Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 11/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός Απόφασης 11 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 25.5.2016 (με αριθμ. εκθ. καταθ. ………) κλήση της εκκαλούσας ………….. νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ως προς την εκ των εφεσιβλήτων ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «……….», η από 18.7.2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/18.7.2013 και …./18.7.2013) έφεση της καλούσας κατά της υπ’αριθμ.1908/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η από 30.9.2012  (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/6.9.2012) αγωγή της κατά 1) του ………., 2) της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………», και 3) της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……….» και, αφενός μεν υποχρεώθηκαν οι ανωτέρω να καταβάλουν σ’αυτήν, ο καθένας εις ολόκληρον, ως οδηγός, ιδιοκτήτρια και ασφαλιστική εταιρία αντίστοιχα Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, το ποσό των 32.895,94 ευρώ, αφετέρου δε αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση αυτών να της καταβάλουν, επίσης εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 2.359,67 ευρώ, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας της και ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υπέστη ως πεζή σε τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα με το συγκεκριμένο όχημα, κατόπιν της έκδοσης της  υπ’αριθμ. 159/2016 απόφασης του Δ΄ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία εκδόθηκε επί της από 18.3.2014 (με αριθμ. εκθ. καταθ. …./20.3.3015) αίτησης αναίρεσης της ιδίας και με την οποία, αφενός μεν θεωρήθηκε η αίτηση αναίρεσης ως μη ασκηθείσα ως προς τους πρώτο και δεύτερη των αναιρεισβλήτων – εφεσιβλήτων – εναγομένων …………, και ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «….. …», λόγω παραίτησης της αναιρεσείουσας από το δικόγραφο του ενδίκου μέσου της αναίρεσης ως προς αυτούς,  αφετέρου δε αναιρέθηκε στο σύνολό της ως προς την τρίτη αναιρεσίβλητη – εφεσίβλητη – εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «…………»  η εκδοθείσα επί της προαναφερθείσης έφεσης υπ’αριθμ.747/2014 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν η έφεση και η ασκηθείσα με τις προτάσεις των εναγομένων αντέφεσή τους και έγιναν αυτές δεκτές τυπικά και κατ’ουσίαν, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κρατήθηκε και εκδικάσθηκε η υπόθεση εξαρχής, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα, ο καθένας εις ολόκληρον, το ποσό των 9.455,74 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και παραπέμφθηκε η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο τμήμα της, προς νέα συζήτηση στο ίδιο τούτο Εφετείο συντιθέμενο από άλλο Δικαστή.

Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 579 παρ.1 του ΚΠολΔ, «αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 581 παρ.2 του ίδιου κώδικα, «στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ, «αν ο Αρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα) παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή και στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 42.81). Ειδικότερα η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις  παροχής  έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναίρεσης καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποόφασης και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης ως ολικής (ΑΠ 1308/2004 ΕλλΔνη 46.84, ΑΠ 1833/2001 Νόμος). Επομένως στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση (ΕφΘεσ 2518/2000 Αρμ 2001.46). Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της αποβάλλει την ισχύ της, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 46.1401, ΑΠ 380/1999,  ΑΠ 674/1998 ΤΝΠ Νόμος). Περίπτωση  εν όλω  αναίρεσης συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήπει κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής, αλλά σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της (ΑΠ 129/2004 Δ 35.804, ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 2001.83). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο.Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 2 και 3, 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναίρεσης, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται για ορισμένη παράβαση, αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν επί του οποίου με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνον ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 137/2004 Δ 35.1171) και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, από ό,τι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 129/2004 Δ 35.804). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα και τούτο διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλλΔνη 41.51), ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτήν, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1421/2002 ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα ………. με την από 30.9.2012  (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./6.9.2012) αγωγή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά 1) του …….., 2) της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……..», και 3) της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», επικαλούμενη ότι σε τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα, που προκλήθηκε, υπό τις αναλυτικά εκτιθέμενες στο δικόγραφο συνθήκες, από αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου των εναγομένων, οδηγού Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου, κυριότητας της δεύτερης εναγομένης και ασφαλισμένου για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από την κυκλοφορία του στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία αντίστοιχα, και δη από αμέλεια αυτού, τραυματίσθηκε η ίδια σοβαρά στα κάτω άκρα της ως διερχόμενη πεζή παραπλεύρως του ανωτέρω οχήματος, λόγω ελιγμού προς τα αριστερά,  που ανέλεγκτα πραγματοποίησε ο οδηγός του, και κατέστη μόνιμα ανάπηρη σε ποσοστό 10%, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρον, αλλά και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτών να της καταβάλουν, επίσης εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των 382.532 ευρώ, κατόπιν παραδεκτής τροπής μέρους του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό ως προς επιμέρους κονδύλια αυτής, που συντελέσθηκε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, όπως αναλύεται στις προτάσεις της ως προς τα μερικότερα κονδύλια, στα οποία αφορά, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας της και ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υπέστη, κατά τα ειδικότερα στο δικόγραφο αναφερόμενα ως προς έκαστο κονδύλιο, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, καθώς και να καταδικασθούν στη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 681Α του ΚΠολΔ, η υπ’αριθμ.1908/2013 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι το επίδικο τροχαίο ατύχημα οφείλεται σε συντρέχουσα αμέλεια, τόσο του πρώτου εναγομένου, οδηγού Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, όσο και της ενάγουσας – πεζής, κατά ποσοστό 70% και 30% αντίστοιχα, στη συνέχεια  έγινε εν μέρει