπέτζιου – Κάμτσιου, παρατ. στην ΠΠΔραμ. 12/2013, σε ΔΕΕ 2014/1176, για δε την παρόμοια έλλειψη δεσμεύσεως των μεταγενεστέρων της σύναψης της συμφωνίας για την ανόρθωση της αφερέγγυας επιχείρησης πιστωτών υπό το κράτος του άρθρου 44 του Ν. 1892/1990 βλ. ΑΠ 1453/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι αν μετά τη δικαστική επικύρωση της εξυγιαντικής συμφωνίας ο δεσμευόμενος από αυτήν πιστωτής του οφειλέτη ασκήσει δικαστικώς την αξίωσή του, όπως αυτή είχε πριν τον συμβιβασμό που δια της συμφωνίας επήλθε, η αγωγή του θα είναι ασυμβίβαστη με το περιεχόμενο του προηγηθέντος μεταξύ των διαδίκων [εξώδικου] συμβιβασμού. Για το λόγο αυτό ο οφειλέτης θα μπορεί, εναγόμενος, να την αποκρούσει προβάλλοντας την από το άρθρο 871 ΑΚ ανατρεπτική (καταλυτική) ένσταση του συμβιβασμού (ΑΠ 1257/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 375/1995, ΕΕΝ 1996/310, ΤριμΕφΠειρ. 326/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 1115/2013, ΕΝαυτΔ 2014/13, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό μέρος, ΙΙ, 2007, § 22, VI 3, αρ. 37, σελ. 565, Α. Μαστρογαμβράκη, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος IV, άρθρο 871, αρ, 31, Ν. Νίκας, Ο δικαστικός συμβιβασμός, 1984, σελ. 245), η οποία θα είναι βάσιμη κατά το μέρος της επίδικης οφειλής, η για την ικανοποίηση της οποίας αξίωση του δανειστή ασκήθηκε καθ’ υπέρβαση των ορίων του συμβιβασμού, με τον οποίο περιορίστηκε το χρέος του εναγόμενου οφειλέτη. Επειδή δε στην περίπτωση αυτή ο προηγηθείς συμβιβασμός θα ενέχει οπωσδήποτε [μερική] άφεση χρέους και θα συνιστά αποσβεστικό εν μέρει της ενοχής λόγο, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός θα έχει το χαρακτήρα καταχρηστικής ενστάσεως (για την έννοια της οποίας βλ. Δ. Κονδύλη, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 23, σελ. 461, σημ. 25, Γ. Νικολόπουλο, Η έννοια και η λειτουργία της ενστάσεως στο αστικό δικονομικό δίκαιο, 1987, § 5, σελ. 74 επομ., Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, τόμος Β, 1994, άρθρο 262, αρ. 1 – 4, Ε. Ποδηματά, Δεδικασμένο, Αντικειμενικά όρια ιδίως επί ενστάσεων, ΙΙ, 2002, σελ. 178 επομ.). Κατά το μέρος της δε που περιορίστηκε με την εξυγιαντική συμφωνία η απαίτηση του δεσμευόμενου από αυτήν πιστωτή του οφειλέτη, που ασκείται μετά την επικύρωσή της, υπόκειται και στην ανατρεπτική, παρακωλυτική δηλαδή της ασκήσεώς της (ΑΠ 934/2014, ΧρΙΔ 2014/732, ΤριμΕφΑθ. 901/2015, Δνη 2016/473, 504 = Αρμ. 2016/799, ΤριμΕφΛαρ. 417/2012, Δικογραφία 2013/30, ΕφΑθ. 3859/2008, ΕφΑΔ 2010/40, Κ. Πολυζωγόπουλος σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 454, αρ. 14, σελ. 567) ένσταση από το άρθρο 454 ΑΚ. Αν μάλιστα η επικυρωθείσα εξυγιαντική συμφωνία προβλέπει και παράταση του χρόνου αποπληρωμής των χρεών του οφειλέτη, η εναντίον του πριν από την επέλευση του δι’ αυτής καθορισθέντος για το ληξιπρόθεσμό τους χρονικού σημείου αγωγή μπορεί να αποκρουσθεί και με τον από το άρθρο 201 ΑΚ ισχυρισμό του εναγομένου περί τροποποιήσεως της ενοχής ως προς το χρόνο εκπληρώσεως της παροχής του, που συνιστά ομοίως καταχρηστική, διακωλυτική της ασκήσεως της αξιώσεως ένσταση (ΑΠ 1391/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Κονδύλης, ο.