Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 28/2018

Αριθμός απόφασης    28   /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Θεοκτή Νικολαΐδου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και τη γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την υπ΄αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως ………/2017 κλήση των καλούντων-εφεσιβλήτων-εναγόντων νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση η υπ’ αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως …../2015 έφεση της αντιδίκου τους καθής η κλήση-εκκαλούσας –εναγομένης, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά της υπ΄αριθμ. 2790/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, μετά την έκδοση αντιμωλία των διαδίκων της υπ΄αριθμ. 146/2017 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή η ως άνω έφεση και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης κατ΄ άρθρο 254 ΚΠολΔ προκειμένου να προσκομιστούν με επιμέλεια του πιο επιμελούς διαδίκου οι προτάσεις των εφεσιβλήτων, που κατατέθηκαν ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και προσκομίζονται.

Από την υπ΄ αριθμ. …./7-4-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……….., την οποία προσκομίζουν με επίκληση οι καλούντες-εφεσίβλητοι-ενάγοντες, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της ως άνω κλήσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για εμφάνιση για την ανωτέρω αναφερθείσα δικάσιμο (21-9-2017), νόμιμα και εμπρόθεσμα επιδόθηκε στην καθής η κλήση-εκκαλούσα-εναγομένη. Επομένως αφού η τελευταία, όπως αποδεικνύεται από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης όταν εκφωνήθηκε με τη  σειρά της από το οικείο πινάκιο, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Η υπόθεση ωστόσο θα εξεταστεί σα να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρ. 254, 524§§1 και 4 εδ. α’, 591§1 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 7 εδ. α Ν.2112/1920 ‘’πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλάπτουσα τον υπάλληλον θεωρείται ως καταγγελία ταύτη, δι΄ ην ισχύουσιν οι διατάξεις του παρόντος νόμου’’. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής μονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη, που γίνεται κατ΄ αθέτηση της εργασιακής σύμβασης, άσχετα αν αυτή είναι επωφελής ή βλαπτική για τον εργαζόμενο. Για την εφαρμογή όμως της εν λόγω διάταξης απαιτείται η μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σε αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία. Σε περίπτωση που η ανωτέρω μονομερής μεταβολή δεν είναι αντίθετη προς το νόμο και τους όρους της σύμβασης και γίνεται κατ΄ ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, ο εργαζόμενος προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος. Ειδικότερα ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας, που επιχειρεί ο εργοδότης βάσει του διευθυντικού δικαιώματος του, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών αλλά άλλων, άσχετων με αυτούς, επιδιώξεων του εργοδότη, τότε δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος Και τούτο διότι η καλή πίστη επιβάλλει στο φορέα του δικαιώματος να λαμβάνει υπόψη κατά την άσκηση του και κατά το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους. Τούτο ιδίως επιβάλλεται επί συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας, καθόσον το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη για προσδιορισμό των όρων εκπλήρωσης της παροχής από το μισθωτό αποτελεί μονομερή εξουσία αυτού, η άσκηση της οποίας υπόκειται στους