Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 9/2018

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:     9 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 [ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη με αριθμ. ……./13-10-2017 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …….. ., που προσκομίζει νόμιμα με επίκληση ο εκκαλών, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση από 02-03-2017 έφεσης, η οποία κατατέθηκε στις 02-03-2017 στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού στις 02-03-2017 με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. 93/2017, κατά της με αριθμό …../11-01-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο διέταξε την εκδίκαση της διαφοράς των διαδίκων κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία, με σχετική πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη. Η τελευταία, ωστόσο, δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρα 524 παρ. 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 12/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 153/2011 Δημ. Νόμος).

Η υπό κρίση από 02-03-2017 έφεση, η οποία κατατέθηκε στις 02-03-2017 στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού στις 02-03-2017 με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2017, κατά της με αριθμό 112/11-01-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 24/11/2016, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των άρθρων 643, 649, 650 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 632 παρ. 2 και 937 παρ. 3 ΚΠολΔ και όχι κατά την τακτική διαδικασία κατά την οποία είχε εισαχθεί, επί της από 11/06/2015, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/11-06-2015 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../11-06-2015 ανακοπής του εκκαλούντος εναντίον της εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, εφόσον από την από 31/01/2017 επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή ……… επί επικυρωμένου φωτ/φου της εκκαλουμένης προκύπτει ότι ακριβές φωτ/φο αυτής επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 31/01/2017 και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 02-03-2017 (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού 100 ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3Α περ. β΄ Κ.Πολ.Δ.), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Ο ανακόπτων με την υπό κρίση από 11/06/2015, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./11-06-2015 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/11-06-2015 ανακοπή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζητούσε, κατ’ ορθή εκτίμηση, να ακυρωθούν, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους α) η με αριθμ. …./2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή, για απαίτηση που πηγάζει από την αναφερόμενη σε αυτήν σύμβαση παροχής ανοιχτού επιχειρηματικού δανείου, ποσό 45.955,49 ευρώ και β) η κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού αυτής από 26/05/2015 επιταγή προς εκτέλεση. Επί της ως άνω ανακοπής εξεδόθη, στις 11-01-2017, η εκκαλούμενη με αριθμό 112/2017 οριστική απόφαση του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μετά από συζήτηση που έγινε αντιμωλία των διαδίκων, στις 24/11/2016, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των άρθρων 643, 649, 650 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 632 παρ. 2 και 937 παρ. 3 ΚΠολΔ και όχι κατά την τακτική διαδικασία κατά την οποία είχε εισαχθεί, η οποία, αφού απέρριψε την ανακοπή ως απαράδεκτη ως προς το σκέλος της που αφορά στην επιταγή προς εκτέλεση, λόγω αοριστίας, εν συνεχεία, απέρριψε τη σωρευθείσα στο ίδιο δικόγραφο ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε τη με αριθμ. …../2015 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καταδίκασε δε τον ανακόπτοντα στη δικαστική δαπάνη της καθ’ ης η ανακοπή, την οποία όρισε στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ. Κατά της εν λόγω οριστικής αποφάσεως ο ανακόπτων (ήδη εκκαλών) άσκησε την υπό κρίση έφεση, με την οποία παραπονείται για τους αναφερόμενους ειδικότερα στην έφεσή του λόγους, όπως αυτοί εκτιμώνται από το Δικαστήριο και συνοψίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε, κατ’ ορθή εκτίμηση του συνόλου του δικογράφου της έφεσης, να γίνει αυτή καθ’ ολοκληρία δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, με σκοπό να γίνουν δεκτές οι σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο ανακοπές του και να καταδικαστεί η καθ’ ης η ανακοπή στα δικαστικά του έξοδα αμφοτέρων των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Κατά το άρθρο 623 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015, μπορεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634, να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο (ΑΠ 1071/2017 Δημ. Νόμος). Η απαίτηση, που μπορεί να αποδεικνύεται και από συνδυασμό περισσότερων τέτοιων εγγράφων, πρέπει, κατά το άρθρ. 624§1 του ίδιου Κώδικα, να μην εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και να είναι ορισμένο το οφειλόμενο ποσό χρημάτων ή χρεογράφων. Κατά την παρ. 2 δε του άρθρου 626 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015, το δικόγραφο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 118 και 117 και το άρθρο 119 παρ.1 του κώδικα αυτού, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις διατάξεις αυτές, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216 παρ.1 περ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 623 του ίδιου κώδικα, σύμφωνα με την οποία μπορεί κατά την ειδική διαδικασία των άρθρ. 624 έως 634 να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης για την οποία ζητείται η έκδοσή της, ούτως ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση υπό την άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γένεσής της και που να δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος (ΑΠ 1071/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 330/2012, ΑΠ 15/2007) και, περαιτέρω, απαιτείται να επισυνάπτονται στην αίτηση τα έγγραφα εκείνα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της (ΑΠ 1349/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1632/2013 Δημ. Νόμος). Επιτρεπτώς συμφωνείται δε ότι η οφειλή του πιστούχου στην πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώσεως, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, σε περίπτωση δε μηχανογραφικώς τηρούμενων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτυπώσεως από τον υπάλληλο της τράπεζας που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει εις χείρας της η τράπεζα προς απόδειξη του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της, και επομένως στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου (ΑΠ 370/2012, ΑΠ 925/2006 Δημ. Νόμος). Με τον όρο απαίτηση νοείται όχι μόνο το οφειλόμενο στο δανειστή ποσό, αλλά και η ιστορική και νομική βάση στις οποίες θεμελιώνεται η αξίωση προς παροχή του ποσού αυτού χρημάτων ή χρεογράφων. Εάν η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ` άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτόν απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα. Στην περίπτωση αυτή αντικείμενο της δίκης και κατά συνέπεια της δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου, που δικάζει την ανακοπή, δεν καθίσταται το ζήτημα της ύπαρξης ή μη της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αφού με μόνη τη διαπίστωση της βασιμότητας του τυπικού λόγου της ανακοπής γίνεται δεκτό το αίτημα αυτής και ακυρώνεται, άνευ ετέρου, η διαταγή πληρωμής. Η ύπαρξη της απαίτησης δεν αποτελεί στην περίπτωση αυτή προδικαστικό ζήτημα για την παραδοχή της ανακοπής, και ως εκ τούτου δεν ερευνάται παρεμπιπτόντως από το δικαστήριο της ανακοπής. Εξ αυτού παρέπεται ότι η απόφαση που δέχεται την ανακοπή, επειδή δεν συντρέχει η διαδικαστική προϋπόθεση της έγγραφης απόδειξης της απαίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής, δημιουργεί δεδικασμένο, που περιορίζεται μόνο στο δικονομικό ζήτημα του κύρους και της ισχύος ή μη της διαταγής πληρωμής και δεν εκτείνεται στην ύπαρξη και το μέγεθος της απαίτησης (ΟλΑΠ 43/2005 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 10/1997, Δημ. Νόμος, ΑΠ 1349/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1632/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 713/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 933/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2206/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1480/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2209/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 901/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 665/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 289/2012 Δημ. Νόμος, ΕΑ 1503/2010 Δημ. Νόμος, ΕΘ 110/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 184/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 122/2006 Δημ. Νόμος, ΕΘ 778/2006 Δημ. Νόμος, ΕΘ 2292/2006 Δημ. Νόμος). ΄Οταν με το λόγο της ανακοπής αμφισβητείται η ύπαρξη ή το ύψος της απαιτήσεως, ο λόγος αυτός έχει αρνητικό χαρακτήρα, αφού ο καθού η ανακοπή, ο οποίος επέχει θέση ενάγοντος, έχει το υποκειμενικό βάρος, κατά το γενικό δικονομικό κανόνα του άρθρου 338 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, για την απόδειξη με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, της ύπαρξης και του ποσού της απαιτήσεως του (AΠ 1861/2011 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, με την κατά το