Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 45/2018

Αριθμός  45/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτη και Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 516 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και οι Εισαγγελείς Πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι. Από τη διάταξη αυτή (άρθρο 516 παρ. 1 του ΚΠολΔ) σαφώς προκύπτει ότι για την άσκηση έφεσης απαιτεί­ται να έχει ο εκκαλών έννομο συμφέρον προς τούτο, που κρίνεται από το διατακτικό της εκκαλουμένης και υπάρχει όταν ο εκκαλών νικήθηκε, δηλαδή όταν απορρίφθηκε, ολικά ή εν μέρει, αίτησή του για παρο­χή έννομης προστασίας ή έγινε, εν όλω ή εν μέρει, δε­κτή έναντι αυτού όμοια αίτηση του αντιδίκου του (ΕφΘεσσαλ 1834/2013, ΕφΘεσσαλ 1191/2009, ΕφΘεσσαλ 654/2009). Αν η έφεση ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν νομιμοποιείται σε άσκηση αυτής ή δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή της, το οποίο αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, όπως συνάγεται και από τη γενικότερη διάταξη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι το έννομο συμφέρον, ως προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε ένδικου μέσου, αποτελεί ειδικότερη έκφανση της θεμελιώδους αρχής που καθιερώνει η προαναφερόμενη διάταξη, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, απορρίπτεται ως απαράδεκτη, κατά τη διάταξη του άρθρου 532 του ΚΠολΔ (ΑΠ 840/2011, ΕφΠειρ 705/2014, ΕφΑθ 1644/2012, ΕφΑθ39/2011, ΕφΘεσσαλ 1810/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού έγγραφες προτάσεις του, ο εφεσίβλητος  προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο εκκαλών δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της ένδικης εφέσεως [δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση αυτής, σε κάθε δε περίπτωση το έννομο συμφέρον ελλείπει κατά τη συζήτηση αυτής (εφέσεως)], αφού το παρόν Δικαστήριο, με την υπ΄ αρ. 543/2014 τελεσίδικη απόφασή του, δέχθηκε την από 7-12-2009 αγωγή του (εφεσίβλητου) που είχε ασκηθεί ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, αναγνώρισε ότι είναι άκυρη η από 14-10-2008 ιδιόγραφη διαθήκη της υποτιθέμενης δικαιοπαρόχου του (εκκαλούντος) ……… και συνεπώς ο εκκαλών ουδέποτε απέκτησε ούτε και έχει την ιδιότητα του κληρονόμου της ……, ώστε να έχει έννομο συμφέρον να διεκδικεί περιουσιακά στοιχεία που δήθεν ανήκαν σε εκείνη εν ζωή προκειμένου να ενταχθούν στην κληρονομιά εκείνης. Αρχικώς ενάγουσα της από 23-7-1998 (αρ. καταθ. …/1998) αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ήταν η …….., εναγόμενος δε ο ………. Μετά την άσκηση της ως άνω αγωγής (και συγκεκριμένα την 24-9-2009) απεβίωσε η ενάγουσα και στη θέση της υπεισήλθε ο εκ διαθήκης κληρονόμος της, …….. Με την από 13-9-2010 (αρ. καταθ. …/2010) κλήση του (……..) εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η ένδικη αγωγή, η οποία κατά τη δικάσιμο της 13-10-1999, οπότε είχε επαναπροσδιοριστεί κατόπιν σχετικής κλήσης λόγω ματαίωσής της κατά την αρχική δικάσιμο της 6-11-1998, είχε ματαιωθεί και πάλι. Την ως άνω αγωγή επανέφερε (ο ……….) με την προαναφερόμενη ιδιότητά του, ήτοι ως μοναδικός εκ διαθήκης κληρονόμος και καθολικός διάδοχος της ως άνω ενάγουσας, που τυγχάνει μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος της αρχικής διαθέτιδας, υπεισερχόμενος έτσι αυτοδικαίως στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της (ενάγουσας). Επί της αγωγής αυτής, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω, εξεδόθη κατά την τακτική διαδικασία, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, η υπ΄ αρ. 3452/2014 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, απέρριψε αυτήν (ένδικη αγωγή). Κατά της αποφάσεως αυτής ο συνεχίζων τη δίκη κληρονόμος της αρχικώς ενάγουσας άσκησε την ένδικη από 24-11-2014 (αρ. καταθ. …./2014) έφεση, η οποία αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011). Περαιτέρω προκύπτει ότι επί της από 7-12-2009 (αρ. καταθ. …../2009) αγωγής των α) ……. και 2) …….. (μη διαδίκων στην παρούσα δίκη) κατά του ήδη εκκαλούντος (……..) και κατόπιν ασκήσεως εφέσεως κατά της υπ΄ αρ. 4595/2012 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε επ΄ αυτής, εκδόθηκε την 24-7-2014 η υπ΄ αρ. 543/2014 τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου αυτού (Εφετείου Πειραιώς) με την οποία, δικάζοντας κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, δέχθηκε τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση, εξαφάνισε την υπ΄ αρ. 4595/2012 οριστική απόφαση, δέχθηκε την αγωγή και αναγνώρισε ότι είναι άκυρη η από 14-10-2008 ιδιόγραφη διαθήκη της ………., η οποία δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία με την υπ΄ αρ. 1199/2009 απόφαση και τα ταυτάριθμα πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατά της αποφάσεως αυτής ο ήδη εκκαλών άσκησε αναίρεση, η οποία εκκρεμεί. Πλην όμως, η απόφαση αυτή που αφορά την ακυρότητα ή όχι διαθήκης δεν δημιουργεί δεδικασμένο έναντι οποιουδήποτε, αλλά μόνο μεταξύ των διαδίκων (Κ. Παπαδόπουλου: Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου, τόμος πρώτος, εκ. 1994, σελ. 269, παρ. 166). Επομένως, ο εκκαλών, ο οποίος, κατά την πρωτοβάθμια δίκη, είχε την ιδιότητα του καλούντος που υπεισήλθε στη θέση της αρχικώς ενάγουσας, νομιμοποιείται και έχει έννομο συμφέρον στην άσκηση αυτής (ένδικης εφέσεως). Κατά τα λοιπά η κρινόμενη από 24-11-2014 (αρ. καταθ. …./2014) έφεση κατά της προαναφερόμενης υπ΄ αρ. 3452/2014 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς όπως προαναφέρθηκε, φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε κατά νόμο στον ενάγοντα, ήδη εκκαλούντα, με επιμέλεια του εναγομένου, ήδη εφεσίβλητου, την 23-10-2014 (βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο υπ΄ αρ. …΄/23-10-2014 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………), η δε ένδικη έφεση ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης κατ΄ άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των 30 ημερών, ήτοι την 24-11-2014 (άρθρα 144 παρ. 1 και 3, 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ), όπως το άρθρο 495 ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ένδικη έφεση ασκήθηκε την 24-11-2014, ήτοι πριν την 1-1-2016]. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τον εκκαλούντα παράβολο, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ (βλ. τα υπ΄ αρ. ………/2014 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ………../2014 παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ), κατ΄ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012.