περιορισμούς, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, έστω και αν η εξουσία αυτού στηρίζεται στο νόμο ή στη συμφωνία των μερών. Από την προαναφερθείσα διάταξη σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 288, 648 και 652 ΑΚ προκύπτει ότι στην περίπτωση της σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας ή κατά την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του, προβεί κατά κατάχρηση αυτού στον προσδιορισμό της παροχής εργασίας,  ο μισθωτός έχει διαζευκτικώς τις εξής δυνατότητες: α) να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη, β) να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη καταγγελία εκ μέρους του της εργασιακής σύμβασης και να απαιτήσει συγχρόνως την καταβολή της αποζημίωσης, που προβλέπεται από το ν. 2112/1920 και γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους πριν από τη μεταβολή όρους, οπότε αν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί αυτή, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή εκφράζοντας την αντίθεση του, να παράσχει τη νέα εργασία του και να προσφύγει στο Δικαστήριο, ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους (ΑΠ 668/2016 ΕλλΔνη 2017 1418). Εξάλλου κατά το άρθρο 648 ΑΚ ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του μετά την παροχή εργασίας, που συμφώνησαν να του προσφέρει, ενώ κατά τη λειτουργία της σύμβασης έχει την υποχρέωση να τηρεί τους όρους, που συμφωνήθηκαν και τον βαρύνουν. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 325 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 ιδίου Κώδικα, όταν ο μισθωτός έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την παροχή εργασίας του (κατεξοχήν για την καταβολή του μισθού) δικαιούται ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας του να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση, που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, όσο δεν καταβάλλει δηλ. τις καθυστερούμενες αποδοχές, αν για το λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να πληρώσει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σα να εργαζόταν κανονικά. Όμως το δικαίωμα επίσχεσης της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ. Συνεπώς η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού, για το οποίο θεσπίστηκε. Διαφορετικά η άσκηση του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλ. δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη. Ως καταχρηστικώς δε ασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μισθωτού και όταν μεταξύ άλλων δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπροθέσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη δυσπραγία του ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι΄ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάστακτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 324/2017 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 116/2017 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 2094/2014 ΕλλΔνη 2016 1659, ΑΠ 1502/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των νομίμως εξετασθέντων ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μαρτύρων, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου και όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους καλούντες-εφεσιβλήτους –ενάγοντες έγγραφα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι προσελήφθησαν από τους νομίμους εκπροσώπους της εναγομένης ομόρρυθμης εταιρίας και ήδη εκκαλούσας, της οποίας το αντικείμενο συνίσταται στο χονδρικό εμπόριο βασικών ειδών γραφείου και εξοπλισμού