άρθρα 632 ή 633 του ΚΠολΔ ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, η οποία υπόκειται στη ρύθμιση των άρθρων 583 επ. του ΚΠολΔ, προβάλλονται λόγοι είτε κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης είτε κατά της ύπαρξης της απαίτησης. Στη δίκη της ανακοπής δεν επανεκδικάζεται η υπόθεση καθολικά, αλλά μόνο στο μέτρο των υποβαλλόμενων λόγων ανακοπής. Οι λόγοι αυτοί, σε συνδυασμό με το αίτημα της ανακοπής, προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας που επέρχεται με την άσκηση της ανακοπής και αναγκαίως οριοθετούν το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής. Όταν ο λόγος της ανακοπής συνίσταται ειδικότερα σε έλλειψη κατά τον ανακόπτοντα νόμιμης προϋπόθεσης για την έκδοση της διαταγής, δηλονότι ο λόγος της ανακοπής έχει αρνητικό χαρακτήρα, αρκεί για το ορισμένο αυτού να προκύπτει η κατά τον ανακόπτοντα ελλείπουσα νόμιμη προϋπόθεση της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 901/2006 Δημ. Νόμος). Κατά των λόγων της ανακοπής αυτής, εκείνος κατά του οποίου στρέφεται μπορεί να αμυνθεί είτε αρνούμενος αυτούς είτε με την προβολή αντεστάσεων κατ’ αυτών. Έτσι εάν η απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, έχει και άλλη νομική θεμελίωση, πέραν εκείνης που υποβλήθηκε με τη σχετική αίτηση και στην οποία στηρίχθηκε η διαταγή πληρωμής, η απόδειξη της διαφορετικής αυτής νομικής θεμελίωσης δεν μπορεί να θεμελιώσει ισχυρισμό εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η ανακοπή προς απόρριψη της ανακοπής, εφόσον για την έκδοση της διαταγής πληρωμής δεν είχε γίνει επίκληση της έννομης σχέσης με τη διαφορετική αυτή νομική θεμελίωση. Ούτε όμως και το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή μπορεί αυτεπαγγέλτως να λάβει υπόψη και να εξετάσει την ύπαρξη και την απόδειξη της απαίτησης με βάση τη διαφορετική αυτή θεμελίωση και, κρίνοντας περαιτέρω ότι ο δικαστής που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής όφειλε να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως τη νομική αυτή θεμελίωση, να προβεί σε απόρριψη της ανακοπής. Μια τέτοια αλλαγή, κατά τη δίκη της ανακοπής, της νομικής θεμελίωσης της απαίτησης αποτελεί ανεπίτρεπτη, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 224 του ΚΠολΔ, μεταβολή της βάσης της ανακοπής, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, το αντικείμενο που καθίσταται εκκρεμές στη δίκη της ανακοπής προσδιορίζεται αποκλειστικά από τους προβαλλόμενους με αυτή λόγους, σε σχέση με τη βάση στην οποία η απαίτηση στηρίζεται, κατά την αίτηση για έκδοση διαταγή πληρωμής (ΟλΑΠ 10/1997, ΑΠ 334/2006 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, το άρθρο 443 ΚΠολ.Δικ. για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, ως εκδότης δε, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, θεωρείται εκείνος ο οποίος αναλαμβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο. Κατά το άρθρο δε 447 ιδίου Κώδικα, το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί απόδειξη υπέρ του εκδότη μόνο αν το προσκόμισε ο αντίδικος ή αν πρόκειται για τα βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο 444 ΚΠολ.Δικ. (ΑΠ 1349/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1480/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 289/2012 Δημ. Νόμος). Όμως, η διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και με το συνδυασμό περισσοτέρων εγγράφων, εφόσον με αυτά αποδεικνύεται η χρηματική απαίτηση (ΑΠ 1349/2013 ό.π., ΑΠ 933/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1305/2009). Από τη διάταξη δε του άρθρου 624 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 623 ιδίου κώδικα, συνάγεται, ότι για την έκδοση διαταγής πληρωμής προϋποτίθεται ότι η αξίωση είναι γεννημένη και βέβαιη. Το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαιτήσεως, είτε καταχρηστικών (εφόσον τα σχετικά δικαιοκωλυτικά ή δικαιοφθόρα γεγονότα δεν προκύπτουν από τα υποβαλλόμενα στο δικαστή στοιχεία), είτε γνησίων, δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξιώσεως και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα εκδόσεως διαταγής πληρωμής. Οι εν λόγω ενστάσεις στοιχειοθετούν, κατ` άρθρο 632 ΚΠολΔ, λόγους ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής. Συνεπώς, δεν έχει χαρακτήρα αίρεσης και για το λόγο αυτό δεν εμποδίζει την έκδοση διαταγής πληρωμής οποιαδήποτε ένσταση που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης (ΑΠ 933/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 911/2005). Από τη διάταξη δε του άρθρου 632 παρ. 1 εδ. α` ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο καθ’ ου η διαταγή πληρωμής οφειλέτης δικαιούται μέσα σε δεκαπέντε (15) εργάσιμες ημέρες από την επίδοσή της να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο δικαστήριο το οποίο είναι καθ’ ύλην αρμόδιο, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις. Η εν λόγω ανακοπή, όπως σαφώς συνάγεται από τις διατάξεις  των άρθρων 215 παρ 1, 583 και 585 παρ 1 του ΚΠολΔ. σε συνδυασμό με το εδαφ. β’ της αμέσως παραπάνω εκτιθέμενης διάταξης (άρθρο 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ) ασκείται όπως και η αγωγή, με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του Δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με την επίδοση αντιγράφου του κατατεθέντος δικογράφου είτε στο δικηγόρο που υπέγραψε την αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, είτε στον καθ’ ου στρέφεται αυτή. Συνεπώς, για να είναι παραδεκτή η κατά τα άνω ανακοπή, θα πρέπει όχι μονάχα η κατάθεση αλλά και η έγκυρη επίδοσή της να γίνεται μέσα στην ως άνω προθεσμία των δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από την επίδοση στον ανακόπτοντα της διαταγής πληρωμής από τον καθ’ ου η ανακοπή (βλ. σχετ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ό.π. άρθρο 632 σημ. 9, 10, Β. Βαθρακοκοίλη, ό.π. άρθρο 632 σημ. 71, Β. Μπρακατσούλα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ. 2002, σελ. 800, 802, 803).

Περαιτέρω, η κατά τη διαδικασία των άρθρων 624 και 634 του ΚΠολΔ εκδιδόμενη διαταγή πληρωμής αποτελεί, σύμφωνα με τα άρθρα 631 και 904 παρ. 2 ε΄ του ΚΠολΔ, τίτλο εκτελεστό. Όταν ενεργείται αναγκαστική εκτέλεση με βάση διαταγή πληρωμής, ο καθ’ ου η εκτέλεση μπορεί να προβάλει τις αντιρρήσεις του κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης με την προβλεπόμενη από το άρθρο 933 του ΚΠολΔ ανακοπή. Οι αντιρρήσεις αυτές μπορεί να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ίδιου Κώδικα, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής) και συνεπώς και την ύπαρξη της απαίτησης για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή ενστάσεις, εφόσον αυτή (διαταγή πληρωμής) δεν έχει αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου, είτε με την άπρακτη πάροδο των προθεσμιών των άρθρων 632 παρ. 1 και 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ, για την άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής είτε με την τελεσίδικη απόρριψη της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής που τυχόν ασκήθηκε. Οι ενστάσεις δε του τελευταίου, που αποτελούν τους λόγους της ανακοπής, πρέπει να περιέχουν σαφή έκθεση των γεγονότων που τις θεμελιώνουν κατά τον νόμο. Στην αντίθετη περίπτωση οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, ως αόριστοι (βλ. ΑΠ 192/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1210/1995 ΕλλΔικ 38.1782, ΕφΠειρ 418/2000 ΠειρΝομολ 2000.323, ΕφΘεσ 3078/1998 Δημ. Νόμος). Δεδομένου όμως ότι αντικείμενο της δίκης που ιδρύεται με την ανακοπή είναι το έγκυρο ή μη της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής, δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο ανακοπής ισχυρισμοί που ανάγονται σε επιγενόμενη από την έκδοση της διαταγής πληρωμής απόσβεση της απαιτήσεως, αφού εξ ορισμού δεν υπήρχαν κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής και δεν είναι λογικώς δυνατόν να επιδρούν στο έγκυρο της εκδόσεώς της. Η απόσβεση της απαιτήσεως που επήλθε μετά την έκδοση της διαταγής πληρωμής μπορεί να προταθεί με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτελέσεως που τυχόν επισπεύδεται με βάση τη διαταγή πληρωμής (ΑΠ 1366/2008, Δημ. Νόμος, ΑΠ 667/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 443/2006 Δημ. Νόμος, ΕΑ 5483/2008 Δημ. Νόμος, ΕΑ 5326/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 99/2002 Δημ. Νόμος). Ωστόσο, οποιοσδήποτε λόγος και αν προβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, το αίτημά της είναι πάντοτε η ακύρωση ορισμένης διαδικαστικής πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης που προσβάλλεται με αυτήν. Με την ανακοπή αυτή, έστω και αν περιέχει λόγο κατά της εγκυρότητας της διαταγής πληρωμής και της ανυπαρξίας ή της ελαττωματικότητας της απαίτησης για την οποία αυτή έχει εκδοθεί, δεν μπορεί να ζητηθεί και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής (ΟλΑΠ 10/1997 Δ/νη 38 768, ΑΠ 792/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 667/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 337/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 916/2002, ΤΝΠ Δ.Σ.Α., ΑΠ 1423/1999, ΕλλΔνη 2000. 