Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 21/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 21/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ   ΜΕΛΕΤΗΣΕ   ΤΗ  ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ  ΣΥΜΦΩΝΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 20-9-2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/453/20-9-2016) έφεση της εναγομένης, ως μερικώς ηττηθείσας πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’ αριθ. 872/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 677 επ. του ΚΠολΔ), και δέχθηκε εν μέρει την στρεφόμενη κατ’αυτής από 3-12-2009 (υπ’αύξ.αριθμ.  εκθ. καταθ. …../2009) αγωγή των εναγόντων, περί καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών, αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 § § 1,2, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1, σε συνδυασμό με 147 παρ.2 του ΚΠολΔ), δηλαδή εντός μηνός από τις 22-7-2016 που επιδόθηκε η εκκαλουμένη προς την εκκαλούσα (σχετ. η από 22-7-2016 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας …….., επί προσκομιζόμενου αντιγράφου της, κατ’άρθρο 139 παρ.3 του ΚΠολΔ), χωρίς να συνυπολογίζεται το χρονικό διάστημα από 1-31 Αυγούστου, ενώ από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου, μη απαιτούμενης της κατάθεσης παραβόλου εκ μέρους της εκκαλούσας, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς (άρθρο 495 παρ.3 εδ. τελευταίο, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, που ισχύει εφόσον η ένδικη έφεση κατατέθηκε μετά την 1-1-2016, κατ’άρθρο 9 παρ.2 του ίδιου νόμου). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια πιο πάνω ειδική διαδικασία.

ΙΙ. Οι εφεσίβλητοι εξέθεταν στην αγωγή τους ότι προσελήφθησαν κατά τον αναφερόμενο χρόνο ο καθένας, και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην εναγομένη, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ως λιμενεργάτες, κατά τους ειδικότερα μνημονευόμενους όρους, που προβλέπονται στον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, που έχει κυρωθεί νομοθετικά, και τις οικείες ειδικές Σ.Σ.Ε, μεταξύ αυτού και της Ένωσης Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών του. Ότι για το χρονικό διάστημα από την 1-1-2003 έως τις 31-12-2005,  πραγματοποίησαν υπερωριακή απασχόληση, καθημερινές, Κυριακές αλλά και κατά τη διάρκεια της νύκτας, για την οποία η εναγομένη, κατά παράβαση των συμβάσεων εργασίας τους, των οικείων νομοθετικών διατάξεων και του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιά, δεν τους έχει καταβάλει τις προβλεπόμενες αποδοχές σε καθέναν, όπως ειδικότερα αυτές αναλύονται, ανά έτος και κατηγορία. Ακολούθως, κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού του αιτήματος, αναφορικά με τον πέμπτο ενάγοντα, εν μέρει σε αναγνωριστικό, με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου τους στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, ζητούσαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει, συνολικά, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 11.057,07 ευρώ, στον δεύτερο και τον τρίτο, από 15.670,89 ευρώ, στον τέταρτο το ποσό των 12.269,18 ευρώ και στον πέμπτο το ποσό των 19.854,43 ευρώ, και να αναγνωριστεί ότι οφείλει επιπλέον στον τελευταίο το ποσό των 495 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας ημέρας του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα, που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και επικουρικά από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, με βάση τη σύμβαση εργασίας τους και επικουρικά, αν αυτή ήθελε κριθεί άκυρη, τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά τους έξοδα.

ΙΙΙ. Επί της αγωγής αυτής το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εξέδωσε την εκκαλουμένη, με την οποία, έγινε αυτή δεκτή, κατά την κύρια βάση της, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, και υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 11.023,25 ευρώ, στον δεύτερο και τον τρίτο από 15.670,89 ευρώ, στον τέταρτο το ποσό των 12.268,74 ευρώ και στον πέμπτο το ποσό των 19.864,73 ευρώ, ενώ αναγνωρίστηκε ότι οφείλει επιπλέον στον τελευταίο το ποσό των 495 ευρώ, με το νόμιμο τόκο αφής στιγμής κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και μέχρι την εξόφληση και επέβαλε στην εναγομένη  μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, το οποίο καθορίστηκε σε 2.540 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εναγομένη με τους αναφερόμενους στην υπό κρίση έφεσή της λόγους, αναγομένους σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, και την απόρριψη εν όλω της αγωγής, ενώ με το δικόγραφο των προτάσεών της προτείνει τον προταθέντα και πρωτοδίκως, ισχυρισμό περί εξόφλησης, πλην όμως, απαραδέκτως, αφού, από τις διατάξεις των άρθρων 520, 525 και 527 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι οι ενστάσεις ή αντενστάσεις του εκκαλούντος, εφόσον είχαν προταθεί και απορριφθεί πρωτοδίκως και αποβλέπουν στην εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, προτείνονται μόνο με το δικόγραφο της εφέσεως ή των προσθέτων λόγων της (σε όσες διαδικασίες οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο, AΠ 575/2015, ΑΠ 1372/2010, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 406/2008, ΑΧΑΝΟΜ 2009.212, όπως εν προκειμένω, δεδομένου ότι με το άρθρο 591 παρ.1 περ.ζ του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015 και ισχύει για τα ένδικα μέσα που κατατέθηκαν μετά την 1-1-2016, σύμφωνα με το άρθρο ένατο αυτού, οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης ασκούνται πλέον με ποινή απαραδέκτου με δικόγραφο, σε όλες τις ειδικές διαδικασίες). Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, ισχυρίζεται ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη διότι οι ενάγοντες, ενώ ισχυρίζονται ότι τους καταβάλλετο από την ίδια σταθερή υπερωριακή αμοιβή, το ποσό αυτής δεν προσδιορίζεται και δεν αφαιρείται τελικώς από το συνολικώς οφειλόμενο για την αιτία αυτή. Από την επισκόπηση, ωστόσο, του δικογράφου της αγωγής, προκύπτει ότι δεν γίνεται καμία αναφορά σε ληφθείσες αμοιβές υπερωριακής απασχόλησης των εναγόντων, και το αίτημά της διατυπώνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ενώ ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι το επικαλούμενο από τους ενάγοντες ωράριο απασχόλησής τους αντίκειται στη λογική, το στοιχείο αυτό δεν την καθιστά αόριστη, ούτε οι ενσωματωμένοι στο δικόγραφό της υπολογισμοί την καθιστούν ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, όπως εσφαλμένα διατείνεται η εκκαλούσα. Συνακόλουθα, ο σχετικός πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

IVA. Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του ν.2688/1999 το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς», που ιδρύθηκε με το ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν.1559/1950, που κυρώθηκε με το ν. 1630/1951‚ μετετράπη σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε» και με τον διακριτικό τίτλο «ΟΛΠ ΑΕ», η οποία είναι ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και διέπεται από τον παρόντα νόμο και τον κ.ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν. 2414/1996 καθώς και τον α.ν.1559/1950‚ όπως κάθε φορά ισχύουν. Εξάλλου, με το άρθρο 3 παρ. 2 περ. γ’ του α.ν. 1559/1950, όλες εν γένει οι διατάξεις περί βραχυπρόθεσμων παραγραφών, που ισχύουν εκάστοτε για τις κατά του Δημοσίου οιεσδήποτε αξιώσεις, εφαρμόζονται και επί των απαιτήσεων κατά του ΟΛΠ και κατά το άρθρο 31 παρ. 3 του Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης (Κ.Ο.Δ.) του ΟΛΠ, ο οποίος κυρώθηκε και έχει ισχύ νόμου, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 45057/11/72/17/1/1973 Υπουργική Απόφαση, «ο χρόνος παραγραφής των κατά του Ο.Λ.Π. αξιώσεων των μονίμων υπαλλήλων αυτού ως και του επί σχέσει ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου συνδεομένου μετ’ αυτού πάσης φύσεως προσωπικού του Ο.Λ.Π. εκ καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων πάσης φύσεως απολαυών ή αποζημιώσεων εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού ορίζεται εις δύο έτη». Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του ισχύοντος Συντάγματος καθιερώνεται όχι μόνο η ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια ότι ο νομοθέτης κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων δεν μπορεί να νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Εξάλλου, κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει‚ κατά το άρθρο 22 παρ. 1β του Συντάγματος, όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας και κατά το άρθρο 25 παρ. 1 αυτού, τα δικαιώματα του ανθρώπου‚ ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. Ι εδ. α’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που έχει κυρωθεί με το ν.δ 53/1974, «παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως‚ δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος‚ το οποίο θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως …». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει ενσωματωθεί στην Ελληνική έννομη τάξη με το ν. 2462/1997, «Όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο … για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ίση μεταχείρισή τους από τους νόμους που προσδιορίζουν τους όρους της δικαστικής προστασίας. Επομένως, διατάξεις νόμων‚ με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διαδίκου ευνοϊκή μεταχείριση ως προς το ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη από εκείνη του αντιδίκου του, είναι ανίσχυρες. Ως εκ τούτου ανίσχυρες είναι και οι διατάξεις του άρθρου 31 παρ. 3 του Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης του ΟΛΠ και του άρθρου 3 του α.ν. 1559/1950, με τις οποίες θεσπίζεται διετής παραγραφή των αξιώσεων των εργαζομένων κατά του ΟΛΠ, που αποτελεί ανώνυμη εταιρεία, χωρίς αυτό να δικαιολογείται εκ λόγων γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος ως αντιτιθέμενες στις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και του ΔΣΑΠ (ΑΠ 317/2017, ΑΠ 436/2013, ΕφΠειρ 680/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» και σχ. σκέψεις  για ΟΣΕ ΟλΑΠ 11/2008, ΔΙΚΗ 2008.1103), επομένως, δεν υφίσταται λόγος απόκλισης από τη γενικής εφαρμογής διάταξη του άρθρου 250 περ.17 του ΑΚ. Συνεπώς, τα αυτά δεχθέν και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τον ισχυρισμό της εναγομένης περί διετούς παραγραφής όλων των αξιώσεων των εναγόντων, που αφορούν σε διαφορές αποδοχών των ετών 2003, 2004 και 2005, ως μη νόμιμο, ορθά εφάρμοσε τις παραπάνω ουσιαστικές διατάξεις, που ήταν εφαρμοστέες (των άρθρων 4 παρ. 1 και 2, 20 παρ. 1, 22 παρ. 1 β και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 της ΕΣΔΑ και 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα), οι δε αντίθετες αιτιάσεις της εκκαλούσας, που προβάλλονται με τον δεύτερο λόγο έφεσης, είναι αβάσιμες. Ως εκ τούτου παρέλκει η εξέταση και του δια των προτάσεών της προβληθέντος, ισχυρισμού της εκκαλούσας περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, που, ως διαδικαστική προϋπόθεση (ΟλΑΠ 18/2005, ΕλλΔνη 2005.706, ΑΠ 380/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») εξετάζεται άλλωστε κατ’άρθρο 73 του ΚΠολΔ και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης (ΑΠ 380/2017 ό.π, ΑΠ 691/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), επομένως, και στο εφετείο, και χωρίς ειδικό  παράπονο εφόσον ο εκκαλών παραπονείται για άλλο λόγο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (ΑΠ 258/2015, ΑΠ 92/2015 αδημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Β.Κατά το άρθρο 281 του ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητος στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμον να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 6/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΟλΑΠ 10/2012, ΧΡΙΔ 2013.433). Επίσης οι πράξεις του υποχρέου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος (ΑΠ 6/2016 ό.π). Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΟλΑΠ 6/2016, ΟλΑΠ 10/2012 ό.π). Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης προκαλεί συνέπειες για τον υπόχρεο. Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του. Για την κατάφαση της καταχρηστικότητας δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 6/2016, ΟλΑΠ 10/2012 ό.π).  Στην υπό κρίση περίπτωση, η εναγομένη  προέβαλε πρωτοδίκως τον ισχυρισμό ότι η αγωγή έχει ασκηθεί καταχρηστικά, γιατί : 1) οι ενάγοντες, ως μέλη της συνδικαλιστικής οργάνωσής τους, επί πολλά έτη δέχονταν, χωρίς αμφισβήτηση ή επιφύλαξη, τον υπολογισμό των αποδοχών της υπερωριακής απασχόλησής τους, 2), μετά από την παρέλευση τόσο μακρού χρόνου (σχεδόν εικοσαετίας), δημιουργήθηκε σε αυτήν η εύλογη πεποίθηση ότι οι ενάγοντες δεν θα ασκήσουν τις επίδικες αξιώσεις τους, για διαφορετικό τρόπο υπολογισμού των αποδοχών υπερημερίας τους, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι τους καταβάλλονταν σημαντικές παροχές που τις υπερκάλυπταν.