π., Α. Κρητικός, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος Ι, 1997, άρθρο 201, αρ. 6, σελ. 336, Γ. Ράμμος, ο.π., άρθρο 201, αρ. 36, Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ, τόμος Α, 2001,άρθρο 201, αρ. 16, σελ. 854), επειδή αναφέρεται σε γεγονός μεταγενέστερο της αρχικής δικαιοπραξίας, στην οποία προστέθηκε αίρεση ή αναβλητική κατά τα ανωτέρω προθεσμία, που έχει την ίδια με της αιρέσεως μεταχείριση, αφού και επ’ αυτής εφαρμόζονται αναλόγως οι περί αναβλητικών αιρέσεων διατάξεις (άρθρο 210 ΑΚ). Όλες, όμως, αυτές οι ενστάσεις αντιτάσσονται νομίμως μόνον έναντι των πιστωτών που δεσμεύονται από την επικυρωθείσα εξυγιαντική συμφωνία είτε επειδή μετείχαν σ’ αυτήν αποδεχόμενοι τις ρυθμίσεις της είτε επειδή, ανεξαρτήτως αν δε συνέπραξαν στην κατάρτισή της ή μειοψήφησαν, καταλαμβάνονται πάντως από την ισχύ της, για το λόγο ότι οι απαιτήσεις τους γεννήθηκαν το αργότερο μέχρι τη δικαστική επικύρωση της εξυγιαντικής συμφωνίας. Αντιθέτως, δεν είναι σύννομη η προβολή των ιδίων ισχυρισμών, όταν προτείνονται προς άμυνα του οφειλέτη είτε κατά απαιτήσεων που γεννήθηκαν κατά την [ανώμαλη] εξέλιξη συμβάσεων που αυτός συνήψε με τους πιστωτές του μετά την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης είτε απορρέουν από διαρκείς συμβάσεις που καταρτίστηκαν μεν πριν από αυτήν αλλά καθίστανται ληξιπρόθεσμες κατά τη διάρκεια ισχύος της εξυγιαντικής διαδικασίας, παρά μόνον αν οι δικαιούχοι μετείχαν στην εξυγιαντική συμφωνία και, στο πλαίσιο της γενικής αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361), δήλωσαν ρητώς τη συμφωνία τους για τον περιορισμό ή την απόσβεση [και] των απαιτήσεών τους που θα γεννηθούν μετά τη δικαστική επικύρωσή της (πρβλ ΑΠ 521/2015, ο.π.).
  3. VI. Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση εφέσεώς της η εκκαλούσα επικαλείται ότι σε χρόνο προγενέστερο της έγερσης της εναντίον της αγωγής και συγκεκριμένα στις 13.9.2012 κατέληξε σε συμφωνία με την πλειοψηφία των ενέγγυων και ανέγγυων πιστωτών της, στην οποία δεν [εκτίθεται ότι] συνέπραξε η εφεσίβλητη και ότι δι’ αυτής ρυθμίστηκε το σύνολο των προς αυτούς οφειλών της ανά κατηγορία πιστωτή. Μνημονεύει ειδικότερα, ότι με επιμέρους συμβατικούς όρους περιορίστηκαν οι οφειλές της προς α]τους ενέγγυους πιστωτές της, δηλαδή τα τραπεζικά ιδρύματα που την είχαν δανειοδοτήσει, β]τους γενικούς προνομιούχους πιστωτές της, μεταξύ των οποίων το ΝΑΤ και το Δημόσιο, γ]τους ειδικούς προνομιούχους πιστωτές της, δηλαδή τους εργαζομένους της, δ]τους εγχειρόγραφους πιστωτές της, στους οποίους «…περιλαμβάνεται το σύνολο των προμηθευτών και εκναυλωτών των υπό ναύλωση/διαχείριση πλοίων της ναυλώτριας για κάθε είδους απαίτησή τους με δικαιογόνο αιτία μέχρι το χρόνο (12.12.2013) της δικαστικής επικύρωσης Συμφωνίας Εξυγίανσης…», ε]τους μετόχους της και στ]τους λοιπούς δανειστές της, «…των οποίων οι απαιτήσεις ήταν ή θα καθίσταντο αμφισβητούμενες δικαστικά και επίδικες…». Πιο συγκεκριμένα, διαλαμβάνει ότι μεταξύ των ρυθμίσεων της ως άνω εξυγιαντικής συμφωνίας περιελήφθησαν όροι, κατά τους οποίους οι μεν απαιτήσεις των πιστωτών της υπό στοιχ. δ ανωτέρω κατηγορίας θα εξοφληθούν σε ποσοστό 20% του από κάθε αιτία οφειλομένου κατά την ημέρα της επικύρωσής της ποσού σε σαράντα οκτώ (48) ισόποσες και