701, ΕΑ 547/2008 Δημ. Νόμος, ΕΑ 3921/2007 Δημ. Νόμος, ΕΘ 610/2005 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΠειρ 322/2004 Δημ. Νόμος). Η ακύρωση της τελευταίας μπορεί να ζητηθεί μόνο με την προβλεπόμενη από το άρθρο 632 παρ. 1 ή 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, σώρευση στο ίδιο δικόγραφο ανακοπής κατά της εκτέλεσης, του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, και ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, του άρθρου 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ώστε με την τελευταία να ζητείται και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει προθεσμία και για την άσκηση της τελευταίας, εάν υφίσταται αρμοδιότητα και για τις δύο ανακοπές και αν αυτές υπάγονται στην ίδια διαδικασία (ΑΠ 337/2006 Δημ. Νόμος, ΕΑ 547/2008 Δημ. Νόμος, ΕΘ 610/2005 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΠειρ 322/2004 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 933 παρ. 1 ΚΠολΔ αντιρρήσεις του καθ’ ου η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον, οι οποίες αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με ανακοπή. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 262 παρ. 2 και 933 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την άσκηση ανακοπής κατά της επιταγής προς εκτέλεση απαιτείται να έχει ο ανακόπτων έννομο συμφέρον, που υπάρχει όταν με την αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται, επηρεάζεται η θέση και γενικότερα συγκεκριμένο έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος, που είναι άξιο προστασίας από το νόμο. Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας και η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου περί υπάρξεως ή μη αυτού ελέγχεται αναιρετικά με το λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 792/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 339/2010). ΄Οπως ορίζεται με τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1 ΚΠολΔικ, η οποία επιβάλλει την κατά στάδια προσβολή των πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, η ανακοπή του άρθρου 933 είναι παραδεκτή α) αν αφορά την εγκυρότητα του τίτλου ή την προδικασία μέσα σε δεκαπέντε ημέρες αφότου γίνει η πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης, β) αν αφορά την εγκυρότητα των πράξεων της εκτέλεσης που έγιναν από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης και πέρα ή την απαίτηση, έως την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, γ) αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, μέσα σε έξι μήνες αφότου η πράξη αυτή ενεργηθεί και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού αν πρόκειται για κινητά και ενενήντα ημέρες αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης αν πρόκειται για ακίνητα (ΑΕΔ 2/1999, ΑΠ 758/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 658/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 196/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1469/2005 Δημ. Νόμος). Στην αναγκαστική εκτέλεση για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης κατάσχεσης και τελευταία η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης (αρ. 934 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Από τις προαναφερόμενες διατάξεις και ενόψει του γεγονότος ότι η κατά το σύστημα του Κ.Πολ.Δ. λειτουργία της δικονομικής ακυρότητας καθιστά αναγκαία την προσβολή των ακύρων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, οι οποίες παράγουν τις συνέπειές τους μέχρι ν` απαγγελθεί με δικαστική απόφαση η ακυρότητά τους, οπότε επέρχεται αναδρομική άρση των αποτελεσμάτων τους, γίνεται φανερό, ότι, αν οι επιμέρους πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας παρουσιάζουν ελάττωμα, πρέπει να προσβληθούν με ανακοπή (του αρ.933) μέσα σε ορισμένη προθεσμία, η οποία έχει ως αφετηρία ορισμένη πράξη της εκτελεστικής διαδικασία και είναι δικονομική, διεπομένη από τις διατάξεις των αρ. 144 επ. ΚΠολΔ. Κατά συνέπεια, αν η προθεσμία αυτή περάσει άπρακτη, επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα προσβολής της σχετικής πράξης (αρθρ. 151 ΚΠολΔ) και η πράξη αυτή καθίσταται πλέον απρόσβλητη και δεν μπορεί να συμπαρασύρει σε ακυρότητα και τις επόμενες πράξεις της διαδικασίας της εκτέλεσης, η σχετική δε ανακοπή (η ασκηθείσα μετά την πάροδο της προθεσμίας) απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 196/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1469/2005 ό.π., ΑΠ 660/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 93/2001 Δ/νη 42.696, ΑΠ 622/1999 Δημ. Νόμος, ΑΠ 732/94 Δ/νη 37.103). Για την εφαρμογή δε των προθεσμιών του άρθρ. 934 παρ. 1 ΚΠολΔ λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το αίτημα της ανακοπής, το οποίο αναφέρεται στην ακύρωση μιάς ή περισσοτέρων πράξεων της εκτέλεσης, αλλά και τα ιστορούμενα σ` αυτήν ελαττώματα, τα οποία πρέπει ν` αναφέρονται ευθέως και αμέσως στις προσβαλλόμενες με το αίτημα πράξεις και να θίγουν το κύρος τους (ΑΠ 1469/2005 ό.π., ΕφΔωδ 96/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 108/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 17/2005 Δημ. Νόμος, Π. Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, έκδ. 1998 σελ. 601). Η ανακοπή, με την οποία προβάλλονται ελαττώματα της απαίτησης, και επιδιώκεται η ακύρωση της επισπευδόμενης βάση αυτής αναγκαστικής κατάσχεσης, υπόκειται στην παραπάνω προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1β` Κ.Πολ.Δ., η οποία, αρχίζει από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτελέσεως και έχει καταληκτικό σημείο την έναρξη της τελευταίας πράξεως εκτελέσεως που είναι ο πλειστηριασμός. Στην προθεσμία αυτήν υπόκεινται οποιαδήποτε ελαττώματα της απαίτησης, υπέρ της οποίας κινείται η αναγκαστική εκτέλεση, είτε αφορούν τη γένεση, είτε την άσκηση, είτε την απόσβεσή της. Στην ίδια προθεσμία υπόκεινται και οι αντιρρήσεις του καθ’ ου η εκτέλεση σχετικά με το ύψος του ποσού που επιτάσσεται να πληρώσει, γιατί και αυτές αφορούν ελάττωμα της απαίτησης (ΑΠ 1539/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1565/2001 Δημ. Νόμος). Δηλαδή για το παραδεκτό των αντιρρήσεων, ήτοι της ανακοπής κατά της εκτέλεσης, του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ., η ανακοπή αυτή πρέπει να ασκηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 934, μέσα στα τασσόμενα, από την τελευταία διάταξη, χρονικά όρια, οπότε και οι πρόσθετοι λόγοι της ανωτέρω ανακοπής δεν αρκεί να ασκούνται μόνον κατά τους γενικούς ορισμούς του άρθρου 585 παρ.2β` του ίδιου Κώδικα, το οποίο έχει και στην ανακοπή αυτή εφαρμογή, αλλά προσέτι και εντός των χρονικών περιορισμών του παραπάνω άρθρου 934 παρ.1 Κ.Πολ.Δ., αφού με την πάροδο άπρακτων των τελευταίων, τυχόν ακυρότητα της αναγκαστικής εκτελέσεως, για οποιονδήποτε και οποτεδήποτε προβαλλόμενο λόγο, καλύπτεται, πράγμα που συνάδει στο πνεύμα της τελευταίας διάταξης, με την οποία σκοπείται η ταχεία άρση της αβεβαιότητας περί το κύρος των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας. Οι κατά το άρθρο 934 παρ. 1 ΚΠολΔ οριζόμενες προθεσμίες για το παραδεκτό της κατά το άρθρο 933 του ιδίου κώδικα ανακοπής και των προσθέτων αυτής λόγων, είναι δικονομικές, εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η πάροδος τους συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα προσβολής της σχετικής πράξεως της εκτελεστικής διαδικασίας (ΑΠ 758/2014 Δημ. Νόμος). Εξάλλου η τήρηση των παραπάνω προθεσμιών της ανακοπής, που ορίζονται από το άρθρο 934 ΚΠολΔικ, προϋποθέτει ότι ο καθού η εκτέλεση θα έχει πραγματικά λάβει γνώση της προσβαλλόμενης πράξης, προκειμένου να την προσβάλλει αποτελεσματικά ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου. Διότι ναι μεν το σχετικό δικαίωμα πρόσβασης σ΄ αυτό δεν είναι απόλυτο και υπόκειται σε περιορισμούς, ειδικότερα σε ότι αφορά τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της ανακοπής κατά της εκτέλεσης, πλην όμως οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να εμποδίζουν την ανοικτή πρόσβαση σε ένα άτομο κατά τρόπο ή σε βαθμό, ώστε το δικαίωμά του αυτό να θίγεται στην ίδια την ουσία του. Οι εν λόγω περιορισμοί συμβιβάζονται με το άρθρο 6 παρ. 1 της κυρωθείσας αρχικώς με το ν.2329/1953 και εκ νέου με το ν.δ. 57/1974, σύμβασης της Ρώμης “για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών”, το οποίο έχει υπερνομοθετική ισχύ (Ολ.ΑΠ 40/1998), μόνο εφόσον τείνουν σε ένα νόμιμο σκοπό και εφόσον υπάρχει σχέση αναλογίας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού (απόφαση της 6.12.2002 του Ε.Δ.Α.Δ.). Αλλά και κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι “καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ΄ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει, δεν αποκλείεται στο νομοθέτη να θέτει περιορισμούς υπό τους οποίους τελεί το εν λόγω δικαίωμα, οι περιορισμοί όμως αυτοί δεν μπορούν να περιστείλουν την προσφυγή στα δικαστήρια κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό, ώστε το δικαίωμα αυτό να προσβάλλεται στον ίδιο του τον πυρήνα. Δύναται, συνεπώς, ο νομοθέτης, θεσπίζοντας προϋποθέσεις προσφυγής στα δικαστήρια, να καθορίζει και προθεσμία μέσα στην οποία οφείλει να ορίζει τη γνώση του θιγομένου για το βλαπτικό του οφειλέτη γεγονός, πράξη ή παράλειψη, γιατί χωρίς μια τέτοια γνώση δεν καθίσταται εφικτή η εκ μέρους του διεκδίκηση της παροχής έννομης προστασίας. Η γνώση αυτή του θιγομένου δεν απαιτείται μεν αναγκαίως να διαπιστώνεται από την επίδοση της βλαπτικής πράξης στον ίδιο. Πρέπει, όμως, τουλάχιστον να συνάγεται κατά τρόπο ασφαλή, ότι ενόψει των συντρεχουσών, κατά περίπτωση, συνθηκών, μεταξύ των οποίων και ο χρόνος που μεσολάβησε, ο θιγόμενος, ως επιμελής άνθρωπος, έλαβε ή μπορούσε να έχει λάβει γνώση του βλαπτικού γι΄ αυτόν γεγονότος (πράξης ή παράλειψης), ώστε να είναι σε θέση να επιδιώξει την παροχή έννομης προστασίας (ΑΕΔ 2/1999, ΑΠ 658/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 196/2006 Δημ. Νόμος).