Ο ισχυρισμός αυτός, τον οποίο η εναγομένη επαναφέρει, επιχειρώντας να θεμελιώσει την ομώνυμη ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, κρίνεται απορριπτέος προεχόντως διότι στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και συγκεκριμένα, διότι με την ένδικη αγωγή προβάλλονται αξιώσεις από τη μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών από υπερωρίες, και όχι, διαφορές τέτοιων αποδοχών, λόγω εσφαλμένου τρόπου υπολογισμού τους, και μάλιστα, ως βάση υπολογισμού τους τίθεται το προβλεπόμενο από τις εκάστοτε ΕΣΣΕ βασικό ημερομίσθιο, το οποίο αποδέχεται και η εναγομένη, και όχι το τυχόν ανώτερο καταβαλλόμενο, με βάση τον Κανονισμό. Μάλιστα, σύμφωνα με τους πίνακες, που ενσωματώνονται στο δικόγραφο των προτάσεών της, το εκάστοτε βασικό ημερομίσθιο που και η ίδια δέχεται ως ορθό, ταυτίζεται-με μια μοναδική εξαίρεση- ή ακόμη και υπερβαίνει εκείνο που τίθεται ως βάση υπολογισμού των αγωγικών αξιώσεων. Επιπροσθέτως, μόνη η παρέλευση έξι, πέντε και τεσσάρων περίπου ετών, από τη λήξη των ετών, εντός των οποίων φέρονται ότι γεννήθηκαν οι επίδικες αξιώσεις, μέχρι την άσκηση της αγωγής, η οποία ολοκληρώθηκε με την επίδοσή της στην εναγομένη στις 17-12-2009 (σχετ. η υπ’αριθμ. … Β/17-12-2009 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, … ….), δεν εμπίπτει στην έννοια της μακροχρόνιας αδράνειας, καθώς μάλιστα δεν αποδεικνύονται ούτε άλλωστε γίνεται επίκληση, κατά την προδιαληφθείσα μείζονα σκέψη, ειδικών συνθηκών και περιστάσεων προερχόμενων από τη συμπεριφορά των εναγόντων, ικανών να δημιουργήσουν στην εναγομένη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσουν τα δικαιώματά τους, ώστε η επακολουθήσασα εν προκειμένω άσκησή τους να οδηγεί σε μη ανεκτή ανατροπή της κατάστασης που εν τω μεταξύ δημιουργήθηκε. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε όμοια, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται και συμπληρώνεται από την παρούσα, και απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό της εναγομένης, ως μη νόμιμο, ορθώς έκρινε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την τελευταία με τον τρίτο λόγο της έφεσής της είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

  1. Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, …… και Λάμπρου ……., που εξετάσθηκαν νομότυπα ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, συμπεριλαμβανομένων και των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων (ΟλΑΠ 15/2003, Νοβ 2004.1169, ΑΠ 908/2017, ΑΠ 389/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), δηλαδή εκείνων για τα οποία δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του νόμου για να έχουν αυτά αποδεικτική δύναμη, κατ’άρθρο 444 παρ.1 εδ.γ΄ του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 15/2003, ό.π, ΑΠ 535/2016, ΑΠ 1402/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), και τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όπως η υπ’αριθμ. …./24-9-2007 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων …… και … …, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, …. ., στο πλαίσιο άλλης δίκης (ΟλΑΠ 8/2016, ΑΠ 1471/2014, ΑΠ 621/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), που ελήφθη με επιμέλεια του …….., …… και ……, ομοίως λιμενεργατών, ανεξαρτήτως της κλήτευσης ή μη των αντιδίκων τους (ΑΠ 1471/2014, ό.π, ΑΠ 897/2014, ΕΦΑΔ 2014.927), και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § §3,4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι ενάγοντες προσελήφθηκαν από το τότε ΝΠΔΔ (ΑΝ 1559/1950) «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΟΛΠ», μετατραπέν ήδη με το Ν 2688/1999 σε ανώνυμη εταιρία (εναγομένη), στις 8-5-1989 ο πρώτος (….., στις 24-4-1989 ο δεύτερος (……), στις 24-5-1989, ο τρίτος (… .), -την 1-2-1988 και κατά την αγωγή-στις 8-5-1989 ο τέταρτος (……) και τον Μαϊο του 1989 ο πέμπτος (……), με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να εργαστούν με την ειδικότητα του λιμενεργάτη, ως μόνιμοι εργάτες. Οι όροι της αμοιβής (όπως και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής και εργασίας) καθορίζονταν, πριν αλλά και μετά την μετατροπή του ΟΛΠ σε ανώνυμη εταιρεία, από τον Κανονισμό Εργατών Λιμένος Πειραιώς, που ισοδυναμεί με ουσιαστικό νόμο, τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας Ε.Γ.ΕΣΕ, τις διατάξεις των οικείων ΣΣΕ που υπογράφονταν μεταξύ της εναγομένης (OλΠ) και του σωματείου των εργαζομένων και τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης, με τις οποίες, μεταξύ άλλων, αναπροσαρμόζονταν και τα διαφορά επιδόματα (πολυετίας, γάμου κλπ). Ειδικότερα, αναφορικά με το ωράριο εργασίας τους, με βάση το άρθρο 17 του προϊσχύσαντος Κανονισμού Εργασίας των Εργατών Λιμένος Πειραιώς, που εγκρίθηκε με την 45058/7/1971 ΚΥΑ των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β΄579/1971),  η κανονική εργασία ενεργείται από δύο επτάωρες βάρδιες, την πρωϊνή, από 07.30 έως 14.30 και την απογευματινή, από τις 14.30 έως τις 21.30, η οποία παρατείνεται υποχρεωτικά για την εκτέλεση υπερωριακής εργασίας κατά της διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας (παρ. 1 α και β), ενώ προβλέπεται και η παροχή, υπό προϋποθέσεις, νυκτερινής εργασίας από τις 20.30 (παρ. 3). Στο επτάωρο αυτό συνεχές ωράριο εργασίας, περιλαμβάνεται εξάωρη πραγματική φορτοεκφορτωτική εργασία, ημίωρο που καλύπτει τον χρόνο της προσέλευσης, το προσκλητήριο και τη μεταφορά στους προκαθορισμένους τόπου εργασίας και ημίωρο καλύπτον τον χρόνο απασχόλησης των εργαζομένων για την περισυλλογή των εργαλείων φορτοεκφορτώσεως και τη μεταφορά τους εις την αποθήκη, ως και τυχόν παράταση της εργασίας μη υπερβαίνουσα τα 15΄ της ώρας μετά τη λήξη της πραγματικής εξάωρης εργασίας (παρ.4 α, β και γ). Επιπλέον, για την παρεχόμενη πέραν των κανονικών χρονικών ορίων εργασία, προβλέπεται η καταβολή σε κάθε μόνιμο, δόκιμο ή ελεύθερο εργάτη και για κάθε ώρα απασχόλησης ή κλάσμα αυτής μεγαλύτερο των 15 λεπτών της ώρας, πρόσθετη υπερωριακή αμοιβή, ίση με το 1/6 του βασικού ημερομισθίου απασχολήσεως (ΕΣΣΕ 312-3-1976) (άρθρο 26 παρ.1), μετά των συντρεχόντων για κάθε εργάτη επιδομάτων εμπειρίας σε ποσοστό 5 % και μέχρι επτά τριετίες (άρθρο 24 παρ.3), ειδικών συνθηκών εργασίας σε ποσοστό 12 % (παρ.5) και γάμου, σε ποσοστό 10 % (παρ.6), προσαυξανόμενη ως ακολούθως :α) Μέχρι και την 22α ώρα και μετά την 06.00 και μέχρι την ώρα 07.00, κατά τις εργάσιμες ημέρες κατά ποσοστό 50 % και τις Κυριακές και εξαιρετέες ημέρες, κατά ποσοστό 125 %, β) Μετά την 22α και μέχρι την ώρα 6.00 της επομένης, κατά τις εργάσιμες ημέρες κατά ποσοστό 75 % και τις Κυριακές και εξαιρετέες ημέρες κατά ποσοστό 150 % (άρθρο 26). Η έκτακτη εργασία πέραν της 24ης ώρας εργασίμου ημέρας προς Κυριακή ή αργία, λογίζεται παρεχόμενη στα χρονικά όρια εξαιρεσίμων ημερών και η ίδια εργασία πέρα της 24ης ώρας Κυριακής ή αργίας προς εργάσιμη ημέρα, λογίζεται παρεχόμενη σε χρονικά όρια εργασίμων ημερών (άρθρο 26 αρ.4 και 5). Το βασικό ημερομίσθιο καθορίστηκε αρχικά στο άρθρο 23, ενώ τα προαναφερθέντα επιδόματα, αναπροσαρμόστηκαν, το μεν επίδομα ειδικών συνθηκών στο ποσοστό του 30 % από την 1-1-1994, με βάση την ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας, μεταξύ του ΟΛΠ, του Ελληνικού Δημοσίου και του Σωματείου των εργαζομένων με την επωνυμία «’Ενωση Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών», το επίδομα γάμου στο ποσοστό του 20 %, με βάση την από 10-9-1993 ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας, μεταξύ των ιδίων μερών, και το επίδομα τριετίας στο ποσοστό του 33 %, 39 % , 45 % και 51% για την 12ετία, 15ετία, 18ετία και 21ετία, αντίστοιχα, με βάση την από 19-7-1996 ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας μεταξύ των ιδίων ως άνω μερών, αναπροσαρμογές που ισχύουν έκτοτε με βάση την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών (ΕφΠειρ 680/2014, ΕφΠειρ 45/2014, ΕφΠειρ (Μον) 203/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αναπροσαρμογές επί τα βελτίω επήλθαν και στο βασικό ημερομίσθιο των λιμενεργατών, με σχετικές αποφάσεις της διοίκησης της εναγομένης, και έτσι αυτό διαμορφώθηκε από την 1/1 έως τις 31/12/2003 στο ποσό των 18,55 ευρώ (υπ’αριθμ. 48/17-2-2003 και 283/30-10-2003 αποφάσεις), από την 1/1 έως τις 31/8/2004 στο ποσό των 19,29 ευρώ, από την 1/9 έως τις 31/12/2004 στο ποσό των 19,68 ευρώ (υπ’αριθμ. 213/3-9-2004 απόφαση), από την 1/1 έως τις 31/8/2005 στο ποσό των 20,11 ευρώ, από την 1/9 έως τις 30/11/2005 στο ποσό των 20,77 ευρώ (υπ’αριθμ. 224/4-8-2005 απόφαση)-για τους λιμενεργάτες που απασχολούνταν σε χύμα φορτίο τα αντίστοιχα βασικά ημερομίσθια διαμορφώθηκαν σε υψηλότερα ποσά- ενώ με βάση την υπ’αριθμ. 61/2005 διαιτητική απόφαση «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του Λιμενεργατικού Προσωπικού της Ανώνυμης Εταιρείας «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ», το βασικό τους ημερομίσθιο αναπροσαρμόστηκε από 1/12/2005 στο ποσό των 40 ευρώ (άρθρο 2), και το επίδομα γάμου, όπως ορθώς επισημαίνει το εκκαλούν, μειώθηκε στο αρχικό ποσοστό του 10 % (το άρθρο 3), ποσά άλλωστε, τα οποία με εξαίρεση το επίδομα γάμου δεν αμφισβητούνται από την εναγομένη και συμβαδίζουν με τις καταστάσεις που έχουν ενσωματωθεί στις προτάσεις της. Επιπλέον, με την ΚΥΑ 5115.01/02/2004 (ΦΕΚ Β 390/2004) των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας, εγκρίθηκε ο νεότερος Γενικός Κανονισμός Προσωπικού του ΟΛΠ, που καταρτίστηκε στα πλαίσια του τέταρτου, δωδέκατου και δέκατου τρίτου άρθρου του ν.2688/1999, για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και στους όρους του υπάγονται όλοι οι εργαζόμενοι που συνδέονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου (άρθρα 1 παρ.2 και 2 παρ.1), με την επιφύλαξη των ειδικών εξαιρέσεων και διαφοροποιήσεων που περιέχονται στους όρους ειδικών Κανονισμών που εγκρίνονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου (άρθρο 2 παρ.3). Κατά το άρθρο 51, το προσωπικό εργάζεται με σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (παρ.1), που αρχίζει τη Δευτέρα και λήγει την Παρασκευή (παρ.2) και οι ώρες κανονικής ημερήσιας εργασίας του προσωπικού ορίζονται σε επτάμισυ (7,5) και κανονικής εβδομαδιαίας εργασίας σε τριανταεπτάμισυ (37,5) με την επιφύλαξη των υπαλλήλων του κλάδου πληροφορικής κ.α, ενώ στο άρθρο 53 ορίζονται οι ημέρες αργίας και ημιαργίας του προσωπικού (παρ.1α), που ταυτίζονται με τις προβλεπόμενες από το άρθρο 39 του προϊσχύσαντος Κανονισμού, μεταξύ δε αυτών συγκαταλέγεται η ημέρα των Χριστουγέννων, η 15η Αυγούστου και η 28η Οκτωβρίου, ενώ καθορίζονται ως ημέρες ημιαργίας η παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, κατά τις οποίες η εργασία διακόπτεται την 13η ώρα (παρ.1 β), με την περαιτέρω διευκρίνηση ότι, σε περίπτωση σύμπτωσης αργίας με ημέρα Σάββατο ή Κυριακή, η αργία δεν μετατίθεται σε εργάσιμη ημέρα (παρ.2). Σχετικά με την υπερωριακή εργασία και γενικά την πέραν του κανονικού ημερήσιου και εβδομαδιαίου ωραρίου απασχόληση και κάθε είδους πρόσθετη εργασία, ορίζεται στο άρθρο 54 ότι θα εφαρμόζονται οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και του νέου αυτού Κανονισμού. Ο εν λόγω κανονισμός τέθηκε σε ισχύ μετά την παρέλευση δέκα ημερών από τη δημοσίευσή του, καταργούμενης έκτοτε κάθε αντίθετης ρύθμισης (άρθρα 82 και 83).

