Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 42/2018

Αριθμός  42/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ναυσικά Φράγκου, Πρόεδρο Εφετών,  Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτη και Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση, με την από 13-2-2014 και με αριθμ……/2014 κλήση των εφεσιβλήτων 1) ….. και 2)…., ως κληρονόμου της αρχικής διαδίκου (δεύτερης ενάγουσας) μητρός του, ……, η από 1-3-2013 και με αριθμ.κατάθ……/2013 έφεση της …….. κατ’αυτών και κατά της υπ’αριθμ. 5369/2012 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μετά την ματαίωση της συζήτησης της έφεσης, κατά τη δικάσιμο της 21-11-2013.

Κατ` άρθρο 62 ΚΠολΔ, ικανός να είναι διάδικος είναι εκείνος που έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η ικανότητα αυτή, που εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο (άρθρ. 73 ΚΠολΔ), προκειμένου για φυσικό πρόσωπο παύει να υπάρχει με τον θάνατό του. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 286 επ. ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται και στην κατ` έφεση δίκη (άρθρ. 524 ΚΠολΔ), αν ο διάδικος είναι στη ζωή κατά την έναρξη της δίκης, αποβιώσει, όμως, στη συνέχεια, αν μεν ο θάνατος επήλθε μέχρι πέρατος της προφορικής συζήτησης, μετά την οποία εκδίδεται οριστική απόφαση, τότε, τηρουμένων και των λοιπών νομίμων διατυπώσεων, μεταξύ των οποίων και εκείνη της γνωστοποιήσεως του θανάτου προς τον αντίδικο, επέρχεται διακοπή της δίκης, με συνέπεια όλες οι επιχειρούμενες στο μεταξύ και μέχρι της νόμιμης επαναλήψεως διαδικαστικές πράξεις, εκτός της τυχόν εκδιδόμενης απόφασης, να λογίζονται άκυρες. Αν όμως ο θάνατος έλαβε χώρα μετά το πέρας της συζητήσεως εκείνης, πολύ δε περισσότερο μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης, τότε, εφόσον δεν υφίσταται εκκρεμής δικαστικός αγώνας, ούτε στάδιο εφαρμογής των διατάξεων για διακοπή και επανάληψη της δίκης, το ένδικο μέσο της εφέσεως πρέπει να απευθύνεται, σύμφωνα με το άρθρο 517 ΚΠολΔ, κατά των καθολικών διαδόχων (κληρονόμων) του αποβιώσαντος. Αν η έφεση απευθύνεται κατά του αποβιώσαντος είναι άκυρη, υπό την προϋπόθεση όμως ότι ο εκκαλών είχε λάβει γνώση πριν από τη συζήτηση της εφέσεως, με οποιονδήποτε τρόπο, του θανάτου του αντιδίκου του, ώστε να διαπιστώσει τους κληρονόμους του και ν` απευθύνει κατ` αυτών την έφεση (ΑΠ 1194/1997 ΕλλΔνη 40.89, ΑΠ 347/1996 ΕλλΔνη 38.68, ΑΠ 818/1994 ΕλλΔνη 38.585, ΑΠ 1321/1989 ΕλλΔνη 32.795, ΕφΠατρ20/2004 δημ/ση ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, “Η Εφεση”, Δ΄ έκδοση, παρ. 48, 72-76).

Στην προκείμενη περίπτωση, η ένδικη, από 1-3-2013 έφεση της εναγόμενης ………, απευθύνεται  εναντίον του αρχικού διαδίκου-πρώτου ενάγοντος, ……, καθώς και εναντίον του ……., ως κληρονόμου της  …….., που ήταν δεύτερη ενάγουσα, πλην όμως, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο από τους εφεσίβλητους, με αριθμ. πρωτ. …../24-4-2012 πιστοποιητικό του Δήμου Πειραιά, η τελευταία απεβίωσε, στις 4-4-2012, ήτοι, μετά το πέρας της συζήτησης της από 24-1-2008 αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που έλαβε χώρα, στις 2-3-2012 και πριν την έκδοση, στις 30-11-2012, της οριστικής του απόφασης. Επομένως, ενόψει του ότι, κατά τον ως άνω χρόνο του θανάτου της δεύτερης ενάγουσας, δεν υφίσταται εκκρεμής δικαστικός αγώνας, ούτε στάδιο εφαρμογής των διατάξεων για διακοπή και επανάληψη της δίκης, η ένδικη έφεση, νόμιμα, σύμφωνα με το άρθρο 517 ΚΠολΔ, απευθύνεται κατά του προαναφερόμενου υιού της αποβιωσάσης, ο οποίος είναι μοναδικός, καθολικός της κληρονόμος, ενόψει του ότι η τελευταία απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε από τον σύζυγό της, …….. και το τέκνο της, ….., ο πρώτος από τους οποίους, σύζυγός της, αποποιήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα την κληρονομία, στις 2-3-2012 (βλ. προσκομιζόμενα από τους εφεσίβλητους, με αριθμ. ……/24-4-2012 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου Πειραιά, ……/7-6-2012 πιστοποιητικό περί μη δημοσίευσης διαθήκης του Πρωτοδικείου Πειραιά, ……../11-6-2012 πιστοποιητικό περί μη δημοσίευσης διαθήκης του Πρωτοδικείου Αθηνών, ……/7-6-2012 πιστοποιητικό περί μη αποποίησης κληρονομίας, εκ μέρους του δεύτερου εφεσίβλητου του Πρωτοδικείου Πειραιά, ……/25-4-2012 δήλωση αποποίησης κληρονομίας  εκ μέρους του πρώτου εφεσίβλητου, του Πρωτοδικείου Πειραιά και ……./2012 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Πειραιά, περί μη προσβολής του κληρονομικού δικαιώματος του δεύτερου εφεσίβλητου).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 παρ.1 εδ. β΄ «κατά των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί ερήμην, έφεση επιτρέπεται από τη δημοσίευσή τους». Κατά, δε, τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του ν. 3994/25-7-2011 (και ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης, δηλ. στις 30-11-2012) «αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Έτσι, για την εξαφάνιση της ερήμην πρωτόδικης απόφασης, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της έφεσης (εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση), η οποία επιφέρει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος και η υπόθεση φέρεται προς κρίση και διάγνωση, κατά το νομικό και πραγματικό της μέρος στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ενώπιον του οποίου έχει τη δυνατότητα ο εκκαλών να προτείνει όλους τους ισχυρισμούς του, τους οποίους πρωτοδίκως μπορούσε να προτείνει, επιδιώκοντας έτσι τη διόρθωση των σφαλμάτων του, ενώ την εξαφάνιση της απόφασης που εκδόθηκε κατ` αντιμωλία επιφέρει η παραδοχή κάποιου λόγου της, ως βάσιμου κατ` ουσίαν (ΑΠ 1906/2008, ΑΠ 829/2008, ΑΠ 446/2007, ΤΝΠ: ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1015/2005 ΕλΔ 46.1100, ΕφΑθ 933/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1, 511 επ. 518 παρ.1 ΚΠολΔ) η υπό κρίση, από 1-2-2013 και με αριθμ. κατάθ. ……/2013  έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας εναγόμενης, …….., κατά της με αριθμ. 5369/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην της, κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 24-1-2008 και με αριθμ. κατάθεσης ……./2008 αγωγή των εναγόντων, ……. και …….. περί χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης από προσβολή της προσωπικότητάς τους (ΑΚ 57, 59). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να ερευνηθεί η αγωγή, ως προς το παραδεκτό αυτής, καθώς και τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα.

