Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 12/2018

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:  12 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 106 του Κ.Πολ.Δ. το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται στην πολιτική δίκη η αρχή της ελευθερίας διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης και της συζητήσεως, σύμφωνα με την οποία η πρωτοβουλία για την καθίδρυση και συνέχιση της δίκης αυτής ανήκει στους διαδίκους, οι οποίοι οριοθετούν το αντικείμενο της διαφοράς, κινούν τη διαδικασία, μεταβιβάζουν την υπόθεση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στα όρια που επιθυμούν καθώς και στο Ακυρωτικό. Το δικαστήριο, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, δεν μπορεί να επιληφθεί της εκδικάσεως διαφοράς, άνευ αιτήσεως παροχής εννόμου προστασίας από διάδικο, ο οποίος με την αίτησή του καθορίζει και τα όρια της αιτουμένης προστασίας, άλλως η απόφασή του είναι άκυρη (ΑΠ 1572/2013 Δημ. Νόμος, Α.Π. 453/1997). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 111 παρ. 2 ΚΠολΔ καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο χωρίς να τηρηθεί προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά (ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., είναι απαράδεκτη η υποβολή νέας αιτήσεως, όπως και η άσκηση ανταγωγής για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη ακόμη και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη (ΑΠ 1572/2013 ό.π., ΜονΕφΑθ 3706/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 22/2014 Δημ. Νόμος). Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι είναι απαράδεκτη η για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη άσκηση ανταγωγής ενώπιον του σε δεύτερο βαθμό δικάζοντος δικαστηρίου, ακόμη και μετά την εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όταν δηλαδή το τελευταίο λειτουργεί σαν πρωτοβάθμιο ούτε, επίσης, και όταν αυτή ασκείται από τον ερήμην πρωτοδίκως δικασθέντα εναγόμενο, αφού τέτοια δυνατότητα δεν δίνει το άρθρο 528 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 218/2000 ΕλλΔνη 2000. 1344, ΑΠ 255/1987 ΕλλΔνη 1988. 1359, ΑΠ 148/1986 ΕλλΔνη 1986. 483, ΜονΕφΑθ 3706/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 52/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 1359/2001 Αρμ. 2001. 1096, ΕφΑθ 12636/1989 ΕλλΔνη 1992. 846, Στ. Ματθία, Ανακοπή ερημοδικίας και έφεση κατά των ερήμην αποφάσεων ΕλλΔνη 1995.14, Σ. Σαμουήλ, η έφεση εκδ.2003 σελ. 278, Αθ. Κρητικό, Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα, έκδ. 2008, σελ. 878). Στην περίπτωση αυτή, δηλ. όταν ασκείται έφεση από τον πρωτοδίκως ερήμην δικασθέντα διάδικο, αυτός (εκκαλών) μπορεί να προτείνει όσους ισχυρισμούς θα πρότεινε αν είχε παραστεί στο πρωτόδικο δικαστήριο, χωρίς τους περιορισμούς του άρθρου 527 ΚΠολΔ, αλλά το όριο της παραδεκτής προβολής δεν παύει να είναι η απαγόρευση υπέρβασης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας (βλ. Γ. Ν. Διαμαντόπουλου, Η ανταγωγή, σ. 291, ΜονΕφΑθ 3706/2015 ό.π.). Κατά το άρθρο δε 528 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, αν ασκηθεί έφεση από το διάδικο που δικάστηκε ερήμην κατά την πρώτη συζήτηση, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους (ΑΠ 476/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1572/2013 ό.π.). Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως (ΑΠ 1572/2013 ό.π.). Από τη διάταξη αυτή του άρθρου 528 ΚΠολΔ, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατά της απόφασης, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος στον πρώτο βαθμό, προκύπτει, ότι ανεξάρτητα από τη διαδικασία με την οποία δίκασε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δηλαδή είτε κατά την τακτική διαδικασία, είτε κατά την ειδική διαδικασία και ανεξάρτητα από το αν η απουσία του εκκαλούντος διαδίκου συνεπάγεται τεκμήριο ομολογίας ή παραιτήσεώς του, η αν ο διάδικος δικάσθηκε σαν να ήταν παρών, προκύπτει ότι η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση εφέσεως από τον εναγόμενο που δικάσθηκε ερήμην λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας και επιφέρει την εξαφάνιση της ερήμην αποφάσεως, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς δηλαδή να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της εφέσεως, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της και ότι στην περίπτωση αυτή ο εκκαλών – εναγόμενος μπορεί να προβάλλει με τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις του όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς που θα μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως αν είχε παραστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (βλ. Στ. Ματθία, ΕλλΔικ 36 σ. 11, ΑΠ 476/2017 ό.π., ΑΠ 1572/2013 ό.π.,  ΑΠ 1906/2008 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 3706/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 159/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 362/2014 ό.π., ΕφΛαμ 22/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 67/2002 ΤΝΠΔΣΑθ, Θ 1531/1999 Αρμ. 1999 σ. 1517, ΕΑ 6074 –6082/1998 ΕλλΔικ 1998 σ. 1383). Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, να ακουσθεί και να προβάλει στο Εφετείο, όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες, που ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς την βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολο της και πρέπει να εξαφανισθεί, ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της απόφασης χωρεί νέα συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ. Αντίθετα, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνον ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως πχ. παραγραφής, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η αξίωση, αλλά μόνο κατά το διατακτικό της (Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ., ΜονΕφΑθ 3706/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 362/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 54/2013 Δημ. Νόμος). Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφάνισης της απόφασης, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (ΑΠ 1075/2013, ΑΠ 1040/2013, ΜονΕφΑθ 3706/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 2120/2014, ΕφΘρ 73/2014, ΕφΛαμ 9/2013 όλες δημ. στη ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, ο.π., σελ. 99). Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η υποβολή, για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη, αυτοτελούς αιτήσεως είναι απαράδεκτη, ακόμη και αν συναινεί ο αντίδικος. Το απαράδεκτο δε αυτό, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Μπορεί όμως ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην να προβάλει, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, και δεν πρότεινε λόγω της απουσίας του, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 1572/2013 ό.π., Α.Π. 218/2000, 446/2007, 41/2012, 1825/2011, ΕφΘεσ 52/2012 Δημ. Νόμος, Αθ. Κρητικό, Αποζημίωση από Αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδ. 2008, σελ. 878), όχι όμως και να υποβάλει νέα αιτήματα καθ` υπέρβαση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, αφού τη δυνατότητα αυτή δεν έχει ούτε ο κατ` αντιμωλίαν δικαζόμενος διάδικος (ΑΠ 1572/2013 ό.π., ΕφΘεσ 52/2012 ό.π., ΕφΠατρ 169/1996 Δημ. Νόμος). Από τη διάταξη δε του άρθρου 174 Κ.Πολ.Δ προκύπτει, ότι η υποχρέωση καταβολής των προκαταβληθέντων εξόδων και τελών δικαστικής πράξεως ή συζητήσεως πρέπει, μετά τον προσδιορισμό τους από το δικαστή ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η δίκη, να εκπληρώνεται έως τη συζήτηση της υποθέσεως ή την επιχείρηση της πράξεως, κατά τη χρονική ενέργεια των οποίων πρέπει να υπάρχει και η σχετική απόδειξη καταβολής αυτών. Η μη καταβολή των εξόδων του αντιδίκου, όπως στη δίκη διατροφής (άρθρο 173 παρ. 4  Κ.Πολ.Δ) συνεπάγεται κατ` άρθρο 175 του ιδίου Κώδικα, πλασματική ερημοδικία αυτού που δεν προκατέβαλε τα έξοδα (βλ. Μπέη, Πολ. Δικ. αρθρ. 175, ΕφΔωδ 77/2004 Δημ. Νόμος). Παρέχεται όμως η δυνατότητα στον ερήμην δικασθέντα με την άσκηση της εφέσεώς του στα πλαίσια των άρθρων 527 και 529 Κ.Πολ.Δ, να καταβάλει τα έξοδα που ορίσθηκαν με την κατάθεση της αγωγής στη δευτεροβάθμια δίκη έως τη συζήτηση της εφέσεως. Η παράλειψη προκαταβολής των εξόδων αυτών και στη συζήτηση της εφέσεως ή η προκαταβολή τούτων μετά τη συζήτηση αυτής συνεπάγεται επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 175 Κ.Πολ.Δ, που εφαρμόζεται, κατ` άρθρο 591 παρ. 1 του Κώδικα αυτού και στις διαφορές που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων (άρθρο 681 Β του ίδιου Κώδικα), την ερημοδικία του εκκαλούντος και συνεπώς η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη (ΑΠ 60/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 156/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 824/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 2680/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΑΘ 5546/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1591/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 77/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 514/2003 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 3821/2001 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 6403/2001 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1381/2000 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 7480/1998 Δημ. Νόμος).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Εξάλλου, κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ., με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους (ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 755/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015), το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής και μπορεί αν ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του να εξετάσει αυτεπάγγελτα και να την απορρίψει μετ’ εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ως μη νόμιμη χωρίς έτσι να γίνεται η εκδιδόμενη απόφαση επιβλαβέστερο γι’ αυτόν (ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1510 παρ. 1, 1511 παρ. 1, 2, 1513 παρ. 1 εδ. α’, 1514 και 1518 παρ. 1 του ΑΚ, η γονική μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων, οι οποίοι την ασκούν από κοινού. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει τόσο την επι­μέλεια του προσώπου του τέκνου, η οποία περιλαμβά­νει ιδίως την ανατροφή, επίβλεψη, μόρφωση και εκπαί­δευση εκείνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του, όσο και τη διοίκηση της περιουσίας του τέκνου και την εκπροσώπησή του σε κάθε υπόθε­ση, δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του (ΟλΑΠ 9/2002 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1132/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 317/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1005/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 730/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 417/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 215/1998 ΕλλΔνη 39.1277, ΑΠ 696/1988 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕΘ 1616/2003 Αρμ. 2003.1777, ΕΑ 7352/2002 ΕλλΔικ 2003.706, ΜονΠρΘεσ 7877/2013 Δημ. Νόμος). Σε περίπτωση διακοπής της συμβιώσεως των συζύ­γων, καταργήσεως του συζυγικού οίκου και δημιουρ­γίας χωριστής εγκατάστασης των γονέων, η άσκηση της γονικής μέριμνας του ανήλικου τέκνου τους, κα­τόπιν άσκησης σχετικής αγωγής, ρυθμίζεται από το δικαστήριο, το οποίο μπορεί να την αναθέσει σε έναν από τους γονείς ή να την κατανείμει μεταξύ των γονέων (ΑΠ 1132/2017 ό.π., ΑΠ 932/2000 ΤΝΠΔΣΑθ, ΑΠ 948/1990 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕΘ 1616/2003 ό.π.). Βασικό κριτήριο για την ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας σε έναν εκ των γονέων, όταν συντρέχει περίπτωση, είναι το συμφέρον του τέκνου. Το συμφέρον αυτό λαμβάνεται υπό ευρεία και γενική έννοια και προς διαπίστωση της συνδρομής του εξετάζονται όλα τα επωφελή και πρόσφορα για το ανήλικο στοιχεία, όπως είναι η ηλικία, το φύλο, οι ειδικές ανάγκες του, οι προσωπικές ιδιότητες και ιδίως η ηθική υπόσταση, η μόρφωση και το περιβάλλον των γονέων και οι δυνατότητες αυτών, από άποψη χρόνου, για την αυτοπρόσωπη άσκηση της γονικής μέριμνας (ΑΠ 550/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 882/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 317/2015 ό.π., ΑΠ 174/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1976/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 235/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1111/2002 Δημ. Νόμος, ΕΑ 9050/1996 Δημ. Νόμος, ΕΘ 1330/2004 Δημ. Νόμος). Η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου (ΑΠ 882/2015 ό.π., ΑΠ 1218/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1910/2005 ΕλλΔικ 2006.442, ΑΠ 561/2003 ΝοΒ 2004.23, ΑΠ 1424/1998 Δημ. Νόμος). Επίσης, ο ελεύθερος χρόνος που μπορεί να διαθέτει ο κάθε γονέας για το παιδί του, σε συνδυασμό με την ποιότητα της επαφής που μπορεί να προσφέρει στον ανήλικο. Στα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να προσδιορισθεί το συμφέρον του τέκνου περιλαμβάνεται και η στάθμιση των πνευματικών και διαπαιδαγωγικών ικανοτήτων των γονέων και ο καθορισμός του ποιος από τους δύο γονείς διαθέτει τις απαραίτητες ικανότητες, να διαβλέψει τις ικανότητες και τις προσωπικές κλίσεις του τέκνου και να τις ενισχύσει και κατευθύνει σωστά προς το συμφέρον του (ΑΠ 882/2015 ό.π., ΑΠ 317/2015 ό.π., ΑΠ 174/2015 ό.π., ΑΠ 1358/1995 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 180/2003 Δημ. Νόμος). Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητάς του (ΑΠ 1132/2017 ό.π., ΑΠ 882/2015 ό.π., ΑΠ 317/2015 ό.π., ΑΠ 1976/2008 ό.π., ΑΠ 1218/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1910/2005 ΕλλΔικ 2006.442). Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς το συγκεκριμένο γονέα αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλειά του` όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο ιδιαίτερος  αυτός  δεσμός  του  τέκνου  προς  τον  έναν από  τους  γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα, ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου  που  έχει  τη στοιχειώδη ικανότητα διακρίσεως. Πρέπει να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητά του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμησή του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του. Ήδη καθεαυτή η ανάθεση της επιμέλειας στον ένα από τους γονείς, εκ λόγων αναγομένων στο συμφέρον του τέκνου, αποτελεί παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας των γονέων στο λειτουργικό τούτο δικαίωμά τους το οποίο τίθεται υπό δικαστική ρύθμιση, παραβιάζονται δε και η αρχή αυτή και οι βασικοί κανόνες διαπαιδαγώγησης, που στηρίζονται στα πορίσματα της παιδικής ψυχολογίας προς βλάβη του ανηλίκου, ενώ παράλληλα δυσχεραίνεται και η ρυθμιστική επέμβαση του δικαστηρίου όταν το τέκνο περιάγεται σε στάση αρνήσεως ή αντιπάθειας έναντι του ετέρου των γονέων από πράξεις ή παραλείψεις εκείνου που έχει την επιμέλειά του (ΑΠ 1132/2017 ό.π., ΑΠ 317/2015 ό.π., ΑΠ 174/2015 ό.π., ΑΠ 1976/2008 ό.π., ΑΠ 1218/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1910/2005 ΕλλΔικ 2006.442). Για τη λήψη δε της αποφάσεώς του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους αδελφούς του, καθώς και τις τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι τελευταίοι σχετικά με την επιμέλεια και τη διοίκηση της περιουσίας του (ΑΠ 550/2017 ό.π., ΑΠ 882/2015 ό.π., ΑΠ 317/2015 ό.π., ΑΠ 174/2015 ό.π., ΑΠ 561/2003 ΝοΒ 2004.23). Δεν είναι δε απαραίτητο να αναφέρεται στην απόφαση του δικαστηρίου, η γνώμη του ανηλίκου, ούτε, βεβαίως, επιβάλλεται στο δικαστήριο να συμμορφώνεται προς τη γνώμη του. Η απόφαση εξάλλου ανάθεσης της άσκησης της γονικής μέριμνας, πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 1511 παρ. 2 εδ. β΄ΑΚ, να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της κοινωνικής προέλευσης και της περιουσίας των γονέων (βλ. σχετ. ΑΠ 882/2015 ό.π. ΑΠ 235/2005 Δημ. Νόμος).