Με την από 23-7-1998 (αρ. καταθ. …./1998) αγωγή, που κατατέθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την 1-9-1998, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε, με δήλωση της πληρεξούσιας Δικηγόρου του υπεισελθόντος ενάγοντος που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιλαμβάνεται και στις προτάσεις που κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η αρχικώς ενάγουσα, (…….), ισχυρίστηκε ότι η αποβιώσασα στην Αθήνα στις 19-2-1996 αδελφή της, ……., κάτοικος εν ζωή Πειραιά, με την υπ΄ αρ. …/11-12-1995 δημόσια διαθήκη της ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….. που δημοσιεύτηκε με το υπ΄ αρ. …/29-8-1996 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εγκατέστησε κληρονόμους της α) τον εναγόμενο  ………., εξωτικό, β) την ίδια (ενάγουσα-αδελφή της) και γ) την ………, επίσης αδελφή της και ήδη αποβιώσασα στις 24-4-1996. Ότι δυνάμει της ως άνω δημόσιας διαθήκης, η ως άνω διαθέτιδα κατέλιπε ένα ακίνητο της κυριότητας, νομής και κατοχής της κατά ποσοστό 37,50% εξ αδιαιρέτου και συγκεκριμένα ένα οικόπεδο μετά την επ΄ αυτού τριώροφη οικία και την υπόλοιπη εν γένει περιοχή του, κείμενο στη θέση «….» επί της οδού ……., όπως ειδικότερα περιγράφεται κατά έκταση, θέση και όρια σ΄ αυτήν (αγωγή), στον μεν εναγόμενο κατά ψιλή κυριότητα, στις δε αδελφές της κατά την επικαρπία εφ΄ όρου ζωής τους. Ότι το ως άνω ακίνητο είχε περιέλθει  σ΄ αυτήν (διαθέτιδα) κατά το ως άνω ποσοστό των 37,50% εξ αδιαιρέτου δυνάμει του αναφερόμενου υπ΄ αρ. …./30-4-1953 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου. Ότι η αποβιώσασα νοσηλευόταν από τις 27-12-1995 στο Νοσοκομείο «Υγεία» πάσχοντας από καρκίνο του πνεύμονος με οστικές, ηπατικές και εγκεφαλικές μεταστάσεις, που είχαν διαπιστωθεί ήδη από τον Αύγουστο του 1995. Ότι οι μεταστάσεις αυτές και ιδιαίτερα αυτή στον εγκέφαλο, την είχαν καταβάλει σε μεγάλο βαθμό, ώστε να χάνει την επικοινωνία με το περιβάλλον, να μην καταλαβαίνει ποιοι βρίσκονται γύρω της και ότι ήδη πριν από την νοσηλεία της στο νοσοκομείο δεν αναγνώριζε σε μόνιμη βάση ούτε την ίδια (ενάγουσα) ούτε την αδελφή της …… Ότι λόγω των ανωτέρω η αποβιώσασα, τον Δεκέμβριο του 1995 κατά τον οποίο συνετάχθη η ως άνω δημόσια διαθήκη, δεν είχε συνείδηση των πράξεών της και κατά συνέπεια δεν ήταν σε θέση να διαγνώσει την ουσία, το περιεχόμενο και τις συνέπειες που είχε η πράξη που επιχειρούσε, ήτοι η εγκατάσταση του εξωτικού εναγομένου ως κληρονόμου της. Ότι για μακρό χρονικό διάστημα η αποβιώσασα υπέφερε από την ασθένειά της, είχε φρικτούς πόνους λαμβάνοντας για το λόγο αυτό μορφίνη, η οποία είχε αλλοιώσει την ικανότητα αντίληψης του περιβάλλοντος και των πράξεών της. Ότι λόγω των προβλημάτων αυτών ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη σε επιρροές τρίτων που αδιαφορούσαν στην πραγματικότητα για την πραγματική της βούληση και για την πορεία της υγείας της. Ότι η κληρονομούμενη αδελφή της οπωσδήποτε και μετά βεβαιότητας εάν είχε συνείδηση των πραττομένων της κατά το χρόνο συντάξεως της διαθήκης η βούλησή της θα ήταν εντελώς διαφορετική, όπως τούτο εξέφρασε σε ιδιόγραφη διαθήκη, σύμφωνα με την οποία κατέλιπε στην ίδια (ενάγουσα) και την αδελφή της ….., οι οποίες και μόνο την περιποιούνταν και την αγαπούσαν μέχρι το τέλος της ζωής της, κάθε περιουσιακό της στοιχείο. Ότι η κληρονόμος ……….., απεβίωσε αδιάθετη και άτεκνη στις 24-4-1996 αφήνοντας αυτήν (ενάγουσα) ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμο της. Επικαλούμενη δε έννομο συμφέρον, εφόσον αναγνωριζόμενης της ακυρότητας της ως άνω διαθήκης καθίσταται μοναδική εξ αδιαθέτου συγγενής της αποβιώσασας, και παραιτούμενη από την από 26-3-1998 (αρ. καταθ. …../1998) αγωγή της κατά του εναγομένου, ζήτησε, προσδιορίζοντας την αξία του ανωτέρω κληρονομιαίου ποσοστού άνω του ποσού των 8.000.000 δραχμών, α) να κηρυχθεί άκυρη η υπ΄ αρ. …/11-12-1995 δημόσια διαθήκη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …. ….. και β) να αναγνωριστεί η ίδια (ενάγουσα) ως μόνη εξ αδιαθέτου κληρονόμος της αποβιώσασας αδελφής της και κατά συνέπεια ως μόνη εξ αδιαθέτου κληρονόμος του ως άνω επίδικου ακινήτου κατά ποσοστό 37,50%, κειμένου στον Πειραιά, στη θέση «….» επί της οδού ……… Τέλος, ζήτησε να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 3452/2014 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε ότι με την από 13-9-2010 κλήση του καλούντος ……. παραδεκτώς εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) η ένδικη από 23-7-1998 (αρ. καταθ. …./1-9-1998) αγωγή της ………, η οποία κατά τη δικάσιμο της 13-10-1999, όπου επαναπροσδιορίστηκε κατόπιν σχετικής κλήσης λόγω ματαίωσής της κατά την αρχική δικάσιμο της 6-11-1998, ματαιώθηκε και πάλι και ότι την ως άνω αγωγή επανέφερε ως μοναδικός εκ διαθήκης κληρονόμος και καθολικός διάδοχος της ως άνω ενάγουσας, που τυγχάνει μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος της αρχικής διαθέτιδας, υπεισερχόμενος έτσι αυτοδικαίως στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της (ενάγουσας, άρθρο 1710 του ΑΚ), η οποία απεβίωσε μετά την ματαίωση της ως άνω αγωγής -που δεν επέφερε την λήξη της εκκρεμοδικίας- και πριν την έναρξη της προφορικής συζήτησης αυτής και επιπλέον α) αφού έκρινε ότι η σωρευόμενη αναγνωριστική περί κλήρου αγωγή έχει εγγραφεί εμπροθέσμως κατ΄ άρθρο 220 του ΚΠολΔ στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, απέρριψε αυτή ως αόριστη, καθώς επίσης β) αφού έκρινε ότι ως προς το πρώτο αίτημα για την αναγνώριση της ακυρότητας της δημόσιας διαθήκης, η ένδικη αγωγή δεν απαιτείται να εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων κατά το άρθρο 220 του ΚΠολΔ και ότι αυτή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη πλην του υποβληθέντος με τις προτάσεις αιτήματος για ακυρότητα διαθήκης ως εικονικής κατ΄ άρθρο 139 του ΑΚ, το οποίο έκρινε απορριπτέο ως απαράδεκτο, απέρριψε αυτή (ένδικη αγωγή) ως προς την σωρευόμενη βάση της περί αναγνώρισης της ακυρότητας της διαθήκης ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την ένδικη έφεση ο ηττηθείς ενάγων (που υπεισήλθε στη θέση της αρχικώς ενάγουσας) για την απόρριψη της αγωγής και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 131 του ΑΚ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 16 του Ν. 2447/1996 «Η δήλωση βούλησης είναι άκυρη, αν κατά το χρόνο που έγινε, το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή δεν είχε τη χρήση του λογικού επειδή έπασχε από πνευματική ασθένεια». Κατά τη διάταξη του άρθρου 1718 του ΑΚ, διαθήκη, για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757, είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Ακολούθως, σύμφωνα με την ειδικότερη διάταξη του άρθρου 1719 αρ. 4 εδ. α του ΑΚ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 30 του Ν. 2447/1996 (Α΄ 278) και εφαρμόζεται ως προς τις διαθήκες που έγιναν υπό το κράτος της ισχύος του, δηλαδή πριν από την 30-12-1996 (άρθρο τρίτο του Ν. 2447/1996), ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι όσοι κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή δεν έχουν τη χρήση του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας. Με τη διάταξη αυτή προβλέπονται δύο καταστάσεις, δηλαδή: α) η περίπτωση κατά την οποία ο διαθέτης δεν έχει συνείδηση των πράξεών του και β) η περίπτωση που ο διαθέτης δεν έχει τη χρήση του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας, κάθε μια από τις οποίες, όταν υπάρχει κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, συνεπάγεται την ακυρότητά της, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Έλλειψη συνείδησης των πράξεων υπάρχει, όταν ο διαθέτης αδυνατεί να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της επιχειρούμενης πράξεως, λόγω της ειδικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται (π.