Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 59/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:     59/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Γ.Λ. .

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 770/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της διετίας από την έκδοση της (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 2, 520 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 4335/2015, διότι η έφεση κατατέθηκε μετά την 1/1/2016), αφού δεν προκύπτει από το φάκελο της δικογραφίας ούτε κανείς από τους διαδίκους επικαλείται επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) χωρίς να απαιτείται η καταβολή παράβολου κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ. στ΄ του ΚΠολΔ, όπως σήμερα ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, στην από 13/2/2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2015 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ισχυρίστηκε ότι την 12/10/1995 προσλήφθηκε από τον ……….. με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να εργαστεί ως πωλήτρια στην επιχείρηση που διατηρούσε ο ανωτέρω, παραγωγής και πώλησης πιτών, σφολιατοειδών, παξιμαδιών και λοιπών συναφών προϊόντων, ότι εργαζόταν οκτώ ώρες ημερησίως και έξι ημέρες κάθε εβδομάδα με κυλιόμενο ημερήσιο ωράριο, ότι το έτος 2005 συστήθηκε η πρώτη εναγόμενη, ήδη πρώτη εφεσίβλητη, ετερόρρυθμη εταιρία, ως διάδοχος της ατομικής επιχείρησης του …….., με ομόρρυθμο εταίρο της, διαχειρίστρια και νόμιμη εκπρόσωπό της τη δεύτερη εναγόμενη, ήδη δεύτερη εφεσίβλητη, ……….. και ετερόρρυθμο μέλος τον υιό της, ……., ότι το Φεβρουάριο του έτους 2007 η δεύτερη εναγόμενη, μετά το θάνατο του συζύγου της, ανέλαβε τη διαχείριση και λειτουργία της επιχείρησης της πρώτης εναγόμενης, ότι το Μάρτιο του έτους 2007, κατόπιν παρακλήσεων της δεύτερης εναγόμενης, της δάνεισε το ποσό των 1.500 ευρώ, ενώ το Μάρτιο του έτους 2008 η δεύτερη εναγόμενη την έπεισε να λάβει στο όνομα της δάνειο από την τράπεζα EUROBANK ποσού 10.000 ευρώ, το οποίο της παράδωσε και του οποίου την αποπληρωμή ανέλαβε η δεύτερη εναγόμενη και παρά το ότι ως ένδειξη ευγνωμοσύνης της η δεύτερη εναγόμενη αύξησε το συμβατικό μισθό της από το ποσό των 960 ευρώ που έως τότε ελάμβανε στο ποσό των 1.040 ευρώ, εντούτοις από το Πάσχα του έτους 2007 η πρώτη εναγόμενη, δια της δεύτερης, σταμάτησε να της καταβάλλει τα επιδόματα των εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων καθώς και τις αποδοχές και τα επιδόματα των αδειών της, αρνούμενη από υπαιτιότητά της να της χορηγήσει τις ετήσιες άδειας ανάπαυσης που δικαιούτο, ότι ουδέποτε της κατέβαλε την αμοιβή της για την εργασία της την έκτη ημέρα της εβδομάδας και την υπερεργασία που πραγματοποίησε, κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στην αγωγή, ότι από το Καλοκαίρι του έτους 2013, επειδή ζητούσε να της αποδώσει το ποσό των 1.500 ευρώ που της είχε δανείσει αλλά και να της καταβάλει τις ανωτέρω οφειλόμενες αποδοχές της, η δεύτερη εναγόμενη άρχισε να την αντιμετωπίζει με προσβλητικό και υποτιμητικό τρόπο με συνέπεια να δημιουργείται τεταμένο κλίμα στην εργασία της, ότι την 22/5/2014 υπέστη έμφραγμα του μυοκαρδίου και αναγκάστηκε να νοσηλευτεί και να λάβει αναρρωτική άδεια, επέστρεψε δε στην εργασία της την 24/7/2014 έως την 15/8/2014, οπότε έλαβε νέα άδεια έως την 31/8/2014 και επέστρεψε στην εργασία της την 1/9/2014, οπότε διαπίστωσε ότι η πρώτη εναγόμενη είχε προβεί μονομερώς σε περικοπή του μισθού της κατά το ποσό των 80 ευρώ εβδομαδιαίως, ότι την 15/10/2014 με αφορμή την επιμονή της δεύτερης εναγόμενης να φορέσει (η ενάγουσα) μια ποδιά που επίτηδες τη διάλεξε να ήταν μεγαλύτερη από το μέγεθός της για να τη γελοιοποιήσει, συγχυσμένη και εκνευρισμένη ζήτησε να λάβει την οφειλόμενη άδεια της έως την 10/11/2014 και αποχώρησε από την επιχείρηση, ότι επειδή η πρώτη εναγόμενη δεν της κατέβαλε τις οφειλόμενες αποδοχές της επισκέφθηκε τον τρίτο εναγόμενο, ήδη τρίτο εφεσίβλητο, ο οποίος είναι ο λογιστής της πρώτης εναγόμενης και του επέδωσε την από 11/11/2014 δήλωση επίσχεσης εργασίας προκειμένου να την δώσει στην πρώτη εναγόμενη, διά της δεύτερης εναγόμενης, ότι παρά την διαβεβαίωση του τρίτου εναγόμενου ότι θα την παραδώσει η πρώτη εναγόμενη της επέδωσε την 14/11/2014 εξώδικη δήλωση που της καταλόγιζε ότι αδικαιολόγητα απουσίαζε από την εργασία της, καλώντας της να επανέλθει εντός δυο ημερών και την 24/11/2014 την αναγγελία της οικειοθελούς αποχώρησής της, στην οποία αναγραφόταν ότι αποχώρησε οικειοθελώς την 18/11/2014 και ότι στην παραπάνω ενέργεια η δεύτερη εναγόμενη προέβη από κοινού με τον τρίτο εναγόμενο προκειμένου να πετύχουν την λύση της εργασιακής σύμβασης χωρίς να της καταβάλει την οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης, που καθιστά την καταγγελία άκυρη και τα λοιπά οφειλόμενα ποσά, γεγονός που της δημιούργησε αγχώδη κατάσταση και έντονη στεναχώρια και υπέστη ηθική βλάβη. Ζητούσε, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και τις έγγραφες προτάσεις της, να αναγνωριστεί ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της τυγχάνει άκυρη και να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 16.696 ευρώ για επιδόματα εορτής Χριστουγέννων και Πάσχα, αποδοχές και επίδομα αδείας ετών 2010-2014, ποσό 9.530,40 ευρώ για αποζημίωση λόγω μη χορήγησης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης, 720 ευρώ λόγω παράνομης περικοπής μισθού από 25/7/2014 έως την 16/10/2014, καθώς και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της να της καταβάλει το ποσό των 12.583,20 ευρώ για αμοιβή υπερεργασίας και το ποσό των 6.240 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας από την 18/11/2014 έως την 30/4/2015, να υποχρεωθούν οι πρώτη και δεύτερη εναγόμενες να της καταβάλουν εις ολόκληρον ευθυνόμενες το ποσό των 1.500 ευρώ που της οφείλεται από το ανωτέρω δάνειο και να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν εις ολόκληρον ευθυνόμενοι το ποσό των 5.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Επικουρικά δε, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί άκυρη η σύμβαση εργασίας της, η ενάγουσα ζητούσε την επιδίκαση των δεδουλευμένων αποδοχών της και των αποδοχών υπερημερίας, καθώς και του χορηγηθέντος από αυτήν δανείου, κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, διότι η πρώτη και η δεύτερη εναγόμενη κατέστησαν και είναι εισέτι αδικαιολογήτως και παρανόμως πλουσιότερες σε βάρος της περιουσίας της δια της αποδοχής των παρεχόμενων υπηρεσιών της και της μη καταβολής των παραπάνω ποσών, ο δε πλουτισμός τους σώζεται. Περαιτέρω, ζητούσε τα παραπάνω ποσά, τόσο ως προς το κύριο, όσο και ως προς το επικουρικό αίτημα της αγωγής, να επιδικαστούν με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που κάθε κονδύλι κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του αφού έκρινε ότι το αίτημα για την απόδοση του δανείου ποσού 1.500 ευρώ απαράδεκτα σωρεύεται με τα υπόλοιπα αιτήματα, διότι δεν υπάγεται στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών αλλά στην τακτική διαδικασία και στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, παράπεμψε το αίτημα στο Δικαστήριο αυτό και απέρριψε κατά τα λοιπά την αγωγή στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα παραπονείται με την υπό κρίση έφεσή της για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει αυτή δεκτή ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της.