η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και αφενός μεν υποχρεώθηκαν οι εναγομένοι να καταβάλουν σ’αυτήν, ο καθένας εις ολόκληρον, ως συνυπαίτιος οδηγός, ιδιοκτήτρια και ασφαλιστική εταιρία του εν λόγω οχήματος, το ποσό των 32.895,94 ευρώ, αφετέρου δε αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση αυτών να της καταβάλουν, επίσης εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 2.359,67 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας της και ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υπέστη, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονέθηκε η ενάγουσα, έχοντας προφανές έννομο συμφέρον, ως εν μέρει ηττηθείσα διάδικος, με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 18.7.2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/18.7.2013 και …../18.7.2013) έφεσή της, με την οποία, για τους λόγους, που αναλυτικά αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με την κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης, και δη επί του κεφαλαίου της υπαιτιότητας στην πρόκληση του επίδικου τροχαίου ατυχήματος, ως προς το οποίο έγινε δεκτό ότι οφείλεται σε συντρέχον πταίσμα αμφοτέρων του πρώτου εναγομένου και της ιδίας κατά ποσοστό 70% και 30% αντίστοιχα, διότι, όπως ισχυρίζεται, ο πρώτος εναγόμενος υπήρξε αποκλειστικά υπαίτιος του ατυχήματος λόγω της εκτιθέμενης στην αγωγή αμελούς οδηγικής συμπεριφοράς του, καθώς και επί συγκεκριμένων αγωγικών κονδυλίων και μόνο (οι παραδοχές της πρωτόδικης απόφασης επί των λοιπών κονδυλίων δεν προσβάλλονται με ειδικό λόγο έφεσης), ήτοι α) του κονδυλίου υπό στοιχεία II του δικογράφου της αγωγής, το οποίο αφορά σε πλασματική δαπάνη για την παροχή υπηρεσιών αποκλειστικής νοσοκόμας σ’αυτήν κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της από τη θυγατέρα της, αλλά και περιποιήτριας – οικιακής βοηθού από την τελευταία και την αδελφή της (της ενάγουσας) μετά την έξοδό της από το νοσοκομείο στις 18.11.2012 και μέχρι τις 31.3.2012, και ως προς το οποίο η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή, β) του κονδυλίου της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής της βλάβης (υπό στοιχεία VI) ως προς το οποίο η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή κατά το ποσό των 30.000 ευρώ, γ) του κονδυλίου υπό στοιχεία V, το οποίο αφορά σε μελλοντική της ζημία, και ειδικότερα στη δαπάνη, που θα απαιτηθεί να καταβληθεί για τη διενέργεια χειρουργικής επέμβασης προς αφαίρεση των υλικών οστεοσύνθεσης από το αριστερό άκρο της, και ως προς το οποίο η αγωγή απορρίφθηκε κατ’ουσίαν και δ) του κονδυλίου υπό στοιχεία VI της αγωγής, το οποίο αφορά στην ειδική αποζημίωση του άρθρου 931 του ΑΚ λόγω της επικαλούμενης μόνιμης αναπηρίας της σε ποσοστό 10%, που προκλήθηκε συνεπεία του τραυματισμού της στο επίμαχο ατύχημα, και το οποίο απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμο, ζήτησε, κατ’εκτίμηση του δικογράφου της από το παρόν Δικαστήριο, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί η υπόθεση εξαρχής, να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή της ως προς τα ανωτέρω κονδύλια από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας. Περαιτέρω, και οι εναγόμενοι με τις προτάσεις, που κατέθεσαν κατά τη συζήτηση της ανωτέρω έφεσης, άσκησαν αντέφεση, με την οποία για τους εκεί ειδικότερα εκτιθέμενους λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του επί της ουσίας της υπόθεσης, και δη επί της υπαιτιότητας στην πρόκληση του επιδίκου ατυχήματος, καθώς, όπως ισχυρίσθηκαν, η ενάγουσα υπήρξε αποκλειστικά υπαίτια αυτού, άλλως συνυπαίτια κατά ποσοστό 95%, αλλά και επί των κάτωθι αναφερομένων κονδυλίων, ως προς τα οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή κατ’ουσίαν α) του κονδυλίου της αγωγής υπό στοιχεία I, το οποίο αφορά σε δαπάνη ιατρικών εξετάσεων, αμοιβών ιατρών, και αγοράς ορθοπαιδικών ειδών και φαρμάκων από την ενάγουσα, και το οποίο έγινε δεκτό κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά αβάσιμο, ήτοι κατά το ποσό των 2.051,67 ευρώ, προσβάλλεται δε από τους αντεφεσίβλητους επίσης κατά ένα μέρος ως προς τα ειδικότερα αναφερόμενα στις προτάσεις τους επιμέρους χρηματικά ποσά, β) του κονδυλίου υπό στοιχεία II της αγωγής, το οποίο αφορά στη δαπάνη για την αμοιβή της προσληφθείσης αποκλειστικής νοσοκόμας κατά συγκεκριμένες ημέρες του χρονικού διαστήματος της νοσηλείας της ενάγουσας, την ημέρα, αλλά και τις νυκτερινές ώρες, και στην πλασματική δαπάνη για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών από τη θυγατέρα της κατά το διάστημα αυτό, καθώς και από την ανωτέρω και από την αδελφή της ενάγουσας μετά την έξοδο της τελευταίας από το νοσοκομείο και στη συνέχεια μέχρι και τις 31.3.2012, και ως προς το οποίο η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή κατά το ποσό των 2.313,54 ευρώ, γ) του κονδυλίου υπό στοιχεία III της αγωγής, που αφορά στη δαπάνη για τη λήψη βελτιωμένης διατροφής από την ενάγουσα κατά το χρονικό διάστημα 104 ημερών από 18.11.2012 έως 29.2.2011, και το οποίο έγινε εν μέρει δεκτό κατά το ποσό των 582,40 ευρώ, δ) του κονδυλίου υπό στοιχεία IV της αγωγής, το οποίο αφορά στη δαπάνη μίσθωσης ταξί για τις μετακινήσεις της ενάγουσας έως και το μήνα  Μάϊο του έτους 2012, και ως προς το οποίο η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή κατά το ποσό των 308 ευρώ και ε) του κονδυλίου υπό στοιχεία VI της αγωγής, το οποίο αφορά στη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης της ενάγουσας, και το οποίο έγινε εν μέρει δεκτό κατά το ποσό των 30.000 ευρώ, ζήτησαν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί η κατ’αυτών ασκηθείσα αγωγή καθ’ολοκληρίαν. Επί των ανωτέρω έφεσης και αντέφεσης εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ.747/2014 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν αυτές, και κρίθηκε ότι το επίδικο τροχαίο ατύχημα προκλήθηκε λόγω συντρέχουσας αμέλειας της ενάγουσας και του πρώτου εναγομένου κατά ποσοστό 70% και 30% αντίστοιχα, έγιναν αμφότερες δεκτές τυπικά και κατ’ουσίαν, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη, κρατήθηκε και δικάσθηκε εξαρχής η υπόθεση, και, ακολούθως, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα, έκαστος εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των 9.455,74 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής η ενάγουσα – εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Αρείου Πάγου την από 18.3.2014 (με αριθμ. εκθ. καταθ. …./20.3.3015) αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 159/2016 απόφαση του Δ΄Πολιτικού Τμήματος του ανωτέρω Δικαστηρίου. Με την απόφαση αυτή, αφενός μεν θεωρήθηκε η αίτηση αναίρεσης ως μη ασκηθείσα ως προς τους πρώτο και δεύτερη των αναιρεισβλήτων – εφεσιβλήτων – εναγομένων …….., και ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………», λόγω παραίτησης της αναιρεσείουσας από το δικόγραφο του ενδίκου μέσου της αναίρεσης ως προς αυτούς,  αφετέρου δε αναιρέθηκε στο σύνολό της η προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου τούτου ως προς την τρίτη αναιρεσίβλητη – εφεσίβλητη – εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………» και παραπέμφθηκε η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο τμήμα της, προς νέα συζήτηση στο ίδιο τούτο Εφετείο συντιθέμενο από άλλο Δικαστή, καθώς