Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 20/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 20/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα Γ. Λ.

ΑΦΟΥ   ΜΕΛΕΤΗΣΕ   ΤΗ  ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ  ΣΥΜΦΩΝΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 20-9-2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/20-9-2016) έφεση της εναγομένης, ως μερικώς ηττηθείσας πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’ αριθ.769/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 677 επ. του ΚΠολΔ), και δέχθηκε εν μέρει την στρεφόμενη κατ’αυτής από 3-12-2009 (υπ’αύξ.αριθμ.  εκθ. καταθ. …./2009) αγωγή των εναγόντων, περί καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών, αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 § § 1,2, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1, σε συνδυασμό με 147 παρ.2 του ΚΠολΔ), δηλαδή εντός μηνός από τις 22-7-2016 που επιδόθηκε η εκκαλουμένη προς την εκκαλούσα (σχετ. η από 22-7-2016 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας ………, επί προσκομιζόμενου αντιγράφου της, κατ’άρθρο 139 παρ.3 του ΚΠολΔ), χωρίς να συνυπολογίζεται το χρονικό διάστημα από 1-31 Αυγούστου, ενώ από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου, μη απαιτούμενης της κατάθεσης παραβόλου εκ μέρους της εκκαλούσας, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς (άρθρο 495 παρ.3 εδ. τελευταίο, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, που ισχύει εφόσον η ένδικη έφεση κατατέθηκε μετά την 1-1-2016, κατ’άρθρο 9 παρ.2 του ίδιου νόμου). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια πιο πάνω ειδική διαδικασία.

ΙΙ. Οι ενάγοντες, μεταξύ των οποίων και ο ήδη αποβιώσας ………., στη θέση του οποίου υπεισήλθαν ως πλησιέστεροι συγγενείς και μοναδικές εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, η πρώτη, δεύτερη και τρίτη ενάγουσα, της δίκης διακοπείσας και επαναληφθείσας στο όνομά τους, εξέθεταν στην αγωγή τους ότι προσελήφθησαν κατά τον αναφερόμενο χρόνο ο καθένας, και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην εναγομένη, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ως λιμενεργάτες, κατά τους ειδικότερα μνημονευόμενους όρους, που προβλέπονται στον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, που έχει κυρωθεί νομοθετικά, και τις οικείες ειδικές Σ.Σ.Ε, μεταξύ αυτού και της Ένωσης Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών του. Ότι για το χρονικό διάστημα από την 1-1-2003 έως τις 31-12-2005,  πραγματοποίησαν υπερωριακή απασχόληση, καθημερινές, Κυριακές αλλά και κατά τη διάρκεια της νύκτας, για την οποία η εναγομένη, κατά παράβαση των συμβάσεων εργασίας τους, των οικείων νομοθετικών διατάξεων και του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιά, δεν τους έχει καταβάλει τις προβλεπόμενες αποδοχές σε καθέναν, όπως ειδικότερα αυτές αναλύονται, ανά έτος και κατηγορία. Ακολούθως, ζητούσαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στις τρεις πρώτες ενάγουσες το ποσό των 14.052,99 ευρώ, στον τέταρτο, το ποσό των 8.334,15 ευρώ, στον πέμπτο, το ποσό των 17.224,58 ευρώ, στον έκτο, το ποσό των 9.372,3 ευρώ και στον έβδομο, το ποσό των 16.826,47 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας ημέρας του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα, που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και επικουρικά από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, με βάση τη σύμβαση εργασίας τους και επικουρικά, αν αυτή ήθελε κριθεί άκυρη, τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά τους έξοδα.

ΙΙΙ. Επί της αγωγής αυτής το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εξέδωσε την εκκαλουμένη, με την οποία, έγινε αυτή δεκτή, κατά την κύρια βάση της, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, και υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στις τρεις πρώτες ενάγουσες το ποσό των 14.028,24 ευρώ, κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας από την κληρονομία του αρχικώς ενάγοντος, ………., στον τέταρτο, το ποσό των 8.333,55 ευρώ, στον πέμπτο, το ποσό των 17.224,22 ευρώ, στον έκτο, το ποσό των 9.372,30 ευρώ και στον έβδομο, το ποσό των 16.805,76 ευρώ, με το νόμιμο τόκο αφής στιγμής κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και μέχρι την εξόφληση και επέβαλε στην εναγομένη  μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, το οποίο καθορίστηκε σε 2.140 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εναγομένη με τους αναφερόμενους στην υπό κρίση έφεσή της λόγους, αναγομένους σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, και την απόρριψη εν όλω της αγωγής, ενώ με το δικόγραφο των προτάσεών της προτείνει, ως και πρωτοδίκως, ισχυρισμό περί εξόφλησης, πλην όμως, απαραδέκτως, αφού, από τις διατάξεις των άρθρων 520, 525 και 527 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι οι ενστάσεις ή αντενστάσεις του εκκαλούντος, εφόσον είχαν προταθεί και απορριφθεί πρωτοδίκως και αποβλέπουν στην εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, προτείνονται μόνο με το δικόγραφο της εφέσεως ή των προσθέτων λόγων της (σε όσες διαδικασίες οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο, AΠ 575/2015, ΑΠ 1372/2010, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 406/2008, ΑΧΑΝΟΜ 2009.212, όπως εν προκειμένω, δεδομένου ότι με το άρθρο 591 παρ.1 περ.ζ του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015 και ισχύει για τα ένδικα μέσα που κατατέθηκαν μετά την 1-1-2016, σύμφωνα με το άρθρο ένατο αυτού, οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης ασκούνται πλέον με ποινή απαραδέκτου με δικόγραφο, σε όλες τις ειδικές διαδικασίες). Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, ισχυρίζεται ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη διότι οι ενάγοντες, ενώ ισχυρίζονται ότι τους καταβάλλετο από την ίδια σταθερή υπερωριακή αμοιβή, το ποσό αυτής δεν προσδιορίζεται και δεν αφαιρείται τελικώς από το συνολικώς οφειλόμενο για την αιτία αυτή. Από την επισκόπηση, ωστόσο, του δικογράφου της αγωγής, προκύπτει ότι δεν γίνεται καμία αναφορά σε ληφθείσες αμοιβές υπερωριακής απασχόλησης των εναγόντων, και το αίτημά της διατυπώνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ενώ ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι το επικαλούμενο από τους ενάγοντες ωράριο απασχόλησής τους αντίκειται στη λογική, το στοιχείο αυτό δεν την καθιστά αόριστη, ούτε οι ενσωματωμένοι στο δικόγραφό της υπολογισμοί την καθιστούν ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, όπως εσφαλμένα διατείνεται η εκκαλούσα. Συνακόλουθα, ο σχετικός πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

IVA. Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του ν.2688/1999 το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς», που ιδρύθηκε με το ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν.1559/1950, που κυρώθηκε με το ν. 1630/1951‚ μετετράπη σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε» και με τον διακριτικό τίτλο «ΟΛΠ ΑΕ», η οποία είναι ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και διέπεται από τον παρόντα νόμο και τον κ.ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν. 2414/1996 καθώς και τον α.ν.1559/1950‚ όπως κάθε φορά ισχύουν. Εξάλλου, με το άρθρο 3 παρ. 2 περ. γ’ του α.ν. 1559/1950, όλες εν γένει οι διατάξεις περί βραχυπρόθεσμων παραγραφών, που ισχύουν εκάστοτε για τις κατά του Δημοσίου οιεσδήποτε αξιώσεις, εφαρμόζονται και επί των απαιτήσεων κατά του ΟΛΠ και κατά το άρθρο 31 παρ. 3 του Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης (Κ.Ο.Δ.) του ΟΛΠ, ο οποίος κυρώθηκε και έχει ισχύ νόμου, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 45057/11/72/17/1/1973 Υπουργική Απόφαση, «ο χρόνος παραγραφής των κατά του Ο.Λ.Π. αξιώσεων των μονίμων υπαλλήλων αυτού ως και του επί σχέσει ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου συνδεομένου μετ’ αυτού πάσης φύσεως προσωπικού του Ο.Λ.Π. εκ καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων πάσης φύσεως απολαυών ή αποζημιώσεων εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού ορίζεται εις δύο έτη». Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του ισχύοντος Συντάγματος καθιερώνεται όχι μόνο η ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια ότι ο νομοθέτης κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων δεν μπορεί να νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Εξάλλου, κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει‚ κατά το άρθρο 22 παρ. 1β του Συντάγματος, όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας και κατά το άρθρο 25 παρ. 1 αυτού, τα δικαιώματα του ανθρώπου‚ ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. Ι εδ. α’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που έχει κυρωθεί με το ν.δ 53/1974, «παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως‚ δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος‚ το οποίο θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως …». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει ενσωματωθεί στην Ελληνική έννομη τάξη με το ν. 2462/1997, «Όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο … για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ίση μεταχείρισή τους από τους νόμους που προσδιορίζουν τους όρους της δικαστικής προστασίας. Επομένως, διατάξεις νόμων‚ με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διαδίκου ευνοϊκή μεταχείριση ως προς το ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη από εκείνη του αντιδίκου του, είναι ανίσχυρες. Ως εκ τούτου ανίσχυρες είναι και οι διατάξεις του άρθρου 31 παρ. 3 του Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης του ΟΛΠ και του άρθρου 3 του α.ν. 1559/1950, με τις οποίες θεσπίζεται διετής παραγραφή των αξιώσεων των εργαζομένων κατά του ΟΛΠ, που αποτελεί ανώνυμη εταιρεία, χωρίς αυτό να δικαιολογείται εκ λόγων γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος ως αντιτιθέμενες στις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και του ΔΣΑΠ (ΑΠ 317/2017, ΑΠ 436/2013, ΕφΠειρ 680/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» και σχ. σκέψεις  για ΟΣΕ ΟλΑΠ 11/2008, ΔΙΚΗ 2008.1103), επομένως, δεν υφίσταται λόγος απόκλισης από τη γενικής εφαρμογής διάταξη του άρθρου 250 περ.17 του ΑΚ. Συνεπώς, τα αυτά δεχθέν και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τον ισχυρισμό της εναγομένης περί διετούς παραγραφής όλων των αξιώσεων των εναγόντων, που αφορούν σε διαφορές αποδοχών των ετών 2003, 2004 και 2005, ως μη νόμιμο, ορθά εφάρμοσε τις παραπάνω ουσιαστικές διατάξεις, που ήταν εφαρμοστέες (των άρθρων 4 παρ. 1 και 2, 20 παρ. 1, 22 παρ. 1 β και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 της ΕΣΔΑ και 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα), οι δε αντίθετες αιτιάσεις της εκκαλούσας, που προβάλλονται με τον δεύτερο λόγο έφεσης, είναι αβάσιμες. Ως εκ τούτου παρέλκει η εξέταση και του δια των προτάσεών της προβληθέντος, ισχυρισμού της εκκαλούσας περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, που, ως διαδικαστική προϋπόθεση (ΟλΑΠ 18/2005, ΕλλΔνη 2005.706, ΑΠ 380/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») εξετάζεται άλλωστε κατ’άρθρο 73 του ΚΠολΔ και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης (ΑΠ 380/2017 ό.π, ΑΠ 691/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), επομένως, και στο εφετείο, και χωρίς ειδικό  παράπονο εφόσον ο εκκαλών παραπονείται για άλλο λόγο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (ΑΠ 258/2015, ΑΠ 92/2015 αδημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Β.Κατά το άρθρο 281 του ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητος στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμον να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 6/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΟλΑΠ 10/2012, ΧΡΙΔ 2013.433). Επίσης οι πράξεις του υποχρέου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος (ΑΠ 6/2016 ό.π). Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΟλΑΠ 6/2016, ΟλΑΠ 10/2012 ό.π). Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης προκαλεί συνέπειες για τον υπόχρεο. Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του. Για την κατάφαση της καταχρηστικότητας δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 6/2016, ΟλΑΠ 10/2012 ό.π).  Στην υπό κρίση περίπτωση, η εναγομένη  προέβαλε πρωτοδίκως τον ισχυρισμό ότι η αγωγή έχει ασκηθεί καταχρηστικά, γιατί : 1) οι ενάγοντες, ως μέλη της συνδικαλιστικής οργάνωσής τους, επί πολλά έτη δέχονταν, χωρίς αμφισβήτηση ή επιφύλαξη, τον υπολογισμό των αποδοχών της υπερωριακής απασχόλησής τους, 2), μετά από την παρέλευση τόσο μακρού χρόνου (σχεδόν εικοσαετίας), δημιουργήθηκε σε αυτήν η εύλογη πεποίθηση ότι οι ενάγοντες δεν θα ασκήσουν τις επίδικες αξιώσεις τους, για διαφορετικό τρόπο υπολογισμού των αποδοχών υπερημερίας τους, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι τους καταβάλλονταν σημαντικές παροχές που τις υπερκάλυπταν. Ο ισχυρισμός αυτός, τον οποίο η εναγομένη επαναφέρει, επιχειρώντας να θεμελιώσει την ομώνυμη ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, κρίνεται απορριπτέος προεχόντως διότι στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και συγκεκριμένα, διότι με την ένδικη αγωγή προβάλλονται αξιώσεις από τη μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών από υπερωρίες, και όχι διαφορές τέτοιων αποδοχών, λόγω εσφαλμένου τρόπου υπολογισμού τους, και μάλιστα, ως βάση υπολογισμού τους τίθεται το προβλεπόμενο από τις εκάστοτε ΕΣΣΕ βασικό ημερομίσθιο, το οποίο αποδέχεται και η εναγομένη, και όχι το τυχόν ανώτερο καταβαλλόμενο, με βάση τον Κανονισμό. Μάλιστα, σύμφωνα με τους πίνακες, που ενσωματώνονται στο δικόγραφο των προτάσεών της, το εκάστοτε βασικό ημερομίσθιο που και η ίδια δέχεται ως ορθό, ταυτίζεται ή ακόμη και υπερβαίνει εκείνο που τίθεται ως βάση υπολογισμού των αγωγικών αξιώσεων. Επιπροσθέτως, μόνη η παρέλευση έξι, πέντε και τεσσάρων περίπου ετών, από τη λήξη των ετών, εντός των οποίων φέρονται ότι γεννήθηκαν οι επίδικες αξιώσεις, μέχρι την άσκηση της αγωγής, η οποία ολοκληρώθηκε με την επίδοσή της στην εναγομένη στις 17-12-2009 (σχετ. η υπ’αριθμ. …./17-12-2009 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, . ….), δεν εμπίπτει στην έννοια της μακροχρόνιας αδράνειας, καθώς μάλιστα δεν αποδεικνύονται ούτε άλλωστε γίνεται επίκληση, κατά την προδιαληφθείσα μείζονα σκέψη, ειδικών συνθηκών και περιστάσεων προερχόμενων από τη συμπεριφορά των εναγόντων, ικανών να δημιουργήσουν στην εναγομένη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσουν τα δικαιώματά τους, ώστε η επακολουθήσασα εν προκειμένω άσκησή τους να οδηγεί σε μη ανεκτή ανατροπή της κατάστασης που εν τω μεταξύ δημιουργήθηκε. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε όμοια, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται και συμπληρώνεται από την παρούσα, και απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό της εναγομένης, ως μη νόμιμο, ορθώς έκρινε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την τελευταία με τον τρίτο λόγο της έφεσής της είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