άτοκες μηνιαίες δόσεις, της πρώτης καταβλητέας έξι (6) μήνες μετά τη δημοσίευση της επικυρωτικής απόφασης, ενώ οι πιστώσεις της υπό στοιχ. στ ανωτέρω κατηγορίας θα ικανοποιηθούν, εφόσον εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση είτε καταψηφιστική επί αγωγής του πιστωτή είτε απορριπτική τυχόν ανακοπής ή άλλου ενδίκου βοηθήματος της οφειλέτριας, κατά κεφάλαιο σε ποσοστό 20% του επιδικαζομένου ή αναγνωριζομένου ως οφειλομένου ποσού, που θα καταβληθεί σε τριάντα έξι (36) ισόποσες μηνιαίες άτοκες δόσεις, της πρώτης καταβλητέας δύο (2) μήνες μετά την επίδοση της ως άνω δικαστικής απόφασης στην οφειλέτρια. Κατά τους εν λόγω όρους της εξυγιαντικής συμφωνίας το υπόλοιπο 80% εκάστης οφειλής, οι τόκοι αυτής, υπερημερίας ή συμβατικοί, καθώς και τα επιδικασθέντα σε βάρος της οφειλέτριας δικαστικά έξοδα «διαγράφονται οριστικά». Ότι η συμφωνία αυτή υποβλήθηκε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 106β του ΠτΚ στο αρμόδιο Δικαστήριο και τελικώς επικυρώθηκε με την με αριθμό 124/12.12.2013 απόφαση του Εφετείου Βορείου Αιγαίου, με αποτέλεσμα τον περιορισμό όλων των υποχρεώσεων «…της ΝΕΛ προς όλους τους πιστωτές της, που [είχαν] γεννηθεί μέχρι την ημερομηνία επικυρώσεως» της συμφωνίας. Με βάση τα περιστατικά αυτά και με τον περαιτέρω ισχυρισμό ότι οι επίμαχες απαιτήσεις της ενάγουσας υπάγονται στις «επίδικες και αμφισβητούμενες απαιτήσεις» που ρυθμίστηκαν κατά τους όρους της υπό στοιχ. στ ανωτέρω κατηγορίας πιστώσεων, καθώς και ότι η δικαιογόνος αιτία τους, δηλαδή η ρητώς επικαλούμενη από 3.2.2010 σύμβαση γυμνής ναυλώσεως του πλοίου AJ, από την οποία απέρρεαν, ήταν προγενέστερη της δικαστικής επικύρωσης της παραπάνω εξυγιαντικής συμφωνίας, υποστηρίζει η εκκαλούσα ότι η αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ήταν, πρώτον, απαράδεκτη επειδή κατά το χρόνο της άσκησής της δεν είχε παρέλθει η προθεσμία αποπληρωμής των χρεών της που καθορίστηκε με τη συμφωνία που επικυρώθηκε ούτε είχε πληρωθεί η σχετική αναβλητική αίρεση και, δεύτερον, νομικά αβάσιμη αφενός εν μέρει, κατά το διαγραφέν δηλαδή 80% του κεφαλαίου της εκ ναύλων επίδικης απαιτήσεως της ενάγουσας και αφετέρου ως προς την αξιούμενη ποινική ρήτρα, που προβλέφθηκε η ολοσχερής διαγραφή της, στο σύνολο του συναφούς αγωγικού κονδυλίου. Οι ισχυρισμοί αυτοί της εκκαλούσας πάσχουν πολλαπλώς. Καταρχάς, εμπεριέχουν αντιφατική και κατά τούτο απαράδεκτη σύγχυση των ανέγγυων και των αμφισβητούμενων πιστώσεων, η αποπληρωμή των οποίων υπό τα εκτιθέμενα ρυθμίστηκε με την εν λόγω συμφωνία της εκκαλούσας με την πλειοψηφία των πιστωτών της σε διαφορετικές προθεσμίες με διαφορετική αφετηρία και χρονική διάρκεια. Επιπλέον, στηρίζονται επί εσφαλμένων προϋποθέσεων. Ειδικότερα, υπολαμβάνουν, πρώτον, ότι οι επίμαχες απαιτήσεις της ενάγουσας περιλαμβάνονται στις «επίδικες και αμφισβητούμενες» της υπό στοιχ. στ ανωτέρω κατηγορίας των πιστώσεων που ρυθμίστηκαν με την εξυγιαντική συμφωνία, ενώ τούτο δεν είναι αληθές, αφού αφενός η ένδικη από 18.8.2015 αγωγή ασκήθηκε σε χρόνο μεταγενέστερο τόσο της συμφωνίας αυτής όσον και της δικαστικής της επικυρώσεως, γεγονός που κατά λογική και νομική αναγκαιότητα σημαίνει ότι οι απαιτήσεις αυτές ούτε ήταν επίδικες και δικαστικώς αμφισβητούμενες κατά τη