Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 22/2018

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    22 /2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη και Ελένη Σκριβάνου-Εισηγήτρια,Εφέτες, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

               Φέρονται προς εκδίκαση οι εφέσεις με ειδικό αρ. εκθ. κατάθεσης, ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Α) …./24-5-2016 και Β) …./27-5-2016, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας,καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ) .

Οι ως άνω υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 411/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς , που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία ,όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το Ν. 4335/23-7-2015 ,που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016,(άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), έχουν ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.1 ΚΠολΔ) και εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών (άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η επίδοση της εκκαλουμένης έλαβε χώρα στις 27-4-2016 (ώρα 14.40), όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση στο σώμα αντιγράφου αυτής, του δικαστικού επιμελητή …. . και οι κρινόμενες εφέσεις κατατέθηκαν, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, στις 24-5-2016 και 27-5-2016 (ώρα 11.23) αντίστοιχα ,όπως προκύπτει από τις αναφερόμενες στην αρχή της παρούσας εκθέσεις κατάθεσης. Έχουν κατατεθεί δε από τους εκκαλούντες, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, τα παράβολα του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κάτωθεν των προαναφερθεισών εκθέσεων κατάθεσης των δικογράφων των εφέσεων αυτών.

Πρέπει επομένως να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλην και κατά τόπο αρμόδιο,στην ουσία τους κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).

Από τη διάταξη του άρθρου 166 ΑΚ, κατά την οποία το προσύμφωνο είναι σύμβαση, με την οποία τα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συνάψουν ορισμένη σύμβαση, προκύπτει ότι το προσύμφωνο, ως παράγον υποχρέωση προς παροχή, συνιστάμενη στην κατάρτιση της οριστικής σύμβασης, αποτελεί ενοχική υποσχετική σύμβαση. Η σύναψη της σκοπούμενης οριστικής σύμβασης επιφέρει απόσβεση της εκ του προσυμφώνου ενοχής. Η εκπλήρωση έτσι της ενοχής, καθ` ορισμένο χρονικό σημείο ή εντός ορισμένης προθεσμίας, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της έννοιας της ενοχής. Ο χρόνος κατά τον οποίο ή εντός του οποίου πρέπει να καταρτισθεί η κυρία σύμβαση είναι δυνατό να καθορίζεται από το νόμο ή από τη δικαιοπραξία, ειδικά δε, όσον αφορά στο προσύμφωνο, η πρακτική σημασία του ζητήματος καθορισμού του χρόνου που θα συναφθεί η κυρία σύμβαση συνίσταται, μεταξύ άλλων, στο ότι έκτοτε η απαίτηση καθίσταται ληξιπρόθεσμη και αρχίζει η παραγραφή. Ειδικότερα, ο χρόνος κατάρτισης της οριστικής σύμβασης μπορεί να καθορίζεται ρητώς από το προσύμφωνο ή και να προκύπτει σιωπηρώς από αυτό. Μπορεί, όμως, να μην καθορίζεται ούτε ρητώς ούτε σιωπηρώς ο χρόνος αυτός, καθόσον δεν προκύπτει τέτοια υποχρέωση των μερών από κάποια διάταξη νόμου (βλ. Κρητικό, «Το Προσύμφωνον», σελ. 294). Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν με νέα τους συμφωνία να παρατείνουν την τυχόν ορισμένη αρχική προθεσμία σύναψης της οριστικής σύμβασης (Εφ.Αθ. 8528/2005 Αρμ 2007. 212).Κατά το χρονικό διάστημα από την κατάρτιση του προσυμφώνου μέχρι τη σύναψη της οριστικής σύμβασης ο υπόχρεος από το προσύμφωνο προς περιουσιακή επίδοση με την οριστική σύμβαση διατηρεί πλήρη την εξουσία νομικής και πραγματικής διάθεσης του αντικειμένου της οριστικής σύμβασης (Εφ.Αθ. 4273/2005 ΕλλΔ2005. 1551, Εφ.Αθ. 2969/1998 ΕλλΔ 1998. 665). Αναφορικά με τη σημασία, η οποία πρέπει να προσδοθεί στην άπρακτη πάροδο της ορισμένης ημέρας προς σύναψη της οριστικής σύμβασης εκ μέρους είτε του ενός είτε αμφοτέρων των μερών του προσυμφώνου, προέχουσα σημασία έχει η προς τούτο βούληση των συμβαλλομένων μερών. Κατ` αρχήν, η εν λόγω προθεσμία, εφόσον δεν ορίσθηκε διαφορετικά, έχει απλώς το χαρακτήρα προθεσμίας εκπληρώσεως της παροχής των συμβληθέντων, οπότε η άπρακτη πάροδος αυτής δεν επάγεται ανατροπή του προσυμφώνου (Εφ.Πειρ.472/2011, Εφ.Δωδ.201/2009, Εφ.Πατρ. 867/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Και μετά την πάροδο αυτής (προθεσμίας) και μέχρι συμπληρώσεως της παραγραφής, στην οποία υπόκειται η σχετική αξίωση, μπορεί να ζητηθεί η σύναψη της οριστικής σύμβασης. Οι συμβαλλόμενοι, όμως, μπορούν να ορίσουν, ρητά ή σιωπηρά, ότι η άπρακτη πάροδος της ορισθείσας προθεσμίας, ανεξαρτήτως του λόγου που την προκάλεσε, επάγεται ανατροπή του προσυμφώνου και ματαίωση κατάρτισης της οριστικής σύμβασης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η προθεσμία λειτουργεί ως διαλυτική κατά την έννοια του άρθρου 210 ΑΚ (ΑΠ 2356/2009 ΕλλΔ 2011. 160, ΑΠ 1500/2008,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εφόσον, λοιπόν, ο χρόνος εκπλήρωσης της παροχής τέθηκε ως χρόνος παροχής (άρθρο 323 ΑΚ), υπό την έννοια της δήλης ημέρας, δεν αποκλείεται καθόλου το δικαίωμα του αγοραστή να επιδιώξει και μετά τη λήξη της προθεσμίας την εκτέλεση του προσυμφώνου, με καταδίκη του πωλητή σε δήλωση βουλήσεως, κατ` άρθρο 949 ΚΠολΔ, χωρίς να χάνει το δικαίωμά του λόγω άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας (Εφ.Λαρ. 644/2008 ΕφΑΔ 2009. 536). Ακόμη, το προσύμφωνο, όπως προκύπτει από το άρθρο 166 ΑΚ, υπόκειται στον τύπο που ο νόμος ορίζει για τη σύμβαση που πρέπει να καταρτισθεί. Ως τύπος νοείται έγγραφο συμβολαιογραφικό ή ιδιωτικό ή άλλο έγγραφο δημόσιο ή δήλωση ενώπιον αρχής, για την οποία συντάσσεται έκθεση. Σε τύπο υπόκειται μόνο η δήλωση βούλησης και όχι όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το υπό ευρεία έννοια πραγματικό της δικαιοπραξίας. Ο ίδιος τύπος απαιτείται για τις τροποποιήσεις του προσυμφώνου (164 ΑΚ), αλλ` αυτές που αφορούν ουσιώδη σημεία του και όχι επουσιώδη του (ΑΠ 1217/1978 ΝοΒ 27. 922, Εφ.ΑΘ. 934/2006 ΕλλΔ 2006. 937, Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΜ.ΑΚ υπό το αρθρ. 166 αρ. 11).

Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 402 ΑΚ προκύπτει, ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης μπορεί να δοθεί αρραβώνας. Η εν λόγω διάταξη ρυθμίζει τον αρραβώνα, ο οποίος δίδεται κατά την κατάρτιση της κυρίας συμβάσεως και όχι τον διδόμενο προ της κατάρτισης της κυρίας σύμβασης. Υπό το πρίσμα της διάκρισης αυτής έγκυρα μπορεί να δοθεί αρραβώνας και κατά την κατάρτιση του προσυμφώνου (ΕφΑΘ 3885/2008 ΕλλΔ 2008. 1476, ΕφΑΘ 1981/2007 ΕφΑΔ 2009.1192), το οποίο, υπό την παραπάνω διάκριση, θεωρείται τελεία σύμβαση. Στην περίπτωση αυτή, αυτός που δίδει τον αρραβώνα, εν αρνήσει του άλλου προς σύμπραξη για την κατάρτιση της οριστικής συμβάσεως δικαιούται είτε να αξιώσει την επιστροφή διπλασίου του δοθέντος αρραβώνος (ΑΚ 403), αν είναι δότης, ή να αρκεσθεί σ` αυτόν, αν είναι λήπτης. Η αρραβωνική σύμβαση, ως παρεπόμενη της κυρίας συμβάσεως, υποβάλλεται στον ίδιο συστατικό τύπο, ο οποίος προβλέπεται για την κύρια σύμβαση  (ΑΠ 1500/2008 ό.π.). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 402 και 403 ΑΚ προκύπτει, ότι ο αρραβώνας που δίδεται για εξασφάλιση μιας σύμβασης χαρακτηρίζεται είτε ως επιβεβαιωτικός της κατάρτισής της είτε έχει την έννοια του επιτίμιου μεταμέλειας, που παρέχει στους συμβαλλομένους δικαίωμα να υπαναχωρήσουν από τη σύμβαση, χάνοντας τον αρραβώνα ή να αποδώσουν το διπλάσιο, είτε έχει την έννοια της ποινής που λειτουργεί σε περίπτωση μη εκπλήρωσης ή μη προσήκουσας εκπλήρωσης της σύμβασης, κατά τρόπο ανάλογο της ποινικής ρήτρας. Ο αρραβώνας μεταμέλειας είναι διαφορετικός από τον επιβεβαιωτικό, διότι ο τελευταίος δίδεται προς ενίσχυση της σύμβασης, ενώ ο πρώτος (μεταμέλειας) προς εξασθένηση και ανατροπή της, γι΄ αυτό και απαιτείται, για τον χαρακτηρισμό του ως αρραβώνα, να συνάγεται κατά τρόπο αναμφίβολο ότι οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν να έχουν το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση, χάνοντας τον αρραβώνα ή αποδίδοντας αυτόν διπλάσιο (ΑΠ 1118/1993 ΕλλΔ 1995.1047, Εφ.Αθ 4273/2005 ό.π., Ταμπάκη στον Γεωργιάδη/Σταθόπουλου Αστικό Κώδικα Γεν. Ενοχικό τόμος II, έκδ. 1979, αρθρ. 402, 403 αριθ. 7, 8 και 9). Σε αμφοτεροβαρείς συμβάσεις που εξασφαλίσθηκαν με αρραβώνα, ο αναίτιος μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και, αν μεν είναι εκείνος που έδωσε τον αρραβώνα, δικαιούται να δηλώσει υπαναχώρηση λαμβάνοντας εις διπλούν αυτόν(άρθρο 403 εδ. α` ΑΚ) ενώ, αν είναι ο λήπτης, να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση κρατώντας τον αρραβώνα. Και οι δύο αυτοί δεν αποκλείεται να ζητήσουν την αποκατάσταση κάθε περαιτέρω ζημίας, που θα μειώνεται όμως κατά το ποσό του αρραβώνα. Έτσι, σε αμφοτεροβαρή σύμβαση η παρεπόμενη συνομολόγηση αρραβώνα δεν απαλλάσσει τον υπαίτιο μη εκπλήρωσης της σύμβασης από τις λοιπές συνέπειες που καθορίζονται από τον ΑΚ για τέτοιον οφειλέτη, εκπίπτεται, όμως, πάντοτε ο αρραβώνας (Εφ.Λαρ 363/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, το είδος του αρραβώνα εξαρτάται από τη βούληση των μερών. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 402 ΑΚ, σε περίπτωση αμφιβολίας ο αρραβώνας θεωρείται μόνο ποινικός, που λειτουργεί, σύμφωνα με το άρθρο 403 ΑΚ, κατά τρόπο παρόμοιο προς τη λειτουργία της ποινικής ρήτρας. Επομένως, ο ποινικός αρραβώνας καταπίπτει σε περίπτωση υπαίτιας αδυναμίας προς εκπλήρωση της κύριας σύμβασης και σε περίπτωση υπερημερίας αυτού, η οποία επέρχεται με την πάροδο της ημέρας προς εκτέλεση της σύμβασης, όταν έχει ορισθεί τέτοια, αλλιώς από την όχληση, οπότε ο δανειστής αποκτά δικαίωμα από την παρεπόμενη αρραβωνική σύμβαση είτε στον αρραβώνα που έλαβε είτε αξίωση προς απόδοση του διπλασίου, μη αποκλειόμενης «εν αμφιβολία» και υποχρέωσης για παραπέρα αποζημίωση, μειούμενης κατά το ποσό του αρραβώνα (ΑΠ 1118/1993 ό.π., ΑΠ 2123/1984 ΝοΒ33. 1169, Εφ.Αθ. 1704/2008 ΕλλΔ 2008.1704, Εφ.Αθ. 1879/2007 ΕφΑΔ 2009. 1196). Όταν ο αρραβώνας αφορά σύμβαση ή προσύμφωνο που καταρτίζεται με τήρηση τύπου, ο ίδιος τύπος απαιτείται και για τη σύμβαση του αρραβώνα, ως παρεπόμενη της πρώτης, αλλιώς ο αρραβώνας αυτός είναι άκυρος και ο δοθείς αναζητείται κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (Εφ.Αθ. 1879/2007 ό.π., Εφ.Αθ 7059/2004 ΕλλΔ 2005. 847 και 912, Εφ.Αθ. 3203/1995 ΕλλΔ 1997. 934). Πρέπει να σημειωθεί ότι ο διδόμενος αρραβώνας, ο οποίος σκοπεί στην κάλυψη της ζημίας στην περίπτωση υπαίτιας ματαίωσης της σύμβασης, διαφέρει από την προκαταβολή, την οποία σκοπούσαν τα μέρη κατά την κατάρτιση της συμβάσεως. Την προκαταβολή δίνει ο ένας εκ των συμβαλλομένων προς τον άλλο όχι προς κάλυψη της ζημίας αλλ` έναντι της παροχής και σε εγγύηση αυτής (ΑΠ 1500/2008, Εφ.Πειρ.472/2011 ό.π.). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 409 ΑΚ, “αν η ποινή που συμφωνήθηκε είναι δυσανάλογα μεγάλη, μειώνεται, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, από το δικαστήριο στο μέτρο που αρμόζει. Αντίθετη συμφωνία δεν ισχύει”. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι το δικαστήριο της ουσίας, για τη μόρφωση της δικαστικής του κρίσης, σε σχέση με τον προσδιορισμό του περιεχομένου της αόριστης νομικής έννοιας της “δυσανάλογα μεγάλης ποινής” και του “μέτρου που αρμόζει”, λαμβάνει υπόψη τα περιστατικά που, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, συντρέχουν και ιδίως το μέγεθος της ποινής, σε σύγκριση με την αξία της αντιπαροχής του δανειστή, την οικονομική κατάσταση των μερών, τα συμφέροντα του δανειστή που επλήγησαν από την αθέτηση της συμβάσεως, την επέλευση ή όχι ζημίας και το ύψος αυτής, την έκταση της συμβατικής παράβασης του οφειλέτη, το βαθμό του πταίσματός του, την ενδεχόμενη ωφέλειά του από τη μη εκπλήρωση της παροχής, τα απώτερα επιβλαβή αποτελέσματα και κάθε δικαιολογημένο συμφέρον του δανειστή. Εξ αυτών προκύπτει, ότι ο αιτούμενος τη μείωση της ποινής ως υπέρμετρης, πρέπει να επικαλεσθεί στην αίτησή του ορισμένα περιστατικά, εξαιτίας των οποίων παρίσταται υπέρμετρη η ποινή, και, σε περίπτωση αμφισβητήσεώς τους, να αποδείξει αυτά, ενώ δεν αρκεί μόνο το περιστατικό, ότι η ζημία του δανειστή είναι μικρότερη της συμφωνημένης ποινής (ΑΠ 98/2017 ,ΑΠ 1118/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) .

Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξη της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος για τον σε βάρος του καταλογισμό τους. Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης. Η ρύθμιση ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα (ΑΠ 1637/2011, ΑΠ 777/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 54/2006 ΕλλΔνη 2006.456). Το άρθρο 193 του ΚΠολΔ, όμως, απαιτεί μεν ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης για την ουσία της υπόθεσης, αλλά ο ανωτέρω λόγος δεν ακολουθεί αναγκαίως το αποτέλεσμα του λόγου που αφορά στην ουσία και μπορεί να είναι αβάσιμος ο λόγος που αφορά στην ουσία και βάσιμος ο λόγος που αφορά στα έξοδα ( Εφ.Πατρ. 85/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) .