κρίθηκε ότι το εν λόγω Δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του «ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες για τη συνδρομή της διαγνωσθείσας συνυπαιτιότητας της αναιρεσείουσας πεζής στην πρόκληση του ατυχήματος και στον εξ αυτού τραυματισμό της, καθώς και την έλλειψη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπαίτιας συμπεριφοράς της ίδιας της αναιρεσείουσας και του επελθόντος ζημιογόνου αποτελέσματος, έτσι ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθότητα ή μη της εφαρμογής των προαναφερθέντων κανόνων ουσιαστικού δικαίου, ήτοι ως προς τη σωστή ή μη εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών της υπαιτιότητας και του αιτιώδους συνδέσμου.» Επομένως, στην υπό κρίση περίπτωση, που η εν λόγω εφετειακή απόφαση αναιρέθηκε στο σύνολό της, απέβαλε πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο για οποιοδήποτε ζήτημα κι αν έκρινε, οι δε διάδικοι επανήλθαν στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, με συνέπεια να αναβιώσει η σχετική αίτηση παροχής έννομης προστασίας και εν προκειμένω η από  18.7.2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…./18.7.2013 και …./18.7.2013) έφεση της ενάγουσας, η οποία και μόνο επανακρίνεται και της οποίας, μετά την προαναφερθείσα κλήση της ανωτέρω διαδίκου, επιλαμβάνεται το παρόν δικαστήριο της παραπομπής ως προς την τρίτη εφεσίβλητη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «……….», ως προς την οποία αναιρέθηκε η ανωτέρω απόφαση. Η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499,  511,  513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 § 2, 520 § 1 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ουδείς εκ των διαδίκων επικαλείται ότι έχει λάβει χώρα επίδοση της εκκαλουμένης, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει οίκοθεν το αντίθετο, ενώ από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης (8.4.2013) μέχρι την άσκηση της κρινόμενης έφεσης με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 18.7.2013 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ……./18.7.2013) δεν έχει παρέλθει η προσβεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ (όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης αυτής) προθεσμία των τριών (3) ετών, ούτε όμως προκύπτει ότι συντρέχει εν προκειμένω άλλος λόγος απαραδέκτου, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Επί αναίρεσης εφετειακής απόφασης στο σύνολό της α) οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση αυτής (αναιρεθείσας απόφασης) δε λαμβάνονται υπόψη από το Εφετείο (ΑΠ 778/2004, ΑΠ 434/2009, ΑΠ 352/2004 δημοσιευμένες στη Νόμος), β) δε λαμβάνεται υπόψη η ασκηθείσα με τις προτάσεις αυτές αντέφεση, αν ανάγεται σε κεφάλαιο για το οποίο εχώρησε η αναίρεση (ΑΠ 1070/2008 ΕλλΔνη 49.731, ΑΠ 1606/2007 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 107/1987 ΕλλΔνη 20.294), και είναι επιτρεπτή από τον εφεσίβλητο η άσκηση αντέφεσης κατά τη συζήτηση της μετ’αναίρεση έφεσης (ΑΠ ΑΠ 1070/2008 ΕλλΔνη 2008.731, ΑΠ 1606/2007 ΧρΙΔ 2008.543). Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 523 παρ.1 και 591 παρ.1 περ.ζ΄ του ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87/23.7.2015) και εφαρμόζεται και στην προκειμένη περίπτωση, καθώς οι διατυπώσεις άσκησης της αντέφεσης κρίνονται κατά τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο της άσκησής της (άρθρο 12 του ΕισΝΚΠολΔ., βλ. και ΕφΘεσ 1730/2003 Αρμ 2004.1398, Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολ. Δικ., εκδ.2016, σελ.818 – 819 αριθμ. 31, Μ. Μαργαρίτη ΕρμΚΠολΔ εκδ. 2012, στο άρθρο 523, σελ. 923 αριθμ. 2, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα Ερμηνεία ΚΠολΔ, στο άρθρο 523 σελ. 940 αριθ. 35), ο εφεσίβλητος μπορεί, και αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης, να ασκήσει αντέφεση ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, και αν ακόμη αποδέχτηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφεση. Στις περιπτώσεις των ειδικών διαδικασιών (άρθρα 591 επ. του ΚΠολΔ) η αντέφεση ασκείται με ποινή απαραδέκτου με δικόγραφο που κατατίθεται στη «γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και επιδίδεται στον αντίδικο τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της κύριας υπόθεσης.» (ΜονΕφΘεσ 2165/2017  Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην κρινόμενη περίπτωση η εφεσίβλητη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «…………», ως προς την οποία αναιρέθηκε η προαναφερθείσα εφετειακή απόφαση,  με τις έγγραφες προτάσεις της, τις οποίες κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 1η.2.2017, ήτοι την προηγουμένη της ορισθείσας δικασίμου για την εκδίκαση της υπόθεσης (στις 2.2.2017), καθώς κατά τη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ως δικαστηρίου της παραπομπής, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ανωτέρω διαδίκου δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε τις προτάσεις του, άσκησε εκ νέου αντέφεση, με την οποία για τους λόγους, που ειδικότερα εκθέτει σ’αυτές και συνιστούν αιτιάσεις, που στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του περί της υπαιτιότητας στην πρόκληση του ατυχήματος, καθώς, όπως ισχυρίζεται, η ενάγουσα ήταν αποκλειστικά υπαίτια αυτού, αλλά και περί των συγκεκριμένων κονδυλίων, ως προς τα οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και για τα οποία άσκησε αντέφεση και με τις προτάσεις, που κατέθεσε κατά την πρώτη συζήτηση της έφεσης, κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, ζήτησε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί η κατ’αυτής ασκηθείσα αγωγή καθ’ολοκληρίαν. Η ανωτέρω, με τις προτάσεις της εφεσίβλητης ασκηθείσα αντέφεση, συνεκδικαζόμενη με την έφεση για λόγους διευκόλυνσης και επιτάχυνσης της δίκης και μείωσης των δαπανών (άρθρα 31, 246 του ΚΠολΔ), απορριπτέα τυγχάνει ως απαράδεκτη, καθώς δεν ασκήθηκε με ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο να έχει η ανωτέρω αντεκκαλούσα επιδώσει προς την αντίδικό της (εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη) οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, ενόψει της ειδικής διαδιασίας εκδίκασης της διαφοράς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ.1 περ.ζ΄, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87/23.7.2015) και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον η ένδικη αντέφεση ασκήθηκε μετά την 1η.1.2016, κατά το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, και οι διατυπώσεις άσκησης της αντέφεσης κρίνονται κατά τον νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της άσκησής της, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Σημειωτέον ότι η ασκηθείσα με τις προτάσεις της εφεσίβλητης, οι οποίες κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της έφεσης, που προηγήθηκε της έκδοσης της υπ’αριθμ. 747/2014 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, αντέφεση, δε λαμβάνεται υπόψη, όπως, άλλωστε, και οι προτάσεις της αυτές, διότι η εν λόγω απόφαση αναιρέθηκε στο σύνολό της ως προς την ανωτέρω διάδικο, επομένως, θα έπρεπε να ασκηθεί και πάλι, πλην όμως παραδεκτά, με βάση τον ισχύοντα κατά τη νέα συζήτηση της υπόθεσης στο παρόν Δικαστήριο της παραπομπής νόμο, που  πλέον καθορίζει τις διατυπώσεις της άσκησής της. Διάταξη περί δικαστικής δαπάνης δε θα περιληφθεί στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, διότι οι διάδικοι δεν κατέθεσαν χωριστές προτάσεις για την αντέφεση και δεν υποβλήθηκαν σε περαιτέρω έξοδα για τη συζήτησή της.