Αποδείχθηκε, επίσης, ότι αντικείμενο της εργασίας των εναγόντων ήταν η εκτέλεση κάθε λιμενεργατικής εργασίας, η οποία είχε σχέση με την φορτοεκφόρτωση  διαφόρων εμπορευμάτων εντός του χώρου του λιμένος Πειραιώς όπως επίσης και άλλες εργασίες εντός του ίδιου λιμένος. Παρά τη σχετική πρόβλεψη, ωστόσο, υπήρξε υπέρβαση, και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις σημαντική, του ημερησίου ωραρίου τους, όπως συνέβη και με τους λοιπούς λιμενεργάτες, με την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, εφόσον δεν προτάθηκε κατ’ένσταση εκ μέρους της εναγομένης ότι τηρήθηκαν γι’αυτήν οι νόμιμες προϋποθέσεις (ΑΠ 671/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Και ναι μεν γίνονταν σχετικές καταχωρήσεις από την εναγομένη στα δελτία διάθεσης εργατικής ομάδας, πλην όμως σε αυτά δεν αποτυπώνονταν οι ακριβείς ώρες εργασίας τους, με αποτέλεσμα οι ίδιοι οι εργαζόμενοι να κρατούν πρόχειρες σημειώσεις, ώστε να γνωρίζουν το πραγματικό ωράριο απασχόλησής τους. Για τον λόγο αυτό δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα και από τα προσκομιζόμενα από την εναγομένη δελτία δεκαπενθήμερης αμοιβής αφού, πέραν της παρατηρούμενης ανακρίβειας αντιστοίχισης των ημεροχρονολογιών με τις ημέρες της εβδομάδας (πχ η 1-1-2003 ήταν Τετάρτη και όχι Τρίτη κ.ο.κ), και αυτά στηρίζονται λογικά στις καταχωρήσεις στα παραπάνω δελτία, στις οποίες προέβαιναν οι αρμόδιοι υπάλληλοί της, αλλά ούτε και από τους αναλυτικούς πίνακες της Διεύθυνσης Μισθοδοσίας, στις οποίες παρατίθενται αφενός μεν οι αγωγικές αξιώσεις των εναγόντων, ανά ημέρα εργασίας, και αφετέρου τα ποσά που τους καταβλήθηκαν  με διευκρίνιση, ως προς τον τυχόν αριθμό υπερωριών που πραγματοποίησαν και μάλιστα ειδική αν πρόκειται για τέτοια απασχόληση κατά τη διάρκεια της νύκτας ή ημέρες αργίας. Σε αυτούς τους πίνακες, ωστόσο, τα καταβληθέντα ποσά δεν τελούν σε συμφωνία με τις αναγραφόμενες παρατηρήσεις, με βάση τις αποδοχές ανά έτος και τα επιδόματα που προαναφέρθηκαν, ασυμφωνία που δεν επεξηγείται από την εναγομένη και ενισχύει την παραδοχή ότι πράγματι οι υπερωρίες δεν καταγράφονταν ορθά από αυτήν. Σε καμία, επίσης, αναφορά αλλά ούτε και επεξήγηση προβαίνει η εναγομένη, ως προς τις προσκομιζόμενες καταστάσεις με τον τίτλο «εργατική ομάδα κύτους HS.P» του πρώτου και τρίτου ενάγοντος, για επιμέρους χρονικά διαστήματα του επικαλούμενου στην αγωγή, οι αναγραφόμενες αμοιβές επί των οποίων δεν συμφωνούν επίσης με τα δελτία δεκαπενθήμερης αμοιβής, ώστε να μπορεί να εξαχθεί από αυτές κάποιο ασφαλές συμπέρασμα. Για παράδειγμα, σύμφωνα με την πρώτη χρονολογικά κατάσταση που αφορά τον πρώτο ενάγοντα, με ΑΜ 4902, για την ημερομηνία 1-1-2003, αυτός φέρεται να λαμβάνει αμοιβή 20,248 ευρώ, αντί της αναγραφόμενης στο αντίστοιχο δελτίο των 45,71 ευρώ, στις 10-1-2003 αυτός λαμβάνει αμοιβή 58,78 (38,72 + 10,03 + 10,03) ευρώ αντί της αναγραφόμενης στο δελτίο των 77,03 ευρώ. Έτσι, με βάση τις προαναφερθείσες χειρόγραφες σημειώσεις των εναγόντων και αφού διευκρινιστεί ότι : α/ στις περιπτώσεις που ως βάση υπολογισμού των αγωγικών αξιώσεων, τίθεται ποσοστό επιδόματος τριετίας, υψηλότερο  εκείνου που δικαιούντο πράγματι οι ενάγοντες, κατά τα προεκτεθέντα, αυτό γίνεται δεκτό, εφόσον συνομολογείται από την εναγομένη με βάση τους πίνακες που έχει ενσωματώσει στο δικόγραφο των προτάσεών της, ως καταβαλλόμενο, β/ κατά την αγωγή, φέρεται να αξιώνεται το σύνολο της υπερωριακής αμοιβής, ανάλογα με τον χρόνο που παρασχέθηκε (κατά τη διάρκεια της ημέρας, νύκτα, Κυριακή, αργία, νύκτα Κυριακής ή αργίας), πλην όμως κατ’ουσίαν αναζητείται μόνον η σχετική προσαύξηση, και γ/ το επιδικαστέο ποσό τελεί υπό τον περιορισμό του αντίστοιχου αιτήματος της αγωγής, αλλά και της μη χειροτέρευσης της θέσης της εκκαλούσας (άρθρο 536 του ΚΠολΔ), δ/ ο επιμερισμός των αξιώσεων κατά χρονικά διαστήματα-διαφοροποιούμενος σε κάποιες περιπτώσεις από εκείνον της αγωγής- γίνεται σε συνάρτηση με τις  μεταβολές που επήλθαν σταδιακά στο βασικό ημερομίσθιο και τις προσαυξήσεις του ή τα προαναφερθέντα επιδόματα, και εκείνες που συνομολογούνται από την εναγομένη με τους παραπάνω πίνακες :