Στην προκειμένη περίπτωση, η εφεσίβλητη και στις δύο κρινόμενες εφέσεις εξέθετε στην από 17-9-2012 και με αρ. κατάθεσης δικογράφου …../2012, αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά των εναγομένων–ήδη εκκαλούντων, κατ΄εκτίμηση του δικογράφου της, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημά της με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού,αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις της , ότι οι εναγόμενοι είναι εξ αδιαιρέτου συγκύριοι (σε ποσοστό 4/8 ο πρώτος ,1/8 ο δεύτερος και 3/8 ο τρίτος εξ αυτών), του λεπτομερώς περιγραφόμενου, κατά θέση ,έκταση και όρια ακινήτου (οικοπέδου μετά των εντός αυτού κτισμάτων),που βρίσκεται στον Πειραιά, του οποίου την πώληση και μεταβίβαση σ΄ αυτήν (ενάγουσα) προσυμφώνησαν, δυνάμει του υπ’ αρ. …../27-10-2006 προσυμφώνου του συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., (με το οποίο τροποποιήθηκε το με αρ. …./13-2-2006 προσύμφωνο του ίδιου συμβολαιογράφου), αντί συνολικού τιμήματος 1.500.000 ευρώ, ενώ η ενάγουσα, η οποία σκόπευε να ανεγείρει επί του εν λόγω ακινήτου σταθμό αυτοκινήτων, κατέβαλε στους εναγομένους, παράλληλα με την υπογραφή του ως άνω προσυμφώνου (…./2006) ,το ποσό των 100.000 ευρώ ως αρραβώνα. Ότι,εξαιτίας της αντισυμβατικής και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων, ματαιώθηκε η σύναψη της κύριας σύµβασης αγοραπωλησίας του ως άνω οικοπέδου, καθώς επίσης προσβλήθηκε το κύρος και η φήμη της ενάγουσας εταιρείας, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ζητούσε δε η ενάγουσα να υποχρεωθούν οι εναγόµενοι, ο καθένας σε ολόκληρο, να της καταβάλουν. α) το ποσό των 200.000 ευρώ,ήτοι το διπλάσιο του καταβληθέντος από αυτήν αρραβώνα,κατά τα ορισθέντα στο παραπάνω προσύμφωνο,β) το ποσό 32.443,32 ευρώ,που αφορά στα έξοδα στα οποία προέβη σχετικά με την επικείμενη κατάρτιση της εν λόγω αγοραπωλησίας, ήτοι. 1) το ποσό των 2.563,50 ευρώ, που αντιστοιχεί στα συµβολαιογραφικά έξοδα για την κατάρτιση των δύο προσυµφώνων, 2) το συνολικό ποσό των 14.390,97 ευρώ για αµοιβές της µηxανικoύ …….. για αρχιτεκτονική επίβλεψη, για την άδεια κατεδάφισης των εντός του εν­δίκου ακινήτου παλαιών κτιρίων και για αρχιτεκτονική µελέτη και µελέτη δι­αµόρφωσης ακαλύπτου για τον υπό ανέγερση σταθµό αυτοκινήτων, σύμφωνα με τις από 19-12-2006, 14-2-2008 και 19-12-2006 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών ποσού 1.137,64 ευρώ, 93,12 ευρώ και 13.160,21 ευρώ,αντίστοιχα, 3) 5.000 ευρώ ως παράβολο για την κατάθεση αίτησης στον αναπτυξιακό νόμο και 4) το ποσό των 10.488,85 ευρώ για λοιπές δαπάνες που απορρέουν από τη λειτουργία της ενάγουσας εταιρείας για το διάστημα από 4-10-2006 έως και 9-6-2009 (έξοδα ίδρυσης και εγκατάστασής της, έξοδα δημοσίευσης στοιχείων και ισολογισμών, αμοιβές ελεγκτών και ορκωτών λογιστών κ.λπ και τέλος γ) το ποσό 20.000 ευρώ ως  χρηματική ικανοποίησή της λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη,δηλ. συνολικά το ποσό των 252.443,32 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, καθώς επίσης να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα.

Με την ως άνω από 26-10-2013 και με αρ. κατάθεσης δικογράφου …../2013 παρεμπίπτουσα αγωγή, οι παρεμπιπτόντως ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες,ισχυριζόμενοι ότι η παρεμπιπτόντως εναγομένη (ενάγουσα στην κύρια αγωγή) και ήδη εφεσίβλητη, έχει στην κατοχή της τα αναφερόμενα σ΄ αυτήν έγγραφα, τα οποία αφορούσαν τον ισχυρισμό της περί ματαίωσης της χρηματοδότησής της από την Τράπεζα ‘……’’ (σχετικά με την ανέγερση του σταθμού αυτοκινήτων στο επίμαχο ακίνητο) και αποκλεισμού της από το χρηματοπιστωτικό σύστημα των λοιπών τραπεζών, ημετά την επίδοση εκ μέρους αυτών (παρεμπιπτόντως εναγόντων) προς την ως άνω τράπεζα του από 7-11-2008 εξωδίκου τους, ζητούσαν,επικαλούμενοι έννομο συμφέρον, να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως εναγομένη να τους επιδείξει τα έγγραφα αυτά,που βρίσκονται στην κατοχή της, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην παρεμπίπτουσα αγωγή, και να τους χορηγήσει αντίγραφά τους με δικές τους δαπάνες, καθώς επίσης να καταδικαστεί αυτή στα δικαστικά τους έξοδα .

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 411/2016) το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω (κύρια και παρεμπίπτουσα) αγωγές, τις έκρινε ορισμένες και νόμιμες, πλην του επιμέρους κονδυλίου της κύριας αγωγής περί καταβολής στην ενάγουσα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο, διότι η συμπεριφορά των εναγομένων συνδέεται με την ενδοσυμβατική ευθύνη τους και δεν συνιστά ,άνευ της συμβατικής αυτής σχέσης μεταξύ των διαδίκων, ανεξάρτητη αδικοπρακτική συμπεριφορά, (βλ. και ΑΠ 292/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ως προς το κεφάλαιό της δε αυτό ,άλλωστε, δεν προσβάλλεται η εκκαλουμένη.Ακολούθως, έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά  βάσιμη την κύρια αγωγή, ενώ απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την παρεμπίπτουσα αγωγή κατά τα ειδικότεραεκτιθέμενα σε αυτήν (εκκαλουμένη απόφαση) και υποχρέωσε τους εναγόμενους, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 232.443,32 ευρώ,κατά το ποσοστό συγκυριότητάς του ο καθένας, στο ως άνω ακίνητο και ειδικότερα ο πρώτος το ποσό των 116.221,66 ευρώ, ο δεύτερος το ποσό των 29.055,42 ευρώ και ο τρίτος το ποσό των 87.166,24 ευρώ, κρίνοντας σιωπηρά ως μη νόμιμο το αίτημα της αγωγής περί καταβολήςτων αιτούμενων ποσών σε ολόκληρο από κάθε εναγόμενο,με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση, ενώ τέλος επιδίκασε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας εις βάρος των εναγομένων όσον αφορά στην κύρια αγωγή, ύψους 9.300 ευρώ, καθώς επίσης επιδίκασε τα δικαστικά έξοδα της παρεμπιπτόντως εναγομένης (ενάγουσας στην κύρια αγωγή) σε βάρος των παρεμπιπτόντως εναγόντων ( εναγομένων στην κύρια αγωγή) ύψους 250 ευρώ .

Όσον αφορά,όμως, στα αιτούμενα με την αγωγή λοιπά έξοδα που ισχυρίζεται η ενάγουσα ότι προέβη, κατόπιν του προαναφερθέντος περιορισμού του αιτήματός της, συνολικού ποσού 32.443,32 ευρώ, σχετικά με την επικείμενη κατάρτιση της εν λόγω αγοραπωλησίας ,πέραν της αοριστίας του υπ΄αρ. (4) εξ αυτών ποσού 10.488,85 ευρώ ΄΄για λοιπές δαπάνες που απορρέουν από τη λειτουργία της εταιρείας για το διάστημα από 4-10-2006 εως και 9-6-2009 (έξοδα ίδρυσης και εγκατάστασης της εταιρείας, έξοδα δημοσίευσης στοιχείων και ισολογισμών, αμοιβές ελεγκτών και ορκωτών λογιστών κ.λπ)’’, διότι δεν αναφέρονται τα επιμέρους ποσά που δαπανήθηκαν για κάθε μία από τις ως άνω ενέργειες της ενάγουσας,η δε αναφορά ότι αυτά προκύπτουν από σχετικές αποδείξεις,δεν μπορεί να θεραπεύσει την αοριστία αυτή (ΑΠ 263/2005, ΑΠ 1608/2002 ,Εφ.Λαρ. 215/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ), σε κάθε περίπτωση το συνολικό αυτό κονδύλι της αγωγής (32.443,32 ευρώ) είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, σε περίπτωση συνομολόγησης ποινικού αρραβώνα, δεν αποκλείεται μεν «εν αμφιβολία» η υποχρέωση για παραπέρα αποζημίωση, η οποία όμως μειώνεται κατά το ποσό του αρραβώνα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 403 ΑΚ, όπως βάσιμα υποστηρίζουν οι εναγόμενοι–εκκαλούντες με τον τρίτο λόγο των κρινόμενων εφέσεών τους, εν προκειμένω δε το ποσό του αιτούμενου εις διπλούν, από την ενάγουσα, αρραβώνα (100.000 ευρώ χ 2)  είναι πολύ μεγαλύτερο από την αξιούμενη ως άνω για τις λοιπές δαπάνες της αποζημίωσης. Πέραν δε τούτου καθώς η εξέταση της νομικής βασιμότητας προηγείται, στο επίμαχο προσύμφωνο  και συγκεκριμένα στην υπό στοιχείο (Γγ) τελική διάταξη αυτού αναφέρεται ρητά ότι ΄΄η αγοράστρια (ενν. ενάγουσα) δεν έχει καμία αξίωση για τη λήψη αποζημίωσης για τις προπαρασκευαστικές εργασίες που θα κάνει για οποιονδήποτε λόγο΄΄ .