χ. ισχυρή μέθη εξαιτίας χρήσεως οινοπνεύματος ή άλλων τοξικών ουσιών, βαθύς ύπνος, εγκεφαλική διάσειση, υψηλός πυρετός, εγκεφαλικό επεισόδιο κλπ). Δεν απαιτείται δε γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου ή πλήρης έλλειψη λειτουργίας του νου ή παντελής αποκλεισμός της ελεύθερης βούλησης, ούτε νοείται ως επιχειρούμενη πράξη αυτή καθ΄ εαυτή η διαθήκη, αφού ο διαθέτης που έχει περιέλθει σε τέτοια κατάσταση μπορεί να έχει συναίσθηση ότι συντάσσει διαθήκη, αλλά νοούνται οι επιμέρους διατάξεις αυτής (διαθήκης), των οποίων τη σημασία, σπουδαιότητα ή έκταση δεν μπορεί να συλλάβει, ιδίως λόγω ανωμαλίας των αναστολών. Στέρηση δε της χρήσης του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας υπάρχει, όταν ο διαθέτης, εξαιτίας πνευματικής ασθένειας, δεν μπορεί να προσδιορίσει ελεύθερα τη βούλησή του, δηλαδή να διαθέσει την περιουσία του μετά το θάνατό του με λογικούς υπολογισμούς. Τέτοιες πνευματικές ασθένειες, που προκαλούν έλλειψη της χρήσης του λογικού, είναι οι γνήσιες ψυχώσεις, όπως λ.χ. η μανιοκατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, οι παράνοιες, αλλά και οργανικοψυχικές παθήσεις, όπως λ.χ. η γεροντική άνοια, όταν απ΄ αυτή προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νου, σε βαθμό που αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης, η ολιγοφρένεια κ.ά. Παρέπεται, ότι δεν αποκλείεται κατά νόμο η συνύπαρξη στο πρόσωπο του διαθέτη και των δύο περιπτώσεων ανικανότητας, που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 1719 αρ. 4 εδ. α του ΑΚ, όπως ίσχυε, δηλαδή τόσο της έλλειψης συνείδησης των πράξεών του, όσο και της πνευματικής ασθένειας που στερεί τη χρήση του λογικού (ΑΠ 385/2014). Όπως προκύπτει δε από την ως άνω διάταξη, προς σύνταξη έγκυρης διαθήκης ο διαθέτης πρέπει να έχει ικανότητα προς τούτο, υπάρχουσα κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης και καθ΄ όλη τη διάρκειά της. Σε περίπτωση έλλειψης συνείδησης των πράξεων, η απόδειξη της έλλειψης αυτής πρέπει να αναφέρεται ακριβώς στον χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ενώ αντίθετα στην περίπτωση που ο διαθέτης πάσχει από διανοητική διαταραχή αν μεν πρόκειται για πάθηση περιοδικού ή παροδικού χαρακτήρα, απαιτείται και πάλι να αποδειχθεί η ψυχική ή διανοητική διαταραχή του διαθέτη, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αν όμως πρόκειται για πάθηση μη ιάσιμη ή βαρεία ψυχική διαταραχή, αρκεί η απόδειξη ότι ο διαθέτης κατά την εποχή περίπου (όχι δε ακριβώς κατά την ημέρα ίσως δε και την ώρα) σύνταξης της διαθήκης, έπασχε από τη μόνιμη πνευματική νόσο (ΑΠ 385/2014, ΑΠ 149/2003 ΕλλΔνη 44.1305, ΑΠ 1360/2002 ΕλλΔνη 44.472, ΑΠ 1396/2001 ΝοΒ 2002.1469, ΑΠ 1304/1999 ΕλλΔνη 44.765, ΕφΛαρ 139/2015). Διαθήκη που συντάσσεται από ανίκανο προς σύνταξη διαθήκης πρόσωπο είναι αυτοδικαίως άκυρη και θεωρείται εξ αρχής ως μη γενομένη (άρθρα 1718, 180 του ΑΚ) και καθένας που έχει έννομο συμφέρον και τέτοιο έχει ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος του διαθέτη, στον οποίο λόγω της ακυρότητας της διαθήκης περιέρχεται η κληρονομιά του, μπορεί να ζητήσει με αγωγή να αναγνωριστεί ότι η εν λόγω διαθήκη είναι άκυρη (ΑΠ 507/2015). Ως προς την ως άνω αγωγή δεν ορίζεται παραγραφή, είναι δε ευνόητο ότι η διάταξη του άρθρου 1788 του ΑΚ περί διετούς παραγραφής δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, καθόσον αφορά τους λόγους ακυρώσεως που προβλέπονται στις περιπτώσεις των άρθρων 1782 έως 1785 του ΑΚ (Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου: Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου, τόμος πρώτος, εκ. 1994, παρ. 164 αρ. 3, σελ. 265, παρ. 211, αρ. 2, σελ. 307). Περαιτέρω η κατά το άρθρο 1724 του ΑΚ δημόσια διαθήκη που συντάσσεται ενώπιον Συμβολαιογράφου έχει την αυξημένη αποδεικτική δύναμη του δημοσίου εγγράφου που ρυθμίζουν τα άρθρα 438, 440 και 441 του ΚΠολΔ. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 438 του ΚΠολΔ, έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ΄ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνον με προσβολή του εγγράφου ως πλαστού. Τέτοια γεγονότα που βεβαιώνονται από Συμβολαιογράφο στο δημόσιο έγγραφο της διαθήκης, είτε ως γενόμενα από αυτόν, είτε ως γενόμενα ενώπιόν του, κατά των οποίων χωρεί ανταπόδειξη με την προσβολή της διαθήκης ως πλαστής, είναι όσα αναφέρονται στην τήρηση των διατυπώσεων που ορίζονται στα άρθρα 1725 έως 1737 του ΑΚ. Η βεβαίωση του Συμβολαιογράφου όμως, σε δημόσια διαθήκη ότι ο διαθέτης έχει συνείδηση των πράξεών του ή ότι έχει τη χρήση του λογικού, αποτελεί κρίση και αντίληψη αυτού, που δεν εμποδίζει την απόδειξη της ανικανότητας αυτού, χωρίς να απαιτείται να προσβληθεί η διαθήκη για πλαστότητα (ΑΠ 385/2014). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 1729 του ΑΚ «Ο διαθέτης και οι μάρτυρες πρέπει να είναι γνωστοί στο συμβολαιογράφο που συντάσσει τη διαθήκη. Αν ο διαθέτης, σύμφωνα με τη βεβαίωση του συμβολαιογράφου, δεν είναι γνωστός σ΄ αυτόν, οι μάρτυρες πρέπει να βεβαιώσουν την ταυτότητα του διαθέτη. Αν για τη σύνταξη της διαθήκης συμπράττει και άλλος συμβολαιογράφος, αρκεί ο διαθέτης να είναι γνωστός σ΄ αυτόν. Μόνη  η  απόδειξη ότι ο συμβολαιογράφος αγνοούσε στην πραγματικότητα το διαθέτη ή τους μάρτυρες, ή ότι οι μάρτυρες αγνοούσαν το διαθέτη, ή ότι δεν βεβαίωσαν την ταυτότητά του, δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης». Ακολούθως, από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1733 του ΑΚ, όπου ορίζεται σχετικά με τη δημόσια διαθήκη που συντάσσεται από το Συμβολαιογράφο ότι η πράξη πρέπει να διαβαστεί στο διαθέτη, ενώ ακούουν τα πρόσωπα που συμπράττουν, και να βεβαιωθεί σ΄ αυτήν ότι αυτό έγινε, σαφώς συνάγεται ότι η ανάγνωση της πράξης από το Συμβολαιογράφο συντάκτη της πρέπει να γίνεται προς το διαθέτη και συγχρόνως από την ίδια ανάγνωση να ακούουν τα πρόσωπα που συμπράττουν κατά τη σύνταξή της και όχι να γίνεται χωριστά για το διαθέτη και χωριστά για τα πρόσωπα που συμπράττουν. Η σχετική με την ανάγνωσή της βεβαίωση στη διαθήκη δεν απαιτείται να γίνει με τρόπο πανηγυρικό ή με επανάληψη των λέξεων του νόμου αλλά η ανωτέρω διατύπωση νοείται και θεωρείται ότι έχει πληρωθεί και όταν από τις συναφείς εκφράσεις, που έχουν χρησιμοποιηθεί στη συμβολαιογραφική πράξη, οπουδήποτε και αν βρίσκονται σ΄ αυτήν, καθώς επίσης και από το σύνολο του περιεχομένου της συνάγεται η τήρηση της ανωτέρω διατύπωσης, δηλαδή ότι διαβάστηκε πραγματικά η πράξη στο διαθέτη, ενώ άκουγαν ταυτόχρονα το έγγραφο που διαβαζόταν και τα πρόσωπα που συνέπραξαν στην κατάρτισή της (ΑΠ 278/2010, ΑΠ 1706/2010). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1871 του ΑΚ, εναγόμενος στην περί κλήρου αγωγή είναι εκείνος, που κατακρατεί ως κληρονόμος την κληρονομιά ή αντικείμενο αυτής, αντιποιούμενος κληρονομικό δικαίωμα και όχι εκείνος ο οποίος απλώς αμφισβητεί το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος και κατέχει τα κληρονομιαία ακίνητα χωρίς αντιποίηση του κληρονομικού δικαιώματος. Αίτημα της αγωγής αυτής είναι να αναγνωριστεί το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδώσει την κληρονομιά ή αντικείμενο αυτής. Ωστόσο, όμως, όπως προκύπτει από την ως άνω διάταξη σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 70 του ΚΠολΔ, αντί της καταψηφιστικής περί κλήρου αγωγής είναι δυνατόν να ασκηθεί αναγνωριστική περί κλήρου αγωγή, με αίτημα είτε την αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος του ενάγοντος και της υποχρεώσεως του εναγομένου, νομέα της κληρονομιάς προς απόδοση αυτής ή αντικειμένου της, είτε μόνο την αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος επί της κληρονομιάς, εφόσον, όμως, γίνεται επίκληση στην αγωγή, ότι ο εναγόμενος κατακρατεί την κληρονομιά ή αντικείμενο αυτής ως κληρονόμος, αντιποιούμενος δηλαδή κληρονομικό δικαίωμα (ΑΠ 187/2003, ΑΠ 1406/1996, ΕφΑθ 9445/2005 ΕλλΔνη 2007.1483). Στοιχεία της περί κλήρου αγωγής, η οποία αποσκοπεί στην προστασία του καθολικού κληρονομικού δικαιώματος, είναι α) ο θάνατος του κληρονομουμένου, β) το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος λόγω της συγγενικής του σχέσεως με τον κληρονομούμενο ή από διαθήκη, γ) ότι ο κληρονομούμενος είχε στην κυριότητα ή και μόνο στη νομή ή κατοχή κατά το χρόνο του θανάτου του τα κληρονομιαία πράγματα και δ) ότι ο εναγόμενος κατακρατεί pro hedere τα κληρονομιαία ακίνητα ως κληρονόμος, αντιποιούμενος κληρονομικό δικαίωμα (ΑΠ 788/2005). Το στοιχείο αυτό (δηλαδή ότι ο εναγόμενος κατέχει pro herede) αποτελεί βασικό στοιχείο της παθητικής νομιμοποιήσεως του εναγομένου και για την πληρότητα του σχετικού δικογράφου πρέπει να διαλαμβάνεται στην αγωγή. Αλλιώς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 118, 216 του ΚΠολΔ είναι αόριστη (ΑΠ 1374/2000, ΕφΑθ 4778/2005 ΕλλΔνη 2007.214, ΕφΛαρ 576/2005 Δικογραφία 2005.532, ΕφΠατρ 961/2004 ΑΧΑΝΟΜ 2005.203). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 983, 984, 1710, 1712 επ, 1846 του ΑΚ και 70 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι σε αντίθεση με την ως άνω περί κλήρου αγωγή (άρθρο 1871 του ΑΚ), στην οποία εναγόμενος, όπως προαναφέρθηκε, είναι πάντοτε ο νεμόμενος τα κληρονομιαία πράγματα ως κληρονόμος, επί αδικαιολόγητης κατοχής κληρονομιαίου ακινήτου χωρίς αντιποίηση κληρονομικού δικαιώματος από αυτόν που το κατέχει, μπορεί να ασκηθεί από τον κληρονόμο κατ΄ αυτού αναγνωριστική αγωγή περί του κληρονομικού δικαιώματος, στο συγκεκριμένο ακίνητο, προς θεμελίωση της οποίας ο ενάγων κληρονόμος αρκεί να επικαλεσθεί και αποδείξει το θάνατο του κληρονομουμένου, τη συγγενική του σχέση προς αυτόν, εφόσον το κληρονομικό του δικαίωμα το στηρίζει στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή ή την εγκατάστασή του ως κληρονόμου με διαθήκη, το δικαίωμα του κληρονομουμένου στο επίδικο πράγμα ακίνητο, το οποίο μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε κυριότητα, αλλά και σε νομή (ή απλή κατοχή) αυτού, κατά το χρόνο του θανάτου του, που περιέρχεται αυτοδικαίως στους κληρονόμους του, καθώς και την εκ μέρους του εναγομένου αδικαιολόγητη κατοχή του πράγματος (ακινήτου) από τον εναγόμενο ή την αμφισβήτηση του κληρονομικού του (ενάγοντος) δικαιώματος (ΑΠ 538/2016, ΑΠ 1607/2012, ΑΠ 729/2011, ΑΠ 400/2009, ΑΠ 355/2007, ΕφΛαρ 134/2012 Δικογραφία 2012.314). Σύμφωνα με τη διάταξη του τελευταίου αυτού άρθρου 224 εδ. β΄ του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 236 του ΚΠολΔ, ο ενάγων μπορεί να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει, με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τους ισχυρισμούς του, που περιέχονται στην αγωγή του, αλλά δεν μπορεί να μεταβάλει τη βάση της αγωγής (ΑΠ 167/2002, ΑΠ 1363/1997). Η αρχή της, ως άνω, απαγόρευσης της μεταβολής της βάσης της αγωγής, για λόγους αποτροπής αιφνιδιασμού του εναγομένου και παγιοποίησης του αντικειμένου της δίκης και συνακόλουθα της αποδεικτικής διαδικασίας και της διάγνωσης από το Δικαστήριο, περιλαμβάνει όχι μόνο τη γνήσια μεταβολή (αντικατάσταση ιστορικής βάσης), αλλά και την προσθήκη νέας βάσης της αγωγής ή νέας επικουρικής βάσης ή, ακόμη, τη μεταβολή της σειράς των περισσότερων στο ίδιο δικόγραφο επικουρικά σ  ωρευόμενων βάσεων, όταν ο ενάγων προβάλλει προς εξέταση την επικουρική βάση αντί της κύριας, τρέποντας την κύρια σε επικουρική (πρβλ. ΕφΑθ 5138/2008, ΕφΑθ 233/1999 ΑρχΝ 2000.523, ΕφΑθ 5438/1990). Στην προκειμένη περίπτωση με αυτό το ιστορικό η ένδικη αγωγή όσον αφορά το δεύτερο αίτημα, έχει το χαρακτήρα αναγνωριστικής περί κλήρου αγωγής, με αίτημα την αναγνώριση του εξ αδιαθέτου κληρονομικού δικαιώματος της αρχικώς ενάγουσας, η οποία παραδεκτώς σωρεύεται στο ίδιο δικόγραφο με την αγωγή για την αναγνώριση της ακυρότητας της διαθήκης (άρθρο 218 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ως προς αυτήν [εφόσον κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς στην κληρονομία περιλαμβάνεται το περιγραφόμενο σ΄ αυτήν (αγωγή) ακίνητο] περίληψη της ένδικης αγωγής έχει εγγραφεί νομοτύπως (την 10-9-1998) στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τόμος …., με α.α. ….), όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού που προέβαλε πρωτοδίκως ο εναγόμενος και επαναφέρει με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού. Τούτο δε διότι και από το υπ΄ αρ. …./16-1-2012 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Πειραιά, προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι και η από 23-7-1998 αγωγή περί κλήρου (διεκδικητική) της ………. κατά του ήδη εφεσίβλητου, εγγράφηκε την 10-9-1998 στον τόμο …., με α.α. …., ενώ η παραπομπή που υπάρχει στο κάτω μέρος του ως άνω εγγράφου δεν δύναται ευκρινώς να αναγνωσθεί και να κατανοηθεί το περιεχόμενο αυτής λόγω της συντομογραφίας και του αναφερόμενου, μεταγενέστερου της χορηγήσεως του ως άνω πιστοποιητικού (16-1-2012), χρόνου, ήτοι αναγράφεται «εγγραφείσες την 23/1/12 λόγω …». Ωστόσο με αυτό το περιεχόμενο η σωρευόμενη αναγνωριστική περί κλήρου αγωγή είναι απορριπτέα ως αόριστη, καθόσον η αρχικώς ενάγουσα δεν επικαλείται όπως απαιτείται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας για την παθητική νομιμοποίηση του εναγομένου, ότι ο τελευταίος κατακρατεί pro herede τα κληρονομιαία αντικείμενα ως κληρονόμος, αντιποιούμενος κληρονομικό δικαίωμα, ούτε εξάλλου ότι κατέχει αδικαιολόγητα το ένδικο ακίνητο ή αμφισβητεί το κληρονομικό της δικαίωμα έχουσα έννομο συμφέρον προς αναγνώριση αυτού κατ΄ άρθρο 70 του ΚΠολΔ, ώστε να δύναται να εκτιμηθεί έστω ως αναγνωριστική του εξ αδιαθέτου κληρονομικού δικαιώματός της. Αντίθετα, όσον αφορά το πρώτο αίτημα για την αναγνώριση της ακυρότητας της δημόσιας διαθήκης, η ένδικη αγωγή είναι παραδεκτή, δεδομένου ότι δεν απαιτείται να εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων κατά το άρθρο 220 του ΚΠολΔ. Επιπλέον, είναι επαρκώς ορισμένη, όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παρά τα αντιθέτως ισχυριζόμενα από τον εναγόμενο, τα οποία επαναφέρει με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, καθόσον γίνεται σαφής έκθεση [στο δικόγραφο αυτής (αγωγής)] των αναγκαίων για τη νομική θεμελίωσή της γεγονότων και νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 131, 180, 1712, 1716, 1718, 1719 αρ. 4 εδ. α του ΑΚ, όπως το τελευταίο ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με το άρθρο 30 του Ν. 2447/1996), 1724 του ΑΚ και 70, 176  του ΚΠολΔ. Επειδή όμως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην κρίση του για τη νομική βασιμότητα της αγωγής παρέθεσε εσφαλμένα τη διάταξη του άρθρου 1719 αρ. 3 του ΑΚ και δεν παρέθεσε και τις εν προκειμένω εφαρμοστέες επίσης διατάξεις των άρθρων 131 και 1719 αρ. 4 εδ. α του ΑΚ, όπως το τελευταίο ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με το άρθρο 30 του Ν. 2447/1996), το Δικαστήριο τούτο, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα, εφόσον πρόκειται για πλημμελή εφαρμογή του νόμου, θα χωρήσει σε απλή αντικατάσταση της σχετικής αιτιολογίας με την ορθή, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, αφού στο στάδιο αυτό δεν προκύπτει αν το διατακτικό της είναι ορθό (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) και επομένως σφάλμα της σε σχέση με την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, η οποία πρέπει να ερευνηθεί κατ΄ ουσίαν στα πλαίσια και των ανωτέρω διατάξεων. Περαιτέρω το υποβληθέν με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεις του ενάγοντος αίτημα για ακυρότητα   διαθήκης ως εικονικής κατ΄ άρθρο 139 του ΑΚ, το οποίο επαναφέρει με λόγο της ένδικης εφέσεως, κρίνεται απορριπτέο ως απαράδεκτο, διότι τούτο συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσεως της αγωγής, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η σωρευόμενη αναγνωριστική περί κλήρου αγωγή είναι απορριπτέα ως αόριστη, καθώς επίσης ότι το υποβληθέν με τις προτάσεις αίτημα για ακυρότητα διαθήκης ως εικονικής κατ΄ άρθρο 139 του ΑΚ, είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και συνεπώς η ένδικη έφεση κατά το σκέλος της που ζητεί να γίνει δεκτή η αγωγή και ως προς τα αιτήματά της αυτά πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη.