Από τη διάταξη του άρθρου 930 παρ.3 του ΑΚ, που ορίζει ότι η αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε, η οποία αποτελεί εκδήλωση της νομοθετικής βούλησης να μην αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος το γεγονός ότι κάποιος άλλος είναι υποχρεωμένος από το νόμο ή από άλλο λόγο να αποζημιώσει ή να διατρέφει τον παθόντα, συνάγεται ότι στην περίπτωση που, εξαιτίας του είδους και της σοβαρότητας του τραυματισμού του τελευταίου, αυτός αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί και έχει ανάγκη πρόσληψης αποκλειστικής νοσοκόμου – οικιακής βοηθού, για τη φροντίδα και την εξυπηρέτησή του, έργο το οποίο αναλαμβάνει, με εντατικοποίηση των δυνάμεών του, συγγενικό ή φιλικό του πρόσωπο, το οποίο, με τις προς τον παθόντα υπηρεσίες του, καλύπτει την πιο πάνω ανάγκη πρόσληψης οικιακής βοηθού, θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης του παθόντος κατά του υπόχρεου. Και τούτο, διότι, όπως προαναφέρθηκε, η μη καταβολή ανταλλάγματος, στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος. Τέτοια συγγενικά πρόσωπα, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, μπορεί να είναι και η σύζυγος, οι γονείς, τα πεθερικά ή άλλα στενά συγγενικά, αλλά και φιλικά πρόσωπα.  Συνεπώς, ο τραυματισθείς από αδικοπραξία τρίτου, ο οποίος δέχεται τις, αναγκαίως, αυξημένες περιποιήσεις και φροντίδες αυτών, προς αποκατάσταση της υγείας του, δικαιούται να απαιτήσει, από τον υπόχρεο προς αποζημίωση, τουλάχιστον το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει σε τρίτο πρόσωπο, που θα το προσλάβανε για το σκοπό αυτόν, έστω και αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν κατέβαλε κανένα τέτοιο ποσό στους παραπάνω οικείους του, οι οποίοι, με υπερένταση μερικές φορές των δυνάμεών τους και σε βάρος άλλων ενασχολήσεών τους, ασχολούνται με τη φροντίδα για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος συγγενούς ή φίλου τους (ΑΠ 1207/2017, ΑΠ 1622/2013, ΑΠ 132/2010, ΑΠ 1545/2009, ΑΠ 833/2005 άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ, που ορίζει ότι “η αναπηρία ή παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του”, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 914, 929 και 932 τιυ ΑΚ προκύπτει ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενείται στον παθόντα, ανεξαρτήτως φύλου, εκτός από την επίδραση, την οποία μπορεί να ασκήσει τόσο στο ύψος των χρηματικών ποσών, που θα στερείται ο παθών στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του, όσο και στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης που θα επιδικασθεί για την ηθική βλάβη του, μπορεί να θεμελιώσει και αυτοτελή αξίωση για αποζημίωσή του, αν επιδρά στο μέλλον του. Ωστόσο, κατά την αληθινή έννοια της διάταξης του άρθρου 931 του ΑΚ, ως μέλλον του παθόντος νοείται το οικονομικό του μέλλον και συνεπώς η αυτοτελής για την αιτία αυτή αξίωσή του αποζημίωσης, είτε πρόκειται για αναπηρία του, δηλαδή για προκαλούμενη έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου του είτε για παραμόρφωση, δηλαδή για προκαλούμενη ουσιώδη αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου του, που καθορίζεται κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά και τις αντιλήψεις της ζωής, παρέχεται για την κάλυψη περιουσιακής και μόνον ζημίας του και μάλιστα μελλοντικής. Δηλαδή δεν είναι αξίωση χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος κατά το μέτρο αποκατάστασης της κοινωνικής του απαξίωσης από την αναπηρία ή την παραμόρφωσή του ούτε αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της συναφούς ηθικής βλάβης του, η οποία βρίσκει έρεισμα μόνο στη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ και όχι στη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ, αφού στην τελευταία γίνεται λόγος για αποζημίωση και όχι για χρηματική ικανοποίηση (ΟλΑΠ 18/2008, ΑΠ 846/2017, ΑΠ 1631/2010, ΑΠ 58/2009, ΑΠ 350/2009 άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι “η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του” προκύπτει ότι σκοπός αυτής είναι η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός ευλόγου χρηματικού ποσού, ακριβώς λόγω της αναπηρίας και παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί (ΑΠ 441/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Το ποσό του επιδικαζομένου ευλόγου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου, καθώς και με συνεκτίμηση του ποσοστού συνυπαιτιότητας του τελευταίου στην πρόκληση της αναπηρίας ή παραμόρφωσής του, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της κατά την διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (ΑΠ 1051/2017, ΑΠ 560/2013, ΑΠ 2153/2013, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Επομένως για τον υπολογισμό της χρηματικής παροχής της διάταξης του άρθρου 931 του ΑΚ δεν έχουν εφαρμογή τα ισχύοντα επί της αξίωσης αποζημίωσης του άρθρου 929 του ίδιου Κώδικα, όπου για τον καθορισμό αυτής προσδιορίζεται κατ’ αρχήν το ύψος της θετικής και αποθετικής βλάβης του σώματος ή της υγείας του και το ποσοστό αυτής μειώνεται κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητας του τελευταίου, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, η χρηματική παροχή της πρώτης διάταξης δεν αποτελεί αποζημίωση, δε συνδέεται δηλαδή με συγκεκριμένη μελλοντική περιουσιακή ζημία, αλλά δίδεται για το γεγονός και μόνο της αναπηρίας ή παραμόρφωσης και προσδιορίζεται κατά την εύλογη κρίση του δικαστηρίου, με βάση τους προεκτεθέντες προσδιοριστικούς παράγοντες (ΑΠ 1335/2017 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της ενάγουσας ……….., και την άνευ όρκου εξέταση του πρώτου εναγομένου, που δόθηκαν κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία περιλαμβάνονται οι προσκομιζόμενες από το σημείο της ένδικης σύγκρουσης φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, και τα έγγραφα της σχηματισθείσης σε βάρος του πρώτου εναγομένου ποινικής δικογραφίας, γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης:  Στις 2.11.2011 και περί ώρα 12.30 η τότε ηλικίας 69 ετών ενάγουσα (έχει γεννηθεί το έτος 1942) βάδιζε επί του αριστερού, σε σχέση με την πορεία των οχημάτων, πεζοδρομίου της οδού Βηλαρά, στη Νίκαια Αττικής, με κατεύθυνση προς Πειραιά. Η ανωτέρω οδός είναι μονής κατεύθυνσης, από Νίκαια προς Πειραιά, ασφαλτοστρωμένη, ευθεία και οριζόντια, με πλάτος οδοστρώματος 7 μ., και πεζοδρομίου, στη μεν αριστερή πλευρά του οδοστρώματος αυτής, σε σχέση με την πορεία των οχημάτων, 2,5 μ., στη δε δεξιά 0,5 μ. Κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ήταν ημέρα, και ο καιρός αίθριος, η κατάσταση του οδοστρώματος ξηρά, η κυκλοφορία των οχημάτων και των πεζών κανονική, η ορατότητα δεν περιοριζόταν, ενώ το όριο ταχύτητας είναι 50 χιλιόμετρα ανά ώρα, καθώς πρόκειται περί κατοικημένης περιοχής (βλ.σχετ. τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έκθεση αυτοψίας και σχεδιάγραμμα της αστυνομικής αρχής). Προσεγγίζοντας  η ενάγουσα το ύψος του οικοδομικού αριθμού 1 της ανωτέρω οδού και διαπιστώνοντας, αφενός μεν ότι το αριστερό πεζοδρόμιο στο συγκεκριμένο σημείο έμπροσθέν της και μέρος του οδοστρώματος ήταν κατειλημμένο από δύο σταθμευμένα αυτοκίνητα, γεγονός, που καθιστούσε αντικειμενικά αδύνατη τη συνέχιση της βάδισής της επ’αυτού, αφετέρου δε ότι το υπ’αριθμ. κυκλοφορίας ………. Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής DAIMLER, μήκους 11 μέτρων, πλάτους 2,5 μέτρων και μικτού βάρους 33.000 χιλιογράμμων, που οδηγούσε ο πρώτος των εναγομένων, αποκλειστικής κυριότητας της δεύτερης εναγομένης (αμφότεροι μη διάδικοι πλέον στη δίκη), και ασφαλισμένο για τις προκαλούμενες από την κυκλοφορία του προς τρίτους ζημίες στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία (ως προς την οποία και μόνο αναιρέθηκε η αρχικά εκδοθείσα επί της ένδικης έφεσης απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκ νέου εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο με άλλη σύνθεση, κατά τα προεκτεθέντα), δυνάμει έγκυρης ασφαλιστικής σύμβασης, βρισκόταν προσωρινά ακινητοποιημένο επί της οδού, στο ελεύθερο τμήμα του οδοστρώματος και στο ύψος περίπου των σταθμευμένων οχημάτων, δεξιότερα αυτών και σε μικρή απόσταση, που δεν υπερέβαινε το 1 μέτρο, μέχρις ότου έτερο όχημα ολοκληρώσει τον ελιγμό στάθμευσης, που κατά τη στιγμή εκείνη επιχειρούσε να εκτελέσει έμπροσθέν του στο άκρο δεξιό του οδοστρώματος, ενέργεια, που εκ των πραγμάτων εμπόδιζε τη συνέχιση της πορείας του, καθώς το εναπομείναν πλάτος της οδού δεν επαρκούσε  προς τούτο ενόψει και του όγκου του, δεν ανέμεινε να ελευθερωθεί το οδόστρωμα από το ανωτέρω φορτηγό, το οποίο ανά πάσα στιγμή επρόκειτο να εκκινήσει, όπερ ήταν ευχερώς αντιληπτό στο μέσο συνετό χρήστη της οδού, οδηγό ή πεζό, αλλά, ενεργώντας παρακινδυνευμένα, κατήλθε του πεζοδρομίου για να παρακάμψει τα επ’αυτού σταθμευμένα οχήματα, προκειμένου, αφού βαδίσει επί του οδοστρώματος, παραπλεύρως και δεξιά των ανωτέρω οχημάτων, και συγκεκριμένα στο στενό (πλάτους 1 μέτρου περίπου) κενό τμήμα, που είχε σχηματισθεί στο οδόστρωμα μεταξύ των οχημάτων αυτών και του προσωρινά ακινητοποιημένου φορτηγού, και αριστερά τούτου, με κατεύθυνση από το οπίσθιο προς το εμπρόσθιο τμήμα του, να ανέλθει ακολούθως και πάλι στο πεζοδρόμιο, και να εξακολουθήσει την πορεία της. Πράγματι άρχισε να βαδίζει επί του οδοστρώματος ευθεία μπροστά της, πλάϊ του φορτηγού και από τα αριστερά του, στο προαναφερθέν υπάρχον κενό, στενό, τμήμα του οδοστρώματος μεταξύ του ανωτέρω οχήματος και των παρκαρισμένων στο αριστερό τμήμα της οδού οχημάτων, όταν, κατά τη διάρκεια της διέλευσής της, ο οδηγός του φορτηγού έθεσε σε κίνηση το όχημά του και διενήργησε απερίσκεπτα και ανεξέλεγκτα μικρό ελιγμό προς τα αριστερά, κρίνοντας ότι η ενέργειά του αυτή θα του επέτρεπε να απεγκλωβισθεί από την προσωρινή στάση του και να απεμπλακεί γρηγορότερα από το σημείο, προκειμένου να συνεχίσει κανονικά την πορεία του επί της οδού, καθώς το προαναφερθέν έμπροσθεν και δεξιά του όχημα ολοκλήρωνε τον ελιγμό στάθμευσης και σταδιακά απελευθέρωνε το οδόστρωμα για την κίνηση των λοιπών οχημάτων, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί έγκαιρα την κίνηση της πεζής παραπλεύρως του οχήματός του, η οποία είχε ήδη διασχίσει κατά μήκος το μεγαλύτερο τμήμα του φορτηγού και βρισκόταν στο ύψος της πόρτας του οδηγού, και να την κτυπήσει με το πλαϊνό αριστερό τμήμα του οχήματός του. Κατόπιν τούτου η ενάγουσα απώλεσε την ισορροπία της, επέπεσε στο οδόστρωμα, και τραυματίσθηκε σοβαρά στα κάτω άκρα της από τον εμπρόσθιο αριστερό τροχό του φορτηγού. Ενόψει των ανωτέρω, το ένδικο ατύχημα οφείλεται σε συγκλίνουσα αμέλεια αμφοτέρων του πρώτου εναγομένου και της ιδίας της ενάγουσας, οι οποίοι δεν επέδειξαν την κατ’ αντικειμενική εκτίμηση επιμέλεια, την οποία θα κατέβαλε ο μέσος συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, εάν βρισκόταν υπό τις αυτές συνθήκες και περιστάσεις, και την οποία όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να επιδείξουν, με βάση τους νομικούς κανόνες της κυκλοφορίας και εκείνους της κοινής πείρας και λογικής, με αποτέλεσμα να μην προβλέψουν την επέλευση του ανωτέρω αποτελέσματος, δηλαδή την αφηρημένως λαμβανομένη επιμέλεια του μέσου συνετού ατόμου., ή άλλως αυτή, που, εάν είχε καταβληθεί, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου, συνετού, επιμελούς οδηγού αυτοκινήτου και πεζής, υπό παρόμοιες συνθήκες, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του προπεριγραφέντος τροχαίου ατυχήματος. Ειδικότερα, η υπαιτιότητα του εξ αυτών πρώτου εναγομένου, οδηγού του Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου, έγκειται στο ότι αυτός δεν οδηγούσε με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, αντίθετα ενήργησε αμελώς, καθώς, όντας σε προσωρινή στάση με το ανωτέρω ογκώδες όχημά του επί του  οδοστρώματος της μονής κατεύθυνσης και συνολικού πλάτους 7 μέτρων οδού Βηλαρά, παραπλεύρως παρκαρισμένων στο αριστερό τμήμα αυτής οχημάτων, και σε μικρή απόσταση 1 μέτρου περίπου απ’αυτά, δεν ανέμεινε να ολοκληρώσει το έμπροσθέν του όχημα τον ελιγμό στάθμευσης, που πραγματοποιούσε στο δεξιό άκρο του οδοστρώματος, προκειμένου να συνεχίσει απρόσκοπτα την πορεία του, αλλά έσπευσε να εκκινήσει το όχημά του, διενεργώντας μικρό ελιγμό προς τα αριστερά, χωρίς όμως να ελέγξει προηγουμένως επισταμένα διά των καθρεπτών του οχήματός του, ώστε να βεβαιωθεί ότι μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση των λοιπών χρηστών της οδού, οι οποίοι κινούντο πίσω, μπροστά ή πλάϊ του, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση, την κατεύθυνση και την ταχύτητά τους αλλά και το μέγεθος του δικού οχήματος, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί την πεζή ενάγουσα, που κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή βάδιζε αριστερά του φορτηγού, σχεδόν σύρριζα με αυτό, στο στενό κενό τμήμα του οδοστρώματος μεταξύ του ανωτέρω οχήματος και των σταθμευμένων στο αριστερό τμήμα της οδού οχημάτων, όπως θα συνέβαινε εάν είχε προηγηθεί ενδελεχής έλεγχος από μέρους του της κίνησης στην αριστερή του πλευρά, και κατά την εκτέλεση του ελιγμού να την κτυπήσει και να την τραυματίσει, δηλαδή ενήργησε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ.1 και 21 παρ.1 του ΚΟΚ. Περαιτέρω, η αμέλεια της ενάγουσας στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος ειδικότερα συνίσταται στο ότι αυτή ως πεζή, δεν επέδειξε την προσοχή, που όφειλε και μπορούσε να επιδείξει, καθώς, παρά το ότι διεπίστωσε την ύπαρξη του προσωρινά ακινητοποιημένου ογκώδους φοργηγού επί του οδοστρώματος της μονής κατεύθυνσης οδού Βηλαρά, παραπλεύρως των σταθμευμένων ιππαστί επί του αριστερού πεζοδρομίου αυτής οχημάτων, που καταλάμβαναν και μέρος του οδοστρώματος, με αποτέλεσμα η χρησιμοποίηση του πεζοδρομίου να είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη για τους πεζούς, εντούτοις, αν και είχε πλήρη εικόνα και αντίληψη των συνθηκών που επικρατούσαν στην οδό, δεν ανέμεινε να εκκινήσει το φορτηγό, ώστε να ελευθερωθεί το οδόστρωμα, προκειμένου να χρησιμοποιήσει το άκρο αριστερό αυτού, και να κινηθεί δεξιά και όσο το δυνατόν πλησιέστερα των σταθμευμένων οχημάτων, ώστε να μην παρεμποδίζει την κυκλοφορία αλλά και να μην κινδυνεύσει και η ίδια, ενόψει και του ότι εκινείτο ομορρόπως με την κατεύθυνση της κυκλοφορίας, όπως θα έπραττε ο μέσος συνετός πεζός, αλλά αντίθετα επέλεξε, εκθέτοντας