Επειδή δυνάμει του άρθρου 2 § 1 ν. Γ^ΟΗ/1912, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 ν.δ. 4189/1961: «Οσάκις η αξία του αντικειμένου της αγωγής είναι ανωτέρα των δρχ. 15.000 επιβάλλεται τέλος, καταβαλλόμενον κατά τον ανωτέρω και εν άρθρω 7 οριζόμενον τρόπον και οριζόμενον εις…», κατά δε την § 3 του άρθρου 7 ν.δ. 144/1942: «Η ορθή έννοια του άρθρου 2 του νόμου Γ^ΟΗ` είναι ότι εις το δι` αυτού επιβαλλόμενον τέλος δεν υπόκεινται αι απλώς αναγνωριστικαί αγωγαί ως και αι περί εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεις και αι περί ακυρώσεως πλειστηριασμού». Στη συνέχεια, δυνάμει του άρθρου 70 ν. 3994/2011, η ως άνω παράγραφος 3 του άρθρου 7 ν.δ. 144/1942 αντικαθίσταται ως εξής: «Στο τέλος που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. Γ^ΟΗ/1912 δεν υπόκεινται οι αγωγές περί εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεως, καθώς και περί ακυρώσεως πλειστηριασμού», καθιερώνοντας έτσι και ως προς τις αναγνωριστικές αγωγές την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου, σε αντίθετη, δε, περίπτωση επέρχεται πλασματική ερημοδικία του ενάγοντος. Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 72 § 14 του ως άνω νόμου (3994/2011): «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του νομοθετικού διατάγματος 144/1942 εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου». Με βάση την ως άνω διάταξη, που είναι ειδικότερη σε σχέση με τη γενική μεταβατική διάταξη του άρθρου 72 § 2 ν. 3994/2011 («Στις δίκες που κατά την εισαγωγή του παρόντος νόμου είναι εκκρεμείς στον πρώτο βαθμό, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από τις διατάξεις του, όσες όμως είχαν ενεργηθεί πριν από την εισαγωγή του ρυθμίζονται από το προγενέστερο δίκαιο»), κομβικό σημείο για την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου επί αναγνωριστικών αγωγών αποτελεί ο χρόνος άσκησης τους, ώστε να μην υπόκεινται στην υποχρέωση αυτή όσες ασκήθηκαν προ της 25ης.7.2011 (χρόνος έναρξης ισχύος του ν. 3994/2011). Η ως άνω λύση αφορά τόσο τις αγωγές που είχαν εξαρχής ασκηθεί ως αναγνωριστικές όσο κι εκείνες που είχαν ασκηθεί ως καταψηφιστικές προ της έναρξης ισχύος του ν. 3994/2011, αλλά τράπηκαν μετά την ισχύ του σε αναγνωριστικές, ενόψει του ότι η τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό συνιστά μερική παραίτηση από το αίτημα της αγωγής, η οποία καταλύει αναδρομικά την αγωγή ως διαδικαστική πράξη (ΑΠ 1126/2010 ΤΝΠ Νόμος, 550/2000 Δ 2000.1035, ΠΠρΝαυπλ150/2013 δημ/ση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 106 παρ. 1 και 2 του Ν. 2961/2001, «1. Απαγορεύεται οποιαδήποτε ενέργεια σε αίτηση των δικαιούχων της κτήσης κατά το άρθρο 1 ή των διαδόχων τους, που έχει υποβληθεί ενώπιον οποιασδήποτε δημόσιας ή δημοτικής ή κοινοτικής αρχής, καθώς και σε αγωγή ή αίτηση και σε κάθε ένδικο μέσο που ασκήθηκε ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου σχετικά με το αντικείμενο της κτήσης, εφόσον δεν προσάγεται πιστοποιητικό του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ότι υποβλήθηκε σε αυτόν η κατά το νόμο δήλωση ή εκδόθηκε από αυτόν πράξη επιβολής φόρου (…) 2. Η ένσταση για τη μη προσαγωγή του πιστοποιητικού κατά την προηγούμενη παράγραφο προτείνεται από τους ενδιαφερομένους σε κάθε στάση της δίκης και εξετάζεται αυτεπάγγελτα και από τα δικαστήρια και από τις δημόσιες αρχές. Με την ένσταση αυτή αναστέλλεται η πρόοδος της δίκης καθώς και κάθε άλλη ενέργεια, μέχρι να προσαχθεί το πιστοποιητικό αυτό». Η άνω διάταξη, η οποία είναι πανομοιότυπη με την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 106 του ΝΔ 118/1973, περιεχομένη σε νόμο, επιδιώκοντα μόνο φορολογικούς σκοπούς, οι οποίοι δεν επιδρούν στο αντικείμενο της διαφοράς και την έκβαση της δίκης, συνεχόμενος, δε, ούτε στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, δεν καθιερώνει απαράδεκτο της συζήτησης, που να δημιουργεί λόγο αναίρεσης, αλλ` απλή αναστολή της επισπευδόμενης συζήτησης μέχρι την εγχείριση της σχετικής δήλωσης ή της έκδοσης πράξης περί οφειλής ή μη φόρου (Α.Π. 150/1991, Ελλ.Δικ. 33,913). Τέτοιο πιστοποιητικό δεν χρειάζεται όταν το αντικείμενο της δίκης είναι επίδικο, δηλ. όταν ο δικαιούχος δεν έχει στην νομή του το αντικείμενο, που κληρονομήθηκε, κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου (Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου, τ. Α` έκδ. 1994, παρ: 283, σελ. 428 επ., τ. Β`, έκδ. 1995, παρ. 34 αρ. 6, σελ. 104 επ., Ολ. Α.Π. 1331/1985 ΝοΒ 34, 1569, Α.Π. 345/1981, ΝοΒ 29,1533). ΄Ετσι, προκειμένου περί κληρονομιαίων περιουσιακών στοιχείων, ως προς τα οποία υφίσταται, ήδη, κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, επιδικία, επέρχεται εκ του νόμου μετάθεση του χρόνου γενέσεως της σχετικής φορολογικής υποχρέωσης, μόνο εάν ο κληρονόμος δεν ευρίσκεται στη νομή των εν λόγω στοιχείων, διαφορετικά, η φορολογική υποχρέωση του κληρονόμου γεννιέται αμέσως, άμα δηλαδή, τω θανάτω του κληρονομουμένου (ΑΠ 1393/2011δημ/ση Νόμος, ΣτΕ 1036/1994, Ελλ. Δικ. 36,1377, Δ.Φ.Ν. 50,71, ΣτΕ 2807/1994, Ελλ.Δικ. 36,1419, ΔιΔικ. Ζ: 1004, Δ.Φ.Ν. 49,630, Φ.Β. 9,1171).

Σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ.1ΚΠολΔ, «Η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 115, πρέπει να περιέχει, α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, γ)ορισμένο αίτημα». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η αγωγή πρέπει να περιέχει τα απαραίτητα κατά το νόμο στοιχεία για τη συγκρότηση του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου. Ο ενάγων επωμίζεται το δικονομικό βάρος να επικαλεσθεί μόνον τα απαραίτητα και υποχρεωτικά στοιχεία της αγωγής, η οποία καθίσταται αόριστη μόνον από την ελλιπή ή ασαφή αποτύπωση αυτών και σε καμία περίπτωση από την απουσία(ή την παρουσία) των προαιρετικών στοιχείων της αγωγής, που μπορεί να συνίστανται και σε πλεονάζουσα αφηγηματική μορφή του δικογράφου(βλ. και Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, ΚΠολΔ, κάτω από το άρθρο 216, σημ.1, σελ.460).Εξάλλου, το Δικαστήριο εκτιμά το δικόγραφο ως σύνολο, τόσο ως προς το ιστορικό, όσο και ως προς το αίτημα (ΕφΠειρ583/2015 δημ/ση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 920 και 932 του ΑΚ, θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται ορισμένη έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιό τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλο, γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, το οποίο στη συκοφαντική δυσφήμηση πρέπει να είναι και ψευδές, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρελθόν ή παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια και προσβάλλει την τιμή και υπόληψη του προσώπου στα στοιχεία της προσωπικότητας του. Εξάλλου, για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του δράστη να ισχυρισθεί ενώπιον τρίτου ή να διαδώσει το βλαπτικό γεγονός, για δε την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Ωστόσο, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, παραμένει όμως η απλή δυσφήμηση ως προσβάλλουσα επίσης την προσωπικότητα σε βαθμό μη ανεκτό, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες από το άρθρο 367 παρ. 1 Π. Κ. περιπτώσεις, οι οποίες αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης (ΑΠ 756/2011 ΕλλΔνη 2012.1043). Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. γ και δ του ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για την διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις. Η τελευταία αυτή διάταξη (367 ΠΚ), για την ενότητα της έννομης τάξης, εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, αιρουμένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιοποίνων πράξεων (με την επιφύλαξη, όπως κατωτέρω, της ΠΚ 367 παρ. 2), αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρος της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου (ΑΠ 271/2012 ΕλλΔνη 2012.757, ΑΠ 109/2012 σε ΝΟΜΟΣ). Έτσι, η προβολή περίπτωσης του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος προσώπου (ένσταση), λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κλπ. και, συνεπώς, παραμένει η ποινική ευθύνη των κατά το νόμο υπευθύνων, άρα και η υποχρέωσή τους προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 367 παρ. 2 ΠΚ, δηλαδή όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης των άρθρων 363 – 362 ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδήλωσης, ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου. Ο ειδικός αυτός σκοπός εξύβρισης υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής συμπεριφοράς, δηλαδή όταν δεν ήταν πραγματικά αναγκαίος για να αποδοθεί, όπως έπρεπε αντικειμενικά, το περιεχόμενο της σκέψης του ενεργήσαντος προς προστασία δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και όταν ο τελευταίος, αν και γνώριζε την έλλειψη της αναγκαιότητας του τρόπου αυτού, εντούτοις τον χρησιμοποίησε για να προσβάλει την τιμή του άλλου (ΑΠ 756/2011 ό.π., ΑΠ 44/2009 ΕλλΔνη 2009.520, ΕφΑΘ 249/2007 ΕλλΔνη 2008.927). Η προβολή δε από τον προσβληθέντα περίπτωσης από το άρθρο 367 παρ. 2 ΠΚ αποτελεί αντένσταση κατά της στηριζόμενης στο άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ ένστασης (ΑΠ 1095/2008 ΔΙΜΕΕ 2009.201, ΑΠ 387/2005 σε ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 8962/2006 ΕλλΔνη 2007.1518, ΕφΑΘ 7451/2006 ΔΕΕ 2007.578).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την ένδικη, από 24-1-2008 αγωγή τους, οι ενάγοντες …….. και ……… και ήδη, θανούσα, στη θέση της οποίας έχει υπεισέλθει ο …….., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της, ιστορούσαν ότι η εναγόμενη, ΄……., την 26-11-2004, εξεταζόμενη ως μάρτυρας, ενώπιον της Ανακρίτριας του Β΄ Τμήματος Πειραιώς, παρουσία και της γραμματέως  της τελευταίας,  κατέθεσε εν γνώσει της ψευδώς τα αναφερόμενα περιστατικά, σχετικά με την εναντίον τους υποβληθείσα μήνυση της  ήδη, την 27-2-2005, θανούσας, κουνιάδας του πρώτου και αδελφής της δεύτερης, αρχικώς ενάγουσας, ……….., ενώ τα αληθή περιστατικά είναι αυτά που οι ίδιοι (οι ενάγοντες) αναφέρουν στην αγωγή. ΄Οτι με την ψευδή αυτή κατάθεσή της, η εναγόμενη προσβάλλει εκ δόλου την τιμή και υπόληψή τους, επιπλέον, δε, του πρώτου απ’ αυτούς και ως επαγγελματία δικηγόρου. Με βάση το ιστορικό αυτό και ύστερα από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, που έγινε, κατά τη συζήτηση, στις 2-3-2012, της αγωγής, με δήλωση του πρώτου απ’ τους ενάγοντες, ως δικηγόρου, ενεργούντος ατομικά, αλλά και ως πληρεξούσιου δικηγόρου της δεύτερης ενάγουσας συζύγου του και,  καταχωρήθηκε στα πρακτικά (άρθρ.297 ΚΠολΔ), οι ενάγοντες ζητούσαν να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον καθέναν απ’ αυτούς, μετά την αφαίρεση του ποσού των 50 ευρώ, που απαιτούσαν με την από 30-5-2006 μηνυτήριο αναφορά τους, το ποσό των 30.000 ευρώ, στον καθέναν απ’αυτούς, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστησαν από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγόμενης, εντόκως, από της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την εξόφληση.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση  αναγνωριστική αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας, κατ’εφαρμογή του άρθρου 72 παρ.14 του ν.3994/11, δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, δεδομένου ότι πρόκειται για καταψηφιστική αγωγή, που ασκήθηκε, στις 28-1-2008, δηλαδή πριν από τη θέση σε ισχύ, στις 25-7-2011 του ν.3994/2011 και, τράπηκε σε αναγνωριστική, κατά τη συζήτησή της, που έλαβε χώρα, στις 2-3-2012, δηλαδή μετά την έναρξη της ισχύος του ως άνω νόμου, αλλά,  παρά το γεγονός τούτο, καταλαμβάνεται από τη ρύθμιση της ως άνω διάταξης, καθώς, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην πιο πάνω νομική σκέψη, η τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό συνιστά μερική παραίτηση από το αίτημα της αγωγής, η οποία καταλύει αναδρομικά την αγωγή ως διαδικαστική πράξη και ως εκ τούτου θεωρείται ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε εξ’αρχής ως αναγνωριστική, δηλαδή, πριν από την θέση σε ισχύ του ως άνω νόμου. Περαιτέρω, δεν απαιτείται η προσκόμιση από τον δεύτερο ενάγοντα, ως καθολικό διάδοχο της αρχικώς δεύτερης ενάγουσας και ήδη, δεύτερο εφεσίβλητο, πιστοποιητικού κληρονομίας του άρθρου 106 Ν.Δ. 118/1973,  αφού σύμφωνα με το άρθρο 7 εδ. β` του ίδιου Ν.Δ/τος, τέτοιο πιστοποιητικό δεν απαιτείται, ενόψει του ότι η επίδικη χρηματική απαίτηση, που αποτελεί στοιχείο του ενεργητικού της κληρονομιαίας περιουσίας, ήταν επίδικη κατά το χρόνο του θανάτου της κληρονομούμενης- δεύτερης αρχικώς ενάγουσας και δεν βρισκόταν στη νομή του δεύτερου εφεσιβλήτου, κληρονόμου της, λόγο για τον οποίο και μετατίθεται ο χρόνος γένεσης της φορολογικής του υποχρέωσης από το χρόνο θανάτου της κληρονομούμενης στο χρόνο λήξης της επιδικίας, απορριπτομένης της περί μη προσκόμισης εκ μέρους του δεύτερου εφεσίβλητου πιστοποιητικού κληρονομίας, ένστασης, που πρότεινε η  εκκαλούσα-εναγόμενη. Περαιτέρω, η αγωγή, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ, 224 παρ.2  και 363ΠΚ και είναι επαρκώς ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για το ορισμένο αυτής, δηλαδή, υπαίτια και παράνομη προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας. Πρέπει, συνεπώς, η αγωγή, να εξεταστεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Η εναγόμενη με τις έγγραφες προτάσεις της, ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, αρνείται την αγωγή, ισχυριζόμενη ότι για τα αναφερόμενα στην αγωγή ως ψευδή και συκοφαντικά περιστατικά έχει αθωωθεί αμετάκλητα με την με αριθμ. 1840/2009 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, περαιτέρω, δε, ισχυρίζεται ότι ο εκ των εφεσιβλήτων, …….., δεν νομιμοποιείται ως κληρονόμος της θανούσας μητρός του, …………, να συνεχίζει αυτός, ατομικά τη δίκη, επί της αγωγής, που άσκησε η μητέρα του, διότι δεν άσκησε αυτός την ένδικη αγωγή και η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης δεν κληρονομείται. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγόμενης κρίνεται ως νόμω αβάσιμος και απορριπτέος, δεδομένου ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 933ΑΚ, η αξίωση του άρθρου 932ΑΚ, περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται, εκτός αν αναγνωρίστηκε με σύμβαση ή επιδόθηκε γι’αυτήν αγωγή (ΑΠ 1198/1987 ΝοΒ 35, 1449, ΠΠΡοδ 506/2000 ΑρχΝ 2001, 73), στην προκείμενη, δε, περίπτωση, η ένδικη αγωγή, με την οποία ζητείται η εν λόγω αξίωση, επιδόθηκε στην εναγόμενη, στις 28-1-2008, όπως προκύπτει από την επικαλούμενη απ’τους εφεσίβλητους, με αριθμ…..΄/28-1-2008 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά, . …., ο, δε, θάνατος της αρχικώς δεύτερης ενάγουσας, ……., έγινε την 4-4-2012 και επομένως, η σχετική αξίωση της τελευταίας. Περαιτέρω, η εναγόμενη, με την, μετά τη συζήτηση της έφεσης (19-11-2015), κατατεθείσα, στις (24-11-2015), προσθήκη των προτάσεών της, προτείνει την ένσταση παραγραφής της επίδικης αξίωσης των εναγόντων, ισχυριζόμενη ότι ενάγεται για όσα κατέθεσε στις 2-12-2005 και, ότι, έκτοτε έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πέντε ετών. Η προβολή της ένστασης αυτής, ανεξαρτήτως της νομικής και ουσιαστικής της βασιμότητας, εφόσον γίνεται με την προσθήκη στις προτάσεις της εναγόμενης κρίνεται προεχόντως, ως απαράδεκτη και ως τέτοια, απορριπτέα (ΑΠ 9/92 ΕΕΝ 1993, 217).

Επί της ένδικης αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, υπ’αριθμ. 5369/2012 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία, αφού δέχθηκε την αγωγή ως νόμιμη, στη συνέχεια, την έκανε εν μέρει δεκτή, ως και κατ’ουσίαν βάσιμη, λόγω του συναγόμενου, εξαιτίας της ερημοδικίας της εναγόμενης, τεκμηρίου ομολογίας, σύμφωνα με το άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του Ν.3994/2011(ΦΕΚ Α΄ 165/25-7-2011) και ίσχυε, κατ’άρθρ. 72 παρ. 2 του ως άνω νόμου, σύμφωνα με το οποίο “Στις δίκες που κατά την εισαγωγή του παρόντος νόμου είναι εκκρεμείς στον πρώτο βαθμό, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από τις διατάξεις του, όσες όμως είχαν ενεργηθεί πριν από την εισαγωγή του ρυθμίζονται από το προγενέστερο δίκαιο”, στην προκείμενη, δε, περίπτωση η ένδικη, από 24-1-2008 αγωγή, ήδη εκκρεμούσε στον πρώτο βαθμό, κατά την εισαγωγή του ως άνω νόμου, εφαρμοζομένου του άρθρου 271 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε κατά τα ως άνω, σύμφωνα με το οποίο “Στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα, για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως”, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού της εναγόμενης, που αποτελεί και σχετικό λόγο έφεσης, ο οποίος κρίνεται, ομοίως, ως  απορριπτέος

Απ’ όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων(άρθρ.336 παρ.3 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας(άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα περιστατικά:

Oι ……. και …… (ήδη θανούσες), ήταν αδελφές της αρχικώς, δεύτερης ενάγουσας και, ήδη θανούσας,  ……, στη θέση της οποίας, μετά το θάνατό της, υπεισήλθε ως καθολικός της κληρονόμος, ο ήδη, δεύτερος ενάγων, υιός της, ……. Στις 14-4-2003 η ……, η οποία είχε, κατ’εκείνο το χρόνο αναλάβει τη φροντίδα της αδελφής της, . …, δεδομένου ότι με την υπ’αριθμ.731/2003 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς είχε οριστεί προσωρινή δικαστική συμπαραστάτης αυτής, με μήνυση, που υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς (Α.Β.Μ. ….), καταμήνυσε την προαναφερόμενη αδελφή της(αρχικώς β΄ ενάγουσα) και τον πρώτο ενάγοντα, σύζυγό της, ……… ότι: α)έκλεψαν την ταυτότητά της και απέσπασαν από την κατοχή της το κλειδί της θυρίδας, που διατηρούσε η …… στην «ΑΛΦΑ» Τράπεζα και στις 26-11-2001 αφαίρεσαν το περιεχόμενό της (κινητές αξίες ποσού 165.000.000δρχ. και 2.000 χρυσές λίρες Αγγλίας), β)χρησιμοποιώντας το υπ’αριθμ. …/2001 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, που είχε υπογράψει η ……., ενώ νοσηλευόταν στην κλινική «ΙΑΣΙΣ» με βαρειά εγκεφαλοπάθεια, ανέλαβαν στις 24-12-2001 από τραπεζικό λογαριασμό της στην Εθνική Τράπεζα το ποσό των 14.890.000 δραχμών ως και ποσό 40.205,43 ευρώ από την «ΑΛΦΑ» Τράπεζα, γ)το φθινόπωρο 2001 αφαίρεσαν από θυρίδα αυτής(. …) στην Εμπορική Τράπεζα κοσμήματα αξίας υπερβαίνουσας τα 7.000.000 δραχμές, δ)ενώ εισέπρατταν τη σύνταξη και ενοίκια της ……., απέδιδαν σ’αυτήν ποσό 130.000 δρχ. μηνιαίως, παρακρατώντας τα υπόλοιπα χρήματα και ε)κατά την εκδίκαση της αίτησης αυτής (. ….) περί ορισμού της ως δικαστικής συμπαραστάτη, ισχυρίστηκαν ψευδώς με τις προτάσεις ότι η …… είχε καταθέσει το Φεβρουάριο 2002 στο λογαριασμό της ανωτέρω (. ….) ποσό 30.000.000 δραχμών προς κάλυψη των αναγκών της ….. Συνεπεία της ανωτέρω μήνυσης, την οποία κατέθεσε η …… ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, ασκήθηκε σε βάρος του α΄ ενάγοντος και της β΄ αρχικώς ενάγουσας ποινική δίωξη για ηθική αυτουργία κατά συναυτουργία σε ψευδή βεβαίωση με σκοπό αθέμιτο όφελος, υπερβαίνον το ποσό των 25.000.000 δραχμών, χρήση ψευδούς βεβαίωσης, απάτη κατά συναυτουργία, με προξενηθείσα ζημία και αντίστοιχο περιουσιακό όφελος υπερβαίνον το ποσό των 25.000.000 δρχ. κατ’ εξακολούθηση και, επιπλέον, τη δεύτερη αρχικώς ενάγουσα για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση, με παραγγελία αυτού προς την Ανακρίτρια του Β΄ Τμήματος Πρωτοδικών Πειραιά για διενέργεια κύριας ανάκρισης. Μετά  το θάνατο, άτεκνης, της . …., στις 30-8-2003, προκλήθηκε τεράστια αντιδικία μεταξύ των α΄ενάγοντος και της β΄αρχικώς ενάγουσας και της ………, μεταξύ άλλων και αναφορικά με τη γνησιότητα της από 10-3-2002 ιδιόγραφης διαθήκης της θανούσας, με την οποία εγκαθιστούσε μοναδική της κληρονόμο την αδελφή της, ……….., ενώ, επιπλέον, όριζε όπως, μετά το θάνατο της τελευταίας, η εναπομείνασα, κατά το χρόνο εκείνο περιουσία να περιέλθει στο παιδικό χωριό “SOS”, ανακαλώντας ρητώς κάθε προηγούμενη διαθήκη της και χωρίς να αφήσει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο στην άλλη αδελφή της, ………. (β΄αρχικώς ενάγουσα).