Ο εναγόμενος προέβαλε πρωτοδίκως τον ισχυρισμό, τον οποίο επαναφέρει με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού προτάσεις του, περί παραγραφής (και επικουρικά περί παραγραφής εν επιδικία) του επίδικου δικαιώματος, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 1788 του ΑΚ το δικαίωμα για ακύρωση διάταξης τελευταίας βουλήσεως παραγράφεται μετά δύο έτη από τη δημοσίευση της διαθήκης και εν προκειμένω από το χρόνο δημοσίευσης της επίδικης διαθήκης μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής την 1-9-1998, αλλά και από την επίδοση της από 22-12-1998 κλήσης έχει παρέλθει διετία. Η ως άνω ένσταση είναι  απορριπτέα, όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις επίκλησής της εν προκειμένω, καθόσον η διάταξη του άρθρου 1788 του ΑΚ αναφέρεται σε ακυρώσιμη διάταξη διαθήκης και όχι σε άκυρη, όπως εν προκειμένω, και προϋποθέτει κατά τις διατάξεις των άρθρων 1782-1787 του ΑΚ την ακύρωση διάταξης διαθήκης για τους αναφερόμενους στις ως άνω διατάξεις λόγους (απειλή, πλάνη κλπ) και όχι την αναγνώριση της ακυρότητας κατ΄ άρθρο 1719 του ΑΚ για την οποία δεν προβλέπεται παραγραφή.

Με λόγους της ένδικης εφέσεως ο εκκαλών παραπονείται α) ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του εσφαλμένα εκτίμησε τα αναφερόμενα αποδεικτικά έγγραφα, ότι δεν έλαβε υπόψη του τα αναφερόμενα έγγραφα, καθώς και τις αναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις, β) ότι, για τον αναφερόμενο λόγο, δεν του δόθηκε η δυνατότητα να λάβει αντίγραφα των σχετικών που προσκόμισε ο εφεσίβλητος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οπότε και δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει θέση για τη γνησιότητά τους και ότι κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του έσφαλε, θεωρώντας ότι δεν αμφισβητείται η γνησιότητα των εγγράφων που προσκόμισε ο εφεσίβλητος. Οι ως άνω λόγοι αλυσιτελώς προβάλλονται από τον εκκαλούντα, καθόσον από μόνοι τους δεν άγουν (και βάσιμοι ακόμη) στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης. Τούτο δε, διότι το Δικαστήριο, κατά τον έλεγχο των συναφών λόγων της έφεσης για κακή, εν γένει, εκτίμηση των αποδείξεων, λαμβάνοντας υπόψη τα νομίμως προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, θα εξαφανίσει την εκκαλουμένη μόνο αν άγεται σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της υπόθεσης, ενώ διαφορετικά η έφεση απορρίπτεται (πρβλ. ΑΠ 179/1985 ΝοΒ 33.1710, ΕφΠειρ 422/2014, ΕφΔωδ 36/2014, ΕφΛαμ 98/2009). Επομένως, οι ως άνω λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.

Από τις διατάξεις των άρθρων 62, 64 παρ. 2, 339, 409 παρ. 1 και 2, 410, 415 έως 420 του ΚΠολΔ και 61, 65, 67, 70 του ΑΚ, συνάγεται ότι δεν μπορεί να είναι μάρτυρας, αφού δεν είναι τρίτος και δεν μπορεί γι΄ αυτό να έχει την αντικειμενικότητα του τρίτου ο διάδικος και, για την ταυτότητα του λόγου, ο νόμιμος εκπρόσωπος διαδίκου νομικού προσώπου ή μέλος της διοίκησης αυτού. Τούτο συνάγεται ιδίως από το άρθρο 415 του ΚΠολΔ, που προβλέπει ως αποδεικτικό μέσο την εξέταση των διαδίκων ή των νομίμων εκπροσώπων των διαδίκων νομικών προσώπων ή των μελών της διοίκησής τους, καθόσον η εξέταση αυτή δεν αποτελεί μαρτυρία, αλλά ίδιο αποδεικτικό μέσο. Υπό την αντίθετη εκδοχή, είναι δυνατό να εξετάζεται το ίδιο πρόσωπο ως μάρτυρας και στη συνέχεια ως διάδικος ή ως εκπρόσωπος ή μέλος της διοίκησης διαδίκου νομικού προσώπου, λύση προδήλως άτοπη. Συνεπώς, η ένορκη κατάθεση ως μάρτυρα του ίδιου του διαδίκου ή του νομίμου εκπροσώπου ή του μέλους της διοίκησης του διαδίκου νομικού προσώπου είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, ασχέτως του αν είχε οποτεδήποτε προηγουμένως προβληθεί ή όχι σχετική εναντίωση του αντιδίκου του προσκομίζοντος, αφού πρόκειται περί ανυπόστατου αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 397/2016, ΑΠ 2194/2014, ΑΠ 715/2013, ΑΠ 1621/2012, ΕφΔωδ 56/2014). Άρα ένορκη βεβαίωση ενώπιον Ειρηνοδίκη ή Συμβολαιογράφου του ίδιου του διαδίκου ή του νομίμου εκπροσώπου διαδίκου νομικού προσώπου είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο. Η έννομη αυτή συνέπεια προϋποθέτει την ύπαρξη της ιδιότητας του διαδίκου φυσικού προσώπου ή του εκπροσώπου διαδίκου νομικού προσώπου κατά το χρόνο της εξέτασής τους, γιατί, αν προϋπήρχε και εξέλιπε πλέον κατά τον παραπάνω χρόνο, ή εάν επήλθε μετά το χρόνο αυτό, η εν λόγω κατάθεση ή ένορκη βεβαίωση είναι έγκυρη και λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο (ΑΠ 1010/2009, ΑΠ 248/2009, ΑΠ 1492/2006, ΑΠ 1361/2005).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται όμως για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (ΑΠ 224/2016).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα του υπεισελθόντος ενάγοντος ……… και την ανωμοτί κατάθεση του εναγομένου που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, [ανάμεσα στα οποία α) φωτογραφίες, β) έγγραφα των οποίων για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γίνεται επίκληση και προσαγωγή όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ) και γ) ένορκες βεβαιώσεις, (μεταξύ άλλων που λήφθηκαν για τη δίκη που ανοίχθηκε με την ένδικη αγωγή), που είχαν ληφθεί στο πλαίσιο άλλων δικών μεταξύ των διαδίκων και δεν λήφθηκαν για να χρησιμοποιηθούν στην παρούσα δίκη)], χωρίς όμως η ρητή αναφορά σε μερικά εξ αυτών (εγγράφων) να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004.70), εκτός από τα έγγραφα των οποίων γίνεται επίκληση και προσκομίζονται το πρώτον μόνο με την προσθήκη των προτάσεων του εφεσίβλητου, (ήτοι τα υπό στοιχεία: σχετ. προσθ. 1, σχετ. προσθ. 2, σχετ. προσθ. 3 και σχετ. προσθ. 4), δηλαδή μετά την κατά τη δικάσιμο της 12-1-2017 συζήτηση στο ακροατήριο και εντός της κατά το άρθρο 524 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, τα οποία δεν λαμβάνονται υπόψη καθόσον από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 και 529 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι έγγραφα επικαλούμενα με την προσθήκη των προτάσεων δεν λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν προσάγονται για την αντίκρουση ισχυρισμών που προβάλλονται με τις προτάσεις (πρβλ. ΑΠ 1058/2011, ΑΠ 738/1984 ΝοΒ 1985.461, ΕφΔωδ 251/2006, ΕφΔωδ 394/2005), γεγονός όμως που δεν συμβαίνει εν προκειμένω], καθώς επίσης εκτός από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα υπ΄ αρ. …/19-2-2014 ένορκη βεβαίωση της …….. και υπ΄ αρ. …./19-2-2014 και …/19-2-2014 ένορκες βεβαιώσεις του ……… που λήφθηκαν χωρίς να προκύπτει ότι παρίστατο ο εφεσίβλητος, με επιμέλεια του εκκαλούντος, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι οποίες δεν λαμβάνονται  υπόψη ούτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθόσον ναι μεν για την κλήτευση του εφεσίβλητου ο εκκαλών επικαλείται και προσκομίζει την υπ΄ αρ. …../14-2-2014 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείου Αθηνών …….., πλην όμως οι ως άνω ένορκες βεβαιώσεις δόθηκαν μετά την πάροδο του εύλογου χρόνου των 15΄ της ώρας από την ορισθείσα ώρα έναρξης, ήτοι ενώ ο εφεσίβλητος είχε κληθεί για την 19-2-2014, ημέρα Τετάρτη και ώρα 08:45 π.