Α/ ο πρώτος ενάγων (…………) προσληφθείς στις 8-5-1989 εργάστηκε : 1) Κατά το έτος 2003  : από ώρα 06.00 έως 22.00 : στις 4/1, 7/1, 9/1, 13/1, 21/1 και 25/1, στις 5/2, 14/2, 22/2 και 25/2, 4/3, 7/3, 10/3, 20/3 και 21/3, 17/4, 22/4, 24/4, 25/4, 28/4 και 30/4, 7/5, 10/5, 14/5, 17/5, 21/5, 24/5, 26/5 και 31/5, 4/6, 18/6/, 21/6, 23/6 και 30/6, 1/7, 2/7, 5/7 7/7, 9/7, 12/7, 14/7, 18/7, 19/7, 29/7 και 31/7, 23/8, 27/8, 28/8 και 30/8, 3/9, 6/9, 8/9, 12/9, 13/9, 16/9, 19/9, 209, 22/9, 26/9, 27/9 και 29/9, 3/10, 9/10, 15/10, 18/10, 21/10 και 25/10, 1/11, 4/11, 17/11 και 22/11, 1/12, 5/12, 24/12, 27/12 και 30/12, καθώς και στις 5/1, 12/1, 19/1, 2/2, 9/2, 16/3, 20/4, 4/5, 11/5, 18/5 και 25/5, 6/7, 13/7, 20/7 και 27/7, 24/8 και 31/8, 21/9 και 28/9, 23/11, που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, και 28/10 που αποτελεί αργία, 2) Κατά το έτος 2004: α/ : από ώρα 06.00 έως 22.00  στις 2/1, 5/1, 7/1, 9/1, 12/1, 13/1 και 14/1, 16/2, 20/2, 23/2 και 26/2, 6/3, 11/3, 13/3 και 15/3, 3/4, 5/4, 7/4, 8/4, 9/4, 12/4 και 15/4, 3/5, 6/5, 7/5, 8/5, 10/5, 13/5, 14/5, 15/5, 17/5, 18/5 και 19/5, καθώς και στις 7/3, 2/5, 9/5 και 16/5, που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, β /από ώρα 07.00 πμ έως 22.00 : στις 15/6, 16/6 και 17/6, 30/7 και 31/7,  2/8, 3/8, 7/8, 10/8, 16/8, 18/8, 26/8 και 30/8, για τις οποίες αποδεικνύεται ότι εργάστηκε δύο συνεχόμενες βάρδιες, που δεν αποδεικνύεται ότι αφορούσαν εργασία και τη νύκτα, ενώ για τις λοιπές, επικαλούμενες στην αγωγή, ημέρες του μηνός Ιουνίου δεν αποδεικνύεται υπερωριακή του απασχόληση από τις ίδιες σημειώσεις αλλά ούτε και από τους παραπάνω πίνακες για τις οποίες ισχύουν οι ανωτέρω παρατηρήσεις, 5/8, 7/9, 11/9, 13/9, 14/9, 20/9 και 21/9, 1/10, 2/10, 4/10, 11/10, 12/10, 15/10, 16/10, 18/10 και 21/10, 4/11, 6/11, 13/11, 16/11, 17/11, 20/11-για την οποία προκύπτει νυκτερινή υπερωρία που όμως δεν αναζητείται-και 23/11, 6/12, 13/12, 16/12, 22/12, 29/12, 30/12 και 31/12, καθώς και 10/10 και 17/10, 7/11 και 28/11 που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, 15/8 και 28/10 που συμπίπτουν με αργίες, γ/από ώρα 14.30-05.30 πμ της επομένης : στις 6/9, 10/9, 17/9, 23/9 και 30/9, 6/10, 9/10, 25/10 και 30/10, 21/11 και 22/11, 18/12, 27/12 και 28/12, δ/ από ώρα 07.00-14.30 και από ώρα 22.00 έως 05.30 πμ της επομένης : στις 4/9, 8/9, 15/9, 18/9, 22/9, 25/9 και 28/9, 5/10 13/10, 19/10, 22/10, 23/10, 27/10 και 29/10,1/11, 3/11, 5/11, 12/11 14/11, 18/11 και 29/11, 1/12, 3/12, 7/12, 10/12, 11/12, 14/12, 17/12 και 23/12, καθώς και στις 5/9, 12/9, 19/9 και 26/9, 24/10,  12/12, 19/12 και 26/12 που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, 3) Κατά το έτος 2005 : α/ από ώρα 07.00 πμ έως 22.00 : στις 3/1, 13/1, 14/1, 15/1, 20/1, 21/1, 27/1 και 28/1, 1/2, 2/2, 3/2, 7/2, 8/2, 16/2, 18/2 και 21/2,7/3, 8/3, 11/3, 15/3, 17/3, 19/3, 23/3, 24/3, 29/3 και 31/3, 4/4, 6/4, 7/4, 13/4, 14/4, 15/4 και 30/4-εφόσον για ορισμένες από αυτές δεν προκύπτει νυκτερινή εργασία-2/5, 4/5-εφόσον δεν αναζητείται προσαύξηση νυκτερινής εργασίας-7/5,  16/5, 14/7, 6/8, 8/8, 9/8, 10/8, 18/8, 25/8, 26/8, 31/8, 1/9, 2/9, 5/9, 15/9, 16/9, 20/9, 27/9 και 29/9-εφόσον δεν αποδεικνύεται εργασία κατά τη διάρκεια της νύκτας-15/10, 17/10, 21/10 και 27/10, 1/11, 4/11, 7/11, 10/11, 17/11, 18/11, 22/11, 25/11, 26/11 και 28/11, 2/12-εφόσον και πάλι δεν αποδεικνύεται τέτοια εργασία- καθώς και στις 2/1 και 30/1-που δεν συμπεριλαμβάνει νυκτερινή εργασία- 20/2 και 27/2,10/4, 22/5, 18/9 που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή,  β/ από ώρα 14.30-05.30 πμ της επομένης : στις 7/1, 29/1 και 31/1, 5/2 9/2, 11/2, 12/2, 17/2, 19/2, 23/2, 24/2 και 25/2, 1/3, 2/3, 12/3 και 18/3, 20/4, 21/4, 27/4 και 28/4, 5/5, 6/5, 9/5, 10/5, 12/5, 24/5, 6/7 και 8/7, 12/8, 15/8, 22/8, 23/8, 27/8, 29/8, καθώς και στις 16/1 και 30/1, 6/2, 13/3 και 29/5,  14/8, που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, γ/ από ώρα 07.00 πμ-14.30 και από ώρα 22.00 έως 05.30 πμ της επομένης : στις 14/2, 22/2, 26/2 και 28/2, 4/3, 10/3, 16/3 και 21/3, 8/4, 9/4, 11/4, 19/4, 22/4, 25/4, 26/4 και 29/4, 3/5, 13/5, 14/5, 18/5, 20/5, 21/5, 23/5, 26/5 και 31/5, 5/7, 11/7 και 16/7, 11/8 και 13/8, καθώς και στις 8/5, 21/8 και 28/8 που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή. Συνεπώς, με βάση το αίτημα της αγωγής, από την 1/1/2003 έως τις 31/10/2003 πραγματοποίησε 8,5 ώρες (16 ώρες – 7,5 ώρες νομίμου ωραρίου) παράνομης υπερωριακής εργασίας επί 67 ημέρες,  δηλαδή 569, 5 ώρες, 14 Κυριακές-αντί των 19 που αποδεικνύεται ότι εργάστηκε- και μία αργία, δηλαδή 127,5 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος, το καταβαλλόμενο  ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 34,71 [17,80 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 8,01 (επίδομα τριετίας 45 %) + 3,56 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,34 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 5,78 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση, το ποσό των 1.645,85  [2,89 (5,78 Χ 50 %) Χ 569,5) ευρώ, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην Κυριακών και αργιών,  αντί του ποσού των 1.700,85 ευρώ που εσφαλμένως κρίθηκε πρωτοδίκως, και των 647,7 [5,05 {10,11 [7,22 (5,78 Χ 125 %) και κατά το σχετικό αίτημα 5,08 Χ 127,5] ευρώ για τις Κυριακές και την αργία, που υπερβαίνει το πρωτοδίκως επιδικασθέν των  629,17 (604,52 + 24, 65) ευρώ, και από την 1/11/2003 έως τις 31/8/2004, πραγματοποίησε 8,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας επί 9 ημέρες τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 2003, δηλαδή  76,5 ώρες και 7,5-κατά το αίτημα της αγωγής- ώρες τέτοιας εργασίας επί 36 ημέρες πλην Κυριακής ή αργίας,  το 2004, δηλαδή  270 ώρες,  και συνολικά 346,5 ώρες, 8,5 ώρες μία Κυριακή τους άνω μήνες του 2003 και 7,5 ώρες μία Κυριακή το έτος 2004 καθώς και 7,5 ώρες κατά την αργία της 15ης Αυγούστου, δηλαδή συνολικά 23,5 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος, το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 36,17 [18,55 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 8,35 (επίδομα τριετίας 45 %) + 3,71 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,56 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,02 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση, το ποσό των 1.042,96  [3,01 (6,02 Χ 50 %) Χ 346,5 (76,5 + 270) ώρες] ευρώ, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην Κυριακών και αργιών, αντί του ποσού των 1.272,93 που εσφαλμένα του επιδικάστηκε πρωτοδίκως, και των 124,3   [7,52 (6,02 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,29 Χ  23,5] ευρώ για τέτοια εργασία τις Κυριακές και την αργία της 15ης Αυγούστου, αντί του εσφαλμένως κριθέντος πρωτοδίκως των 304,32 ευρώ, ενώ εσφαλμένως του επιδικάστηκαν ποσά και για νυκτερινή εργασία.  Από την 1/9 έως τις 30/9/2004, λαμβάνοντας υπόψη τη διάταξη του άρθρου 26 αρ.4 και 5 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, καθώς η επικαλούμενη στην αγωγή εργασία που συνέπιπτε με Κυριακή και νύκτα, παρεχόταν εν μέρει, μετά την 24η ώρα της Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, πραγματοποίησε 7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας-κατά το αίτημα της αγωγής- επί 6 ημέρες, δηλαδή  45 ώρες, επί 12 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή επί 90 ώρες και 5,5 ώρες επί 4 ημέρες μετά την 24η ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα  και έως ώρα 05.30 αυτής, δηλαδή 22 ώρες, και συνολικά 112 ώρες, και από 2 ώρες επί 4 Κυριακές από τις 22.00-24.00 ώρα αυτών, δηλαδή επί 8 ώρες. Όντας έγγαμος, το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του, ανερχόταν στο ποσό των 36,16 [18,55 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 8,34 (επίδομα τριετίας 45 %, εφόσον αυτό συνομολογεί η εναγομένη, ως καταβαλλόμενο και το προβλεπόμενο βάσει τριετιών ήταν 39 % δηλαδή χαμηλότερο) + 3,71 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,56 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,02 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση, το ποσό των 135,45  [3,01  (6,02 Χ 50 %) Χ 45 ώρες] ευρώ, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην νύκτας,  Κυριακών και αργιών, των 435,68   [4,51  (6,02 Χ 75%) και κατά το αγωγικό αίτημα  3,89 ευρώ Χ    112] ευρώ, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας τη νύκτα, πλην Κυριακών και αργιών,  και των 50,96  [9,03 (6,02 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,37 Χ 8] ευρώ, για την παροχή  παράνομης υπερωριακής εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας ημέρες Κυριακές, αντί των εσφαλμένως κριθέντων πρωτοδίκως, των 139,95 ευρώ, των 350,1 και των 191,1 ευρώ αντίστοιχα, με την επισήμανση, ωστόσο, ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος, αφού μέρος του ποσού των 434,56 ευρώ, που είναι υψηλότερο του αντίστοιχου των 350,10 ευρώ για υπερωριακή εργασία νύκτας, αφορά τέτοια εργασία που κατά την αγωγή εσφαλμένα φέρεται ότι παρασχέθηκε Κυριακή.  Από την 1-10-2004 έως τις 31-12-2005 και ειδικότερα : 1) Από την 1/10/2004 έως τις 31/10/2004 πραγματοποίησε  7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας, -κατά το αίτημα της αγωγής- επί 9 ημέρες πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 67,5 ώρες, επί 11  ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 82,5 ώρες και 5,5 ώρες επί 1 Κυριακή, μετά την 24η ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή συνολικά 88 ώρες,  7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 2 Κυριακές και 1 αργία, δηλαδή συνολικά 22,5 ώρες, και 2 ώρες επί 3 Κυριακές, από τις 22.00 έως τις 24.00, δηλαδή επί 6 ώρες. Το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του, ανερχόταν στο ποσό των 38,36 [19,68 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 8,85 (επίδομα τριετίας 45 %) + 3,93  (επίδομα γάμου 20 %) + 5,90 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,39 ευρώ, 2) από την 1/11/2004 έως τις 30/11/2005 πραγματοποίησε  7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας, -κατά το αίτημα της αγωγής- επί 82 ημέρες πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 615 ώρες, επί  84  ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 480 ώρες, και 5,5 ώρες επί 6 Κυριακές, μετά την 24η ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 33 ώρες, και επομένως συνολικά 513 ώρες, 7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 6 Κυριακές και 1 αργία, δηλαδή συνολικά 45 ώρες, και 2 ώρες επί 6 Κυριακές, από τις 22.00 έως τις 24.00, δηλαδή 12 ώρες. Το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του, ανερχόταν στο ποσό των 39,54 [19,68 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) +10,03 (επίδομα τριετίας 45 %) + 3,93  (επίδομα γάμου 20 %) + 5,90 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,59 ευρώ, 3) από την 1/12/2005 έως τις 31/12/2005, πραγματοποίησε  7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας, -κατά το αίτημα της αγωγής- επί μία ημέρα, που δεν συνέπιπτε με Κυριακή ή αργία. Το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του, ανερχόταν στο ποσό των 37,57 [19,68 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) +10,03 (επίδομα τριετίας 45 %) + 1,96  (επίδομα γάμου 10 %) + 5,90 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,26 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση, το ποσό των 215,32  [3,19  (6,39 Χ 50 %) Χ 682,5 ώρες] ευρώ, των 2023,25 [3,29 (6,59 Χ 50 %) Χ 7,5]  και των  23,47 [3,13 (6,26 Χ 50 %) Χ 7,5]  ευρώ, αντίστοιχα, δηλαδή συνολικά των 2.262,14 ευρώ, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην νύκτας,  Κυριακών και αργιών, που υπερβαίνει το πρωτοδίκως κριθέν των 1.848,15 ευρώ, των 131,17 [7,98 (6,39 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,83 Χ 22,5] ευρώ, και των 370,35 [8,23 (6,59 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,83 Χ 45] ευρώ, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας ημέρες Κυριακές, δηλαδή συνολικά 501,52 ευρώ που υπερβαίνει το πρωτοδίκως επιδικασθέν των 349,80 ευρώ, των 366,96 [4,79 (6,39 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 4,17 Χ 88]  ευρώ και των 2.139,21 [4,94 (6,59 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 4,17 Χ 513] ευρώ, αντίστοιχα, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας τη νύκτα, πλην Κυριακών και αργιών, των 40,02  [9,58 (6,39 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,67 ευρώ Χ 6] και των 80,04 [9,88 (6,59 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,67 Χ 12] ευρώ, αντίστοιχα, για την παροχή  υπερωριακής εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας ημέρες Κυριακές, δηλαδή συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες, το ποσό των 2.626,23 ευρώ, αντί του εσφαλμένα κριθέντος πρωτοδίκως των 3.652,8 ευρώ. Δηλαδή συνολικά του οφείλεται το ποσό των 8.889 (1.645,85 +  629,17 + 1.042,96 + 124,3 + 135,45 +  435,68 + 50,96 +  1.848,15 + 349,80 + 2.626,23) ευρώ, κατόπιν στρογγυλοποίησης.