Στις 26-11-2004 διαρκούσης της ανάκρισης επί της Α.Β.Μ. ……. μηνύσεως της ……., κλήθηκαν και κατέθεσαν ενόρκως, ως προταθείσες από την ………, μάρτυρες, η ήδη, εναγόμενη- εκκαλούσα, …….. και η ……., ενώ στις 2-12-2004 εξεταζόμενη η . ….., ανωμοτί ως πολιτικώς ενάγουσα, επιβεβαίωσε πλήρως με την κατάθεσή  της το περιεχόμενο αυτής (μηνύσεως), διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο της τον ………. και ενεχείρισε έγγραφο υπόμνημα με ομοειδές της ως άνω από 14-4-2003 μηνύσεως περιεχόμενο, που ανέπτυξε και προφορικά, συντασσομένης προς τούτο έκθεσης εξέτασης πολιτικώς ενάγουσας, ισχυρισθείσα:1) με το από 2-12-04 υπόμνημά της ότι: α)…από το νοσοκομείο Αγίας Βαρβάρας, εμού αδυνατούσης, η αδελφή μου και ο γαμβρός μου τη μετέφεραν στην κλινική «ΙΑΣΗ». Όμως, ως πληροφορήθηκα, για να παραλάβουν τα πράγματα που βρέθηκαν στην τσάντα της, αλλά και την ασθενή, υπέγραψε η αδελφή μου . …., με το όνομά μου κάτωθι της υπογραφής της και τα στοιχεία της ταυτότητάς μου…», β)»στις 19 Δεκεμβρίου 2001…έγινε ένα πληρεξούσιο από τη ……. στο ζεύγος . …..,…πεποίθησή μου είναι ότι τίποτε από τα δύο δεν κατάλαβε η αδελφή μου ……., γιατί ήταν ακόμη σοβαρά ασθενής», γ) «η αδελφή μου ……… εις την ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ…διατηρούσε θυρίδα…ένα κλειδί είχα εγώ , όσο και η αδελφή μου είμαστε στην κλινική «ΙΑΣΗ» του Πειραιά…΄Όταν εγώ επισκέφθηκα κατά το έτος 2002 την τράπεζα, διαπίστωσα ότι η θυρίδα της αδελφής μου είχε ανοιχθεί με ημερομηνία ανοίγματος 26-11-2001 με ένδειξη το δικό μου ονοματεπώνυμο και τον αριθμό της δικής μου ταυτότητας, πλην όμως με απομίμηση της υπογραφής μου…δηλώνω ότι αποδίδω ευθύνες και στους δύο μηνυόμενους ή τουλάχιστον στην αδελφή μου», δ) «στις 24-12-2001…από το Υποκατάστημα Εθνικής Τραπέζης εις την Πεύκη Αττικής…ο ……. κάνοντας χρήση πληρεξουσίου ανέλαβε: Α) το ποσό των 14.980.000 δρχ.(από το λογαριασμό της αδελφής μου)…Β) το ποσό των 1.000.000δρχ….Γ) ποσό 1.000.000δρχ….Δ) από την Τράπεζα ALPHA BANK ποσό 40.205,43€.Ακόμη έχουν εξαφανιστεί και χρήματα της αδελφής μου ποσού 165.000.000 δρχ.ή το ισόποσο σε ευρώ 484.226, που ήταν σε ομόλογα και τα οποία ενώ είχαν παραδεχθεί οι δύο πρώτοι μηνυόμενοι ότι τα έχουν λάβει, τώρα το αρνούνται… οι μηνυόμενοι, εν απουσία εμού αφαίρεσαν από το διαμέρισμά μου το κλειδί της θυρίδας που είχα εγώ… της αδελφής μας, όπου είχε κινητές αξίες ποσού 165.000.000δρχ. και επίσης 2.000 χρυσές λίρες  Αγγλίας», Ε) όταν αρρώστησα εγώ 19-11-2001 έως 22-11-2001, ήμουνα στο Τζάνειο Νοσοκομείο και μετά στην κλινική «ΙΑΣΗ» του Πειραιά από 30 Νοεμβρίου έως 20 Δεκεμβρίου 2001 ξεκίνησε και η όλη επιχείρηση θυρίδων και μετρητών. Πρώτα αφαίρεσαν από τη δική μου θυρίδα, που διατηρούσα στην Εμπορική Τράπεζα, Υποκατάστημα Εμπορικής Τραπέζης στο Πασαλιμάνι με αρ.120, όλα μου τα κοσμήματα αξίας πάνω από 7.000.000δρχ.Αυτό έγινε σε μη διακριβωθείσα ημερομηνία κατά το φθινόπωρο του 2001…Εκεί εμφανίστηκε η αδελφή μου κατά πλαστοπροσωπία του προσώπου μου και τα αφαίρεσε», στ)στις 26 Νοεμβρίου 2001 οι αυτοί, ως διαπίστωσα εγώ πολύ αργότερα, μετέβησαν στην Τράπεζα ΑΛΦΑ ΜΠΑΝΚ, υποκατάστημα Πεύκης, όπου υπήρχε θυρίδα της αδελφής μου …….. και επέτυχαν, ιδίως η αδελφή μου, με την οποία έχουμε ομοιότητα και αυτή έχουσα αποσπάσει από εμέ την αστυνομική μου ταυτότητα…αφαίρεσαν το ένα κλειδί της θυρίδας της αδελφής μου …… που είχα εις την κατοικία μου και προφανώς κάνοντας η αδελφή μου χρήση της ταυτότητάς μου, εμφανίσθηκε στο εν λόγω κατάστημα ως να είμαι εγώ…αφαίρεσε τα εν αυτή υπάρχοντα περιουσιακά στοιχεία, όπως κινητές αξίες 165.000.000 δραχμών και επίσης 2.000 χρυσές λίρες, περιουσιακά στοιχεία της αδελφής μου ……., ζ) «μετά το θάνατο της αδελφής μου, …. ., στις 30-8-2003 και τη δημοσιευθείσα διαθήκη αυτής, με ημερομηνία σύνταξης 10-3-2002…Εγώ είμαι κληρονόμος αυτής…οι αντίδικοι προσπαθούν με τριτανακοπές και μηνύσεις εναντίον μου να κλονίσουν τη διαθήκη αυτή… ο ………εισέπραττε τη σύνταξη της αδελφής μας . …. πάνω από 1.000 ευρώ μηνιαίως και μερίδιο μισθωμάτων, περίπου 700.000 δραχμές κατά μήνα, έδινε για την οικιακή βοηθό της αδελφής μου …….…130.000δρχ.το μήνα μέχρι και τον Ιούνιο του 2002.Το ζεύγος … ενδιαφέρονταν μόνο πως θα εισπράξουν και αδιαφορούσαν πλήρως  για την αδελφή μας ……. Εισέπρατταν τη σύνταξή της, τα ενοίκιά της και το μόνο που έδιναν ήταν 130.000δρχ.το μήνα και τίποτε άλλο» και η) «Επίσης ανέφεραν ψευδώς βεβαίως και τούτο: όταν  βγήκε από το Νοσοκομείο η …… εγώ, η …… της έδωσα της αιτούσης(δηλαδή σε εμέ την ……..) με κατάθεση στην Τράπεζα 30.000.000 δρχ., τα οποία κατατέθηκαν σε κοινό λογαριασμό με εμέ την ίδια και το σύζυγό μου, στην Εμπορική Τράπεζα, για τις ανάγκες της ασθενούς, γιατί η αιτούσα δεν είχε δραχμή» και 2)προφορικά, συντασσομένης προς τούτο έκθεσης, ότι «στις 19-12-2001 ενώ η αδελφή μου ….. νοσηλευόταν στην κλινική «ΙΑΣΗ» του Πειραιά ήδη από 19-11-2001, πάσχουσα από αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο αριστεράς πυραμιδικής συνδρομής, πάθηση η οποία, κατά τη γνώμη μου, δεν της επέτρεπε να έχει συνείδηση των πραττομένων της…υπέγραψε πληρεξούσιο με το οποίο έδινε τις αναφερόμενες στο παραπάνω πληρεξούσιο εντολές προς το …… και την …….…. Με βάση λοιπόν το γενικό πληρεξούσιο, ο ….. προέβη σε αναλήψεις ύψους 16.800.000δρχ από την Εθνική Τράπεζα, που η αδελφή μου διατηρούσε κοινό λογαριασμό με την εξαδέλφη της …….. Επίσης, από την ΑΛΦΑ Τράπεζα έκανε ανάληψη ύψους 13.000.000δρχ.περίπου ή το ισόποσο των 40.000 ευρώ από κοινό λογαριασμό που είχε η αδελφή μου με εμένα. Επίσης, με το παραπάνω πληρεξούσιο ο …. και η γυναίκα του, άνοιξαν και την προσωπική μου θυρίδα, που διατηρούσα στην Εμπορική Τράπεζα, στο Πασαλιμάνι, και στην οποία είχα ορίσει πληρεξούσια την αδελφή μου …… και πήραν κοσμήματα 7.000.000δρχ.περίπου,…η θυρίδα μου άνοιξε με το κλειδί, το οποίο η αδελφή μου ……. είχε πάρει από το σπίτι μου, κατά το χρονικό διάστημα που εγώ βρισκόμουν στην κλινική «ΙΑΣΙΣ» και είχε πρόσβαση στο σπίτι μου. Επίσης, πήγαν στο υποκατάστημα της «ΑLPHA BANK», στην Πεύκη, με το κλειδί της θυρίδας της αδελφής μου, στην οποία ήμουν πληρεξούσια και της οποίας θυρίδας είχα κλειδί στο σπίτι μου, καθώς επίσης και με την αστυνομική μου ταυτότητα, την οποία επίσης είχαν αφαιρέσει από το σπίτι μου, ενώ νοσηλευόμουν στο «Τζάνειο» και κατόπιν στην κλινική «ΙΑΣΙΣ» και άνοιξαν τη θυρίδα, θέτοντας η ………, κατ’απομίμηση την υπογραφή μου. Αυτό συνέβη την 26-11-2001.Από τη θυρίδα πήραν 165.000.000 δρχ. καθώς και 2.000 χρυσές λίρες…». Τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, η …….. τα βεβαίωσε ως αληθή με όρκο, όταν κατέθεσε την ως άνω μήνυση και τα επαναλάμβανε σε όλες τις διαφορές της  με τους α΄ενάγοντα και β΄αρχικώς ενάγουσα) μέχρι τον κατά την 27-5-2007 επισυμβάντα θάνατό της. Η εναγόμενη-εκκαλούσα, …….,  εξεταζόμενη, την 26-11-2004,  ως μάρτυρας ενώπιον  της Ανακρίτριας του Β΄ Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατέθεσε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Γνωρίζω τη μηνύτρια-εννοώντας την ……….- όπως και τη δευτέρα κατηγορουμένη-εννοώντας την εκ των εναγόντων, ……, καθώς και την αποβιώσασα αδελφή τους, …….., περίπου 40 χρόνια. Στις 16-11-2001 η . … έπαθε εγκεφαλική αιμορραγία και την μετέφεραν στο Νοσοκομείο Δυτικής Αττικής. Ο πρώτος κατηγορούμενος (α΄ενάγων) και η δεύτερη κατηγορουμένη (β΄αρχικώς ενάγουσα), πήγαν στο ανωτέρω νοσοκομείο και την πήραν για να την πάνε στο νοσοκομείο «ΙΑΣΙΣ».Για να την πάρουν η …… υπέγραψε στις 19-11-2001 ένα έγγραφο, στο οποίο αναφέρονταν τα προσωπικά αντικείμενα που είχε μαζί της η ασθενής ……, σαν …….. Η …… εκείνη την ημέρα νοσηλευόταν στο «ΤΖΑΝΕΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ» με καρδιακά προβλήματα. Η μηνύτρια και η αδελφή της ….., είχαν κοινή θυρίδα στην Τράπεζα  ΑLPHA BANK στο Υποκατάστημα της Πεύκης και είχαν κοινό τραπεζικό λογαριασμό καθώς και ομόλογα. Η . ….. είχε θυρίδα και στην ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ στο Υποκατάστημα Πασαλιμάνι, όπου φύλαγε τα κοσμήματά της. Στις 19-12-2001 και ενώ η ……. εξακολουθούσε να νοσηλεύεται στην κλινική «ΙΑΣΙΣ» κλήθηκα εγώ, η ……. και η ……. από τον πρώτο κατηγορούμενο, προκειμένου να παραστούμε στην σύνταξη εγγράφου, παρουσία και της συμβολαιογράφου ….., τρίτης κατηγορουμένης, με το οποίο ανακαλούσε κάθε προηγουμένη διαθήκη της και άφηνε την περιουσία της στις δύο αδελφές της (………. και ………).Η …. ρωτήθηκε από τον ….. αν ανακαλεί την διαθήκη της και αυτή απάντησε καταφατικά. Εγώ είχα πειστεί ότι αντιλήφθηκε την ερώτηση και απάντησε επ’αυτής της ερωτήσεως, έχοντας συνείδηση των πραττομένων της. Αν είχα αντιληφθεί κάτι διαφορετικό δεν θα υπέγραφα. Όταν συντάχθηκε το παραπάνω έγγραφο, η μηνύτρια νοσηλευόταν στην ίδια κλινική και στο ίδιο δωμάτιο με την αδελφή της. Στη συνέχεια, μετά δύο μέρες, όταν επισκεπτόμουν την μηνύτρια και συνομιλούσα και με την ………, διαπίστωσα ότι η τελευταία δεν είχε ειρμό στην σκέψη της και στις απαντήσεις της που μου έδιδε. Στις 19-12-2001 και ενώ οι δύο αδελφές νοσηλευόντουσαν στο ίδιο δωμάτιο, ο … έδωσε ένα λευκό χαρτί στην …… να το υπογράψει, προκειμένου να εισπράξει τη σύνταξή της και τα ενοίκια που έπαιρνε. Εκείνη το υπέγραψε. Το υπόλοιπο κείμενο συμπληρώθηκε από την συμβολαιογράφο. Στις 2-2-2002 η … βγήκε από την κλινική και η ……. την πήρε στο σπίτι της για να την προσέχει. Στο διάστημα από την υπογραφή πληρεξουσίου και μετά, ο … εισέπραττε τη σύνταξή της και τα ενοίκια και έδινε μόνο 130.000 δραχμές, για την αμοιβή της οικιακής βοηθού, χωρίς να πληρώνει τους λογαριασμούς της. ΄Ολες τις υποχρεώσεις της …. τις είχε αναλάβει η . …. Το έτος 2003 η μηνύτρια διορίσθηκε προσωρινή δικαστική συμπαραστάτρια της αδελφής της. Με την παραπάνω ιδιότητά της η μηνύτρια διαπίστωσε ότι ο … με το πληρεξούσιο που είχε στα χέρια του, έκαμε αναλήψεις από το λογαριασμό της ….. Επίσης εξαργύρωσε και τα ομόλογα της ανωτέρω, ποσού 165.000.000 δραχμών. Είχε αφαιρέσει από την θυρίδα που είχε η … στην ALFA BANK ομόλογα και 2.000 χρυσές λίρες. α κλειδιά της θυρίδας περιλαμβάνονταν στα πράγματα της …., όταν εισήχθη στο νοσοκομείο Δυτικής Αττικής. Ο ….. πήρε επίσης από την θυρίδα της ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ στον Πειραιά, που είχε ανοιχθεί στο όνομα της … και της .., χρησιμοποιώντας το ίδιο πληρεξούσιο και τα κοσμήματα της …. Η δεύτερη κατηγορουμένη είπε στην ….. «προκειμένου να τα πάρουν οι φίλες σου, καλύτερα να τα πάρω εγώ». Η …. στις 10-3-2003 έκαμε καινούργια διαθήκη με την οποία άφησε κληρονόμο την αδελφή της … και μετά το θάνατο της … να περιέλθει η περιουσία της στο χωριό SOS».