Κατά το άρθρο 648 του ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να καταβάλλει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει, ενώ, κατά τη λειτουργία της σύμβασης, έχει την υποχρέωση να τηρεί τους όρους που συμφωνήθηκαν και τον βαρύνουν. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 325 του ΑΚ, που εφαρμόζεται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, όταν ο μισθωτός έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την παροχή της εργασίας του (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός, αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, για όσο, δηλαδή, δεν καταβάλει τις καθυστερούμενες αποδοχές, αν για το λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά (ΑΠ 940/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2094/2014 ΝΟΜΟΣ). Στη περίπτωση δε που ο μισθωτός απέχει από την εργασία του, ύστερα από νόμιμη δήλωση ότι ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης, ο εργοδότης δεν έχει το δικαίωμα από μόνη τη δήλωση αυτή να θεωρήσει ότι η σύμβαση έχει λυθεί από τον μισθωτό με οικειοθελή αποχώρηση του τελευταίου από την εργασία του και να συναγάγει εξ αυτού ότι ο εργαζόμενος κατήγγειλε την εργασιακή σύμβαση, ώστε να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής της οφειλόμενης αποζημίωσης απολύσεως του ν. 2112/1920 και του ν. 3198/1955, πολλώ δε μάλλον εάν ο τελευταίος με ρητή δήλωσή του γνωστοποιήσει στον εργοδότη του ότι προτίθεται να παράσχει τις υπηρεσίες του κατά τους όρους της εργασιακής σύμβασης μετά την καταβολή των οφειλομένων δεδουλευμένων αποδοχών, για τις οποίες προέβη σε επίσχεση (ΑΠ 1114/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1003/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 324/2017 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των άρθρων 5 παρ. 3 του ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4558/1930, 173, 200 και 288 του ΑΚ συνάγεται, ότι σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας ή λοχεία ή στην κατά το ν. 3514/1928 στράτευσή του, αλλά σε άλλη αιτία, όπως σε επίσχεση της εργασίας του, το δικαστήριο, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, την αιτία και την διάρκεια αυτής, καθώς και την υπαιτιότητα ή συνυπαιτιότητα του μισθωτού, κρίνει σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, αν η αποχή αυτή, κατά κρίση αντικειμενική, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή δήλωση βούλησης του εργαζομένου να λύσει την σύμβαση εργασίας του, δηλ. ως σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία αυτής, με όλες τις δυσμενείς γι’ αυτόν επιπτώσεις. Μόνη η αυθαίρετη απουσία από την εργασία του, η οποία συνιστά αντισυμβατική συμπεριφορά του και παρέχει στον εργοδότη το δικαίωμα να καταγγείλει αυτός τη σύμβαση εργασίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί άνευ άλλου ως καταγγελία από τον εργαζόμενο, αλλά για να ισχύσει ως τέτοια θα πρέπει να συνοδεύεται και από άλλα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει σαφώς η βούληση του εργαζομένου για την λύση της σύμβασης εργασίας (ΑΠ 447/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 400/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1342/2014 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στο άρθρο 1 του ν. 3385/2005, που αντικατέστησε το άρθρο 4 του ν. 2874/2000, που ίσχυσε έως 30/9/2005, ορίσθηκε, μεταξύ των άλλων, ότι: 1) Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να ασχολείται πέντε (5) επί πλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζόμενους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, η υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η), 2) Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζόμενους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα… 3) Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%. 4) Κάθε ώρα υπερωρίας για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης χαρακτηρίζεται εφεξής κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 5) Για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η εργασία του μισθωτού κατά την Κυριακή ή το Σάββατο, ως έκτη ημέρα υπό το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, δεν αποτελεί υπερεργασία ή υπερωριακή εργασία, αν στην τελευταία περίπτωση δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο ημερήσιας απασχόλησης. Έτσι, κατ’ αρχήν, η επί οκτάωρο εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας κατά την ημέρα της εβδομαδιαίας ανάπαυσης (Κυριακή) ή για την ταυτότητα του νομικού λόγου και κατά την ημέρα της υποχρεωτικής αναπαύσεως λόγω εξάντλησης του πενθημέρου (Σάββατο), απαγορευόμενη από κανόνες δημόσιας τάξης, είναι άκυρη και γεννά απαίτηση αποδόσεως της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Η ωφέλεια αυτή συνίσταται στις αποδοχές τις οποίες ο εργοδότης θα κατέβαλε σε άλλο μισθωτό, που θα απασχολείτο με έγκυρη σύμβαση εργασίας κατά τις άνω ημέρες, υπό τις ίδιες συνθήκες με τον ακύρως κατ’ αυτές εργασθέντα μισθωτό, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις του τελευταίου και δη λόγω γάμου, τέκνων, προϋπηρεσίας κλπ, εφόσον αυτές δεν θα συνέτρεχαν αναγκαίως στο πρόσωπο του δυνάμενου να προσληφθεί εγκύρως (ΑΠ 931/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 684/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 671/2016 ΝΟΜΟΣ) δηλαδή ποσό ίσο που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το νόμιμο ημερομίσθιο ανερχόμενο στο 1/25 του νόμιμου μισθού του. Επίσης, αν ο μισθωτός απασχολείται τακτικά το Σάββατο ή την Κυριακή, δηλαδή και την έκτη ημέρα της εβδομάδας, με την απασχόληση αυτή, η οποία είναι άκυρη, δεν μεταβάλλεται το σύστημα από πενθήμερη, όπως έχει θεσμοθετηθεί, σε εξαήμερη εργασία, έστω και αν τούτο έχει συμφωνηθεί μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, διότι η συμφωνία αυτή, ως αντικείμενη σε κανόνες δημόσια τάξης, είναι άκυρη (ΑΠ 1117/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1317/2015 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω από την εκτίμηση: 1) Των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης, ……… και ανταπόδειξης, ………. που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, (το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκ πλάνης θεώρησε ότι ο μάρτυρας ανταπόδειξης