Β/ ο δεύτερος ενάγων (………) προσληφθείς στις 24-4-1989 εργάστηκε : 1) Κατά το έτος 2003  : α/από ώρα 07.00 πμ έως 22.00 : στις 2/1, 4/1, 11/1, 21/1 28/1 και 29/1, 1/2, 3/2, 8/2, 10/2 και 15/2, 1/3, 14/3, 27/3, 29/3 και 31/3, 7/4, 8/4, 11/4, και 12/4, 13/5, /24/5 και 30/5,  3/6, 6/6, 12/6, 21/6, 24/6 και 25/6, 1/7, 8/7, 24/7 και 31/7, 5/9, 6/9, 11/9, 12/9, 13/9, 19/9, 20/9, 25/9, και 27/9, 15/10, 18/10, 20/10, 22/10, 24/10 και 25/10, 1/11, 3/11, 10/11, 14/11, 15/11, 18/11, 20/11, 21/11, 26/11 και 27/11, 2/12, 4/12, 10/12, 17/12, 22/12, 23/12, 26/12, 27/12, 29/12 και 30/12, καθώς και στις 5/1 και 12/1, 2/2, 16/2 και 9/2, 16/3 και 30/3, 13/4, 22/6,   7/9, 14/9, 21/9 και 28/9, 19/10 και 26/10, 9/11 και 16/11, 7/12, που συμπίπτουν με Κυριακή,  β/ από ώρα 14.30-5.30 πμ της επομένης : στις 15/1, 21/2, 22/2 και 27/2, 10/5 και 17/5, 16/6, 19/6, 27/6, και 28/6, 23/7, 28/7, 29/7 και 30/7, 1/9, 9/9 και 10/9, 12/11, 12/12 και 13/12, καθώς και στις 23/2, 11/5 και 18/5,  29/6, 27/7, 14/12 και 21/12, που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή,  γ/ από ώρα 07.00 πμ  έως 14.30 και από ώρα 22.00-05.30 πμ της επομένης : στις 7/1, 8/1, 13/1, 14/1, 18/1 και 30/1, 4/2, 11/2, 17/2, 20/2 και 26/2, 17/3, 21/3, 22/3, 25/3 και 28/3,  2/4, 5/4, 9/4 και 16/4, 7/5, 14/5, 16/5, 20/5, 22/5, 28/5 και 31/5, 4/6, 7/6, 13/6, 14/6, 23/6 και 26/6, 4/7, 5/7, 25/7 και 26/7, 4/9, 8/9, 15/9, 18/9, 22/9, 24/9, 26/9 και 29/9, 16/10, 21/10, 23/10 και 27/10, 4/11, 8/11, 11/11, 17/11, 17/11, 19/11, 22/11, 25/11, και 29/11, 3/12, 8/12, 11/12, 19/12 και 20/12, καθώς και στις 26/1, 2/3 και 23/3, 25/5, 1/6, 8/6 και 15/6, 6/7, 2/11, 23/11 και 30/11, 28/12,  που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή,  2) Κατά το έτος 2004: α/ : από ώρα 07.00 πμ έως 22.00  :   στις 3/1, 5/1, 6/1, 8/1, 10/1, 16/1, 28/1 και 29/1,  3/2, 4/2, 7/2, 10/2, 11/2, 12/2, 17/2, 21/2, 26/2, 27/2 και 28/2, 1/3, 3/3, 5/3, 6/3, 10/3, 11/3, 12/3, 18/3, 19/3, 20/3, 22/3, 24/3 και 26/3, 3 /4, 20/4 και 27/4, 4/5, 6/5, 8/5, 10/5, 12/5, 21/5, 24/5, 27/5, 28/5 και 29/5, 4/6, 10/6, 12/6, 15/6, 16/6 και 17/6, 30/7 και 31/7,  12/8, 14/8 και 19/8, 7/9, 11/9, 13/9, 14/9, 20/9 και 21/9, 1/10, 2/10, 4/10, 11/10, 12/10, 15/10, 16/10, 18/10, 21/10 και 28/10, 4/11, 6/11, 13/11, 16/11, 17/11, 20/11 και 23/11, 6/12, 13/12, 16/12, 22/12, 29/12, 30/12 και 31/12, καθώς και στις  1 /2, 8/2, και 22/2, 7/3 και 21/3, 4/4, 2/5, 9/5 και 23/5, 13/6, 10/10 και 17/10, 7/11 και 28/11, που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, και 15/8 που αποτελεί αργία, β /από ώρα 14.30-05.30 πμ της επομένης : στις 24/1, 16/2 και 24/2, 15/3, 1 /4 και 17/4, 1/6, 2/8, 3/8, 6/8, 11/8 και 30/8, 6/9, 10/9, 17/9, 23/9 και 30/9, 6/10, 9/10, 25/10 και 30/10,  21/11 και 22/11,  18/12, 27/12 και 28/12, καθώς και στις 18/4, που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, γ/ από ώρα 07.00 πμ-14.30 και από ώρα 22.00 έως 05.30 πμ της επομένης : στις 2/1, 7/1, 9/1, 14/1, 17/1, 27/1, 30/1 και 31/1, 2/2, 5/2, 9/2, 18/2 και 23/2, 2/3, 4/3, 9/3, 13/3, 17/3, 23/3, 25/3, και 27/3, 21/4, 23/4, 24/4, 28/4 και 30/4, 5/5, 7/5, 11/5, 13/5, 15/5 18/5, 20/5, 22/5, 25/5, 31/5, 5/6, 11/6 και 14/6, 29/7, 5/8, 7/8, 10/8, 16/8, 18/8, και 26/8, 4/9, 8/9, 15/9, 18/9, 22/9, 25/9 και 28/9, 5/10, 13/10, 19/10, 22/10, 23/10, 27/10 και 29/10, 1/11, 3/11, 5/11, 12/11, 12/11, 18/11 και 29/11, 1/12, 3/12, 7/12, 10/12, 11/12, 14/12, 17/12 και 23/12, καθώς και στις 4/1, 11/1, 18/1 και 25/1, 15/2 και 29/2, 14/3 και 28/3, 25/4, 16/5 και 30/5, 6/6, 1/8, 8/8 και 29/8, 5/9, 12/9, 19/9 και 26/9, 24/10, 14/11, 12/12, 19/12 και 26/12,  που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, 3) Κατά το έτος 2005 :α/ από ώρα 07.00 πμ έως 22.00 : στις 5/1, 6/1, 12/1, 17/1, 19/1, 21/1, 25/1, 28/1 και 29/1, 1 /2,  4/2, 5/2, 7/2, 10/2, 12/2, 14/2, 18/2, 21/2, 25/2 και 26/2, 3/3, 4/3, 11/3, 16/3, 17/3, 19/3, 23/3 και 30/3, 5/4, 11/4, 12/4, 18/4, 22/4 και 25/4, 14/5, 18/5, 21/5 και 31/5, 15/7, 31/8, 6/9 και 18/9, 16/10, 17/11 και 22/11, 3/12, καθώς και στις 2/1, 9/1, 23/1 και 30/1, 8/5, 28/8, που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή,   β/ από ώρα 14.30-05.30 πμ της επομένης : στις 8/1, 15/1, 22/1 και 27/1, 3/2 και 28/2, 1/3 και 25/3, 21/4, 10/5 και 28/5, 5/7, 10/7, 11/7, 13/7, 23/7 και 25/7, 3/9, 4/9, 25/9 και 30/9, 12/10, 22/10 και 27/10, 5/11, 6/11, 11/11, 12/11 και 26/11, 4/12, 9/12, 10/12, 12/12 και 13/12, καθώς και στις 6/2 και 20/2, 6/3, 10/4, 22/5, 10/7, 17/7 και 24/7,  2/10, 9/10, 23/10 και 27/11, που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, και 28/10, που αποτελεί αργία, γ/ από ώρα 07.00 πμ -14.30 και από ώρα 22.00 έως 05.30 πμ της επομένης : στις 3/1, 10/1, 14/1, 18/1, 20/1, 24/1 και 31/1, 2/2, 8/2, 11/2, 17/2, 19/2, 22/2 και 24/2, 5/3, 8/3, 10/3, 15/3, 18/3 και 29/3, 1/4, 9/4, 19/4 και 26/4, 9/5, 16/5, 24/5, 27/5 και 30/5, 9/7, 16/7, 19/7, 22/7 και 22/7, 29/8, 1/9, 7/9, 13/9, 20/9, 22/9, 24/9, 27/9 και 29/9, 6/10, 8/10, 18/10, 26/10 και 31/10, 4/11 και 25/11, 1/12καθώς και στις 13/2, και 27/2, 27/3, 3/4 που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή.  Συνεπώς, με βάση το αίτημα της αγωγής, από την 1/1/2003 έως τις 31/10/2003 πραγματοποίησε  7,5 ώρες-κατά το αγωγικό αίτημα-παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 51 ημέρες πλην Κυριακών- στις οποίες όμως συμπεριλαμβάνεται η 2/2, 16/2 και 9/2 που δεν τις υπολογίζει ως Κυριακές- και αργιών, δηλαδή 382,5 ώρες, επί 12 Κυριακές, δηλαδή 90 ώρες, επί 67 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας-συμπεριλαμβανομένης και της 26/2 που την υπολογίζει εσφαλμένα ως ημέρα Κυριακή-, δηλαδή 502,5 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 13 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 71,5 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 13 Κυριακές, δηλαδή 26 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος,  το καταβαλλόμενο-κατά την αγωγή- ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 32,57 [17,80 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 5,87  (επίδομα τριετίας 33 %) + 3,56 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,34 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 5,42 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας, πλην Κυριακών,  αργιών και νύκτας, το ποσό των 1.036,57  [2,71  (5,42 Χ 50 %) Χ 382,5 ώρες] ευρώ, αντί του εσφαλμένως επιδικασθέντος πρωτοδίκως ποσού των 1.040,4 ευρώ, ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας Κυριακές, το ποσό των 428,40   [6,77 (5,42 Χ 125 %)  ευρώ και κατά το αγωγικό αίτημα 4,76 ευρώ Χ 90] ευρώ, εκ αντί του πρωτοδίκως επιδικασθέντος ποσού των 428,50 ευρώ, και ως προσαύξηση παράνομης νυκτερινής εργασίας και παράνομης νυκτερινής εργασίας Κυριακές,  το ποσό των 1.951,6 [4,06 (5,42 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,4 ευρώ Χ 574} και των  141,44 [8,13 (5,42 Χ 150%) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,44 ευρώ χ 26]  ευρώ, δηλαδή συνολικά των 2.093,04 ευρώ, αντί του συνολικού ποσού των 2.213,4  (1.683 + 530,4) ευρώ, που εσφαλμένως του επιδικάστηκε για τις ανωτέρω αιτίες. Από την 1/11/2003 έως τις 31/12/2003 πραγματοποίησε  7,5 ώρες-κατά το αγωγικό αίτημα-παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 20 ημέρες πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 150 ώρες,  επί 3 Κυριακές, δηλαδή 22,5 ώρες, επί 17 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 127,5 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 6 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 33 ώρες, και συνολικά 160,5 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 6 Κυριακές, δηλαδή 12 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος, το καταβαλλόμενο-κατά την αγωγή- ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 33,57 [18,55 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 6,12 (επίδομα τριετίας 33 %) + 3,56 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,34 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 5,59 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην  Κυριακών, αργιών και νύκτας, το ποσό των 418,50 [2,79  (5,59 Χ 50 %) Χ 150 ώρες] αντί του επιδικασθέντος εσφαλμένως ποσού των 420 ευρώ, ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας Κυριακές, το ποσό των 110,25  [6,98 (5,59 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 4,9 Χ 22,5] ευρώ, το οποίο του επιδικάστηκε ορθώς και πρωτοδίκως, και ως προσαύξηση παράνομης νυκτερινής εργασίας και παράνομης νυκτερινής εργασίας Κυριακές,  το ποσό των 561,75 [4,19 (5,59 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,5 ευρώ Χ 160,5} ευρώ και των 67,2 [8,38 (5,59 Χ 150%) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,6 ευρώ χ 12]  δηλαδή συνολικά των 628,95 αντί του συνολικώς επιδικασθέντος εσφαλμένως για τις ανωτέρω αιτίες, ποσού των 672 ευρώ. Από την 1/1/2004 έως τις 30/9/2004, πραγματοποίησε  7,5 ώρες-κατά το αγωγικό αίτημα-παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 62 και, κατά το αίτημα της αγωγής, 57 ημέρες, δηλαδή 427,5 ώρες,  επί 10 Κυριακές και 1 αργία,  δηλαδή 82,5 ώρες, επί 70 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 525 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 20 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 110 ώρες, και συνολικά 635 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 20 Κυριακές, δηλαδή 40 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος,  το καταβαλλόμενο-κατά την αγωγή- ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 35,05 [18,55 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 7,23 (επίδομα τριετίας 39 %) + 3,71 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,56 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 5,84 ευρώ και  κατά το αίτημα της αγωγής, 5,70 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην  Κυριακών, αργιών και νύκτας, το ποσό των 1.218,37 [2,85 (5,70 Χ 50 %) Χ 427,5 ώρες], ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας Κυριακές, το ποσό των   411,68  [7,12 (5,70 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 4,99 ευρώ Χ 82,5] ευρώ, που ορθώς του επιδικάστηκαν και πρωτοδίκως, και ως προσαύξηση παράνομης νυκτερινής εργασίας και παράνομης νυκτερινής εργασίας Κυριακές,  το ποσό των 2.266,95 [4,27 (5,70 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,57 ευρώ Χ 635} ευρώ και των 228 [8,55 (5,70 Χ 150%) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,70 ευρώ χ 40]  ευρώ, δηλαδή συνολικά των 2.494,95 αντί του συνολικώς επιδικασθέντος εσφαλμένα για τις ανωτέρω αιτίες, ποσού των 2.670,53 ευρώ. Από την 1/10/2004 έως τις 30/11/2005 πραγματοποίησε 7,5 ώρες-κατά το αγωγικό αίτημα-παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 69 ημέρες, δηλαδή 517,5 ώρες,  επί 10 Κυριακές,  δηλαδή 75 ώρες, επί 110 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 825 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 22 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 165 ώρες, και συνολικά 990 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 22 Κυριακές, δηλαδή 44 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος,  το καταβαλλόμενο-κατά την αγωγή- ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 37,18 [19,68 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 7,67 (επίδομα τριετίας 39 %) + 3,93 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,90 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,19 ευρώ. Επίσης, από την 1/12/2005 έως τις 31/12/2005, πραγματοποίησε  7,5 ώρες-κατά το αγωγικό αίτημα-παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 1 ημέρα, δηλαδή 7,5 ώρες,  επί 4 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 30 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 6 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 33 ώρες, και συνολικά 63 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 6 Κυριακές, δηλαδή 12 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος,  το καταβαλλόμενο-κατά την αγωγή- ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 35,21 [19,68 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 7,67 (επίδομα τριετίας 39 %) + 1,96 (επίδομα γάμου 10 %) + 5,90 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 5,86 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην  Κυριακών, αργιών και νύκτας, το ποσό των 1.599,07 [3,09 (6,19 Χ 50 %) Χ 517,5 ώρες] και το ποσό των 21,97 [2,93 (5,86 Χ 50 %) Χ 7,5 ώρες] δηλαδή των 1.621,04 ευρώ, αντί του εσφαλμένως επιδικασθέντος πρωτοδίκως ποσού των 1.627,5 ευρώ, ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας Κυριακές, το ποσό των 407,25  [7,73 (6,19 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,43 ευρώ Χ 75] ευρώ, που ορθώς του επιδικάστηκαν και πρωτοδίκως, και ως προσαύξηση παράνομης νυκτερινής εργασίας και παράνομης νυκτερινής εργασίας Κυριακές,  το ποσό των  3.841,2 [4,64 (6,19 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,88 ευρώ Χ 990} ευρώ, των  272,8 [9,28(6,19 Χ 150%) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,2 ευρώ χ 44], των 244,44 [4,64 (5,86 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,88 ευρώ Χ 63} ευρώ και των 74,4 [9,28 (6,19 Χ 150%) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,2 ευρώ χ 12] ευρώ, δηλαδή συνολικά των 4.432,84 ευρώ αντί του συνολικώς επιδικασθέντος εσφαλμένα για τις ανωτέρω αιτίες, ποσού των 4.451,10 ευρώ.  Δηλαδή συνολικά του οφείλεται το ποσό των 15.302 (1.036,57 + 428,40 + 2.093,04 + 418,50 + 110,25 + 628,95 + 1.218,37 + 411,68 + 2.494,95 + 1.621,04 + 407,25 + 4.432,84) ευρώ, κατόπιν στρογγυλοποίησης.