Mε αφορμή την ένορκη αυτή κατάθεση της εναγόμενης-εκκαλούσας,  οι ενάγοντες υπέβαλαν σε βάρος της την από 30-5-2006 μηνυτήρια αναφορά τους, η οποία έλαβε αριθμ. …….και επί της οποίας, μετά την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος των ……. (εναγόμενης), …….., εξαδέλφης της …… και των αδελφών της και ……., πληρεξουσίου δικηγόρου της …….., για τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα, της συκοφαντικής δυσφήμησης  και της χρήσης πλαστού εγγράφου, αναφορικά με την πρώτη κατηγορούμενη και ήδη εναγόμενη, ΄……., τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης αναφορικά με την …….. και τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας στις ανωτέρω πράξεις και της ηθικής αυτουργίας στην πράξη της ανωμοτί κατάθεσης, αναφορικά με τον ……, εκδόθηκε η με αριθμ. 1789, 1840α και 1840/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία έχει, ήδη καταστεί αμετάκλητη (βλ. με αριθμ. πρωτ. ../30-4-2010 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Αρείου Πάγου), με την οποία η κατηγορούμενη και ήδη, εναγόμενη, …. ., κηρύχθηκε αθώα για τις ως άνω, σ’αυτήν αποδιδόμενες πράξεις, απόφαση, η οποία, στην προκείμενη περίπτωση, λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρ.336 παρ.3 ΚΠολΔ).Αναφορικά με τα γεγονότα, που, κατά τα ως άνω, κατέθεσε η εναγόμενη, σύμφωνα και με τον αποδεικτικό συλλογισμό της ως άνω απόφασης, αποδεικνύονται, περαιτέρω, τα εξής: Στις 16-11-2001, η …… τηλεφώνησε στην ……. και της ανέφερε ότι δεν μπορεί να επικοινωνήσει με την αδελφή της, …… και πως ανησυχεί γιατί η τελευταία θα πήγαινε στο νεκροταφείο, στον τάφο του συζύγου της, αν και δεν ήταν και πολύ καλά στην υγεία της. Η ….. προσπάθησε να την ηρεμήσει, λέγοντας ότι θα έψαχνε αυτή να δει που βρίσκεται η αδελφή της, …….Μετά από ορισμένα τηλεφωνήματα που έκανε η ……., έμαθε ότι η …… είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο, καθ’όν χρόνο βρισκόταν στον τάφο του συζύγου της και ότι είχε μεταφερθεί με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο Νομαρχ. Γεν. Νοσοκομείο Δυτ. Αττικής, «Η Αγία Βαρβάρα». Την επόμενη ημέρα της εισαγωγής της …. στο πιο πάνω νοσοκομείο, η …… την επισκέφθηκε εκεί, όπου διαπίστωσε ότι δεν είχε καμιά επαφή με το περιβάλλον της, λόγω αιμορραγικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου αριστερής πυραμιδικής συνδρομής που είχε υποστεί. Στις 19-11-2001, η …… μετέβη πάλι στο ως άνω Νοσοκομείο για να επισκεφθεί τη . …, η οποία δεν βρισκόταν στο θάλαμο. Τότε πήγε στο γραφείο κινήσεως του Νοσοκομείου, για να ρωτήσει σχετικά με την άνω ασθενή. Εκεί κάποια διοικητική υπάλληλος την ενημέρωσε ότι είχε έλθει η αδελφή της, ……. με τον άνδρα της και την πήραν για να τη μεταφέρουν στην κλινική «ΙΑΣΙΣ», στον Πειραιά, παραλαμβάνοντας η αδελφή της και όλα τα προσωπικά της αντικείμενα και υπογράφοντας γι’αυτό σε σχετικό έγγραφο, στις 19-11-2001.Το περιστατικό αυτό, το οποίο κατέθεσαν στην Ανακρίτρια η ….., καθώς και η εναγόμενη, δεν είναι αληθές, καθώς τη ……… την πήρε από το ως άνω νοσοκομείο η φίλη της, ……., η οποία είχε μεταβεί εκεί με κάποιον άνδρα, κατ’εντολήν της ……., διότι η ίδια ήταν ασθενής και νοσηλευόταν στο Τζάνειο Νοσοκομείο Πειραιά, με καρδιολογικά προβλήματα και η οποία και παρέλαβε τα προσωπικά αντικείμενα της ασθενούς, με την έγκριση της αδελφής της, ……., υπογράφοντας ως ……. Η …… ανέφερε ψευδώς στους υπευθύνους του Νοσοκομείου ότι ονομάζεται ….., ότι, δηλαδή, είναι η αδελφή της …., υπογράφοντας, μάλιστα και το ως άνω έγγραφο, στις 19-11-2001, θέτοντας την υπογραφή της ……., εν γνώσει αυτής, κάτωθι της ένδειξης η «παραλαβούσα» καθώς και τα στοιχεία του αστυνομικού δελτίου ταυτότητάς της (…….. Β΄ Αστ. Τμ. Πειραιώς), κατόπιν συναινέσεως της τελευταίας, η οποία της είχε παραδώσει για το σκοπό αυτό το ως άνω δελτίο. Τόσο η …….., όσο και η εναγόμενη δεν γνώριζαν την αλήθεια αυτού του γεγονότος. Η διαβεβαίωση ότι την …….. παρέλαβαν ο πρώτος ενάγων, ……. και η αρχικώς ενάγουσα και ήδη θανούσα, σύζυγός του, ……, δόθηκε στην εναγόμενη από την …….., με την οποία συνδεόταν με φιλία σαράντα και πλέον ετών, στη, δε, ……. από την κατά τα ως άνω διοικητική υπάλληλο του Νοσοκομείου Δυτικής Αττικής, χωρίς, όμως, αυτή να γνωρίζει ότι οι ενάγοντες δεν είχαν πάρει τη …….. από το νοσοκομείο, αντιθέτως πίστευε ότι η μεταφορά των προσωπικών ειδών της τελευταίας είχε γίνει από την αδελφή της, ……, διότι η άλλη της αδελφή, η . …, δεν είχε τελέσει γάμο. ΄Αλλωστε, το ότι και ο πρώτος ενάγων, μαζί με την αρχικώς ενάγουσα, σύζυγό του, ως στενοί συγγενείς της ….., θα μπορούσαν να την παραλάβουν από το νοσοκομείο, συνηγορεί στην πεποίθηση πως τόσο η εναγόμενη, όσο και η …….. κατέθεσαν σχετικά με το ως άνω γεγονός, χωρίς δόλο.

Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η ……….. μεταφέρθηκε, από το ως άνω Νοσοκομείο,  στην κλινική «ΙΑΣΙΣ», που βρίσκεται στον Πειραιά, όπου και νοσηλεύτηκε από 19-11-2001 έως 5-2-2002, λόγω της προαναφερόμενης παθήσεώς της. Στις 19-12-2001 και ενώ νοσηλευόταν στην άνω κλινική και βρισκόταν στην ως άνω κατάσταση, η ……. υπέγραψε το υπ’αριθμ…./19-12-2001 πληρεξούσιο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών, …….., με το οποίο διόρισε τον πρώτο ενάγουσα και την αρχικώς δεύτερη ενάγουσα και ήδη θανούσα, γενικούς και ειδικούς πληρεξούσιούς της, παρέχοντας προς αυτούς πλήθος εντολών, ώστε ενεργώντας στο όνομά της και για λογαριασμό της, από κοινού ή κατά μόνας, να διαχειρίζονται όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία της, να εκμισθώνουν ακίνητά της και να εισπράττουν μισθώματα, να ενεργούν αναλήψεις και καταθέσεις χρημάτων οποιουδήποτε ύψους σε οποιαδήποτε Τράπεζα, να λύουν υφιστάμενες μισθώσεις θυρίδων και να αναλαμβάνουν οιοδήποτε αντικείμενο εξ αυτών, να εισπράττουν από οποιοδήποτε ασφαλιστικό Ταμείο, κύριο ή επικουρικό, τη μηνιαία σύνταξη της εντολέως. Η εναγόμενη, σχετικά με το περιστατικό αυτό κατέθεσε ότι «στις 19-12-2001 και ενώ και οι δύο αδελφές (…… και …….) νοσηλεύονταν στο ίδιο δωμάτιο, ο … έδωσε ένα λευκό χαρτί στη …….. να το υπογράψει, προκειμένου να εισπράξει τη σύνταξή της και τα ενοίκια που έπαιρνε. Εκείνη το υπέγραψε, το υπόλοιπο κείμενο συμπληρώθηκε από τη συμβολαιογράφο», ενώ η ……., για το ίδιο περιστατικό, κατέθεσε ότι «στις 19-12-2001 και ενώ η … εξακολουθούσε να νοσηλεύεται στο ΙΑΣΙΣ, χωρίς να έχει επαφή με το περιβάλλον… υπέγραψε ένα πληρεξούσιο, παρουσία μίας συμβολαιογράφου, με το οποίο ανέθετε στην αδελφή της, ……… και στο σύζυγό της, να διαχειρίζεται την περιουσία της». Αναφορικά με τα γεγονότα αυτά, σύμφωνα και με τον αποδεικτικό συλλογισμό της ως άνω, υπ’αριθμ. 1789, 1840α και 1840/2009 αμετάκλητης ποινικής απόφασης, αποδεικνύεται ότι κατά την ως άνω ημερομηνία α)η ……. νοσηλευόταν στην εντατική μονάδα της κλινικής «ΙΑΣΙΣ» και όχι στο ίδιο δωμάτιο με την αδελφή της, ……. και, β)η τελευταία είχε δικαιοπρακτική ικανότητα, διότι το ως άνω εγκεφαλικό επεισόδιο, που υπέστη στις 16-11-2001, δεν άφησε σ’αυτήν ιδιαίτερες βλάβες. Για το λόγο αυτόν, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το υπ’αριθμ. 226/2009 βούλευμά του, το οποίο κατέστη αμετάκλητο, αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά της ως άνω Συμβολαιογράφου Αθηνών, . … για το κακούργημα της ψευδούς βεβαίωσης με σκοπό προσπορισμού σε άλλον αθέμιτου οφέλους υπερβαίνοντας το ποσό των 25.000.000δρχ. και κατά των πρώτου ενάγοντος και της αρχικώς, δεύτερης ενάγουσας για την από κοινού ηθική αυτουργία στην άνω αξιόποινη πράξη. Όμως, η εναγόμενη, όπως και  η ……, ως προς την πνευματική κατάσταση της ….., κατά το χρόνο σύνταξης του ως άνω πληρεξουσίου συμβολαίου, δεν κατέθεσαν ως ειδικοί επιστήμονες (ως ιατροί). ΄Αλλωστε, οι ίδιοι οι πρώτος ενάγων και αρχικώς δεύτερη ενάγουσα, σύζυγός του, παραδέχονταν ότι η κατάσταση της υγείας της . … ήταν επιβαρυμένη λόγω της προαναφερθείσης παθήσεώς της. Η εναγόμενη κατέθεσε ως προς το επίμαχο περιστατικό, με βάση την εικόνα της ……, στις 19-12-2001.Δηλαδή, αυτό που κατέθεσε σχετικά με την υπογραφή της ……. στο πληρεξούσιο, είναι εκείνο που έγινε ενώπιόν της και υπέπεσε στην αντίληψή της, χωρίς να έχει γνώση ότι το συγκεκριμένο αυτό περιστατικό που κατέθεσε είναι ψευδές.