  1. Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, …….. και …….., που εξετάσθηκαν νομότυπα ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, συμπεριλαμβανομένων και των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων (ΟλΑΠ 15/2003, Νοβ 2004.1169, ΑΠ 908/2017, ΑΠ 389/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), δηλαδή εκείνων για τα οποία δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του νόμου για να έχουν αυτά αποδεικτική δύναμη, κατ’άρθρο 444 παρ.1 εδ.γ΄ του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 15/2003, ό.π, ΑΠ 535/2016, ΑΠ 1402/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), και τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όπως η υπ’αριθμ. …/24-9-2007 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων ……. και …….., ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, . …, με επιμέλεια των μη διαδίκων εν προκειμένω, ……. και ……., στο πλαίσιο άλλης δίκης (ΟλΑΠ 8/2016, ΑΠ 1471/2014, ΑΠ 621/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») ανεξαρτήτως της κλήτευσης ή μη των αντιδίκων τους (ΑΠ 1471/2014, ό.π, ΑΠ 897/2014, ΕΦΑΔ 2014.927), και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § §3,4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι ενάγοντες προσελήφθηκαν από το τότε ΝΠΔΔ (ΑΝ 1559/1950) «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΟΛΠ», μετατραπέν ήδη με το Ν 2688/1999 σε ανώνυμη εταιρία (εναγομένη), την 1-3-1979- και κατά την προσκομιζόμενη από την εναγομένη υπ’αριθμ. πρωτ. …./20-5-2015 βεβαίωση της διευθύντριας Ανθρώπινου Δυναμικού στις 4-8-1975- ο αρχικώς ενάγων, …….., στις 24-5-1989 ο τέταρτος, ……….., στις 29-5-1989, ο πέμπτος, ……., την 1-2-1988 ο έκτος, …… και την 1-2-1988 επίσης, ο έβδομος, …….., με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να εργαστούν με την ειδικότητα του λιμενεργάτη, ως μόνιμοι εργάτες. Οι όροι της αμοιβής (όπως και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής και εργασίας) καθορίζονταν, πριν αλλά και μετά την μετατροπή του ΟΛΠ σε ανώνυμη εταιρεία, από τον Κανονισμό Εργατών Λιμένος Πειραιώς, που ισοδυναμεί με ουσιαστικό νόμο, τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας Ε.Γ.ΕΣΕ, τις διατάξεις των οικείων ΣΣΕ που υπογράφονταν μεταξύ της εναγομένης (OλΠ) και του σωματείου των εργαζομένων και τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης, με τις οποίες, μεταξύ άλλων, αναπροσαρμόζονταν και τα διαφορά επιδόματα (πολυετίας, γάμου κλπ). Ειδικότερα, αναφορικά με το ωράριο εργασίας τους, με βάση το άρθρο 17 του προϊσχύσαντος Κανονισμού Εργασίας των Εργατών Λιμένος Πειραιώς, που εγκρίθηκε με την 45058/7/1971 ΚΥΑ των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β΄579/1971), η κανονική εργασία ενεργείται από δύο επτάωρες βάρδιες, την πρωϊνή, από 07.30 έως 14.30 και την απογευματινή, από τις 14.30 έως τις 21.30, η οποία παρατείνεται υποχρεωτικά για την εκτέλεση υπερωριακής εργασίας κατά της διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας (παρ. 1 α και β), ενώ προβλέπεται και η παροχή, υπό προϋποθέσεις, νυκτερινής εργασίας από τις 20.30 (παρ. 3). Στο επτάωρο αυτό συνεχές ωράριο εργασίας, περιλαμβάνεται εξάωρη πραγματική φορτοεκφορτωτική εργασία, ημίωρο που καλύπτει τον χρόνο της προσέλευσης, το προσκλητήριο και τη μεταφορά στους προκαθορισμένους τόπου εργασίας και ημίωρο καλύπτον τον χρόνο απασχόλησης των εργαζομένων για την περισυλλογή των εργαλείων φορτοεκφορτώσεως και τη μεταφορά τους εις την αποθήκη, ως και τυχόν παράταση της εργασίας μη υπερβαίνουσα τα 15΄ της ώρας μετά τη λήξη της πραγματικής εξάωρης εργασίας (παρ.4 α, β και γ). Επιπλέον, για την παρεχόμενη πέραν των κανονικών χρονικών ορίων εργασία, προβλέπεται η καταβολή σε κάθε μόνιμο, δόκιμο ή ελεύθερο εργάτη και για κάθε ώρα απασχόλησης ή κλάσμα αυτής μεγαλύτερο των 15 λεπτών της ώρας, πρόσθετη υπερωριακή αμοιβή, ίση με το 1/6 του βασικού ημερομισθίου απασχολήσεως (ΕΣΣΕ 31-3-1976) (άρθρο 26 παρ.1), μετά των συντρεχόντων για κάθε εργάτη επιδομάτων εμπειρίας σε ποσοστό 5 % και μέχρι επτά τριετίες (άρθρο 24 παρ.3), ειδικών συνθηκών εργασίας σε ποσοστό 12 % (παρ.5) και γάμου, σε ποσοστό 10 % (παρ.6), προσαυξανόμενη ως ακολούθως :α) Μέχρι και την 22α ώρα και μετά την 06.00 και μέχρι την ώρα 07.00, κατά τις εργάσιμες ημέρες κατά ποσοστό 50 % και τις Κυριακές και εξαιρετέες ημέρες, κατά ποσοστό 125 %, β) Μετά την 22α και μέχρι την ώρα 6.00 της επομένης, κατά τις εργάσιμες ημέρες κατά ποσοστό 75 % και τις Κυριακές και εξαιρετέες ημέρες κατά ποσοστό 150 % (άρθρο 26). Η έκτακτη εργασία πέραν της 24ης ώρας εργασίμου ημέρας προς Κυριακή ή αργία, λογίζεται παρεχόμενη στα χρονικά όρια εξαιρεσίμων ημερών και η ίδια εργασία πέρα της 24ης ώρας Κυριακής ή αργίας προς εργάσιμη ημέρα, λογίζεται παρεχόμενη σε χρονικά όρια εργασίμων ημερών (άρθρο 26 αρ.4 και 5). Το βασικό ημερομίσθιο καθορίστηκε αρχικά στο άρθρο 23, ενώ τα προαναφερθέντα επιδόματα, αναπροσαρμόστηκαν, το μεν επίδομα ειδικών συνθηκών στο ποσοστό του 30 % από την 1-1-1994, με βάση την ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας, μεταξύ του ΟΛΠ, του Ελληνικού Δημοσίου και του Σωματείου των εργαζομένων με την επωνυμία «’Ενωση Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών», το επίδομα γάμου στο ποσοστό του 20 %, με βάση την από 10-9-1993 ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας, μεταξύ των ιδίων μερών, και το επίδομα τριετίας στο ποσοστό του 33 %, 39 % , 45 % και 51% για την 12ετία, 15ετία, 18ετία και 21ετία, αντίστοιχα, με βάση την από 19-7-1996 ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας μεταξύ των ιδίων ως άνω μερών, αναπροσαρμογές που ισχύουν έκτοτε με βάση την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών (ΕφΠειρ 680/2014, ΕφΠειρ 45/2014, ΕφΠειρ (Μον) 203/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αναπροσαρμογές επί τα βελτίω επήλθαν και στο βασικό ημερομίσθιο των λιμενεργατών, με σχετικές αποφάσεις της διοίκησης της εναγομένης, και έτσι αυτό διαμορφώθηκε από την 1/1 έως τις 31/12/2003 στο ποσό των 18,55 ευρώ (υπ’αριθμ. 48/17-2-2003 και 283/30-10-2003 αποφάσεις), από την 1/1 έως τις 31/8/2004 στο ποσό των 19,29 ευρώ, από την 1/9 έως τις 31/12/2004 στο ποσό των 19,68 ευρώ (υπ’αριθμ. 213/3-9-2004 απόφαση), από την 1/1 έως τις 31/8/2005 στο ποσό των 20,11 ευρώ και από την 1/9 έως τις 30/11/2005 στο ποσό των 20,77 ευρώ (υπ’αριθμ. 224/4-8-2005 απόφαση)-για τους λιμενεργάτες που απασχολούνταν σε χύμα φορτίο τα αντίστοιχα βασικά ημερομίσθια διαμορφώθηκαν σε υψηλότερα ποσά- ενώ με βάση την υπ’αριθμ. 61/2005 διαιτητική απόφαση «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του Λιμενεργατικού Προσωπικού της Ανώνυμης Εταιρείας «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ», το βασικό τους ημερομίσθιο αναπροσαρμόστηκε από 1/12/2005 στο ποσό των 40 ευρώ (άρθρο 2) και το επίδομα γάμου, όπως ορθώς επισημαίνει το εκκαλούν, μειώθηκε στο αρχικό ποσοστό του 10 % (το άρθρο 3), ποσά άλλωστε, τα οποία με εξαίρεση το επίδομα γάμου δεν αμφισβητούνται από την εναγομένη και συμβαδίζουν με τις καταστάσεις που έχουν ενσωματωθεί στις προτάσεις της. Επιπλέον, με την ΚΥΑ 5115.01/02/2004 (ΦΕΚ Β 390/2004) των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας, εγκρίθηκε ο νεότερος Γενικός Κανονισμός Προσωπικού του ΟΛΠ, που καταρτίστηκε στα πλαίσια του τέταρτου, δωδέκατου και δέκατου τρίτου άρθρου του ν.2688/1999, για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και στους όρους του υπάγονται όλοι οι εργαζόμενοι που συνδέονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου (άρθρα 1 παρ.2 και 2 παρ.1), με την επιφύλαξη των ειδικών εξαιρέσεων και διαφοροποιήσεων που περιέχονται στους όρους ειδικών Κανονισμών που εγκρίνονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου (άρθρο 2 παρ.3). Κατά το άρθρο 51, το προσωπικό εργάζεται με σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (παρ.1), που αρχίζει τη Δευτέρα και λήγει την Παρασκευή (παρ.2) και οι ώρες κανονικής ημερήσιας εργασίας του προσωπικού ορίζονται σε επτάμισυ (7,5) και κανονικής εβδομαδιαίας εργασίας σε τριανταεπτάμισυ (37,5) με την επιφύλαξη των υπαλλήλων του κλάδου πληροφορικής κ.α, ενώ στο άρθρο 53 ορίζονται οι ημέρες αργίας και ημιαργίας του προσωπικού (παρ.1α), που ταυτίζονται με τις προβλεπόμενες από το άρθρο 39 του προϊσχύσαντος Κανονισμού, μεταξύ δε αυτών συγκαταλέγεται η ημέρα των Χριστουγέννων, η 15η Αυγούστου και η 28η Οκτωβρίου, ενώ καθορίζονται ως ημέρες ημιαργίας η παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, κατά τις οποίες η εργασία διακόπτεται την 13η ώρα (παρ.1 β), με την περαιτέρω διευκρίνηση ότι, σε περίπτωση σύμπτωσης αργίας με ημέρα Σάββατο ή Κυριακή, η αργία δεν μετατίθεται σε εργάσιμη ημέρα (παρ.2). Σχετικά με την υπερωριακή εργασία και γενικά την πέραν του κανονικού ημερήσιου και εβδομαδιαίου ωραρίου απασχόληση και κάθε είδους πρόσθετη εργασία, ορίζεται στο άρθρο 54 ότι θα εφαρμόζονται οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και του νέου αυτού Κανονισμού. Ο εν λόγω κανονισμός τέθηκε σε ισχύ μετά την παρέλευση δέκα ημερών από τη δημοσίευσή του, καταργούμενης έκτοτε κάθε αντίθετης ρύθμισης (άρθρα 82 και 83).