σύναψη της συμφωνίας (στις 13.9.2012) ούτε μεταξύ αυτών που επρόκειτο να καταστούν τέτοιες μέχρι την ημερομηνία δημοσιεύσεως της ως άνω απόφασης του Εφετείου Βορείου Αιγαίου (12.12.2013). Δεύτερον, προϋποθέτουν ότι δια της επικυρωθείσας εξυγιαντικής συμφωνίας αποκλείστηκε το δικαίωμα του πιστωτή με αμφισβητούμενη απαίτηση να προσφύγει στο δικαστήριο πριν την παρέλευση της προθεσμίας που ορίστηκε συμβατικά για την αποπληρωμή της, ενώ υπό τα εκτιθέμενα ισχύει το ακριβώς αντίθετο, δεδομένου ότι με ρητό όρο αυτής προβλέφθηκε ο περιορισμός των εν λόγω απαιτήσεων σε ποσοστό 20% του κεφαλαίου που θα επιδικαστεί τελεσιδίκως στον πιστωτή που θα επιδιώξει τη δικαστική εκκαθάριση της αξιώσεώς του. Και τρίτον, θεωρούν ότι δικαιογόνο αιτία των επίδικων απαιτήσεων της ενάγουσας συνιστά η προγενέστερη της δικαστικής επικύρωσης της ως άνω εξυγιαντικής συμφωνίας από 3.2.2010 διαρκής σύμβαση ναυλώσεως γυμνού του πλοίου AJ, από την οποία απορρέουν οι επίμαχες περιοδικές αξιώσεις της εκναυλώτριας προς καταβολή των ναύλων αλλά και η απαίτησή της στην καταπεσούσα ποινική ρήτρα, ενώ τούτο δεν είναι ακριβές, αφού αιτία της πρώτης μεν των ως άνω αξιώσεων είναι η εκτιθέμενη στην αγωγή υπερημερία της εκκαλούσας ως προς την εκπλήρωση της εκ ναύλων υποχρέωσής της, περί της οποίας θα γίνει λόγος πιο κάτω, που προέκυψε κατά τη διάρκεια της εξυγιαντικής συμφωνίας, ενώ της δεύτερης η οφειλόμενη αποκλειστικά σε υπαιτιότητα της ιδίας (εκκαλούσας) λύση της ως άνω διαρκούς συμβάσεως, που εκδηλώθηκε ομοίως σε χρόνο μεταγενέστερο της δικαστικής επικύρωσης της ιδίας εξυγιαντικής συμφωνίας, χωρίς για όσους λόγους προαναφέρθηκαν να ασκεί έννομη επιρροή το γεγονός της σύναψης της επίμαχης διαρκούς συμβάσεως σε χρόνο προγενέστερο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι ίδιοι αυτοί ισχυρισμοί της εκκαλούσας, περί απομειώσεως με τη συμφωνία κατά ποσοστό 80% του κεφαλαίου των εκ ναύλων και κατά ποσοστό 100% της εκ της καταπεσούσας ποινική ρήτρας απαιτήσεων της ενάγουσας και περί παρατάσεως του χρόνου της αποπληρωμής τους, που όπως διατυπώνονται στο εφετήριο επιχειρείται να θεμελιωθούν στις παρέχουσες καταλυτικές ενστάσεις διατάξεις των άρθρων 871 και 454 ο πρώτος και 201 (ή 210) του ΑΚ ο δεύτερος, δεν είναι νόμιμοι, καθόσον, σύμφωνα με όσα στην αμέσως προηγούμενη σκέψη της παρούσας αναφέρθηκαν, δεν αντιτάσσονται συννόμως κατά πιστωτή του προελθόντος σε συμφωνία με την πλειοψηφία των δανειστών του οφειλέτη, που επιδιώκει δικαστικώς την ικανοποίηση απαιτήσεών του απορρεουσών μεν από διαρκή σύμβαση καταρτισθείσα πριν από τη δικαστική επικύρωση της συμφωνίας αυτής, που κατέστησαν όμως ληξιπρόθεσμες και απαιτητές κατά τη διάρκεια της εξυγιαντικής διαδικασίας, όπως εν προκειμένω, δεδομένου μάλιστα ότι, υπό τα εκτιθέμενα, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ούτε στην κατάρτιση της εξυγιαντικής συμφωνίας συνέπραξε ούτε με οποιονδήποτε τρόπο συγκατατέθηκε ρητώς στην επέκταση της δεσμευτικότητας της συμφωνίας αυτής και ως προς τις παραγόμενες μετά την επικύρωσή της αξιώσεις της. Επομένως και για καθέναν από τους παραπάνω λόγους, από τους οποίους και αυτοτελώς έκαστος επιστηρίζει το διατακτικό της παρούσας,  ο κρινόμενος λόγος της ένδικης έφεσης πρέπει να απορριφθεί.

