Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 27/2018

Αριθμός απόφασης       27/2018

Αριθμός έκθεσης προσδιορισμού δικασίμου 1105/971/2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Τακτική Διαδικασία

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Θεοκτή Νικολαΐδου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και τη γραμματέα Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την υπ΄αριθμ. …../12-11-2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….., την οποία προσκομίζει με επίκληση η εκκαλούσα, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης της με πράξη ορισμού δικασίμου την 26η Μαΐου 2016, οπότε αναβλήθηκε για την αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (5-10-2017) και κλήση προς εμφάνιση σε αυτή επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη. Περαιτέρω όπως αποδεικνύεται από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου η εφεσίβλητη παραστάθηκε στο Δικαστήριο όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο διά πληρεξουσίου δικηγόρου μόνο για την υποβολή αιτήματος αναβολής, το οποίο απορρίφθηκε και ακολούθως ο πληρεξούσιος δικηγόρος αποχώρησε. Επομένως πρέπει η εφεσίβλητη να δικαστεί ερήμην καθώς σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 226§4 εδ. δ ΚΠολΔ κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη μετ΄ αναβολή δικάσιμο δε χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων ενώ θεωρείται ότι δεν εμφανίζεται ο διάδικος, που ζητεί μόνο αναβολή, η οποία δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο (άρθρ. 280§2 ιδίου Κώδικα). Η διαδικασία ωστόσο θα προχωρήσει σα να ήταν και η εφεσίβλητη παρούσα (άρθρ. 524§4  ΚΠολΔ).

Η υπό κρίση έφεση της ηττηθείσας καθής η ανακοπή κατά της υπ΄αριθμ. 3574/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495§1, 511, 513, 516, 517, 518§1 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης έλαβε χώρα στις 13-10-2015 (βλ. την από 13-10-2015 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….. επί επικυρωμένου αντιγράφου αυτής, που προσκομίζεται από την εκκαλούσα) και η κατάθεση της έφεσης έλαβε χώρα στις 4-11-2015 (βλ. την υπ΄ αριθμ. …./4-11-2015 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) ήτοι εντός της προθεσμίας των 30 ημερών, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 518§1 ΚΠολΔ. Κατά συνέπεια η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την τακτική διαδικασία (άρθρ. 533§1 ΚΠολΔ) δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο κατ΄ άρθρο 495§3 ΚΠολΔ.

Με την υπ΄αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως …./2013 ανακοπή, που ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), η ανακόπτουσα ζήτησε να ακυρωθούν: α) η υπ΄αριθμ. …../2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε για απαίτηση της καθής η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ποσού 25.675,21 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, που απορρέει από την από 2-7-2010 σύμβαση καταναλωτικού δανείου και β) η από 16-7-2012 επιταγή προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο από απόγραφο της ιδίας ως άνω διαταγής πληρωμής. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, έκανε δεκτό τον πρώτο λόγο των ανακοπών και ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και την οικεία επιταγή προς πληρωμή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την υπό κρίση έφεση της η καθής η ανακοπή  -εκκαλούσα για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ώστε να απορριφθεί στο σύνολο της η ανακοπή.