γραφείου, ειδών γραφής και αρχειοθέτησης κλπ. με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να απασχοληθούν ως πωλητές και ειδικότερα ο πρώτος ενάγων προσελήφθη στις 18-6-2008, ο δεύτερος στις 3-7-1991, ο τρίτος στις 24-5-2006 και ο τέταρτος στις 10-6-1997. Οι ενάγοντες παρείχαν την εργασία τους επί οκτάωρο καθημερινά ήτοι από Δευτέρα έως Παρασκευή από 8.00 έως 16.00 αντί συμφωνημένων μηνιαίων αποδοχών, οι οποίες το μήνα Ιανουάριο του έτους 2014 ανέρχονταν στο ποσό των 920 ευρώ για τον πρώτο, 1.080 ευρώ για το δεύτερο, 762 ευρώ για τον τρίτο και 968,08 ευρώ για τον τέταρτο. Λόγω μείωσης του κύκλου εργασιών η εναγομένη εργοδότρια έθεσε τους ενάγοντες μονομερώς από 10-3-2013 έως 31-12-2013 εξαιρουμένου του μήνα Σεπτεμβρίου σε καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας με αποτέλεσμα να εργάζονται μόνο τρεις ημέρες την εβδομάδα αντί μειωμένων αποδοχών και δη του ποσού των 569,25 ευρώ για τον πρώτο, του ποσού των 800 ευρώ για το δεύτερο, του ποσού των 470 ευρώ για τον τρίτο και του ποσού των 628,49 ευρώ για τον τέταρτο. Το μήνα Σεπτέμβριο του ίδιου έτους (2013) οι ενάγοντες εργάστηκαν επί πενθήμερο με πλήρεις αποδοχές καθώς το μήνα αυτό παρουσιάζεται αυξημένη κίνηση στην επιχείρηση της εκκαλούσας- εναγομένης εργοδότριας. Ακολούθως και μέχρι το τέλος του έτους 2013 οι ενάγοντες εργάστηκαν τρεις ημέρες την εβδομάδα με τις ανωτέρω αναφερθείσες αποδοχές ενώ το μήνα Ιανουάριο του επομένου έτους (2014) εργάστηκαν επί πενθήμερο χωρίς όμως η εναγομένη εργοδότρια να εκπληρώνει τη συμβατική της υποχρέωση καταβάλλοντας το σύνολο των δεδουλευμένων αποδοχών τους για το ανωτέρω χρονικό διάστημα αλλά προέβη σε μερική μόνο εξόφληση αυτών. Στη συνέχεια η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα εργοδότρια έθεσε τους ενάγοντες εκ νέου σε καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας από 1-2-2014, που περιελάμβανε παροχή εργασίας μόνο μία ημέρα την εβδομάδα αντί μειωμένων αποδοχών και δη αντί του ποσού των 184 ευρώ για τον πρώτο, των 216 ευρώ για το δεύτερο, των 152,40 για τον τρίτο και των 193,62 ευρώ για τον τέταρτο. Η επιβολή καθεστώτος εκ περιτροπής εργασίας από την εναγομένη κατ’ ενάσκηση του διευθυντικού της δικαιώματος υπερέβαινε προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος καθώς αποσκοπούσε όχι στην κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης αλλά στην αποφυγή εκπλήρωσης των συμβατικών της υποχρεώσεων και τον εξαναγκασμό των εργαζομένων σε οικειοθελή αποχώρηση. Υπό την έννοια αυτή πρόκειται για μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας αφού και στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, αντίκειται και προκαλεί στους ενάγοντες εργαζομένους άμεση υλική ζημία (μείωση των αποδοχών τους).  Η εναγομένη εργοδότρια ισχυρίζεται βέβαια ότι δεν είχε σκοπό να εξαναγκάσει τους ενάγοντες εργαζομένους σε οικειοθελή αποχώρηση γιατί ευελπιστούσε σε ανάκαμψη των εργασιών, οπότε θα τους απασχολούσε με πλήρες ωράριο. Ο ισχυρισμός ωστόσο αυτός στερείται βασιμότητας διότι από το έτος 2011 και μετά η επιχείρηση της εναγομένης εμφανίζει ζημίες χωρίς κανένα σημάδι ανάκαμψης. Εάν πράγματι η επιθυμία της εναγομένης εργοδότριας ήταν να συνεχίσουν να απασχολούνται σε αυτή οι ενάγοντες εργαζόμενοι, ασφαλώς θα προέβαινε κατά το διάστημα της άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης σε καταβολή των οφειλομένων ώστε να επιστρέψουν στην εργασία τους οι εργαζόμενοι. Αντ΄ αυτού η εναγομένη εργοδότρια δεν προέβη σε καμία καταβολή και μάλιστα εξακολούθησε να λειτουργεί χωρίς να προσλάβει νέο προσωπικό, όπως ανέφερε στην ένορκη κατάθεση του ο μάρτυρας ……….., ο οποίος εξετάστηκε με επιμέλεια της εναγομένης και είναι υιός του νομίμου εκπροσώπου αυτής. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι η εναγομένη εργοδότρια θεωρούσε ότι οι αντίδικοι της δεν ήταν απαραίτητοι για τη λειτουργία της επιχείρησης της, η οποία μπορούσε να συνεχιστεί και χωρίς αυτούς και επιδίωξη της ήταν η λύση των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων χωρίς κόστος. Οι τελευταίοι με την από 4-2-2014 εξώδικη δήλωση τους, η οποία επιδόθηκε στην αντίδικο τους την επομένη ημέρα ήτοι στις 5-2-2014 (βλ. προσκ. την υπ΄αριθμ. …./5-2-2014 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά …………), προέβησαν σε επίσχεση εργασίας εξαιτίας της επανειλημμένης παράλειψης της εναγομένης εργοδότριας να καταβάλει τις οφειλόμενες σε αυτούς αποδοχές και κάλεσαν την τελευταία να τους καταβάλει τις οφειλόμενες αποδοχές και μισθούς υπερημερίας. Κατά συνέπεια ευχερώς συνάγεται ότι οι ενάγοντες επέλεξαν με τη στάση τους αυτή να εμμείνουν στην τήρηση των συμβατικών όρων προσφέροντας την εργασία τους σύμφωνα με τους πριν τη μεταβολή όρους ήτοι να εξακολουθήσουν να εργάζονται επί πενθήμερο και να λαμβάνουν πλήρεις αποδοχές και η εναγομένη, η οποία δεν την αποδέχθηκε κατέστη υπερήμερη περί την αποδοχή της εργασίας τους και οφείλει μισθούς υπερημερίας. Πρέπει δε να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το εν λόγω δικαίωμα, που άσκησαν οι ενάγοντες εργαζόμενοι είναι ένα από τα δικαιώματα, που διαθέτουν οι εργαζόμενοι σε περίπτωση μονομερούς βλαπτικής μεταβολής διαζευκτικά και όχι σωρευτικά κατά τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στη μείζονα πρόταση.  Εξάλλου έως το χρόνο άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα εργοδότρια όφειλε, όπως η ίδια συνομολόγησε τόσο ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις της όσο και ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας: 1) στον πρώτο ενάγοντα υπόλοιπο αποδοχών μήνα Οκτωβρίου του έτους 2013 ποσού 254 ευρώ, αποδοχές μήνα Νοεμβρίου του ίδιου έτους ποσού 569,25 ευρώ, αποδοχές μήνα Δεκεμβρίου του ίδιου έτους ποσού 569,25 ευρώ και υπόλοιπο αποδοχών του μήνα Ιανουαρίου του επομένου έτους (2014) ποσού 400 ευρώ ήτοι το συνολικό ποσό των 1792,50 ευρώ, 2) στον δεύτερο ενάγοντα υπόλοιπο αποδοχών μήνα Δεκεμβρίου του έτους 2013 ποσού 560 ευρώ και υπόλοιπο αποδοχών του μήνα Ιανουαρίου του επομένου έτους (2014) ποσού 500 ευρώ ήτοι το συνολικό ποσό των 1060 ευρώ, 3) στον τρίτο ενάγοντα υπόλοιπο αποδοχών μήνα Νοεμβρίου του έτους 2013 ποσού 100 ευρώ, αποδοχές μήνα Δεκεμβρίου του ίδιου έτους ποσού  470 ευρώ και υπόλοιπο αποδοχών του μήνα Ιανουαρίου του επομένου έτους (2014) ποσού 632 ευρώ ήτοι το συνολικό ποσό των 1202 ευρώ και 4) στον τέταρτο ενάγοντα υπόλοιπο αποδοχών μήνα Σεπτεμβρίου του έτους 2013 ποσού 293,45 ευρώ, αποδοχές μήνα Οκτωβρίου του ίδιου έτους ποσού 628,49 ευρώ, αποδοχές μήνα Νοεμβρίου του ίδιου έτους ποσού 628,49 ευρώ, αποδοχές μήνα Δεκεμβρίου του ίδιου έτους ποσού 628,49 ευρώ και υπόλοιπο αποδοχών του μήνα Ιανουαρίου του επομένου έτους (2014) ποσού 803,88 ευρώ ήτοι το συνολικό ποσό των 2.982,80 ευρώ. Η εναγομένη εργοδότρια ισχυρίστηκε ότι η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας εκ μέρους των εναγόντων υπερβαίνει και μάλιστα προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος επίσχεσης. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος συνιστά ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και είναι παραδεκτός και νόμιμος στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, δεν αποδείχθηκε βάσιμος. Ειδικότερα το ήδη ληξιπρόθεσμο των δεδουλευμένων αποδοχών, η εκ μέρους των εργαζομένων καθ’ όλο το χρονικό διάστημα καθυστέρησης καταβολής δυνατότητα διάθεσης της εργασίας τους όπως και κατά το χρόνο άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης, το είδος, ποσό και αιτία της κάθε επιμέρους οφειλής προς κάθε εργαζόμενο ξεχωριστά, ο συνολικός χρόνος απασχόλησης στην εναγομένη εργοδότρια,  οι ατομικές και οικογενειακές ανάγκες κάθε μισθωτού ξεχωριστά συνιστούν στοιχεία, που συνηγορούν υπέρ της δικαιολογημένης άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας από την πλευρά των εναγόντων μισθωτών. Επιπλέον: α) ο μισθός καταβάλλεται σε μικρά τακτά χρονικά διαστήματα και αποτελεί μέσο συντήρησης του μισθωτού, β) η εμφάνιση του φαινομένου της καθυστέρησης καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών υπήρξε μη περιστασιακή, γ) η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών κατά το χρόνο άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης κρίνεται χρονικά αξιόλογη, δ) δεν αποδείχθηκε η πρόκληση στην εναγομένη εργοδότρια εξαιτίας της άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης δυσανάλογης ζημίας σε σχέση με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, στ) η εργοδότρια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αξιόχρεη και αξιόπιστη, ζ) η καθυστέρηση εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της εργοδότριας δεν μπορεί να αποδοθεί σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία. Επιπλέον δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι η εναγομένη εργοδότρια έθεσε τους ενάγοντες σε καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας τρεις ημέρες την εβδομάδα από το μήνα Μάρτιο του έτους 2013, έπαψε από το μήνα Οκτώβριο του ίδιου έτους να τους καταβάλει το σύνολο των δεδουλευμένων αποδοχών τους και εν συνεχεία τους έθεσε εκ νέου σε καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας μίας ημέρας την εβδομάδα με αποδοχές, που ανέρχονταν σε χρηματικά ποσά από 150-200 ευρώ. Συνεπώς αφού δεν μπορεί να γίνει λόγος για καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας, οι ενάγοντες, οι οποίοι έπαυσαν να παρέχουν την εργασία τους από τις 5-2-2014 και εφεξής, δεν περιήλθαν αυτοί σε υπερημερία αλλά η εναγομένη εργοδότρια τους, η οποία υποχρεούται όσο διαρκεί η υπερημερία της να καταβάλει τις οφειλόμενες αποδοχές και να εκπληρώνει κάθε ουσιώδη όρο της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Ειδικότερα: 1) στον 1ο ενάγοντα οφείλονται για δεδουλευμένες αποδοχές, όπως αυτές αναφέρθηκαν ανωτέρω, το συνολικό ποσό των 1.792,50 ευρώ, και για μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από το μήνα Φεβρουάριο έως και το μήνα Ιούνιο του έτους 2014 ήτοι για 5 μήνες χ 920 ευρώ μηνιαίως = 4.600 ευρώ + 479,16 ευρώ για επίδομα εορτής του Πάσχα ιδίου έτους (920 ευρώ /2) + 19,16 ευρώ (460 ευρώ χ 0,041666) αναλογία επιδόματος αδείας + 460 ευρώ για επίδομα αδείας 2014 (920 ευρώ /2) ήτοι συνολικά το ποσό των 7.331,16 ευρώ, 2) στο 2ο ενάγοντα   οφείλονται δεδουλευμένες αποδοχές, όπως αυτές αναφέρθηκαν ανωτέρω, το συνολικό ποσό των 1.060 ευρώ και μισθοί υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από το μήνα Φεβρουάριο έως το μήνα Ιούνιο του έτους 2014 ήτοι για 5 μήνες χ 1080 ευρώ μηνιαίως = 5.400 ευρώ + 462,50 ευρώ για επίδομα εορτής του Πάσχα ιδίου έτους (1080 ευρώ /2) + 22,50 ευρώ (540 ευρώ χ 0,041666) αναλογία επιδόματος αδείας + + 540 ευρώ για