Αποδείχθηκε, επίσης, ότι αντικείμενο της εργασίας των εναγόντων ήταν η εκτέλεση κάθε λιμενεργατικής εργασίας, η οποία είχε σχέση με την φορτοεκφόρτωση  διαφόρων εμπορευμάτων εντός του χώρου του λιμένος Πειραιώς όπως επίσης και άλλες εργασίες εντός του ίδιου λιμένος. Παρά τη σχετική πρόβλεψη, ωστόσο, υπήρξε υπέρβαση, και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις σημαντική, του ημερησίου ωραρίου τους, όπως συνέβη και με τους λοιπούς λιμενεργάτες, με την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, εφόσον δεν προτάθηκε κατ’ένσταση εκ μέρους της εναγομένης ότι τηρήθηκαν γι’αυτήν οι νόμιμες προϋποθέσεις (ΑΠ 671/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Και ναι μεν γίνονταν σχετικές καταχωρήσεις από την εναγομένη στα δελτία διάθεσης εργατικής ομάδας, πλην όμως σε αυτά δεν αποτυπώνονταν οι ακριβείς ώρες εργασίας τους, με αποτέλεσμα οι ίδιοι οι εργαζόμενοι να κρατούν πρόχειρες σημειώσεις, ώστε να γνωρίζουν το πραγματικό ωράριο απασχόλησής τους. Για τον λόγο αυτό δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα και από τα προσκομιζόμενα από την εναγομένη δελτία δεκαπενθήμερης αμοιβής αφού  και αυτά στηρίζονται λογικά στις καταχωρήσεις στα παραπάνω δελτία, στις οποίες προέβαιναν οι αρμόδιοι υπάλληλοί της, αλλά ούτε και από τους αναλυτικούς πίνακες της Διεύθυνσης Μισθοδοσίας, στις οποίες παρατίθενται αφενός μεν οι αγωγικές αξιώσεις των εναγόντων, ανά ημέρα εργασίας, και αφετέρου τα ποσά που τους καταβλήθηκαν  με ελάχιστες διευκρινίσεις, ενώ η ίδια η εναγομένη δεν προβαίνει σε καμία επεξήγηση, ως προς όλες τις παραπάνω καταστάσεις και δελτία. Έτσι, με βάση τις προαναφερθείσες χειρόγραφες σημειώσεις των εναγόντων και αφού διευκρινιστεί ότι : α/ στις περιπτώσεις που ως βάση υπολογισμού των αγωγικών αξιώσεων, τίθεται ποσοστό επιδόματος τριετίας, υψηλότερο  εκείνου που δικαιούντο πράγματι οι ενάγοντες, κατά τα προεκτεθέντα, αυτό γίνεται δεκτό, εφόσον συνομολογείται από την εναγομένη με βάση τους πίνακες που έχει ενσωματώσει στο δικόγραφο των προτάσεών της, ως καταβαλλόμενο, β/ κατά την αγωγή, φέρεται να αξιώνεται το σύνολο της υπερωριακής αμοιβής, ανάλογα με τον χρόνο που παρασχέθηκε (κατά τη διάρκεια της ημέρας, νύκτα, Κυριακή, αργία, νύκτα Κυριακής ή αργίας), πλην όμως κατ’ουσίαν αναζητείται μόνον η σχετική προσαύξηση, και γ/ το επιδικαστέο ποσό τελεί υπό τον περιορισμό του αντίστοιχου αιτήματος της αγωγής, αλλά και της μη χειροτέρευσης της θέσης της εκκαλούσας (άρθρο 536 του ΚΠολΔ), δ/ ο επιμερισμός των αξιώσεων κατά χρονικά διαστήματα-διαφοροποιούμενος σε κάποιες περιπτώσεις από εκείνον της αγωγής- γίνεται σε συνάρτηση με τις  μεταβολές που επήλθαν σταδιακά στο βασικό ημερομίσθιο και τις προσαυξήσεις του ή τα προαναφερθέντα επιδόματα, και εκείνες που συνομολογούνται από την εναγομένη με τους παραπάνω πίνακες, δ/ οι ημερομηνίες που συμπίπτουν με ημέρα Κυριακή ή αργία σημειώνονται με τονισμένους χαρακτήρες :

Α/ ο αρχικώς ενάγων (……….) προσληφθείς στις 4-8-1975, με βάση την προσκομιζόμενη από την εναγομένη βεβαίωση του Τμήματος Προσωπικού -Μισθοδοσίας εργάστηκε :

1) Κατά το έτος 2003  :

Ωράριο εργασίας 07.00-22.00 μμ 07.πμ-14.30 μ.μ

και από 22.00-05.30 της επομένης

Ιανουάριος 7 9, 14, 16, 20
Φεβρουάριος 3,6 16, 17, 18, 20, 24, 26
Μαρτιος 4, 19, 24 7, 12, 14, 27, 31
Απρίλιος 4, 7 11, 15, 22, 24
Μαϊος 5, 7, 8, 9, 26, 28, 12, 14, 15, 19, 21
Ιούνιος 2, 3, 27 9, 13, 17, 20, 23, 30
Ιούλιος 6, 13, 15, 17 9, 10, 11, 20, 21, 23 25, 26, 28, 29
Αύγουστος 1, 2, 3, 29, 30 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 27
Σεπτέμβριος 1, 2, 3, 21, 24 6, 8, 10, 12, 13, 16, 29, 30
Οκτώβριος 1, 23, 25, 26 10, 11, 14, 15, 16, 17, 18, 29
Νοέμβριος 2, 3, 20, 22, 23, 24 10, 11, 12,, 13, 14, 16, 17, 27, 30
Δεκέμβριος 1, 10, 12, 19, 20 3, 4, 5, 6, 8, 15, 16, 22

 

2) Κατά το έτος 2004:

Ωράριο εργασίας 07.00πμ-22.00 μμ 07.πμ-14.30 μ.μ και από 22.00-05.30 πμ

της επομένης

Ιανουάριος 10, 12, 14, 30 5, 6, 7, 8, 13, 17, 27, 31
Φεβρουάριος 9, 15, 16, 21, 4, 5, 6, 18, 19, 24, 25, 28, 29
Μάρτιος 2, 10, 11, 13, 22, 23, 24, 27 1, 3, 4, 6, 8, 16, 17, 20, 25, 26, 30
Απρίλιος 8, 13, 15, 16, 30 2, 3, 4, 5, 19, 21, 27, 29
Μαϊος 5, 6, 17, 18, 19, 24, 27 2, 3, 8, 10, 12, 20, 21, 22
Ιούνιος 8, 13, 14, 17, 18, 19, 27, 28 1, 2, 16, 20, 21, 24, 25, 26, 29, 30
Ιούλιος 1, 2, 3, 4, 26, 27, 28 20, 21, 22, 23, 24, 25, 29, 30, 31
Αύγουστος 1, 2, 3, 11, 12, 13, 30 4, 7, 8, 9, 17, 20, 21, 22, 23, 24
Σεπτέμβριος 10, 11, 13, 14, 22, 23, 29,30 4, 5, 6, 7, 8, 9, 16, 17, 18, 19, 20, 25