Γ/ ο τέταρτος ενάγων (……….) προσληφθείς την 1-2-1988-αντί της 8-5-1989 που αναγράφεται στην αγωγή-, με βάση τη σχετική βεβαίωση της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού του εναγομένου,  εργάστηκε : 1) Κατά το έτος 2003  : α/ από ώρα 07.00 πμ έως 22.00 : στις 21/1, 1 /2, 3/2, 8/2, 10/2 και 22/2, 1 /3, 20/3, 29/3 και 31/3, 4/5 και 13/5, 21/6, 26/8 και 27/8, 25/9 και 19/10, καθώς και στις 9/2, 16/2 και 23/2-1/3 για την οποία δεν προβάλλεται αξίωση-16/3 και 30/3, 29/6  που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή,  β / από ώρα 14.30-05.30 πμ της επομένης : στις 14/1 και 28/1, 6/2, 14/3, 11/4, 10/5, 12/6, 13/6, 16/6, 23/6 και 28/6, 14/7 και 19/7, 19/8, 20/8, 21/8 και 30/8, 14/9, 15/9, 27/9 και 28/9, 6/10, 9/10 και 13/10 και 10/11, καθώς και στις  11/5, 8/6, 22/6, 20/7, 31/8, 21/9 και 12/10που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, γ/ από ώρα 07.00 πμ-14.30 και από ώρα 22.00 έως 05.30 πμ της επομένης : στις 2/1, 6/1, 15/1, 18/1, 26/1 και 27/1, 4/2, 11/2, 17/2, 19/2 και 24/2, 8/3, 13/3 και 17/3, 1 /4, 3 /4, 5/4, 8/4, 10/4 και 16/4, 5/5, 7/5, 15/5 και 31/5, 1/6, 6/6, 7/6 και 19/6, 22/7, 18/8, 22/8, 25/8, 28/8 και 29/8, 13/9, 20/9, 22/9, 24/9, 26/9, 29/9, 1/10, 3/10, 4/10, 8/10, 11/10 και 18/10, 9/11 και 12/11, καθώς και στις 2/3, 9/3, 6/4, 8/6 και 5/10, που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, 2) Κατά το έτος 2004: α/ : από ώρα 07.00 πμ έως 22.00  στις 16/1, 26/1, 28/1 και 29/1, 1 /2, 3/2, 4/2, 7/2, 9/2, 11/2, 12/2, 17/2, 21/2, 23/2, 27/2 και 28/2, 1/3, 3/3, 5/3, 6/3, 10/3, 11/3, 12/3, 18/3, 19/3, 20/3, 22/3 και 26/3, 3 /4, 4/4, 5/4, 6/4, 17/4, 18/4 και 27/4, 2/5, 4/5, 6/5, 10/5, 12/5, 19/5, 21/5, 27/5, 28/5 και 29/5, 4/6, 10/6, 13/6, 15/6, 16/6, 17/6, 19/6, 25/6, 29/6 και 30/6, 1/7, 2/7, 3/7, 7/7, 9/7, 28/7και 31/7, 2/8, 6/8 και 19/8, 6/9, 9/9, 11/9, 13/9, 14/9, 20/9, 21/9 και 23/9, 1/10, 2/10, 4/10, 11/10, 14/10, 15/10, 16/10, 18/10, 21/10, 28/10, 23/11, 6/12, 13/12, 16/12, 22/12 και 24/12, καθώς και στις 8/2, και 22/2, 7/3 και 21/3, 23/5, 27/6,  10/10 και 17/10, 28/11 και 26/12, που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, β/από ώρα 14.30-05.30 πμ της επομένης : στις 24/1, 16/2 και 19/2, 15/3, 1 /4, 26/5, 2/6, 7/6 και 21/6, 11/8 και 30/8, 6/10, 9/10, 13/10 και 30/10, 11/12 και 18/12, γ/ από ώρα 07.00 πμ-14.30 και από ώρα 22.00 έως 05.30 πμ της επομένης : στις 11/1, 14/1, 17/1, 25/1, 27/1, 30/1 και 31/1, 2/2, 5/2, 10/2, 18/2, 24/2, 26/2 και 29/2 2/3, 4/3, 9/3, 13/3, 17/3, 23/3, 25/3 και 27/3, 19/4, 21/4, 23/4, 24/4, 28/4 και 30/4, 5/5, 7/5, 8/5, 11/5, 13/5, 15/5, 18/5, 20/5, 22/5, 25/5 και 31/5, 1/6, 5/6, 6/6, 11/6, 14/6, 18/6, 26/6 και 28/6, 6/7, 8/7, 10/7, 24/7 και 27/7, 1/8, 5/8, 7/8, 16/8 και 26/8, 4/9, 5/9, 7/9, 8/9, 15/9, 18/9, 22/9, 24/9 και 28/9,  5/10, 12/10, 22/10, 23/10, 27/10 και 29/10, 1/11, 20/11, 22/11 και 29/11, 1/12, 3/12, 7/12, 10/12, 14/12, 17/12 και 23/12,  καθώς και στις 18/1, 15/2, 14/3 και 28/3, 25/4, 9/5 και 16/5, 20/6, 8/8 και 29/8, 12/9, 19/9 και 26/9, 24/10, 12/12 και 19/12 που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, 3) Κατά το έτος 2005 : α/  από ώρα 07.00 πμ έως 22.00  στις 12/1, 17/1, 28/1, 29/1 και 31/1, 1 /2, 4/2, 5/2, 7/2, 12/2, 14/2, 18/2, 19/2 και 25/2, 2/3, 4/3, 5/3, 10/3, 11/3, 16/3, 17/3, 19/3, 23/3, 29/3 και 30/3, 5/4, 9/4, 11/4, 12/4, 18/4, 22/4 και 25/4, 21/5, 23/5 και 25/5, 11/7 και 15/7, 24/9, καθώς και στις 30/1, 6/2 και 13/2, 3 /4, 8/5, 18/9, που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, β /από ώρα 14.30-05.30 πμ της επομένης : στις 27/1, 3/2 και 28/2, 1/3, 21/4, 22/5, 5/7, 22/8,, καθώς και στις 20/2, 6/3, 10/4, 25/9, που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή,  γ/ από ώρα 07.00 πμ-14.30 και από ώρα 22.00 έως 05.30 πμ της επομένης : στις 2/2, 8/2, 11/2, 17/2, 24/2 και 26/2, 3/3, 8/3, 15/3 και 18/3, 1 /4, 4/4, 19/4 και 26/4, 7/5, 9/5, 14/5, 16/5, 24/5, 27/5 και 31/5, 17/8, 10/9, 13/9, 20/9, 22/9, 27/9, 29/9 και 30/9, καθώς και στις 27/2 και 13/3, που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, Συνεπώς, με βάση το αίτημα της αγωγής, από την 1/1/2003 έως τις 31/10/2003 πραγματοποίησε  7,5 ώρες-κατά το αγωγικό αίτημα- παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 17 ημέρες πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 127,5 ώρες, επί  6 Κυριακές, δηλαδή 45 ώρες, επί 70 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 525 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 12 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 66 ώρες, και συνολικά 591 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 12 Κυριακές, δηλαδή 24 ώρες.  Όντας, λοιπόν έγγαμος,  το καταβαλλόμενο-κατά την αγωγή- ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 32,57 [17,80 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 5,87  (επίδομα τριετίας 33 %) + 3,56 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,34 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 5,42 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας, πλην Κυριακών,   αργιών και νύκτας, το ποσό των 345,52  [2,71  (5,42 Χ 50 %) Χ 127,5 ώρες] ευρώ, αντί του εσφαλμένως επιδικασθέντος πρωτοδίκως ποσού των 346,8 ευρώ, ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας Κυριακές, το ποσό των 214,2   [6,77 (5,42 Χ 125 %)  ευρώ και κατά το αγωγικό αίτημα 4,76 ευρώ Χ 45] ευρώ, όπως ορθώς κρίθηκε και πρωτοδίκως, και ως προσαύξηση παράνομης νυκτερινής εργασίας και παράνομης νυκτερινής εργασίας Κυριακές,  το ποσό των 2.009,4 [4,06 (5,42 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,4 ευρώ Χ 591} και των  130,56 {8,13 (5,42 Χ 150%) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,44 ευρώ χ 24]  ευρώ, δηλαδή συνολικά των 2.139,96 ευρώ, αντί του συνολικού ποσού των 2.249 ευρώ, που εσφαλμένως του επιδικάστηκε για τις ανωτέρω αιτίες. Από την 1/11/2003 έως τις 31/12/2003 πραγματοποίησε  7,5 ώρες-κατά το αγωγικό αίτημα- παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 3 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 22,5 ώρες, Όντας, λοιπόν έγγαμος,  το καταβαλλόμενο-κατά την αγωγή- ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 33,57 [18,55 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 6,12 (επίδομα τριετίας 33 %) + 3,56 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,34 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 5,59 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας, πλην Κυριακών και αργιών, το ποσό των 78,75 [4,19 (5,59 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,5 ευρώ Χ 22,5} ευρώ, αντί του εσφαλμένα επιδικασθέντος πρωτοδίκως ποσού των 420 ευρώ. Από την 1/1/2004 έως τις 30/9/2004  πραγματοποίησε  7,5 ώρες-κατά το αγωγικό αίτημα- παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 54 ημέρες, δηλαδή 405 ώρες,  επί 10 Κυριακές,  δηλαδή 75 ώρες, επί 60 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 450 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 8 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 44 ώρες, και συνολικά 494 ώρες, και 2 ώρες νυκτερινής παράνομης υπερωριακής εργασίας επί 8 Κυριακές, δηλαδή 16 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος,  το καταβαλλόμενο-κατά την αγωγή- ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 37,18 [19,68 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 7,67 (επίδομα τριετίας 39 %) + 3,93 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,90 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,19 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην  Κυριακών, αργιών και νύκτας, το ποσό των 1.560,37 [2,85 (5,70 Χ 50 %) Χ 547,5 ώρες], όπως κρίθηκε και πρωτοδίκως, ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας Κυριακές, το ποσό των   225  [7,12 (5,70 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 5 ευρώ Χ 45] ευρώ, που ορθώς του επιδικάστηκαν και πρωτοδίκως, και ως προσαύξηση παράνομης νυκτερινής εργασίας και παράνομης νυκτερινής εργασίας Κυριακές,  το ποσό των 2.049,18 [4,27 (5,70 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,57 ευρώ Χ 574} ευρώ και των  148,2 [8,55 (5,70 Χ 150%) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,70 ευρώ χ 26]  δηλαδή συνολικά των 2.197,38 αντί του συνολικώς επιδικασθέντος εσφαλμένα για τις ανωτέρω αιτίες, ποσού των 2.644,2 ευρώ.  Από την 1/10/2004 έως τις 30/9/2005 πραγματοποίησε  7,5 ώρες-κατά το αγωγικό αίτημα- παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 54 ημέρες δηλαδή 405 ώρες,  επί 10 Κυριακές,  δηλαδή 75 ώρες, επί 60 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 450 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 9 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 49,5 ώρες, και συνολικά 499,5 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 9 Κυριακές, δηλαδή 18 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος,  το καταβαλλόμενο-κατά την αγωγή- ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 37,18 [19,68 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 7,67 (επίδομα τριετίας 39 %) + 3,93 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,90 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,19 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην  Κυριακών, αργιών και νύκτας, το ποσό των 1.251,45  [3,09 (6,19 Χ 50 %) Χ 405 ώρες], αντί του εσφαλμένως επιδικασθέντος πρωτοδίκως ποσού των 1.255,5 ευρώ, ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας Κυριακές, το ποσό των   407,25  [7,73 (6,19 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,43 ευρώ Χ 75] ευρώ, που ορθώς του επιδικάστηκαν και πρωτοδίκως, και ως προσαύξηση παράνομης νυκτερινής εργασίας και παράνομης νυκτερινής εργασίας Κυριακές,  το ποσό των  1.938,06 [4,64 (5,86 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,88 ευρώ Χ 499,5} ευρώ και των 111,6 [9,28 (6,19 Χ 150%) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,2 ευρώ χ 18] ευρώ, δηλαδή συνολικά των 2.049,66 ευρώ αντί του συνολικώς επιδικασθέντος εσφαλμένα για τις ανωτέρω αιτίες, ποσού των 2.164,5 ευρώ.  Επομένως, το συνολικό ποσό που του οφείλεται ανέρχεται σε 10.470 (345,52  + 214,2 +    2.139,96  + 78,75 + 1.560,37 + 225 +  2.197,38 + 1.251,45 + 407,25 + 2.049,66) ευρώ, κατόπιν στρογγυλοποίησης.