Με τον εκτιμώμενο ως πρώτο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι πρέπει να ακυρωθούν η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε σε βάρος της και η σχετική επιταγή προς πληρωμή διότι η  αντίδικος της χρέωνε το λογαριασμό, που είχε ανοιχθεί προς εξυπηρέτηση του συναφθέντος δανείου, με ποσά τόκων, που υπολογίστηκαν με επιτόκια ανώτερα αυτών, που ίσχυαν κατά την αντίστοιχη χρονική περίοδο δικαιοπρακτικών επιτοκίων με αποτέλεσμα η απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής να μην είναι εκκαθαρισμένη. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας διότι αν και η επικαλούμενη παράνομη χρέωση με ποσά τόκων, που υπολογίστηκαν με επιτόκια ανώτερα αυτών, που ίσχυσαν κατά την αντίστοιχη χρονική περίοδο δικαιοπρακτικών τόκων επέδρασε στην εξέλιξη της επίδικης σύμβασης και στη διαμόρφωση του τελικά οφειλομένου από την ανακόπτουσα ποσού, δεν αναφέρονται για την πληρότητα του δικογράφου τα αμφισβητούμενα αυτά ποσά, κατά τα οποία ζητείται αντίστοιχα η ακύρωση της διαταγής πληρωμής δεδομένου ότι επί ανακοπής το Δικαστήριο επιλαμβάνεται μόνο αν υπάρχει σχετικός λόγος και κατά την έκταση αυτού του λόγου (ΕφΘεσ 2788/2009 ΕπισκΕΔ 2010 196). Εξάλλου εν προκειμένω δεν τίθεται ζήτημα εκκαθαρισμένου της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, όπως η ανακόπτουσα αβασίμως διατείνεται, καθώς το εκκαθαρισμένο της απαίτησης τάσσεται ως διαδικαστική προϋπόθεση της έκδοσης της διαταγής πληρωμής και απαίτηση μη εκκαθαρισμένη νοείται η απαίτηση, που δεν προσδιορίζεται επαρκώς κατά το ποσό ή κατά το ποιόν της (άρθρ. 624§1, 916 ΚΠολΔ) και στην υπό κρίση περίπτωση η απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, προσδιορίζεται επαρκώς κατά το ποσό και κατά το ποιόν της και επομένως είναι εκκαθαρισμένη αλλά κατά τους ισχυρισμούς της ανακόπτουσας και ήδη εφεσίβλητης εμπεριέχονται σε αυτή ποσά τόκων μη νόμιμα. Με βάση όλα τα ανωτέρω το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκανε δεκτό ως παραδεκτό, νόμιμο και βάσιμο τον πρώτο λόγο των ανακοπών και ακύρωσε την προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής και τη σχετική επιταγή προς πληρωμή εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, όπως βασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα με το σχετικό λόγο έφεσης. Επομένως θα πρέπει να γίνει δεκτή κατ΄ ουσίαν η έφεση, να επιστραφεί το καταβληθέν παράβολο στην εκκαλούσα, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί κατ΄ ουσίαν (άρθρ. 495§3, 535§1 ΚΠολΔ).