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονούνται οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων –ήδη εκκαλούντες στην κρινόμενη Α΄ έφεση για τους λόγους που εκθέτουν σ΄αυτήν, εκτός του ως άνω απαντηθέντος, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η άνω αγωγή  της αντιδίκου τους και να γίνει δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή τους κατ΄αυτής.

Ακόμη, κατά της ίδιας οριστικής απόφασης (εκκαλουμένης) παραπονείται ο πρώτος εναγόμενος – ήδη εκκαλών στην κρινόμενη Β΄ έφεση, για τους λόγους που εκθέτει σ΄αυτήν, εκτός του ως άνω απαντηθέντος, που ανάγονται επίσης σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ως άνω αγωγή  της αντιδίκου του.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθησαν στα πλαίσια άλλων δικών μεταξύ των διαδίκων και οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες, η γνησιότητά των οποίων δεν αμφισβητείται, καθώς επίσης και των υπ’αρ. …../8-10-2015, …./8-10-2015 και …./8-10-2015 ένορκων βεβαιώσεων των ………  ,αντίστοιχα που προσκομίζει η ενάγουσα –εφεσίβλητη και ελήφθησαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς οι δύο πρώτες και Πατρών η τρίτη, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της (όπως προκύπτει από τις υπ’αρ.  ……../5-10-2015 εκθέσεις επίδοσης,αντίστοιχα, του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……. ) και της υπ’αρ. …/1-10-2014 ένορκης βεβαίωσης του ……., που προσκομίζουν οι εναγόμενοι –εκκαλούντες , η οποία ελήφθη ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών,κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της  αντιδίκου τους, όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. …./27-10-2014 έκθεση επίδοσης, του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …. …), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

Οι εναγόμενοι  και ήδη εκκαλούντες στις κρινόμενες εφέσεις, είναι συγκύριοι σε ποσοστό 4/8 ο πρώτος, 1/8 ο δεύτερος και 3/8 ο τρίτος εξ αυτών ενός ακινήτου και συγκεκριμένα ενός οικοπέδου μετά των εντός αυτού κτισμάτων, εμβαδού 533,25 τ.μ περίπου ,το οποίο βρίσκεται εντός του σχεδίου της πόλεως του Πειραιά, στη θέση ΄΄……., και στη διασταύρωση των οδών ……….. Δυνάμει του με αριθμό ……/13-2-2006 προσυμφώνου (και όχι 13-2-2005 ,όπως εκ προφανούς παραδρομής εσφαλμένα αναφέρεται σε αυτό ,αφού η 13η Φεβρουαρίου 2005 ήταν Κυριακή ,η ημερομηνία άλλωστε του οποίου δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους) του συμβολαιογράφου Πειραιώς …. ., οι εναγόμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να μεταβιβάσουν λόγω πώλησης, στους ……… το παραπάνω ακίνητο συνιδιοκτησίας τους, προκειμένου οι τελευταίοι να κατασκευάσουν σ’ αυτό χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων, αντί τιμήματος 1.500.000 ευρώ, ενώ συμφωνήθηκε το οριστικό συμβόλαιο πώλησης να υπογραφεί ενώπιον του άνω συμβολαιογράφου εντός εννέα (9) μηνών από την κατάρτιση του ως άνω προσυμφώνου, δηλαδή έως τις 14-11-2006. Τον  Αύγουστο του έτους 2006 οι παραπάνω (……..) συνέστησαν ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ΄΄………΄΄ και το διακριτικό τίτλο ΄΄…..’’ (ενάγουσα) και προέβησαν σε μία σειρά ενεργειών προς επίτευξη του ως άνω σκοπού, μεταξύ των οποίων και η αποδέσμευση του εν λόγω ακινήτου για την ανέγερση σ’αυτό σχολικού κτιρίου από τον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων (Ο.Σ.Κ), δυνάμει της με αριθμό πρωτοκόλλου ………./10.8.2006 βεβαίωσης του ΟΣΚ. Ακολούθως δε καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας εταιρείας –ήδη εφεσίβλητης και των ως άνω συγκυρίων του ακινήτου (εναγομένων και ήδη εκκαλούντων), νέο, τροποποιητικό του προαναφερθέντος, προσύμφωνο και συγκεκριμένα το με αριθμό …./27-10-2006 προσύμφωνο πώλησης οικοπέδου με καταβολή αρραβώνα, του ίδιου παραπάνω συμβολαιογράφου, με το οποίο ,κατά τα αναφερόμενα στο 2ο όρο του αρχικού προσυμφώνου, παρέτειναν και την προθεσμία υπογραφής του οριστικού συμβολαίου, ενώ κατά την ημερομηνία υπογραφής του ως άνω τροποποιητικού προσυμφώνου (…../2006), καταβλήθηκε εκ μέρους της ενάγουσας εταιρείας στους εναγομένους, έναντι του παραπάνω τιμήματος πώλησης, το ποσό των 100.000 ευρώ, ως αρραβώνας, το οποίο συμφωνήθηκε ότι θα συμψηφιζόταν με το συνολικό τίμημα, ενώ το υπόλοιπο του τιμήματος (1.400.000 ευρώ) θα καταβαλλόταν από δανειοδότηση που η αιτούσα θα ελάμβανε από τράπεζα ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα. Περαιτέρω, με το δεύτερο (2ο) όρο του εν λόγω προσυμφώνου, ορίσθηκε ότι το οριστικό συμβόλαιο πώλησης  θα υπογραφεί ενώπιον του ως άνω συμβολαιογράφου και σε περίπτωση κωλύματός του, ενώπιον του νομίμου αναπληρωτή του, εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την κατάρτιση του νέου προσυμφώνου, δηλαδή έως τις 28-1-2007 και υπό τον όρο ότι δεν θα προέκυπτε οποιοσδήποτε λόγος ή αιτία, εξαιτίας των οποίων θα απορριπτόταν η έκδοση της οικοδομικής αδείας για την κατασκευή σταθμού αυτοκινήτων και εφόσον η απόρριψη αυτή δεν οφείλετο σε υπαιτιότητα της αγοράστριας. Επίσης, συμφωνήθηκε ότι η προθεσμία αυτή τέθηκε υπέρ της αγοράστριας εταιρείας (ενάγουσας), η οποία θα είχε το δικαίωμα να ζητήσει την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου και νωρίτερα, με σχετική εξώδικη δήλωση, κοινοποιούμενη στους πωλητές (εναγομένους) προ δεκαπέντε τουλάχιστον εργασίμων ημερών, καθώς και ότι σε κάθε περίπτωση θα ήταν δυνατή η παράταση της προθεσμίας υπογραφής του οριστικού συμβολαίου, με κοινή συμφωνία όλων των συμβαλλομένων, η οποία θα περιβαλλόταν τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, ενώ ,με τον πέμπτο (5ο) όρο του προσυμφώνου αυτού, ρητά προβλέφθηκε ότι η υπαναχώρηση ενός από τους συμβαλλομένους θα αποδεικνυόταν μόνο με πράξη μη εμφάνισης ή με πράξη εμφάνισης και άρνησης υπογραφής κατά περίπτωση, που θα συντασσόταν, ενώπιον του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου, καθώς και ότι σε περίπτωση μη προσέλευσης των πωλητών, για οποιονδήποτε λόγο για την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου κατά την άνω ημερομηνία ή και νωρίτερα σε περίπτωση κοινοποίησης προς αυτούς της σχετικής πρόσκλησης της αγοράστριας, ή προσέλευσής τους μεν αλλά αρνησής τους να υπογράψουν το οριστικό συμβόλαιο, η αγοράστρια θα δικαιούτο είτε να δηλώσει στους πωλητές ότι ματαιώνει την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου και να αναζητήσει την επιστροφή σ’αυτήν του δοθέντος αρραβώνα εις διπλούν, είτε να προβεί στην κατάρτιση της οριστικής σύμβασης με αυτoσύμβαση, είτε να επιδιώξει την εκτέλεση της οριστικής σύμβασης διά της δικαστικής οδού. Ακόμη, προέκυψε ότι, η ενάγουσα –αγοράστρια, προέβη σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για τον αποχαρακτηρισμό του οικοδομικού τετραγώνου (ΟΤ) 116/26, όπου βρίσκεται το ως άνω ακίνητο, ως χώρου αρχαιολογικών ευρημάτων μνημείου, όπως είχε χαρακτηρισθεί από την αρμόδια για την περιοχή ΚΣτ’ Εφορία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Πειραιώς του Υπουργείου Πολιτισμού, (πράγμα που ήταν προαπαιτούμενο για την έκδοση οικοδομικής αδείας επί του ακινήτου), επέτυχε δε να εκδοθεί στις 29-11-2006, η υπ΄αρ. 96064/2718/29-11-2006 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία αποφαίνεται ότι δεν χαρακτηρίζονται ως μνημεία τα κτίρια που βρίσκονται στο Ο.Τ …./26 του Δήμου Πειραιώς (μεταξύ αυτών το επίμαχο) και αυτό διότι δεν πληρούν τις τασσόμενες από το άρθρο 6 παρ.ιβ και ιγ του Ν. 3028/2002 προϋποθέσεις. Στη συνέχεια, κατόπιν της από 17-1-2007 σχετικής αίτησης που υπέβαλε η ενάγουσα (διά του νομίμου εκπροσώπου της) ,μαζί με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, εκδόθηκε από τη Νομαρχία Πειραιώς η υπ’ αρ. πρωτ. ……../ 6-3-2007 απόφαση για τη χορήγηση στην ενάγουσα αδείας ίδρυσης στεγασμένου σταθμού αυτοκινήτων, στο ένδικο ακίνητο, ενώ λίγο αργότερα, στις 4-4-2007 εκδόθηκε η με αριθμό …../4-4-2007 άδεια κατεδάφισης κτίσματος (που αφορούσε το υπάρχον εντός του εν λόγω οικοπέδου κτίσμα) ,πάλι κατόπιν πρωτοβουλίας της ενάγουσας.