Από τις διατάξεις δε των άρθρων 1485, 1486, 1489 και 1493 του Α.Κ., προκύπτει ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν, είτε έχει διακοπεί η συμβίωση, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμη και εάν αυτό έχει περιουσία, της οποίας όμως τα εισοδήματα ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματα του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του και περιλαμβάνει τα αναγκαία για τη συντήρηση και εν γένει εκπαίδευση του έξοδα. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβιώσεως, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη επιτηρήσεως και εκπαιδεύσεως και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου. Για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής αξιολογούνται κατ` αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου, καθοριστικό δε στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι όροι διαβιώσεως, του, χωρίς όμως να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις (ΑΠ 174/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 541/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 120/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 837/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 416/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1681/2005 ΕλλΔικ 2006.461), προκαταβάλλεται δε σε χρήμα κάθε μήνα, εκτός αν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι να καταβληθεί με άλλο τρόπο (ΕφΛαρ 945/2005 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕΘ 2518/1995 ό.π., ΕΑ 2176/1989 ΕλλΔικ 33.179). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 1485, 1486, 1489 ΑΚ, προκύπτει ότι στοιχεία θεμελιωτικά του δικαιώματος διατροφής τέκνου, τα οποία πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 α Κ.Πολ.Δ, να περιέχονται στην περί τούτου σχετική αγωγή για το ορισμένο αυτής, είναι η αδυναμία του ανηλίκου τέκνου να διατρέφει τον εαυτό του από τα εισοδήματα της περιουσίας ή το προϊόν της εργασίας του, τα περιουσιακά στοιχεία του εναγομένου γονέα και το χρηματικό ποσό που χρειάζεται το τέκνο για την διατροφή του με βάση τις ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του, χωρίς να απαιτείται να εκτίθενται και οι οικονομικές δυνάμεις του άλλου γονέα, διότι το στοιχείο αυτό ανήκει στη βάση ενστάσεως από το άρθρο 1489 παρ. 2 ΑΚ, την οποία μπορεί να προτείνει ο εναγόμενος προς περιορισμό της υποχρεώσεώς του προς διατροφή του τέκνου του, ισχυριζόμενος ότι το τέκνο έχει δικαίωμα διατροφής έναντι και του άλλου γονέα, ο οποίος υποχρεούται να συμβάλει στην διατροφή του τέκνου ανάλογα με τις προσδιοριζόμενες με την ένσταση οικονομικές του δυνάμεις. Επίσης δεν απαιτείται να εκτίθενται στην αγωγή, για το ορισμένο αυτής, οι διατροφικές ανάγκες του τέκνου αναλυτικώς και το ποσό που χρειάζεται για την κάλυψη καθεμιάς, αφού με το συνηθισμένο και εύχρηστο νομικό όρο “διατροφή” νοείται σαφώς το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών του δικαιούχου, δηλαδή για την τροφή, τη στέγαση, το φωτισμό, τη θέρμανση, την ένδυση, την ψυχαγωγία και τη νοσηλεία αυτού, καθώς και για την ανατροφή και την εκπαίδευσή του (ΑΠ 1967/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 204/2010 Δημ. Νόμος). Ο εναγόμενος, συνεπώς, γονέας, προς καταβολή ολόκληρου του ποσού της διατροφής, μπορεί να επικαλεστεί κατ’ ένσταση, κατ’ άρθρο 262 ΚΠολΔ, ότι και ο άλλος γονέας έχει την οικονομική δυνατότητα, σε σχέση με τη δική του και σε συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του, να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής του ανηλίκου, οπότε, με την απόδειξη της ένστασης αυτής, περιορίζεται η υποχρέωση του εναγόμενου γονέα κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στη βάση αυτής υποχρέωση συνεισφοράς του άλλου γονέα (ΑΠ 120/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 204/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 680/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 416/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 884/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 782/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 396/2001, ΑΠ 804/1994 ΕλλΔικ 37.98, ΑΠ 1322/1994 ΕλλΔικ 35.368, ΑΠ 1060/1993 ΕλλΔικ 35 (1994) 1291, ΜονΕφΠειρ 749/2014 Δημ. Νόμος). Αλλά σε περίπτωση μη υποβολής της σχετικής αυτής ένστασης, δεν δύναται το δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την οικονομική δυνατότητα του άλλου γονέα και να κανονίσει, ανάλογα με τις δυνάμεις του κάθε γονέα, το επιδικαστέο σε βάρος του εναγομένου ποσό της διατροφής (βλ. σχετ. ΑΠ 416/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 344/2001 ΕλλΔικ 2002.113, ΑΠ 804/1994 ΕλλΔνη 37.97, ΑΠ 1322/1992 ΕλλΔνη 35.368, ΕφΔωδ 95/2006 Δημ. Νόμος, ΕΘ 1278/2001 Αρμ. 2002.225). Εφόσον, όμως, με την αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού, στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου, αλλά μόνο το μέρος το οποίο, κατά την άποψη του ενάγοντος, πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο γονέα, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις του ιδίου και του άλλου γονέως (του εναγομένου), ο αμυντικός ισχυρισμός ότι η αναλογία αυτή είναι διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην αγωγή, λειτουργεί ως άρνηση. Τότε, ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων πρέπει να γίνει από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα προς τα εκατέρωθεν αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά και ανεξάρτητα από την πληρότητα της σχετικής καταχώρισης του ισχυρισμού στα πρακτικά ή τις προτάσεις του εναγομένου (ΜονΕφΠειρ 432/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 749/2014 ό.π., ΕφΑθ 856/2010 ΕφΑΔ 2011.434, ΕφΘεσ 2944/2004 Αρμ 2005.886, ΕφΘεσ 1101/2002 Αρμ 2003.38, βλ. Απ. Γεωργιάδης, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, τόμ. ΙΙ, άρθρο 1489, αρ. 10, σελ. 826). Η δαπάνη δε για την εξυπηρέτηση στεγαστικών ή καταναλωτικών δανείων δεν προαφαιρείται από τα εισοδήματα του υποχρέου, όπως π.χ. από τον μισθό του, αλλά λαμβάνεται υπόψη, ως στοιχείο προσδιοριστικό της αξίας της περιουσίας του, η οποία πρέπει να εκληφθεί ότι μειώνεται κατά το ποσό του δανείου, καθώς και ως στοιχείο προσδιοριστικό των συνθηκών διαβίωσής του (ΑΠ 120/2013 ό.π., ΑΠ 230/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 680/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 837/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 471/2005 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 159/2015 Δημ. Νόμος ΜονΕφΠειρ 749/2014 ό.π., ΕφΚρητ 238/2012 αδημ., ΕφΠειρ 197/2006 αδημ., ΕφΠειρ 158/2006 αδημ., ΕφΠειρ 399/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 736/2004 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΔωδ 167/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 596/2004 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΛαρ 797/2003 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΠατρ 394/2003 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕΘ 2241/2000 Δημ. Νόμος). Οι προϋποθέσεις επιδίκασης διατροφής και ο καθορισμός της έκτασης και το ύψος αυτής κρίνονται από το χρόνο έγερσης της αγωγής ή επί αιτήματος για την επιδίκαση από την υπερημερία, από το χρόνο επέλευσής της. Το δικαίωμα αυτό πρέπει να έχει γεννηθεί κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 2070/2017  Δημ. Νόμος, ΑΠ 1626/2000 ΕλλΔικ 2001.710, ΑΠ 1155/1987 ΕΕΝ 1988.614, Ε. Κουνογέρη – Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, τόμ. Ι, έκδ. 1998 σελ. 306, 307). Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αγωγή, τα οποία πρέπει να έχουν συντελεσθεί μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιο δικαστηρίου, είναι απαράδεκτα προτεινόμενο με τις πρωτόδικες προτάσεις, την έφεση ή τις προτάσεις που υποβάλλονται στο Εφετείο. Αντιθέτως, τα καταλυτικά του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή γεγονότα και οι αντενστάσεις τα οποία δεν αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς που μεταβάλλουν τη βάση της αγωγής, μπορούν να προταθούν μέχρι την τελευταία επί της ουσίας της υποθέσεως συζήτηση, τόσο στο πρωτοδικείο όσο και στο Εφετείο εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 269 παρ. 9 και 527 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο εναγόμενος ως εκκαλών μπορεί να προτείνει παραδεκτώς τον πρώτο κατά την έκκλητη δίκη οψιγενή ισχυρισμό (ένσταση), στηριζόμενο στην επελθούσα μεταβολή των προσδιοριστικών του ύψους της διατροφής στοιχείων, η οποία θα μπορούσε να έχει ως επακόλουθο την παύση ή τη μείωση του ποσού της διατροφής (Ολ. ΑΠ 2/94, ΑΠ 2070/2017 ό.π., ΑΠ 900/2005). Επίσης, κατά το άρθρο 63 του Κ.Πολ.