Με τον εκτιμώμενο ως δεύτερο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι πρέπει να ακυρωθούν η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε σε βάρος της και η σχετική επιταγή προς πληρωμή διότι η   σύμβαση δανείου, με βάση την οποία εκδόθηκε, περιέχει άκυρους ως καταχρηστικούς γενικούς όρους συναλλαγών. Ότι ειδικότερα: α) ο υπ΄αριθμ. 6.1 όρος της σύμβασης προβλέπει  ότι: ’’η τράπεζα έχει το δικαίωμα να καταγγείλει την παρούσα σύμβαση, εάν λάβει χώρα έστω και ένα από τα ακόλουθα γεγονότα: α) καθυστέρηση ολοσχερούς εξόφλησης έστω και μίας δόσης του δανείου ή οποιουδήποτε ληξιπρόθεσμου ποσού οφείλεται στην τράπεζα από την παρούσα ή άλλη δανειακή σύμβαση’’, β) ο υπ΄αριθμ. 4.1 όρος της σύμβασης προβλέπει: ‘’εφάπαξ δαπάνη διαχείρισης δανειακών υποχρεώσεων και καθορίζει τιμή (κόστους) εφάπαξ δαπάνης διαχείρισης το χρηματικό ποσό των 50 ευρώ’’, γ) ο υπ΄αριθμ. 9.2 όρος της σύμβασης προβλέπει: ‘’η τράπεζα δικαιούται να τροποποιεί τους όρους της σύμβασης, εφόσον συντρέχει ειδικός και σπουδαίος λόγος, όπως ενδεικτικά κατά περίπτωση η διακύμανση του πληθωρισμού και του κόστους εργασίας, ο αναλαμβανόμενος από αυτήν κίνδυνος, οι συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού και οι ειδικότερες συνθήκες της αγοράς του χρηματοπιστωτικού τομέα μετά από προηγούμενη γνωστοποίηση του περιεχομένου της τροποποίησης στον οφειλέτη… Ο οφειλέτης δικαιούται σε περίπτωση τροποποίησης, με την οποία δε συμφωνεί, να καταγγείλει την παρούσα σύμβαση εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη γνωστοποίηση της τροποποίησης σε αυτόν. Σε κάθε περίπτωση η παράλειψη από τον οφειλέτη μετά τη γνωστοποίηση σε αυτόν του περιεχομένου της ανωτέρω τροποποίησης να καταγγείλει την παρούσα σύμβαση εντός της ως άνω προθεσμίας ή/και εκ μέρους του ανεπιφύλακτη μερική ή ολική εξόφληση ενός λογαριασμού, συνιστά σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, αποδοχή αυτής’’. Ότι όλοι οι ως άνω όροι εμπίπτουν στις απαγορεύσεις της υπ΄αριθμ. Ζ1-798/25-6-2008 απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης και έχουν κριθεί καταχρηστικοί με την υπ΄αριθμ. 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος   καθώς διότι δεν εκτίθενται για την πληρότητα του δικογράφου: 1) οι συνέπειες της ύπαρξης των εν λόγω ΓΟΣ στην εξέλιξη της επίδικης σύμβασης και στη διαμόρφωση του τελικά οφειλομένου ποσού, δεδομένου ότι η ύπαρξη τους δεν επιφέρει γενική ακυρότητα της σύμβασης αλλά μόνο του μέρους, στο οποίο επιδρούν, 2) τα αμφισβητούμενα ποσά, κατά τα οποία αιτείται η ανακόπτουσα αντίστοιχα την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής δεδομένου ότι επί ανακοπής το Δικαστήριο επιλαμβάνεται μόνο αν υπάρχει σχετικός λόγος και κατά την έκταση του λόγου αυτού (ΕφΘεσ 2788/2009 ΕπισκΕΔ 2010 196).

Με τον εκτιμώμενο ως τρίτο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι πρέπει να ακυρωθούν η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε σε βάρος της και η σχετική επιταγή προς πληρωμή διότι με αυτή επιδικάστηκαν τόκοι επί τόκων υπερημερίας χωρίς να υπάρχει σχετική συμφωνία στη σχετική σύμβαση και επομένως μπορούν να αναζητηθούν μόνο με αγωγή και όχι με διαταγή πληρωμής. Ο λόγος αυτός της ανακοπής κρίνεται απορριπτέος πρωτίστως διότι με την προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής ουδόλως επιδικάστηκαν τόκοι επί τόκων υπερημερίας, όπως η ανακόπτουσα αβασίμως διατείνεται, αφού από το επικυρωμένο αντίγραφο αυτής, που προσκομίζεται νόμιμα με επίκληση, αποδεικνύεται ότι η καθής η διαταγή πληρωμής υποχρεώθηκε ‘’να καταβάλει στην αιτούσα το ποσό των 25.675,21 ευρώ συνολικά έντοκα με συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από την 10/10/2012 (επομένη της ημερομηνίας της καταγγελίας) μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως’’.

Με τον εκτιμώμενο ως τέταρτο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι πρέπει να ακυρωθούν η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε σε βάρος της και η σχετική επιταγή προς πληρωμή διότι η σύμβαση δανείου, με βάση την οποία εκδόθηκε, περιέχει άκυρο ως καταχρηστικό γενικό όρο συναλλαγών περί παροχής συγκατάθεσης επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων. Ότι ειδικότερα ο όρος αυτός της σύμβασης έχει κριθεί άκυρος ως καταχρηστικός με την υπ΄αριθμ. 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος καθώς η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη δεν επικαλείται ότι η αντίδικος της έκανε χρήση αυτού του γενικού όρου συναλλαγών και πως αυτό επέδρασε στην εξέλιξη της επίδικης σύμβασης και στη διαμόρφωση του τελικά οφειλομένου από την ίδια ποσού.