ονομάζεται …………., διότι εκ παραδρομής στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τα στοιχεία ταυτότητας του εν λόγω μάρτυρα αναγράφονται εσφαλμένα ως «………. γεννήθηκε το 1964 στον Πειραιά, κάτοικος ομοίως», αν και ουδέποτε αμφισβητήθηκε από τους εναγόμενους ότι εξετάστηκε ο ………….. Επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο την προβαλλόμενη από την πληρεξούσια δικηγόρο της ενάγουσας ένσταση εξαίρεσης του μάρτυρα αυτού, διότι είναι ετερόρρυθμος εταίρος της πρώτης εναγόμενης εταιρίας και επομένως, αφενός μεν δεν είναι τρίτος και αφετέρου προσδοκά άμεσο οικονομικό όφελος από την έκβαση της δίκης, απέρριψε μεν εσφαλμένα με την αιτιολογία ότι ο εν λόγω μάρτυρας (με τα στοιχεία ……….) δεν είναι ετερόρρυθμος εταίρος της πρώτης εναγόμενης, ορθά όμως κατ’ αποτέλεσμα έλαβε υπόψη του την κατάθεσή του, αφενός μεν διότι δεν ταυτίζεται με το νομικό πρόσωπο της πρώτης εναγόμενης, καθώς δεν είναι αυτός ο νόμιμος εκπρόσωπός του, αλλά η δεύτερη εναγόμενη και αφετέρου διότι κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, όπως οι καταθέσεων εξαιρετέων κατ’ άρθρο 400 αριθμ. 3 του ΚΠολΔ μαρτύρων, δηλ. προσώπων που μπορεί να έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης (ΑΠ 908/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 455/2014 ΝΟΜΟΣ, με την επισήμανση, ότι η περίπτωση αυτή των εξαιρετέων μαρτύρων καταργήθηκε από 1/1/2016 με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015). Επομένως ο πρώτος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος). 2) Της υπ’ αριθμ. ……./18.11.2015 ένορκης βεβαίωσης της ……., η οποία κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά και της υπ’ αριθμ. ……../18.11.2015 ένορκης βεβαίωσης της . …, η οποία κατέθεσε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………ησαν νόμιμα (άρθρο 671 του ΚΠολΔ), με επιμέλεια της ενάγουσας μετά από νόμιμη πριν από 24 ώρες κλήτευση των εναγομένων (υπ’ αριθμ. …..΄/17.11.2015, …΄/17.11.2015 και …..΄/17.11.2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….). 3) Των υπ’ αριθμ. ……../23.11.2015 και ……../23.11.2015 ενόρκων βεβαιώσεων των …….. και …….. αντίστοιχα, που κατέθεσαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που νόμιμα επαναπροσκομίζουν και επικαλούνται οι εναγόμενοι, οι οποίες ελήφθησαν νόμιμα (άρθρο 671 του ΚΠολΔ), μετά από νόμιμη πριν από 24 ώρες κλήτευση της ενάγουσας που έλαβε χώρα κατά τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής και καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και προσκομίσθηκαν εντός της προθεσμίας για την αντίκρουση, οι οποίες, ανεξάρτητα αν λήφθηκαν υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μόνο για την αντίκρουση των ισχυρισμών που προτάθηκαν στο ακροατήριό του ή όχι, εφόσον οι εναγόμενοι τις επαναπροσάγουν με τις προτάσεις τους παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη ως ληφθείσες μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό και την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ (ΑΠ 692/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2000 ΝοΒ 2001, 409, ΑΠ 884/1998 ΕλλΔνη 40, 588), απορριπτομένου ως αλυσιτελώς προβαλλόμενου του δεύτερου λόγου της έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο διότι αν και προσκομίσθηκαν μόνο προς αντίκρουση των ισχυρισμών που προτάθηκαν στο ακροατήριο του λήφθηκαν προς ανταπόδειξη της αγωγής και 4) και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όχι όμως και της υπ’ αριθμ. …/11.4.2017 ένορκης βεβαίωσης της …………, η οποία κατάθεσε με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς και της υπ’ αριθμ. …./10.4.2017 ένορκης βεβαίωσης του ………, που κατέθεσε με επιμέλεια των εναγομένων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, διότι λήφθησαν μετά τη συζήτηση της έφεσης, μη εφαρμοζόμενης ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου της διάταξης του άρθρου 591 παρ. 1 εδ. στ΄ του ΚΠολΔ (άρθρο 524 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ όπως ισχύει σήμερα), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα προσλήφθηκε την 12/10/1995 από το ………., πατέρα της δεύτερης εναγόμενης, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου για να εργαστεί ως πωλήτρια στο κατάστημα – εργαστήριο παραγωγής διαφόρων προϊόντων και ειδικότερα πιτών (για σουβλάκια και άλλες χρήσεις) στην επιχείρηση εμπορίας σφολιατοειδών, παξιμαδιών, κουλουριών, άρτου, διαφόρων ειδών μπακαλικής, χονδρικής εμπορίας ειδών ψητοπωλείου (τζατζίκι, πατάτες, γιαούρτι) κλπ, που ο ……….. λειτουργούσε στο …. Πειραιά. Την 18/4/2005 συστήθηκε η πρώτη εναγόμενη ετερόρρυθμη εταιρία μεταξύ της δεύτερης εναγόμενης, θυγατέρας του ……….., ως ομόρρυθμου μέλους, η οποία ανέλαβε τη διαχείριση και τη νόμιμη εκπροσώπησή της και του υιού της, …….., που συμμετέχει σε αυτή ως ετερόρρυθμο μέλος με εταιρικό σκοπό α) την εκμετάλλευση σιμητοποιίου παραγωγής και εμπορία χονδρικώς και λιανικώς πιττών για σουβλάκια και β) την εμπορία πάσης φύσεως ειδών διατροφής – ποτών – αναψυκτικών – ζαχαρωδών – ειδών αρτοποιίας κ.λ.π., οπότε η ενάγουσα συνέχισε να παρέχει την ίδια εργασία της και στην πρώτη εναγόμενη, η οποία διαδέχθηκε την ατομική επιχείρηση του …………, εργαζόμενη με κυλιόμενο ωράριο οκτώ ημέρες ημερησίως και έξι ημέρες εβδομαδιαίως. Από την πρόσληψή της ο μισθός της δεν καθορίστηκε με βάση διατάξεις συγκεκριμένης σύμβασης εργασίας, αλλά ορίστηκε συμβατικά. Έτσι το έτος 2007 είχε διαμορφωθεί, κατόπιν συμφωνίας της ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης, δια της δεύτερης, στο ποσό των 1.040 ευρώ καθαρά, το οποίο η δεύτερη εναγόμενη, με την ως άνω ιδιότητά της, της κατέβαλλε ανελλιπώς τμηματικά και συγκεκριμένα 260 ευρώ κάθε εβδομάδα (260 ευρώ Χ 4 εβδομάδες). Έως το καλοκαίρι του έτους 2011 το ποσό αυτό παρέδιδε στην ενάγουσα σε μετρητά (στο χέρι), ενώ από το Σεπτέμβριο του έτους αυτού κατέθετε το ίδιο ποσό ανά εβδομάδα σε λογαριασμό μισθοδοσίας που τηρείτο στην τράπεζα ALPHA BANK στο όνομα της ενάγουσας (με αριθμό ……….), όπως αποδεικνύεται από το αντίγραφο κίνησης του λογαριασμού αυτού που η ενάγουσα προσκομίζει και επικαλείται, στο οποίο εμφαίνεται ότι οι εβδομαδιαίες καταθέσεις έως τον Ιανουάριο του έτους 2013 ανέρχονταν κατά μέσο όρο στο ποσό των 260 ευρώ. Αβάσιμα οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η ενάγουσα είχε προσληφθεί