Δ, όποιος είναι ικανός για οποιαδήποτε δικαιοπραξία μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα και κατά το άρθρο 64 του ίδιου Κώδικα, όσοι είναι ανίκανοι να παρίστανται στο δικαστήριο με δικό τους όνομα εκπροσωπούνται από τους νομίμους αντιπροσώπους τους. Ικανός για κάθε δικαιοπραξία, σύμφωνα με το άρθρο 127 του Α.Κ, είναι όποιος έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του (ενήλικος). Όταν η δίκη διεξάγεται δε από το νόμιμο αντιπρόσωπο ανίκανου φυσικού ή νομικού προσώπου, διάδικος, υπέρ και κατά του οποίου ισχύει το δεδικασμένο, είναι ο αντιπροσωπευόμενος και όχι ο αντιπρόσωπος (Β.Βαθρακοκοίλη, Κ.Πολ.Δ υπό άρθρο  919 αρ.5). ΄Αρα ο ανήλικος δεν έχει δικαίωμα να παρίσταται με το δικό του όνομα στο δικαστήριο, αλλά εκπροσωπείται σε αυτό από τους δυο γονείς του, οι οποίοι ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα (ΑΠ 611/2013 ΤΝΠΔΣΑθ). Αν έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση των  γονέων και το τέκνο έχει αξίωση διατροφής κατά του γονέα, που δεν έχει την επιμέλεια του προσώπου του, την αξίωση αυτή την ασκεί εκείνος που έχει την επιμέλειά του και, αν δεν την έχει κανείς, αυτός με τον οποίο διαμένει το τέκνο (άρθρο 1516 Α.Κ). Επομένως, σε δίκη διατροφής ανηλίκου τέκνου, αν την επιμέλειά του έχει η μητέρα, αυτή έχει την εξουσία να παρίσταται στο δικαστήριο και να το εκπροσωπεί (ΑΠ 416/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 823/2000 Δημ. Νόμος, ΑΠ 511/1989 ΕλλΔνη 31.1270). Διάδικο όμως είναι το ανήλικο τέκνο και όχι η μητέρα του, η οποία απλώς αναπληρώνει την έλλειψη ικανότητας του τέκνου να παρίσταται το ίδιο στο δικαστήριο με το δικό του όνομα (Β.Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠολΔ υπό άρθρο 64 αρ.5, Β. Βαθρακοκοίλη, Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, έκδ. 2000, υπό άρθρο 1489 σημ. 14, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τόμ. Β΄, έκδ. 2003, σελ. 122 επ., ΕΑ 8007/2006 ΕλλΔικ 2007.1455, ΕφΔωδ 197/2004 Δημ. Νόμος, ΕΘ 2944/2004 Δημ. Νόμος, ΕΑ 839/2004 Δημ. Νόμος, ΕΑ 10634/1998 ΕλλΔνη 40.1116, ΕΑ 3702/1998 Δημ. Νόμος). Το απαράδεκτο αυτό, που ανάγεται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις, λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, με ελεύθερη απόδειξη, σε κάθε στάση της δίκης (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ ερμηνευτική – νομολογιακή ανάλυση, άρθρο 63 αρ. 17, 18, 21, 23). Για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1516 παρ. 2 του Α.Κ. δεν απαιτείται δικαστική ανάθεση της επιμέλειας. Αρκεί η επιμέλεια στην πραγματικότητα να ασκείται από τον ένα μόνο γονέα, βάσει ρητής ή και σιωπηρής συμφωνίας μεταξύ τους. Την εκδοχή αυτή επιβεβαιώνει η τελευταία φράση της ανωτέρω διάταξης, η οποία για την ενεργητική νομιμοποίηση έναντι του υπόχρεου αρκείται και στο πραγματικό γεγονός ότι το τέκνο διαμένει με αυτόν που ασκεί την αγωγή για διατροφή του. Από μία πρώτη άποψη η γραμματική διατύπωση του άρθρου 1516 παρ. 2 Α.Κ. φαίνεται να αποκλείει τη δυνατότητα άσκησης αγωγής διατροφής από τον ένα γονέα, όταν η άσκηση της γονικής μέριμνας στο σύνολό της, επομένως και η επιμέλεια εξακολουθεί να ανήκει και στους δύο γονείς, διότι παρά τη διάσταση αυτών (γονέων) δεν έχει ρυθμισθεί η άσκηση της γονικής μέριμνας. Ο νομοθέτης όμως θέλησε με την ρύθμιση της Α.Κ. 1516 παρ. 2 να διευκολύνει την άσκηση των αξιώσεων διατροφής του ανήλικου παιδιού από το γονέα που έχει στην πραγματικότητα την άσκηση της επιμέλειας αυτού και όχι να τη δυσχεράνει με τη διατύπωση διορισμού επιτρόπου. Το κριτήριο της διαμονής του γονέα, το οποίο προβλέπεται ρητά από την ανωτέρω διάταξη για τον προσδιορισμό του ενάγοντος που ασκεί την αξίωση διατροφής για λογαριασμό του ανηλίκου, πρέπει να επεκταθεί και στην περίπτωση, κατά την οποία την επιμέλεια έχουν και οι δύο γονείς, είτε γιατί έτσι ρυθμίστηκε μετά από προσφυγή στο δικαστήριο είτε γιατί δεν υπήρξε ακόμα δικαστική ρύθμιση, ο ένας όμως μόνο τυπικά, ενώ ο άλλος, δηλαδή αυτός που διαμένει με το παιδί, και ουσιαστικά, ασκεί την επιμέλεια. Ο γονέας, επομένως, με τον οποίο διαμένει το παιδί, θα πρέπει πάντοτε να το εκπροσωπεί στη δίκη διατροφής, χωρίς να χρειάζεται να διοριστεί τρίτος, ως ειδικός επίτροπος, ακόμη και αν η άσκηση της γονικής μέριμνας, άρα και της επιμέλειας, που αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα επί μέρους δικαιώματα αυτής (γονικής μέριμνας) εξακολουθεί να ανήκει θεωρητικά και στους δύο γονείς (ΑΠ 823/2000 Δημ. Νόμος). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390, 1486 παρ. 2, 1487, 1489 παρ. 2 και 1492 Α.Κ., προκύπτει ότι ο εναγόμενος γονέας στη δίκη διατροφής δεν μπορεί να προβάλλει καταρχήν την από το άρθρο 1487 παρ. 1 Α.Κ. προβλεπόμενη ένσταση διακινδύνευσης της δικής του διατροφής, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, όταν πρόκειται για διατροφή ανήλικων τέκνων του, εκτός αν επικαλεστεί και αποδείξει ότι τα τέκνα μπορούν να στραφούν εναντίον άλλου υποχρέου ή μπορούν να διατραφούν από την περιουσία τους (ΑΠ 676/2000 ΕλλΔικ 2000.1597, ΑΠ 804/1994 ΕλλΔικ 37.98, ΕφΠειρ 969/2007 αδημ., ΕΘ 1993/2003, Δημ. Νόμος, ΕφΔυτΜακεδ 186/2002 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕΘ 174/2001 ΕλλΔικ 2001.746, ΕΑ 9823/1999 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 157/1996 ΕλλΔικ 1997.1614).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 441 και 442 ΑΚ προκύπτει ότι ο συμψηφισμός, ο οποίος επιφέρει την, δια συνυπολογισμού, απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων υφισταμένων αμοιβαίων, ομοειδών κατ’ αντικείμενο, και ληξιπροθέσμων απαιτήσεων, συντελείται με δήλωση μονομερή απευθυντέα προς τον άλλον, η οποία δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο και δεν υπόκειται σε ανάκληση. Το αποσβεστικό αποτέλεσμα του συμψηφισμού επέρχεται είτε η σχετική δήλωση προβληθεί στο δικαστήριο είτε εξωδίκως, είναι δε δυνατό να προβληθεί και κατά την εκτέλεση, αν η σχετική ανταπαίτηση αποδεικνύεται παραχρήμα, δηλαδή με έγγραφο ή δικαστική ομολογία. Κατά το χρόνο επικλήσεως του συμψηφισμού πρέπει να υφίσταται κατά νόμο η απαίτηση, ήτοι να είναι έγκυρη και να μην υπόκειται σε κάποια ουσιαστική ένσταση, αναβλητική ή ανατρεπτική, χωρίς να εξετάζεται ο μετέπειτα διαρρέων χρόνος από την άποψη του αποτελέσματος που ήδη επήλθε (ΑΠ 132/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 633/2015, 1617/2009). Βασικό δηλαδή στοιχείο του συμψηφισμού είναι η ύπαρξη και η εγκυρότητα των συμψηφιζομένων απαιτήσεων. Έτσι, αν μία από τις απαιτήσεις δεν υπάρχει ή η σχετική σύμβαση από την οποία πηγάζει είναι άκυρη, ο συμψηφισμός δεν επιφέρει απόσβεση της άλλης απαιτήσεως. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα, είτε ενώπιον του δικαστηρίου με την μορφή ενστάσεως, με την οποία και μόνο ενεργεί (άρθρο 442 ΑΚ). Όταν ο εναγόμενος επικαλείται, κατά τη διάρκεια της δίκης, συμψηφισμό που έχει λάβει χώρα εξώδικα, πριν από την έναρξη της δίκης, δεν υπάρχει ουσιαστικά ένσταση συμψηφισμού, αλλά απλή ένσταση “εξοφλήσεως” διά του συμψηφισμού, η οποία υπάγεται στη ρύθμιση των κοινών ενστάσεων κατά το δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 132/2017 ό.π., ΑΠ 450/2013). Ειδικότερα, συνάγεται από τα παραπάνω άρθρα, ότι το διαπλαστικό δικαίωμα της δήλωσης (πρότασης) συμψηφισμού δημιουργείται από τότε που θα συνυπάρξουν δυο αντίθετες απαιτήσεις με τα προσόντα του συμψηφισμού. Συνεπώς από το χρονικό αυτό σημείο ο δικαιούχος της μιας απαίτησης και οφειλέτης της άλλης έχει το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του αυτή η απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων αναδρομικά και στο μέτρο που καλύπτονται, είτε γίνει αποδεκτή είτε όχι η πρότασή του από εκείνον στον οποίο απευθύνθηκε. Πρόδηλο είναι, επίσης, ότι ο νόμος δεν απαιτεί, ως όρο του συμψηφισμού, ταυτότητα του νομικού λόγου που στηρίζει τις αμοιβαίες απαιτήσεις ή συνάφεια της αιτίας τους, ούτε και επιβάλλει η ανταπαίτηση που προτείνεται προς συμψηφισμό να είναι εκκαθαρισμένη (ΑΠ 2111/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 844/1999). Κατά το άρθρο δε 451 ΑΚ, δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά ακατάσχετης απαίτησης. Τέτοια ακατάσχετη απαίτηση είναι η διατροφή, το οποίο είναι προσωποπαγές οικογενειακό δικαίωμα (άρθρο 982 παρ. 2 γ` ΚΠολΔ, Β, Βαθρακοκοίλης, ΕρμΑΚ, Οικογενειακό Δίκαιο, υπό το άρθρο 1485, παρ.17, σελ.698). Απαγορεύεται ο συμψηφισμός κατ’ απαιτήσεων εκ διατροφής (άρθρ. 451 Α.Κ., 982 ΚΠολΔ) κι αν ακόμη η προς συμψηφισμό προτεινόμενη απαίτηση απορρέει και αυτή από καταβληθέντα προηγουμένως αχρεωστήτως ποσά διατροφής (Βαθρακοκοίλη, Οικογενειακό Δίκαιο, σελ. 482, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τόμ. Α΄, έκδ. 2001, σελ. 308, ΕφΛαρ 224/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 380/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 582/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 945/2005 ΤΠΝΔΣΑθ, ΕφΘεσ. 509/1993 ΑΡΜ/1993 (532), ΕφΑθ 6754/1981 Δημ. Νόμος).

Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1498 ΑΚ διατροφή για παρελθόντα χρόνο δεν οφείλεται παρά μόνο από την υπερημερία. Και αυτό, γιατί ανάγκες παρελθόντος χρόνου, είτε ικανοποιήθηκαν είτε όχι, δεν συνιστούν, ήδη, ανάγκες, αφού παρήλθαν, ούτε νοείται, πλέον, ικανοποίηση αυτών. Η διάταξη, όμως, του άρθρου 1498 ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου, γι` αυτό η συμφωνία για καταβολή διατροφής ακόμα και αν αφορά παρελθόντα χρόνο (χωρίς να υπάρχει υπερημερία) είναι έγκυρη. Η διάταξη αυτή, αφενός μεν καθιερώνει τον κανόνα, ότι διατροφή δεν οφείλεται για παρελθόντα χρόνο, αφετέρου δε εισάγει εξαίρεση, κατά την οποία διατροφή για το παρελθόν οφείλεται μόνο από την υπερημερία. Η υπερημερία του οφειλέτη επέρχεται με δικαστική ή εξώδικη όχληση του εκ μέρους του δικαιούχου δανειστού (άρθ. 340 ΑΚ). ΄Οταν πρόκειται για οφειλή διαδοχικών παροχών, όπως στη διατροφή, η όχληση για αυτές μπορεί να γίνει είτε για το σύνολο των μελλουσών παροχών, είτε για το συγκεκριμένο μέρος τους, δηλαδή για παροχές ορισμένου χρόνου. Η όχληση για την καταβολή της διατροφής πρέπει να είναι ακριβής, ορισμένη και σαφής κατά το περιεχόμενο της, υπό την έννοια ότι πρέπει να προκύπτουν από αυτήν το είδος και η ακριβής ποσότητα της διατροφής. Απλή υπόμνηση προς τον υπόχρεο ότι οφείλει διατροφή και γενικά δήλωση του δικαιούχου σχετικά με την αξίωση του για διατροφή, δεν αποτελεί νόμιμη όχληση (βλ. ΑΠ 1765/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 342/2001 ΕλλΔνη 2002. 114, ΕΑ 6692/2011 Δημ. Νόμος, Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, Ερμηνεία ΑΚ, υπ` άρθ. 1498 σελ. 782-784). Δεν απαιτείται όχληση εάν για την εκπλήρωση της παροχής έχει συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα, οπότε ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής (άρθ. 341 ΑΚ), καθώς και όταν η όχληση είναι αδύνατη ή άσκοπη ή περιττή λόγω π.χ. της σαφώς αρνητικής στάσεως του οφειλέτη. ΄Ετσι, ο οφειλέτης και χωρίς όχληση του δανειστή γίνεται υπερήμερος, αν δήλωσε «σαφώς και κατηγορηματικώς» ότι δεν έχει σκοπό να εκπληρώσει την παροχή (βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, υπ` άρθ. 340, σελ. 235, παρ.4). Η όχληση, όπως και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει το περιττό ή άσκοπο της οχλήσεως, αποτελούν στοιχεία της αγωγής, όταν ζητείται διατροφή για το παρελθόν (βλ. ΕΑ 6692/2011 ό.π., ΕφΘεσ 2943/2005, ΕφΑθ 5956/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 342/2001 ΕλλΔνη 2002.114). Η όχληση μπορεί να γίνει και με την επίδοση στον υπόχρεο αίτηση επιδίκασης προσωρινής διατροφής, εφόσον δεν πρόκειται για οφειλή διαδοχικών παροχών, μπορεί να αφορά είτε αορίστως το σύνολο των μελλοντικών παροχών, είτε τις παροχές ορισμένου χρονικού διαστήματος (βλ. ΑΠ 342/2001 ΝοΒ 2002.341, ΕφΔωδ 399/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 589/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 909/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 222/2000 Αρμ ΝΕ.39, ΕφΑθ 7841/1995 Δημ. Νόμος, Α.Γεωργιάδη – Μ.Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ Τομ ΙΙ στο άρθρο 340 σελ. 235-237).

Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 1393 εδ. α΄ του Α.Κ., σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των τέκνων, να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση ολόκληρου ή τμήματος του ακινήτου που χρησιμεύει για κύρια διαμονή των ίδιων (οικογενειακή στέγη) ανεξάρτητα από το ποιός από αυτούς είναι κύριος ή έχει απέναντι στο κύριο το δικαίωμα της χρήσης του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο, μέσα στην εξουσία του να προστατεύσει την οικογένεια σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως, έχει την ευχέρεια να παραχωρήσει την αποκλειστική χρήση ολόκληρου ή τμήματος του ακινήτου που χρησιμεύει ως οικογενειακή στέγη στον έναν από τους συζύγους. Η εν λόγω παραχώρηση γίνεται με βάση τις ειδικές συνθήκες του καθενός συζύγου, το συμφέρον των τέκνων και τις αρχές της επιείκειας, οι οποίες είναι δυνατόν να επιβάλλουν κατά περίπτωση η παραχώρηση αυτή να γίνεται και προς τον σύζυγο που δεν έχει εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα στο ακίνητο, όπως επίσης να γίνεται με αντάλλαγμα ή χωρίς αντάλλαγμα, το οποίο είναι δυνατόν να υπολογισθεί ή και να μην υπολογισθεί κατά τον καθορισμό της διατροφής, που οφείλει ο υπόχρεος και κύριος της παραχωρούμενης οικογενειακής στέγης στον άλλο σύζυγο ή στα τέκνα του (ΑΠ 1922/2005 Δ/ΝΗ 2006/818, ΑΠ 1630/2002 ΕλλΔικ 2003.775, ΑΠ 792/2000 Δημ. Νόμος ΑΠ 219/1999 Δ/ΝΗ/1999 629, ΕφΛαρ 346/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 399/2005 Δημ. Νόμος, ΕΑ 9153/2005 Δημ. Νόμος, ΕΑ 9076/2003 Δημ. Νόμος, ΕΘ 1616/2003 Αρμ. 2003.1777, Εφ.Πειρ. 544/2002 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ. 320/1995 Ελ. Δνη 37,358, Εφ.Αθ. 663/1990 Ελ. Δνη 33,186 και τις εκεί παραπομπές στη βιβλιογραφία και νομολογία και επίσης Γ. Κουμάντου, Παραδόσεις Οικογενειακού δικαίου, Εκδοση 3η 1984, Τόμος Ι σελ. 176 παρ. 3, 4, 1.3.4). Σε περίπτωση δε που η παραχώρηση γίνεται, κατά τα ανωτέρω, με αντάλλαγμα και αυτό δεν υπολογίσθηκε κατά τον καθορισμό της οφειλόμενης διατροφής, τότε καθορίζεται από το δικαστήριο είτε με την απόφαση που παραχωρεί τη χρήση, είτε με  άλλη μεταγενέστερη απόφαση (ΑΠ 792/2000 Δημ. Νόμος, Α.Π. 19/1997 ΝοΒ 46.761, ΕΑ 9153/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2002, Δημ. Νόμος, ΕΑ 122/2002 Αρμ 2002/1479). Από τη διάταξη αυτή, η οποία συνάδει προς το άρθρο 21 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, κατά το οποίο η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του ΄Εθνους, τελεί υπό την προστασία του Κράτους, και δεν αντιτίθεται στο άρθρο 17 του ίδιου Συντάγματος, το οποίο προστατεύει την ιδιοκτησία και αφορά την ολική ή μερική αφαίρεση αυτής, χωρίς όμως να αποκλείει τη θέσπιση περιορισμών αναγομένων στην απόλυτη διαχείριση και κάρπωση του ακινήτου (βλ. και Εφ.Αθ. 698/1989 Ελ.Δικ. 33,156), προκύπτει ότι ο νομοθέτης έχει προσδιορίσει τρία αλληλένδετα κριτήρια για να κριθεί αν σε συγκεκριμένη περίπτωση επιβάλλεται η παραχώρηση της χρήσης σ` έναν από τους συζύγους της οικογενειακής στέγης ανεξάρτητα από το αν αυτή ανήκει στην κυριότητα του άλλου (συζύγου). Σε κάθε μια συγκεκριμένη περίπτωση το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εξειδικεύσει τους λόγους επιεικείας, τις ειδικές συνθήκες του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των τέκνων. Ως επιείκεια θεωρείται η περίπτωση αδυναμίας εύρεσης αλλαχού κατοικίας με υπερβολική οικονομική επιβάρυνση, την οποία αδυνατεί να καλύψει ο ενδιαφερόμενος, οι δε ειδικές συνθήκες προσδιορίζονται από τους όρους της μέχρι της διασπάσεως της έγγαμης συμβίωσης ζωής των ενδιαφερομένων και αναφέρονται στα πρόσωπα, τα οποία αποτέλεσαν και εξακολουθούν να αποτελούν την οικογένεια, η οποία όμως έχει διασπασθεί. Τα δύο πιο πάνω κριτήρια πρέπει να συνδυάζονται και με το συμφέρον των τέκνων, δηλαδή να κριθεί ότι η συνεχής διαβίωση των τέκνων στη συζυγική οικία είναι αναγκαία και επιβεβλημένη, λόγω και της μακροχρόνιας σ` αυτή διαμονής τους και της τυχόν δυσμενούς επίπτωσης στην προσωπικότητά τους αν τυχόν στερηθούν της οικογενειακής στέγης. Ο νομοθέτης θεωρεί υποδεέστερο το δικαίωμα του συζύγου στον οποίο ανήκει κατά κυριότητα το ακίνητο και υποχωρεί έναντι του άλλου συζύγου και των τέκνων των οποίων το δικαίωμα υπερέχει ουσιαστικά. Τα αντιτιθέμενα αυτά δύο συμφέροντα προσδιορίζονται σε κάθε μια περίπτωση κατ’ είδος και βαθμό και το δικαστήριο καταλήγει σε συμπέρασμα ανταποκρινόμενο στην εκκρεμή διένεξη των συζύγων (Α. ΓαΖής, στο ΝοΒ 31 σελ. 924-925 – ΕφΠειρ 544/2002 Δημ. Νόμος, ΕφΝαυπλ 125/1999). Η απόφαση του δικαστηρίου που ρυθμίζει τη χρήση της οικογενειακής στέγης διαρκεί όσο η διάσταση των συζύγων, εκτός εάν αναθεωρηθεί, τροποποιηθεί ή μεταρρυθμιστεί, όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις και παύει μετά από αμετάκλητη απόφαση που λύνει ή ακυρώνει το γάμο, οπότε οι σχέσεις των συζύγων αναφορικά με την κυριότητα, τη νομή και τη χρήση του ακινήτου, που χρησίμευε για οικογενειακή στέγη, διέπονται από τις γενικές διατάξεις του εμπραγμάτου και ενοχικού δικαίου (ΕφΑθ 5040/2010 Δημ. Νόμος, ΕΘ 2989/2005 Δημ. Νόμος, ΕΑ 8306/1995 Δημ. Νόμος, Δεληγιάννη, οικογ. Δίκ. 11,1987, §§ 241, 242, 243, Σπυριδάκη, Οικογ. Δίκ. σελ. 104, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ΑΚ. υπ` άρθ. 1393 αριθ. 85-87, Βασ. Βαθρακοκοίλη. Το Νέο Οικογ. Δίκαιο, υπ` άρθ. 1393 σελ. 206, 207. ΕΑ 335/1993 EλλΔνη 1994.485). Σε επείγουσες περιπτώσεις η ρύθμιση μπορεί να γίνει προσωρινά με ασφαλιστικά μέτρα (βλ. ΜΠρΒολ. 2878/2001 Δημ. Νόμος, Βαθρακοκοίλη «ΚΠολΔ» υπ’ άρθρο 735 αρ. 41, 42).

Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την κατάθεση της ένδικης από 28-2-2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/28-2-2014 αγωγής, περί αναθέσεως στην ενάγουσα της ασκήσεως της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου των διαδίκων και περί καταβολής σε αυτήν διατροφής για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου, ορίσθηκαν με πράξη του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε αυτή, τα προκαταβλητέα έξοδα και τέλη της δίκης από τον εναγόμενο στο ποσό των 300 (βλ. την από 28/02/2014 πράξη της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στην ως άνω έκθεση κατάθεσης της αγωγής). Ο εναγόμενος δεν εμφανίσθηκε, ούτε και εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο του κατά τη γενομένη στις 21/09/2016 συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πιο πάνω δικαστηρίου και τη νόμιμη, από το οικείο πινάκιο στη σειρά της εκφώνηση αυτής, αν και είχε επιδοθεί σ` αυτόν νομίμως και εμπροθέσμως (άρθρο 591 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ) ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με τις επ’ αυτής πράξεις α) ορισμού δικασίμου για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 11/06/2014, κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 24/02/2015, οπότε η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε β) των ως άνω προκαταβλητέων εξόδων και τελών γ) της από 24/02/2015 κλήσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 16/09/2015 και της από 23/9/2015 κλήσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 27/01/2016 μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο της 21/092016 (βλ. σχετ. με αριθμ. …../28-2-2014, …../07-04-2015 και …/27-10-2015 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……… η πρώτη και Πρωτοδικείου Αθηνών ………. οι λοιπές). Με την υπ’ αριθ. 2471/22-11-2016 απόφασή του, όπως από αυτήν διαπιστώνεται, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δίκασε την αγωγή, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων, ερήμην του εν λόγω διαδίκου και αφού προχώρησε στην έρευνα της αγωγής από νομική και ουσιαστική άποψη, σύμφωνα με τα άρθρα 681 Β΄ παρ. 1 και 672 Κ.Πολ.Δ, δέχθηκε εν μέρει αυτήν ως κατ’ ουσία βάσιμη και ανάθεσε στην εφεσίβλητη – ενάγουσα οριστικά την άσκηση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου των διαδίκων, ……….., υποχρέωσε δε τον εκκαλούντα – εναγόμενο να καταβάλει ως διατροφή στην ενάγουσα για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους α) το ποσό των 400 ευρώ μηνιαίως το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, για το χρονικό διάστημα από 19/02/2013 έως 27/02/2014, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης και β) το ποσό των 550 ευρώ μηνιαίως το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της κύριας αγωγής διατροφής του, ήτοι από 28/02/2014 έως 17/04/2016, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης. Ο διάδικος αυτός δεν είχε καταβάλει τα ορισθέντα ως άνω προκαταβλητέα έξοδα και τέλη της πρωτοβάθμιας δίκης, δεν προέβη δε στην καταβολή τούτων ούτε και μετά ταύτα μέχρι τη συζήτηση της από αυτόν ασκηθείσης υπό κρίση εφέσεως, μη αποδεικνυόμενης τέτοιας καταβολής από σχετική απόδειξη πληρωμής, προσκομιζόμενη από τον ίδιο, ούτε από ομολογία της ενάγουσας. Ο ισχυρισμός του εναγομένου δε ότι κατεβλήθησαν τούτα στην ενάγουσα κατόπιν κατασχέσεως εις χείρας τρίτου στην οποία η τελευταία προέβη σε βάρος του, δυνάμει επιταγής προς πληρωμής κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της με αριθμ. 2481/2016 αποφάσεως, είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, διότι, κατ’ άρθρο 909 παρ. 2 ΚΠολΔ, η πρωτόδικη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο ως προς τα δικαστικά έξοδα και αν ακόμη κηρύχθηκε κατά τις υπόλοιπες διατάξεις της προσωρινώς εκτελεστή. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη από 15/01/2017 έφεση, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./19-01-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../19-01-2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./01-03-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../01-03-2017, κατά το μέρος που αυτή στρέφεται, κατ’ ορθή εκτίμηση, κατά της εφεσίβλητης, ενεργούσας για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου της, ήτοι ως προς την αξίωση καταβολής διατροφής του, πρέπει, να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη, αφού ο εκκαλών εναγόμενος θεωρείται ότι είναι δικονομικώς απών ως εκ της προαναφερόμενης δικονομικής αταξίας του (μη καταβολής από αυτόν μέχρι της συζητήσεως της εφέσεως των προκαταβλητέων εξόδων και τελών της δίκης), σύμφωνα με το άρθρο 175 ΚΠολΔ (άρθρο 524 παρ. 3, 591 παρ. 1, βλ. και 674 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όπως η τελευταία αυτή διάταξη ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της κρίση αγωγής, ήτοι προ της αντικαταστάσεως των άρθρων 592 επ. και 610 επ. ΚΠολΔ από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ.  Α΄ 87/23.7.2015, έναρξη ισχύος 01.01.2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015-, (βλ. σχετ. ΑΠ 476/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 60/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 156/2016, ΜονΕφΠειρ 824/2014 ό.π., ΕφΑθ 2680/2008 ό.π., ΕφΑΘ 5546/2008 ό.π., ΕφΔωδ 77/2004 ό.π.). Πρέπει να σημειωθεί ότι για την υπό κρίση διαφορά δεν υφίσταται υποχρέωση κατάθεσης από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο παραβόλου (βλ. άρθρο 495 § 3 τελ. εδ. Κ.Πολ.Δ., όπως η § 3 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015- και όπως το α΄ εδ. της παρ. 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α΄, 240/22.12.2016 –έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του Ν. 4446/2016). Για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας αποφάσεως, ως προς τη διάταξη αυτή πρέπει να ορισθεί παράβολο, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρ. 505 παρ. 2 γ΄ Κ.Πολ.Δ).

Ως προς την ένδικη αξίωση, όμως, η οποία σωρεύεται στο ίδιο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, περί ανάθεσης στην ενάγουσα της άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου τους, ως προς την οποία δεν υπήρχε υποχρέωση προκαταβολής δικαστικών εξόδων και τελών, στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίση από 15/01/2017 έφεση, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../19-01-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./19-01-2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../01-03-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../01-03-2017, κατά της με αριθμό 2471/22-11-2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων, μετά από συζήτηση που έγινε, ερήμην του εναγομένου, στις 21/09/2016 και με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η από 28-2-2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/28-2-2014 αγωγή της εφεσίβλητης, την οποία είχε ασκήσει ατομικά και για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου της, ως ασκούσα προσωρινά την επιμέλειά του, περί αναθέσεως σε αυτήν οριστικά της ασκήσεως της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου της και επιδικάσεως διατροφής σε αυτήν, για λογαριασμό του, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον ερήμην δικασθέντα και ηττηθέντα στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εναγόμενο, με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 19-01-2017 (βλ. σχετ. με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/19-01-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../19-01-2017), καθώς η εκκαλουμένη επιδόθηκε σε αυτόν στις 20-12-2016 (βλ. σχετ. από …./20-12-2016 έκθεση επιδόσεως της εκκαλουμένης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ………..), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, όπως η τελευταία διάταξη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015- και 520 ΚΠολΔ. Επομένως, εφόσον για την υπό κρίση διαφορά, περί ανάθεσης στην ενάγουσα της άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου τους, δεν υφίσταται υποχρέωση κατάθεσης από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο παραβόλου (βλ. άρθρο 495 § 3 τελ. εδ. Κ.Πολ.Δ., όπως η § 3 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015- και όπως το α΄ εδ. της παρ. 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α΄, 240/22.12.2016 –έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του Ν. 4446/2016), ο εκκαλών επικαλείται δε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και προβάλλει, μεταξύ άλλων, άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής ως προς το κεφάλαιο αυτό, η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει δεκτή κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος, κατά το μέρος που αυτή στρέφεται, κατ’ ορθή εκτίμηση, κατά της εφεσίβλητης ατομικώς, ήτοι ως προς το κεφάλαιο της εκκαλουμένης περί ανάθεσης στην ενάγουσα της άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου τους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατά το κεφάλαιο αυτό, να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό ως προς αυτό και να ερευνηθεί η αγωγή, ως προς την ένδικη αξίωση περί ανάθεσης στην ενάγουσα της άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου τους, καθώς και οι κατ’ αυτής ισχυρισμοί του εκκαλούντος ως προς τη νομική και ουσιαστική τους βασιμότητα (άρθρα 528 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Στην προκείμενη περίπτωση η ενάγουσα, με την υπό κρίση από 28-2-2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./28-2-2014 αγωγή, την οποία, κατ’ ορθή εκτίμηση, άσκησε ατομικά και για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου της, …., το οποίο απέκτησε στις 27/07/2009, κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον εναγόμενο, ως ασκούσα προσωρινά την επιμέλειά του, δυνάμει της με αριθμ. 272/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), ζητούσε, λόγω της διάσπασης της εγγάμου συμβιώσεώς τους, μεταξύ άλλων, ν’ ανατεθεί σε αυτήν οριστικά η άσκηση της επιμέλειάς του, διότι τούτο επιτάσσει το συμφέρον του ανήλικου τέκνου και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική δαπάνη. Με το περιεχόμενο και αίτημα αυτό η υπό κρίση από 28-2-2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./28-2-2014 αγωγή, ως προς την αξίωση ανάθεσης στην ενάγουσα της άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου τους, αρμόδια είχε εισαχθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 17 παρ. 2 –όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 5 του Ν. 4055/2012 και προ της αντικαταστάσεώς του από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 23.7.2015, με έναρξη ισχύος 1.1.2016, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015-, 22 και 39 Α ΚΠολΔ), για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 681 Β΄, 666 παρ. 1, 667, 670, 671 παρ. 1-3, 672-676 ΚΠολΔ, εφαρμοζομένων στην περίπτωση β΄ του άρθρου 681 Β  παρ. 1, κατ’ άρθρο 681 Γ παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ και των άρθρων 598, 600, 601, 605, 606, 744 και 759 παρ. 3 του ΚΠολΔ), όπως οι διατάξεις αυτές ίσχυαν κατά το χρόνο άσκησης της κρίση αγωγής (ήτοι προ της αντικαταστάσεως των άρθρων 592 επ. και 610 επ. ΚΠολΔ από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ.  Α΄ 87/23.7.2015, έναρξη ισχύος 01.01.2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015-). Είναι δε αρκούντως ορισμένη, καθώς, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αγωγής, εκτίθενται λεπτομερώς τα στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του ασκούμενου με την αγωγή δικαιώματος για την ανάθεση στην ενάγουσα της άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου τους, ήτοι η ιδιότητα με την οποία η ενάγουσα ασκεί την αγωγή και το συμφέρον του τέκνου για την ανάθεση της άσκησης της επιμέλειάς του στη μητέρα του. Είναι δε νόμιμη, ως προς την αξίωση ανάθεσης στην ενάγουσα της άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου τους, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1510, 1511 παρ. 2, 1512, 1513, 1514, 1518 Α.Κ.. Περαιτέρω, εφόσον η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση εφέσεως από τον εναγόμενο που δικάσθηκε ερήμην επιφέρει την εξαφάνιση της ερήμην αποφάσεως, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση, ο εναγόμενος δεν είχε δε παρασταθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και από τη μη υποβολή στο Δικαστήριο έως τη μέρα της συζήτησης σχετικής αναλυτικής έκθεσης, σχετικά με την έρευνα από τα όργανα της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας των συνθηκών διαβίωσης του ανήλικου τέκνου, σύμφωνα με την υποχρεωτική προδικασία, η οποία καθιερώνεται από τη διάταξη του άρθρου 681 Γ΄ παρ. 2 του ΚΠολΔ, δεν δημιουργείται απαράδεκτο της συζήτησης, μέχρι την έκδοση των σχετικών προεδρικών διαταγμάτων για την ίδρυση κατά πρωτοδικείο και εν προκειμένω στο Πρωτοδικείο Πειραιώς αρμόδιων κοινωνικών υπηρεσιών που θα λειτουργούν ως αυτοτελείς επικεντρωμένες υπηρεσίες, καθόσον με το π.δ. 250/1999, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 54 το Ν. 2447/1996, ρυθμίζονται οι αρμοδιότητες της κοινωνικής υπηρεσίας μόνο για τη λειτουργία του θεσμού της δικαστικής συμπαράστασης (βλ. σχετ. ΑΠ 1413/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 214/2016 Δημ. Νόμος), η υπό κρίση από 28-2-2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../28-2-2014 αγωγή, ως προς την αξίωση ανάθεσης στην ενάγουσα της άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου τους, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί εάν είναι και κατ’ ουσία βάσιμη.