Σύμφωνα με το άρθρο 626§1 ΚΠολΔ, προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι η εκ μέρους του δικαιούχου της απαίτησης υποβολή αίτησης, η οποία κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και συντάσσεται έκθεση κάτω από αυτήν. Κατά την §2 του ίδιου άρθρου, το δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) τα οριζόμενα στα άρθρα 118 και 119§1 ΚΠολΔ, β) αίτηση (αίτημα) έκδοσης διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη της §3 του αυτού άρθρου, στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό αυτής. Προς τούτο πρέπει να αναφέρεται η έννομη σχέση, από την οποία απορρέει η απαίτηση και δεν αρκεί απλή παραπομπή στα επισυναπτόμενα έγγραφα. Απαιτείται σχετικώς να εκτίθενται στην αίτηση τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, τα οποία εξατομικεύουν την απαίτηση από απόψεως αντικειμένου, είδους και τρόπου γενέσεώς της, και τα οποία, υπαγόμενα σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου, να δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου, κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος (ΕφΘεσ 110/2008 ΕπισκΕμπΔ 2008 740, ΕφΔωδ 56/2002 ΤΝΠ “ΝΟΜΟΣ”). Η διάταξη αυτή διαφοροποιείται από τη σχετική για το περιεχόμενο της αγωγής διάταξη του άρθρου 216§1 ΚΠολΔ και δεν απαιτεί, όπως εκείνη, τον ουσιαστικό ή συγκεκριμένο προσδιορισμό της ιστορικής βάσης αλλά αρκείται στην έκθεση εκείνων μόνο των περιστατικών, που εξατομικεύουν την απαίτηση από άποψη του αντικειμένου της, του είδους και του τρόπου της γέννησης της και δικαιολογούν την ύπαρξη αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση προς τον αιτούντα. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 623,626§§2-3 στοιχ. γ, 630 στοιχ. γ και 631 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί μόνο εκτελεστό τίτλο και δεν είναι δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη πλήρους αιτιολογίας, αρκεί μεταξύ άλλων να περιέχει απλώς την αιτία της πληρωμής ήτοι να προσδιορίζεται έστω και συνοπτικώς το είδος της δικαιοπραξίας, από την οποία απορρέει η απαίτηση χωρίς να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την αιτία της πληρωμής και δεν απαιτείται να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συνιστούν την αιτία (ΑΠ 1512/2006 ΕλλΔνη 47 1650, ΑΠ 192/2005 ΕλλΔνη 47 458).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον εκτιμώμενο ως πέμπτο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι πρέπει να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε σε βάρος της και η σχετική επιταγή προς πληρωμή διότι αυτές πάσχουν αοριστίας αφού δεν αναφέρεται σε αυτές το τρέχον επιτόκιο δανεισμού τόσο κατά το χρόνο καταγγελίας της σύμβασης όσο και κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης. Ο λόγος αυτός της ανακοπής κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος καθώς κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω στη μείζονα πρόταση ουδόλως απαιτείται για το ορισμένο της αίτησης έκδοσης διαταγής πληρωμής να αναφέρεται το τρέχον επιτόκιο κατά το χρόνο καταγγελίας της σύμβασης και κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης, πολύ δε περισσότερο δεν απαιτείται τέτοια αναφορά για να είναι παραδεκτή η διαταγή πληρωμής.

Περαιτέρω με τον εκτιμώμενο ως έκτο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι πρέπει να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε σε βάρος της και η σχετική επιταγή προς πληρωμή διότι η   σύμβαση δανείου, με βάση την οποία εκδόθηκε, περιέχει άκυρους ως καταχρηστικούς γενικούς όρους συναλλαγών, που προβλέπουν: α) τη δυνατότητα της τράπεζας να καθορίζει συμβατικό τόκο, με τον οποίο χρεώνει τον πελάτη στις περιπτώσεις τμηματικών καταβολών, β) ότι αν ο καταναλωτής δεν αντιδράσει εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος σημαίνει ότι αυτός έλαβε το μηνιαίο λογαριασμό από την τράπεζα και δε δύναται να τον αμφισβητήσει. Ότι οι ως άνω όροι εμπίπτουν στις απαγορεύσεις της υπ΄ αριθμ. Ζ1-21/17-1-2011 απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης και ο πρώτος έχει κριθεί καταχρηστικός με την υπ΄ αριθμ. 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος καθώς η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη δεν επικαλείται ότι η αντίδικος της έκανε χρήση αυτών των γενικών όρων συναλλαγών και πως αυτό επέδρασε στην εξέλιξη της επίδικης σύμβασης και στη διαμόρφωση του τελικά οφειλομένου από την ίδια ποσού.