Προέκυψε δε επίσης, ότι ως προς τις παραπάνω ενέργειες της ενάγουσας, καθώς και ως προς την καθυστέρηση της έκδοσης της οικοδομικής αδείας εντός του διαστήματος των τριών μηνών από την κατάρτιση του υπ΄αρ. …../2006 προσυμφώνου, η οποία ,όπως συνάγεται από τα προαναφερθέντα, δεν οφείλονταν σε υπαιτιότητά της, είχαν λάβει γνώση οι εναγόμενοι, οι οποίοι ενημερώνονταν προφορικά από αυτήν. Μάλιστα η ενάγουσα, διά του εκπροσώπου της, ……… ενημέρωσε και γραπτώς τους καθών, με την από 18-5-2007 ενημερωτική επιστολή σχετικά με  την εξέλιξη της προσπάθειας προς λήψη αδείας οικοδομής, ενώ υπέβαλε επίσης γραπτώς παράκληση ΄΄(…) για την επ΄ολίγας εισέτι ημέρας κατανόησίν σας εμμένων εις την μεταξύ μας συμβατικήνσχέσιν και υποχρέωσιν(…)’’. Από τα ως άνω αναφερόμενα στην επιστολή αυτή , συνάγεται ότι αν και είχε παρέλθει η ημερομηνία (28-1-2007) που είχε οριστεί ως ημερομηνία κατάρτισης του οριστικού συμβολαίου αγοραπωλησίας μεταξύ των διαδίκων,έως την παραπάνω επιστολή, δεν είχαν διαμαρτυρηθεί οι εναγόμενοι για την καθυστέρηση, η οποία, άλλωστε, οφείλονταν σε αντικειμενικούς και ανεξάρτητους της θελήσεως της ενάγουσας ανακύψαντες λόγους, κατά τα προεκτεθέντα, τους οποίους, αντίθετα, προσπαθούσε να λύσει και δεν είχε τεθεί θέμα από αυτούς μη ισχύος του προσυμφώνου και αποδέσμευσής τους από τη συμφωνία τους με την ενάγουσα, αφενός μεν γραπτά, καθώς δεν προσκομίζεται κάτι σχετικό,αλλά ούτε και προφορικά, διότι, αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, η ενάγουσα ήταν λογικό να ανέφερε κάτι σχετικό στην ως άνω επιστολή της. Αντίθετα η τελευταία ζήτησε την κατανόηση των εναγομένων για χρόνο και πέραν  της επιστολής της αυτής. Οι εναγόμενοι για πρώτη φορά με την από 1-6-2007 εξώδικη δήλωσή τους, προς απάντηση της παραπάνω επιστολής, δήλωσαν ότι θεωρούσαν δικαιολογημένα τους εαυτούς τους μη δεσμευόμενους από το προσύμφωνο, ενώ απέδωσαν υπαιτιότητα στην ενάγουσα για την παράλειψη ειδοποίησής τους ως προς την ακριβή ημέρα υπογραφής του οριστικού συμβολαίου, ενώ όπως προεκτέθηκε, η ειδοποίηση αυτή προβλέφθηκε με το υπόψη προσύμφωνο για την περίπτωση που η αγοράστρια -ενάγουσα θα ενεργοποιούσε το από τον σχετικό όρο του προσυμφώνου, δικαίωμά της να ζητούσε την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου, νωρίτερα από τις 28-1-2007. Την αποδέσμευσή τους από τα συμφωνηθέντα με το εν λόγω προσύμφωνο, οι εναγόμενοι επανέλαβαν και με τις από 18-6-2007, 28-6-2007 και από 22-9-2007 εξώδικες δηλώσεις -απαντήσεις τους προς την ενάγουσα, χωρίς όμως, να εμφανισθούν, όπως απαιτείτο, κατά τα προβλεπόμενα από τον πέμπτο (5ο) όρο του προσυμφώνου, κατά την 28η-1-2007 ενώπιον του συμβολαιογράφου ……….., ή του νομίμου αναπληρωτού του, και να αρνηθούν την υπογραφή τους (έστω και για λόγους που αφορούσαν όχι τους ίδιους, αλλά την αιτούσα) αφού, σύμφωνα με τον όρο αυτό, μόνο  η ρητή άρνησή τους ενώπιον του συμβολαιογράφου για την κατάρτιση της οριστικής σύμβασης, θα αποδείκνυε την υπαναχώρησή τους από το προσύμφωνο. Ακόμη, πέραν τούτου, από τη διατύπωση του δεύτερου (2ου) όρου του προσυμφώνου (υπ’αρ. ……/2006) κι ερμηνευομένου του περιεχομένου αυτού κατά τους γενικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ και την καλή πίστη, χωρίς προσήλωση στη λεκτική του διατύπωση, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη που επικρατούν στις αγοραπωλησίες ακινήτων, σε συνδυασμό με τους λοιπούς όρους του προσυμφώνου, εκτιμάται, σύμφωνα και με τα όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη,  ότι η προθεσμία που τέθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη –διαδίκους, για την κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου, είναι προθεσμία εκπληρώσεως και όχι διαλυτική προθεσμία, οπότε η άπρακτη πάροδός της σημαίνει αυτόματα και ανατροπή των αποτελεσμάτων του προσυμφώνου, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, τόσο ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που ορθώς απέρριψε τον ισχυρισμό τους αυτόν, όσο και ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου με τον πρώτο λόγο των ένδικων δύο εφέσεών τους, αντίστοιχα, οι οποίοι κατά τα προαναφερθέντα τυγχάνουν απορριπτέοι προς τούτο. Η προθεσμία αυτή, κατά την αληθινή βούληση των συµβαλλοµένων, ορίστηκε απλώς ως προθεσµία εκπληρώσεως των αµοιβαίων παροχών τους και ειδικότερα ως προθεσµία εκπληρώσεως της παροχής σε εκτέλεση της υποχρέωσης προς δήλωση βουλήσεως για την υπογραφή της οριστικής σύμβασης, υπό την έννοια της δήλης ηµέρας, µε την πάροδο της οποίας θα υφίστατο υπερηµερία χωρίς όχληση (βλ. σχετικά μείζονα σκέψη). Σε περίπτωση δε, κατά την οποία ο λόγος απόρριψης της οικοδοµικής άδειας δεν θα οφειλόταν σε υπαιτιότητα της αγοράστριας- ενάγουσας, όπως προκύπτει από τον προαναφερθέντα 2ο όρο του προσυμφώνου, η τελευταία θα αντιµετωπίζετο ως ανυπαίτια ως προς οποιοδήποτε λόγο ή αιτία, εξαιτίας των οποίων δεν θα εκδίδετο η οικοδοµική άδεια, υπό την έννοια της άρσης της υπερηµερίας της ενάγουσας, ως οφειλόμενης σε γεγονός εκτός της ευθύνης της. Η προθεσµία, δηλαδή, για τη σύναψη της οριστικής σύµβασης τάχθηκε υπέρ της (ενάγουσας) και όχι εις βάρος της, ώστε η πάροδός της δεν µπορεί να έχει την έννοια της ανατροπής των αποτελεσµάτων του προσυµφώνου, πέραν του ότι προβλεπόταν στο προσύμφωνο δυνατότητα παράτασης της προθεσμίας αυτής, γεγονός που, επίσης, συνηγορεί στο ότι η αληθής βούληση των μερών είναι η μη διαλυτική φύση τη προθεσμίας αυτής (βλ. και ΑΠ 1500/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν τίθεται δε θέμα εις στο διηνεκές δέσμευσης των εναγομένων, όπως υποστηρίζουν, αλλά μόνο για μερικούς μήνες, δεδομένων των σοβαρών και χρονοβόρων στη διευθέτησή τους ζητημάτων που ανέκυψαν σχετικά με το οικόπεδό τους, η επίλυση των οποίων, άλλωστε, αποτελούσε πρόκριμα για την έκδοση της οικοδομικής επ΄αυτού αδείας εκ μέρους της ενάγουσας, η οποία ήταν σημαντική για τη συνέχιση της διαδικασίας, όπως συνάγεται σαφώς κι από τα αναφερόμενα στο προσύμφωνο (ως άνω 2ο όρο αυτού).