Σύμφωνα με το άρθρο 1520 παρ. 1 Α.Κ. ο γονέας που δεν διαμένει με το τέκνο, έχει δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με αυτό, τα σχετικά δε με την επικοινωνία κανονίζονται ειδικότερα από το Δικαστήριο. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να καταστεί αντικείμενο συμβατικής ή δικαστικής ρυθμίσεως. Η ρύθμιση του παραπάνω δικαιώματος επικοινωνίας λειτουργεί μέσα στο γενικότερο πλαίσιο διατάξεων που προβλέπουν την άσκηση του δικαιώματος αλλά και καθήκοντος των γονέων σχετικά με τη γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου τους (άρθρα 1510 Α.Κ επ. Α.Κ.), για την οποία ο νόμος (άρθρα 1511 και 1512 Α.Κ.) επιτάσσει η ρύθμιση αυτή να αποβλέπει πρωτίστως στο συμφέρον του τέκνου, λαμβάνοντας υπόψη του τις προκύπτουσες συντρέχουσες συνθήκες και περιστάσεις κάτω από τις οποίες θα ασκείται η προσωπική τους επικοινωνία στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. σχετ. ΑΠ 58/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 851/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 534/1991 ΕλλΔνη 1991 σελ. 1505, ΕΑ 2758/1998 ΕλλΔικ 1998.1646, ΕΑ 3743/1996 Δημ. Νόμος). Το άκρως προσωπικό αυτό δικαίωμα του γονέα για επικοινωνία με το ανήλικο τέκνο του, απορρέει από το φυσικό δεσμό του αίματος και του αισθήματος στοργής προς αυτό, συντελεί δε στην ανάπτυξη του ψυχικού του κόσμου και την εν γένει προσωπικότητά του, για αυτό η άσκησή του αποβλέπει κυρίως στο καλώς εννοούμενο συμφέρον του τέκνου, στη διατήρηση του ψυχικού δεσμού μεταξύ γονέα και τέκνου και την πρόληψη της μεταξύ τους αποξένωσης. Παράλληλα ανταποκρίνεται στη φυσική ανάγκη αμοιβαίας αγάπης και στοργής. Συντελεί περαιτέρω στην διατήρηση των αντιστοίχων συγγενικών σχέσεων του τέκνου και παρέχει τη δυνατότητα στον άλλο γονέα να έχει άμεση γνώση για την ανάπτυξη της προσωπικότητας, την πνευματική ανάπτυξη και γενικά την παρακολούθηση της όλης κατάστασης του τέκνου. Για τον καθορισμό της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο του είναι αδιάφορο για ποιο λόγο οι γονείς δεν ζουν μαζί, ποιος από αυτούς έχει την επιμέλεια του τέκνου και αν ο αξιώνων την επικοινωνία είναι υπαίτιος για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης των γονέων ή τη λύση του γάμου τους (βλ. ΑΠ 58/2017 ό.π., ΑΠ 851/2015 ό.π., ΑΠ 255/2011 Δημ. Νόμος, ΕΑ 416/1999 ΑρχΝ 2000.357, ΕΑ 2758/1998 ΕλλΔικ 1998.1646, Β. Βαθρακοκοίλη, Το νέο Οικογενειακό Δίκαιο, έκδ. 2000, άρθρο 1520 Α.Κ.). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων του άρθρ. 1520 ΑΚ προς εκείνες των άρθρ. 3§1 και 9§3 του Ν. 2101/1992 “Κύρωση της διεθνούς σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού” συνάγεται, ότι είναι επιτρεπτό να αποκλεισθεί η προσωπική επικοινωνία του γονέως με το ανήλικο τέκνο του, εάν τούτο επιβάλλεται από το συμφέρον του τελευταίου (ΑΠ 537/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 896/2007). Ενόψει δε των αποδεικνυομένων πραγματικών περιστατικών στη συγκεκριμένη υπόθεση και του καλώς εννοούμενου συμφέροντος του ανήλικου, το δικαστήριο πρέπει να προβαίνει στην αιτούμενη ρύθμιση της προσωπικής επικοινωνίας, καθορίζοντας τον τρόπο και το χρόνο, ο οποίος μπορεί να είναι και μεγαλύτερος της μίας ημέρας, κατά τον οποίο θα ασκείται το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας εκ μέρους του γονέα (ΕΘ 256/2000 Αρμ. 2001.1055, ΕΑ 2758/1998 ό.π.), με γνώμονα πάντα το συμφέρον του τέκνου και όχι την ικανοποίηση των θελήσεων καθενός από τους γονείς, οι οποίοι στη διαμάχη τους για την επικοινωνία, συχνά δεν κινούνται από πνεύμα προστασίας του συμφέροντος του τέκνου, αλλά από πνεύμα ικανοποίησης του εγωισμού τους (ΕΑ 416/1999 ό.π.). Στο περιεχόμενο του δικαιώματος της προσωπικής επικοινωνίας εντάσσεται προεχόντως η προσωπική συνάντηση του γονέα με το τέκνο, η συνομιλία, η κοινή έξοδος και η διανυκτέρευση στην ίδια οικία, εφόσον το επιτρέπει η ηλικία του τέκνου και η δυνατότητα παροχής από το γονέα της απαραίτητης φροντίδας που απαιτεί η ηλικία και οι τυχόν ιδιαιτερότητες του τέκνου (βλ. σχετ. ΕΘ 564/2008 Δημ. Νόμος, ΕΑ 2758/1998 ό.π., Β. Βαθρακοκοίλη ό.π. άρθρο 1520 Α.Κ. σημ. 10). Η επικοινωνία πρέπει να γίνεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα (μέτριας συχνότητας), που δεν επιβαρύνουν ιδιαίτερα το τέκνο. Παράλληλα με την προσωπική επικοινωνία ή σε υποκατάσταση αυτής, αν η πρώτη είναι αδύνατη για οποιοδήποτε λόγο ή περιορισμένης διάρκειας, μπορεί να υπάρχει τηλεφωνική, τηλεγραφική επικοινωνία και αλληλογραφία, χωρίς τη συναίνεση του γονέα που έχει την επιμέλεια, χωρίς βέβαια να αποκλείεται ο έλεγχος αυτού στα πλαίσια της άσκησης του δικαιώματος επίβλεψης και παρακολούθησης του γονέα αυτού (βλ. σχετ. Β. Βαθρακοκοίλη ό.π. άρθρο 1520 Α.Κ. σημ. 10). Η παρεμπόδιση δε της επικοινωνίας από το γονέα που έχει την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου, η οποία μπορεί να γίνεται και με την καλλιέργεια σ’ αυτό αρνητικών αισθημάτων απέναντι στον άλλο γονέα, συνεπάγεται κυρώσεις εις βάρος του, μεταξύ των οποίων μπορεί να είναι και η αφαίρεση της επιμέλειας του προσώπου του και η ανάθεσή της στον άλλο γονέα ή σε τρίτον (ΕΘ 1324/2001 Δημ. Νόμος, ΕΑ 416/1999 ό.π., Β. Βαθρακοκοίλης, Αναλυτική Ερμηνεία- Νομολογία ΑΚ, άρθρο 1520, τόμος Β’, σελ. 2046, AΚ. Πουλιάδης, εις Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ,’Αρθρο 1520, τόμος Η’, σελ. 218 επόμ., αριθμοί 2, 7, 34, 35, 42, 44, 50, 54, 58). Ενάγων στη δίκη για τη ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο, είναι ο γονέας που δεν ασκεί τη γονική μέριμνα ή δεν διαμένει μαζί με το τέκνο, σε καμία δε περίπτωση δεν νομιμοποιείται ενεργητικά ο γονέας που ασκεί τη γονική μέριμνα ή διαμένει μαζί του το τέκνο να ζητήσει να ρυθμισθεί η επικοινωνία του τέκνου του αυτού με τον άλλο γονέα, ο οποίος δεν έχει την επιμέλεια του και δεν διαμένει με αυτό (ΕΑ 6763/2008 Δημ. Νόμος, ΕΘ 256/2000 ό.π., ΕΘ 2322/1997 Δημ. Νόμος, ΕΑ 1609/1995 Δημ. Νόμος, ΕφΑΘ 3778/1993 ΕλλΔνη 35.440, ΕΑ 10659/1988 Δημ. Νόμος, ΜΠΣάμου 112/2005 Δημ. Νόμος, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τόμ. Β΄ έκδ. 2003, σελ. 313, Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη: Οικ. Δικ. Τόμος Β` σελ. 66 επ.). Εναγόμενος είναι αυτός που αμφισβητεί ή εναντιώνεται στο δικαίωμα του γονέα, συνήθως ο γονέας που έχει την επιμέλεια του τέκνου ή και τρίτος (ΕΑ 6763/2008 ό.π., ΕΑ 10659/1988 ό.π.). Κατά το άρθρο δε 950 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. αν παρεμποδίζεται το δικαίωμα της επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο, η απόφαση που ρυθμίζει την επικοινωνία μπορεί να απειλήσει με χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση εκείνον που εμποδίζει την επικοινωνία και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 947 ΚΠολΔ. Κατά τη σαφή έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως αποτελεί βασική προϋπόθεση για την εφαρμογή της το γεγονός ότι εκείνος που παρεμποδίζει το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο ενεργεί με πρόθεση ματαιώσεως και αποτροπής της ανωτέρω επικοινωνίας (ΑΠ 1703/2002, ΑΠ 422/1999). Κατά την παρ. 2 του άρθρου 950 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα (και όχι υποχρέωση) να απειλήσει χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση εναντίον αυτού που παρεμποδίζει την προσωπική επικοινωνία (ΑΠ 422/1999 ό.π., ΑΠ 1465/1988 Δημ. Νόμος, ΕΘ 693/2001 Δημ. Νόμος). Με τη διάταξη του άρθρου 950 παρ. 2 ΚΠολΔ, η οποία θεσπίζει αναπληρωματική εκτέλεση και είναι ειδική για την περίπτωση της επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο, έχει δε ως σκοπό την εξασφάλιση της υποχρεώσεως για παράλειψη της διαταράξεως της επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα του (ΕΘ 693/2001 ό.π.), καθιερώνονται δύο αποκλίσεις από τους γενικούς κανόνες που περιέχονται στις διατάξεις του άρθρου 947 του ΚΠολΔ. Οι αποκλίσεις αυτές συνίστανται στο ότι η απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης α) πρέπει να περιέχεται στην απόφαση που ρυθμίζει την επικοινωνία και β) είναι μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης και δεν μπορούν να απειληθούν με απόφαση μεταγενέστερη, κατά την έκδοση της οποίας το δικαστήριο δεν θα έχει την ολοκληρωμένη αντίληψη των συνθηκών που, κατά την κυριαρχική του κρίση, θα του επιβάλλουν, όπως θα την έχει κατά τη με την αρχική απόφασή του ρύθμιση της επικοινωνίας. Η σαφής δε γραμματική διατύπωση της προαναφερομένης διάταξης του άρθρου 950 παράγραφος 2 αποδίδει με πληρότητα τη βούληση του νομοθέτη, ο οποίος, λόγω προφανώς και της φύσεως της περίπτωσης που θα έχει οπωσδήποτε αντίκτυπο στο πρόσωπο του τέκνου, θέλησε να περιορίσει την απειλή και ενδεχομένως τη μετέπειτα επιβολή των μέσων τούτων, που διαφορετικά θα καλύπτονταν από τις γενικές διατάξεις του άρθρου 947 του ΚΠολΔ, που έχουν εφαρμογή σε κάθε περίπτωση που ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να παραλείψει ή να ανεχθεί μια πράξη και που ορίζουν μεταξύ άλλων ότι αν η απειλή της χρηματικής ποινής και της προσωπικής κράτησης (που είναι κατ’ αρχήν υποχρεωτική για περιπτώσεις παραβάσεως) δεν περιέχεται στην απόφαση που καταδικάζει τον οφειλέτη να παραλείψει ή να ανεχθεί την οριζόμενη πράξη, απαγγέλλεται από το μονομελές πρωτοδικείο. Κατόπιν τούτου, είναι προφανές ότι η παραπομπή στο άρθρο 947 που περιέχεται στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 950 παράγραφος 2, δεν περιλαμβάνει  και την απειλή των προαναφερόμενων μέσων με απόφαση νεώτερη εκείνης  που ρύθμισε την επικοινωνία, αλλά αναφέρεται σε εκείνες μόνο τις διατάξεις που δεν είναι αντίθετες προς τα πιο πάνω ειδικότερα οριζόμενα, όπως είναι αυτές που προβλέπουν, μεταξύ άλλων, την παραπέρα διαδικασία της εκτέλεσης (ΑΠ 1465/1988 Δημ. Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση ο εκκαλών με το δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης σωρεύει αίτηση περί αναθέσεως σε αυτόν της άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου, που απέκτησε κατά τη διάρκεια του γάμου του με την ενάγουσα, άλλως και στους δύο γονείς από κοινού, άλλως περί ρυθμίσεως του δικαιώματος επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η σωρευθείσα στο δικόγραφο της έφεσης αίτηση περί αναθέσεως σε αυτόν της άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου, που απέκτησε κατά τη διάρκεια του γάμου του με την ενάγουσα, άλλως και στους δύο γονείς από κοινού, άλλως περί ρυθμίσεως του δικαιώματος επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο, που το πρώτον υποβάλλεται με την ένδικη έφεση, συνάδει, κατ’ ορθή εκτίμηση, σε ανταγωγή, η οποία, όμως, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα κρίνεται απορριπτέα και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη (ΚΠολΔ 525 παρ. 2), διότι, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, από τις διατάξεις των άρθρων 525 παρ. 2 και 528 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η υποβολή, για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη, αυτοτελούς αιτήσεως, όπως και η άσκηση ανταγωγής, είναι απαράδεκτη, ακόμη και αν συναινεί ο αντίδικος, έστω και αν ο εναγόμενος δικάσθηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό. Το απαράδεκτο δε αυτό, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Μπορεί όμως ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην να προβάλει, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, και δεν πρότεινε λόγω της απουσίας του, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ., όχι όμως και να υποβάλει νέα αιτήματα καθ` υπέρβαση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, αφού τη δυνατότητα αυτή δεν έχει ούτε ο κατ’ αντιμωλίαν δικαζόμενος διάδικος (ΑΠ 1572/2013 ό.π., ΕφΑθ 3706/2015 ό.π., ΕφΘεσ 52/2012 ό.