Με τον εκτιμώμενο ως έβδομο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι πρέπει να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε σε βάρος της και η σχετική επιταγή προς πληρωμή διότι η   σύμβαση δανείου, με βάση την οποία εκδόθηκε, περιέχει άκυρο ως καταχρηστικό γενικό όρο συναλλαγών, που προβλέπει ότι ‘’ η τράπεζα δικαιούται να τροποποιεί τους όρους της σύμβασης, εφόσον συντρέχει ειδικός και σπουδαίος λόγος, όπως ενδεικτικά κατά περίπτωση η διακύμανση του πληθωρισμού και του κόστους εργασίας, ο αναλαμβανόμενος από αυτήν κίνδυνος, οι συνθήκες αγοράς και του ανταγωνισμού και οι ειδικότερες συνθήκες της αγοράς του χρηματοπιστωτικού τομέα μετά από προηγούμενη γνωστοποίηση του περιεχομένου της τροποποίησης στον οφειλέτη. Ο οφειλέτης δικαιούται σε περίπτωση τροποποίησης, με την οποία δε συμφωνεί να καταγγείλει την παρούσα σύμβαση εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη γνωστοποίηση της τροποποίησης σε αυτόν. Σε κάθε περίπτωση η παράλειψη από τον οφειλέτη μετά τη γνωστοποίηση σε αυτόν του περιεχομένου της ανωτέρω τροποποίησης να καταγγείλει την παρούσα σύμβαση εντός της ως άνω προθεσμίας ή/και εκ μέρους του ανεπιφύλακτη μερική ολική εξόφληση ενός λογαριασμού, συνιστά σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη αποδοχή αυτής’’. Ότι ο ως άνω όρος έχει κριθεί καταχρηστικός με την υπ΄ αριθμ. 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος καθώς δεν εκτίθενται για την πληρότητα του δικογράφου: 1) οι συνέπειες της ύπαρξης των εν λόγω ΓΟΣ στην εξέλιξη της επίδικης σύμβασης και στη διαμόρφωση του τελικά οφειλομένου ποσού, δεδομένου ότι η ύπαρξη τους δεν επιφέρει γενική ακυρότητα της σύμβασης αλλά μόνο του μέρους, στο οποίο επιδρούν, 2) τα αμφισβητούμενα ποσά, κατά τα οποία αιτείται η ανακόπτουσα αντίστοιχα την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής δεδομένου ότι επί ανακοπής το Δικαστήριο επιλαμβάνεται μόνο αν υπάρχει σχετικός λόγος και κατά την έκταση του λόγου αυτού (ΕφΘεσ 2788/2009 όπ.π.π.).