26, 27

Οκτώβριος 2, 4, 5, 30, 31 21, 22, 23, 24, 25, 26, 28
Νοέμβριος 1, 2, 17, 18, 19, 20, 21 27 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 23,

24, 25, 28, 29

Δεκέμβριος 1, 2, 3, 15, 18 5, 6, 7, 8, 9, 11, 12, 13, 16, 19, 20, 21,

22

 

3) Κατά το έτος 2005 :

Ωράριο εργασίας 07.00πμ-22.00 μμ 07.πμ-14.30 μ.μ και από 22.00-05.30 πμ

της επομένης

Ιανουάριος 6, 12, 18, 19, 28,

29, 30

8, 9, 10, 14, 15, 20, 21, 22, 23, 24, 25

 

Φεβρουάριος 5, 17, 18, 19, 20 1, 2, 3, 7, 8, 9, 10, 12, 13, 22, 23, 25, 26, 27, 28
Μάρτιος 1, 2, 10, 11, 12,

13, 24, 25

5, 6, 7, 15, 17, 18, 19, 20, 21
Απρίλιος 12, 27 1, 3, 4, 6, 7, 8, 9, 10, 18, 19, 20, 21
Μαϊος 7, 8, 9, 16 10, 12, 13, 14, 28, 29, 30
Ιούνιος
Ιούλιος 18, 27 22, 23, 28, 30
Αύγουστος 2, 3, 4, 15, 25, 27 6, 8, 9, 10, 16, 17, 20, 21, 22, 23, 29, 30
Σεπτέμβριος 2, 3, 30  11, 12, 27, 28

 

Β/ ο τέταρτος ενάγων (………..) προσληφθείς στις 24-5-1989 εργάστηκε :

1) Κατά το έτος 2003  :

Ωράριο εργασίας 07.00πμ-22.00 μμ 14.30 μμ-05.30 πμ

της επομένης

07.πμ-14.30 μ.μ

και από 22.00-05.30 πμ

της επομένης

Ιανουάριος 1, 15 2, 3, 13, 27, 28 7
Φεβρουάριος 17, 27 6
Μάρτιος 22 6, 12, 31 5, 9, 17, 20, 24, 26
Απρίλιος 25 20 8, 30
Μαϊος 11 22 9, 14, 18, 25, 28, 30
Ιούνιος 1, 4, 15 3, 9, 13, 14, 17, 23
Ιούλιος 8,15 4,7
Αύγουστος 2, 3, 9 5, 11, 12, 13, 14,18

19, 26, 29, 30, 31

4, 17, 22, 23
Σεπτέμβριος 6 2, 8, 15, 22, 25 10, 12, 18, 24, 29
Οκτώβριος 7, 12, 15, 22 4, 14, 20, 25, 26, 30
Νοέμβριος 16 4, 10, 17, 21 3, 8, 15, 22, 25, 27
Δεκέμβριος 4, 11, 14, 30 2, 9, 13

 

2) Κατά το έτος 2004:

Ωράριο εργασίας 07.00πμ-22.00  μμ 14.30 μμ-05.30 πμ

της επομένης

07.πμ-14.30 μ.μ

και από 22.00 μ.μ-

05.30 πμ της επομένης

Ιανουάριος 6 2, 3, 4
Φεβρουάριος 28 5, 17, 18, 24, 27 2, 4, 7, 9, 16, 22, 29
Μάρτιος 21, 25 1, 2, 8, 15, 18, 19, 28 12, 23
Απρίλιος 7, 8, 14 1, 3, 6, 13, 17, 20, 28
Μαϊος 4 11 2, 6, 10, 15, 16, 21, 23
Ιούνιος 3 10 1
Ιούλιος 11, 19, 26 13, 15, 16, 17, 21, 22, 25,

29

9, 12, 18, 20, 23, 27
Αύγουστος 3, 7, 11, 17, 25, 31
Σεπτέμβριος 19 7, 8, 14 6, 11, 12, 16, 20, 29
Οκτώβριος 11 15, 16, 25 10, 13, 21, 28
Νοέμβριος 3, 16, 28, 29 1, 21, 24 5, 8, 17, 20, 23
Δεκέμβριος 6, 7, 28 12, 15, 20, 27, 30

 

3) Κατά το έτος 2005 :

Ωράριο εργασίας 07.00πμ-22.00 14.30 μμ-05.30 πμ

της επομένης

07.πμ-14.30 μ.μ

και από 22.00 μ.μ-

05.30 πμ της επομένης

Ιανουάριος 8 13 3, 6, 9, 12, 24
Φεβρουάριος 25 21
Μάρτιος 25 30 2, 5, 10, 16, 18, 21, 23
Απρίλιος 25 5, 8, 9, 11, 13, 18, 22
Μαϊος 6,7 4,5 3, 12, 16, 18, 24, 29, 31
Ιούνιος
Ιούλιος 5, 6, 11 9, 14, 30
Αύγουστος 6, 9 2 1, 7

Εφόσον δεν υπάρχουν χειρόγραφες σημειώσεις για το χρονικό διάστημα μετά τις 9-8-2005

Γ/ ο πέμπτος ενάγων (………) προσληφθείς στις 29-5-1989 εργάστηκε :

  • Κατά το έτος 2003 :
Ωράριο εργα-

σίας

07.00πμ-22.00 μμ 14.30 μμ-05.30 πμ

της επομένης

07.πμ-14.30 μ.μ

και από 22.00-05.30 πμ

της επομένης

Ιανουάριος 11, 12, 16, 19, 22, 24, 26, 30 14, 15, 25 18, 21, 17, 29
Φεβρουάριος 1, 8, 10, 15, 20, 23, 27, 28 6, 22 2, 3, 9, 11, 17, 21, 24
Μάρτιος 1, 14, 16, 18, 19, 22,26 4, 5, 23, 24, 27, 29
Απρίλιος 1, 2, 8, 14, 15, 18, 20 23, 30 11 6, 9, 13, 21
Μαϊος 6, 20, 26 4, 9, 11, 17, 18, 25 3, 5, 7, 8, 10, 12, 16,

21, 23, 27, 30, 31

Ιούνιος 15, 19, 28 8, 12, 13 1, 2, 4, 5, 6, 7, 10, 14,

17, 29, 30

Ιούλιος 2, 7, 8, 17 1, 5, 6, 20, 26 4, 9, 11, 12, 14, 16,

18, 19, 25

Αύγουστος 17 9, 16, 18, 19, 20, 21,

22, 23, 24 25, 26, 27,

29

Σεπτέμβριος 1, 2, 7, 8, 10, 13, 14, 15, 21,

25, 26, 29

6, 17, 20, 23 3, 5, 11, 16, 18, 22, 27,

30

Οκτώβριος 3, 5, 7, 9, 10, 11, 16, 18, 21,

22, 29, 31

20, 24 2, 4, 6, 8, 13, 17, 19,

23,  25, 26, 30

Νοέμβριος 2, 5, 8, 11, 12, 14, 23 4, 9 1, 3, 7, 13, 15, 17, 19,

22, 24, 25, 27, 28

Δεκέμβριος 2 4, 8, 10, 13, 14, 17,

19, 24

1, 3, 5, 6, 12 16,

18, 20, 23

2) Κατά το έτος 2004:

Ωράριο εργασίας 07.00πμ-22.00 μμ 14.30 μμ-05.30 πμ

της επομένης

07.πμ-14.30 μ.μ

και από 22.00-05.30

πμ της επομένης

Ιανουάριος 12, 17, 30 10, 11, 25, 26, 27, 29,

31

9, 13, 16, 24
Φεβρουάριος 4, 5, 7, 10, 12, 17,

18, 20, 22, 24, 28

26, 27 1, 3, 6, 9, 11, 16, 19,

25, 29

Μάρτιος 1, 2, 7, 8, 13, 15, 17

21, 22, 24, 26, 28, 30

4, 5, 6, 10, 12, 19, 20 3, 9, 14, 16, 18, 23,

27, 29

Απρίλιος 1, 17, 19, 23, 25, 29, 4, 7, 8, 14, 15 2, 3, 6, 21, 22, 24,28,

30

Μαϊος 2, 8, 9, 10, 13, 15,

18, 22, 23, 24, 28,

29, 31

4, 5, 19, 27 3, 6, 11, 12, 16, 21,

25

Ιούνιος 3, 4, 5, 6, 11, 12, 13,

19, 23, 24, 28, 30

2, 18, 20, 21, 22,  26, 27 1, 8, 14, 16, 25, 29
Ιούλιος 19, 20, 23, 26, 27, 29,

31

4, 18, 22, 25 1, 3, 21, 24, 28, 30
Αύγουστος 1, 2, 4, 7, 11, 19, 21,

25

6, 10 3, 5, 8, 9, 13, 14, 16,

18, 22, 24, 30

Σεπτέμβριος 2, 4, 5, 7, 8, 11, 13,

15, 21, 22, 23, 25,

26, 28, 30

17 1, 6, 9, 12, 14, 16,

20, 24, 27, 29

Οκτώβριος 2, 5, 19, 26, 31 9, 12, 25 4, 6, 8, 11, 15, 21,

22, 30

Νοέμβριος 7, 18, 22, 23, 24, 28 5, 6, 10, 13, 20, 21, 27 1, 4, 9, 12, 15, 17,

19, 25, 29

Δεκέμβριος 6, 8, 11, 15 14 1, 3, 5, 7, 9,10,

12, 13, 17

3)Κατά το έτος 2005 :

Ωράριο εργασίας 07.00πμ-22.00 μμ 14.30 μμ-05.30 πμ

της επομένης

07.πμ-14.30 μ.μ

και από 22.00-05.30

πμ της επομένης

Ιανουάριος 7, 13, 16, 18, 20, 24,

25, 26

15, 22 8, 10, 12, 14, 19,

21, 23, 27, 31

Φεβρουάριος 1, 2, 5, 7, 8, 10, 16,

17, 21, 22, 23, 25, 27,

28

4 3, 6, 9, 11, 12, 14,

18, 19, 26

Μάρτιος 3, 20, 22, 27, 30 2, 4, 8, 17, 18, 25, 28 7, 16, 19, 23, 24,

26, 29, 31

Απρίλιος 24, 26, 28 1, 7, 10, 13 14, 19 2, 6, 8, 12, 15, 17, 20,

22, 25, 29

Μαϊος 6, 8, 10, 12, 13, 19, 29 16, 18, 26 5, 7, 9, 14, 15, 20,

22, 23, 25, 31

Ιούνιος
Ιούλιος 11, 13, 15, 16, 27 6, 9, 20 5, 8, 12, 19, 23, 25,

28, 30, 31

Αύγουστος 14, 20 23, 26, 29 13, 16, 22, 25, 27, 30
Σεπτέμβριος 1, 15 3 2, 17, 20, 24, 27, 30
Οκτώβριος 3, 6, 17, 24, 26 1, 7, 12, 15, 31
     

 

Δ/ ο έκτος ενάγων (….. .) προσληφθείς την 1-2-1988 εργάστηκε :

1)Κατά το έτος 2003  :

Ωράριο εργασίας 07.00πμ-22.00 μμ 14.30 μμ-05.30 πμ

της επομένης

07.πμ-14.30 μ.μ

και από 22.00-05.30 πμ

της επομένης

Ιανουάριος 19 18
Φεβρουάριος 2, 7, 20, 22 23 1, 8, 9
Μάρτιος 2, 8 4, 15
Απρίλιος 4, 11, 12, 17, 23, 25,