Περαιτέρω, αναφορικά με τα από την εναγόμενη, καθώς και τη ….. κατατεθέντα ότι με το ως άνω, υπ’αριθμ…./19-12-2001 πληρεξούσιο ο πρώτος ενάγων έσπευσε, χωρίς να υπάρχει σχετική ανάγκη της ….. και ανέλαβε από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, κατάστημα Πεύκης και από τον υπ’αριθμ……. κοινό λογαριασμό της …… και ……., στις 21-12-2001, 1.000.000δρχ. και στις 24-12-2001, 1.000.000δρχ. και 14.890.000δρχ. και από την «ΑLPHA BANK», κατάστημα Πεύκης και από τον υπ’αριθμ. ….. κοινό λογαριασμό της ……. και …….., στις 24-12-2001 το ποσό των 13.700.000 δραχμών, τα πιο πάνω  γεγονότα, σύμφωνα με το με αριθμ.226/2009 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, δεν αποδείχθηκαν ως αληθή, όπως, ομοίως, σύμφωνα με το ίδιο βούλευμα δεν αποδείχθηκαν ως αληθή τα κατατεθέντα ότι οι πρώτος ενάγων και δεύτερη αρχικώς ενάγουσα και ειδικά ο πρώτος απ’αυτούς, με το ως άνω πληρεξούσιο, έκανε αναλήψεις από τους λογαριασμούς της ……, ότι εξαργύρωσε ομόλογα αυτής, ύψους 165.000.000δρχ.,  ότι αφαίρεσε από τη θυρίδα, που είχε η ……. στην «ΑLPHA BANK» ομόλογα και 2.000 λίρες καθώς και τα κοσμήματα της ….. από τη θυρίδα της Εμπορικής Τράπεζας στον Πειραιά. Με το ως άνω βούλευμα, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος των πρώτου ενάγοντος και της αρχικώς δεύτερης ενάγουσας για τις πράξεις της απάτης τελεσθείσας κατά συναυτουργία με προξενηθείσα ζημία και προσπορισθέν, αντιστοίχως περιουσιακό όφελος υπέρ τα 25.000.000 δρχ. και της εξακολουθητικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως, με σκοπό προσπορισμού στον εαυτό της (η β΄αρχικώς ενάγουσα) περιουσιακού οφέλους βλάπτοντας τρίτον, συνολικά άνω των 73.000ευρώ, δηλαδή, για πράξεις που φέρονται ότι τελέσθηκαν στον Πειραιά και στην Πεύκη Αττικής, κατά το χρονικό διάστημα από 26-11-2001 έως και 19-12-2001, σε βάρος των ……. και ………..

Ωστόσο,  για όλα τα αμέσως ανωτέρω, όπως αποδεικνύεται από την υπ’αριθμ.1789, 1840α και 1840/2009 αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, είχε διαβεβαιώσει τόσο την εναγόμενη, όσο και τη …….. η …… και, συνεπώς  δεν είχαν κανένα λόγο να μην την πιστέψουν, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη του στενού μεταξύ τους συγγενικού δεσμού και της αξιοπιστίας, που είχε εμπνεύσει σ’αυτές η ………. Η εναγόμενη, καθώς και η ……. δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ήταν δυνατόν η ……. να κατηγορεί με τέτοιες κατηγορίες και με τόση εμμονή την αδελφή της, αρχικώς δεύτερη ενάγουσα και το σύζυγό της, πρώτο ενάγοντα και, οι κατηγορίες αυτές να είναι ψευδείς. Αντίθετα, μάλιστα, το γεγονός ότι η ……. ήταν μορφωμένη και άνθρωπος αξιόλογος, ότι παλαιότερα είχε καλές σχέσεις με την αδελφή της και τον γαμβρό της και ο τελευταίος, ως δικηγόρος, είχε χειριστεί δικαστικές υποθέσεις της, δημιούργησαν στην εναγόμενη, ΄……., καθώς και στην …….. την πεποίθηση ότι η …….. έλεγε την αλήθεια κι ότι ήταν αληθή όσα αυτή έλεγε ότι διέπραξαν σε βάρος της και εναντίον της …….., οι πρώτος ενάγων και δεύτερη αρχικώς ενάγουσα. Την πεποίθηση αυτή της εναγόμενης ενίσχυσε το γεγονός ότι τα περιστατικά αυτά επιβεβαίωσε και αργότερα η …….. με καταθέσεις της ενώπιον των ανακριτικών αρχών και άλλες δικαστικές ενέργειές της(εξώδικα κλπ).Αληθές είναι εξάλλου, σύμφωνα με την ως άνω αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, ότι  ο πρώτος ενάγων, κάνοντας χρήση της ως άνω συμβολαιογραφικής πληρεξουσιότητας, ενώ εισέπραττε τη σύνταξη της ……., ως συνταξιούχου του Ταμείου Υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και το μερίδιό της από μισθώματα ακινήτων, ύψους  1.000 ευρώ και 142.000 δρχ., αντίστοιχα, μηνιαίως, έδινε, για την κάλυψη των αναγκών της, μόνο 130.000 δραχμές το μήνα(382 ευρώ), ποσό, που ήταν ο μισθός της οικιακής της βοηθού, καθόσον τα άλλα έξοδα της ………  κατέβαλε η  αδελφή της,  ……., η οποία είχε στην πραγματικότητα την επιμέλεια της . …, αφού η ίδια αδυνατούσε να καλύψει τις λοιπές ανάγκες της (διατροφή, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κλπ). Και είναι αληθές ότι στις 27-11-2001, ο πρώτος ενάγων και η αρχικώς δεύτερη ενάγουσα άνοιξαν στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, κατάστημα Πειραιώς τον υπ’αριθμ… κοινό λογαριασμό (στο όνομά τους και στο όνομα της … ..), στον οποίο κατέθεσαν, με επιταγή της «ΑLPΗA BANK», σε διαταγή της αρχικώς δεύτερης ενάγουσας, το ποσό των 30.000.000 δραχμών, το οποίο αναλήφθηκε στις 22-2-2002.΄Όμως, η ……. αρνείτο ότι αυτή ανέλαβε το εν λόγω ποσό, η, δε, εναγόμενη  δεν είχε ιδίαν αντίληψη για το άνοιγμα του άνω κοινού λογαριασμού, ούτε είχε πληροφορηθεί αυτό από συνομιλίες της με την …….. ή από τρίτα πρόσωπα. Μάλιστα,  η …….., με την από 5-6-2002 (υπ’αριθμ. έκθ. κατάθ. …/2002) αίτησή της, που κατέθεσε, στις 6-6-2002, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, είχε ζητήσει να τεθεί η αδελφή της, ……. υπό πλήρη δικαστική συμπαράσταση και να διορισθεί αυτή (αιτούσα)δικαστική συμπαραστάτριά της, ισχυριζόμενη, μεταξύ των άλλων, ότι από τις αρχές Απριλίου 2002, η ……. αδυνατούσε να επιμεληθεί της περιουσίας της, λόγω του ότι είχε επιδεινωθεί σοβαρά η κατάσταση της υγείας της, δεδομένου ότι αυτή από το ανωτέρω χρονικό σημείο εμφάνιζε διαταραχές επικοινωνίας και αντίληψης, ότι η άλλη αδελφή τους, ……… (αρχικώς δεύτερη ενάγουσα), επί αρκετό χρόνο πριν από την κατάθεση της αίτησης εμφανιζόταν ως πληρεξούσια της . … και εισέπραττε τα ποσά της σύνταξής της, ανερχόμενα ετησίως σε 16.155,29 ευρώ, καθώς και τα μισθώματα των εκμισθωμένων ακινήτων της, ανελθόντα κατά το έτος 2001 σε 1.700.000 δραχμές, χωρίς να αποδώσει τα ποσά αυτά στη ……., στην οποία ισχυριζόταν ότι απέστελλε, μηνιαίως, ποσό ύψους 381,51 ευρώ, με το οποίο η τελευταία αδυνατούσε να καλύψει τις ανάγκες της, η αίτησή της, δε, αυτή έγινε δεκτή με την υπ’αριθμ. 731/2003 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, απορριπτομένης της κύριας παρέμβασης, που άσκησε η αρχικώς δεύτερη ενάγουσα αλλά και της πρόσθετης παρέμβασης, που άσκησε η τελευταία υπερ΄της καθ’ης η αίτηση, ………., ισχυριζόμενη ότι δεν υπήρχε διανοητική ανικανότητά της και ζητώντας την απόρριψη της αίτησης. Αποτέλεσμα των διενέξεων αυτών ήταν οι πρώτος ενάγων και η δεύτερη αρχικώς ενάγουσα, αφ’ενός και η ………, αφ’ετέρου, να ανταλλάσσουν εξώδικα και να αλληλομηνύονται.