Κατά το άρθρο 179 ΑΚ, άκυρη, ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, είναι ιδίως η αδικοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η αδικοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο, για κάποια παροχή περιουσιακά ωφελήματα που, κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία προς τη παροχή. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι για το χαρακτηρισμό της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς και συνεχώς άκυρης, ως αντικείμενης στα χρηστά ήθη, απαιτείται αφενός μεν η συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων, που τελούν κατά το χρόνο της συνομολόγησης τους, κατά τις περιστάσεις, σε προφανή δυσαναλογία προς τη παροχή, αφετέρου δε η επίτευξη των ωφελημάτων αυτών με εκμετάλλευση της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας του άλλου από τους συμβληθέντες περιεχομένου αναγκαίως, κατά την έννοια της εκμετάλλευσης και του αποτελούντος προϋπόθεση αυτής στοιχείου της γνώσης των εν λόγω περιστάσεων. Έτσι για την αναγνώριση ως άκυρης σύμβασης, ως αισχροκερδούς, πρέπει να συντρέχουν οι κατωτέρω προϋποθέσεις σωρευτικά: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη η κουφότητα ή απειρία του ενός από τους συμβαλλόμενους και γ) εκμετάλλευση από τον άλλο συμβαλλόμενο της γνωστής σ’ αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλόμενου. Τα στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας δεν είναι απαραίτητο να συντρέχουν σωρευτικά, αλλ’ αρκεί η συνδρομή και μόνο του ενός απ’ αυτά. Απειρία είναι η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές, μπορεί δε να είναι επακόλουθο της ηλικίας, της διανοητικής κατάστασης του προσώπου ή άλλης αιτίας. Κουφότητα, η οποία μπορεί επίσης να είναι αποτέλεσμα της ηλικίας, της πνευματικής κατάστασης ή άλλης αιτίας, είναι η αδιαφορία, η αφροντισία και η αμεριμνησία από την οποία ο συναλλασσόμενος δεν μπορεί να εκτιμήσει τη σημασία και τις συνέπειες των πράξεων του, ενώ ανάγκη είναι και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση, επιτακτική και ανεπίδεκτη αναβολής. Αν λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς κατά το άρθρο 179 ΑΚ (βλ. ΑΠ 2095/2009 ΕλλΔνη 51,1348, ΑΠ 936/2007 ΕλλΔνη 50,1686, ΑΠ 252/2004 ΕλλΔνη 46,168, ΑΠ 459/1996 ΕλλΔνη 38,578, ΑΠ 52/1996 ΕλλΔνη 37,1327). Η ως άνω ακυρότητα χωρεί ipso iure και δεν απαιτείται παρεμβολή δικαστικής απόφασης. Δεν αποκλείεται όμως εκείνος, που έχει έννομο συμφέρον, να ασκήσει σχετική αναγνωριστική αγωγή για την κήρυξη της ακυρότητας. Για το ορισμένο της αγωγής αυτής αναγκαία στοιχεία είναι η κατάρτιση της δικαιοπραξίας, η αξία παροχής και ωφελημάτων και η δυσαναλογία αυτών κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης καθώς και η έκθεση περιστατικών που συγκροτούν μία (ή και όλες) από τις αντικειμενικές προϋποθέσεις (απειρία, κουφότητα, ανάγκη) και την υποκειμενική προϋπόθεση (ΕφΔωδ 116/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον εκτιμώμενο ως όγδοο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η σύμβαση δανείου, με βάση την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, είναι άκυρη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 179 ΑΚ διότι από την επιβολή άκυρων ως καταχρηστικών γενικών όρων συναλλαγών, ιδίως αυτού, που αφορά το επιτόκιο προκύπτει δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής δηλ. διαφορά της αντικειμενικής αξίας των περιουσιακών ωφελημάτων σε σχέση με αυτή, που συμφωνήθηκε, η οποία υπερβαίνει το μέτρο, που είναι φυσικό και επιτρεπτό κατά τη συναλλακτική καλή πίστη να κερδίζει κάποιος από οικονομική σύμβαση με αντίστοιχη ζημία του αντισυμβαλλομένου. Ότι επιπλέον η καθής η ανακοπή τράπεζα εκμεταλλεύθηκε την απειρία της ήτοι την έλλειψη ειδικών γνώσεων της, που άπτονται της νομικής επιστήμης και της επιστήμης των οικονομικών. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως διότι αφενός μεν δεν αναφέρονται για την πληρότητα του κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω στη μείζονα πρόταση η αξία παροχής και ωφελημάτων και η δυσαναλογία αυτών κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, αφετέρου δε η έλλειψη εξειδικευμένων γνώσεων περί τη νομική επιστήμη και την επιστήμη των οικονομικών δε συνιστά απειρία κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 179 ΑΚ  αλλά ως τέτοια νοείται η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές.