Από τις διατάξεις των άρθρων 904, 915 και 916 ΚΠολΔ προκύπτει, επίσης, ότι δεν μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση με βάση εκτελεστό τίτλο, όπως κατά το άρθρο 904 ιδίου κώδικα, είναι και η διαταγή πληρωμής, αν από τον τίτλο δεν προκύπτει το βέβαιο και εκκαθαρισμένο της απαίτησης. ΄Οπως συνάγεται δε από τις διατάξεις των άρθρων 916, 924 και 927 ΚΠολΔ βασική προϋπόθεση για την εγκυρότητα της επιταγής προς πληρωμή είναι η συμφωνία αυτής με το περιεχόμενο του τίτλου στον οποίο στηρίζεται για εκτέλεση. Δεν είναι βέβαιη η απαίτηση όταν από τον τίτλο προκύπτει ότι αυτή τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, πριν την πλήρωση της αίρεσης ή την πάροδο της προθεσμίας, αφού μέχρι τη συντέλεση των γεγονότων αυτών δεν υφίσταται υποχρέωση του οφειλέτη και αντίστοιχο δικαίωμα του δανειστή, προς ικανοποίηση του οποίου αποσκοπεί η αναγκαστική εκτέλεση. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον τίτλο προκύπτει κατά ποσόν και ποιόν, είναι δε εκκαθαρισμένη η χρηματική απαίτηση όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο κατά ποσό, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1405/2012 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του Ν. 2601/1998, που άρχισε να ισχύει από 15.04.1998 (ΦΕΚ Α` 81/1998), από την ισχύ του παρόντος νόμου, οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα σε καθυστέρηση τόκοι ανατοκίζονται, εφόσον τούτο συμφωνηθεί, από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης. Οι τόκοι που προκύπτουν προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο κατ` ελάχιστο όριο, είτε πρόκειται για συμβάσεις δανείων είτε για συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 112 του ΕισΝΑΚ. Εάν δεν υπάρχει συμφωνία ανατοκισμού ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του ΑΚ και του εισαγωγικού νόμου αυτού…». Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι από τη δημοσίευση του νόμου και εφεξής επήλθε διαφοροποίηση των ισχυόντων επί δανείων και πιστώσεων σε αλληλόχρεο λογαριασμό ως προς τον ανατοκισμό των τόκων που οφείλονται στα πιστωτικά ιδρύματα, για συμβάσεις που καταρτίζονται υπό την ισχύ του νόμου, τόσο ως προς το άρθρο 112 ΕισΝΑΚ όσο και προς τα άρθρα 35, 36. 47, 48. 64-67 του Ν.Δ. 177/13.08.1923 «περί ειδικών διατάξεων ανωνύμων εταιριών”, που προβλέπουν περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού ανά τρίμηνο κατ` ελάχιστο με τοκισμό έκτοτε του προσωρινού υπολοίπου και συνεπώς ανατοκισμό των μέχρι τότε κονδυλίων των τόκων, αλλά και ως προς την απόφαση 289/30.10.1980 της Νομισματικής Επιτροπής (ΦΕΚ Α` 269/1980), που εκδόθηκε κατόπιν εξουσιοδότησης που της παρασχέθηκε με το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν 1083/1980, βάσει της οποίας επιτρεπόταν ο ανατοκισμός σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα, εφόσον τούτο είχε συμφωνηθεί από τους συμβαλλόμενους (βλ. και ΟλΑΠ 8/1998 και 9/1998 ΕλλΔνη 39.72 και ΝοΒ 46.496, αποφάσεις με τις οποίες ανατράπηκε η μέχρι τότε κρατούσα νομολογία, κατά την οποία δεν απαιτείτο τέτοια συμφωνία). Προβλέπεται πλέον ότι οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα συμβατικοί τόκοι ανατοκίζονται από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης κατά τη διάρκεια λειτουργίας του δανείου ή του αλληλόχρεου λογαριασμού, μόνον εφόσον αυτό συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλόμενων και μόνον εφόσον εγγράφονται προστίθενται ως κονδύλια στο λογαριασμό κάθε εξάμηνο, κατ’ ελάχιστο όριο. Συνεπώς, συμφωνία που καταρτίστηκε μετά την έναρξη ισχύος του νόμου και προβλέπει τον ανατοκισμό για χρονικό διάστημα μικρότερο του εξαμήνου, αντίκειται στην αναγκαστικού δικαίου προαναφερόμενη διάταξη και ισχύει για τον προβλεπόμενο στο νόμο ανατοκισμό ανά εξάμηνο. Αν δεν υπάρχει δε καθόλου συμφωνία ανατοκισμού, αυτός διέπεται από τις διατάξεις του ΑΚ και του ΕισΝΑΚ (ΑΠ 74/2002 ΕλλΔνη 43.771, ΑΠ 1781/2007 Νόμος, ΕφΑΘ 1778/2010 Αρμ. 2011.251 και Παν. Μάζη, γνωμοδότηση σε ΔΕΕ 06.1119 και μελέτη σε ΝοΒ 47.1525). Από τις παραπάνω ρητές διατάξεις του προϊσχύοντος και του υφισταμένου νομοθετικού καθεστώτος, προκύπτει ότι επιτρεπτός είναι ο ανατοκισμός καθυστερούμενων τόκων και μόνον. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται ανατοκισμός προμηθειών και εξόδων. Κάθε αντίθετη σύμβαση είναι ευθέως αντίθετη στις παραπάνω διατάξεις, σε κάθε δε περίπτωση ελέγχεται μέσω των διατάξεων 174,178,179 ΑΚ. Ακόμη και με τελεολογική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων το συμπέρασμα είναι ίδιο, αφού, ενόψει του ότι η απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής θεσπίζει εξαίρεση, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 4/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 124/2007 Δημ. Νόμος).

Τέλος, κατά το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διαθέσεως, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της εφέσεως και οι λόγοι αυτής που το στηρίζουν οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως. Το εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της εφέσεως ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών τους οποίους ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών προβάλλει σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους εφέσεως και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ενστάσεως, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνο για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 1481/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1778/2011 Δημ. Νόμος, Α.Π.1625/2011, ΑΠ 496/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4924/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 496/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 37/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 6311/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 58/2002 Δημ. Νόμος). Συνεπώς και οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, που επέχουν γενικώς θέση ιστορικής βάσης της αγωγής, εφόσον απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, επαναφέρονται στο Εφετείο από τον εκκαλούντα ανακόπτοντα μόνο με λόγο της έφεσής του κατά της πρωτόδικης απόφασης, ως παράπονο κατ` αυτής, και όχι με τις κατ’ έφεση προτάσεις του (ΑΠ 1349/2013 ό.π., ΑΠ 13/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 408/2000 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 599/2011 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΔωδ 66/2008 Δημ. Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση κατόπιν της από 01/04/2015 αιτήσεως της καθ’ ης η ανακοπή, ενεργούσας για τις απαιτήσεις της πρώην «………..», ως καθολική διάδοχος αυτής, λόγω συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68 παρ. 2 και 78 του Κ.Ν. 2190/1920 περί Ανωνύμων Εταιριών, τις διατάξεις του άρθρου 16 του Ν. 2515/1997 και της με αριθμό …../25-06-2013 Πράξης του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……… (ΦΕΚ 3931/01-07-2013), εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμ. …./22-05-2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία, αφού έκρινε την αίτηση νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 623 κ.επ. Κ.Πολ.Δ., 806, 345, 361 επ. του Α.Κ., 111 και 112 του ΕισΝΑΚ και 64-67 του ν.δ. 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», υποχρέωσε τον ανακόπτοντα να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή, για την απαίτησή της που απορρέει από τη με αριθμ. …./22-06-2009 Σύμβαση Ανοιχτού Επιχειρηματικού Δανείου «. …», το συνολικό ποσό των 45.955,94 ευρώ, που αντιστοιχεί στο χρεωστικό κατάλοιπο του κλεισθέντος οριστικά την 25/08/2014 με αριθμό ….