29

20 5, 19, 26
Μαϊος 4, 5, 3, 29 3, 16, 17, 25
Ιούνιος 16, 22, 30 21
Ιούλιος
Αύγουστος 10, 11, 12, 14, 17,

18, 19, 22, 23, 24,

26, 28, 30

27 9, 13, 15, 16, 21, 25,

29

Σεπτέμβριος 1, 3, 6, 7, 9, 12, 14,

15, 16, 20, 22, 23,

24, 27, 28

5, 11, 18 4, 8, 10, 13, 17, 21,

26, 29, 30

Οκτώβριος 1, 6, 11, 12, 14, 15,

17, 19, 20, 21, 25,

26, 27, 29

24, 30, 31 8, 13, 18, 23, 28
Νοέμβριος 2, 5, 6, 13, 15, 18,

19, 21, 22, 23, 25,

26, 28, 29

8, 9, 11, 12, 16, 17, 27 3, 7, 20, 24, 30
Δεκέμβριος 16, 22

 

2)Κατά το έτος 2004  :

Ωράριο εργασίας 07.00πμ-22.00 μμ 14.30 μμ-05.30 πμ

της επομένης

07.πμ-14.30 μ.μ

και από 22.00-05.30

πμ της επομένης

Ιανουάριος
Φεβρουάριος 16, 17, 18 19, 27
Μάρτιος
Απρίλιος
Μαϊος
Ιούνιος 23, 24, 25, 26
Ιούλιος 5, 6, 7, 8, 13, 16, 17,

18, 19, 21, 22, 24,

25, 26, 27, 28, 30, 31

9, 15 12, 14, 20, 23
Αύγουστος 1, 2, 4, 12, 17, 23,

25, 30, 31

3
Σεπτέμβριος 1, 4, 6, 13, 14, 16,

17, 20, 21, 27, 30

15, 18, 19 7, 28, 29
Οκτώβριος 2,9, 10, 11, 15, 16,

18, 20, 23, 25, 26,

27, 30, 31

14, 29 1, 8, 17, 22, 24, 28
Νοέμβριος 3, 13, 14, 16, 19, 20

21, 23, 25, 26

9 4, 8, 17, 22, 24, 27, 28
Δεκέμβριος 3, 9, 10, 12, 13, 16,

19

6, 14 2

 

3)Κατά το έτος 2005  :

Ωράριο εργασίας 07.00πμ-22.00 μμ 14.30 μμ-05.30 πμ

της επομένης

07.πμ-14.30 μ.μ

και από 22.00-05.30

πμ της επομένης

Ιανουάριος 8, 10, 12, 15, 16, 17,

18, 20, 21, 27

25, 26 11, 24
Φεβρουάριος 4, 9, 11, 17, 18, 21,

22, 24, 27

5, 8, 10, 19, 20 1, 7, 25, 28
Μάρτιος 19, 21 23, 24, 26, 27, 28 16, 22, 31
Απρίλιος 1, 4, 5, 15, 18, 22 19
Μαϊος 24, 30 16, 20,23, 26, 31
Ιούνιος
Ιούλιος 16, 19, 23, 25, 30 24
Αύγουστος 1, 5, 9, 10, 18, 20, 24

30

26, 27, 28 25, 31
Σεπτέμβριος 4, 5, 10, 11, 15, 20,

25 26, 28

2, 6, 12, 18, 29
 

 

Ε/ ο έβδομος ενάγων (……….) προσληφθείς την 1-2-1988 εργάστηκε :

  • Κατά το έτος 2003 :
Ωράριο εργασίας 07.00πμ-22.00 μμ 14.30 μμ-05.30 πμ

της επομένης

07.πμ-14.30 μμ

και από 22.00-05.30

πμ της επομένης

Ιανουάριος 12, 18, 29 1, 10 4, 5, 8, 13, 16, 19, 31
Φεβρουάριος 7, 8, 9, 10, 16 1, 2, 28 12, 24, 27
Μάρτιος 5, 12, 22, 23, 24,

29, 30

10, 15 2, 6, 8, 9, 14, 25, 27,

31

Απρίλιος 11, 13, 17, 19, 20,

25, 29

4, 5, 6, 8, 15, 21
Μαϊος 10, 11, 12, 17, 23,

24, 29

21 8, 13, 15, 19, 25, 27,

30, 31

Ιούνιος 4, 5, 8, 11, 14, 15,

16, 17, 24

21, 22, 23, 27, 28, 29 1, 3, 6, 7, 9,  12, 18,

20, 26

Ιούλιος 11, 18, 22, 24, 25,

26, 27, 29, 30

4, 5, 6, 7, 9, 12, 13,

16, 19, 20, 21, 23, 28

31

Αύγουστος 1, 2, 4, 5, 6, 8, 12,

26, 27, 29

11 3, 7, 9, 10, 25, 28, 30,

31

Σεπτέμβριος 5, 6, 10, 11, 13,

14, 16

3, 4 2, 12, 15, 30
Οκτώβριος 4, 7, 8, 9, 12, 14,

18, 19, 21, 23, 24,

25, 27, 31

28, 29, 30 1, 2, 6, 10, 13, 15,

17, 20, 22, 26

Νοέμβριος 7, 8, 9, 10, 12, 13,

15, 18, 20, 22

5 1, 2, 4, 11, 14, 17,

19, 21, 30

Δεκέμβριος 1, 3, 16, 22, 27,

29, 31

9, 12, 13, 14, 19, 20,

21

2, 4, 5, 6, 8, 11, 18,

23, 28, 30

 

2)Κατά το έτος 2004  :

Ωράριο εργασίας 07.00πμ-22.00 μμ 14.30 μμ-05.30 πμ

της επομένης

07.πμ-14.30 μ.μ

και από 22.00-05.30

πμ ης επομένης

Ιανουάριος 2, 3, 6, 8, 9, 12, 14,

28, 31

5, 30, 4, 7, 10, 11, 13, 16,

17, 18, 27, 29

Φεβρουάριος 1, 3, 7, 8, 10, 16, 21,

23, 27, 29

14, 20 2, 4, 5, 9, 12, 17, 19,

22, 24, 26, 28

Μάρτιος 5, 6, 11, 12, 15, 17,

18, 20, 21, 23

8

 

1, 4, 7, 10, 13, 14,

16, 19, 22, 24

Απρίλιος 2, 3, 4, 9, 13 15, 21 1, 5, 14, 20, 24, 25,

27, 29

Μαϊος 2, 3, 5, 7, 12, 19,

20, 26, 27

4, 6, 8, 9, 11, 13, 15,

16, 18, 21, 22, 23

Ιούνιος 1, 2, 4, 7, 16, 17, 18 5, 6, 8, 10, 19
Ιούλιος 6, 8, 9, 12, 14, 16,

17, 18, 21, 23, 24,

25, 28, 30

11, 20, 27 5, 7, 13, 15, 19, 22,

26, 29, 31

Αύγουστος 5, 11, 17, 18, 21,

22, 30, 31

2 1, 12, 16, 23, 25, 29
Σεπτέμβριος 13, 16, 18, 20, 24 15, 27, 28 1, 4, 5, 11, 12, 14,

17, 19, 21, 23, 25, 26,

30

Οκτώβριος 1, 2, 4, 6, 10, 14,

16, 17, 23, 24, 27,

28, 30

9, 19, 8, 11, 15, 18, 21, 25,

26, 29, 31

Νοέμβριος 3, 9, 10, 13, 22 14, 26, 27 2, 4, 6, 8, 11, 23
Δεκέμβριος 3, 10, 16, 23, 28, 29 5, 6, 9, 11, 12, 14, 15,

18

2, 17, 20, 22, 27, 30

 

3)Κατά το έτος 2005  :

Ωράριο εργασίας 07.00πμ-22.00 μμ 14.30 μμ-05.30 πμ

της επομένης

07.πμ-14.30 μ.μ

και από 22.00-

05.30 πμ της επομέ

νης

Ιανουάριος 4, 5, 8, 10, 11, 15,

17, 20, 22, 24, 27,

31

13, 16, 23, 26, 29, 30 3, 6, 9, 18, 25, 28
Φεβρουάριος 4, 5, 6, 9, 11, 13,

24, 27

1, 3, 7, 10, 21, 25,

26, 28

Μάρτιος 3, 7, 8, 12, 14, 15,

22, 28, 29

5, 6, 24, 31 2, 4, 10, 13, 16, 19,

21, 23

Απρίλιος 1, 4, 10, 15, 21, 22,

27

3, 9, 26 8, 11, 14, 19, 25
Μαϊος 4, 5, 8, 14, 15, 22,

24, 26, 27, 30

12, 18, 28, 29 6, 7, 9, 13, 16, 23,

31

Ιούνιος
Ιούλιος 8, 29, 30 28
Αύγουστος 1, 10, 12, 13, 14,

15, 17, 30

5,9, 26, 27, 28 2, 8, 11, 16, 20, 21,

23, 25, 31

Σεπτέμβριος 3, 4, 15, 20, 23, 24,

25

1, 12 26,29

 