VII. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ – Ν. 3816/1959) προκύπτει ότι οι έννοιες της πλοιοκτησίας, της κυριότητας του πλοίου και του εφοπλισμού διακρίνονται σαφώς. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία αποχωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Πλοιοκτήτης κατά το νόμο είναι αυτός που εκμεταλλεύεται, δηλαδή ενεργεί ναυτιλιακές εργασίες με αντικείμενο την αλιεία, τη ρυμούλκηση, την παροχή επιθαλάσσιας αρωγής ή την διάσωση, την ψυχαγωγία τρίτων και τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων, με σκοπό το κέρδος, δικό του πλοίο, ενώ κύριος του πλοίου είναι εκείνος που έχει το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας επ’ αυτού κατά την έννοια του άρθρου 1000 του ΑΚ και το δικαίωμά του αυτό έχει εγγραφεί στο νηολόγιο, εφόσον, επιπλέον, το πλοίο δεν εκμεταλλεύεται τρίτος. Εφοπλιστής δε είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό πλοίο που ανήκει σε άλλον. Κατά δε τη διάταξη του άρθρο 105 ΚΙΝΔ, αυτός που εκμεταλλεύεται  «δι εαυτόν» πλοίο που ανήκει σε άλλον οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού με τον κύριο του πλοίου στη λιμενική αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Αν τέτοια δήλωση παραλειφθεί θεσπίζεται νόμιμο [μαχητό] τεκμήριο περί του ότι ο κύριος του πλοίου το εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό, ων, επομένως, πλοιοκτήτης. Από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι η κοινή δήλωση του εφοπλιστή και του κυρίου του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, δεδομένου ότι για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται μεν απεριόριστα ο εφοπλιστής, υπέγγυο, όμως, για την ικανοποίησή τους παραμένει και το πλοίο, με αποτέλεσμα και ο κύριός του να υπέχει παράλληλη, αυτοτελή, ενοχική, πραγματοπαγή και περιορισμένη ευθύνη (ΑΠ 689/2013, ΕΝαυτΔ 2013/183 = ΧρΙΔ 2013/688 = Ε7 2014/424 = ΕΕμπΔ 2013/946 = ΔΕΕ 2014/65, ΤριμΕφΠειρ. 479/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία, Α. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, σε Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 437 επομ. [511], Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος δεύτερος, 2005, άρθρο 106, αρ. 2, σελ. 81). Η δημοσιοποίηση της παραχώρησης της εκμετάλλευσης του πλοίου απαιτείται να γίνει με κοινή δήλωση του κυρίου του και του εφοπλιστή, επειδή ο νόμος δεν απαιτεί αυτή να συνοδεύεται από το έγγραφο από το οποίο προκύπτει το δικαίωμα του εφοπλιστή προς εκμετάλλευσή του αλλά αντιθέτως επιτρέπει να μην καθίστανται γνωστοί στους τρίτους οι όροι με τους οποίους συμφωνήθηκε η παραχώρηση αυτή (Κ. Ρόκας, Ναυτικόν Δίκαιον, 1968, § 42, σελ. 161). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εκτός από την ανάληψη του εφοπλισμού, στις ίδιες διατυπώσεις δημοσιότητας (κοινή δήλωση των μερών καταχωριζόμενη στο νηολόγιο) υπόκειται και η παύση του (Α. Αντάπασης, ο.π., σελ. 489, ο ίδιος, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 2009, σελ. 460). Ο εφοπλισμός δεν αποτελεί σύμβαση αλλά πραγματική κατάσταση, που δημιουργείται από το γεγονός της εκμετάλλευσης του πλοίου από τον μη κύριο στο όνομά του (Λ. Γεωργακόπουλος, Ναυτικό Δίκαιο, 2006, § 19, ΙΙ 1, σελ. 127). Το δικαίωμα δε του εφοπλιστή να χρησιμοποιεί το πλοίο μπορεί να στηρίζεται είτε σε πραγματική κατάσταση (λ.χ. χρήση αλλότριου πλοίου από κακόπιστο νομέα) είτε σε ορισμένη έννομη σχέση, η οποία συνδέει τον κύριο του πλοίου με αυτόν είτε εμπράγματη (λ.