…. λογαριασμού, πλέον μη λογιστικοποιημένων τόκων εξ ευρώ 4.472,47 ευρώ, για τους οποίους τηρήθηκε ο υπ’ αριθμ. ….. λογαριασμός, με το κατά την ως άνω σύμβαση ανώτατο όριο υπερημερίας, από την επομένη της ημερομηνίας του οριστικού κλεισίματος του ως άνω λογαριασμού, ήτοι από την 26/08/2014 και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως, καθώς και ευρώ 960 για δικαστική δαπάνη έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Αντίγραφο δε από το πρώτο απόγραφο εκτελεστό της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, με την από 26/05/2015 επιταγή προς πληρωμή, κοινοποίησε η καθ’ ης στον ανακόπτοντα, στις 03/06/2015, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………, επί επικυρωμένο φωτ/φου αυτής που προσκομίζει και επικαλείται ο ανακόπτων, επιτάσσοντας αυτόν να καταβάλει σε αυτήν συνολικά το ποσό των 51.449,96 ευρώ, εντόκως από την επομένη της επιδόσεως της επιταγής προς πληρωμή μέχρι εξοφλήσεως, πλην του κονδυλίων των τόκων και για τυχόν σύνταξη εντολής προς διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης, αν τούτο απαιτηθεί, 30 ευρώ. Κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής και επιταγής προς πληρωμή ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 11/06/2015, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./11-06-2015 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./11-06-2015 ανακοπή, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους. Στο δικόγραφο αυτό παραδεκτώς σωρεύονται (άρθρο 218 ΚΠολΔ), αφού, μετά τις τροποποιήσεις που επέφεραν τα άρθρα 14 και 19 του ν. 4055/2012, προβλέπεται για την εκδίκαση των ανακοπών αυτών η ίδια διαδικασία (όπως αυτή προσδιορίζεται στα παραπάνω άρθρα): α) Η ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, με την οποία πλήττεται η διαταγή πληρωμής και έχει ως αίτημα την ακύρωση αυτής ως εκτελεστού τίτλου, η οποία επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών από την επίδοση προς τον ανακόπτοντα της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής (βλ. σχετ. με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./11-06-2015 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../11-06-2015 ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σε συνδυασμό με τη αριθμ. …../18-06-2015 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς …………) (σημειωτέον ότι στην προθεσμία των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών, για την άσκηση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, δεν υπολογίζονται οι Κυριακές, οι λοιπές αργίες και τα Σάββατα, που μεσολαβούν, αφού δεν είναι εργάσιμες ημέρες (βλ. ΑΠ 323/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 421/2005 ΕλλΔνη 2005,1076, ΑΠ 1488/2004 ΕΕΝ 2005,294) και β) η ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, η οποία βάλλει κατά της προσβαλλόμενης πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι της από 26/05/2015 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού αυτής και έχει ως αίτημα την ακύρωση της πράξης αυτής, ασκήθηκε νόμιμα κατ’ άρθρο 632, 585 παρ. 1 και 934 παρ. 1 του ΚΠολΔ, εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι έχει λάβει χώρα άλλη πράξη εκτέλεσης, ο ανακόπτων δε έχει έννομο συμφέρον τόσο για την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, όσο και της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της (ΑΠ 337/2006 ΕλλΔνη 47.779). Ο ανακόπτων, με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής, ο οποίος είναι κοινός κατά αμφότερων των προσβαλλόμενων πράξεων, πλην, όμως, απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας, παραδεκτά δε επαναφέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, κατ’ ορθή εκτίμηση, αμφισβητεί το ύψος και το εκκαθαρισμένο της απαιτήσεως, το οποίο υποχρεώνεται να καταβάλει στην καθ’ ης η αίτηση, σε συνδυασμό με την έγγραφη απόδειξη αυτής, ισχυριζόμενος ότι στο ποσό των 45.955,49 ευρώ, που επιτάσσεται να καταβάλει ως κεφάλαιο, συμπεριλαμβάνονται τόκοι προερχόμενοι από παράνομο ανατοκισμό, αφού συμπεριελήφθησαν από την καθ’ ης η ανακοπή στο οφειλόμενο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο, ανατοκιζόμενοι όχι ανά εξάμηνο κατ’ ελάχιστο επιτρεπτό όριο, αλλά για μικρότερο χρονικό διάστημα. Ο ισχυρισμός αυτός, που αποτελεί άρνηση της διαδικαστικής προϋποθέσεως της αποδείξεως της υπάρξεως της απαιτήσεως της καθ’ ης από έγγραφα και δικαιολογεί την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, παρά το νόμο αξιολογήθηκε ως αόριστος, με την αιτιολογία ότι «…στο δικόγραφο της ανακοπής και τους σχετικούς ενσωματωμένους πίνακες δεν παρατίθενται αναλυτικά τα ποσά κατά τα οποία δεν θα είχε επιβαρυνθεί η οφειλή του ανακόπτοντος εάν δεν είχε λάβει χώρα η παράνομη και αντισυμβατική συμπεριφορά της καθ’ ης η ανακοπή, ώστε να προκύπτει το κατά τους ισχυρισμούς του αληθινό και νόμιμο ύψος της οφειλής του, για να είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νομίμου ύψους του αξιουμένου από την καθ’ ης η ανακοπή ποσού, διότι και αν ακόμη γίνει δεκτό ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιδικάζει μη νομίμως και ποσά από ανατοκισμό τόκων παρά το νόμο ή τη σύμβαση, η διαταγή πληρωμής δεν θα είναι άκυρη στο σύνολό της, αλλά μόνο για το υπερβάλλον…», αρκούσης αντιθέτως της γενικής αρνήσεως με το περιεχόμενο του προβληθέντος πρώτου λόγου της ανακοπής (ΑΠ 1861/2011 Δημ. Νόμος). Το εκκαθαρισμένο της απαιτήσεως πρέπει να προκύπτει αποκλειστικά και μόνο από το περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής, επιτρεπομένης της συμπλήρωσης και από τα έγγραφα με βάση τα οποία εκδόθηκε η τελευταία και βρίσκονται στο σχετικό φάκελο. Οποιαδήποτε άλλη συμπλήρωση από προσκόμιση εγγράφων εκτός φακέλου, ήτοι εγγράφων, που δεν χρησιμοποιήθηκαν από τον αιτούντα για την έκδοση της διαταγής πληρωμής δεν επιτρέπεται (βλ. επί του άρθρου 916 Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος Α σελ. 210, Ράμμου – Glasson τόμος Ε παρ 1008α σελ 72, Φραγκίστα Μητσόπουλου Νο.Β. 20/441 επ., Οικονομόπουλου Δίκη 3/413). Στην ουσία το εκκαθαρισμένο αναφέρεται στην απαιτούμενη «έγγραφη απόδειξη της απαίτησης» και θεμελιώνεται, όταν κατά την εκδίκαση της ανακοπής με βάση τα έγγραφα, που εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, κρίνεται από το δικαστήριο, ότι δεν αποδεικνύεται η ακριβής ποσότητα της απαίτησης αλλά υπάρχει αμφιβολία για το ύψος αυτής και υπάρχει μόνο, όταν πρόσθετα διαπιστώνεται ότι ο ανακόπτων εμποδίζεται με βάση τα στοιχεία του φακέλου να προβάλλει με πληρότητα λόγους μείωσης της απαίτησης για μερική ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Προκειμένου δε να εκδοθεί η διαταγή πληρωμής απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων του άρθρου 623 Κ.Πολ.Δ. και των αρνητικών προϋποθέσεων του άρθρου 624 Κ.Πολ.Δ. Αν ο λόγος ανακοπής στηρίζεται στην αμφισβήτηση των ως άνω προϋποθέσεων τότε ο δανειστής έχει υποχρέωση να αποδείξει τη συνδρομή τους, διότι οι προϋποθέσεις αυτές είναι απαραίτητες για την επέλευση της επιδιωκόμενης δια της σχετικής αιτήσεως του έννομης συνέπειας ήτοι της έκδοσης έγκυρης διαταγής πληρωμής (Βλ. Κ. Μπέη / Πολιτική Δικονομία / Ερμηνεία των άρθρων / Ειδικές Διαδικασίες/σελ.244). Στην περίπτωση κατά την οποία, κατόπιν άσκησης ανακοπής του άρθρου 632 Κ.Πολ.Δ., διαπιστωθεί ότι δεν συνέτρεχε μία εκ των ανωτέρω προϋποθέσεων η διαταγή πληρωμής θα ακυρωθεί διότι θα έχει αποδειχθεί ότι η αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε ήταν δικονομικά ουσία αβάσιμη (βλ. για την έννοια της δικονομικά αβάσιμης διαδικαστικής πράξης σε Κ. Μπέη / Πολιτική Δικονομία / Ερμηνεία των άρθρων / Εισαγωγή στη δικονομική σκέψη και γενικές διατάξεις 1-207/ σελ. 94). Αν κατά ενάσκηση του σχετικού δικαιώματός του ο οφειλέτης αμφισβητήσει με λόγο ανακοπής το εκκαθαρισμένο της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε διαταγή πληρωμής, δεν απαιτείται για το ορισμένο του λόγου αυτού να προσδιορίσει και το ύψος στο οποίο θα ανερχόταν η απαίτηση αν αυτή ήταν εκκαθαρισμένη, καθώς, όπως προεκτέθηκε, το βάρος της συνδρομής των θετικών και αρνητικών προϋποθέσεων έκδοσης διαταγής πληρωμής φέρει ο δανειστής. Ο ανακόπτων προκειμένου να ευδοκιμήσει η ανακοπή του δεν χρειάζεται να αποδείξει ούτε ότι η απαίτηση είναι ανεκκαθάριστη, ότι δηλαδή το ποσό της δεν είναι ορισμένο, αρκεί μόνο αμφισβητώντας την αρνητική αυτή προϋπόθεση, στα πλαίσια της ανταποδεικτικής του ευχέρειας, να δημιουργήσει αμφιβολία στο Δικαστήριο σχετικά με τη συνδρομή της και περαιτέρω να μην επιτύχει ο καθ’ ου η ανακοπή να άρει τη σχετική αμφιβολία, παρότι φέρει τον κίνδυνό της, ως έχων το υποκειμενικό και αντικειμενικό βάρος απόδειξής της (πρβλ. ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος). Όσο δε αφορά την απαίτηση της τράπεζας, η οποία, κατά δικονομική συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται πλήρως από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων, στην περίπτωση κατά την οποία ο οφειλέτης, σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί, βάσει των αποσπασμάτων, διαταγή πληρωμής, επικαλεστεί με την ανακοπή του και αποδείξει ότι είναι άκυρος όρος της σύμβασης, δυνάμει της οποίας έχει επιβαρυνθεί η οφειλή του με επιπλέον χρηματικά ποσά πέραν του κεφαλαίου, όπως τόκους που έχουν ανατοκισθεί, κεφαλαιοποιηθεί και επανατοκισθεί, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο διαχωρισμός και η αφαίρεσή τους από τη συνολική απαίτηση με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς και ως εκ τούτου να μην αποδεικνύεται το ακριβές ύψος της από τα προσκομιζόμενα για την έκδοση διαταγής πληρωμής αποσπάσματα, αμφισβητεί όχι μόνο τη συνδρομή της αρνητικής προϋπόθεσης που σχετίζεται με το ορισμένο ποσό της απαίτησης, το να μην είναι δηλαδή αυτή ανεκκαθάριστη, αλλά και της θετικής προϋπόθεσης της σχετικής με την έγγραφη απόδειξη του ακριβούς ύψους της. Η αντίθετη άποψη κατά την οποία ο ανακόπτων πρέπει, όχι μόνο να επικαλεστεί το ανεκκαθάριστο της απαίτησης αλλά επιπλέον και να προσδιορίσει το ποσό κατά το οποίο είναι ανεκκαθάριστη η απαίτηση, προκειμένου να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος ανακοπής, συνεπάγεται την ανεπίτρεπτη κεκαλυμμένη αντιστροφή του βάρους απόδειξης αφού, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μετατίθεται στον ανακόπτοντα η υποχρέωση του καθ’ ου η ανακοπή και αιτούντος την έκδοση διαταγής πληρωμής να επικαλεστεί το ακριβές ύψος της απαίτησής του και να αποδείξει εγγράφως το βέβαιο και εκκαθαρισμένο αυτής. Όμως ο φέρων το βάρος απόδειξης φέρει και το βάρος επίκλησης των αποδεικτέων και, ως εκ τούτου, σε περίπτωση που ο ανακόπτων αμφισβητήσει και, κατά μείζονα λόγο, σε περίπτωση που αποδείξει το ανεκκαθάριστο της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, ο καθ’ ου είναι αυτός που θα πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει μέχρι ποιου ύψους είναι εκκαθαρισμένη η απαίτησή του, εφόσον βέβαια αυτό είναι εφικτό από τα προσκομιζόμενα με την αίτησή του έγγραφα, άλλως η διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα στο σύνολο της λόγω μη συνδρομής της εν λόγω αρνητικής δικονομικής προϋπόθεσης για την έκδοσή της. Επίσης, η άποψη κατά την οποία είναι μεν ορισμένος ο λόγος της ανακοπής με τον οποίο αμφισβητείται το εκκαθαρισμένο της απαίτησης, πλην όμως, αν δεν επικαλείται ο ανακόπτων το ποσό κατά το οποίο είναι ανεκκαθάριστη θα πρέπει να διατάσσεται λογιστική πραγματογνωμοσύνη προς ανεύρεσή του, προκειμένου να ακυρωθεί κατά το αντίστοιχο μέρος της η διαταγή πληρωμής και όχι εν όλω, οδηγεί σε καταστρατήγηση των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 Κ.Πολ.Δ., καθώς η ανάγκη διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης προϋποθέτει ότι δεν είναι ορισμένο το ποσό της απαίτησης για το οποίο έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής και δεν αποδεικνύεται το ακριβές ύψος της από τα προσκομιζόμενα έγγραφα. Η διαπίστωση όμως των ανωτέρω οδηγεί, για τους προαναφερόμενους λόγους, στην ακύρωση της διαταγής πληρωμής και όχι στην έκδοση απόφασης περί διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία ενδεχομένως να ήταν η προσήκουσα αν επιδιωκόταν η επιδίκαση της απαίτησης με αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, στη δίκη όμως της ανακοπής όπου κρίνεται, μεταξύ άλλων, αν συνέτρεχαν οι δικονομικές προϋποθέσεις έγκυρης έκδοσης της διαταγής πληρωμής κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων αναδρομική αναπλήρωση της διαπιστούμενης έλλειψης των ως άνω προϋποθέσεων και δη με αποδεικτικό μέσο το οποίο δεν είναι πρόσφορο για την έκδοση διαταγής πληρωμής, καθώς δεν είναι έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 623 Κ.Πολ.Δ. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της ανακοπής ήταν αρκούντως ορισμένος, χωρίς να απαιτείται, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο ανακόπτων να προσδιορίσει και το ύψος στο οποίο θα ανερχόταν η απαίτηση αν αυτή ήταν εκκαθαρισμένη ή να βάλλει κατά συγκεκριμένων κονδυλίων του λογαριασμού. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ ασκήθηκε παραδεκτώς και ήταν αρκούντως ορισμένη, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, εφόσον, κατ’ ορθή εκτίμηση, μεταξύ άλλων, με τον ως άνω πρώτο λόγο, αμφισβητεί το ύψος και το εκκαθαρισμένο της απαιτήσεως, το οποίο υποχρεώνεται να καταβάλει στην καθ’ ης η αίτηση, σε συνδυασμό με την έγγραφη απόδειξη αυτής, διότι από τις διατάξεις των άρθρων 904, 915 και 916 ΚΠολΔ προκύπτει ότι δεν μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση με βάση εκτελεστό τίτλο, όπως κατά το άρθρο 904 ιδίου κώδικα, είναι και η διαταγή πληρωμής, αν από τον τίτλο δεν προκύπτει το εκκαθαρισμένο της απαίτησης. ΄Οπως συνάγεται δε από τις διατάξεις των άρθρων 916, 924 και 927 ΚΠολΔ βασική προϋπόθεση για την εγκυρότητα της επιταγής προς πληρωμή είναι η συμφωνία αυτής με το περιεχόμενο του τίτλου στον οποίο στηρίζεται για εκτέλεση. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε ως αόριστο τον πιο πάνω πρώτο λόγο ανακοπής, καθώς, επίσης, απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, τη σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο ανακοπή κατά της από 26/05/2015 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, έσφαλε κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο, διότι αξίωσε περισσότερα στοιχεία από αυτά που απαιτούσε ο νόμος και πρέπει, δεκτών γενομένων ως βασίμων των σχετικών λόγων (πρώτου και δεύτερου αντίστοιχα) της έφεσης, με τους οποίους παραδεκτά επαναφέρονται ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου από τον εκκαλούντα – ανακόπτοντα ο ως άνω πρώτος λόγος ανακοπής και η ανακοπή κατά της ως άνω επιταγής προς εκτέλεση, να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω προσήκουσα ειδική διαδικασία των άρθρων 643, 649, 650 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 632 παρ. 2 και 937 παρ. 3 ΚΠολΔ και όχι κατά την τακτική διαδικασία κατά την οποία είχαν εισαχθεί, οι σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο ανακοπές, οι οποίες είναι τυπικά δεκτές και ως προς τη βασιμότητα των λόγων τους (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Από την επανεκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται νόμιμα με επίκληση, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο  336  παρ.  4  ΚΠολΔ)  και  από  την  εν  γένει  αποδεικτική  διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αριθμ. …/22-6-2009 σύμβασης επιχειρηματικού δανείου ανοικτής πίστωσης υπό την ονομασία «. …», που καταρτίσθηκε εγγράφως μεταξύ του ανακόπτοντος και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», στη θέση της οποίας υπεισήλθε εν συνεχεία η καθ’ ης η ανακοπή, ως καθολική διάδοχος, λόγω συγχωνεύσεως δια απορροφήσεως, κατ’ άρθρο 68 παρ. 2 και 78 του Ν. 2190/1920, της πρώτης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, δυνάμει της με αριθμ. …./25-6-2013 συμβολαιογραφικής πράξεως του Συμβολαιογράφου Αθηνών . …, χορηγήθηκε στον ανακόπτοντα πίστωση ποσού 40.000 ευρώ, για την κάλυψη των αναγκών της επιχείρησής του, με αντικείμενο στο χώρο του εφοδιασμού πλοίων. Σύμφωνα με τους συνομολογηθέντες και συναποδεχθέντες όρους «…2. Ο Πιστούχος – Κάτοχος μπορεί να αναλάβει το πιο πάνω ποσό της πίστωσης εφάπαξ ή τμηματικά. 2 το εξοφλούμενο μέρος της πίστωσης είναι επαναχορηγούμενο, εφόσον δεν υπάρξουν καθυστερήσεις στην αποπληρωμή των δόσεων. 3. Για την εξυπηρέτηση του Πιστούχου – Κατόχου χορηγείται η κάρτα …. BUSINESS, η οποία του επιτρέπει την ανάληψη από τις αυτόματες ταμειολογιστικές μηχανές (ΑΤΜ) μετρητών στα πλαίσια της πίστωσης αυτής. 4. Οι αναλήψεις μετρητών που θα γίνονται από τον Πιστούχο / Κάτοχο υπόκεινται στο πιο πάνω ανώτατο όριο (στο εξής «΄Οριο Πίστωσης)…. 9…γ)…Ο Πιστούχος – Κάτοχος αποδέχεται ρητώς και ανεπιφυλάκτως ότι όλες οι εγγραφές στους λογαριασμούς του είναι δεσμευτικές για αυτόν και ότι οι σχετικές εκτυπώσεις του ημερολογίου της ΑΤΜ ή και του Ηλεκτρονικού Κέντρου της Τράπεζας είναι η πλήρης απόδειξη για την κίνηση των λογαριασμών του….11. Αποπληρωμή: Ο Πιστούχος / Κάτοχος υποχρεούται να εξοφλήσει το χρεωστικό υπόλοιπο τμηματικά με έντοκες μηνιαίες δόσεις…12.3 Το συμβατικό επιτόκιο απαρτίζεται από: α) το Βασικό Επιτόκιο Χορηγήσεων (ΒΕΧ) με ρητή συμφωνία των μερών είναι το επιτόκιο που κάθε φορά ανακοινώνει δημόσια η Τράπεζα ως βασικό ετήσιο επιτόκιο σε ευρώ χορηγήσεων, με δημοσίευση σε δύο Αθηναϊκές εφημερίδες (χωρίς άλλη κοινοποίηση) και ισχύει κάθε φορά από την ημερομηνία που αναφέρεται στην τελευταία δημοσίευση. Η Τράπεζα θα μεταβάλει το Βασικό Επιτόκιο Επιχορηγήσεων, εάν μεταβληθεί το διατραπεζικό επιτόκιο EURIBOR τριμήνου (3 μηνών). Η αναπροσαρμογή θα γίνεται μόνο στην έναρξη κάθε ημερολογιακού τριμήνου, προς την ίδια κατεύθυνση και στην ίδια έκταση τυχόν μεταβολής του EURIBOR, όπως αυτό δημοσιεύεται στον Οικονομικό Τύπο. Το ΒΕΧ σήμερα είναι 5,32% ετησίως, β) το Περιθώριο, καθορίζεται σε 2,50% ετησίως. Η Τράπεζα, μετά την πάροδο της περιόδου των πρώτων δύο (2) ετών, μπορεί να μεταβάλει το Περιθώριο εφόσον μεταβληθούν οι παράγοντες που το προσδιορίζουν και είναι: η χρηματοοικονομική κατάσταση του Πιστούχου / Κατόχου, η συναλλακτική του συμπεριφορά, προσφερόμενες καλύψεις και η απόδοση από παράλληλες εργασίες που διεξάγονται μέσω της Τράπεζας (μετά από αίτημα του Πιστούχου / Κατόχου η Τράπεζα θα παρέχει προς αυτόν εύλογη επεξήγηση του υπολοίπου των άνω παραγόντων). Η Τράπεζα θα γνωστοποιεί κάθε μεταβολή Περιθωρίου στον Πιστούχο / Κάτοχο με συστημένη επιστολή (με απόδειξη παραλαβής) προ τριάντα (30) ημερών. Εάν ο Πιστούχος / Κάτοχος δεν αντιλέξει, το νέο Περιθώριο εφαρμόζεται μόλις παρέλθουν 30 ημέρες από τη γνωστοποίηση. Εάν ο Πιστούχος / Κάτοχος αντιλέξει στο νέο Περιθώριο μέσα στην προθεσμία των 30 ημερών, τότε θα ισχύσει το Περιθώριο της αμέσως προηγούμενης περιόδου εκτοκισμού, όμως ο Πιστούχος / Κάτοχος θα υποχρεούται να εξοφλήσει το σύνολο των απαιτήσεων της Τράπεζας από την παρούσα Σύμβαση) στο τέλος της τρέχουσας εκτοκιστικής περιόδου με γραπτή προειδοποίηση πέντε (5) ημερών. γ) Το «Υποχρεωτικό Κόστος» ήτοι το κόστος για την Τράπεζα από (α) την υποχρεωτική εισφορά του Νόμου 128/75 (όπως ισχύει) σήμερα μηδέν και εξήντα τοις εκατό (0,60%) και (β) κάθε τυχόν υποχρεωτική δέσμευση ή άλλη επιβάρυνση υπέρ Ελληνικού Δημοσίου, Τράπεζας της Ελλάδος, Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή τρίτων που θα αφορά την Πίστωση ή την παρούσα Σύμβαση). Το Υποχρεωτικό Κόστος θα υπολογίζεται κάθε φορά από την Τράπεζα και θα προσαυξάνει το Τελικό Επιτόκιο. 