μ., η πρώτη εκ των ως άνω ένορκων βεβαιώσεων λήφθηκε την 09:30 π.μ., η δεύτερη την 9:30 π.μ. και η τρίτη την 10:00 π.μ. και μάλιστα ως συνέχεια της υπ΄ αρ. …./19-2-2014 ένορκης βεβαίωσης, χωρίς να γίνεται μνεία στις ως άνω βεβαιώσεις εάν είχε εμφιλοχωρήσει άλλη υπηρεσιακή απασχόληση του Ειρηνοδίκη, ή λόγοι προσωρινής αντικειμενικής αδυναμίας άσκησης των καθηκόντων του, οπότε στην περίπτωση αυτή ο κλητευθείς εφεσίβλητος όφειλε να αναμείνει το πέρας αυτής (υπηρεσιακής απασχόλησης) ή την άρση αυτής (προσωρινής αντικειμενικής αδυναμίας άσκησης των καθηκόντων) αντίστοιχα και συνεπώς δεν αποτελούν νόμιμα, κατά την έννοια του νόμου, αποδεικτικά μέσα, δεκτού γενομένου και του σχετικού ισχυρισμού που προβάλλει ο εφεσίβλητος, ανεξαρτήτως του ότι λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (βλ. ΟλΑΠ 20/2004, ΑΠ 1150/2007, ΑΠ 1709/2005, ΕφΔυτΜακ 106/2013, ΕφΔωδ 10/2011), καθώς επίσης εκτός από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες υπ΄ αρ. …./6-11-2008 και …/6-11-2008 ένορκες βεβαιώσεις της διαδίκου – αρχικώς ενάγουσας ………, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., καθόσον ως ένορκες βεβαιώσεις διαδίκου (η …….. είχε την ιδιότητά της διαδίκου κατά το χρόνο που δόθηκαν αυτές, εφόσον η εκκρεμοδικία διατηρείται και στην περίπτωση ματαίωσης της συζήτησης της αγωγής) αποτελούν ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και άρα ανεπίτρεπτο (πρβλ. ΑΠ 1312/2002 ΝοΒ 2003 1031, Γ. Νικολόπουλου: Το Δίκαιο της Αποδείξεως, σελ. 290 υποσημ. 9), (σημειώνοντας ότι ο εφεσίβλητος, στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις και την προσθήκη – αντίκρουση της πρωτοβάθμιας συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή της πληρεξουσίας Δικηγόρου του, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 19 Φεβρουαρίου 1996 απεβίωσε στο Γενικό Νοσοκομείο Αθήνας «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», σε ηλικία 78 περίπου ετών (γεννηθείσα το έτος 1918), η ………., κάτοικος εν ζωή Πειραιά, αφήνοντας μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς της τις δύο αδελφές της και συγκεκριμένα την αρχικώς ενάγουσα ……… και την ……. (μη διάδικο στην παρούσα δίκη), η οποία απεβίωσε λίγο αργότερα το αυτό έτος και συγκεκριμένα στις 24 Απριλίου 1996. Ως ιατρικά βεβαιωθείσα αιτία θανάτου της ……….., αναφέρεται «γενικευμένη καρκινομάτωση». Από την άνοιξη του έτους 1995 η αμέσως ανωτέρω αποβιώσασα εμφάνιζε πυρετική κίνηση και απώλεια βάρους, κατόπιν δε εξετάσεων διαπιστώθηκε ότι έπασχε από Ca (καρκίνο) θυρεοειδούς. Για το λόγο αυτό από τις 7-8-1995 νοσηλεύθηκε στο ως άνω νοσοκομείο «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», όπου υποβλήθηκε σε ολική θυρεοειδεκτομή και παρέμεινε νοσηλευόμενη μέχρι τις 21-9-1995. Παράλληλα εκεί διαπιστώθηκαν οστικές μεταστάσεις, που της προκαλούσαν πόνους, για την αντιμετώπιση των οποίων, μετά την έξοδό της από το νοσοκομείο και όσο παρέμενε στην οικία της, της χορηγούταν φαρμακευτική αγωγή (μορφίνη). Τον Οκτώβριο του ιδίου έτους (1995) λόγω επιπλοκών της υγείας της νοσηλεύθηκε και πάλι στο ως άνω νοσοκομείο και συγκεκριμένα από τις 11-10-1995 έως τις 20-10-1995 οπότε εξήλθε, αναρρώνοντας πλέον στην οικία της. Ακολούθως και περί τα τέλη Δεκεμβρίου 1995 (27-12-1995) νοσηλεύθηκε στο διαγνωστικό και θεραπευτικό κέντρο Αθηνών «Υγεία», όπου διαπιστώθηκε μετάσταση στη βρεγματική χώρα, ωστόσο εξήλθε από το ως άνω θεραπευτήριο στις 30 Δεκεμβρίου 1995. Εν τέλει εισήχθη στις 17-2-1996, λόγω της προσβολής της από Ca (καρκίνο) πνεύμονος, στο παραπάνω Γενικό Νοσοκομείο Αθήνας «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ» και στο πνευμονολογικό τμήμα αυτού, όπου και απεβίωσε στις 19-2-1996 λόγω της γενικευμένης καρκινομάτωσης. Κατά τον χρόνο του θανάτου της η αποβιώσασα, η οποία έπασχε και από σακχαρώδη διαβήτη, είχε στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή της και κατά ποσοστό 37,50% εξ αδιαιρέτου μία τριώροφη οικοδομή κτισμένη σε οικόπεδο, εκτάσεως 900,35 τ.μ., στη θέση «…», στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Πειραιά, στη διασταύρωση της οδού …… και ……. (πρώην ……., παλαιότερα Φαλήρου) όπου φέρει τον αριθμό ……… Το ως άνω ακίνητο είχε περιέλθει στην θανούσα κατά το ως άνω ποσοστό εξ αγοράς από την …….., δυνάμει του υπ΄ αρ. …./30-4-1953 πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά στον τόμο … και με αριθμό …. Κατά το υπόλοιπο ποσοστό εκ 62,50% εξ αδιαιρέτου το ως άνω ακίνητο είχε αγορασθεί από τον . … δυνάμει των υπ΄ αρ. …/30-4-1953 και …/20-12-1954 συμβολαίων των Συμβολαιογράφων Αθηνών …….. και ……. αντίστοιχα, που μεταγράφηκαν νόμιμα, και ακολούθως περιήλθε δυνάμει της υπ΄ αρ. …/21-10-1972 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., που μεταγράφηκε νόμιμα, στις α) …….., β) ……… και γ) ……… Ωστόσο η ως άνω αποβιώσασα ………. με διάταξη τελευταίας βουλήσεως και συγκεκριμένα με την υπ΄ αρ. …/11-12-1995 δημόσια διαθήκη της που συντάχθηκε, παρουσία τριών, μη υπό του νόμου εξαιρουμένων, μαρτύρων, τρίτων προσώπων (μη διαδίκων στην παρούσα δίκη), όπως προκύπτει από αυτήν (διαθήκη) και, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….. που δημοσιεύθηκε με τα υπ΄ αρ. …./29-3-1996 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατέλιπε την μεν ψιλή κυριότητα επί του ως άνω ακινήτου της κατά το ως άνω ποσοστό της στον εναγόμενο ……….., την δε επικαρπία εφ΄ όρου ζωής τους κοινά, αδιαίρετα και κατ΄ ισομοιρία στις αδελφές της ……… (αρχικώς ενάγουσα) και ……., ορίζοντας περαιτέρω «μετά τον θάνατο δε και των δύο η επικαρπία θα περιέρχεται στον ψιλό κύριο ……….». Κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο σύνταξης της ανωτέρω επίδικης διαθήκης, ήτοι την 11-12-1995, η  διαθέτιδα δεν στερούταν της χρήσεως του λογικού και συνεπώς της δύναμης να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο του κειμένου που συνέτασ­σε, ήτοι της διαθήκης της, αλλά είχε συνείδηση των πραττομένων, ενώ στις νομίμως προσκομιζόμενες ιατρικές βεβαιώσεις, ουδέν αναφέρεται περί πνευματικής διαταραχής της ασθενούς με αρνητικές συνέπειες στη δυνατότητα χρήσεως του λογικού, όπως θα γινόταν αν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση. Ειδικότερα στα ως άνω ιατρικά σημειώματα, αναφέρεται μεν ότι η διαθέτιδα έπασχε από Ca (καρκίνο), πλην όμως ουδόλως αναφέρεται ότι η τελευταία αδυνατούσε να επικοινωνήσει με το περιβάλλον της και να αναγνωρίσει πρόσωπα και πράγματα, καταστάσεις στις οποίες εάν τυχόν είχε περιέλθει η διαθέτιδα, οι ιατροί που την εξέταζαν, μετά βεβαιότητας θα επεσήμαναν, ως λίαν σημαντικές για την εξέλιξη της υγείας της ασθενούς.  