επίδομα αδείας 2014 (1080 ευρώ /2) ήτοι συνολικά το ποσό των 7.562,50 ευρώ, 3) στον 3ο ενάγοντα οφείλονται δεδουλευμένες αποδοχές, όπως αυτές αναφέρθηκαν ανωτέρω,  συνολικού ποσού 1.202 ευρώ και μισθοί υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από το μήνα Φεβρουάριο έως το μήνα Ιούνιο του έτους 2014 ήτοι για 5 μήνες χ 762 ευρώ μηνιαίως = 3.810 ευρώ, 381 ευρώ για επίδομα εορτής του Πάσχα ιδίου έτους (762 ευρώ /2) + 15,87 ευρώ (381 ευρώ χ 0,041666) αναλογία επιδόματος αδείας + 381 ευρώ για επίδομα αδείας 2014 (762 ευρώ /2) ήτοι συνολικά το ποσό των 5.789,87 ευρώ και τέλος 4) στον 4ο ενάγοντα οφείλονται δεδουλευμένες αποδοχές, όπως αναφέρθηκαν ανωτέρω, συνολικού ποσού 2.982,80 ευρώ και μισθοί υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από το μήνα Φεβρουάριο έως το μήνα Μάιο του έτους 2014 ήτοι για 5 μήνες χ 968,08 ευρώ μηνιαίως = 4.840 ευρώ, 484,04 ευρώ για επίδομα εορτής του Πάσχα ιδίου έτους (768,08 ευρώ /2) + 20,16 ευρώ (484,04 ευρώ χ 0,041666) αναλογία επιδόματος αδείας + 484,04 ευρώ για επίδομα αδείας 2014 (968,08 ευρώ /2) ήτοι συνολικά το ποσό των 8.811,45 ευρώ. Εξάλλου από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα ουδόλως αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες ήταν σε θέση να βρουν εργασία κατά το χρονικό διάστημα της άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης αλλά δεν το έπραξαν δολίως με σκοπό να πλουτίσουν σε βάρος της εναγομένης λαμβανομένου υπόψη του υψηλού ποσοστού ανεργίας, που παρατηρείται ιδίως τα τελευταία έτη. Επομένως ο σχετικός ισχυρισμός περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ως προς τους μισθούς υπερημερίας (άρθρ. 281 ΑΚ) κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Ομοίως στερείται βασιμότητας η ένσταση εκπτώσεως των αλλαχού κερδηθέντων, η οποία είναι νόμιμη στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 656 εδ. β ΑΚ και προβλήθηκε από την εναγομένη, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες εργαζόμενοι παρείχαν σε άλλο εργοδότη εργασία καθ΄ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα. Τούτο διότι η ένορκη κατάθεση του  μάρτυρα …………., ο οποίος εξετάστηκε με επιμέλεια της εναγομένης, που φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης, είναι εντελώς αόριστη (‘’οι 2 έχουν βρει δουλειά, ο 3ος εργάζεται στην εταιρεία …… και ο 1ος εργάστηκε σε σουβλατζίδικο το 2014’’ βλ. τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου) και δεν προσκομίζεται άλλο αποδεικτικό μέσο. Περαιτέρω το αίτημα της εναγομένης περί προσκομιδής από τους αντιδίκους της βεβαίωσης του ΟΑΕΔ περί των ποσών, που εισέπραξαν ως επιδόματα κατά το χρονικό διάστημα άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης, τυγχάνει απορριπτέο. Τούτο διότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 31 ν.δ. 2698/1953 ‘’οι εργοδότες πριν από κάθε καταβολή αποδοχών υπερημερίας στους μισθωτούς τους, υποχρεούνται να παρακρατήσουν τα επιδόματα ανεργίας που καταβλήθηκαν από τις υπηρεσίες του ΟΑΕΔ κατά το χρονικό διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη, εφόσον πραγματοποιήθηκε μία τέτοια επιδότηση και να τα αποδώσουν σε αυτόν μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες’’. Συνεπώς αποτελεί υποχρέωση της εναγομένης να ζητήσει πριν από κάθε καταβολή των επιδικασθέντων ποσών στους ενάγοντες την προσκομιδή βεβαίωσης του ΟΑΕΔ, στην οποία να αναγράφεται αν αυτοί επιδοθήκαν ως άνεργοι, για ποιο χρονικό διάστημα και ποια ποσά εισπράχθηκαν προκειμένου να παρακρατήσει τα ποσά αυτά και ακολούθως να τα αποδώσει σε αυτόν.