12.4 Ο τόκος υπερημερίας που υπολογίζεται με επιτόκιο ίσο προς το συμβατικό επιτόκιο προσαυξημένο κατά 2,50 ποσοστιαίες μονάδες (η Τράπεζα έχει δικαίωμα να αναπροσαρμόζει το Επιτόκιο Υπερημερίας μέχρι το εκάστοτε ανώτατο νόμιμο όριο (σήμερα 2,50 εκατοστιαίες μονάδες άνω του συμβατικού επιτοκίου, κατά την ΠΑΤΕ 2393/15.7.96) επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής από τον Πιστούχου / Κάτοχο του ελαχίστου ποσού καταβολής, το οποίο ορίζεται στο Μηνιαίο Αντίγραφο Λογαριασμού». Η Τράπεζα θα γνωστοποιεί (με κάθε πρόσφορο μέσο σύμφωνα με τον όρο 16 κατωτέρω) αναλυτικά στον Πιστούχο / Κάτοχο και τον Εγγυητή το ύψος της οφειλής (κεφάλαιο, τόκους και πάσης φύσεως επιβαρύνσεις) εντός εξήντα (60) ημερών από την περιέλευση του Πιστούχου / Κατόχου σε υπερημερία. Ο ανατοκισμός των σε καθυστέρηση τόκων θα γίνεται ανά εξάμηνο σύμφωνα με το καθεστώς που εκάστοτε επιβάλλει η νομοθεσία (σήμερα το άρθρο 12 του Ν. 2601/98). Σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης από τον Πιστούχο / Κάτοχο των οφειλομένων ποσών και εφόσον η οφειλή αυτή είναι μεγαλύτερη των 120 ημερών, θα καθίσταται αυτοδικαίως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το ανεξόφλητο χρεωστικό υπόλοιπο του Πιστούχου / Κατόχου, το οποίο θα επιβαρύνεται πλέον με τον τόκο υπερημερίας ως άνω…15. Καταγγελία Σύμβασης: Η Τράπεζα έχει το δικαίωμα να καταγγείλει την παρούσα σύμβαση και να ακυρώνει, διακόπτει ή αναστέλλει τη χρήση του Λογαριασμού, να περιορίζει το «όριο Πίστωσης», να κηρύξει ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό και να αξιώσει την άμεση εξόφλησή του, σε περίπτωση που ο Πιστούχος – Κάτοχος παραβεί οποιονδήποτε όρο της παρούσης, όλων θεωρουμένων και οριζομένων με την παρούσα ως ουσιωδών, καθώς και στις περιπτώσεις…15.1 Στις ανωτέρω περιπτώσεις, ολόκληρο το ανεξόφλητο ποσό βαρύνεται με τόκο υπερημερίας και ανατοκισμό ανά εξάμηνο (άρθρο 12 του Ν. 2601/98)…». Για την εξυπηρέτηση της ως άνω σύμβασης τηρήθηκε ο με αριθμός ……….. λογαριασμός μέχρι και την ημεροχρονολογία του οριστικού κλεισίματός του (καθώς και ο με αριθμό ……… λογαριασμός των μη λογιστικοποιημένων τόκων). Επειδή, όμως, η σύμβαση έπαψε να εξυπηρετείται, η δανείστρια τράπεζα την 25/8/2014 έκλεισε τον προαναφερόμενο λογαριασμό και ακολούθως κατήγγειλε τη σύμβαση, κάνοντας χρήση του με αριθμό 15 όρου αυτής, που της παρείχε το σχετικό διαπλαστικό δικαίωμα, επιδίδοντας στον ανακόπτοντα την από 30/10/2014 εξώδικη μονομερή απευθυντέα δήλωση βουλήσεώς της (βλ. τη με αριθμ. ../3-12-2014 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …. ..). Το κατά το χρόνο της καταγγελίας χρεωστικό υπόλοιπο ανερχόταν στο ποσό των 45.955,49 ευρώ. Την 1/4/2015 η καθ’ ης η ανακοπή υπέβαλε την από 1/4/2015 αίτησή της ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενεργούσας για τις απαιτήσεις της πρώην «. …….», ως καθολική διάδοχος αυτής, λόγω συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68 παρ. 2 και 78 του Κ.Ν. 2190/1920 περί Ανωνύμων Εταιριών, τις διατάξεις του άρθρου 16 του Ν. 2515/1997 και της με αριθμό …./25-06-2013 Πράξης του Συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου ……… (ΦΕΚ 3931/01-07-2013). Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμ. …../22-05-2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία, αφού έκρινε την αίτηση νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 623 κ.επ. Κ.Πολ.Δ., 806, 345, 361 επ. του Α.Κ., 111 και 112 του ΕισΝΑΚ και 64-67 του ν.δ. 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», υποχρέωσε τον ανακόπτοντα να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή, για την απαίτησή της που απορρέει από τη με αριθμ. …./22-06-2009 Σύμβαση Ανοιχτού Επιχειρηματικού Δανείου «………», το συνολικό ποσό των 45.955,94 ευρώ, που αντιστοιχεί στο χρεωστικό κατάλοιπο του κλεισθέντος οριστικά την 25/08/2014 με αριθμό ……….. λογαριασμού, πλέον μη λογιστικοποιημένων τόκων εξ ευρώ 4.472,47 ευρώ, για τους οποίους τηρήθηκε ο υπ’ αριθμ. …… λογαριασμός, με το κατά την ως άνω σύμβαση ανώτατο όριο υπερημερίας, από την επομένη της ημερομηνίας του οριστικού κλεισίματος του ως άνω λογαριασμού, ήτοι από την 26/08/2014 και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως, καθώς και ευρώ 960 για δικαστική δαπάνη έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Με την ως άνω αίτησή της η καθ’ ης η ανακοπή επικαλέσθηκε και συνυπέβαλε προς απόδειξη της κατά του ανακόπτοντος απαίτησής της, όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, επικυρωμένο αντίγραφο της με αριθμ. …/22-06-20808 Σύμβασης Ανοιχτού Επιχειρηματικού Δανείου «………..», ακριβή αντιπεφωνημένα αποσπάσματα εξηγμένα από τα ηλεκτρονικώς τηρούμενα εμπορικά βιβλία της καθ’ ης η ανακοπή, νομίμως επικυρωμένα από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, τα οποία κατά το ρητό συμβατικό όρο (όρος υπό στοιχείο 13.2 της ως άνω σύμβασης) αποτελούν πλήρη απόδειξη της απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή κατά του ανακόπτοντος, επικυρωμένο αντίγραφο της με αριθμ. …/ 03-12-2014 έκθεσης επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών, ………… της από 30/10/2014 εξώδικης δήλωσης της καθ’ ης η ανακοπή προς τον ανακόπτοντα. Αντίγραφο δε από το πρώτο απόγραφο εκτελεστό της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, με την από 26/05/2015 επιταγή προς πληρωμή, κοινοποίησε η καθ’ ης στον ανακόπτοντα, στις 03/06/2015, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …………, επί επικυρωμένο φωτ/φου αυτής που προσκομίζει και επικαλείται ο ανακόπτων, επιτάσσοντας αυτόν να καταβάλει σε αυτήν, τα ακόλουθα ποσά: 1. Για επιδικασθέν κεφάλαιο 45.955,94 ευρώ, που αντιστοιχεί στο χρεωστικό κατάλοιπο του κλεισθέντος οριστικά την 25/08/2014 με αριθμό ……… λογαριασμού, πλέον μη λογιστικοποιημένων τόκων εξ ευρώ 4.472,47 ευρώ, για τους οποίους τηρήθηκε ο υπ’ αριθμ. …………. λογαριασμός, με το κατά την ως άνω σύμβαση ανώτατο όριο υπερημερίας, από την επομένη της ημερομηνίας του οριστικού κλεισίματος του ως άνω λογαριασμού, ήτοι από την 26/08/2014 και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως, 2. Για δικαστική δαπάνη έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, το ποσό των 960 ευρώ, 3. Για απόγραφο, αντίγραφο, τέλη απογράφου, 2 ευρώ, 4. Για σύνταξη και χαρτοσήμανση της επιταγής, 30 ευρώ, 5. Για κοινοποίηση της επιταγής, 30 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 51.449,96 ευρώ, εντόκως από την επομένη της επιδόσεως της επιταγής προς πληρωμή μέχρι εξοφλήσεως, πλην του κονδυλίων των τόκων, 6. Για τυχόν σύνταξη εντολής προς διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης, αν τούτο απαιτηθεί, 30 ευρώ. Κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής και επιταγής προς πληρωμή ο εκκαλών άσκησε την υπό κρίση ανακοπή του, με τον πρώτο λόγο της οποίας, ο οποίος ήταν κοινός κατά αμφότερων των προσβαλλόμενων πράξεων, κατ’ ορθή εκτίμηση, παραδεκτά δε επαναφέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, όπως προαναφέρθηκε, αμφισβητεί το ύψος και το εκκαθαρισμένο της απαιτήσεως, το οποίο υποχρεώνεται να καταβάλει στην καθ’ ης η αίτηση, σε συνδυασμό με την έγγραφη απόδειξη αυτής ισχυριζόμενος ότι στο ποσό των 45.955,49 ευρώ, που επιτάσσεται να καταβάλει ως κεφάλαιο, συμπεριλαμβάνονται τόκοι προερχόμενοι από παράνομο ανατοκισμό, αφού συμπεριελήφθησαν από την καθ’ ης η ανακοπή στο οφειλόμενο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο, ανατοκιζόμενοι όχι ανά εξάμηνο κατ’ ελάχιστο επιτρεπτό όριο, αλλά για μικρότερο χρονικό διάστημα. Ο λόγος αυτός είναι αρκούντως ορισμένος, όπως προαναφέρθηκε, νόμιμος και εμπρόθεσμος (άρθρα 632 και 934 παρ. 1 β΄ ΚΠολΔ), στηριζόμενος κατά το πρώτο του σκέλος στις διατάξεις των άρθρων 623, 624 παρ. 1, 626 παρ. 3, 628 παρ. 1α’, 916, 933 ΚΠολΔ, 361 Α.