Δ) Ο πέμπτος ενάγων (…………)  προσληφθείς στις 24-5-1989, με βάση τη σχετική βεβαίωση της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού του εναγομένου,  εργάστηκε : 1) Κατά το έτος 2003  : α/ από ώρα 07.00 πμ  έως 22.00 : στις 9/1, 10/1, 11/1, 21/1, 28/1 και 29/1, 1/2, 4/2, 10/2, 15/2 και 17/2, 29/3, 1 /4, 7/4, 11/4, 12/4, 22/4 και 23/4, 13/5 και 30/5, 5/6, 6/6, 12/6, 13/6, 21/66, 28/6 και 30/6, 1/7, 2/7, 5/7, 8/7, 9/7 και 31/7, 1/8, 2/8, 4/8, 5/8. 26/8, 28/8 και 30/8, 1/9, 6/9, 8/9, 13/9, 18/9, 19/9, 20/9, 25/9, 26/9 και 27/9, 2/10, 4/10, 7/10, 11/10, 16/10, 18/10, 22/10, 24/10 και 25/10, 1/11, 10/11, 14/11, 15/11,  21/11, 22/11, 26/11 και 28/11, 4/12, 5/12, 6/12 και 17/12, καθώς και στις  12/1, 16/2, 13/4, 29/6, 6/7, 3/8, 4/9, 21/9 και 28/9, 5/10, 12/10, 19/10 και 26/10, 7/12, που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, και που αποτελεί αργία, β) από ώρα 07.00 έως 05.30 της επομένης : στις 14/1, 15/1 και 16/1, 7/2, 8/2, 21/2, 22/2, 24/2, 27/2 και 28/2, 5/3 και 6/3, 18/4 και 19/4, 10/5, 17/5 και 26/5, 2/6, 17/6, 23/6 και 24/6, 11/7, 12/7, 14/7, 15/7, 18/7, 19/7, 21/7, 22/7, 23/7, 24/7, 25/7, 26/7 και 28/7, 7/8, 5/9 και 23/9, 9/10, 10/10 και 30/10, 1/12, 11/12, 12/12 και 13/12, καθώς και στις  23/2, 20/4, 11/5 και 18/5, 22/6, 20/7 και 27/7, 14/12, που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, γ/ από ώρα 07.00 πμ-14.30 και από ώρα 22.00 έως 05.30 πμ της επομένης : στις  7/1, 13/1, 18/1 και 30/1, 6/2, 11/2, 18/2, 20/2 και 26/2, 1/ 3, 4/3, 8/3, 9/3, 10/3, 26/3 και 28/3, 2/4, 4/4, 5/4,  8/4, 15/4 και 17/4, 5/5, 7/5, 9/5, 14/5, 16/5, 20/5, 22/5, 24/5, 28/5 και 31/5, 1/6, 4/6, 7/6, 10/6, 14/6, 16/6, 19/6 και 26/6, 3/7, 7/7, 10/7, 17/7 και 30/7, 6/8, 27/8 και 29/8, 2/9, 4/9, 10/9, 12/9, 15/9 17/9, 22/9 και 29/9, 1/10, 3/10, 6/10, 8/10, 13/10, 15/10, 17/10, 20/10, 21/10, 23/10, 27/10 και 29/10, 8/11, 11/11, 17/11, 19/11, 27/11 και 29/11, 3/12, 8/12, 10/12 και 18/12, καθώς και στις 19/1, 26/1, 30/3, 25/5, 8/6, 31/8, 2/11, 9/11, 23/11 και 30/11, που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, 2) Κατά το έτος 2004 : α/ από ώρα 07.00 πμ έως 22.00 : στις 5/1, 6/1, 8/1, 10/1, 16/1, 27/1 και 29/1, 4/2, 5/2, 7/2, 10/2, 11/2, 18/2, 24/2, 26/2 και 28/2, 1 /3, 4/3, 13/3, 15/3, 19/3, 20/3, και 26/3, 7/4, 8/4, 21/4 και 22/4, 3 /5, 4/5, 6/5, 8/5, 10/5, 17/5, 21/5, 22/5, 24/5 και 29/5, 3/6, 4/6, 11/6, 16/6, 17/6, 18/6, 19/6, 24/6, 29/6 και 30/6, 2/7, 19/7, 22/7, 26/7, 28/7, 30/7 και 31/7, 6/8, 14/8, 21/8, 25/8 και 26/8, 11/9, 14/9, 20/9 21/9 και 25/9, 1/10, 2/10, 4/10, 5/10, 8/10, 14/10, 15/10, 16/10, 18/10, 21/10 και 22/10, 4/11, 6/11, 8/11, 9/11, 10/11, 11/11, 13/11, 17/11, 23/11, 24/11 και 27/11, 10/12, 11/12, 13/12, 17/12 και 18/12,  καθώς και στις 11/1 και 25/1, 1/ 2, 8/2, και 22/2, 21/3, 2 /4, 23/4 και 30/4, 2/5, 9/5, 23/5 και 30/5, 6/6 και 27/6, 25/7, 1/8 και 22/8, 12/9 και 26/9, 17/10 και 31/10, 7/11, 14/11 και 28/11, 12/12,  που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, και 15/8 και 28/10 που αποτελούν αργίες,  β) από ώρα 07.00 πμ έως 05.30 της επομένης : στις 3/2, 16/2 και 17/2, 11/3, 12/3, 16/3 29/3 και 30/3, 1 /4, 2/4 και 27/4, 1 /6, 8/6, 9/6, 10/6, 21/6 και 22/6, 21/7, 3/8, 11/8 και 24/8, 16/9, 17/9, 24/9, 29/9 και 30/9, 11/10, 12/10, 25/10 και 30/10, 19/11 και 22/11, 6/12, 7/12, 8/12, 9/12, 15/12, 16/12, 20/12 και 22/12, καθώς και στις 25/4, 21/11 που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, γ/ από ώρα 07.00 πμ-14.30 και από ώρα 22.00 έως 05.30 πμ της επομένης : στις 7/1, 9/1, 12/1, 14/1, 17/1, 26/1, 28/1, 30/1 και 31/1, 2/2, 6/2, 9/2, 12/2, 19/2, 21/2, 23/2, 25/2 και 27/2, 2/3, 5/3, 9/3, 10/3, 18/3, 22/3, 24/3, 25/3 και 27/3, 3 /4, 5/4, 19/4, 23/4, 24/4 και 29/4, 5/5, 7/5, 15/5, 25/5, 26/5 και 28/5, 5/6, 7/6, 15/6, 25/6, 26/6 και 28/6, 1/7, 20/7, 23/7, 24/7, 27/7 και 29/7, 2/8, 5/8, 7/8, 10/8, 16/8, 18/8 και 23/8, 13/9, 15/9, 18/9, 22/9 και 28/9, 6/10, 9/10, 20/10, 23/10 και 29/10, 1/11, 3/11, 5/11, 12/11, 16/11, 18/11, 20/11, 25/11 και 29/11, 1/12, 3/12 και 14/12, καθώς και στις 18/1, 15/2 και 29/2, 14/3 και 28/3, 16/5, 20/6, 8/8, 3/10, 10/10 και 24/10, 19/12, που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, 3) Κατά το έτος 2005 : α/ από ώρα 07.00 πμ έως 22.00 : στις 6/1, 13/1, 17/1, 19/1, 24/1, 25/1, 27/1, 28/1 και 31/1, 1 /2, 4/2, 5/2, 7/2, 8/2, 10/2, 12/2, 17/2, 18/2, 21/2, 25/2 και 26/2, 3/3, 4/3, 11/3, 15/3, 17/3, 19/3, 24/3, 30/3 και 31/3, 5/4, 11/4, 12/4, 18/4, 19/4 και 25/4, 15/7, 1/8, 2/8, 8/8, 11/8, 11/8 και 31/8, 6/9 και 17/9, 10/10 και 22/10, 8/11, 17/11, 18/11, 22/11 και 29/11, καθώς και στις 9/1,  που συμπίπτει με ημέρα Κυριακή, β) από ώρα 07.00 πμ έως 05.30 μ της επομένης : στις 8/1, 12/1, 15/1, 21/1 και 22/1, 3/2, 23/2, 24/2 και 28/2, 1 /3, 2/3, 12/3, 14/3 και 25/3, 4/4, 7/4, 15/4, 21/4, 22/4, 27/4 και 28/4, 5/7, 6/7, 7/7, 11/7, 12/7, 13/7, 20/7, 23/7, 28/7 και 29/7, 4 /8, 2/9 και 3/9, 1/10, 8/10 και 27/10, 6/11, 11/11 και 28/11, 3/12, 9/12 και 12/12,  καθώς και στις 6/2, 13/2 και 20/2, 6/3,  10/4, 10/7, 4/9, 2/10, 27/11, 4/12 και 11/12, που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή, και τις 28/10 που αποτελεί αργία, γ/ από ώρα 07.00 πμ -14.30 και από ώρα 22.00 έως 05.30 πμ της επομένης : στις 5/1, 10/1, 14/1, 18/1, 20/1, 26/1 και 29/1, 2 /2, 9/2, 11/2, 14/2, 16/2, 19/2 και 22/2, 5/3, 8/3, 10/3, 16/3, 18/3, 21/3 23/3, 26/3 και 29/3, 2 /4, 3 /4, 6/4, 9/4, 13/4, 20/4 και 26/4, 9/7, 16/7, 22/7, 25/7, 27/7 και 30/7, 3/8, 6/8, 7/8, 9/8 και 29/8 1/9 7/9, 9/9, 13/9, 15/9, 20/9, 24/9, 27/9 και 29/9, 6/10, 11/10, 15/10, 23/10, 24/10, 26/10 και 31/10, 5/11, 10/11, 25/11 και 26/11, 1/12 και 7/12 καθώς και στις 23/1 και 30/1, 27/2, 13/3 και 27/3, 31/7, 16/10, 13/11, , που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή. Συνεπώς, με βάση το αίτημα της αγωγής, από την 1/1/2003 έως τις 30/9/2003 πραγματοποίησε  7,5 ώρες-κατά το αγωγικό αίτημα-υπερωριακής εργασίας, επί 50 ημέρες πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 375 ώρες, επί  9 Κυριακές, δηλαδή 67,5 ώρες, επί 93 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 697,5 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 13 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 71,5 ώρες, και συνολικά 769 ώρες, και 2 ώρες νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 13 Κυριακές, δηλαδή 26 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος,  το καταβαλλόμενο-κατά την αγωγή- ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 35,72 [18,55 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 8,34 (επίδομα τριετίας 45 %) και κατά την αγωγή 7,9 ευρώ + 3,71 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,56 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 5,95 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας, πλην Κυριακών,  αργιών και νύκτας, το ποσό των 1.016,25  [2,71  (5,95 Χ 50 %) Χ 375 ώρες] ευρώ, αντί του εσφαλμένως επιδικασθέντος πρωτοδίκως ποσού των 1.162,2 ευρώ, ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας Κυριακές, το ποσό των 351,67  [7,43 (5,95 Χ 125 %)  ευρώ και κατά το αγωγικό αίτημα 5,21 ευρώ Χ 67,5] ευρώ, όπως ορθώς κρίθηκε και πρωτοδίκως, και ως προσαύξηση παράνομης νυκτερινής εργασίας και παράνομης νυκτερινής εργασίας Κυριακές,  το ποσό των 2.868,37  [4,46 (5,95 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,73 ευρώ Χ 769} και των  154,96 {8,92 (5,95 Χ 150%) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,96 ευρώ χ 26]  ευρώ, δηλαδή συνολικά των 3.023,33 ευρώ, αντί του συνολικού ποσού των 3.182,78 ευρώ, που εσφαλμένως του επιδικάστηκε για τις ανωτέρω αιτίες. Από την 1/10/2003 έως τις 31/12/2005 και ειδικότερα : 1) Από την 1/10/2003 έως τις 31/12/2003, πραγματοποίησε  7,5 ώρες-κατά το αγωγικό αίτημα- παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 21 ημέρες πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 157,5 ώρες, επί  5 Κυριακές, δηλαδή 37,5 ώρες, επί 22 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 165 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 5 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 27,5 ώρες, και συνολικά 192,5 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 5 Κυριακές, δηλαδή 10 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος,  το καταβαλλόμενο-κατά την αγωγή- ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 36,16 [18,55 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 8,34(επίδομα τριετίας 45 %) + 3,71 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,56 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,02 και κατά το αίτημα της αγωγής 5,9 ευρώ. 2) Από την 1/1/2004  έως τις 31/5/2004 πραγματοποίησε  7,5 ώρες-κατά το αγωγικό αίτημα- παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 37 ημέρες πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 277,5 ώρες, επί 13 Κυριακές, δηλαδή 97,5 ώρες, επί 50 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 375 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 7ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 38,5 ώρες, και συνολικά 408 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 7 Κυριακές, δηλαδή 14 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος,  το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 37,59 [19,29 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 8,67 (επίδομα τριετίας 45 %) + 3,85 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,78 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,26 ευρώ. 3) Από την 1/6 έως τις 31/8/2004 πραγματοποίησε  7,5 ώρες-κατά το αγωγικό αίτημα- παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 22 ημέρες πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 165 ώρες, επί 5 Κυριακές και 1 αργία, δηλαδή 45 ώρες, επί 29 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 217,5 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 3 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή  16,5 ώρες, και συνολικά 234 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 3 Κυριακές, δηλαδή 6 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος,  το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 38,75 [19,29 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 9,83 (επίδομα τριετίας 51 %) + 3,85 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,78 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,45 ευρώ. 4) Από την 1/9/2004 έως τις 31/12/2004 πραγματοποίησε  7,5 ώρες-κατά το αγωγικό αίτημα-υπερωριακής εργασίας, επί 32 ημέρες πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 240 ώρες, επί 8 Κυριακές, δηλαδή 60 ώρες, επί 41 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 307,5 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 6 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή  33 ώρες, και συνολικά 340,5 ώρες, και 2 ώρες νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 6 Κυριακές, δηλαδή 12 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος, το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 39,54 [19,68 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 10,03 (επίδομα τριετίας 51 %) + 3,93 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,90 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,59 ευρώ. 5) Από την 1/1/2005 έως τις 31/8/2005 πραγματοποίησε  7,5 ώρες-κατά το αγωγικό αίτημα- παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 43 ημέρες πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 322,5 ώρες, μία Κυριακή, δηλαδή 7,5 ώρες, επί 73 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 322,5 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 12 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 66 ώρες, και συνολικά 388,5 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 12 Κυριακές, δηλαδή 24 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος,  το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 40,41 [20,11 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 10,25 (επίδομα τριετίας 51 %) + 4,02 (επίδομα γάμου 20 %) + 6,03 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,73 ευρώ. 6) Από την 1/9/2005 έως τις 30/11/2005 πραγματοποίησε 7,5 ώρες-κατά το αγωγικό αίτημα- παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 9 ημέρες πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 67,5 ώρες, μία αργία, δηλαδή 7,5 ώρες, επί 28 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 210 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 5 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 27,5 ώρες, και συνολικά 237,5 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 5 Κυριακές, δηλαδή 10 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος,  το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 41,74 [20,77 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 10,59 (επίδομα τριετίας 51 %) + 4,15 (επίδομα γάμου 20 %) + 6,23 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,95 ευρώ. 7) Από την 1/12/2005 έως τις 31/12/2005 πραγματοποίησε  7,5 ώρες-κατά το αγωγικό αίτημα- παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 5 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 37,5 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 2 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 11 ώρες, και συνολικά 38,5 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 2 Κυριακές, δηλαδή 4 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος,  το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 39,66 [20,77 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 10,59 (επίδομα τριετίας 51 %) + 2,07 (επίδομα γάμου 10 %) + 6,23 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,61 ευρώ.

Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας, πλην Κυριακών, αργιών και νύκτας, το ποσό των 464,62  [2,95  (5,90 Χ 50 %) Χ 157,5 ώρες] ευρώ, των 868,57 [3,13 (6,26 Χ 50 %) 277,5], των 528 [3,2 (6,45 Χ 50 %) 165] ευρώ,  των 789,6 [3,29 (6,59 Χ 50 %) Χ 240] ευρώ, των 1.083,6 [3,36 (6,73 Χ 50 %) Χ 322,5] ευρώ, των 469,12 [3,47 (6,95 Χ 50 %) Χ 67,5] ευρώ, δηλαδή συνολικά 4.203,51 ευρώ, που υπερβαίνει το πρωτοδίκως επιδικασθέντος ποσό των  4.129,65 (1.152 + 915,75 + 2.061,9) ευρώ συνολικά, ως προσαύξηση παράνομης υπερωριακής εργασίας Κυριακές, το ποσό των 210 [7,37 (5,90 Χ 125 %)  ευρώ και κατά το αγωγικό αίτημα 5,6 ευρώ Χ 37,5] ευρώ, των 546 [7,82 (6,26 Χ 125 %)  και κατά το αγωγικό αίτημα 5,6 ευρώ Χ 97,5] ευρώ, των 252 [8,06 (6,45 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,6 ευρώ Χ 45] ευρώ, των 365,4 [8,23 (6,59 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,09 ευρώ Χ 60 ] ευρώ, των 45,67 [8,41 (6,73 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,09 ευρώ Χ 7,5], των 45,67 [8,68 (6,95 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,09 ευρώ Χ 7,5] ευρώ, δηλαδή συνολικά 1.464,74 ευρώ, που υπερβαίνει το πρωτοδίκως επιδικασθέν ποσό των 1.343,92 (504 + 520,20 + 319,72) ευρώ, ως προσαύξηση παράνομης νυκτερινής εργασίας το ποσό των 770 [4,42 (5,9 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 4 ευρώ Χ 192,5], των 1.654[ 4,69 (6,26 Χ 75 %) και κατά το αίτημα της αγωγής 4 ευρώ χ 413,5] ευρώ, των 966,42 [4,83 (6,45 Χ 75 %)  και κατά το αγωγικό αίτημα 4,13 ευρώ Χ 234 ] ευρώ, των 1.481,17 [4,94 (6,59 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 4,34 Χ 340,5 ] ευρώ, των 1.689,97 [5,04 (6,73 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 4,35 Χ 388,5 ] ευρώ, των 1.033,12 [5,21 (6,95 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 4,35 Χ 237,5 ] ευρώ και των  167,47  [4,95 (6,61 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 4,35 Χ 237,5 ] ευρώ, και ως προσαύξηση παράνομης νυκτερινής εργασίας Κυριακές, το ποσό των  60 {8,85 (5,9 Χ 150%) και κατά το αγωγικό αίτημα 6 ευρώ χ 10]  ευρώ, των 84 [9,39 (6,26 Χ 150 %) και κατά το αίτημα της αγωγής, 6 ευρώ Χ 14] ευρώ, των 39,6 [9,67 (6,45 Χ 150 %)  και κατά το αγωγικό αίτημα 6,6 ευρώ Χ 6] ευρώ, των 83,52 [9,88 (6,59 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,96 ευρώ Χ 12] ευρώ, των  167,04 [10,09 (6,73 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,96 ευρώ Χ 24] ευρώ, των 69,6 [10,42 (6,95 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,96 ευρώ Χ 10] ευρώ και των 69,6 [9,91 (6,61 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,96 ευρώ Χ 10] ευρώ, δηλαδή συνολικά 8.335,51 ευρώ, αντί του εσφαλμένως επιδικασθέντος πρωτοδίκως ποσού των 9.694,5 (2.190 +1.548,75 + 4.502,25 + 495 + 148,5 + 1.305). Επομένως, το συνολικό ποσό που του οφείλεται ανέρχεται σε 18.201 (1.016,25 + 351,67  + 3.023,33 + 4.129,65 + 1.343,92 + 8.335,51)  ευρώ κατόπιν στρογγυλοποίησης.

Συνεπώς, κατ’ακολουθία όσων προεκτέθηκαν, η εκκαλουμένη απόφαση που δέχθηκε εν μέρει και κατ’ουσίαν την αγωγή κατά την κύρια βάση της, και επιδίκασε καταψηφιστικώς στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 11.023,25 ευρώ, στον δεύτερο, το ποσό των 15.670 ευρώ, στον τέταρτο το ποσό 12.268,74 ευρώ, και στον πέμπτο το ποσό των 19.864,73 ευρώ και στον τελευταίο το επιπλέον ποσό των 495 ευρώ αναγνωριστικώς, έσφαλε κατά την εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων και πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως, να εξαφανιστεί αυτή  στο σύνολό της, κατ’άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ, δηλαδή και κατά τη διάταξή της περί τοκογονίας, που δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης, ούτε και κατ’εκτίμηση του δικογράφου της (ΑΠ 1449/2014, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), λόγω του ότι τούτο επιβάλλεται για την ενότητα της εκτέλεσης, η οποία θα επιτευχθεί μόνο με την εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως (ΕφΑνΚρ 79/2014, ΕφΠειρ (Μον) (Ναυτ) 619/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), καθό μέρος αφορά τους ανωτέρω ενάγοντες, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της  που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014, Αρμ 2015.208),  με αποτέλεσμα ο σχετικός πέμπτος λόγος της υπό κρίση έφεσης που πλήττει τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων να κρίνεται αλυσιτελής (ΕφΠειρ(Μον) 684/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 5/2011 ΑΧΑΝΟΜ 2012.148). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ ουσίαν (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή, κατά την κύρια βάση της, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει, στον πρώτο ενάγοντα, το ποσό των 8.889 ευρώ, στον δεύτερο, το ποσό των 15.302 ευρώ, στον τέταρτο, το ποσό των 10.469 και στον πέμπτο, το ποσό των 17.706 (18.201 – 495) ευρώ, και να αναγνωριστεί ότι οφείλει επιπλέον στον τελευταίο, το ποσό των 495 ευρώ, για τις μνημονευόμενες στο σκεπτικό αιτίες, νομιμοτόκως, για κάθε επιμέρους ποσό, αφής στιγμής κατέστη απαιτητό και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ως προς το οριστικό σκέλος της παρούσας, πρέπει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων να κατανεμηθούν μεταξύ αυτών ανάλογα προς την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα εκ μέρους των εναγόντων, για τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 58 § 3, 63, 68, 69 και 84 § 1 του ν.4194/2013).       

Πλέον αυτών, από τη διάταξη του άρθρου 415 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι βασική δικονομική προϋπόθεση για το επιτρεπτό της χρήσης του αποδεικτικού μέσου της εξέτασης των διαδίκων είναι η μη απόδειξη ή η ατελής απόδειξη των πραγματικών γεγονότων με τα άλλα αποδεικτικά μέσα. Συνεπώς, αποκλείεται η χρήση του πιο πάνω αποδεικτικού μέσου μόνο όταν τα πραγματικά γεγονότα αποδεικνύονται πλήρως με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα (ΕφΑθ 248/2012 ΕΦΑΔ 2012/881). Από το συνδυασμό δε αυτής προς την διάταξη του επόμενου άρθρου (416 του ΚΠολΔ), που ορίζει ότι η εξέταση των διαδίκων διατάσσεται ύστερα από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή αυτεπαγγέλτως και διεξάγεται κατά τις διατάξεις για την εξέταση μαρτύρων, προκύπτει, επίσης, ότι η εξέταση διαδίκων, που αποτελεί αποδεικτικό μέσο κατ’ άρθρο 339 του ΚΠολΔ, επιτρέπεται σε κάθε Δικαστήριο και σε κάθε διαδικασία, ενώ η εξέταση αυτή μπορεί να διαταχθεί από το Δικαστήριο τόσο κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, όσο και μετά απ’ αυτήν με απόφαση για επανάληψη της συζήτησης κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ (ΑΠ 87/2001, ΕφΠειρ (Μον) 531/2015 αδημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ»), και από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατ’άρθρο 529 του ΚΠολΔ (ΑΠ 87/2001, ΕφΑθ 248/2012, ΕφΠειρ (Μον) 531/2015 ό.π), και πριν ακόμη εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, έτσι ώστε, μετά τη συνεκτίμηση και του αποδεικτικού αυτού μέσου, να κρίνει περί της βασιμότητας των λόγων της έφεσης και αν η εκκαλουμένη απόφαση έσφαλε να την εξαφανίσει (ΕφΘεσ 2382/2013 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 71/2009 Αρμ 2010.393). Το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, διαφέρει από την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων (άρθρο 245 ΚΠολΔ), η οποία, μη περιλαμβανόμενη στον κατάλογο των αποδεικτικών μέσων που ορίζει το άρθρο 339 ΚΠολΔ, δεν αποτελεί καν αποδεικτικό μέσο και συνακόλουθα δεν μπορεί μόνη της να στηρίξει δικανική πεποίθηση για την αλήθεια αμφισβητούμενων πραγματικών ισχυρισμών, αλλά αποβλέπει απλώς στη διευκρίνιση των ισχυρισμών αυτών και του εν γένει πραγματικού υλικού (ΕφΠειρ (Μον) 531/2015 ό.π) και όχι στο να  διαμορφώσει το δικαστήριο την αποδεικτική του κρίση για την αλήθεια της ιστορικής βάσεως της αγωγής ή των ενστάσεων  (ΑΠ 380/2010 ΧΡΙΔ 2010. 129). Στην κρινόμενη περίπτωση, από τα προσκομιζόμενα έγγραφα και τις καταθέσεις των μαρτύρων, δεν προκύπτουν ακριβή στοιχεία αναφορικά με την παράνομη υπερωριακή απασχόληση του τρίτου ενάγοντος, ……, που φέρεται ότι συμπίπτει με εκείνη του δεύτερου ενάγοντος, … ., αφού αυτός δεν προσκομίζει αντίστοιχες εκείνων των λοιπών εναγόντων χειρόγραφες καταστάσεις περί των πραγματικών ωρών της απασχόλησής του καθ’όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, ούτε κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο και η γενική επιβεβαίωση από το μάρτυρα απόδειξης της πραγματοποίησης υπερωριακής εργασίας από όλους τους ενάγοντες, δεν αρκεί. Έτσι, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αποδεικτικό υλικό είναι ατελές, ως προς τον συγκεκριμένο διάδικο, και δεν μπορεί επί τη βάσει αυτού να αχθεί σε δικανική πεποίθηση, ως προς τα κρίσιμα περιστατικά, που αφορούν στην ουσιαστική ή μη βασιμότητα του σχετικού λόγου έφεσης, περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων.  Επομένως, λόγω του κενού αυτού, που διαπιστώθηκε κατά τη μελέτη της επίδικης υπόθεσης, ως προς ζητήματα που έχουν ουσιώδη σημασία στην έκβαση της δίκης, πρέπει, σύμφωνα με τις σχετικές σκέψεις που προεκτέθηκαν, χωρίς να εξαφανιστεί προηγουμένως η εκκαλουμένη, ως προς τον άνω ενάγοντα, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να εμφανιστεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο συγκεκριμένος διάδικος, αυτοπροσώπως, και να εξεταστεί σχετικά με το ζήτημα των υπερωριών που πραγματοποίησε κατ’έτος, εντός του επίδικου χρονικού διαστήματος (1/1/2003-31/12/2005), αναλυτικά, ανά ημέρα και ωράριο εργασίας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 20-9-2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../2016) έφεση της εναγομένης, κατά της υπ’αριθμ. 872/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, ως προς τον τρίτο εφεσίβλητο-ενάγοντα, ……..

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την χωρίς όρκο εξέταση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου του άνω ενάγοντος, για τα αναφερόμενα στο σκεπτικό θέματα. Η εξέτασή του θα γίνει στο ακροατήριό του σε δημόσια συνεδρίαση που θα οριστεί με κλήση του επιμελέστερου διαδίκου, μετά το πέρας της οποίας θα επακολουθήσει η περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης.

ΔΕΧΕΤΑΙ και κατ’ουσίαν αυτήν ως προς τους λοιπούς εφεσίβλητους.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει αυτήν κατ’ουσίαν.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 3-12-2009 (υπ’αύξ.αριθμ.εκθ. καταθ. …./2009) αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα εννέα (8.889) ευρώ, στον δεύτερο, το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων τριακοσίων δύο (15.302) ευρώ, στον τέταρτο, το ποσό των  δέκα χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα εννέα (10.469) ευρώ και στον πέμπτο το ποσό των  δεκαεπτά χιλιάδων επτακοσίων έξι (17.706) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο,  για κάθε επιμέρους ποσό, αφής στιγμής κατέστη απαιτητό και μέχρι την εξόφληση. ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη οφείλει στον πέμπτο ενάγοντα το επιπλέον ποσό των τετρακοσίων ενενήντα πέντε (495) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους ποσό, αφής στιγμής κατέστη απαιτητό και μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ  σε βάρος της εναγομένης, μέρος των δικαστικών εξόδων του πρώτου, δεύτερου, τέταρτου και πέμπτου ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων εκατό (2.100) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του,  χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις     9-1-2018.

 

      Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