Α] Συνεπώς, με βάση το αίτημα της αγωγής, ο αρχικώς ενάγων, ……….., από την 1/1/2003 έως τις 31/12/2003 πραγματοποίησε 7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας επί 40 ημέρες,  δηλαδή 300 ώρες, 6 Κυριακές, δηλαδή 45 ώρες, επί 76 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 570 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 5 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 27,5 ώρες, και συνολικά 597,5 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 5 Κυριακές, δηλαδή 10 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος, το καταβαλλόμενο  ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 39,5 [18,55 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 11,68 (επίδομα τριετίας 63 %) + 3,71 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,56 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,58 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση, το ποσό των 987  [3,29 (6,58 Χ 50 %) Χ 300) ευρώ, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην Κυριακών και αργιών,  αντί του ποσού των 990 ευρώ που εσφαλμένως κρίθηκε πρωτοδίκως, των 259,65 [8,22 (6,58 Χ 125 %) και κατά το σχετικό αίτημα 5,77 Χ 45] ευρώ για τέτοια εργασία τις Κυριακές, όπως ορθώς κρίθηκε και πρωτοδίκως,  των 2.461,7 [4,93 (6,58 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 4,12 Χ 597,5] ευρώ και των 66,60 [9,87 (6,58 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,66 Χ 10] ευρώ, αντίστοιχα, για την παροχή  παράνομης υπερωριακής εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας, καθημερινές και Κυριακές αντίστοιχα, δηλαδή συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες, το ποσό των 2.528,3 ευρώ αντί του ποσού των  2.595,90 (2.348,40 + 247,50) ευρώ, που κρίθηκε εσφαλμένως πρωτοδίκως, και συνολικά 3.774,95 ευρώ. Από την 1/1/2004 έως τις 31/8/2004, πραγματοποίησε 7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας επί 45 ημέρες, πλην Κυριακών και αργιών, και κατά το αίτημα της αγωγής, 44 ημέρες, και συνολικά 330 ώρες επί 5 Κυριακές, δηλαδή 37,5 ώρες, επί 66 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 495 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 7 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 38,5 ώρες, και συνολικά 533,5 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 7 Κυριακές, δηλαδή 14 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος, το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 41,07 [19,29 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 12,15 (επίδομα τριετίας 63 %) + 3,85 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,78 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,84 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση, το ποσό των 1.128,6  [3,42 (6,84 Χ 50 %) Χ 330] ευρώ, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην Κυριακών και αργιών, όπως ορθώς κρίθηκε και πρωτοδίκως, των 225 [8,55 (6,84 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6 Χ 37,5] ευρώ για την παροχή τέτοιας εργασίες Κυριακές, που υπερβαίνει το αιτηθέν και πρωτοδίκως επιδικασθέν των 213 ευρώ, των 2.283,38 [5,13 (6,84 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 4,28 Χ 533,5] ευρώ και των 95,9 [9,87 (6,84 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,85 Χ 14] ευρώ, αντίστοιχα, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας και τέτοιας εργασίας ημέρες Κυριακές, αντίστοιχα, δηλαδή συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες, το ποσό των 2.379,28 ευρώ αντί του ποσού των  2.478,22 (2.118,6 + 359,62) ευρώ, που κρίθηκε εσφαλμένως πρωτοδίκως, και συνολικά 3.720,88 ευρώ. Από την 1/9/2004 έως τις 31/12/2004, πραγματοποίησε 7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας επί 24 ημέρες, πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 180 ώρες, επί 2 Κυριακές, δηλαδή 15 ώρες, επί 41 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 307,5 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 10 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 55 ώρες, και συνολικά 362,5 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 10 Κυριακές, δηλαδή 20 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος, το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των  41,9 [19,68 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 12,39 (επίδομα τριετίας 63 %) +  3,93 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,90 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,98 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση, το ποσό των 628,20  [3,49 (6,98 Χ 50 %) Χ 180] ευρώ, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην Κυριακών και αργιών, αντί του εσφαλμένως κριθέντος πρωτοδίκως των 630 ευρώ,  των 91,8 [8,75 (6,98 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,12 Χ 15] ευρώ για την παροχή τέτοιας εργασίες Κυριακές, όπως ορθώς κρίθηκε και πρωτοδίκως, των 1.584,12 [5,23 (6,98 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 4,37 Χ 362,5] ευρώ και των 139,8 [10,47 (6,98 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,99 Χ 20] ευρώ, αντίστοιχα, για την παροχή  παράνομης υπερωριακής εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας και τέτοιας εργασίας ημέρες Κυριακές, αντίστοιχα, δηλαδή συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες, το ποσό των 1.723,92 ευρώ αντί του ποσού των 1.868,03 (1.343,78 + 524,25) ευρώ, που κρίθηκε εσφαλμένως πρωτοδίκως, και συνολικά 2.443,92 ευρώ. Από την 1/1/2005 έως τις 30/9/2005, πραγματοποίησε 7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας επί 33 ημέρες, πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 247,5 ώρες, επί 4 Κυριακές, δηλαδή 30 ώρες, επί 63 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 472,5 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 11 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 60,5 ώρες, και συνολικά 533 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 11 Κυριακές, δηλαδή 22 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος, το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των  42,82 [20,11 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 12,66 (επίδομα τριετίας 63 %) + 4,02 (επίδομα γάμου 20 %) + 6,03 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 7,13 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση, το ποσό των 881,10  [3,56 (7,13 Χ 50 %) Χ 247,5] ευρώ, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην Κυριακών και αργιών, αντί του εσφαλμένως επιδικασθέντος των 883,58 ευρώ, των 187,5  [8,91 (7,13 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,25 Χ 30] ευρώ για την παροχή τέτοιας εργασίες Κυριακές, όπως ορθώς κρίθηκε και πρωτοδίκως, των 2.382,51 [5,34 (7,13 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 4,47 Χ 533] ευρώ και των 157,3 [10,69 (7,13 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 7,15 Χ 22] ευρώ, αντίστοιχα, για την παροχή  παράνομης υπερωριακής εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας και τέτοιας εργασίας ημέρες Κυριακές, αντίστοιχα, δηλαδή συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες, το ποσό των 2.539,81 ευρώ αντί του ποσού των  2.701,96  (2.112,08  + 589,88) ευρώ, που κρίθηκε εσφαλμένως πρωτοδίκως, και συνολικά 3.608,41 ευρώ. Δηλαδή συνολικά του οφείλετο το ποσό των 13.548 (3.774,95  + 3.720,88 + 2.443,92 + 3.608,41) ευρώ, κατόπιν στρογγυλοποίησης, και, συνακόλουθα, στις τρεις πρώτες ενάγουσες, σύζυγος η πρώτη και θυγατέρες οι λοιπές, ως πλησιέστερες συγγενείς (σχετ. το υπ’αριθμ. πρωτ. 411416-12-2010 πιστοποιητικό του δημάρχου Νέας Ιωνίας), και μοναδικές εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, οφείλεται, κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας με την οποία υπεισήλθαν στην κληρονομία του άνω ενάγοντος, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η παραπάνω απαίτησή του (άρθρο 1885 του ΑΚ), δηλαδή κατά το ποσοστό των 2/8 όσον αφορά την πρώτη και από 3/8 όσον αφορά καθεμία από τις λοιπές, το ποσό των 3.387 (13.548,16 Χ 2/8) ευρώ στην πρώτη ενάγουσα και των 5.081(13.548,16 Χ 3/8) ευρώ σε κάθε μία από τις λοιπές.

Β] Ο τέταρτος ενάγων, …………, από την 1/1/2003 έως τις 31/12/2003 πραγματοποίησε 7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 7 ημέρες,  δηλαδή 52,5 ώρες, 3 Κυριακές-εκ των οποίων την 16/11 δεν εργάστηκε και κατά τη διάρκεια της νύκτας-δηλαδή 22,5 ώρες, επί 82 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 615 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 11 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 60,5 ώρες, και συνολικά 675,5 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 11 Κυριακές, δηλαδή 22 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος, το καταβαλλόμενο  ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 35,05 [18,55 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) +7,23 (επίδομα τριετίας 39 %) + 3,71 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,56 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 5,84 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση, το ποσό των 153,3  [2,92 (5,84 Χ 50 %) Χ 52,5) ευρώ, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην Κυριακών και αργιών,  όπως κρίθηκε και πρωτοδίκως, των 115,2 [7,3 (5,84 Χ 125 %) και κατά το σχετικό αίτημα 5,12 Χ 22,5] ευρώ για τέτοια εργασία Κυριακές, των 2.472,33 [4,38 (5,84 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,66 Χ 675,5] ευρώ για την παροχή  παράνομης υπερωριακής εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας, καθημερινές, και των 128,7 [8,76 (5,84 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,85 Χ 22] ευρώ, για τέτοια εργασία Κυριακές, δηλαδή συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες, το ποσό των 2.716,23 (115,2 + 2.472,33 + 128,7) ευρώ, αντί του εσφαλμένως επιδικασθέντος πρωτοδίκως των 2.854,20 (2.250,9 + 76,8 + 526,5) ευρώ, και συνολικά 2.869,53 ευρώ. Από την 1/1/2004 έως τις 31/8/2004, πραγματοποίησε 7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 6 ημέρες, πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 45 ώρες, επί 2 Κυριακές, δηλαδή 15 ώρες, επί 56 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 420 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 8 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 44 ώρες, και συνολικά 464 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 8 Κυριακές, δηλαδή 16 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος, το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 36,42 [19,28 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 7,51 (επίδομα τριετίας 39 %) + 3,85 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,78 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,07 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση, το ποσό των 136,35  [3,03 (6,07 Χ 50 %) Χ 45] ευρώ, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην Κυριακών και αργιών, όπως ορθώς του επιδικάστηκε και πρωτοδίκως,  των 81,3 [7,58 (6,07 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,42 Χ 15] ευρώ για την παροχή τέτοιας εργασίες Κυριακές, που του επιδικάστηκε και πρωτοδίκως, των 1.800, 32 [4,55 (6,07 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,88 Χ 464] ευρώ και των 111, 6  [9,10 (6,07 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,2 Χ 16] ευρώ, αντίστοιχα, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας και τέτοιας εργασίας ημέρες Κυριακές, αντίστοιχα, δηλαδή συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες, το ποσό των 1.911,92 ευρώ,  που υπερβαίνει το πρωτοδίκως επιδικασθέν των 2.006,4 (1.596 + 410,4) ευρώ, που κρίθηκε εσφαλμένως πρωτοδίκως, και συνολικά 2.129,05 ευρώ. Από την 1/9/2004 έως τις 31/12/2004, πραγματοποίησε 7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 4 ημέρες, πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 30 ώρες, επί 2 Κυριακές, δηλαδή 15 ώρες, επί 28 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 210 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 4 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 22 ώρες, και συνολικά 232 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 4 Κυριακές, δηλαδή 8 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος, το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 37,18 [19,68 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 7,67 (επίδομα τριετίας 39 %) + 3,93 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,90 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,19 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση, το ποσό των 92,7  [3,09 (6,19 Χ 50 %) Χ 30] ευρώ, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην Κυριακών και αργιών, αντί του εσφαλμένως κριθέντος πρωτοδίκως ποσού των 93 ευρώ, των 81,3 [7,73 (6,19 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,42 Χ 15] ευρώ για την παροχή τέτοιας εργασίες Κυριακές, που του επιδικάστηκε και πρωτοδίκως, των 900,16 [4,64 (6,19 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,88 Χ 232] ευρώ και των 49,6 [9,10 (6,19 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,2 Χ 8] ευρώ, αντίστοιχα, για την παροχή  παράνομης υπερωριακής εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας και τέτοιας εργασίας Κυριακές, αντίστοιχα, δηλαδή συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες, το ποσό των 949,7 ευρώ,  αντί του εσφαλμένως κριθέντος πρωτοδίκως ποσού των  1.000,8 (814,8 + 186) ευρώ, και συνολικά 1.123,7 ευρώ. Από την 1/1/2005 έως τις 30/9/2005, πραγματοποίησε 7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας επί 7 ημέρες, πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 52,5 ώρες,  επί 38 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 285 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 3 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 16,5 ώρες, και συνολικά 301,5 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 3 Κυριακές, δηλαδή 6 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος, το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των  38 [20,11 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 7,84 (επίδομα τριετίας 39 %) + 4,02 (επίδομα γάμου 20 %) + 6,03 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,33 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση, το ποσό των 165,9  [3,16 (6,33 Χ 50 %) Χ 52,5] ευρώ, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην Κυριακών και αργιών, αντί του εσφαλμένως επιδικασθέντος των 190,2 ευρώ, των 1.196,95 [4,74 (6,33 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,97 Χ 301,5] ευρώ και των 38,10 [9,49 (6,33 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,35 Χ 6] ευρώ, αντίστοιχα, για την παροχή  παρανομης υπερωριακής εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας και τέτοιας εργασίας ημέρες Κυριακές, αντίστοιχα, δηλαδή συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες, το ποσό των 1.235,05 ευρώ αντί του ποσού των  1.738,8 (1.548,3 + 190,5) ευρώ, που κρίθηκε εσφαλμένως πρωτοδίκως, και συνολικά 1.400,95 ευρώ. Δηλαδή συνολικά του οφείλεται το ποσό των 7.523 (2.869,53  + 2.129,05 + 1.123,7 + 1.400,95) ευρώ, κατόπιν στρογγυλοποίησης.