Στα πλαίσια της από 29-9-2003 μήνυσης, που υπέβαλε ο πρώτος ενάγων στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς κατά της . …, για τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης, της ψευδούς καταμήνυσης και της εκβίασης, η τελευταία προς αντίκρουση αυτής κατέθεσε στον Πταισματοδίκη Πειραιώς το από 23-10-2003 υπόμνημα με το οποίο ισχυρίσθηκε, μεταξύ των άλλων, α)ότι το ζεύγος .., επωφελούμενοι από την ασθένεια και νοσηλεία της …. και της ίδιας (…….), στην ως άνω κλινική, κάνοντας χρήση η αρχικώς δεύτερη ενάγουσα, κλειδιών και αστυνομικής της ταυτότητας, που υφάρπασε από την οικία της και ο πρώτος ενάγων, …….. του κατά τα ως άνω πληρεξουσίου, ανέλαβαν, η, μεν, πρώτη, από την τραπεζική θυρίδα της τελευταίας, ομόλογα αξίας 165.000.000 δραχμών και 2.000 χρυσές λίρες Αγγλίας, ο, δε, δεύτερος από το λογαριασμό της στην Εθνική Τράπεζα μεγάλα χρηματικά ποσά(συνολικού ύψους 89.772 ευρώ) και αφαίρεσαν από τη θυρίδα αυτής (…….), που είχε στην Εμπορική Τράπεζα, τα κοσμήματά της, αξίας 7.000.000 δραχμών και β) ότι ο πρώτος ενάγων εισέπραττε τα πιο πάνω ποσά- από τη σύνταξη και τα μισθώματα της . …- και της έδινε μόνο 130.000 δρχ. μηνιαίως, κατά τα προαναφερόμενα. Όταν οι πρώτος ενάγων και αρχικώς δεύτερη ενάγουσα έλαβαν γνώση του περιεχομένου του άνω υπομνήματος, υπέβαλαν στον άνω Εισαγγελέα, στις 29-1-2004, τη με την ίδια ημερομηνία (ΑΒΜ ……) μήνυσή τους σε βάρος της ……. και του νομικού παραστάτη της, . …, στην οποία, εκτός των άλλων ανέφεραν ότι η από 10-3-2002 ιδιόγραφη διαθήκη της ……., την οποία οι μηνυόμενοι σ’αυτήν δήθεν χαρακτήριζαν «διαθήκη τους» και με βάση την οποία η …….. ισχυριζόταν ότι είναι κληρονόμος της τελευταίας, ήταν πλαστή, υποδεικνύοντας εμμέσως ως πλαστογράφους την ……. και τον ……..,  προσέτι δε, ότι το άνω, ψευδές και συκοφαντικό γι’αυτούς υπόμνημα, συνέταξε ο . … εν γνώσει της αναλήθειας του περιεχομένου του και η ……. το υπέγραψε και το κατέθεσε στον Πταισματοδίκη. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το υπ’αριθμ. 1241/2007  ήδη αμετάκλητο βούλευμά του, αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία εναντίον του ……… για την αποδοθείσα σ’αυτόν πράξη της ηθικής αυτουργίας σε συκοφαντική δυσφήμηση κατά συρροή, που φερόταν ότι τελέστηκε απ’αυτόν στον Πειραιά, στις 23-10-2003, δεχόμενο ότι η …….,  κατέθεσε η ίδια αυτοπροσώπως το επίμαχο υπόμνημα στην Πταισματοδίκη Πειραιά και το υπέγραψε η ίδια, χωρίς να αποδεικνύεται από κάποιο στοιχείο ότι αυτό συντάχθηκε από εκείνον (……….) ή ότι προκάλεσε την απόφαση στην ……….. να αναφέρει στο υπόμνημα τους επικαλούμενους ως συκοφαντικούς ισχυρισμούς και γεγονότα (βλ. όμοια κρίση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, με την με αριθμ.575/2011 απόφασή του).

Αναφορικά με την από 10-3-2002 ιδιόγραφη διαθήκη, για την οποία κατέθεσε ενόρκως η εναγόμενη, όπως, τελεσιδίκως κρίθηκε με την υπ’αριθμ. 871/2008 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η εν λόγω διαθήκη έφερε την ιδιόχειρη γραφή και υπογραφή της διαθέτιδος …….., που η βελτίωση της κατάστασης της υγείας της, όπως διαπιστώθηκε από τους θεράποντες ιατρούς του νοσηλευτηρίου «Ιατρικό Αθηνών-΄Ιασις Πειραιώς», όπου κατ’επανάληψη νοσηλεύθηκε, αλλά και από τη ψυχίατρο ……., της παρείχε τη δυνατότητα, κατά το χρόνο συντάξεως της διαθήκης, να διατυπώσει εγγράφως την τελευταία της βούληση και να θέσει την υπογραφή της σ’αυτή και συνεπώς, σύμφωνα με την ίδια απόφαση, η εν λόγω διαθήκη είναι γνήσια, δηλαδή έχει γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί διά χειρός της. ΄Ετσι, το κατατεθέν από την εναγόμενη, ότι η .. … έκανε καινούργια διαθήκη, στις 10-3-2002, με την οποία άφηνε κληρονόμο την αδελφή της, ………. και μετά το θάνατό της να περιέλθει η περιουσία της διαθέτιδας στο χωριό  S.O.S. είναι αληθές.

Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, ως προς τα  γεγονότα που κατέθεσε η εναγόμενη και αποδείχθηκε κατά τα ως άνω ότι δεν είναι ψευδή, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρ.363 Π.Κ.), δεν τιμωρείται, δε, ούτε, ως απλή δυσφήμηση, εφόσον δεν απαγορεύεται η απόδειξη της αλήθειας, η οποία επιτρέπεται πάντοτε στον κατηγορούμενο για συκοφαντική δυσφήμηση, σύμφωνα με το άρθρο 366 παρ.1 Π.Κ. Εξάλλου, τα ως άνω δυσφημιστικά γεγονότα, που κατέθεσε  η εναγόμενη και, κατά τα παραπάνω, αποδείχθηκε ότι δεν γνώριζε την αναλήθεια, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Όμως, αν και τα γεγονότα αυτά για τα οποία έγινε λόγος ανωτέρω, μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του πρώτου ενάγοντος και της αρχικώς δεύτερης ενάγουσας, η εναγόμενη τα περιέλαβε στην ως άνω κατάθεσή της, πιστεύοντας ότι είναι αληθή, χωρίς να έχει πρόθεση να τους δυσφημήσει και να μειώσει την τιμή αυτών και την υπόληψή τους, αλλά, ανταποκρινόμενη στο καθήκον αληθείας, που επιβάλλεται σε κάθε μάρτυρα, που εξετάζεται ενώπιον αρμόδιας προς εξέταση Αρχής και κατέθεσε αυτά με καλή πίστη, στην προσπάθειά της να συμβάλει και η ίδια στην αποκάλυψη της αλήθειας για όσα είχε καταμηνύσει η ……… τους πρώτο ενάγοντα και την αρχικώς δεύτερη ενάγουσα. Εξάλλου, από τον τρόπο της εκδήλωσης και όλες τις προαναφερόμενες περιστάσεις, υπό τις οποίες η εναγόμενη ισχυρίστηκε όλα τα πιο πάνω περιστατικά, δεν προκύπτει σκοπός εξύβρισης του πρώτου ενάγοντος και της αρχικώς δεύτερης ενάγουσας, αφού κατέθεσε τα ανωτέρω από δικαιολογημένο ενδιαφέρον για την αποκάλυψη της αλήθειας, ενώ δεν υπερέβη το επιβαλλόμενο μέτρο έκφρασης, αφού τα διαλαμβανόμενα στην κατάθεσή της, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ.336περ.γ΄ ΚΠολΔ), δεν αποτελούν φραστικές ακρότητες, που προσέβαλαν χωρίς λόγο, την τιμή των  τελευταίων, πλέον του μέτρου που απαιτείτο για την προστασία των δικαιωμάτων της . …. και της ………, με αποτέλεσμα να μην στοιχειοθετείται και το αδίκημα της εξύβρισης. (ΑΠ 606/2016 δημ/ση ΝΟΜΟΣ). Ενόψει τούτων, αφού γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η σχετική ένσταση (άρθρ.367 παρ.1 εδ.γ΄του Π.Κ.), που προέβαλε κατ’εκτίμηση των προτάσεών της, η εναγόμενη, ………, απορριπτομένης της αντίστοιχης αντένστασης (άρθρ.367 παρ.2 του Π.Κ.), που κατ’εκτίμηση των ισχυρισμών τους, προέβαλαν οι ενάγοντες, δεν θεμελιώνεται η ένδικη  αξίωση αυτών, ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε υπαίτια και παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς τους. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη, να απορριφθεί και να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της εύλογης αμφιβολίας τους για την έκβαση της δίκης(άρθρ.183 και 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’αριθμ. 5369/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 24-1-2008 αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις   30 Μαΐου 2015.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω προαγωγής

και αναχωρήσεώς της,

και λόγω προαγωγής και

αναχωρήσεως της Εφέτου

Βασιλικής Χάσκαρη, πριν

την καθαρογραφή,

η Εφέτης, Παρασκευή

Μπερσή.

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις  17  Ιανουαρίου 2018, με άλλη σύνθεση, λόγω  προαγωγής και αναχωρήσεως της Προέδρου  Εφετών Ναυσικάς Φράκου και λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως  της Εφέτου Βασιλικής Χάσκαρη, αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Παρασκευή Μπερσή, Προεδρεύουσα Εφέτη,  Ευαγγελία Πανταζή και Θεόκλητο Καρακατσάνη Εφέτες, και με Γραμματέα την Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡ ΕΥΟΥΣΑ   ΕΦΕΤΗΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