π.). Το γεγονός ότι αυτές ασκούνται από τον ερήμην πρωτοδίκως δικασθείσα εναγόμενο δεν τις καθιστά παραδεκτές, αφού τέτοια δυνατότητα δεν δίνει το άρθρο 528 ΚΠολΔ., όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών. Εξάλλου, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, κατά το άρθρο 106 του Κ.Πολ.Δ. το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος, που εξετάστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με επιμέλεια της ενάγουσας και του οποίου η κατάθεση περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα οι διάδικοι, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ……, η οποία γεννήθηκε στις 11/07/1984, στο Αμαρούσιο Αττικής και ο … …, ο οποίος γεννήθηκε στις 04/01/1981, στη Νίκαια Αττικής, τέλεσαν νόμιμο πολιτικό γάμο στις 03/11/2006, στο Δημαρχείο Κερατσινίου – Δραπετσώνας Αττικής, ο οποίος ιερολογήθηκε, κατά τους Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, στις 06/09/2008, στον Ιερό Ναό ………… Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν ένα (1) άρρεν τέκνο, το …., που γεννήθηκε στις 27/07/2009 στην Αθήνα (βλ. σχετ. από 13/09/2016 βεβαίωση της Δ/νσης Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης). Μετά το γάμο τους εγκαταστάθηκαν αρχικά στην … και εν συνεχεία, από τον Ιούλιο του έτους 2007, σε οικία, συγκυριότητάς τους, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, που βρίσκεται επί της οδού …… στο ….. Αττικής. Η έγγαμη συμβίωσή τους διασπάστηκε οριστικά περί τα τέλη Φεβρουαρίου του έτους 2013, με την αποχώρηση του εναγομένου από τη συζυγική οικία, κατόπιν της από 25/02/2013 προσωρινής διαταγής, με την οποία διατάχθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς η μετοίκηση του εναγομένου από τη συζυγική οικία. Η ως άνω προσωρινή διαταγή χορηγήθηκε επί της από 13/02/2013 με αριθμό κατάθ. …./2013 αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων της συζύγου εναντίον του, η οποία κοινοποιήθηκε (η αίτηση) στον εναγόμενο στις 19/02/2013 (βλ. σχετ. με αριθμ. …./19-02-2013 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά …… ., σε συνδυασμό με την από 19/0/2013 απόδειξη παραλαβής δικογράφου και την από 19/02/2013 βεβαίωση της ιδίας ως άνω Δικαστικής Επιμελήτριας). Με την ως άνω αίτηση η μητέρα του τέκνου ζητούσε την προσωρινή ανάθεση σε αυτήν της άσκησης της επιμέλειάς του και την προσωρινή επιδίκαση διατροφής σε χρήμα σε αυτήν, για λογαριασμό του τέκνου, με το οποίο διέμενε, ύψους 400 ευρώ μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αίτησης, καθώς και τη μετοίκηση του συζύγου από τη συζυγική οικία. Δυνάμει της ως άνω από 25/02/2013 προσωρινής διαταγής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επίσης, επιδικάστηκε προσωρινά το ποσό των 150 ευρώ ως εις χρήμα διατροφή του ανήλικου τέκνου. ΄Εκτοτε η ενάγουσα παρέμεινε μαζί με το ανήλικο τέκνο στην οικογενειακή στέγη, που βρίσκεται στο β΄ όροφο οικοδομής, επί της οδού … αρ. …, στο …. Αττικής, έκτασης 110 τ.μ., συγκυριότητας της ιδίας και του εναγομένου, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου εκάστου, ενώ ο εναγόμενος εγκαταστάθηκε σε άλλη οικία και ήδη, όπως προκύπτει από το δικόγραφο των προτάσεών του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, διαμένει σε μίσθια οικία στην …. Αττικής, επί της οδού … αρ. …. Μετά δε από συζήτηση που έγινε αντιμωλία των διαδίκων στις 03/12/2013 και αφού συνεκδικάστηκε η ως άνω αίτηση της μητέρας του τέκνου με την από 22/07/2013 και με αριθμ. κατάθ. …../2013 αντίθετη αίτηση του πατέρα του τέκνου περί αναθέσεως σε αυτόν προσωρινά άλλως και στους δύο από κοινού της ασκήσεως της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου, εκδόθηκε η με αριθμ. 272/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δυνάμει της οποίας έγινε δεκτή εν μέρει η αίτηση της συζύγου και ανατέθηκε προσωρινά στην ίδια η άσκηση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου, απορριπτομένης δε ως αβάσιμη η αντίθετη αίτηση του πατέρα του τέκνου. Επίσης, απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η από 13/02/2013 με αριθμό κατάθ. …./2013 αίτηση, ως προς το αίτημα περί προσωρινής επιδίκασης διατροφής στη μητέρα του τέκνου για λογαριασμό του. Η ως άνω με αριθμ. 272/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κοινοποιήθηκε στον εναγόμενο στις 28/02/2014 (βλ. σχετ. με αριθμ. …./28-02-2014 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……….). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι από τις διατάξεις των άρθρων 695 και 697 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων εκδιδόμενες δικαστικές αποφάσεις έχουν προσωρινή ισχύ, δεν επηρεάζουν την κυρία δίκη και μπορεί να ανακληθούν από το δικαστήριο που τις έχει εκδώσει ή από το δικαστήριο της κυρίας υποθέσεως (ΕΘ 2217/2006 Δημ. Νόμος). Εν συνεχεία η ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση από 28-2-2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../28-2-2014 αγωγή περί αναθέσεως οριστικά σε αυτήν αποκλειστικά της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου της, καθώς και περί επιδικάσεως σε αυτήν διατροφή για λογαριασμό του, ως ασκούσα προσωρινά την επιμέλειά του, επικαλούμενη ότι τούτο το επιβάλλει το συμφέρον του τέκνου και ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, μετά από τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος για καταβολή μηνιαίας διατροφής για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου της, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και με τις έγγραφες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να προκαταβάλλει σε αυτήν, υπό την ως άνω ιδιότητά της, για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου της, με το οποίο διαμένει, εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, ως συμμετοχή του στην τακτική σε χρήμα διατροφή του, το ποσό των 550 ευρώ μηνιαίως, α) για το χρονικό διάστημα από την όχληση του εναγομένου, η οποία έλαβε χώρα με την επίδοση σε αυτόν της από 13/02/2013 και με αριθμ. κατάθ. …./2013 αίτησής της προσωρινής επιδικάσεως διατροφής σε αυτήν, για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους, υπό την ως άνω ιδιότητά της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, έως την επίδοση της υπό κρίση αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης και β) για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής έως τις 17/04/2016, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης έως την εξόφληση, διότι το ανήλικο τέκνο αδυνατεί να διατρέφει τον εαυτό του από εισοδήματα της περιουσίας του ή από το προϊόν εργασίας του κατάλληλης για την ηλικία του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες, ενώ ο εναγόμενος δύναται, κατά τα λεπτομερώς αναφερόμενα στην αίτηση να καλύψει τις διατροφικές του ανάγκες. ΄Ηδη, δυνάμει της με αριθμ. 3767/21-10-2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία γαμικών διαφορών), μετά από συζήτηση που έγινε στις 22/05/2015, αντιμωλία των διαδίκων συζύγων, απαγγέλθηκε η λύση του μεταξύ τους γάμου. Η απόφαση αυτή έχει καταστεί αμετάκλητη από 21/12/2015, όπως προκύπτει και από το με αριθμ. πρωτ. …./11-5-2016 Διαζευκτήριο του Μητροπολίτη Χαλκίδος. Με την εκκαλούμενη δε με αριθμ. 2471/22-11-2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων, μετά από συζήτηση που έγινε ερήμην του εναγομένου, όπως προαναφέρθηκε, στις 21/09/2016, έγινε δεκτή εν μέρει ως κατ’ ουσία βάσιμη η από 28-2-2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./28-2-2014 αγωγή και ανατέθηκε οριστικά η επιμέλεια του ανήλικου τέκνου στη μητέρα του, υποχρεώθηκε δε ο πατέρας του τέκνου να καταβάλλει ως συμμετοχή του στη διατροφή του ανήλικου τέκνου α) το ποσό των 400 ευρώ μηνιαίως το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, για το χρονικό διάστημα από 19/02/2013 έως 27/02/2014, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης και β) το ποσό των 550 ευρώ μηνιαίως το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της κύριας αγωγής διατροφής του, ήτοι από 28/02/2014 έως 17/04/2016, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης. Επίσης, με την με αριθμ. 2481/22-11-2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία, μετά από συζήτηση που έγινε ερήμην του εναγομένου, όπως προαναφέρθηκε, στις 21/09/2016, υποχρεώθηκε ο πατέρας του τέκνου να καταβάλλει ως συμμετοχή του στη διατροφή του ανήλικου τέκνου το ποσό των 600 ευρώ μηνιαίως το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, για το χρονικό διάστημα των δύο (2) ετών, αρχής γενομένης από την επίδοση της από 13-4-2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../14-4-2016 αγωγής, ήτοι από 18/04/2016 έως 18/04/2018, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης. Εναντίον της αποφάσεως αυτής με αριθμ. 2481/2016) ο εκκαλών άσκησε, επίσης, την από 15/01/2017 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/19-01-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./19-01-2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/01-03-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./01-03-2017 και δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 16/11/2017. Σ’ εκτέλεση της ως άνω με αριθμ. 2481/2016 αποφάσεως, δυνάμει επιταγών προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου εκτελεστού, για την ικανοποίηση των ως άνω απαιτήσεων, η ενάγουσα επέβαλε κατάσχεση εις χείρας τρίτου και ειδικότερα του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας / Διεύθυνση Οικονομικού (Δ6) και ανώνυμων τραπεζικών εταιριών. Εναντίον της ως άνω με αριθμ. 2481/2016 αποφάσεως και της κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού αυτής επιταγής προς πληρωμή, ο εναγόμενος άσκησε τη με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/01-06-2017 και με Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. Ανακοπή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας δεν προκύπτει η έκδοση απόφασης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η μητέρα του τέκνου είναι Υπαξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Μετά από τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, η μητέρα παρέμεινε στη συζυγική οικία, στο …. Αττικής, όπου διαμένει έκτοτε μαζί με το ανήλικο τέκνο. Το ανήλικο τέκνο, όταν ήταν σε ηλικία 5,2 ετών, διαπιστώθηκε ότι παρουσιάζει διαταραχή άρθρωσης (βλ. σχετ. με αριθμ. πρωτ. ……/03-10-2014 ιατρική γνωμάτευση του Ιατρείου Αναπτυξιακής Παιδιατρικής της Γ΄ Παιδιατρικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α. (Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο «Αττικόν»), για την αντιμετώπιση της οποίας κρίθηκε αναγκαία, από τους θεράποντες ιατρούς του, η παρακολούθηση μηνιαίου προγράμματος ειδικής αγωγής διάρκειας ενός (1) έτους. Ειδικότερα, έγινε σύσταση για την παρακολούθηση των ακόλουθων συνεδριών: 15 λογοθεραπείες, 15 Ειδικής Διαπαιδαγώγησης, 4 συμβουλευτικής γονέων, 8 θεραπείες συμπεριφοράς. Τον Οκτώβριο δε του έτους 2014, άρχισε την παρακολούθηση των ως άνω θεραπευτικών προγραμμάτων σε παιδοψυχολόγο / συμβουλευτική ψυχολόγο, με συνεδρίες λογοθεραπείας, ειδικής διαπαιδαγώγησης και θεραπείας συμπεριφοράς, το μηνιαίο κόστος των οποίων κυμαινόταν μεταξύ 210 και 360 ευρώ, αναλόγως του αριθμού των συνεδριών που η παιδοψυχολόγος έκρινε ότι απαιτείται να πραγματοποιούνται κάθε μήνα. Το συνολικό δε κόστος των συνεδριών που πραγματοποίησε το τέκνο από τον Οκτώβριο του έτους 2014 έως το Μάρτιο του έτους 2015, ανήλθε στο ποσό των 1.626,90 ευρώ, γεγονός που περιήλθε σε γνώση του εναγομένου (βλ. σχετ. την από 06/04/2015 εξώδικη δήλωσή της – πρόσκληση – διαμαρτυρία και γνωστοποίηση προς τον εναγόμενο και τη με αριθμ. …../07-04-2015 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……..). Είναι δε ασφαλισμένο για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στον ασφαλιστικό φορέα του πατέρα του, πλην, όμως, παρά τις παρακλήσεις της μητέρας του τέκνου, όπως προβεί ο τελευταίος σε διαγραφή του τέκνου από τον ασφαλιστικό φορέα του (ήτοι ως έμμεσα ασφαλισμένου στην Πολεμική Αεροπορία), προκειμένου να καταχωρηθεί ως έμμεσα ασφαλισμένος στο δικό της ασφαλιστικό φορέα (ήτοι στο Πολεμικό Ναυτικό), καθώς ο εναγόμενος δεν προέβη σε καμία ενέργεια, είτε στην καταβολή των αναγκαίων δαπανών και την προσκόμιση των απαιτούμενων δικαιολογητικών περί καταβολής τους στον ασφαλιστικό του φορέα, είτε στη διακοπή της ασφάλισης του τέκνου από την αρμόδια υπηρεσία του ασφαλιστικού του φορέα, καθώς, όπως προκύπτει από το με αριθμ. πρωτ. ……/10-08-2015 έγγραφο της Δ/νσης Υγειονομικού (Τμήμα 2) του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας, για τη διακοπή της ενεργούς ασφάλισης αυτού είναι αναγκαία να συνυποβληθεί και η αντίστοιχη έγγραφη συναίνεση του πατέρα του τέκνου, αλλά ούτε και προκύπτει ότι απάντησε στην από 06/04/2015 εξώδικη δήλωσή της – πρόσκληση – διαμαρτυρία και γνωστοποίηση (βλ. σχετ. το με αριθμ. πρωτ. ………/10-08-2015 έγγραφο της Δ/νσης Υγειονομικού (Τμήμα 2) του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας, σε απάντηση της από 30/07/2015 αιτήσεως της μητέρας του τέκνου προς το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας περί διακοπής της ασφαλίσεως του ανήλικου τέκνου για την ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη από την ως άνω υπηρεσία (ΓΕΑ/ΔΥΓ), προκειμένου ν’ αναλάβει η ίδια την έμμεση ασφάλιση του τέκνου τους στον ασφαλιστικό της φορέα (ΓΕΝ/ΔΥΓ), σε συνδυασμό με την από 06/04/2015 εξώδικη δήλωσή της – πρόσκληση – διαμαρτυρία και γνωστοποίηση προς τον εναγόμενο και τη με αριθμ. …/07-04-2015 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………..). Επίσης, η μητέρα του τέκνου μεριμνά για την παρακολούθηση από το τέκνο των εκπαιδευτικών προγραμμάτων – εκδρομών – εκδηλώσεων του σχολείου όπου φοιτά, καθώς και άλλων δραστηριοτήτων, αναλαμβάνοντας τη σχετική δαπάνη συμμετοχής του. Ο πατέρας του τέκνου είναι Υπαξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας και κατά τον ίδιο χρόνο υπηρετούσε στην 112 Πτέρυγα Μάχης στην Ελευσίνα και εν συνεχεία ως Επισμηνίας στο Σμήνος Μουσικής. Επίσης, απασχολείται ως μουσικός (λυράρης) σε νυχτερινά μουσικά κέντρα διασκέδασης με κρητική μουσική. Δεν προέκυψε δε ότι δύναται να διαθέσει, λόγω του ως άνω μη σταθερού ωραρίου του και των απασχολήσεών του, τον απαιτούμενο χρόνο για τον έλεγχο και τη φροντίδα του τέκνου του, ενόψει και των προβλημάτων υγείας που το τελευταίο αντιμετωπίζει. Ο πατέρας του τέκνου, όμως, πέραν των αιτήσεών του ασφαλιστικών μέτρων το έτος 2014 περί αναθέσεως σε αυτόν προσωρινά της ασκήσεως της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου, δεν επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανάθεση σε αυτόν αποκλειστικά της ασκήσεως οριστικά της επιμέλειάς του. Κατά τη συζήτηση δε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 21/09/2016, της υπό κρίση αγωγής, η οποία είχε ασκηθεί στις 28/02/2014, δεν κατέστη δυνατή η απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφορά, διότι ο εναγόμενος, αν και είχε κλητευθεί κατά τα ανωτέρω νόμιμα και εμπρόθεσμα, δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο, θεωρουμένου αυτού ωσεί παρόντος. Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου παραστάθηκε μόνη η ενάγουσα μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, στην οποία είχε ανατεθεί με την εκκαλουμένη η άσκηση αποκλειστικά της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου τους, ενώ ο εναγόμενος δεν παραστάθηκε αυτοπροσώπως αλλά εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο (ΑΠ 2130/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 599/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 181/2011 Δημ. Νόμος). Για πρώτη φορά υπέβαλε αίτημα περί ανάθεσης σε αυτόν οριστικά της ασκήσεως της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου του, άλλως και στους δύο γονείς από κοινού, με την υπό κρίση έφεσή του, ήτοι μετά από την πάροδο τεσσάρων (4) περίπου ετών από τη διάσπαση της εγγάμου συμβιώσεώς τους. Περαιτέρω, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν λόγοι που να καθιστούν ακατάλληλη την μητέρα του ανήλικου τέκνου για την άσκηση της επιμέλειάς του. Η αιτούσα παρέχει αντικειμενικώς, in concretο, λόγω και της ηλικίας του τέκνου, τη δυνατότητα καλύψεως του μεγαλυτέρου μέρους των ψυχολογικών κυρίως αναγκών του ανήλικου τέκνου, για συναισθηματικές σταθερές, που επιτυγχάνονται με εκδηλώσεις αγάπης, στοργής, φροντίδας, περιποίησης, τρυφερότητας και προσοχής και εγγυάται την ομαλή σωματική και ψυχοπνευματική ανάπτυξή του. Η διάσπαση, εξάλλου, της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και τη διάσπαση της οικογενειακής συνοχής κλονίζει σοβαρώς την ψυχική ισορροπία των τέκνων που αισθάνονται ανασφάλεια και επιζητούν στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία όχι σπανίως χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων. Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής ο γονέας που αναλαμβάνει την επιμέλεια έχει, κατά την επιταγή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο κι αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής. Δεν συντρέχει δε ιδιαίτερος λόγος προς διεξαγωγή αυτοψίας – πραγματογνωμοσύνης καθώς το Δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση από όλα τα προσκομιζόμενα νόμιμα με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού ισχυρισμού του εναγομένου. Συνεπώς, ενόψει όλων των ανωτέρω, ως προς το ζήτημα της ανάθεσης οριστικά της άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου, του οποίου δεν ζητήθηκε η γνώμη, διότι, αφενός μεν λόγω της ηλικίας του, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν έχει την απαιτούμενη ωριμότητα για να κρίνει το συμφέρον του, αφετέρου δε προ αποφυγή διατάραξής του λόγω των ως άνω προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει, το πραγματικό συμφέρον του ανήλικου, όπως το καθορίζουν οι βιοτικές και ψυχικές ανάγκες του, η ηλικία του, οι προσωπικές ιδιότητες των διαδίκων, ο τόπος κατοικίας του τέκνου από τη γέννησή του, όπου βρίσκεται το σχολικό και φιλικό του περιβάλλον, ο τόπος κατοικίας και η επαγγελματική απασχόληση των γονέων του τέκνου, η ενασχόληση της μητέρας του τέκνου με την επιμέλεια και την ανατροφή του από τη διάσπαση της εγγάμου συμβιώσεως, το γεγονός ότι η αναίτια και αβασάνιστη στέρηση του ενός από τα δύο γονεϊκά πρότυπα δεν αντισταθμίζεται, ούτε αναπληρώνεται από κανένα υλικό αγαθό, ούτε βέβαια υποκαθίσταται από την παρουσία άλλων προσώπων στη ζωή τους, αντίθετα τα οδηγεί σε συναισθηματικό ακρωτηριασμό, οι διαταραγμένες σχέσεις μεταξύ των γονέων του τέκνου, καθώς και ο ελεύθερος χρόνος που δύναται να διαθέσει ωφέλιμα και με αγάπη κάθε γονέας για το ανήλικο τέκνο, επιβάλλει να ανατεθεί αποκλειστικά η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του στη μητέρα του, διότι κρίνεται αναγκαία, λόγω και της κρισιμότητας της ηλικίας του, η διατήρηση της σταθερότητας στις συνθήκες ανάπτυξης του ανήλικου, στις οποίες συνήθισε να μεγαλώνει. Κατόπιν αυτών, εφόσον συντρέχει νόμιμη περίπτωση, συνισταμένη στην ανάγκη ρυθμίσεως της ασκήσεως της επιμέλειας του ως άνω ανήλικου τέκνου, πρέπει η υπό κρίση από 28-2-2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../28-2-2014 αγωγή, ως προς την αξίωση ανάθεσης στην ενάγουσα της άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου τους, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατʼ ουσίαν και να ανατεθεί στην ενάγουσα αποκλειστικά η άσκηση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου της ……… Πρέπει να σημειωθεί ότι για την υπό κρίση διαφορά δεν υφίσταται υποχρέωση κατάθεσης από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο παραβόλου (βλ. άρθρο 495 § 3 τελ. εδ. Κ.Πολ.Δ., όπως η § 3 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015- και όπως το α΄ εδ. της παρ. 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α΄, 240/22.12.2016 –έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του Ν. 4446/2016-). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί, λόγω της ήττας του, ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, ως προς την αξίωση ανάθεσης στην ενάγουσα της άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου τους, κατά παραδοχή σχετικού νόμιμου αιτήματός της αντίστοιχα (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), καθώς ως προς το έτερο κεφάλαιο, ως προς το οποίο απορρίφθηκε η υπό κρίση έφεση, η εφεσίβλητη δεν υπεβλήθη σε ιδιαίτερα έξοδα, όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εκκαλούντος την υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμ. 2471/22-11-2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων, ως προς την αξίωση καταβολής διατροφής και αντιμωλία των διαδίκων ως προς την αξίωση ανάθεσης στην ενάγουσα της άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου τους.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως ανυποστήρικτη την υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμ. 2471/22-11-2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων, κατά το μέρος που αυτή στρέφεται κατά της εφεσίβλητης, για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου της, ήτοι ως προς την αξίωση καταβολής διατροφής του.

ΟΡΙΖΕΙ παράβολο ερημοδικίας το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας εκ μέρους του εκκαλούντος, ως προς την αμέσως ανωτέρω διάταξη.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό κρίση από 15/01/2017 έφεση, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/19-01-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./19-01-2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./01-03-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./01-03-2017, κατά το μέρος που αυτή στρέφεται κατά της εφεσίβλητης ατομικώς, ήτοι ως προς την αξίωση ανάθεσης στην ενάγουσα της άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου τους.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη σωρευθείσα στο δικόγραφο της από 15/01/2017 έφεσης, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./19-01-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./19-01-2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./01-03-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./01-03-2017, αίτηση περί αναθέσεως στον εναγόμενο της ασκήσεως της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου τους άλλως και στους δύο γονείς από κοινού άλλως περί ρυθμίσεως του δικαιώματος επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμ. 2471/22-11-2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων, ως προς τους αμέσως ανωτέρω διαδίκους, ως προς την αξίωση ανάθεσης στην ενάγουσα της άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου τους.

ΔΙΑΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση, ως προς την αξίωση ανάθεσης στην ενάγουσα της άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου τους.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε στο σκεπτικό ότι πρέπει να απορριφθεί.

ΔΙΚΑΖΕΙ επί της 28-2-2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../28-2-2014 αγωγής, ως προς την αξίωση ανάθεσης στην ενάγουσα της άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου τους.

ΔΕΧΕΤΑΙ την 28-2-2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../28-2-2014 αγωγή ως προς το αίτημα ανάθεσης στην ενάγουσα της άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου, ………….., που γεννήθηκε στις 27/07/2009.

ΑΝΑΘΕΤΕΙ την άσκηση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου, ……….., που γεννήθηκε στις 27/07/2009, αποκλειστικά στη μητέρα του.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, ως προς την αξίωση ανάθεσης στην ενάγουσα της άσκησης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου τους, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 08/01/2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