Επομένως με βάση όλα τα ανωτέρω το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατέληξε σε διαφορετική κρίση,  αναγνώρισε την ακυρότητα της επιβολής καθεστώτος εκ περιτροπής εργασίας διότι δεν προηγήθηκε διαβούλευση με τους εργαζομένους ενώ δεν περιείχε το δικόγραφο της αγωγής τέτοια νομική βάση και γινόταν σε αυτό λόγος για καταχρηστική θέση των εργαζομένων σε καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας, και επιδίκασε υπέρ των εναγόντων τόσο δεδουλευμένες αποδοχές και μισθούς υπερημερίας όσο και αποζημίωση απόλυσης έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως βασίμως διατείνεται η εκκαλούσα με τους σχετικούς λόγους έφεσης. Επομένως πρέπει, αφού γίνει δεκτή ως βάσιμη η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση, να δικαστεί κατ΄ ουσία, να γίνει εν μέρει μόνο δεκτή η αγωγή, να αναγνωριστεί η καταχρηστικότητα της από 1.2.2014 επιβολής καθεστώτος εκ περιτροπής εργασίας σε βάρος των εναγόντων και να υποχρεωθεί η εναγομένη εργοδότρια να καταβάλει με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση: α) στον πρώτο  ενάγοντα το συνολικό ποσό των 7331,66 (1792,50 + 4.600+ 460+ 19,16 + 460) ευρώ ως δεδουλευμένες αποδοχές και μισθούς υπερημερίας, β) στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 7.562,50 (1060 + 5.400+ 540+ 22,50 + 540) ευρώ ως δεδουλευμένες αποδοχές και μισθούς υπερημερίας, γ) στον τρίτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 5.789,87 (1202,50 + 3.810+ 381 + 15,87 + 381) ευρώ ως δεδουλευμένες αποδοχές και μισθούς υπερημερίας και δ) στον τέταρτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 8811,44 (2.982,80 + 4.840,40 + 484,04 + 20,16 + 484,04) ευρώ ως δεδουλευμένες αποδοχές και μισθούς υπερημερίας. Τέλος πρέπει να οριστεί το προκαταβλητέο παράβολο σε περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας (άρθρ. 505§2 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η εκκαλούσα-εναγομένη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων εναγόντων αναλόγου της έκτασης της ήττας της  (άρθρ. 178§1, 183 ΚΠολΔ) και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της καθής η κλήση – εφεσίβλητης-εναγομένης.

Ορίζει το προκαταβλητέο παράβολο σε περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται ουσιαστικά την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ΄αριθμ. 2790/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ΄ουσία.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Αναγνωρίζει την καταχρηστικότητα της από 1.2.2014 επιβολής καθεστώτος εκ περιτροπής εργασίας σε βάρος των εναγόντων.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση: α) στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 7.331,66 ευρώ (επτά χιλιάδων τριακοσίων τριάντα ενός ευρώ και εξήντα έξι λεπτών), β) στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 7.562,50 ευρώ (επτά χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα δύο ευρώ και πενήντα λεπτών), γ) στον τρίτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 5.789,87 ευρώ (πέντε χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών), και δ) στον τέταρτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 8.811,45 ευρώ (οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων έντεκα ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών).

Καταδικάζει την εναγομένη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των 1.500 (χιλίων πεντακοσίων) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους  στις    11     Ιανουαρίου 2018.

 

      Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