χ. σύσταση επικαρπίας επί του πλοίου) είτε ενοχική, όπως συμβαίνει με τη σύμβαση ναυλώσεως «γυμνού» πλοίου, δυνάμει της οποίας ο εκναυλωτής θέτει στη διάθεση του ναυλωτή έναντι ανταλλάγματος και για ορισμένο χρονικό διάστημα πλοίο της ιδιοκτησίας του κατάλληλο μεν προς θαλασσοπλοΐα αλλά χωρίς πλήρωμα και εφόδια ή με ατελή επάνδρωση και εξοπλισμό. Ο ναυλωτής γυμνού πλοίου (bare boat charterer και charterer by demise) είναι πάντοτε εφοπλιστής, επειδή όσο διαρκεί η σύμβαση έχει την κατοχή και τον πλήρη έλεγχο της εκμετάλλευσης του πλοίου (Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 131 – 132, σελ. 68 επομ.). Κατά την κρατούσα σε νομολογία και θεωρία αλλά και ορθότερη άποψη η ναύλωση αυτή αποτελεί κατά τη νομική της φύση μίσθωση κινητού πράγματος και μάλιστα απλή, διεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 574 επομ. του ΑΚ (ΤριμΕφΠειρ. 529/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 874/2013, ΕΝαυτΔ 2013/422, ΕφΠειρ. 452/2008, ΕπισκΕΔ 2008/1086 = ΕΕμπΔ 2009/645 = ΕΝαυτΔ 2009/39, ΕφΠειρ. 882/2000, ΕΝαυτΔ 2001/122, ΕφΠειρ. 2/1998, ΕΕμπΔ 1998/121 = ΠειρΝομ 1998/44, ΕφΠειρ. 273/1999, ΕΕμπΔ 2000/117, ΕφΠειρ. 1961/1988, ΕΕμπΔ 1989/623 = ΕΝαυτΔ 1989/409, Α. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, σε Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 454 – 460, Ν. Δελούκας, Ναυτικόν Δίκαιον, 1979, § 169, σελ. 259, Β. Γράβαρης, Μίσθωσις γυμνού πλοίου, σε ΕΕμπΔ 1980/1 επομ. [4]) και όχι μίσθωση προσοδοφόρου αντικειμένου των άρθρων 619 – 631 του ιδίου Κώδικα, όπως μεμονωμένα υποστηρίζεται (Λ. Γεωργακόπουλος, ο.π., § 23, σελ. 171, Α. Γεωργιάδου, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙΙ, 1997, άρθρο 638, αρ. 3, σελ. 399), ενώ κατ’ άλλη γνώμη αποτελεί μορφή ναυλώσεως μη ρυθμιζόμενη από τον ΚΙΝΔ (Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος δεύτερος, 2007, § 115, σελ. 26). Στα πλαίσια του συμβατικού δεσμού ο μισθωτής (ναυλωτής) δικαιούται να χρησιμοποιεί το πλοίο στο όνομά του και για λογαριασμό του, έχει όμως την υποχρέωση να καταβάλει στο συμφωνημένο χρόνο το μίσθωμα, διαφορετικά ο κύριος του πλοίου, εκμισθωτής (εκναυλωτής) δικαιούται να καταγγείλει κατά το άρθρο 597 ΑΚ τη σύμβαση και να αξιώσει αποζημίωση. Το δικαίωμα της καταγγελίας είναι διαπλαστικό και ασκείται με άτυπη, μονομερή, απευθυντέα και ληψιδεή δήλωση βουλήσεως του καταγγέλλοντος, η νομική ενέργεια της οποίας επέρχεται αφότου περιέλθει στον αποδέκτη της, προς τον οποίο απευθύνεται (άρθρο 167 ΑΚ). Μετά το χρονικό εκείνο σημείο η καταγγελία δεν είναι δυνατό να ανακληθεί μονομερώς (ΤριμΕφΠειρ. 440/2012, Δνη 2014/495, ΤριμΕφΑθ. 654/2012, Ε7 2012/1003 = ΔΕΕ 2012/491, ΕφΘεσ. 1372/2008, Αρμ. 2009/1172), εκτός αν προηγουμένως ή ταυτόχρονα με αυτή περιήλθε στο λήπτη η ανάκλησή της (άρθρο 168 ΑΚ). Δυνατή πάντως παραμένει η συμβατική άρση των συνεπειών της καταγγελίας, κατόπιν και μεταγενέστερης ακόμα της λήξης της μίσθωσης, ρητής ή σιωπηρής, συμφωνίας των μερών, που στα πλαίσια της συμβατικής τους ελευθερίας (άρθρο 361 ΑΚ) συγκατατίθενται αμοιβαία στην ανάκληση της, με αποτέλεσμα η καταγγελία να θεωρείται πλέον ως μη γενόμενη (ΑΠ 1076/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1487/2006, Δνη 2006/1424, ΑΠ 1473/2003, ΑρχΝ 2004/252 = ΧρΙΔ 2004/226 = Δνη 2005/1110, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, τόμος Ι, 2004, § 27, ΙΙΙ, αρ. 10, σελ. 380, υποσημ. 