και εργαζόταν ως αρτεργάτρια, η δε σύμβαση εργασίας διεπόταν έως την 30/11/2012 από τις διατάξεις της από 6/8/2008 κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας αρτοποιών – αρτεργατών, σύμφωνα με την οποία από την 1/1/2010 το μικτό ημερομίσθιό της ανερχόταν στο ποσό των 42,14 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο 35,12 ευρώ, πλέον του επιδόματος των τριετιών, ανερχόμενων, λόγω της συμπλήρωσης τεσσάρων τριετιών από την πρόσληψή της, στο ποσό των 7,02 ευρώ) και από τον Οκτώβριο του έτους 2010, οπότε συμπλήρωσε πέντε τριετίες και το σχετικό επίδομα ανήλθε στο ποσό των 8,77 ευρώ, στο συνολικό ποσό των 43,89 ευρώ και ότι αφαιρουμένου του ποσοστού της συμμετοχής της ως εργαζόμενης στις ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του ΙΚΑ, που ήταν 19,45% έως την 31/7/2011 και 19,95% από την 1/8/2011, το καθαρό ημερομίσθιο της από την 1/1/2010 έως την 31/9/2010 ανήλθε στο ποσό των 33,94 ευρώ (42,14 ευρώ – 19,45%), από την 1/10/2010 έως την 31/7/2011 στο ποσό των 35,36 ευρώ (43,90 ευρώ – 19,45%) και από την 1/8/2011 στο ποσό των 35,14 ευρώ (43,90 ευρώ – 19,95%). Το αβάσιμο του ισχυρισμού αποδεικνύεται από το γεγονός ότι με βάση το πιο πάνω ημερομίσθιο οι μηνιαίες καθαρές αποδοχές της θα έπρεπε να υπολογίζονται στο ποσό των 878,50 ευρώ (35,14 ευρώ Χ 25 ημέρες), το οποίο όμως υπολείπεται του ποσού που η πρώτη εναγόμενη κατέθετε στο λογαριασμό μισθοδοσίας της ενάγουσας. Το έτος 2010 το εργαστήριο παραγωγής πιττών σταμάτησε να λειτουργεί και η επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης περιορίστηκε στην εμπορία των ανωτέρω ειδών στο εμπορικό κατάστημά της όπου η ενάγουσα συνέχισε να παρέχει την εργασία της ως πωλήτρια, με το θεσμοθετημένο για τους υπαλλήλους των εμπορικών καταστημάτων καθεστώς της πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης, επί οκτώ ώρες ημερησίως με κυμαινόμενο ωράριο και με τις ίδιες αποδοχές, εξακολουθώντας να εργάζεται έξι ημέρες εβδομαδιαίως, χωρίς όμως εξαιτίας της τακτικής απασχόλησής της την έκτη ημέρα κάθε εβδομάδας να μεταβάλλεται το σύστημα της εργασίας της από πενθήμερη σε εξαήμερη εργασία, διότι η συμφωνία για να εργάζεται την έκτη ημέρα, είναι άκυρη, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν. Το Νοέμβριο του έτους 2012 η ενάγουσα και η πρώτη εναγόμενη υπέγραψαν αναγγελία όρων ατομικής σύμβασης εργασίας κατά το ν. 3846/2010, σύμφωνα με την οποία η σύμβαση εργασίας της διεπόταν έκτοτε από της διατάξεις της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, σύμφωνα με τις οποίες ο μικτός μισθός της ανερχόταν στο ποσό των 761,90 ευρώ. Παρά τα αναγραφόμενα όμως τόσο στην αναγγελία όρων ατομικής σύμβασης εργασίας όσο και στον από 7/12/2012 πίνακα προσωπικού που η πρώτη εναγόμενη κατέθεσε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας την 11/12/2012, όπου επίσης αναγράφεται ότι οι μηνιαίες μικτές αποδοχές της, ως πωλήτριας, ανέρχονταν στο ποσό των 761,90 ευρώ, η ενάγουσα συνέχισε να αμείβεται με το ίδιο συμβατικό μισθό των 1.040 ευρώ καθαρά. Ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές της ενάγουσας από την 1/12/2012 ανέρχονταν στο ποσό των 640 ευρώ έρχεται καταρχάς σε ευθεία αντίθεση με το γεγονός ότι σύμφωνα με το αντίγραφο της κίνησης του λογαριασμού μισθοδοσίας από την 1/1/2013 και εντεύθεν κατατίθετο στον πιο πάνω λογαριασμό μισθοδοσίας εβδομαδιαίως το ποσό των 180 ευρώ, που σημαίνει ότι η ενάγουσα ελάμβανε μηνιαίες καθαρές αποδοχές που δεν ήταν κατώτερες του ποσού των 720 ευρώ. Δοθέντος εξάλλου ότι το ποσό αυτό είναι κατώτερο κατά το ποσό των 158,50 ευρώ από τις καθαρές αποδοχές που κατά τους εναγόμενους ελάμβανε όταν πληρωνόταν με ημερομίσθιο, αποδεικνύεται ότι, για λόγους που αφορούν την πρώτη εναγόμενη, δεν κατατίθετο ανά εβδομάδα το σύνολο των συμφωνηθέντων αποδοχών της ενάγουσας (ποσού 260 ευρώ) αλλά εκτός των 180 ευρώ της καταβάλλετο επιπλέον σε μετρητά το ποσό των 80 ευρώ εβδομαδιαίως, καθώς κανείς από τους διάδικους αναφέρει ότι η υπογραφή της πιο πάνω αναγγελίας επέφερε και μείωση των αποδοχών της ενάγουσας, την οποία οπωσδήποτε η τελευταία δεν θα δεχόταν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι ο μηνιαίος μισθός της ενάγουσας ανερχόταν στο ποσό των 761,90 ευρώ μικτά και 640 ευρώ καθαρά, το οποίο καταβαλλόταν στο σύνολο του μέσω τραπέζης εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο τρίτος λόγος της έφεσης, κατά το μέρος που αναφέρεται στα ανωτέρω να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος.

Η ενάγουσα αν και παρείχε ανελλιπώς την εργασία της στην πρώτη εναγόμενη, η τελευταία δεν ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις της απέναντί της διότι δεν της κατέβαλε καθόλου τα επιδόματα των εορτών του Πάσχα για τα έτη 2010 και 2011 και των Χριστουγέννων για το έτος 2010, όπως επίσης δεν της κατέβαλε τις αποδοχές άδειας των ετών 2010 και 2011 και τα επιδόματα άδειας των ετών 2010, 2011, 2012 και 2013, ενώ για τα υπόλοιπα έτη έως και το 2014 όλα τα  ανωτέρω επιδόματα εορτών και άδειας και αποδοχές άδειας καταβλήθηκαν μειωμένα. Συγκεκριμένα η ενάγουσα δικαιούται α) για το έτος 2010 ως επίδομα Χριστουγέννων το ποσό των 1.040 ευρώ, ως επίδομα Πάσχα το ποσό των 520 ευρώ, ως αποδοχές άδειας το ποσό των 915,20 ευρώ [1.040 ευρώ : 25 ημ. = 41,60 Χ 22 ημ. (άρθρο 2 παρ. 1β εδ. γ΄ του α.ν. 539/1945)] και ως επίδομα άδειας το ποσό των 520 ευρώ, β) για το έτος 2011 ως επίδομα Χριστουγέννων το ποσό των 1.040 ευρώ, έναντι του οποίου κατατέθηκε την 29/12/2011 στον πιο πάνω λογαριασμό το ποσό των 345,62 ευρώ, εναπομένοντος ως οφειλόμενου του ποσού των 694,38 ευρώ (απορριπτομένου του ισχυρισμού των εναγόμενων ότι για την ίδια αιτία κατατέθηκε την 23/12/2011 και το ποσό των 500 ευρώ, διότι από το αντίγραφο του λογαριασμού προκύπτει ότι την 28/12/2011 το ποσό αυτό ακυρώθηκε με αντιλογισμό ανάληψης), ως επίδομα Πάσχα το ποσό των 520 ευρώ, ως αποδοχές άδειας το ποσό των 915,20 ευρώ και ως επίδομα άδειας το ποσό των 520 ευρώ, γ) το έτος 2012 ως επίδομα Χριστουγέννων το ποσό των 1.040 ευρώ, έναντι του οποίου καταβλήθηκε μέσω κατάθεσης στην ίδια τράπεζα την 18/12/2012 και την 24/12/2012 το ποσό των 607,91 ευρώ εναπομένοντος ως υπολοίπου του ποσού των 432,09 ευρώ, ως επίδομα Πάσχα το ποσό των 520 ευρώ, για το οποίο την 12/4/2012, την 23/4/2012 και την 