τον εαυτό της σε κίνδυνο, τον οποίο μπορούσε ευχερώς να προβλέψει, και ενεργώντας απερίσκεπτα, να βαδίσει στο δημιουργηθέν στο οδόστρωμα κενό και στενό, κατά τα προεκτεθέντα, τμήμα αυτού μεταξύ της δεξιάς πλευράς των σταθμευμένων οχημάτων και της αντίστοιχης αριστερής του φορτηγού, παράλληλα με αυτό και σε ελάχιστη απόσταση, μη συνυπολογίζοντας ότι το φορτηγό επρόκειτο μετά βεβαιότητος και ανά πάσα στιγμή να τεθεί σε κίνηση από την προσωρινή του στάση, και μη λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος του συγκεκριμένου οχήματος, όπερ και πράγματι εγένετο καθ’ην χρονική στιγμή αυτή είχε διασχίσει το μεγαλύτερο μέρος της αριστερής πλευράς του και είχε σχεδόν φθάσει στο ύψος της πόρτας του οδηγού, με αποτέλεσμα κατόπιν μικρού ελιγμού προς τα αριστερά, που επίσης αμελώς διενήργησε κατά τον ίδιο χρόνο, χωρίς έλεγχο, ο οδηγός του, να κτυπηθεί απ’αυτό με την πλαϊνή αριστερή πλευρά του, να επιπέσει στο οδόστρωμα και να τραυματισθεί σοβαρά στα κάτω άκρα από τον εμπρόσθιο αριστερό τροχό του. Ενόψει των ανωτέρω, το ποσοστό συνυπαιτιότητας εκάστου των ενάγουσας και πρώτου εναγομένου στην πρόκληση του προπεριγραφέντος τροχαίου αυτοκινητικού ατυχήματος και στον τραυματισμό της ενάγουσας ανέρχεται, για μεν την τελευταία σε 30%, για δε τον πρώτο εναγόμενο, οδηγό του Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου και μη διάδικο πλέον, σε 70%, κατά μερική παροδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της στηριζομένης στη διάταξη του άρθρου 300 του ΑΚ προβληθείσας ένστασης της τρίτης εναγομένης περί συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας στο εν λόγω ατύχημα. Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης έκρινε αμφοτέρους τους διαδίκους συνυπαίτιους του ατυχήματος κατά το αυτό ποσοστό, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και, συνεπώς, ο τα ανωτέρω υποστηρίζων σχετικός λόγος της ένδικης έφεσης της ενάγουσας πρέπει ν’απορριφθεί ως ως κατ’ουσίαν αβάσιμος. Αποδείχθηκε επίσης ότι συνεπεία του ένδικου ατυχήματος η ενάγουσα τραυματίσθηκε σοβαρά σε αμφότερα τα κάτω άκρα, όπως διαπιστώθηκε από τους ιατρούς του Γενικού Νοσοκομείου Ελευσίνας «ΘΡΙΑΣΙΟ», όπου αυτή διακομίσθηκε αμέσως μετά το ατύχημα. Ειδικότερα διαπιστώθηκε ότι υπέστη αμφισφύριο κάταγμα αριστερής ποδοκνημικής (συντριπτικό), και συνθλιπτική κάκωση άκρου αριστερού ποδός, συνθλιπτική κάκωση και τραύμα δεξιού άκρου ποδός, και κάταγμα ονυχοφόρου φάλαγγας μεγάλου δακτύλου δεξιού άκρου ποδός. Το αμφισφύριο κάταγμα αντιμετωπίσθηκε χειρουργικά με εσωτερική οστεοσύνθεση, έγινε επιμελής καθαρισμός και σύγκλιση του τραύματος του δεξιού άκρου ποδός, ενώ το κάταγμα ονυχοφόρου φάλαγγας μεγάλου δακτύλου δεξιού άκρου ποδός αντιμετωπίσθηκε συντηρητικά. Παρέμεινε νοσηλευόμενη κατά το χρονικό διάστημα από 2.11.2011 έως 18.1.2011, ήτοι επί 16 ημέρες, και εξήλθε με οδηγίες για ανάπαυση του μέλους επί 3 μήνες από την έξοδό της από το νοσοκομείο και για παρακολούθησή της στα τακτικά εξωτερικά ιατρεία αυτού, όπερ και πράγματι έγινε στις 23.11.2011, στις 30.11.2011,  στις 7.12.2011, στις 12.12.2011, στις 16.12.2011, στις 4.1.2012, στις 18.1.2012, στις 22.2.2012 και στις 25.4.2012, όταν και ελάμβανε χώρα καθαρισμός (περιποίηση) των τραυμάτων της και υποβαλλόταν σε ακτινολογικές εξετάσεις της αριστερής ποδοκνημικής και του δεξιού άκρου ποδός, προκειμένου να διαπιστωθεί η πορεία της υγείας της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα κατά το χρονικό διάστημα από την ημέρα της εξόδου της από το νοσοκομείο μέχρι και τις 8.2.2012 παρέμεινε κλινήρης στην οικία της με τα σκέλη σε ανάρροπη θέση λόγω των εκτεταμένων οιδημάτων και χωρίς καμία προσπάθεια φόρτισης αυτών, με ποδοκνημικό γυψονάρθηκα στο αριστερό κάτω άκρο, αδυνατώντας παντελώς να εξυπηρετηθεί. Στις 9.2.2012   αφαιρέθηκε ο γυψονάρθηκας και τοποθετήθηκε και σ’αυτό το σκέλος ελαστική κάλτσα λόγω οιδήματος αγγειακής αιτιολογίας, ενώ μέχρι και τις 29.2.2012 παρέμεινε στην οικία της, βαδίζοντας με δυσκολία εντός αυτής με τη χρήση περιπατητήρα τύπου «Π», κατόπιν οδηγιών για μερική φόρτιση του σκέλους. Από την 1η.3.2012 επιτράπηκε σ’αυτήν η βάδιση με τη βοήθεια απλής βακτηρίας, καθώς εκτιμήθηκε από τους θεράποντες ιατρούς της ότι μπορεί πλέον να φορτισθεί πλήρως το σκέλος αυτό. Σύμφωνα δε με την προσκομιζόμενη από 24.10.2012 γνωμάτευση του ιατρού ορθοπεδικού …………. (σημειωτέον ότι η κρινόμενη αγωγή  ασκήθηκε στις 19.9.2012 όσον αφορά στους μη διαδίκους πρώτο και δεύτερη εναγομένους και στις 17.9.2012 ως προς τη νυν διάδικο τρίτη εναγόμενη αντίστοιχα, όταν επιδόθηκε σ’αυτούς το δικόγραφό της), ο οποίος έχει εξετάσει πλειστάκις την ενάγουσα στην οικία της, διαπιστώθηκε κατά τον κλινικό έλεγχο αυτής από τον ανωτέρω ιατρό έντονη δυσκαμψία της αριστερής ποδοκνημικής συνεπεία μετατραυματικής αρθρίτιδας, δυσκαμψία του τρίτου και του τετάρτου δακτύλου λόγω ρίκνωσης εκτεινόντων τενόντων ως απόρροια της παλαιάς εκτεταμένης κάκωσης των μαλακών μορίων της περιοχής, ήπια δυσκαμψία μεγάλου δακτύλου δεξιού άκρου ποδός, εκτεταμένες δερματικές βλάβες (ουλές λόγω της συνθλιπτικής κάκωσης και στα δύο άκρα), καθώς και οίδημα κάτω άκρων λόγω φλεβικής στάσης. Μάλιστα, ο ίδιος ιατρός στην ανωτέρω γνωμάτευσή του εκτιμά ότι η ενάγουσα έχει υποστεί  συνεπεία του τραυματισμού της στο επίδικο τροχαίο ατύχημα μόνιμη μερική αναπηρία σε ποσοστό 10%, και καταλήγει ότι υφίσταται «πιθανότητα μελλοντικής χειρουργικής αφαίρεσης υλικών οστεοσύνθεσης εφόσον αυτό είναι εφικτό χωρίς να υπάρξει κίνδυνος για επανακάταγμα στην αριστερή ποδοκνημική». Αποδείχθηκε επίσης ότι η ενάγουσα λόγω του ατυχήματος και του εξ αυτού προκληθέντος τραυματισμού της υπέστη περιουσιακή ζημία για την αποκατάσταση της οποίας απαιτήθηκε να δαπανήσει τα κάτωθι αναφερόμενα ποσά: α) Για την ιατροφαρμακευτική της περίθαλψη και τον απαραίτητο έλεγχο της πορείας της υγείας της (ακτινογραφίες, μικροβιολογικές εξετάσεις, επισκέψεις σε θεράποντες ιατρούς, επισκέψεις στα εξωτερικά ιατρεία του Θριασίου Νοσοκομείου μίσθωση αναπηρικού αμαξιδίου, παραϊατρικό υλικό κλπ) το ποσό των 2.930,96 ευρώ, εκ του οποίου δικαιούται το ποσό των 2.051,67 ευρώ, ήτοι το 70% αυτού, που αναλογεί στο ποσοστό συνυπαιτιότητας του οδηγού του Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου στην πρόκληση του ατυχήματος, β) για τη λήψη βελτιωμένης διατροφής προς ταχύτερη ανάρρωσή της κατά το χρονικό διάστημα από 18.11.2011 έως και 29.12.2012, ήτοι επί 104 ημέρες, το ποσό των 832 ευρώ (104 ημέρες Χ 8 ευρώ ημερησίως), εκ του οποίου δικαιούται το ποσό των 582,40 ευρώ (832 ευρώ Χ 70%) και γ) για τη μίσθωση ταξί για τις αναγκαίες μετακινήσεις της κατά το χρονικό διάστημα από την έξοδό της από το νοσοκομείο και μέχρι και το μήνα Μάϊο του έτους 2012 το συνολικό ποσό των 440 ευρώ, εκ του οποίου δικαιούται το ποσό των 308 ευρώ (440 ευρώ Χ 70%). Σημειωτέον ότι οι παραδοχές του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί της επιδίκασης στην ενάγουσα των ανωτέρω χρηματικών ποσών για την αποκατάσταση ισόποσης περιουσιακής ζημίας της, προκληθείσας από το ατύχημα, δεν προσβλήθηκαν απ’αυτήν με την ένδικη έφεσή της, και επομένως συνιστούν κεφάλαια της εκκαλουμένης, που δεν έχουν μεταβιβασθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αλλά παρατίθενται και στην παρούσα απόφαση για την ενότητα της δικανικής κρίσης. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ενάγουσα κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της στο Θριάσιο Νοσοκομείο, όπου διακομίσθηκε αμέσως μετά τον τραυματισμό της, λόγω της παντελούς  αδυναμίας της να μετακινηθεί και να αυτοεξυπηρετηθεί, είχε ανάγκη της διαρκούς αρωγής άλλου προσώπου για την κάλυψη των καθημερινών βασικών της αναγκών, καθώς το νοσηλευτικό προσωπικό δεν επαρκούσε. Προς τούτο προσέλαβε και απασχόλησε νυκτερινή αποκλειστική νοσοκόμα στις 3,4,7,8,9,10,13,14,15, και 16.11.2011, στην οποία κατέβαλε το συνολικό ποσό των 1.003,47 ευρώ, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα παραστατικά, ενώ έλαβε για την αιτία αυτή από τον ασφαλιστικό της φορέα το Ι.Κ.Α. ποσό 266,97 ευρώ, ως προς το οποίο η αντίστοιχη (ποσοτικά και ποιοτικά) αγωγική αξίωσή της σε βάρος της τρίτης εναγομένης για την καταβολή αποζημίωσης προς αποκατάσταση της ισόποσης ζημίας της μεταβιβάζεται αυτοδίκαια στο ανωτέρω ταμείο, που υποκαθίσταται εκ του νόμου στη θέση της, ενώ αυτή παύει να είναι πλέον δικαιούχος, και, επομένως, δαπάνησε εξ ιδίων χρημάτων το ποσό των 736,50 ευρώ. Επίσης, δαπάνησε συνολικά το ποσό των 258,56 ευρώ για την πρόσληψη και απασχόληση αποκλειστικής νοσοκόμας κατά τις πρωϊνές ώρες στις 4,5,7, και 11.11.2011 και ενώ ακόμη νοσηλευόταν. Μάλιστα και οι ανωτέρω παραδοχές της εκκαλουμένης απόφασης δεν προσβλήθηκαν από την ενάγουσα με ειδικό λόγο της ένδικης έφεσής της. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά τις νυκτερινές ώρες (από 24.00 έως 8.00) στις 5,6,11,12,17 και 18.11.2011, και ενώ ακόμη νοσηλευόταν, υπηρεσίες αποκλειστικής νοσοκόμας παρείχε σ’αυτήν δωρεάν η θυγατέρα της ……….., με υπερένταση των δυνάμεών της και σε βάρος άλλων ενασχολήσεών της, για τις οποίες, σε διαφορετική περίπτωση, εάν προσελάμβανε και απασχολούσε αντί αμοιβής τρίτο πρόσωπο, θα κατέβαλε συνολικά το ποσό των 465,9 ευρώ (77,65 ευρώ, το οποίο πράγματι κατέβαλε στη νυκτερινή αποκλειστική νοσοκόμα, που απασχόλησε κατά το διάστημα της νοσηλείας της, Χ 6 ημέρες). Το ίδιο πρόσωπο κατά το διάστημα της νοσηλείας της παρείχε σ’αυτήν, δωρεάν, υπηρεσίες αποκλειστικής νοσοκόμας και κατά τις πρωϊνές ώρες (από ώρα 8.00 έως ώρα 24.00, που αντιστοιχεί σε δύο οκτάωρες βάρδιες αποκλειστικής νοσοκόμας), στις 3,6,8,9,10,12,13,14,15,16 και 17.11.2011, ήτοι επί 11 ημέρες, για τις οποίες, σε διαφορετική περίπτωση, εάν προσελάμβανε και απασχολούσε αντί αμοιβής τρίτο πρόσωπο, θα κατέβαλε συνολικά το ποσό των 1.367,08 ευρώ (62,14 ευρώ ανά βάρδια, το οποίο πράγματι κατέβαλε σε αποκλειστική νοσοκόμα, που απασχόλησε κατά το διάστημα της νοσηλείας της για μία βάρδια κατά τις πρωϊνές ώρες Χ 2 βάρδιες ημερησίως Χ 11 ημέρες). Αποδείχθηκε επίσης ότι η ενάγουσα, μετά την έξοδό της από το νοσοκομείο στις 18.11.2011, ήτοι από τις 19.11.2011 και μέχρι τις 8.2.1012 (δηλαδή για χρονικό διάστημα 1 μηνός και 20 ημερών), παρέμεινε κλινήρης στην οικία της σε πλήρη ακινησία, με τα σκέλη υποχρεωτικά σε ανάρροπη θέση και με ποδοκνημικό γυψονάρθηκα στο αριστερό κάτω άκρο, αδυνατώντας παντελώς να αυτοεξυπηρετηθεί και να καλύψει τις καθημερινές βασικές της ανάγκες (ατομική υγιεινή, χορήγηση τροφής και φαρμακευτικής αγωγής, μετακίνηση, αλλαγή ενδυμάτων κλπ.), με τις δικές της δυνάμεις, και προς τούτο έχρηζε των υπηρεσιών τρίτου προσώπου ως αποκλειστικής νοσοκόμας επί 24 ώρες ημερησίως. Τις εν λόγω υπηρεσίες κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα προσέφεραν σ’αυτήν δωρεάν, τόσο η ανωτέρω θυγατέρα της, όσο και η αδελφή της ….., εγκαταλείποντας κάθε άλλη εργασία τους, με υπερένταση και εντατικοποίηση των προσπαθειών τους, και καθ’υπέρβαση των ορίων της συνήθους υποχρέωσής τους απέναντι στη μητέρα και αδελφή τους αντίστοιχα να της συμπαρίστανται και να της προσφέρουν αρωγή, περιποίηση και φροντίδα. Για τις υπηρεσίες αυτές η ενάγουσα, εάν προσελάμβανε με αμοιβή τρίτο πρόσωπο, ήτοι εάν απασχολούσε αποκλειστική νοσοκόμα επί 24 ώρες ημερησίως για το ανωτέρω χρονικό διάστημα του 1 μηνός και των 20 ημερών, θα κατέβαλε συνολικά το ποσό των 1.000 ευρώ  {1 μήνας Χ 600 ευρώ μηνιαίως = 600 ευρώ + 20 ημέρες Χ 20 ευρώ το ημερομίσθιο (600 : 30 =20 ευρώ) = 400 ευρώ}. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ενάγουσα στη συνέχεια και κατά το χρονικό διάστημα από 9.2.2012 έως 31.3.2012 (1 μηνός και 21 ημερών) παρέμεινε επίσης στην οικία της, βαδίζοντας εντός αυτής, αρχικά μέχρι τις 29.2.2012 με τη χρήση περιπατητήρα τύπου «Π», κατόπιν σύστασης του θεράποντος ιατρού της για μερική φόρτιση του σκέλους, και στη συνέχεια κατά το χρονικό διάστημα από 1.3.2012 έως 31.3.2012, με τη χρήση απλής βακτηρίας, διότι εκτιμήθηκε ότι το σκέλος μπορεί πλέον να φορτισθεί πλήρως. Κατά το διάστημα αυτό η ενάγουσα είχε ανάγκη των υπηρεσιών, όχι αποκλειστικής νοσοκόμας πλέον, αλλά οικιακής βοηθού καθημερινά επί 8 ώρες, τις οποίες επίσης προσέφεραν σ’αυτήν, δωρεάν, τα ανωτέρω συγγενικά της πρόσωπα. Για τις υπηρεσίες αυτές η ενάγουσα, εάν προσελάμβανε με αμοιβή τρίτο πρόσωπο, ήτοι εάν απασχολούσε οικιακή βοηθό επί 8 ώρες ημερησίως για το ανωτέρω χρονικό διάστημα του 1 μηνός και των 21 ημερών, θα κατέβαλε συνολικά το ποσό των 679,93 ευρώ {1 μήνας Χ 400 ευρώ μηνιαίως = 400 ευρώ + 21 ημέρες Χ 13,33 ευρώ το ημερομίσθιο (400 : 30 =13,33 ευρώ) =  279,93 ευρώ}. Τα ανωτέρω ποσά της πλασματικής δαπάνης για τη απασχόληση υποκατάστατης δύναμης, είτε ως αποκλειστικής νοσοκόμας, είτε ως οικιακής βοηθού, δύναται να αξιώσει η ενάγουσα, παρότι στην πραγματικότητα δεν τα απέδωσε στα προαναφερθέντα πρόσωπα, γιατί η μη καταβολή αμοιβής στην προκειμένη περίπτωση δε μπορεί να οδηγήσει σε ωφέλεια της τρίτης εναγομένης και σε αποφυγή καταβολής απ’αυτήν της σχετικής αποζημίωσης, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Επομένως, η ενάγουσα δαπάνησε συνολικά για την αιτία αυτή  το ποσό των 4507,97 ευρώ (736,50 ευρώ +258,56  ευρώ + 465,9 ευρώ + 1.367,08 ευρώ + 1.000 ευρώ  + 679,93 ευρώ), εκ του οποίου δικαιούται το ποσό των 3.155,57 ευρώ, ήτοι το 70% αυτού, που αναλογεί στο ποσοστό συνυπαιτιότητας του οδηγού του Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου στην πρόκληση του ατυχήματος,κατά μερική παραδοχή του ανωτέρω κονδυλίου και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, ενώ κατά το επιπλέον το κονδύλιο αυτό απορριπτέο τυγχάνει ως κατ’ουσίαν αβάσιμο. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επιδίκασε στην ενάγουσα για την αιτία αυτή το μικρότερο ποσό των 2313,54 ευρώ, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, κατά παραδοχήν ως βασίμου του σχετικού λόγου της κρινόμενης έφεσής της. Περαιτέρω, ουδόλως αποδείχθηκε σε βαθμό σχηματισμού δικανικής περί τούτου πεποίθησης ότι θα απαιτηθεί στο μέλλον μετά βεβαιότητας να υποβληθεί η ενάγουσα σε χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης των υλικών της εσωτερικής οστεοσύνθεσης, που τοποθετήθηκαν στο Θριάσιο νοσοκομείο για την αντιμεπώπιση του κατάγματος της αριστερής ποδοκνημικής, το οποίο υπέστη στο ένδικο τροχαίο ατύχημα, ώστε να δικαιούται να λάβει τη σχετική δαπάνη, όπως ζητά με την αγωγή της, καθόσον και στην προσκομιζόμενη από την ίδια από 24.10.2012 γνωμάτευση του ιδιώτη ιατρού – ορθοπεδικού ………., γίνεται λόγος περί «πιθανότητας» όσον αφορά στην διενέργεια τέτοιας μελλοντικής χειρουργικής επέμβασης, διότι επισημαίνεται στην περίπτωση αυτή ο κίνδυνος επανακατάγματος στο ίδιο σημείο, ενώ δεν προσκομίζεται από την ενάγουσα, που φέρει και τοι σχετικό βάρος απόδειξης των αγωγικών ισχυρισμών της, πιο πρόσφατη ιατρική γνωμάτευση, στην οποία να αναφέρεται διαφορετική εκτίμηση, όπως παραδεκτά θα μπορούσε να πράξει το πρώτον και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη νέα συζήτηση της έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 παρ.1 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, το συγκεκριμένο αγωγικό κονδύλιο ν’απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, όπως ορθά κρίθηκε και από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τέλος, όσον αφορά στο κονδύλιο της αγωγής υπό στοιχεία VII, που αφορά στην επιδίκαση στην ενάγουσα της ειδικής αποζημίωσης του άρθρου 931 του ΑΚ, και αυτό απορριπτέο τυγχάνει ως κατ’ουσίαν αβάσιμο, καθώς δεν αποδείχθηκε, ώστε να σχηματισθεί στο παρόν Δικαστήριο πλήρης δικανική πεποίθηση, ότι η ανωτέρω υπέστη, ως απόρροια του σοβαρού τραυματισμού της στο ένδικο ατύχημα, μόνιμη αναπηρία ή παραμόρφωση, δηλαδή έλλειψη της σωματικής εν προκειμένω ακεραιότητάς της, ή  παραμόρφωση – ουσιώδη αλλοίωση της εξωτερικής της εμφάνισης,  και μάλιστα τέτοια, που να επιδρά δυσμενώς στο μέλλον της, υπό την έννοια του οικονομικού της μέλλοντος και μόνον, ούσα 69 ετών και συνταξιούχος κατά το χρόνο του ατυχήματος, όπως απαιτείται για τη θεμελίωση της αξίωσης αυτής, η οποία παρέχεται ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης,  για την κάλυψη περιουσιακής και μόνον ζημίας, και μάλιστα μελλοντικής, ακόμη και εάν αυτή δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί συγκεκριμένα, και δεν είναι αξίωση χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος κατά το μέτρο αποκατάστασης της κοινωνικής του απαξίωσης από την αναπηρία ή την παραμόρφωσή του, ούτε αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της συναφούς ηθικής βλάβης του, η οποία βρίσκει έρεισμα μόνο στη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, καθώς δεν προσκομίζεται, ακόμη και το πρώτον ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, όπως είχε τη δυνατότητα να πράξει η ενάγουσα, που φέρει και το βάρος απόδειξης του ανωτέρω αγωγικού ισχυρισμού της, γνωμάτευση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής του ασφαλιστικού της φορέα (του Ι.Κ.Α.), που να αποφαίνεται περί τούτου, ή σχετικό έγγραφο ιατρού ή ιατρών δημοσίου νοσηλευτικού ιδρύματος, κρίση, που δεν αναιρείται από την προαναφερθείσα από 24.10.2012 γνωμάτευση του ιδιώτη ιατρού – ορθοπεδικού . …., στην οποία, όλως γενικώς και επιγραμματικώς, γίνεται λόγος περί μόνιμης μερικής αναπηρίας της σε ποσοστό 10%, όπως ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επίσης απέρρριψε κατ’ουσίαν το κονδύλιο αυτό. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, πέραν της ανωτέρω περιουσιακής ζημίας, υπέστη, συνεπεία του ένδικου ατυχήματος και του εξ αυτού προκληθέντος σοβαρού τραυματισμού της στα κάτω άκρα, και ηθική βλάβη, καθώς δοκίμασε θλίψη και στενοχώρια. Για να επέλθει μια κάποια εξισορρόπηση στη δημιουργηθείσα εξ’αυτού του λόγου  δυσμενή  κατάσταση και να της δοθεί η ευχέρεια να την ξεπεράσει, πρέπει να επιδικασθεί υπέρ αυτής εύλογη χρηματική ικανοποίηση, σύμφωνα με τα άρθρα 298, 299 και 932 του ΑΚ. Το παρόν δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη: Το βαθμό συνυπαιτιότητας του οδηγού του Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου, αλλά και της ιδίας στη πρόκληση του ατυχήματος, και τις ειδικότερες συνθήκες αυτού, το είδος, την έκταση, τη σοβαρότητα και τις επιπτώσεις του τραυματισμού της, την ένταση και την διάρκεια του σωματικού και ψυχικού άλγους, που δοκίμασε κατά τη νοσηλεία της, αλλά και στη συνέχεια κατά το διάστημα της ανάρρωσης, την ταλαιπωρία, στην οποία υποβλήθηκε για την αντιμετώπιση του τραυματισμού της (νοσηλεία επί 16 ημέρες, χειρουργική επέμβαση, συχνές επισκέψεις σε ιατρούς στη συνέχεια για παρακολούθηση της πορείας της υγείας της και τη διενέργεια εξετάσεων), την ηλικία της κατά το χρόνο του ατυχήματος (69 ετών), και, τέλος, την κοινωνική και οικονομική κατάστασή της (και όχι της τρίτης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική), κρίνει ότι η χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης πρέπει να προσδιορισθεί στο ποσό των 30.000 ευρώ, όπως ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ενόψει των ανωτέρω, παρά το ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, όπως προεκτέθηκε, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις μόνον όσον αφορά στο κονδύλιο, που αφορά στην  πλασματική δαπάνη της ενάγουσας για την παροχή προς αυτήν υπηρεσιών αποκλειστικής νοσοκόμας και οικιακής βοηθού από συγγενικά της πρόσωπα, κατά το διάστημα της νοσηλείας της, αλλά και στη συνέχεια της κατ’οίκον ανάρρωσής της, εντούτοις, πρέπει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη, και να εξαφανισθεί στο σύνολό της, ήτοι ως προς όλες τις διατάξεις της, η προσβαλλόμενη απόφαση, ακόμη και για τα μη εκκληθέντα κεφάλαια, και για αυτά, ως προς τα οποία  κρίθηκε ότι ορθά εκτιμήθηκαν οι αποδείξεις από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, για λόγους ενότητας του εκτελεστού τίτλου, και αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και, αφενός μεν να υποχρεωθεί η τρίτη εναγόμενη (και ήδη μοναδική εναγόμενη) να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 33.737,97 ευρώ (3.155,57 ευρώ + 582,40 ευρώ + 30.000 ευρώ), αφετέρου δε ν’αναγνωρισθεί η υποχρέωση της τρίτης εναγομένης να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 2.359,67 ευρώ (2.051,67 ευρώ + 308 ευρώ), σε αμφότερες τις περιπτώσεις με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, η τρίτη εναγόμενη, που νικήθηκε μερικώς, πρέπει να καταδικασθεί στην κατ’ αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, η οποία νίκησε μερικώς. Θα είναι όμως ανάλογη προς την έκταση της νίκης και της ήττας των διαδίκων (άρθρα 176, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ, αντιμωλία των διαδίκων, την από 18.7.2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…../18.7.2013 και …./18.7.2013) έφεση, καθώς και την ασκηθείσα με τις προτάσεις της εφεσίβλητης αντέφεση, κατά της υπ’αριθμ.1908/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αντέφεση ως απαράδεκτη.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ στο σύνολό της την εκκαλουμένη   απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 30.9.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …../6.9.2012) αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανωτέρω αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την τρίτη εναγόμενη – ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία – να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των τριάντα τριών χιλιάδων επτακοσίων τριάντα επτά ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (33.737,97), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της τρίτης εναγομένης να  καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (2.359,67), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της τρίτης εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 8 Ιανουαρίου 2018.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