Γ] Ο πέμπτος ενάγων, …………, από την 1/1/2003 έως τις 31/12/2003 πραγματοποίησε 7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 62 ημέρες,  δηλαδή 465 ώρες, 12 Κυριακές, δηλαδή 90 ώρες, επί 125 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 937,5 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 18 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 99 ώρες, και συνολικά 1.036 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 18 Κυριακές, δηλαδή 36 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος, το καταβαλλόμενο  ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 33,94 [18,55 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) +6,12 (επίδομα τριετίας 33 %) + 3,71 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,56 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 5,65 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση, το ποσό των 1.311,3 [2,82 (5,65 Χ 50 %) Χ 465) ευρώ, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην Κυριακών και αργιών, αντί του επιδικασθέντος εσφαλμένως πρωτοδίκως ποσού των 1.315,95 ευρώ, των 446,4 [7,06 (5,65 Χ 125 %) και κατά το σχετικό αίτημα 4,96 Χ 90] ευρώ για τις Κυριακές, όπως κρίθηκε ορθώς και πρωτοδίκως, των 3.667,44 [4,23 (5,65 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,54 Χ 1.036] ευρώ για την παροχή  παράνομης υπερωριακής εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας, καθημερινές, και των 204,12 [8,47 (5,65 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,67 Χ36] ευρώ, για τέτοια εργασία Κυριακές, δηλαδή συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες, το ποσό των 3.871,56 (115,2 + 2.472,33 + 128,7) ευρώ, αντί του εσφαλμένως επιδικασθέντος πρωτοδίκως των 4.100,18 (3.292,2 + 807,98) ευρώ, και συνολικά 5.633,91 ευρώ. Από την 1/1/2004 έως τις 31/8/2004, πραγματοποίησε 7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 62 ημέρες, πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 465 ώρες, επί 10 Κυριακές-δεν έχει συμπεριληφθεί στη σχετική αξίωση η 25-4-2004-, δηλαδή 75 ώρες, επί 83 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 622,5 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 77 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή συνολικά 699,5 ώρες, και 2 ώρες νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 14 Κυριακές, δηλαδή 28 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος, το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 35,27 [19,28 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 6,36 (επίδομα τριετίας 33 %) + 3,85 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,78 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 5,87 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση, το ποσό των  1.348,5 [2,9 (5,87 Χ 50 %) Χ 465 ] ευρώ, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην Κυριακών και αργιών, αντί του εσφαλμένως κριθέντος πρωτοδίκως ποσού των 1.408,95 ευρώ,  των 399 [7,33 (5,87 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,32 Χ 75] ευρώ για την παροχή τέτοιας εργασίες Κυριακές, που του επιδικάστηκε και πρωτοδίκως, των 2.658,1 [4,40 (5,87 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,8 Χ 699,5 ] ευρώ και των 170,24  [8,80 (5,87 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,08 Χ 28] ευρώ, αντίστοιχα, για την παροχή  παράνομης υπερωριακής εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας και τέτοιας εργασίας ημέρες Κυριακές, αντίστοιχα, δηλαδή συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες, το ποσό των 2.828,34 ευρώ,  αντί του εσφαλμένως επιδικασθέντος πρωτοδίκως των 3.003,9 (2.365,5 + 638,4) ευρώ,  και συνολικά 4.575,84 ευρώ.  Από την 1/9/2004 έως τις 31/12/2004, πραγματοποίησε 7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 25 ημέρες, πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 187,5 ώρες, επί  4 Κυριακές- δεν συμπεριλαμβάνει την 7/11- δηλαδή 30 ώρες, επί 46 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 345 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 2 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 15 ώρες, και συνολικά 360 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 4 Κυριακές, δηλαδή 8 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος, το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 36 [19,68 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 6,49 (επίδομα τριετίας 33 %) + 3,93 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,90 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση, το ποσό των  562,5 [3 (6 Χ 50 %) Χ 187,5 ] ευρώ, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην Κυριακών και αργιών, αντί του εσφαλμένως κριθέντος πρωτοδίκως ποσού των 581,25 ευρώ,  των 162,9 [7,5  (6 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,43 Χ 30] ευρώ για την παροχή τέτοιας εργασίες Κυριακές, που του επιδικάστηκε και πρωτοδίκως, των 1.396,8 [4,5  (6 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,88 Χ360] ευρώ και των 49,6 [9 (6 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,2 Χ 8 ] ευρώ, αντίστοιχα, για την παροχή  παράνομης υπερωριακής εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας και τέτοιας εργασίας ημέρες Κυριακές, αντίστοιχα, δηλαδή συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες, το ποσό των 1.446,4 ευρώ,  που υπερβαίνει το πρωτοδίκως κριθέν των 1.431,6 ευρώ για τις ίδιες αιτίες, και συνολικά 2.575,35 ευρώ. Από την 1/1/2005 έως τις 31/10/2005, πραγματοποίησε 7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας επί 42-αντί των 43 που παρατίθενται στους ανωτέρω πίνακες- ημέρες, πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 315 ώρες,  επί 8 Κυριακές, δηλαδή 60 ώρες, επί 91 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 682,5 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 7 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 38,5 ώρες, και συνολικά 721 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 7 Κυριακές, δηλαδή 14 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος, το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των  38 [20,11 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 7,84 (επίδομα τριετίας 39 %) + 4,02 (επίδομα γάμου 20 %) + 6,03 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,33 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση, το ποσό των 995,4 [3,16 (6,33 Χ 50 %) Χ 315] ευρώ, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην Κυριακών και αργιών, αντί του εσφαλμένως επιδικασθέντος των 998,55 ευρώ, των 330 [7,91 (6,33 Χ 125%) και κατά το αγωγικό αίτημα, 5,5 ευρώ Χ 60] ευρώ για την παροχή τέτοιας εργασίες Κυριακές, αντί του εσφαλμένως επιδικασθέντος των 333 ευρώ, των 2.862,37 [4,74 (6,33 Χ 75 %)  και κατά το αγωγικό αίτημα 3,97 Χ 721] ευρώ και των 88,9 [9,49 (6,33 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,35 Χ 14] ευρώ, αντίστοιχα, για την παροχή  παράνομης υπερωριακής εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας και τέτοιας εργασίας  Κυριακές, αντίστοιχα, δηλαδή συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες, το ποσό των 2.951,27 ευρώ αντί του ποσού των  3.042,9 (2.709,52 + 190,5) ευρώ, που κρίθηκε εσφαλμένως πρωτοδίκως, και συνολικά 4.276,67 ευρώ. Δηλαδή συνολικά του οφείλεται το ποσό των 17.062 (5.633,91 +  4.575,84 + 2.575,35 + 4.276,67) ευρώ, κατόπιν στρογγυλοποίησης.

Δ] ο έκτος ενάγων, …………, από την 1/1/2003 έως τις 31/10/2003 και ειδικότερα : α) από την 1/1 έως τις 31/1/2003, πραγματοποίησε επί μία ημέρα 7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας και επί μία ημέρα 7,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας. Όντας έγγαμος, το καταβαλλόμενο  ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 34,71 [17,80 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) +8,01 (επίδομα τριετίας 45 %, που συνομολογεί η εναγομένη) + 3,56 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,34 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 5,78 ευρώ. β) από την 1/2/2003 έως τις 31/10/2003, πραγματοποίησε 7,5 ώρες υπερωριακής εργασίας, επί 53, πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 397,5 ώρες, επί 9 Κυριακές, δηλαδή 67,5 ώρες, επί 37 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 277,5 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 5 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 27,5 ώρες και συνολικά 305 ώρες και 2 ώρες νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 5 Κυριακές, δηλαδή 10 ώρες. Όντας έγγαμος, το καταβαλλόμενο  ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 35,77 [17,80 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) +9,07 (επίδομα τριετίας 51 %) + 3,56 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,34 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 5,96 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση, το ποσό των 21,67 [2,89 (5,78 Χ 50 %) Χ 7,5] ευρώ και των 1.184,55 [2,98 (5,96 Χ 50 %) Χ 397,5] αντίστοιχα, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή συνολικά 1.206,22 αντί του επιδικασθέντος εσφαλμένως πρωτοδίκως ποσού των 1.184,55 ευρώ, συμπεριλαμβανομένης, ωστόσο, στο πρώτο ποσό και της προσαύξησης μία επιπλέον ημέρας -14/9/2003-που κατά την αγωγή συνέπιπτε με Κυριακή, των 351,67 [7,45 (5,96 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,21 ευρώ Χ 67,5] για τέτοια εργασία Κυριακές, αντί του ποσού των 390,74 ευρώ, που του επιδικάστηκε πρωτοδίκως, των  39,07 [4,33 (5,78 Χ 75 %)  και κατά το αγωγικό αίτημα 3,72 ευρώ Χ 7,5] ευρώ και των 1.134,6 [4,47 (5,96 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,72 ευρώ Χ 305], αντίστοιχα, για την παροχή  παράνομης υπερωριακής εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας, καθημερινές, δηλαδή 1.173,67, και των 59,6 [8,67 (5,78 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,96 Χ 10] ευρώ για την παροχή τέτοιας εργασίας Κυριακές, δηλαδή συνολικά για τις αιτίες αυτές, το συνολικό ποσό των 1.233,27 ευρώ, αντί του ποσού των 1.450,95 (1.060,20 + 390,75) ευρώ συνολικά, που εσφαλμένως του επιδικάστηκε πρωτοδίκως. Επομένως, συνολικά για όλες τις ανωτέρω αιτίες δικαιούται το ποσό των 2.791,16 (1.206,22 + 351,67 + 1.233,27). Από την 1/11/2003 έως τις 30/9/2004, πραγματοποίησε 7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 57 ημέρες, πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 427,5 ώρες, επί  4 Κυριακές, δηλαδή 30 ώρες, επί 23-κατά το αίτημα της αγωγής αντί των 24 που προκύπτει από τους πίνακες που ενσωματώνονται στο δικόγραφό της-ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 172,5 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 3 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 16,5 ώρες, και συνολικά 189 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 3 Κυριακές, δηλαδή 6 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος, το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 37,28 [18,55 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 9,46 (επίδομα τριετίας 51 %) + 3,71 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,56 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,21 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση, το ποσό των 1.325,25  [3,1 (6,21 Χ 50 %) Χ 427,5 ] ευρώ, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην Κυριακών και αργιών, αντί του εσφαλμένως κριθέντος πρωτοδίκως ποσού των 1.348,5 ευρώ,  των 163,2 [7,76  (6,21 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,44 Χ 30] ευρώ για την παροχή τέτοιας εργασίες Κυριακές, που του επιδικάστηκε και πρωτοδίκως, των 733,32 [4,65  (6,21 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,88 Χ 189] ευρώ και των 18,63 [9,31 (6,21 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,21 Χ 6 ] ευρώ, αντίστοιχα, για την παροχή  παράνομης υπερωριακής εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας και τέτοιας εργασίας ημέρες Κυριακές, αντίστοιχα, δηλαδή συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες, το ποσό των  751,95 ευρώ,  αντί του εσφαλμένα επιδικασθέντος ποσού των 809,02 (669,3 + 139,72) ευρώ για τις ίδιες αιτίες, και συνολικά 2.240,4 ευρώ. Από την 1/10/2004 έως τις 30/9/2005, πραγματοποίησε 7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας,  επί 71 ημέρες, πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 532,5 ώρες,  επί 11 Κυριακές, δηλαδή 82,5 ώρες, επί 49 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 367,5 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 8 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 44 ώρες, και συνολικά 411,5 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 8 Κυριακές, δηλαδή 16 ώρες.  Όντας, λοιπόν έγγαμος, το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των  39,54 [19,68 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 10,03 (επίδομα τριετίας 39 %) + 3,93 (επίδομα γάμου 20 %) +  5,90 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,59 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση, το ποσό των 1.751,92 [3,29 (6,59 Χ 50 %) Χ 532,5 ] ευρώ, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην Κυριακών και αργιών, αντί του εσφαλμένως επιδικασθέντος πρωτοδίκως ποσού των 1.757,25 ευρώ, των 476,85 [7,86 (6,59 Χ 125%) και κατά το αγωγικό αίτημα, 5,78 ευρώ Χ 82,5] ευρώ για την παροχή τέτοιας εργασίες Κυριακές, όπως ορθώς κρίθηκε και πρωτοδίκως, των 1.699,49 [4,94 (6,59 Χ 75 %)  και κατά το αγωγικό αίτημα 4,13 Χ 411,5] ευρώ και των 105,6 [9,88 (6,59 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,6 Χ  16] ευρώ, αντίστοιχα, για την παροχή  παράνομης υπερωριακής εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας και τέτοιας εργασίας ημέρες Κυριακές, αντίστοιχα, δηλαδή συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες, το ποσό των 1.805,09 ευρώ αντί του ποσού των  1.913,78 (1.517,78 + 396) ευρώ, που κρίθηκε εσφαλμένως πρωτοδίκως, και συνολικά 4.033,86 ευρώ. Δηλαδή συνολικά του οφείλεται το ποσό των 9.065 (2.791,16 + 2.240,4 + 4.033,86) ευρώ, κατόπιν στρογγυλοποίησης.