11/5/2012 κατατέθηκε στο ανωτέρω λογαριασμό το συνολικό ποσό των 523,89 ευρώ (200 ευρώ + 200 ευρώ + 123,89 ευρώ), ως αποδοχές άδειας το ποσό των 915,20 ευρώ, έναντι του οποίου κατατέθηκε με τη μισθοδοσία του Οκτωβρίου το ίδιου έτους το ποσό των 80 ευρώ, εναπομένοντος υπολοίπου του ποσού των 835,20 ευρώ και ως επίδομα άδειας το ποσό των 520 ευρώ, δ) το έτος 2013 ως αποδοχές άδειας το ποσό των 915,20 ευρώ, και ως επίδομα άδειας το ποσό των 520 ευρώ έναντι του οποίου η πρώτη εναγόμενη κατέθεσε την 29/7/2013 το ποσό των 350 ευρώ εναπομένοντος ως οφειλόμενου του ποσού των 170 ευρώ και ε) το έτος 2014 ως επίδομα Χριστουγέννων το ποσό των 720 ευρώ (σύμφωνα με όσα κατωτέρω θα εκτεθούν για τη μείωση του μισθού της), έναντι του οποίου την 22/12/2014 κατατέθηκε το ποσό των 366 ευρώ εναπομένοντος ως υπολοίπου του ποσού των 354 ευρώ, ως επίδομα Πάσχα το ποσό των 520 ευρώ, έναντι του οποίου της καταβλήθηκε το ποσό των 350 ευρώ εναπομένοντος ως υπολοίπου του πού των 170 ευρώ, ως αποδοχές άδειας το ποσό των 915,20 ευρώ, έναντι του οποίου της καταβλήθηκε, όπως η ίδια αναφέρει στην αγωγή της το ποσό των 760 ευρώ, εναπομένοντος υπολοίπου του ποσού των 155,20 ευρώ και ως επίδομα άδειας το ποσό των 520 ευρώ έναντι της οποίας της καταβλήθηκε, όπως η ίδια αναφέρει στην αγωγή της το ποσό των 380 ευρώ εναπομένοντος ως οφειλόμενου του ποσού των 140 ευρώ. Πέρα των ως άνω κατατεθέντων ποσών δεν αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγόμενη δια της δεύτερης κατέβαλε στην ενάγουσα για τις ανωτέρω αιτίες επιπλέον ποσά, διότι αν και οι εναγόμενοι επικαλούνται επιπλέον των ανωτέρω καταβολές χρηματικών ποσών, που αφορούν κυρίως τα έτη 2010 και 2011, τα οποία, κατά τον ισχυρισμό τους καταβλήθηκαν στην ενάγουσα στο χέρι, δεν προσκομίζουν οποιαδήποτε έγγραφη απόδειξη που η πρώτη εναγόμενη όφειλε να είχε συντάξει και κατέχει τουλάχιστον για να είναι δυνατός ο λογιστικός έλεγχος των ταμειακών κινήσεων της επιχείρησής της, οι δε καταθέσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης δεν αναφέρουν οτιδήποτε για τις καταβολές αυτές. Συνεπώς η πρώτη εναγόμενη εξακολουθεί να οφείλει στην ενάγουσα για επίδομα Πάσχα το ποσό των 1.210 ευρώ για το επίδομα Χριστουγέννων το ποσό των 2.520,47 ευρώ για το αποδοχές άδειας το ποσό των 3.736 ευρώ και για το επίδομα άδειας το ποσό των 1.870 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τα ως άνω αιτήματα ως ουσιαστικά αβάσιμα, δεχόμενο ότι οι αποδοχές άδειας και τα επιδόματα εορτών και άδειας όλων των επίδικων ετών έχουν καταβληθεί, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο σχετικός έβδομος λόγος κατά το μέρος που εκκαλείται η προσβαλλόμενη απόφαση διότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υφίσταται η ανωτέρω οφειλή της πρώτης εναγόμενης, να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος, να απορριφθεί όμως ως προς τον ισχυρισμό που περικλείει ότι από τις τραπεζικές καταθέσεις των ανωτέρω ποσών και τις αντίστοιχες αποδείξεις κατάθεσης της ALPHA BANK που οι εναγόμενοι επικαλούνται και προσκομίζουν δεν αποδεικνύεται ούτε η εν μέρει εξόφληση της ένδικης οφειλής. Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. β΄ του α.ν. 539/1945 αν ο εργοδότης δεν χορήγησε τη ζητηθείσα άδεια ανάπαυσης έως το τέλος του ημερολογιακού έτους, ο μισθωτός δικαιούται ν’ αξιώσει την πληρωμή των αποδοχών της άδειας στο διπλάσιο. Για τη θεμελίωση όμως της αξιώσεως του διπλασιασμού των αποδοχών αδείας που έχει χαρακτήρα αστικής ποινής δεν αρκεί απλώς η μη χορήγηση της άδειας έως το τέλος του ημερολογιακού έτους, αλλά χρειάζεται και υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας (άρθρο 330 του ΑΚ), η οποία υπάρχει εάν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης εξανάγκασε το μισθωτό να εργασθεί κατά το χρόνο κατά τον οποίο θα έπρεπε να λάβει αυτή (ΑΠ 1392/2003 ΕλΔνη 46, 777, ΑΠ 1568/1999 ΔΕΝ 56, 498, ΑΠ 581/1999 ΔΕΝ 56, 1338, ΕφΠειρ 713/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 236/2014 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω δεν αποδεικνύεται ότι η μη χορήγηση στην ενάγουσα από την πρώτη εναγόμενη της ετήσιας άδειας οφείλεται σε υπαιτιότητα της δεύτερης εναγόμενης, ως νομίμου εκπροσώπου της και ότι την εξανάγκασε να εργαστεί κατά το χρόνο που έπρεπε να τη λάβει, καθώς δεν αρκεί ότι η ενάγουσα δεν έλαβε την άδειά της, αλλά απαιτείται να μην την έλαβε εξαιτίας της υπαίτιας συμπεριφοράς της δεύτερης εναγόμενης. Τέτοια συμπεριφορά δεν αποδεικνύεται ούτε από τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης, οι οποίοι απλά κατέθεσαν ότι αν και ζήτησε την άδειά της από τη δεύτερη εναγόμενη δεν την έλαβε, χωρίς παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών από τα οποία να αποδεικνύεται η υπαιτιότητά της ενεργούσας ως νομίμου εκπροσώπου και διαχειρίστριάς της πρώτης εναγόμενης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε και απέρριψε το σχετικό αίτημα για διπλασιασμό των αιτούμενων αποδοχών της άδειας ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο όγδοος λόγος της έφεσης σύμφωνα με τον οποίο εσφαλμένα απορρίφθηκε το αίτημα αυτό, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, όπως ανωτέρω λέχθηκε, η ενάγουσα αν και συμφωνήθηκε να εργάζεται υπό καθεστώς πενθήμερης απασχόλησης, ολόκληρο το επίδικο χρονικό διάστημα εργαζόταν έξι ημέρες κάθε εβδομάδα από Δευτέρα έως και το Σάββατο, η δε παροχή εργασίας κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας, ως απαγορευόμενη από κανόνες δημόσιας τάξης, είναι άκυρη και γεννά απαίτηση αποδόσεως της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Η ωφέλεια αυτή συνίσταται στις αποδοχές τις οποίες η πρώτη εναγόμενη θα κατέβαλε σε άλλο μισθωτό, που θα απασχολείτο με έγκυρη σύμβαση εργασίας κατά τις άνω ημέρες, υπό τις ίδιες συνθήκες με την ακύρως κατ’ αυτές εργασθείσα ενάγουσα. Κατά το χρονικό διάστημα από την 1/1/2010 έως την 22/5/2014 η ενάγουσα εργάστηκε όλα τα Σάββατα και συνολικά 228 Σάββατα, για τα οποία δικαιούται, κατά τα ανωτέρω, το ποσό των 9.484,80 ευρώ (1.040 ευρώ Χ 1/25 = 41,6 ευρώ Χ 228), το οποίο η πρώτη εναγόμενη ωφελήθηκε. Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι εργαζόταν πέντε ημέρες κάθε εβδομάδα από την Τρίτη έως το Σάββατο δεν αποδεικνύεται, πρωτίστως διότι δεν αποδεικνύουν ποιος αναπλήρωνε την ενάγουσα τη Δευτέρα που δεν εργαζόταν, καθόσον από τους πίνακες προσωπικού που προσκομίζουν και επικαλούνται εκτός από την ενάγουσα εργαζόταν η ………., η οποία κάλυπτε τη μια βάρδια (πρωινή ή απογευματινή) της ημέρας, η δε κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι η δεύτερη εναγόμενη συχνά ήταν στο κατάστημα τις πρωινές ώρες είναι παντελώς αόριστη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, αν και δέχθηκε ότι η ενάγουσα εργαζόταν όλα τα Σάββατα, δεν της επιδίκασε την ωφέλεια που η πρώτη εναγόμενη αποκόμισε από την παράνομη απασχόλησή της κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει ο πέμπτος λόγος της έφεσης να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος. Πέραν τούτου όμως η ενάγουσα δεν δικαιούται και για αμοιβή για την υπερεργασία οκτώ ωρών εβδομαδιαίως επειδή εργαζόμενη το Σάββατο υπερέβη το νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας των 40 ωρών, διότι όπως ανωτέρω εκτέθηκε για την εξεύρεση της υπερεργασίας, υπό καθεστώς πενθήμερης εργασίας, με το οποίο η ενάγουσα εργαζόταν, όπως οι διάδικοι ισχυρίζονται, χωρίς η τακτική απασχόληση της το Σάββατο να μετατρέπει την απασχόληση της από πενθήμερη σε εξαήμερη, δεν συνυπολογίζονται και οι ώρες απασχόλησης την έκτη ημέρα, εφόσον την ημέρα αυτή δεν υπερβαίνει το νόμιμο ημερήσιο ωράριο των οκτώ ωρών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε και απέρριψε το σχετικό αγωγικό αίτημα για τη επιδίκαση ποσού των 12.583,20 ευρώ ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει ο τέταρτος λόγος της έφεσης και ο έκτος λόγος της έφεσης, κατά το μέρος που αφορά το σχετικό αίτημα να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Υπό το ανωτέρω καθεστώς η ενάγουσα εργάστηκε στην πρώτη εναγόμενη έως την 22/5/2014. Την ημέρα εκείνη υπέστη έμφραγμα του μυοκαρδίου και διέκοψε την εργασία της λόγω της ανάγκης της για νοσηλεία και της λήψης αναρρωτικής άδειας για την αποκατάσταση της υγείας της. Επανήλθε στην εργασία της την 22/7/2014 και εργάστηκε έως την 15/8/2014, οπότε έλαβε νέα άδεια έως την 31/8/2014. Την 1/9/2014 επέστρεψε στη θέση της, παρέχοντας την ίδια εργασία, εργαζόμενη πλέον από την 13:00 – 21:00 ώρα, πέντε ημέρες εβδομαδιαίως, οπότε διαπίστωσε ότι μονομερώς η πρώτη εναγόμενη δια της δεύτερης, είχε μειώσει, ήδη από τον Ιούλιο του έτους 2014, το μηναίο μισθό της στο ποσό των 720 ευρώ. Η μείωση αυτή συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της ενάγουσας, πλην όμως από κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε ειδικά και με συγκεκριμένες ενέργειες στη μονομερή αυτή μείωση του μισθού της, αποδεχόμενη σιωπηρώς συνεχίζοντας να εργάζεται την τροποποίηση των εργασιακών όρων (ΑΠ 1000/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 911/2008 ΔΕΕ 2008, 1403, ΑΠ 1435/2006 ΝΟΜΟΣ). Η σιωπηρή αυτή αποδοχή της μείωσης της αμοιβής της τεκμαίρεται από το γεγονός ότι την 1/9/2014 αφού ήδη είχε πληροφορηθεί τη μείωση του μισθού της συνέχισε να εργάζεται υπό τους νέους αυτούς όρους έως την 15/10/2014, οπότε αποχώρησε από την εργασία της. Και ναι μεν ο χρόνος που παρήλθε από τη μονομερή μείωση του μισθού της έως την αποχώρησή της δεν είναι μακρύς, από κανένα όμως πραγματικό περιστατικό αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα δεν θα συνέχιζε να εργάζεται στην πρώτη εναγόμενη αμειβόμενη με το μειωμένο μισθό, αν δεν συνέβαινε το κατωτέρω περιγραφόμενο περιστατικό, εξ αφορμής του οποίου και μόνο αποχώρησε από την εργασία της, χωρίς ακόμα και τότε να προβεί σε συγκεκριμένη διαμαρτυρία για τη βλαπτική μεταβολή των εργασιακών όρων. Συνακόλουθα η ενάγουσα σιωπηρώς αποδεχόμενη τη μείωση του μισθού της στο ποσό των 720 ευρώ από τον Ιούλιο του έτους 2014, το αίτημά να της επιδικαστεί το ποσό των 80 ευρώ εβδομαδιαίως για τις εννέα εβδομάδες από την 25/7/2014 έως την 15/8/2014 και από την 1/9/2014 έως την 16/10/2014 και συνολικά το ποσό των 720 ευρώ πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια και απέρριψε το σχετικό αίτημα ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο τρίτος λόγος και ο έκτος λόγος της έφεσης, κατά το μέρος που η ενάγουσα επικαλείται εσφαλμένη απόρριψη του ως άνω αιτήματος να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Την 15/10/2014 κατόπιν παρότρυνσης της δεύτερης εναγόμενης η ενάγουσα φόρεσε μια καινούρια ποδιά εργασίας, την οποία είχε αγοράσει ο υιός της δεύτερης εναγόμενης. Η ποδιά όμως αυτή δεν ήταν του μεγέθους της ενάγουσας αλλά μεγαλύτερη, με αποτέλεσμα να προκαλέσει τα γέλια της δεύτερης εναγόμενης και των παρευρισκομένων. Την αντιμετώπιση αυτή από τη δεύτερη εναγόμενη η ενάγουσα θεώρησε υποτιμητική και προσβλητική για την προσωπικότητά της και έχοντας σχηματίσει την πεποίθηση ότι η δεύτερη εναγόμενη εσκεμμένα της έδωσε να φορέσει την ποδιά αυτή για να τη γελοιοποιήσει, ζήτησε και έλαβε την υπόλοιπη άδειά της και αποχώρησε από την επιχείρηση, προκειμένου να επιστρέψει την 10/11/2014. Όσο χρόνο βρισκόταν σε άδεια η ενάγουσα οχλούσε τη δεύτερη εναγόμενη να της καταβάλει τα πιο πάνω οφειλόμενα ποσά, πλην όμως η τελευταία αρνείτο να συμμορφωθεί στις υποχρεώσεις της, οπότε η ενάγουσα αναγκάστηκε να καταφύγει στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας και κατόπιν υπόδειξης των εκεί υπαλλήλων συνέταξε την από 11/11/2014 εξώδικη δήλωση πρόσκληση και διαμαρτυρία απευθυνόμενη προς τη δεύτερη εναγόμενη, με την οποία, αφού ανέφερε ότι διατηρεί ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις ποσού 14.720 ευρώ, τις οποίες παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της δεν τις έχει εξοφλήσει, δήλωσε ότι από την 11/11/2014 ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας της έως την πλήρη εξόφληση του πιο πάνω ποσού, το οποίο την καλούσε να της καταβάλει ώστε να επιστρέψει στην εργασία της. Την ίδια ημέρα μετέβη στο λογιστικό γραφείο του τρίτου εναγόμενου, ζητώντας από αυτόν να παραδώσει τη δήλωση στη δεύτερη εναγόμενη, ως νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εναγόμενης, ενώ την κατέθεσε και στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας την 13/11/2014 (υπ’ αριθμ. πρωτ. ……/13.11.2014). Επιπλέον την 17/11/2014 προσέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας καταγγέλλοντας ότι η δεύτερη εναγόμενη της οφείλει τις αποδοχές και τα επιδόματα άδειας των ετών 