Εξάλλου,με τον ως άνω λόγο των εφέσεών τους, οι εναγόμενοι –εκκαλούντες υποστηρίζουν ότι κακώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, προσέφυγε στην ερμηνεία του προσυμφώνου με βάση τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, αφού δεν υπήρχε ασάφεια των όρων του και σε κάθε περίπτωση προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή αυτών, θεωρώντας ότι η αληθής βούληση των μερών ήταν η ως άνω προθεσμία να είναι εκπληρώσεως και όχι διαλυτική. Ο λόγος αυτός, όμως, και ως προς αυτό το σκέλος του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι,από τα αναλυτικά αναφερθέντα αμέσως παραπάνω, σε συνδυασμό με όσα αναφέρθηκαν και στη νομική σκέψη της παρούσας, η εν λόγω προθεσμία συνάγεται σαφώς ότι  είναι εκπληρώσεως, η δε προσφυγή του δικαστηρίου στους γενικούς ερμηνευτικούς κανόνες, που εισάγονται με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, οι οποίοι εφαρμόζονται αλληλοσυμπληρούμενοι, ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, διαπιστώνει ότι υφίσταται κενό στη σύμβαση ή ότι γεννιέται αμφιβολία ως προς την έννοια των δηλώσεων βουλήσεως των μερών. (ΑΠ 874/2017,ΑΠ 297/2016 ,ΑΠ 925/2015,ΑΠ 3/2015 ,Εφ. Αθ. 224/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) .