E] Ο έβδομος ενάγων, ………, από την 1/1/2003 έως τις 31/8/2003 πραγματοποίησε 7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί  48 ημέρες-δηλαδή 47 καθημερινές και μία Κυριακή, την 14-9-2003, που δεν την έχει συμπεριλάβει στις Κυριακές που εργάστηκε- δηλαδή 360 ώρες,  επί 9 Κυριακές, δηλαδή  67,5 ώρες, επί 38-από τις συνολικά  ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 285 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 15 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 82,5 ώρες, και συνολικά  367,5 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 15 Κυριακές, δηλαδή  30 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος, το καταβαλλόμενο  ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 34,71 [17,8 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) +8,01 (επίδομα τριετίας 45 %) + 3,56 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,34 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 5,78 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση, το ποσό των 1.040,4 [2,89 (5,78 Χ 50 %) Χ 360) ευρώ, για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην Κυριακών και αργιών, που υπερβαίνει μεν το πρωτοδίκως επιδικασθέν των  1.022,25 ευρώ, αλλά σε αυτό έχει συνυπολογιστεί και η αμοιβή για την εργασία επί μία Κυριακή [(7,5 Χ 2,89) = 21,67], των 341,55 [7,22 (5,78 Χ 125 %) και κατά το σχετικό αίτημα 5,06 Χ 67,5] ευρώ για τις Κυριακές, αντί του εσφαλμένως κριθέντος πρωτοδίκως των 417,45 ευρώ, των 1.341,37 [4,33 (5,78 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,65 Χ 367,5 ] ευρώ για την παροχή  παράνομης υπερωριακής εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας καθημερινές, και των 174,3 [8,67 (5,78 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,81 Χ 30] ευρώ, για τέτοια εργασία Κυριακές, δηλαδή συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες, το ποσό των 1.515,67 ευρώ, αντί του εσφαλμένως επιδικασθέντος πρωτοδίκως των 2.378,24 (1.724,62 + 653,62) ευρώ, και συνολικά 2.875,94ευρώ. Από την 1/9/2003 έως τις 30/9/2004 και ειδικότερα : α) από την 1/9 έως τις 30/9/2003 πραγματοποίησε 7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 6 ημέρες, πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 45 ώρες και επί 6 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 45 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος, το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 36,16 [18,55 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 8,34 (επίδομα τριετίας 45 %) + 3,71 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,56 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,02 ευρώ. και β) από την 1/10/2003 έως τις 30/9/2004, πραγματοποίησε 7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 97 ημέρες, πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 727,5 ώρες, επί 11 Κυριακές, δηλαδή 82,5 ώρες, επί 118 ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 885 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί 20 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 110 και συνολικά 995 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί  20 Κυριακές, δηλαδή  40 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος, το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 37,28 [18,55 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 9,46 (επίδομα τριετίας 51 %) + 3,71 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,56 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,21 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση, το ποσό των  135,45 [3,01 (6,02 Χ 50 %) Χ 45 ] και των 2.255,25 [3,1 (6,21 Χ 50 %) Χ 727,5] ευρώ, αντίστοιχα,  και συνολικά 2.390,7 ευρώ, για την παροχή υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην Κυριακών και αργιών, που υπερβαίνει το πρωτοδίκως κριθέν ποσό των 2.255,25 ευρώ,  των 447,98 [7,76 (6,21 Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,43 Χ 82,5] ευρώ για την παροχή τέτοιας εργασίες Κυριακές, που του επιδικάστηκε και πρωτοδίκως, των 175,5 [4,51 (6,02 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,9 Χ45 ] και των 3.880,5 [4,65 (6,21 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 3,9 Χ 995 ] ευρώ, αντίστοιχα, για την παροχή  υπερωριακής εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας, καθώς και των 249,2 [9,03 (6,02 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,23 Χ 40] ευρώ, για την παροχή τέτοιας εργασίας ημέρες Κυριακές, αντίστοιχα, δηλαδή συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες, το ποσό των 4.305,2 ευρώ, αντί του εσφαλμένως επιδικασθέντος πρωτοδίκως των 4.386 (3.451,5 + 934,5) ευρώ,  και συνολικά 7.008,43 ευρώ. Από την 1/10/2004 έως τις 30/9/2005, πραγματοποίησε 7,5 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας, επί 75 ημέρες, πλην Κυριακών και αργιών, δηλαδή 562,5 ώρες, επί  13 Κυριακές και μία αργία, δηλαδή 105 ώρες, επί 90  ημέρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, δηλαδή 675 ώρες, καθώς επίσης και 5,5 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί  14 ημέρες, εφόσον αυτές παρασχέθηκαν μετά την 24.00 ώρα Κυριακής προς εργάσιμη ημέρα, δηλαδή 77 ώρες, και συνολικά 752 ώρες, και 2 ώρες παράνομης νυκτερινής υπερωριακής εργασίας επί  14 Κυριακές, δηλαδή  28 ώρες. Όντας, λοιπόν έγγαμος, το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 39,54 [19,68 ευρώ (βασικό ημερομίσθιο) + 10,03 (επίδομα τριετίας 51 %) + 3,93 (επίδομα γάμου 20 %) + 5,90 (επίδομα ειδικών συνθηκών 30 %)] ευρώ, και συνακόλουθα, δικαιούται, το 1/6 αυτού για κάθε ώρα παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή 6,59 ευρώ. Έτσι, θα έπρεπε να του καταβληθεί, ως προσαύξηση, το ποσό των  1.850,62 [3,29 (6,59 Χ 50 %) Χ 562,5] ευρώ, για την παροχή υπερωριακής εργασίας, για όλες τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας πλην Κυριακών και αργιών, που υπερβαίνει το πρωτοδίκως επιδικασθέν των 1.850,25 ευρώ, των 606,9 [8,23 (6,59  Χ 125 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 5,78 Χ 105] ευρώ για την παροχή τέτοιας εργασίες Κυριακές και μία αργία, που υπερβαίνει το πρωτοδίκως επιδικασθέν ποσό των  588,3 (563,55 + 24,75) ευρώ, των 3.105,76 [4,94  (6,59 Χ 75 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 4,13 Χ 752] ευρώ και των 184,8 [9,88 (6,59 Χ 150 %) και κατά το αγωγικό αίτημα 6,6 Χ 28 ] ευρώ, αντίστοιχα, για την παροχή  παράνομης υπερωριακής εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας και τέτοιας εργασίας ημέρες Κυριακές, αντίστοιχα, δηλαδή συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες, το ποσό των 3.290,56 ευρώ,  αντί του εσφαλμένως επιδικασθέντος πρωτοδίκως ποσού των 3.480,75 (2.787,75 + 693) ευρώ για τις ίδιες αιτίες, και συνολικά 5.729,11 ευρώ. Δηλαδή συνολικά του οφείλεται το ποσό των 15.116  (2.378,24  + 7.008,43 + 5.729,11) ευρώ, κατόπιν στρογγυλοποίησης.

Συνεπώς, η εκκαλουμένη απόφαση που δέχθηκε εν μέρει και κατ’ουσίαν την αγωγή κατά την κύρια βάση της, και επιδίκασε στις τρεις πρώτες ενάγουσες, το ποσό των 14.028,24 ευρώ, στον τέταρτο το ποσό των 8.333,55 ευρώ, στον πέμπτο το ποσό των 17.224,22 ευρώ, στον έκτο το ποσό των 9.372,30 ευρώ και στον έβδομο ενάγοντα το ποσό των 16.805,76 ευρώ, έσφαλε κατά την εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων και πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως, να εξαφανιστεί αυτή  στο σύνολό της, κατ’άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ, δηλαδή και κατά τη διάταξή της περί τοκογονίας, που δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης, ούτε και κατ’εκτίμηση του δικογράφου της (ΑΠ 1449/2014, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), λόγω του ότι τούτο επιβάλλεται για την ενότητα της εκτέλεσης, η οποία θα επιτευχθεί μόνο με την εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως (ΕφΑνΚρ 79/2014, ΕφΠειρ (Μον) (Ναυτ) 619/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της  που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014, Αρμ 2015.208),  με αποτέλεσμα ο σχετικός πέμπτος λόγος της υπό κρίση έφεσης που πλήττει τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων να κρίνεται αλυσιτελής (ΕφΠειρ(Μον) 684/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 5/2011 ΑΧΑΝΟΜ 2012.148). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ ουσίαν (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή, κατά την κύρια βάση της, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει, σε κάθε έναν από τους ενάγοντες τα μνημονευόμενα στο σκεπτικό συνολικά ποσά, νομιμοτόκως, για κάθε επιμέρους ποσό, αφής στιγμής κατέστη απαιτητό και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας να κατανεμηθούν μεταξύ αυτών ανάλογα προς την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα εκ μέρους των εναγόντων, για τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 58 § 3, 63, 68, 69 και 84 § 1 του ν.4194/2013).       

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 20-9-2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……../2016) έφεση της εναγομένης, κατά της υπ’αριθμ. 769/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει αυτήν κατ’ουσίαν.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 3-12-2009 (υπ’αύξ.αριθμ.εκθ. καταθ. ……/2009) αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των τριών χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα επτά (3.387) ευρώ, στη δεύτερη και την τρίτη  από πέντε χιλιάδες ογδόντα ένα (5.081) ευρώ στην καθεμία, στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των επτά χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι τριών (7.523) ευρώ, στον πέμπτο το ποσό των δεκαεπτά χιλιάδων εξήντα δύο (17.062) ευρώ, στον έκτο το ποσό των  εννέα χιλιάδων εξήντα πέντε (9.065) ευρώ και στον έβδομο ενάγοντα το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων εκατόν δεκαέξι (15.116) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο,  για κάθε επιμέρους ποσό, αφής στιγμής κατέστη απαιτητό και μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ  σε βάρος της εναγομένης, μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο συνολικό ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του,  χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις   9 -1-2018.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