Εξάλλου, το γεγονός ότι η διαθέτιδα έπασχε από Ca (καρκίνο) επέφερε, αναμφίβολα, κατάπτωση των σωματικών και ψυχικών της λειτουργιών και δυσχέρεια στη δυνατότητά της να αυτοεξυπηρετείται, πλην, όμως, η νόσος αυτή καθεαυτή δεν την καθιστούσε ανίκανη προς σύνταξη διαθήκης. Συγκεκριμένα είναι γεγονός ότι η κατάσταση της υγείας της, εκείνη τη χρονική περίοδο, ήταν σε φθίνουσα πορεία, δεδομένου ότι μετά από λίγες ημέρες από τη σύνταξη της διαθήκης εισήχθη εκ νέου στο νοσοκομείο (διαγνωστικό και θεραπευτικό κέντρο «Υγεία»), όπου και διαπιστώθηκε για πρώτη φορά μετάσταση του καρκίνου στη βρεγματική χώρα, όμως τα προβλήματα υγείας που παρουσίαζε λόγω της σοβαρής ασθένειας από την οποία έπασχε και η γενικότερη κατάπτωση του οργανισμού της, ουδεμία επίπτωση είχαν κατά τα ανωτέρω στην ικανότητά της να συντάξει διαθήκη, ώστε να αδυνατεί να διαγνώσει ότι συντάσσει διαθήκη ή να αδυνατεί να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο των επιμέρους διατάξεων της διαθήκης της. Εξάλλου η χορήγηση μορφίνης, ως φαρμακευτική αγωγή, αυτή καθεαυτή, δεν αποστερεί τη δύναμη από τον ενεργούντα προς διάγνωση της ουσίας και του περιεχομένου της υπό τούτου επιχειρουμένης  πράξεως  και  συνεπώς δεν καθιστούν αυτόν ανίκανο προς σύνταξη διαθήκης, όπως εν προκειμένω. Επιπλέον το γεγονός ότι φρόντισε (η διαθέτιδα) να διασφαλίσει τις αδελφές της, καταλείποντας σ΄ αυτές την επικαρπία του ως άνω ακινήτου εφ΄ όρου ζωής τους, επιμαρτυρεί ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της συντάξεως της επίδικης διαθήκης, η διαθέτιδα είχε την απαιτούμενη πνευματική διαύγεια να αντιληφθεί την ουσία και το περιεχόμενο της πράξεώς της και τις συνέπειες αυτής και ήταν σε θέση να ορίζει τη βούλησή της με λογικούς υπολογισμούς, μέλημα το οποίο δεν θα απασχολούσε την διαθέτιδα εάν δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει το περιεχόμενο της διαθήκης της. Εξάλλου από το ως άνω περιεχόμενο της διαθήκης δεν προκύπτει καμία ασυναρτησία στις σκέψεις της ή ασαφή και αμφίβολα σημεία που να μαρτυρούν στέρηση της χρήσεως του λογικού και έλλειψη συνειδήσεως της επιχειρούμενης από αυτήν πράξεως. Άλλωστε οι αδελφές της επίσης δεν είχαν τέκνα ούτε προκύπτει να υπήρχαν άλλοι πλησιέστεροι συγγενείς τους που να προσδοκούσαν βάσιμα να καταστούν κληρονόμοι. Αντίθετα η απόφαση για εγκατάσταση του εναγομένου ως κληρονόμου της επί του επίδικου ακινήτου προκύπτει ότι είχε ληφθεί σε χρόνο προγενέστερο κατόπιν ωρίμου σκέψεως και στάθμισης όλων των γεγονότων, ενόψει του στενού δεσμού της καθ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής της με τον εναγόμενο, τον οποίο, δεδομένου ότι δεν απέκτησε η ίδια τέκνα, τον μεγάλωσε ως εγγονό της, ενώ τον προσφωνούσε «….» όπως ήταν και το όνομα του αγαπημένου της συντρόφου (… .). Η μητέρα, άλλωστε, του εναγομένου ………, υπήρξε ψυχοκόρη της διαθέτιδας …….. και διέμενε μαζί της μέχρι που παντρεύτηκε τον ………., πατέρα του εναγομένου. Μάλιστα, η διαθέτιδα φρόντισε να την προικίσει, γεγονός που μαρτυρεί την σχέση που υφίστατο μεταξύ της ιδίας και της μητέρας του εναγομένου που διήρκησε, όπως αποδείχθηκε, καθ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής της. Ως εκ τούτου η σχέση του τελευταίου (εναγομένου) με την διαθέτιδα υπήρξε ιδιαίτερα στενή και δικαιολογούσε την κατάληψη του ως άνω μεριδίου της στον πρώτο, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς του εκκαλούντος. Μετά τη σύνταξη της ως άνω διαθήκης η διαθέτιδα συνέταξε ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία όμως, δεν ανευρέθη. Περαιτέρω στην ένδικη διαθήκη η Συμβολαιογράφος βεβαιώνει ότι «Αφού πείσθηκα περί της σοβαρότητας της διαθέσεως της αυτής, από δε συνομιλίας μου μετ΄ αυτής ότι ουδεμιάς των αισθήσεων της στερείται προς σύνταξιν διαθήκης και ότι αυτή δεν υπάγεται εις περίπτωσιν εξαιρέσεως εκ των αναφερομένων εις το άρθρο 1719 του Αστικού Κώδικα ούτε σε άλλη νόμιμη εξαίρεση, εκάλεσα τις παραπάνω μάρτυρες να δώσουν τον νενομισμένον όρκο…». Ασφαλώς τα γεγονότα αυτά που επιβεβαίωσε η Συμβολαιογράφος σχετικά με την πνευματική και νοητική κατάσταση της διαθέτιδας επιδέχονται ανταπόδειξη, όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, διότι η καταχωρηθείσα σε δημόσια διαθήκη βεβαίωση του Συμβολαιογράφου για την ικανότητα του διαθέτη να συντάξει διαθήκη κατά το άρθρο 1719 εδ. 4 του ΑΚ αποτελεί κρίση και αντίληψη αυτής και μπορεί να ανατραπεί με απλή απόδειξη για το αντίθετο, χωρίς προσβολή της διαθήκης για πλαστότητα. Διαφορετικά, αν, δηλαδή, για το γεγονός αυτό, την αλήθεια του οποίου όφειλε να εξετάσει και διαπιστώσει η Συμβολαιογράφος και να αναφέρει σχετικά στη διαθήκη, δεν αποδεικνύεται ανταποδεικτικά η αναλήθειά του, η ίδια η διαθήκη παρέχει πλήρη απόδειξη σύμφωνα με τα άρθρα 438 και 440 του ΚΠολΔ. Ωστόσο ο ισχυρισμός της αρχικώς ενάγουσας και του υπεισελθόντος στη θέση της καλούντος, ήδη εκκαλούντος, ότι η διαθέτιδα κατά τη σύνταξη της διαθήκης δεν είχε συνείδηση τον πράξεών της και χρήση του λογικού εξαιτίας της ασθένειας από την οποία έπασχε, ήτοι Ca (καρκίνου), δεν αποδείχθηκε κατά τα ανωτέρω. Επιπλέον, εάν πράγματι η διαθέτιδα είχε περιέλθει στην κατάσταση, που ισχυρίζονται η αρχικώς ενάγουσα και ο εκκαλών, κατά τον χρόνο σύνταξης της επίδικης διαθήκης, είτε αρχικώς ενάγουσα είτε και οι συγγενείς – οικογενειακοί φίλοι της διαθέτιδας, θα είχαν μεριμνήσει για την άμεση εισαγωγή της σε νοσοκομείο, κάτι που δεν έγινε. Η  διαθέτιδα εισήχθη στο διαγνωστικό και θεραπευτικό κέντρο Αθηνών «Υγεία», στις 27-12-1995, ήτοι δεκαέξι ημέρες μετά τη σύνταξη της διαθήκης, γεγονός που συνηγορεί υπέρ της κρίσεως ότι κατά το χρονικό διάστημα που  προηγήθηκε η διαθέτιδα ήταν σε ήρεμη και καλή κατάσταση που δεν καθιστούσε αναγκαία τη νοσηλεία της. Με την ένδικη δημόσια διαθήκη η Συμβολαιογράφος βεβαίωσε ότι η διαθέτιδα είναι γνωστή σ΄ αυτήν, (και συνεπώς ότι γνώριζε την ταυτότητά της), καθώς επίσης ότι οι μάρτυρες την βεβαίωσαν ότι η διαθέτιδα είναι γνωστή τους. Συγκεκριμένα στην αρχή της ένδικης διαθήκης αναφέρονται τα ακόλουθα: «Στον Πειραιά Αττικής σήμερα στις έντεκα (11) του μηνός Δεκεμβρίου του χίλια εννιακόσια ενενήντα πέντε (1995), ημέρα Δευτέρα, στην κατοικία της ………., που βρίσκεται στον Πειραιά και επί της οδού ………. όπου με κάλεσαν και ήλθα για την σύνταξη και υπογραφή της παρούσης, παρουσιάστηκε σ΄ εμένα την Συμβολαιογράφο Αθηνών….