12, Ι. Κατράς, Αστικές και νέες εμπορικές μισθώσεις, 2016, § 30, σελ. 323, ο ίδιος, Πανδέκτης μισθώσεων και οροφοκτησίας, 2009, § 45, Α.2, σελ. 248, Δ. Ζερδελής, Το δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, 2002, αρ. 51 – 53, σελ. 27 – 29, Ι. Καρακατσάνης, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος, ΙΙ, 1997, εισαγ. παρατ. στα άρθρα 416 – 454, αρ. 16, σελ. 453, Ι. Καποδίστριας, ΕρμΑΚ, εισ. αρθ. 416 – 454, αρ. 33). Κατά την αντίθετη άποψη (ΑΠ 359/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 55/2015, ΔΕΕ 2015/1149, που, όμως, αφορούν σε καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας), μετά την επέλευση των διαπλαστικών αποτελεσμάτων της καταγγελίας δεν είναι σύννομη η άρση τους ούτε με συμφωνία των συμβαλλομένων αλλά δυνατή είναι μόνον η σύναψη νέας μίσθωσης (ΤριμΕφΛαρ. 243/2015, Δικογραφία 2015/658) με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο (Π. Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο ΙΙ, 2013, § 136, ΙΙ, αρ. 15, σελ. 174) και με αναδρομική ενέργεια (Π. Φίλιος, Μίσθωση ακινήτου για επαγγελματική στέγη, 2011, § 83 Α, αρ. 4, σελ. 192) ή και χωρίς τέτοια ισχύ (Χ. Παπαδάκης, Αγωγές απόδοσης μισθίου, 2006, αρ. 2423).

VIII. Με το δεύτερο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι με την προς αυτήν επίδοση της αναφερόμενης στην αγωγή από 3.7.2014 εξώδικης δήλωσης της ενάγουσας – εκναυλώτριας του πλοίου AJ και την παρέλευση της εκεί ταχθείσας προθεσμίας η περιεχόμενη σ’ αυτήν καταγγελία ανέπτυξε τα έννομα αποτελέσματά της και επέφερε τη λύση της από 3.2.2010 σύμβασης γυμνής ναυλώσεώς του, με αποτέλεσμα οι οφειλές της έκτοτε να έχουν άλλη αιτία ερειδόμενες «επί διαφορετικής εννόμου σχέσεως», η οποία, όμως, δεν προσδιορίστηκε, όπως θα έπρεπε «επί ποινή απαραδέκτου αυτής», στην αγωγή, στο δικόγραφο της οποίας δεν αναφερόταν επιπλέον το ακριβές ύψος της εκ ναύλων οφειλής της μέχρι την ημερομηνία λύσης της ναυλώσεως συνεπεία της εν λόγω καταγγελίας. Με βάση τα περιστατικά αυτά η εκκαλούσα μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση που δεν απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας που εμφιλοχώρησε στο δικόγραφό της κατά τα ανωτέρω.

Ανεξαρτήτως του ότι οι ισχυρισμοί αυτοί της εκκαλούσας αντιφάσκουν προς το περιεχόμενο του ήδη κριθέντος πρώτου λόγου της έφεσής της, στα πλαίσια του οποίου υποστήριξε ότι, παρά τη λήξη της με την από 3.7.2014 καταγγελία, δικαιοπαραγωγική αιτία των ενδίκων αξιώσεων της εφεσίβλητης, που γεννήθηκαν κατά το μετά την καταγγελία αυτή χρονικό διάστημα και έως τις 11.6.2015, εξακολούθησε να αποτελεί η από 3.2.2010 σύμβαση γυμνής ναυλώσεως, για την οποία πλέον υποστηρίζει ότι είχε ήδη λυθεί από το μήνα Ιούλιο του έτους 2014, ο ερευνώμενος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος. Πράγματι, σύμφωνα με όσα ανωτέρω υπό στοιχ. ΙΙ της παρούσας αναφέρθηκαν, η ενάγουσα στήριξε τις ένδικες αξιώσεις της στην από 3.2.2010 σύμβαση ναυλώσεως γυμνού πλοίου, με την οποία συμφωνήθηκε η παραχώρηση του πλοίου της AJ κατά χρήση στην εναγόμενη αντί συγκεκριμένου ημερήσιου ναύλου και με δικαίωμα της εκναυλώτριας να απαιτήσει αποζημίωση ισόποση προς τους ναύλους έξι (6) μηνών ως ποινική ρήτρα για την περίπτωση λύσης του συμβατικού δεσμού με καταγγελία λόγω μη πληρωμής των ναύλων ή εξαιτίας άλλου λόγου οφειλόμενου σε αποκλειστική υπαιτιότητα της ναυλώτριας. Για τη σύμβαση αυτή διηγηματικώς ανέφερε ότι καταγγέλθηκε από την ίδια στις 3.7.2014, επισημαίνοντας μάλιστα ότι η καταγγελία παρέμεινε χωρίς έννομο αποτέλεσμα, επειδή ο αρμόδιος Νηολόγος αρνήθηκε να την καταχωρήσει στο νηολόγιο λόγω του χαρακτήρα της ως μονομερούς δηλώσεως, μη ικανής να επιφέρει παύση του εφοπλισμού