2007 έως και 2013 και τα επιδόματα των εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων των ετών 2007 έως και 2010. Παρά ταύτα την 14/11/2014, χωρίς να αποδεικνύεται ότι μεσολάβησε οποιουδήποτε είδους επικοινωνία μεταξύ της ενάγουσας και της δεύτερης εναγόμενης, επιδόθηκε στην ενάγουσα η από 14/11/2014 εξώδικη δήλωση της πρώτης εναγόμενης (υπ’ αρθμ…../14.11.2014 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………), με την οποία, αφού καταλόγιζε στην ενάγουσα ότι από την 11/11/2014 απέχει αδικαιολόγητα από την εργασία της χωρίς να την έχει ενημερώσει για τα αίτια και το χρόνο της αποχής της, την καλούσε να επιστρέψει εντός δυο εργάσιμων ημερών διαφορετικά η απουσία της θα εθεωρείτο οικειοθελής αποχώρηση και θα επέφερε τη λύση της μεταξύ τους εργασιακής σύμβασης, ενώ την 24/11/2014 επιδόθηκε στην ενάγουσα η από 18/11/2014 αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού με την οποία αναγγελλόταν προς τον ΟΑΕΔ ότι η ενάγουσα αποχώρησε οικειοθελώς από την επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης την 18/11/2014. Όπως όμως ανωτέρω εκτέθηκε η αποχή της ενάγουσας από την εργασία της δεν ήταν αδικαιολόγητη, ούτε εξέφραζε την βούλησή της να διακόψει να εργάζεται στη πρώτη εναγόμενη, αλλά οφείλεται στην πρόθεσή της να δηλώσει προς την πρώτη εναγόμενη ότι απέχει από την εργασία της έως την εξόφληση των πιο πάνω οφειλόμενων ποσών που αποδεδειγμένα της οφείλονται, δηλώνοντας ρητά ότι εάν εξοφληθεί θα επιστρέψει στην εργασία της. Άλλωστε, υφισταμένων των οφειλών αυτών ακόμα και πριν να υποστεί το έμφραγμα του μυοκαρδίου, η επιστροφή της στην εργασία και η ανάληψη των ίδιων καθηκόντων μετά από την αποκατάσταση της υγείας της σηματοδοτούν τη βούλησή της να συνεχίσει να εργάζεται, πολύ δε περισσότερο που δεν είχε κανένα απολύτως λόγο να αποχωρήσει οικειοθελώς χωρίς να έχει λάβει τα χρήματα που της οφείλονται. Οι εναγόμενοι με τις πρωτόδικες προτάσεις τους αρνούνται ότι έλαβαν γνώση της πιο πάνω δήλωσης επίσχεσης και επομένως θεώρησαν την αποχή της ενάγουσας αδικαιολόγητη και οικειοθελής, πλην όμως εφόσον αποδεικνύεται η σύνταξη και η κατάθεσή της στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας και μάλιστα σε ανύποπτο χρόνο, αφού έως τότε δεν υπήρχε επικοινωνία με τη δεύτερη εναγόμενη, δεν είναι δυνατόν, κατά τους κανόνες της λογικής και της κοινής των ανθρώπων πείρας, η ενάγουσα να μην την προσκόμισε στο τρίτο εναγόμενο προκειμένου ο τελευταίος να την παραδώσει στη δεύτερη εναγόμενη, καθώς για το σκοπό αυτό τη συνέταξε. Και ναι μεν η ενάγουσα ενεργώντας με κάθε επιμέλεια όφειλε να επιδώσει την εν λόγω δήλωση στην πρώτη εναγόμενη με δικαστικό επιμελητή, η παράλειψή της όμως αυτή, οφειλόμενη ενδεχομένως και στην οικονομική αδυναμία της να καταβάλει την αμοιβή του δικαστικού επιμελητή, αλλά και επειδή πείσθηκε από τις διαβεβαιώσεις του τρίτου εναγόμενου ότι αυτός θα την παραδώσει, δεν μπορεί να καταλογιστεί στην ενάγουσα και εκ του λόγου αυτού να αποδειχθεί η μη ενημέρωση της πρώτης εναγόμενης ως προς τη δήλωση. Εκτός τούτου ο ισχυρισμός του τρίτου εναγόμενου ότι η ενάγουσα επισκέφθηκε μεν το γραφείο του αρχές του Νοεμβρίου τους έτους 2014, όχι για να του δώσει τη δήλωση επίσχεσης, αλλά μόνο για να ζητήσει κάποιες δηλώσεις αποδοχών της, δεν αποδεικνύεται και δεν συνάδει με το γεγονός ότι η ενάγουσα προφανώς συνέταξε τη δήλωση επίσχεσης για να λάβει γνώση η πρώτη εναγόμενη, δια της δεύτερης και όχι απλά για να την καταθέσει στην Επιθεώρηση Εργασίας. Σε κάθε περίπτωση μόνο από την, έστω και αδικαιολόγητη, απουσία της ενάγουσας από την εργασία της δεν μπορεί να εξαχθεί η βούληση της ότι θέλει να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας και να επιφέρει τη λύση της, διότι οι εναγόμενοι, δεν επικαλούνται συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να αποδεικνύεται η βούληση της ενάγουσας να λύσει την εργασιακή της σύμβαση, μην αποδεικνυομένου του ισχυρισμού τους ότι όσο απουσίαζε απλά της έστειλαν μηνύματα χωρίς η τελευταία να απαντήσει. Αντίθετα η ενάγουσα, σύμφωνα με τα ανωτέρα, επανειλημμένα εκδήλωσε την επιθυμία της να μη λυθεί η εργασιακή σύμβαση, ζητώντας μόνο τις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές της, δηλώνοντας ρητά ότι θα επιστρέψει στην εργασία της αν αυτές εξοφλούντο. Κατόπιν τούτων η μη αποδοχή των υπηρεσιών της ενάγουσας από την πρώτη εναγόμενη συνιστά σιωπηρή καταγγελία εκ μέρους της, η οποία είναι άκυρη, διότι δεν έγινε εγγράφως και χωρίς την ταυτόχρονη καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, εξαιτίας της οποίας ακυρότητας η πρώτη εναγόμενη περιήλθε σε υπερημερία και επομένως οφείλει στη ενάγουσα ως μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την 18/11/2014 έως την 30/4/2015 το συνολικό ποσό των 4.320 ευρώ (720 ευρώ Χ 5,5 μήνες = 3.960 ευρώ + 360 ευρώ επίδομα Πάσχα 2015), γενομένου εν μέρει δεκτού και ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού αγωγικού αιτήματος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφαση του απέρριψε το αίτημα αυτό διότι δέχθηκε ότι η ενάγουσα δεν άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης αλλά αποχώρησε οικιοθελώς από την εργασία της εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και ο σχετικός ένατος λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά αβάσιμος. Πρέπει να σημειωθεί ότι το γεγονός ότι στην πιο πάνω αίτηση προς την Επιθεώρηση Εργασίας για τη διενέργεια εργατικής διαφοράς η ενάγουσα επικαλέστηκε μόνο ότι της οφείλονται τα επιδόματα των εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τα επιδόματα και οι αποδοχές της άδειας ενώ στο από 15/1/2015 υπόμνημα της που κατέθεσε κατά τη συζήτηση ενώπιον του Επιθεωρητή Εργασίας ανέφερε ότι η πρώτη εναγόμενη της οφείλει τις αποδοχές άδειας των ετών 2007 έως 2013 και το επίδομα άδειας του έτους 2013, το επίδομα Χριστουγέννων των ετών 2007, 2008, 2009 και μέρους του έτους 2014 και το επίδομα Πάσχα των ετών 2007, 2008, 2009 δεν ασκεί ουσιώδη επιρροή ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των αγωγικών αιτημάτων για την αμοιβή της για την εργασία της τα Σάββατα και τους μισθούς υπερημερίας ούτε η παράλειψη αυτή αποτελεί απόδειξη ότι δεν της οφείλονται τα πιο πάνω ποσά και αποτρεπτικό παράγοντα για τη δια της δικαστικής οδού διεκδίκησης και απόδειξής τους.

Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281, 648, 672 του ΑΚ, 5 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι, αν η καταγγελία σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της υπόληψης αυτού ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση) ή που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ’ εύλογη κρίση (ΑΠ 22/2014 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση από κανένα στοιχείο αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η δεύτερη εναγόμενη επεδείκνυε προσβλητική και εξυβριστική συμπεριφορά προς αυτή κατά το χρόνο που εκείνη εργαζόταν στην επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης, ούτε ότι η δεύτερη εναγόμενη δίνοντας εντολή στην ενάγουσα για την εκτέλεση εργασιών εκτός από αυτών της πωλήτριας ενεργούσε κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματός της να φροντίζει για την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης της. Επίσης δεν αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη, ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης, ενεργώντας σε συνεργασία με τον τρίτο εναγόμενο, ο οποίος δεν έχει ουδεμία συμμετοχή στη λειτουργία και διαχείριση της πρώτης εναγόμενης, προέβη στην καταγγελία της σχετικής σύμβασης εργασίας με την ενάγουσα ορμώμενη από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του (διευθυντικού) δικαιώματος, δηλ. για λόγους εμπάθειας, μίσους ή έχθρας ή σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία προηγηθείσας εκ μέρους αυτής διεκδίκησης των δεδουλευμένων. Συνακόλουθα, από μόνη την ακυρότητα της γενόμενης καταγγελίας, λόγω μη τήρησης των νομίμων τύπων (χωρίς έγγραφη καταγγελία της σύμβασης, χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης) ακόμα και αν έγινε ακριβώς για να αποφύγει η πρώτη εναγόμενη την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης στην ενάγουσα, δεν συντρέχει υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης στην καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, δεδομένου μάλιστα ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας δεν συνοδεύτηκε από περιστάσεις προσβλητικές της προσωπικότητάς της ώστε να ανακύπτει δικαίωμα της τελευταίας να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και συνεπώς πρέπει το σχετικό κονδύλιο της αγωγής να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε και απέρριψε το σχετικό αίτημα ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο δέκατος λόγος της έφεσης, κατά τον οποίο εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αυτό να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατόπιν αυτών, πρέπει η έφεση να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 587/2008 ΕΣυγκΔ 2009, 329, Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447) και αφού κρατηθεί η υπόθεση να ερευνηθεί η αγωγή ως προς όλα τα πρωτοδίκως υποβληθέντα προς οριστική διάγνωση της διαφοράς ζητήματα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και η κατωτέρω αναφερόμενη καταλυτική της αγωγής ένσταση αοριστίας, την οποία οι εναγόμενοι είχαν προβάλει νόμιμα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και παραδεκτά επαναφέρουν με τις προτάσεις τους και στο παρόν Δικαστήριο, για την εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας της οποίας το παρόν Δικαστήριο, εξαφανίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, στα όρια που καθορίζονται από τους λόγους της έφεσης, καθίσταται αρμόδιο κατά τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 και 536 παρ. 2 του ΚΠολΔ (ΕφΔωδ 181/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ 321/2015 ΝΟΜΟΣ).

Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 117 του ιδίου κώδικα, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Η δε έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών (τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος του οποίου ζητείται η προστασία και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως που απορρέει από αυτά) είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Η έλλειψη ή η ανεπάρκεια ή η ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά συνιστά έλλειψη προδικασίας και καθιστά την αγωγή αόριστη και συνεπώς απαράδεκτη, η αοριστία δε αυτή ερευνάται και αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648 επ. του ίδιου κώδικα προκύπτει ότι, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ο εργαζόμενος ζητεί διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών ή άλλα οφειλόμενα από την εργασιακή σύμβαση, πρέπει να εκτίθενται σ’ αυτήν ο χρόνος καταρτίσεως της συμβάσεως, ο συμφωνημένος ή νόμιμος μισθός, το είδος της παρασχεθείσας εργασίας, οι όροι παροχής και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται (ΑΠ 900/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 75/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 430/2014 ΝΟΜΟΣ). Απαιτείται επίσης να εκτίθενται στην αγωγή οι συνολικές κατά μήνα συνήθεις αποδοχές του μισθωτού, με βάση τις οποίες καθορίζεται η πρόσθετη αμοιβή και η αποζημίωση της παρασχεθείσας υπερεργασίας και υπερωρίας, χωρίς όμως να απαιτείται και ανάλυση των επί μέρους κονδυλίων των εν λόγω αποδοχών. Απαραίτητο είναι επίσης να προσδιορίζονται οι νόμιμες και οι καταβαλλόμενες αποδοχές, για τον υπολογισμό του ωρομισθίου (ΑΠ 414/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1419/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1116/2013 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω η ενάγουσα αναφέρει με λεπτομέρεια στην αγωγή της τα καθήκοντά της, τις νόμιμες αποδοχές της που καθορίστηκαν συμβατικά και όχι με βάση συλλογική σύμβαση εργασίας, το ωράριό της, τα Σάββατα που εργάστηκε, τα περιστατικά που επιφέρουν την ακυρότητα της καταγγελίας και ότι παρά την καταγγελία συνέχισε να προσφέρει την εργασία της, ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για τις αξιώσεις της και να παρέχεται η δυνατότητα στους εναγόμενους να αμυνθούν κατά των αξιώσεων αυτών. Επίσης, παρά την ουσιαστική αβασιμότητα του ισχυρισμού της, η ενάγουσα επικαλείται στην αγωγή την κατ’ αυτή παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων και το ψυχικό άλγος και την συναισθηματική αναστάτωση που της προκάλεσε. Επομένως η σχετική ένσταση αοριστίας πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Πρέπει επομένως, μετά ταύτα η αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη για τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων και να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την πρώτη εναγόμενη, να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 18.821,27 ευρώ, και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της να της καταβάλει το ποσό των 4.320 ευρώ, όλα τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επόμενη που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό έως την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα των δεύτερης και τρίτου των εναγόμενων και για τους δυο βαθμούς της δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ) ενώ ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της πρώτης εναγόμενης λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), απορριπτομένου ως αλυσιτελώς προβαλλόμενου του ενδέκατου λόγου της έφεσης, με την οποία η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη επιδίκαση από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε βάρος της των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, διότι μετά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης μετά από παραδοχή άλλων λόγων έφεσης της εκκαλούσας το κεφάλαιο περί δικαστικής δαπάνης, ως συνεχόμενο με την ουσία της υπόθεσης, συνεξαφανίζεται και για τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας αποφαίνεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΕφΠειρ 90/2014 ΝΟΜΟΣ ΕφΠειρ 587/2008 ΕΣυγκΔ 2009.329, βλ. Σαμουήλ, Η έφεση, εκδ. 2009, σελ. 233).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 770/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 13/2/2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2015 αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τη δεύτερη και τον τρίτο των εναγόμενων, καθώς και ό,τι κρίθηκε ότι πρέπει ν’ απορριφθεί.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα αυτών και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της από 18/11/2014 καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι ενός ευρώ και είκοσι επτά λεπτών (18.821,27) με το νόμιμο τόκο από την επόμενη που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό έως την εξόφλησή του.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της πρώτης εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων είκοσι (4.320) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επόμενη που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό έως την εξόφλησή του.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της πρώτης εναγόμενης ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατόν εξήντα (1.160) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 25 Ιανουαρίου 2018.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