………, παρουσία και των παρακάτω μη υπό του Νόμου εξαιρουμένων μαρτύρων:………. , η προς εμένα και τις μάρτυρες γνωστή και άσχετη κάθε σχέσεως εκ των αναφερομένων στο άρθρο 1725 του Αστικού Κώδικα …………. ………., άσχετη κάθε συγγενείας και σχέσεως προς εμένα και τις μάρτυρες εκ των αναφερομένων στον Αστικό Κώδικα, ούτε υποκειμένη σε άλλη εξαίρεση, γνωστή δε στις μάρτυρες καθώς η καθεμία ιδιαιτέρως μου είπε.…». Στο τέλος δε της ένδικης διαθήκης αναφέρονται τα ακόλουθα: «… Γίνεται μνεία ότι τα κατά την σύνταξιν της παρούσης διαθήκης συμπράττοντα πρόσωπα ήταν παρόντα καθ΄ όλη την διάρκεια της παρούσης πράξεως τόσον η διαθέτις όσον και οι μάρτυρες και εγώ η Συμβολαιογράφος, μη παραστάντος κατ΄ αυτήν ουδενός άλλου και ότι ετηρήθησαν  τα εις τα άρθρα 1729, 1730 και 1731 του Αστικού Κώδικα διαλαμβανόμενα και διατασσόμενα. Εις πίστωση όλων των ανωτέρω συντάχθηκε η παρούσα επί τριών (3) φύλλων χάρτου μετά προσθέτων περιθωρίων αφεθέντων με την συγκατάθεση της διαθέτιδος η οποία αφού αναγνώσθηκε ευκρινώς και μεγαλοφώνως εις την διαθέτιδα εις επήκοον των παραπάνω συμπραττόντων προσώπων (μαρτύρων) και βεβαιώθηκε νόμιμα υπεγράφει από την διαθέτιδα, τα συμπράττοντα πρόσωπα (μάρτυρες) και από εμένα την Συμβολαιογράφο εις το τέλος κάθε φύλλου…». Από την παραπάνω διατύπωση της διαθήκης συνάγεται με σαφήνεια ότι το περιεχόμενο αυτής αναγνώσθηκε συγχρόνως στους μάρτυρες και στην διαθέτιδα, καθώς επίσης και η δυνατότητα της διαθέτιδας να υπογράψει η ίδια όλα τα φύλλα. Τα όσα δε βεβαιώνονται ως λαβόντα χώρα ενώπιον της αρμοδίας για τη σύνταξή της Συμβολαιογράφου, ότι δηλαδή η διαθήκη αναγνώσθηκε στην διαθέτιδα και συγχρόνως άκουγαν και οι τρεις μάρτυρες, δεν ανταποδεικνύονται από κανένα αποδεικτικό μέσο. Άλλωστε για τέτοια γεγονότα που βεβαιώνονται στη δημόσια διαθήκη, είτε ως γενόμενα από το Συμβολαιογράφο που την συνέταξε, είτε ενώπιόν του, όπως είναι και ότι κατά τη σύνταξη της διαθήκης δεν παρευρίσκονταν άλλα πρόσωπα εκτός από τον διαθέτη και τα πρόσωπα που συμπράττουν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1730 παρ. 4 του ΑΚ, ανταπόδειξη μπορεί να γίνει μόνο με την προσβολή της διαθήκης ως πλαστής, όπως αναφέρθηκε και στη νομική σκέψη της παρούσας. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, δεν καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία ότι η αποβιώσασα διαθέτιδα, κατά το χρόνο κατάρτισης της επίδικης διαθήκης, εκτός από τη βαθμιαία αυξανόμενη σωματική κακουχία και φυσική εξασθένηση, που της προκάλεσαν η προαναφερθείσα σοβαρή ασθένεια του Ca (καρκίνου), είχε άρτια νοητική λειτουργία και πλήρη συνείδηση των πραττομένων, δηλαδή δύναμη προς διάγνωση της ουσίας και του περιεχομένου της επιχειρούμενης πράξεως (σύνταξη διαθήκης), χωρίς να υπόκειται σε υποβολές προς όφελος του εναγομένου, αφού δεν είχε υποστεί κάποια, παροδική ή διαρκή, νοσηρή διατάραξη αναιρετική της δυνατότητας ελεύθερου προσδιορισμού της βουλήσεως με λογικούς υπολογισμούς. Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικνύεται η έκφραση της οριστικής βουλήσεως της διαθέτιδας και η σοβαρή πρόθεσή της για την σύνταξη της διαθήκης. Συνεπώς η επίδικη δημόσια διαθήκη είναι καθ΄ όλα έγκυρη και ισχυρή και η ένδικη αγωγή, ως προς την σωρευόμενη βάση της περί αναγνώρισης της ακυρότητας αυτής (διαθήκης) πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της ένδικης έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Περαιτέρω το Δικαστήριο δεν κρίνει αναγκαία τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, καθόσον σχημάτισε δικανική πεποίθηση από το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό. Γι΄ αυτό τα σχετικά αιτήματα του εκκαλούντος πρέπει να απορριφθούν, καθώς επίσης, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει και η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της.

Ο εφεσίβλητος με την από 16-1-2017 προσθήκη – αντίκρουση που κατατέθηκε την 17-1-2017, εκτός άλλων, κατ΄ εκτίμηση αυτής, επικαλείται τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την επιβολή, κατ΄ άρθρο 205 του ΚΠολΔ, χρηματικής ποινής τάξης σε βάρος του εκκαλούντος, με τη μορφή προτροπής προς το Δικαστήριο αυτό, και συγκεκριμένα επικαλείται ότι ο εκκαλών για τον αναφερόμενο λόγο, άσκησε προφανώς απαράδεκτο ένδικο μέσο και διεξήγαγε τη δίκη παρελκυστικά μη τηρώντας το καθήκον της αλήθειας και την υποχρέωση της καλής πίστης και συνεπώς ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις επιβολής σε βάρος του (εκκαλούντος) χρηματικής ποινής τάξης ποσού 2.500 ευρώ. Κατά την κρίση όμως, του Δικαστηρίου αυτού, δεν συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 205 του ΚΠολΔ, καθόσον ο εκκαλών δεν άσκησε απαράδεκτο ένδικο μέσο, ούτε εκ της όλης δικονομικής συμπεριφοράς του (εκκαλούντος), προκύπτει ότι αυτός διεξήγαγε τη δίκη παρελκυστικά μη τηρώντας το καθήκον της αλήθειας και την υποχρέωση της καλής πίστης. Τέλος, το Δικαστήριο, λόγω της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να διατάξει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, συνολικού ποσού 200 ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με τα υπ΄ αρ. ………/2014 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ………/2014 παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ και να καταδικασθεί ο εκκαλών, επίσης λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 24-11-2014 (αρ. καταθ. …./2014) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 3452/2014 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε με τα υπ΄ αρ. ………παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ………… παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις   24.7.2017.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   19 Ιανουαρίου 2018, με άλλη σύνθεση, λόγω  προαγωγής και αναχωρήσεως της Εφέτου Βασιλικής Χάσκαρη, αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Γεωργία Λάμπρου και Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτες, και με Γραμματέα την  Δήμητρα Πάλλα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