Με τον εκτιμώμενο ως ένατο και τελευταίο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι είναι ακυρωτέα η εκδοθείσα σε βάρος της διαταγή πληρωμής διότι η αίτηση για την έκδοση της υποβλήθηκε κατά κατάχρηση δικαιώματος καθώς γενικοί όροι συναλλαγών, που περιέχονται στη σύμβαση πίστωσης, με βάση την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, έχουν κριθεί με την υπ΄αριθμ. 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου άκυροι ως καταχρηστικοί και το δεδικασμένο από την απόφαση αυτή δεσμεύει και την καθής ανώνυμη εταιρία ως μέλος της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, που άσκησε αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση. Ότι η καθής αν και τελεί εν γνώσει της εν λόγω απόφασης, δεν περιόρισε την απαίτηση της  σύμφωνα με τους όρους του δεδικασμένου αλλά αντιθέτως ενσωμάτωσε στην αίτηση της και κονδύλια, που αντιστοιχούν σε χρεώσεις με βάση καταχρηστικούς και επομένως άκυρους όρους συναλλαγών. Ότι η καθής, η οποία εξακολουθεί να έχει σε βάρος της νόμιμη απαίτηση, που θα διαμορφωθεί αν από το επιδικασθέν με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής αφαιρεθεί όποιο κονδύλιο προέρχεται από άκυρο γενικό όρο συναλλαγών, υποβάλλοντας αίτηση για την έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής περιλαμβάνοντας σε αυτή τόσο νόμιμα όσο και παράνομα επιμέρους ποσά (με βάση άκυρους ΓΟΣ) και όχι υποβάλλοντας αίτηση, που να περιλαμβάνει μόνο νόμιμα κονδύλια ή ασκώντας ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου τακτική αγωγή ενήργησε καταχρηστικώς καθώς η έκδοση της σε βάρος διαταγής πληρωμής συνεπάγεται την εισαγωγή των στοιχείων της στη βάση δεδομένων του συστήματος οικονομικής συμπεριφοράς του Τειρεσία με επαχθείς για την ίδια συνέπειες. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως μη νόμιμος καθώς τα περιστατικά, που εκτίθενται προς θεμελίωση του δεν αρκούν για να θεωρηθεί ότι η αίτηση για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής υποβλήθηκε καθ’ υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (άρθρ. 281 ΑΚ) λαμβανομένου μάλιστα υπ’ όψει ότι μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος επιφέρει βλάβη έστω και μεγάλη στον οφειλέτη δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει κατάχρηση δικαιώματος αν δεν συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις (πρβλ. ΕφΛαρ 298/2008 ΕπισκΕΔ 2008 1063). Εξάλλου ο δανειστής από καμία διάταξη νόμου δεν είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει τη χρονοβόρα διαδικασία άσκησης αγωγής, συζήτησης της, αναμονής έκδοσης απόφασης, άσκησης ενδίκων μέσων κλπ. όταν η απαίτηση του αποδεικνύεται εγγράφως και είναι δικονομικώς εφικτή η έκδοση διαταγής πληρωμής, η οποία συνιστά εκτελεστό τίτλο.

Επομένως αφού δεν υπάρχουν προς εξέταση άλλοι λόγοι πρέπει οι ανακοπές να απορριφθούν, να επικυρωθεί η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, να οριστεί το προκαταβλητέο παράβολο ερημοδικίας (άρθρ. 505§2 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η ανακόπτουσα λόγω της ήττας της (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ), στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθής η ανακοπή και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της ανακόπτουσας-εφεσίβλητης.

Ορίζει το προκαταβλητέο παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των 250 (διακοσίων πενήντα) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την υπ΄αριθμ. 3574/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ΄ ουσίαν.

Απορρίπτει τις ανακοπές.

Επικυρώνει την υπ΄αριθμ. 1116/2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Καταδικάζει την ανακόπτουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθής η ανακοπή και για τους δύο  βαθμούς δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των 1.500 (χιλίων πεντακοσίων) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις    11   Ιανουαρίου 2018.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