Κ., άρθρο 12 του Ν. 2601/1998, 112 ΕισΝΑΚ, 40, 47, 64-65 του ν.δ. 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων ανωνύμων εταιριών» και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Από την επισκόπηση της εκτυπώσεως αποσπάσματος, το οποίο εξήχθη νόμιμα από τα ηλεκτρονικώς τηρούμενα εμπορικά βιβλία της καθ’ ης η ανακοπή και του οποίου η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444, 448 ΚΠολΔ), εμφαίνονται οι ακόλουθες εγγραφές: Την 24/6/2009 λαμβάνει χώρα από τον ανακόπτοντα η πρώτη ανάληψη μετρητών ύψους 25.000 ευρώ, ενώ την 25/4/2010 λαμβάνει χώρα ανάληψη μετρητών ποσού 15.000 ευρώ, με εμφαινόμενο χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 39.242,16 ευρώ. Την ίδια ημέρα, στις 25/4/2010, χρεώνονται τόκοι επί κεφαλαίου εκ 225,90 ευρώ και τόκοι του ν. 2601/1998 εκ 0,45 ευρώ, το δε υπόλοιπο διαμορφώνεται σε (39.242,16 + 225,90 + 0,45) 39.468,51 ευρώ. Την 25/5/2010, ο ανακόπτων προβαίνει σε καταβολή 500 ευρώ με υπόλοιπο 38.968,51 ευρώ και χρεώνονται τόκοι κεφαλαίου 299,98 ευρώ, το δε υπόλοιπο διαμορφώνεται σε (39.468,51 -500 + 299,98) 39.268,49 ευρώ. Με αντίστοιχες χρεωπιστώσεις, την 25/10/2010 ο ανακόπτων κατέβαλε 300 ευρώ, με υπόλοιπο κεφαλαίου 39.536,42 ευρώ και χρεώνονται τόκοι κεφαλαίου 358,32 ευρώ και τόκοι Ν. 2601/98 1,29 ευρώ, το δε υπόλοιπο διαμορφώνεται σε (39.536,42 – 300 + 358,32 + 1,29 ευρώ) 39.596,03. Την 25/11/2010 ο ανακόπτων κατέβαλε 650 ευρώ και το υπόλοιπο διαμορφώθηκε σε (39.596,03-650) 38.946,03, χρεώθηκαν τόκοι εκ 370,25 ευρώ και το υπόλοιπο διαμορφώθηκε σε (38.946,03 + 370,25) 39.316,28. Την 25/12/2010, ο ανακόπτων κατέβαλε 400 ευρώ και το υπόλοιπο διαμορφώθηκε σε (39.316,28 – 400) 38.916,28 ευρώ, ταυτόχρονα δε χρεώθηκαν τόκοι κεφαλαίου 358,16 ευρώ και τόκοι Ν. 2601/1998 (ήτοι μετά από δίμηνο από την προηγούμενη χρέωση) εκ 3,35 ευρώ, η δε οφειλή αναβιβάστηκε στο ποσό των (38.916,28 + 358,16 + 3,35) 39.277,79 ευρώ. Πλην, όμως, το ποσό των 3,35 ευρώ που χρεώθηκε ως τόκος του Ν. 2601/98 αφενός χρεώθηκε στο δίμηνο, αφετέρου υπολογίσθηκε επί κεφαλαίου όπως αυτό είχε διαμορφωθεί με την πρόσθεση ήδη του ποσού των 1,29 ευρώ που αντιστοιχεί σε τόκο του Ν. 2601/98 (δηλαδή είχε γίνει κεφαλοποίηση του τόκου) και χρεώθηκε την 25/10/2010. Με παρόμοιο τρόπο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του ιδίου ως άνω αποσπάσματος, ανά δίμηνο χρεώθηκαν στον ανακόπτοντα την 25/2/2011 ποσό 1,47 ευρώ (υπολογιζομένου επί κεφαλαίου στο οποίο συμπεριελήφθησαν και οι προηγούμενοι τόκοι), την 25/3/2011 ποσό 1,16 ευρώ, την 25/4/2011 ποσό 1,09 ευρώ, την 25/9/2011 ποσό 3,99 ευρώ, την 25/10/2011 ποσό 1,77 ευρώ, την 25/11/2011 ποσό 1,39 ευρώ, την 25/1/2012 ποσού 5,44 ευρώ, την 25/2/2012 ποσό 5,50 ευρώ, την 25/3/2012 ποσό 5,68 ευρώ, την 25/4/2012 ποσό 0,07 ευρώ, την 25/5/2012 ποσό 1,98 ευρώ, την 25/6/2012 ποσό 7,33 ευρώ, την 25/7/2012 ποσό 7,79 ευρώ, την 25/8/2012 ποσό 10,74 ευρώ, την 25/10/2012 ποσό 3,83 ευρώ, την 24/11/2012 ποσό 9,28 ευρώ, την 25/12/2012 ποσό 16,19 ευρώ, την 25/1/2013 ποσό 14,80 ευρώ, την 26/2/2013 ποσό 10,34 ευρώ, την 25/4/2013 ποσό 11,70 ευρώ, την 25/5/2013 ποσό 9,05 ευρώ, την 25/6/2013 ποσού 11,84 ευρώ. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η καθ’ ης η ανακοπή, κάθε φορά που χρέωνε τόκους τους κεφαλαιοποιούσε και επί του νέου προκύπτοντος κεφαλαίου (που περιείχε κεφάλαιο και τόκους) υπολόγιζε νέους τόκους προβαίνοντας σε παράνομο ανά δίμηνο ή ανά τετράμηνο ανατοκισμό, οπότε η επίδικη διαταγή είναι άκυρη κατά το μέρος που επιδίκασε στην καθ’ ης απαίτηση που δεν γεννήθηκε ποτέ, δηλαδή χρηματικά ποσά από παράνομο ανατοκισμό. Συνεπεία των ανωτέρω, η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής κατέστη ανεκκαθάριστη λόγω της ενσωμάτωσης σε αυτήν των ως άνω παρανόμως υπολογισθέντων επιπλέον τόκων, καθώς και των ποσών που προέκυπταν από τον ανατοκισμό τους, βάσει της προεκτεθείσας αθέμιτης και παράνομης πρακτικής της καθ’ ης. Εξάλλου, είναι ανέφικτο να προκύψει με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς σε ποιο ποσό ανέρχονται οι παράνομες χρεώσεις του λογαριασμού, ήτοι τα ποσά που χρεώθηκαν λόγω του παράνομου ανατοκισμού, με τις οποίες (χρεώσεις) επιβαρύνθηκε η ένδικη απαίτηση, διότι απαιτούνται, λόγω της πολυπλοκότητας των αριθμητικών και λογιστικών πράξεων, ειδικές γνώσεις της οικονομικής (λογιστικής) επιστήμης. Η ακυρότητα δε των επιμέρους ποσών επηρεάζει την έγγραφη απόδειξη, αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης (κατ’ άρθρο 624 του Κ.Πολ.Δ.), αφού από τα εν λόγω αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων, που προσκομίστηκαν από την καθ` ης η ανακοπή κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών, αφενός λόγω του είδους των εγγραφών, αφετέρου δε λόγω της ενσωμάτωσης στο λογαριασμό των ποσών του παράνομου ανατοκισμού, με περαιτέρω συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του πραγματικού της (νόμιμης) οφειλής και αντίστοιχα της απαίτησης της καθ` ης, με βάση τα έγγραφα που εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής και βρίσκονται στο φάκελο της διαταγής πληρωμής. Όπως προαναφέρθηκε, δε, αναγκαία προϋπόθεση της εγκυρότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι ο πλήρης προσδιορισμός στον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο της εκτάσεως, του είδους και του περιεχομένου της αξιώσεως που ενσωματώνει. Κατά δε την απολύτως κρατούσα άποψη αναγκαστική εκτέλεση με τίτλο, από τον οποίο δεν προκύπτει απαίτηση εκκαθαρισμένη είναι άκυρη, χωρίς να χρειάζεται να αποδεικνύεται βλάβη (πρβλ. ΑΠ 758/2014 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της υπό κρίση ανακοπής, ο οποίος είναι κοινός κατά αμφότερων των προσβαλλόμενων πράξεων, κατά το πρώτο του σκέλος, ως κατ’ ουσία βάσιμος. Η έρευνα των λοιπών προβαλλόμενων λόγων της ανακοπής παρέλκει, καθώς με την ευδοκίμηση του ως άνω λόγου ανακοπής ικανοποιείται πλήρως το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος. Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει να γίνουν δεκτές οι υπό κρίση από 11/06/2015, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../11-06-2015 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./11-06-2015, σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο και απευθυνόμενες στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς ανακοπές ως κατ’ ουσία βάσιμες και να ακυρωθούν η ανακοπτόμενη με αριθμό …./2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και για τον ίδιο λόγο (ακυρότητα του εκτελεστού τίτλου) η ως άνω κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού αυτής από 26/05/2015 επιταγή προς πληρωμή στο σύνολό τους. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η απόδοση στον εκκαλούντα του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που καταβλήθηκε από αυτόν (πρβλ. ΑΠ 1071/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1850/2013 Δημ. Νόμος), όπως αυτό αναφέρεται στην υπ’ αριθ. με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./02-03-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./02-03-2017 έκθεση κατάθεσης της έφεσης που συντάχθηκε από τη Γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εφεσίβλητης, λόγω της ήττας της (άρθ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά το σχετικό περί τούτου αίτημα του εκκαλούντος, όπως αναφέρεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 112/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδικάσθηκε κατά την ειδική διαδικασία.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αριθμ. 112/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδικάσθηκε κατά την ειδική διαδικασία.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του καταθέσαντος από τον εκκαλούντα παραβόλου σε αυτόν.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει τις σωρευόμενες στο ίδιο από 11/06/2015, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./11-06-2015 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/11-06-2015 δικόγραφο, απευθυνόμενες στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς ανακοπές, κατά την ειδική διαδικασία.

ΔΕΧΕΤΑΙ τις σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο ανακοπές.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ τη με αριθμό …../2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και την κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού αυτής από 26/05/2015 επιταγή προς πληρωμή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εφεσίβλητη – καθ’ ης η ανακοπή στα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος – ανακόπτοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 08/01/2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου Δικηγόρου του εκκαλούντος.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