του πλοίου AJ, για την οποία απαιτείτο κοινή δήλωση των διαδίκων. Η αναφορά της αυτή ελέγχεται βέβαια ως αβάσιμη, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε η παύση ή μη του εφοπλισμού είναι ανεξάρτητη από την τύχη της συμβάσεως που συνιστά την υποκείμενη αιτία του, με αποτέλεσμα η εξακολούθηση της εμφάνισης του εφοπλισμού στο νηολόγιο λόγω μη τήρησης των διατυπώσεων δημοσιότητας της παύσης του να μην επιδρά στο κύρος της καταγγελίας της ναύλωσης και να μην εξουδετερώνει τα αποτελέσματά της. Παράλληλα, όμως, η ενάγουσα περιέλαβε στο αγωγικό δικόγραφο, όπως το περιεχόμενό του παραδεκτώς διευκρινίστηκε και συμπληρώθηκε με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αναφορά του γεγονότος ότι η εναγόμενη αρνήθηκε να της παραδώσει το πλοίο, το οποίο συνέχισε να χρησιμοποιεί σύμφωνα με τη σύμβαση της ναυλώσεώς του αλλά και μνεία του ότι τούτο συνέβη με συμφωνία των διαδίκων, αφού η μεν εναγόμενη ζήτησε από την ενάγουσα να αναγνωρίσει το εκ της ιδίας αυτής συμβάσεως έως τις 31.12.2014 εκ ναύλων οφειλόμενο υπόλοιπο, ενώ και η τελευταία ζήτησε από την αντίδικό της να αναγνωρίσει το ύψος αυτού, όπως είχε εξελιχθεί έως τις 28.2.2015, αμφότερες δε έπραξαν όπως τους ζητήθηκε. Με βάση τα περιστατικά αυτά που περιελήφθησαν στο αγωγικό δικόγραφο είναι σαφές ότι η ενάγουσα επικαλέστηκε αξιώσεις περί αποπληρωμής μισθωμάτων και αποζημιώσεως λόγω μη καταβολής τους στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 361, 574, 597 ΑΚ και απορρέουσες από έγκυρη σύμβαση γυμνής ναυλώσεως, η καταγγελία της οποίας ανακλήθηκε μετά την επέλευση των αποτελεσμάτων της με κοινή συμφωνία, η οποία επέφερε άρση των συνεπειών της καταγγελίας, που πρέπει να θεωρηθεί ως μη γενόμενη. Επομένως, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι στην αγωγή έπρεπε να μνημονεύεται η «διαφορετική έννομη σχέση» από την οποία μετά τη δια καταγγελίας λύση της από 3.2.2010 επίμαχης συμβάσεως απορρέουν οι ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας, πρέπει να απορριφθεί ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση άλλως ως αβάσιμος. Για τον ίδιο λόγο δεν ήταν για την πληρότητα του αγωγικού δικογράφου αναγκαία και η πρόσθετη αναφορά του ποσού στο οποίο είχε κατά το χρόνο λύσης της ναυλώσεως συνεπεία της εν λόγω καταγγελίας διαμορφωθεί η εκ ναύλων οφειλή της εκκαλούσας, παρά τα όσα αντίθετα ομοίως αβασίμως η τελευταία επικαλείται. Το συμπέρασμα τούτο δεν παραλλάσσει ακόμη και υπό την εκδοχή ότι η συμφωνία των διαδίκων δεν μπορούσε να επιφέρει κατά νόμο την άρση των συνεπειών της καταγγελίας, αφού και τότε η ίδια συμφωνία συνιστά νέα μίσθωση με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο, δηλαδή με ταυτόσημους συμβατικούς όρους και με αναδρομική μάλιστα ενέργεια.

ΙΧ. Κατά συνέπεια, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της προς διερεύνηση, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβάλει σχετικό αίτημα, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας που ηττάται (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η  εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 3 εδαφ. τελευταίο ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 3017/2016 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει σε επτακόσια ευρώ (700 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 11 Ιανουαρίου 2018 και δημοσιεύθηκε στις 26  Ιανουαρίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους νομίμους εκπροσώπους των διαδίκων και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