Περαιτέρω προέκυψε ότι η ενάγουσα απέστειλε στους εναγόμενους την  από 18-9-2007 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία τους καλούσε να προσέλθουν για την υπογραφή του οριστικού συµβολαίου αγοραπωλησίας του επιδίκου ακινήτου, προτείνοντας ως ηµεροµηνία υπογραφής την 17η-10-2007, έναντι πλέον αυξημένου τιμήματος, λόγω της χρονικής καθυστέρησης, το οποίο με κοινή συναίνεσή τους ανήλθε σε 1.700.000 ευρώ. (Ας σημειωθεί δε ότι είχε προηγηθεί η από 14-2-2007 έγκριση από την …. Τράπεζα για τη χρηματοδότηση με δάνειο της ενάγουσας, μεταξύ άλλων ,όσον αφορά στην αγορά του οικοπέδου, αρχικά για το ποσό των 1.500.000 ευρώ και κατόπιν η από 24-5-2007 έγκριση για το αυξημένο ως άνω ποσό, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα σχετικά έγγραφα της ως άνω τράπεζας). Στην πρόσκληση, όμως αυτή , δεν ανταποκρίθηκαν οι εναγόµενοι , όπως και σε παρόμοιες προσκλήσεις της ενάγουσας προς αυτούς που ακολούθησαν. Αντίθετα οι εναγόµενοι, με την από 29-1-2008 αίτησή του (ο πρώτος) και με την από 23-1-2008 αίτησή τους (οι λοιποί) προς την Πολεοδοµία Πειραιά, ζήτησαν την ακύρωση της ως άνω (υπ΄αρ. /../2007) άδειας  κατεδάφισης παλαιών κτισμάτων επί του εν λόγω οικοπέδου, την έκδοση της οποίας είχε επιτύχει η ενάγουσα, δεικνύοντας έτσι σαφώς την πρόθεσή τους να μην συμμορφωθούν με το προσύμφωνο, αναιρώντας τις ενέργειες της ενάγουσας .Η τελευταία , στη συνέχεια ,άσκησε την υπ’αρ. …/2008 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  κατά των εναγομένων,  με την οποία ζητούσε την καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως (άρθρο 949 ΚΠολΔ) αυτών, σχετικά με τησύναψη του οριστικού συμβολαίου, υποχρέωση που πήγαζε από το επίμαχο προσύμφωνο. Στα πλαίσια δε της ως άνω κύριας δίκης, εκδόθηκε, κατόπιν σχετικής αίτησης της ενάγουσας, η υπ΄αρ. 8430/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), η οποία αφού πιθανολόγησε ,μεταξύ άλλων, το χαρακτήρα της προθεσμίας, που αναφερόταν στο προσύμφωνο, ως εκπληρώσεως και όχι ως διαλυτικής, έκανε δεκτή την αίτηση της ενάγουσας και διέταξε τη δικαστική μεσεγγύηση του επίδικου ακινήτου, ενώ διόρισε μεσεγγυούχο το νόμιμο εκπρόσωπο αυτής, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της κύριας διαφοράς. Ενόψει της ως άνω απόφασης ασφαλιστικών μέτρων η ενάγουσα επέδωσε, στις  6-11-2008, στους εναγοµένους την από 3-11-2008 εξώδικη πρόσκλησή της,με την οποία τους καλούσε εκ νέου στην κατάρτιση της οριστικής  σύμβασης στις 12-11-2008. Σε απάντηση αυτής, οι εναγοµενοι απέστειλαν στην ενάγουσα, στις 11-11-2008, την από 7-11-2008 εξώδικη δήλωσή τους, με την οποία, αφού ανέλυαν, υπό τη δική τους εκδοχή, την μέχρι τότε πορεία της σχέσης τους και της αντιδικίας με την ενάγουσα, δήλωναν ότι δεν πρόκειται να προσέλθουν σε υπογραφή του οριστικού συμβολαίου. Την απάντηση–δήλωση αυτής κοινοποίησαν δε παράλληλα στο διορισθέντα από την ενάγουσα συμβολαιογράφο προς κατάρτιση της σύμβασης αλλά και στη χρηματοδότρια αυτής τράπεζα ‘. …. Α.Ε΄΄. Η κοινοποίηση αυτής προς την Τράπεζα, αποτέλεσε σημαντικό εμπόδιο για τη συνέχιση της διαδικασίας εκ μέρους της ενάγουσας,αφού παρεμπόδισε τη χρηματοδότησή της, η οποία αποτελούσε προϋπόθεση (καθώς είχε προηγηθεί προέγκριση,όπως αναφέρθηκε παραπάνω) για την πραγμάτωση του επιχειρηματικού της σκοπού στο  ως άνω οικόπεδο. Οι εναγόμενοι,βέβαια γνώριζαν ότι με την ενέργειά τους αυτή (πέραν των προαναφερθέντων), θα δυσχέραιναν ουσιωδώς τη χρηματοδότηση της ενάγουσας, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή πλέον η επίτευξη της επένδυσής της. Ενώ δε, οι εναγόμενοι είχαν προβεί στις ως άνω πράξεις (αίτηση ακύρωσης της άδειας κατεδάφισης, δήλωση ότι δεν θα προσέλθουν για την κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου και κοινοποίηση αυτής στην ως άνω Τράπεζα),όλως αιφνιδίως και αντιφατικώς, λίγο καιρό αργότερα,με την από 18-1-2009 εξώδικη δήλωσή τους ,που κοινοποίησαν στην ενάγουσα στις 21-1-2009, την ενημέρωναν ότι θα προέβαιναν στην κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου με αυτήν. Η πρόθεσή τους,όμως, δεν ήταν ειλικρινής, όπως ορθώς έκρινε και η εκκαλουμένη απόφαση, αλλά προέβησαν στη δήλωση αυτή, ενόψει της εκκρεμούσας εναντίον τους ως άνω αγωγής της ενάγουσας, τη ματαίωση της οποίας πέτυχαν όντως ,με αυτόν τον τρόπο ,κατά την ορισθείσα μετ΄αναβολή δικάσιμο, κατά την οποία η ενάγουσα παραιτήθηκε του δικογράφου της, γνωρίζοντας ότι χωρίς πλέον τη χρηματοδότηση της τράπεζας προς αυτήν (η οποία ήταν απίθανη μετά την κοινοποίηση της ως άνω δήλωσής τους), δεν θα ήταν ικανή να προβεί στη συνέχιση της διαδικασίας.Με την ως άνω δήλωσή τους οι εναγόμενοιπροσπάθησαν να καταστήσουν την ενάγουσα υπαίτια για την παράβαση του προσυμφώνου και να αποφύγουν τις συνέπειες της δικής τους υπαιτιότητας για τη μη κατάρτιση του συμβολαίου, η οποία, όμως, υφίσταται κατά τα προαναφερθέντα, διότι η ως άνω περιγραφείσα συμπεριφορά τους αντίκειται στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ενώ η ενάγουσα ενήργησε σύμφωνα μ΄αυτά και δεν την βαρύνει υπαιτιότητα, παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίζονται αβασίμως οι εναγόμενοι με το δεύτερο λόγο των εφέσεών τους. Η όποια καθυστέρηση από το αρχικό χρονοδιάγραμμα δεν οφείλεται σε δική της ευθύνη ούτε ολιγωρία, αντίθετα η ενάγουσα προέβη σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την τήρηση των συμφωνηθέντων. Τα παραπάνω, πέραν των ως άνω μνημονευομένων εγγράφων, επιρρωνύονται κι από την κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας …….., που είναι μηχανολόγος-μηχανικός  και συμμετείχε ενεργάτόσο στην επιλογή του οικοπέδουόσο και στην ανάπτυξη του επενδυτικού προγράμματος για την ανέγερση του σταθμού αυτοκινήτων, ο οποίος πειστικά και με σαφήνεια καταθέτει ότι  οι εγκρίσεις ( ενν. για τη χρηματοδότηση της ενάγουσας) είχαν λήξει στις 31-12-07 και ανανεώθηκαν αυτομάτως για 31-12-08 ,το Νοέμβριο του 2008 που έγινε αυτό το συμβάν (ήτοι κοινοποιήθηκε από τους εναγόμενους η ως άνω επιστολή στην Τράπεζα), όταν ήρθε η 1η-1-2009 ,δεν ανανέωσαν (ενν. η τράπεζα ) εκ νέου την έγκριση του οικοπέδου και ανανέωσαν μόνο της έγκριση της κατασκευής. Σε άλλο δε σημείο της κατάθεσής του αναφέρει χαρακτηριστικά ‘’(…) από την επιστολή που στείλανε στην τράπεζα τον Οκτώβριο και, ως κεραυνός εν αιθρία, διερρήχθη η χρηματοδότηση του οικοπέδου, τότε πλέον εγώ θεώρησα την επένδυση πεθαμένη, όπως κι απεδείχθη (…)’’. Εξηγώντας δε γιατί δεν υπάρχει έγγραφη άρνηση χρηματοδότησης εκ μέρους της εν λόγω τράπεζας,αναφέρει ότι οι εγκρίσεις (που ισχύουν για ένα έτος κάθε φορά) γίνονται εγγράφως από την Τράπεζα, η οποία όταν αποφασίσει να μην χρηματοδοτήσει τελικά, απλώς δεν προβαίνει σε ανανέωση της έγκρισης, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση. Επίσης, ο ως άνω μάρτυρας εξηγεί γιατί δεν μπορούσε η ενάγουσα να χρηματοδοτηθεί από άλλες τράπεζες ως εξής ΄΄Με την ….. είμαστε ΄΄παντρεμένοι΄΄ γιατί είχε δώσει το δάνειο το κατασκευαστικό, που είναι προσαρτημένο στην απόφαση του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (για τη λήψη του επενδυτικού προγράμματος) … Η απόφαση είχε εκδοθεί με βάση αυτήν την έγκριση που έδωσε η ….. και η οποία πήγε κατευθείαν στο ΥΠ.ΕΘ.Ο. και γνωστοποιήθηκε (…) ‘’. Περαιτέρω, ο ………, ο οποίος είναι συνταξιούχος τραπεζικός υπάλληλος , σημειώνει στην προαναφερθείσα ένορκη βεβαίωσή του,μεταξύ άλλων, ότι ΄΄(…) αν η τράπεζα διαπιστώσει ότι ο επιχειρηματικός σχεδιασμός ( του χρηματοδοτούμενου) εξαρτάται από την έκβαση πολύχρονου δικαστικού αγώνα , είναι απολύτως βέβαιο ότι θα αρνηθεί (…) την εκταμίευση της πιστώσεως , έστω κι αν την είχε προεγκρίνει (…) ‘’. Ακόμη κι ο ίδιος ο μάρτυρας των εναγομένων ……., δικηγόρος, που είχε παρασταθεί στην υπογραφή του προσυμφώνου, αναφέρει στην κατάθεσή του ότι ΄΄πληροφορούμαστε λοιπόν ότι κατά τον Ιανουάριο με Φεβρουάριο 2009 ,ο κ. ….. εκλήθη στα κεντρικά , στην κεντρική διοίκηση της …… δύο φορές μάλιστα για να τον δούν,να τον εξετάσουν και προφανώς εκεί διεκόπη πλέον η χρηματοδότηση. Δεν του ενέκριναν δηλ. την χρηματοδότηση΄΄. Προσπαθεί δε να αποσυνδέσει τη μη έγκριση αυτής από την κοινοποίηση της επίμαχης επιστολής, αλλά από τα ίδια τα λεγόμενά του προκύπτει ότι αυτή έγινε χρονικά λίγο μετά την επίδοση στην ως άνω τράπεζα της εν λόγω επιστολής. Έτσι, ανεξάρτητα του ότι δεν προκύπτει εγγράφως η άρνηση της ως άνω τράπεζας να χρηματοδοτήσει τελικά την ενάγουσα, τα προαναφερθέντα περιστατικά είναι αρκετά για να στοιχειοθετήσουν την υπαιτιότητα των εναγομένων για τη μη κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου και σε κάθε περίπτωση  να καταστήσουν δικαιολογημένη εκ μέρους της ενάγουσας , μετά από όλα τα παραπάνω που διαμείφθηκαν χωρίς δική της ευθύνη ,την έλλειψη πλέον συμφέροντος για τη σύναψη αυτής. Με δεδομένες δε τις ως άνω παραδοχές οφείλεται στην ενάγουσα από τους εναγομένους, το ποσό του αρραβώνα εις διπλούν (ήτοι 100.000 χ 2 = 200.000 ευρώ), κατά τα οριζόμενα στο εν λόγω προσύμφωνο.

Δεν συντρέχει δε λόγος να διαταχθεί η επίδειξη των εγγράφων την οποία ζητούν οι εναγομένοι –παρεμπιπτόντως ενάγοντες με την παρεμπίπτουσα αγωγή τους και ειδικότερα της απορριπτικής απάντησης σχετικά με τη χρηματοδότηση της ενάγουσας από την ‘….‘’ αλλά και τις λοιπές τράπεζες και των αιτήσεων της ενάγουσας, επί των οποίων εκδόθηκαν αυτές, η ύπαρξητων οποίων, άλλωστε, ουδόλως αποδείχθηκε (βλ. και π.π) . Εξάλλου, ούτε η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι έλαβε τέτοιου είδους έγγραφα από την ως άνω τράπεζα ή άλλες τράπεζες και εν πάσει περιπτώσει ,δεν προέκυψε η κατοχή τους από την ενάγουσα κατά την παρούσα στιγμή, το βάρος της απόδειξης της οποίας, φέρουν οι αντίδικοί της (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη Ερμ.ΚΠολΔ υπό τα άρθρ. 450 παρ.10 και 451 παρ.26). Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι σχετικοί πέμπτος και δεύτερος λόγος των Α και Β ένδικων εφέσεων των εκκαλούντων –εναγομένων –παρεμπιπτόντως εναγόντων, αντίστοιχα, με τους οποίους παραπονούνται για την απόρριψη της παρεμπίπτουσας αγωγής τους από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο .

Περαιτέρω ,οι εναγόμενοι προβάλλουν παραδεκτά για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου τούτου -με τον τρίτο λόγο της έφεσης (υπό στοιχ. Β) ο πρώτος εναγομένος και το δεύτερο λόγο της (Α) έφεσής τους (υπό στοιχ. Α), οι λοιποί εξ αυτών- καθώς προτείνεται σε κάθε στάση της δίκης (βλ .Β.ΒαθρακοκοίληΕρμ. Α.Κ υπό το άρθρ.409 σελ. 410), επικουρικά, την ένσταση μείωσης της ποινής (αρραβώνα) στο ποσό των 50.000 ευρώ, άλλως στο ποσό των 100.000 ευρώ κατ΄ άρθρο 409 ΑΚ, διότι, κατά τους ισχυρισμούς τους, καλόπιστα πίστευαν ότι η ταχθείσα με το επίμαχο προσύμφωνο προθεσμία ήταν διαλυτική και ως εκ τούτου είχαν αποδεσμευθεί από τις, πηγάζουσες από αυτό, υποχρεώσεις τους, η δε επιβάρυνση που υφίστανται εκ της ποινής αυτής είναι εξοντωτική και δεν δικαιολογείται από τις περιστάσεις ούτε από τη ζημία που επήλθε στην ενάγουσα –εφεσίβλητη, ενώ οι ίδιοι υπέστησαν μεγάλη ζημία, καθώς το εν λόγω ακίνητο παρέμεινε αδιάθετο με αποτέλεσμα, λόγω και της επελθούσης οικονομικής κρίσης να απωλέσει μεγάλο ποσοστό της αξίας του. Το δικαστήριο, όμως,από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, κρίνει ότι ο συμφωνηθείς ποινικός αρραβώνας (100.000 ευρώ),ο οποίος σε περίπτωση υπερημερίας των εναγομένων –πωλητών, όπως και συνέβη, έπρεπε να καταβληθεί εις διπλούν (ήτοι 200.000 ευρώ), δεν είναι σε καμία περίπτωση δυσανάλογα μεγάλος σε σχέση με το συμφωνηθέν τίμημα (1.500.000 ευρώ με το ως άνω προσύμφωνο και αργότερα 1.700.000 ευρώ, κατά τα προαναφερθέντα). Ακόμη, η ζημία που υπέστη η ενάγουσα, λαμβανομένων υπόψη και των ενεργειών στις οποίες προέβη, ενόψει της επικείμενης σύναψης του οριστικού συμβολαίου, όπως αυτές αναλύθηκαν παραπάνω, καθώς και των οικονομικών προσδοκιών της από την υλοποίηση του ως άνω επιχειρηματικού της σχεδίου στο συγκεκριμένο ακίνητο, είναι σημαντική, ενώ η τυχόν ζημία που υπέστησαν οι εναγόμενοι, οφείλεται σε δική τους υπαιτιότητα, καθώς θέλοντας να επιτύχουν μεγαλύτερο τίμημα, αφού το ακίνητό τους είχε αποδεσμευθεί, με τους χειρισμούς της ενάγουσας, από τα προβλήματα που υπήρχαν με διάφορες Υπηρεσίες (Ο.Σ.Κ ,Αρχαιολογία κλπ), αρνήθηκαν σ΄αυτήν την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου,σε χρόνο που ακόμη δεν  είχε επέλθει η κρίση στην κτηματαγορά ,με αποτέλεσμα τελικά να μην πωληθεί το ακίνητο. Οπότε, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν συντρέχουν τα απαιτούμενα από το νόμο, κατά τα προαναφερθέντα και στη μείζονα σκέψη ,συγκεκριμένα περιστατικά τα οποία να καθιστούν υπέρμετρη την ποινή στην προκειμένη περίπτωση  κι επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός των εναγομένων περί μείωσης αυτής και συνακόλουθα κι ως άνω λόγοι των εφέσεών τους, με τους οποίους αυτός προβάλλεται.  

Κατόπιν τούτων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ,στο βαθμό που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν (ήτοι όσον αφορά στην επιδίκαση ,πέραν του ποσού του αρραβώνος εις διπλούν, και των λοιπών αιτούμενων δαπανών εκ μέρους της ενάγουσας ποσού 32.443,32 ευρώ), εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο .

Πρέπει, συνεπώς, κατά τους βάσιμους περί τούτου σχετικούς λόγους των ως άνω εφέσεων, να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να   γίνουν δεκτές οι κρινόμενες εφέσεις ως βάσιμες και κατ΄ ουσίαν κι αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό, συνεκδικαστούν κι ερευνηθούν οι ένδικες ως άνω κύρια αγωγή και παρεμπίπτουσα, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η κύρια αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι , να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 200.000, σε ποσοστό 4/8 ο πρώτος ,1/8 ο δεύτερος και 3/8 ο τρίτος εξ αυτών γκαι ειδικότερα το ποσό των 100.000 ευρώ ο πρώτος εναγόμενος , το ποσό των 25.000 ευρώ ο δεύτερος εναγόμενος και το ποσό των 75.000 ευρώ ο τρίτος εναγόμενος με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση,ενώ πρέπει να απορριφθεί η παρεμπίπτουσα αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Πρέπει, τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών κι ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178,180,183 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης κατόπιν σχετικού αιτήματός της, εις βάρος των εκκαλούντων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας,όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στο διατακτικό υπολογιζόμενα σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 63,68 και 69 του Ν. 4194/2013 (Κώδικα περί Δικηγόρων) πλέον του καταβληθέντων δικαστικού ενσήμου και λοιπών εξόδων. Οσον αφορά δε στον τέταρτο λόγο των εφέσεων των εναγομένων -εκκαλούντων, με τον οποίο παραπονούνται ότι το ποσό (9.300 ευρώ) ,που τους επέβαλε το πρωτόδικο δικαστήριο να καταβάλουν ως δικαστικά έξοδα στην ενάγουσα, είναι υπερβολικό, καθίσταται άνευ αντικειμένου, αφού ,δεδομένης της εξαφάνισής της εκκαλουμένης από το παρόν δικαστήριο, τα δικαστικά έξοδα θα προσδιοριστούν και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Τέλος,θα διαταχθεί η απόδοση των, αναφερομένων επίσης στο διατακτικό, παραβόλων στους εκκαλούντες των ένδικων εφέσεων  (κατ΄ άρθρ. 495 παρ. 3 εδ ε΄  ΚΠολΔ ) .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

ΣυνεκΔικάζει τις υπ΄αρ. κατάθεσης. Α) …/2016 και Β) …./2016 εφέσεις, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τις εφέσεις αυτές κατά το τυπικό και κατά το ουσιαστικό τους μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 411/2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί και συνεκδικάζει την κύρια αγωγή και την παρεμπίπτουσα αγωγή .

Δικάζει επί της ουσίας αυτές.

Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο.

Απορρίπτει την παρεμπίπτουσα αγωγή .

Δέχεται εν μέρει την  κύρια αγωγή.

Υποχρεώνει τους εναγομένους, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000)  ευρώ  και ειδικότερα τον πρώτο εναγόμενο το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, το δεύτερο εναγόμενο το ποσό των εικοσιπέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ και τον τρίτο εναγόμενο το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη τηςεπίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.

Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας – παρεμπιπτόντως εναγομένης -εφεσίβλητης, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας ,εις βάρος των εναγομένων – παρεμπιπτόντως εναγόντων – εκκαλούντων,τα οποία ορίζει στο συνολικό ποσό των δέκα χιλιάδων οκτακοσίων (10.800) ευρώ ,εκ των οποίων ο πρώτος θα καταβάλει ποσοστό 4/8  (5.400 ευρώ), ο δεύτερος 1/8  (1.350 ευρώ) και ο τρίτος 3/8 (4.050 ευρώ).

Διατάσσειτην απόδοση στους καταθέσαντες – εκκαλούντες της υπό στοιχείο Α’ έφεσης,των παραβόλων του Δημοσίου (με αρ. …….,ποσού 20 ευρώ έκαστο) και ΤΑΧ.ΔΙΚ. (με αρ. ……..,  ποσού 60 ευρώ έκαστο),ήτοι συνολικού ποσού διακοσίων (200)  ευρώ.

Διατάσσει την απόδοση στον καταθέσαντα – εκκαλούντα της υπό στοιχείο Β έφεσης,των παραβόλων του Δημοσίου (με αρ. ……./2016, ποσού 20 ευρώ έκαστο) και ΤΑΧ.ΔΙΚ. (με αρ. 211961 ………./2016,  ποσού 60 ευρώ έκαστο), ήτοι συνολικού ποσού διακοσίων (200)  ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ ,αποφασίσθηκε σε μυστική διάσκεψη στον Πειραιά, στις 7 Δεκεμβρίου 2017 και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά στις 9 Ιανουαρίου 2018 , απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

       Η ΠPOEΔPOΣ                                                    Η ΓPAMMATEAΣ